Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ


Ντίνος Χριστιανόπουλος

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
Μεταφράσεις (1949-1987)
τέταρτη έκδοση, ά.1966, β΄1947, γ΄1981
εκδόσεις Διαγωνίου-Θεσσαλονίκη 1989, νέα σειρά 17
τυπώθηκε τον Ιούλιο του 1989 στο τυπογραφείο Ε. Ν. Νικολαϊδη σε 2500 αντίτυπα
Καλλιτεχνική επιμέλεια και σχέδιο επιφύλλου: Κάρολος Τσίζεκ
Διαστάσεις 15Χ11, σελίδες 104 δραχμές 2.080
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α
Όμηρος (1952)
α΄
Στο στέρνο τόνε πέτυχε το δόρυ,
κι έγειρε και σωριάστηκε στη γη ΄
μούσκεψαν μές στο αίμα τα μαλλιά του
κι οι χρυσαφένιοι πλόκαμοί του κοκκινήσαν,
Σαν της ελιάς το τρυφερό βλαστάρι,
πού θαλερό είναι το ξεπέταγμα του
καταμεσής στον κάμπο, όπου κυλούνε
νερά καθάρια και ολούθε το αεράκι
δροσίζει το λιβάδι, το ανθισμένο,
και ξάφνου φτάνει η ανεμοχαλασιά
κι από το λάκκο του τραχιά το ξεριζώνει
και κοίτεται το φύτρο μαραμένο,
έτσι κι ο ωραίος Εύφορβος  κοιτόταν,
γυμνός, δίχως την όμορφη στολή του
και δίχως τη λαμπρή του αρματωσιά. 
β΄
Έπεσε και αγκάλιασε τα γόνατά του
και φίλησε τα πόδια του ικετεύοντας
να σπλαχνιστεί την άλκιμή του ομορφιά.
Όμως ο άλλος, τρυφερός δεν ήταν άντρας,
κι όπως εκείνος του βαστούσε τα δυό πόδια,
υποταγμένος πιά, και του ζητούσε
το πόδι επάνω στο κεφάλι του να βάλει,
του έμπηξε το ξίφος μές στα σπλάχνα,
κι ως άλυκο επετάχτηκε το αίμα,
του ‘βαψε τη χρυσή του φορεσιά.
Σαπφώ
α΄
Άλλοι τους καβαλάρηδες κι άλλοι τους μελαψούς
στρατιώτες κι άλλοι τους σκληρούς, άγριους ναύτες
στον κόσμο τ’ ωραιότερο πράγμα θαρρούνε.
Όμως εγώ δεν ξέρω άλλην ομορφιά
πιο δυνατή, αγάπη μου, απ’ τη δική σου.
β΄
Καλότυχος εκείνος πού κοντά σου
κάθεται, και γλυκά μιλάς
σ’ ακούει, και τ’ απαλό χαμόγελό σου
χαίρεται, πού με κάνει να σπαράζει
βαθιά μέσα στα στήθια μου η καρδιά.
Γιατί και μια στιγμή μονάχα όταν σε ιδώ,
φωνή πιά δε μου μένει, μήτε γλώσσα,
και μια φωτιά ξεχύνεται στα μάγουλά μου.
Θολά τα μάτια, τίποτα δε βλέπουν,
μήτε τ’ αυτιά μου ακούν ΄ τρέχει ο ιδρώτας
απάνω μου και μια τρεμούλα με κυριεύει.
Πιο πράσινος κι απ’ το χορτάρι γίνομαι
κι άλλο δε θέλω πάρεξ να πεθάνω.
γ΄
Όπως τον υάκινθο οι τσομπάνοι στα βουνά
τσαλαπατούνε με τά πόδια τους, και τ’ άνθος,
το πορφυρό, λιωμένο, πιά, κοίτεται χάμω,
έτσι κι εσύ, αγάπη μου, να με πατούσες….
Σαπφώ
α΄
Άλλοι τους καβαλάρηδες κι άλλοι τους στρατιώτες
κι άλλοι τους ναύτες θεωρούν το πιο ωραίο πράγμα
σ’ αυτή τη μαύρη γη ΄ μα εγώ θαρρώ εκείνο
πού ο καθένας πιο πολύ λατρεύει…
β΄
Όπως τον υάκινθο οι τσομπάνοι στα βουνά
τσαλαπατούνε με τα πόδια τους, και τ’ άνθος
το πορφυρό, στο χώμα κάτω πέφτει….
γ΄
Γλυκειά μου μάνα, δε μπορώ στον αργαλειό να υφαίνω
πιά:
ωραίο αγόρι αγάπησα και με παιδεύει ο πόθος.
δ΄
Όσα η αυγούλα, σκόρπισε, πίσω τα φέρνεις όλα,
Εσπερινέ: φέρνεις τ’ αρνί, φέρνεις και το κατσίκι,
φέρνεις και το μικρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας.
ε΄
Ωσάν το μήλο το γλυκό που κοκκινίζει
στο πιό ψηλό κλαδί, στην άκρη επάνω.
-Μην το ξέχασαν αυτοί που ‘κοβαν τα μήλα;
-Δεν το ξεχάσαν, μα δε φτάναν να το κόψουν. 
στ΄
Κρύο νερό ψηλάθε κελαρύζει
ανάμεσα απ’ τα κλώνια της μηλιάς
κι ως σιγοψιθυρίζουνε τα φύλλα
πέφτει τ’ απομεσήμερο…
Μίμνερος (1965)
Αμέσως απ’ τα μάγουλα μου τρέχει κρύος ιδρώτας
και το λουλούδι βλέποντας της νεολαίας τα χάνω,
ωραίο μαζί κι ευχάριστο-μακάρι να ‘ταν κι άλλο.
Κι όμως, σαν όνειρο η νιότη, η τιμημένη, λίγο
βαστάει ΄ κι αμέσως κρέμονται πάνω από το κεφάλι
τα γερατιά τα θλιβερά και τα δυστυχισμένα,
που, εχθρικά κι ατίμητα, αγνώριστο τον κάνουν
τον άνθρωπο, κι όταν θα ρθούν, μυαλό χαλνούν και μάτια.
Ριανός
Καλή λεβεντομάνα η Τροιζήνα΄ απ’ τα παιδιά της
και το πιο παρακατιανό να υμνήσεις, δε θα χάσεις.
Μά τόσο πιο ξεχωριστός ο Εμπεδοκλής είναι, όσο
μές στ’ άλλα άνθη της άνοιξης το ωραίο έλαμψε ρόδο.
Ζηνόδοτος (1986)
Ποιός γλύπτης πήγε κι έστησε τον Έρωτα στην κρήνη;
Δεν ήξερε πώς με νερό τούτη η φωτιά δε σβήνει;
Καλλίμαχος (1965)
Σιχαίνομαι το ποίημα το μεγάλο, ούτε μ’ αρέσει
η δημοσιά που οδηγεί πολλούς εδώ κι εκεί ΄
μισώ αυτόν που για έρωτα με όλους τρέχει, κι ούτε
πίνω από βρύση ΄ τα κοινά μ’ αηδιάζουν όλα.
Ναι, Λυσανία, είσαι όμορφος, είσαι όμορφος-μά πρίν
το πεί καθάρια η ηχώ, λέει κάποιος: «Άλλος τον έχει!»
Μελέαγρος
α΄
Νύχτα ιερή, και λυχνάρι, άλλον κανένα
μάρτυρα δε διαλέξαμε κι οι δυό μας
στους όρκους μας, παρά  εσάς μονάχα ΄
εκείνος μου ορκίστηκε να μ’ αγαπάει,
κι εγώ, ποτέ να μην τον παρατήσω.
Μάρτυρες ήσασταν κι οι δυό ΄ μα τώρα εκείνος
λέει πώς τους όρκους μας τους πήρε το ποτάμι,
κι εσύ, λυχνάρι μου, σε άλλες αγκαλιές τον βλέπεις. 
β΄
Μια ομορφιά είναι το πάν για μένα ‘ ένα
ξέρει το λιγωμένο μάτι μου μονάχα:
να βλέπει τον Μυίσκο ΄ είμαι τυφλός για τ’ άλλα.
Αυτός για μένα είν’ όλα ΄ άραγε τα μάτια
-οι κόλακες-για χάρη της ψυχής τον βλέπουν;
γ΄ (1970)
Και με τον Δία, τα βάζω εγώ, άμα θελήσει,
Μυίσκε, να σ’ αρπάξει, για να τον κερνάς το νέκταρ.
Αν και πολλές φορές μου είπε: «Τι τρομάζεις;
Δε θα σ’ ανάψω ζήλεια. Έπαθα κι εγώ και ξέρω
να συμπονώ». Αυτά μου λέει. Όμως εγώ τρομάζω
και μύγα να πετάξει, μη με γέλασε ο Δίας.
δ΄ (1986)
Είδα μεσημεριάτικα τον Άλεξι στο δρόμο
κι αρχίσαν να με πυρπολούν δύο λογιών ακτίνες:
οι ακτίνες απ’ τα μάτια του κι οι ακτίνες απ’ τον ήλιο.
Του ήλιου, η νύχτα μονομιάς τις κοίμισε ΄ μα οι άλλες,
απ’ της μορφής του το είδωλο, θεριέψαν στο όνειρό μου.
Ανακρεόντειο (1976)
Εσύ τον πόλεμο της Θήβας τραγουδάς
κι άλλος της Τροίας-
μά τη δική μου άλωση εγώ.
Εμένα ιππικό δε με κυρίευσε,
ούτε στρατιώτες ούτε ναύτες ΄
ένας αλλιώτικος στρατός
μεσ’ απ’ τα μάτια με χτυπάει.
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (1987)
Και ζω και πέθανα. Σοφός αν είσαι, θα εννοήσεις:
Είμαι νεκρός για την ψυχή, σα ζωντανεύει η σάρκα.
Ψυχή μου, άς είσαι ζωντανή, κι η σάρκα μου άς πεθάνει.
Πέτρος ο Δαμασκηνός (1976)
Μ’ έθελξες με τον πόθο σου, Χριστέ,
και μ’ έκανες αλλιώτικο με τον θείο σου έρωτα ΄
αλλά κατάκαψα με άυλη φωτιά τις αμαρτίες μου
κι αξίωσέ με να γεμίσω με την τρυφεράδα σου.
Οράτιος (1952)
α΄
Όσο παιδί είσαι ακόμα, μην καταφρονείς
τους γλυκείς έρωτες και τους χορούς ΄ ακόμα
είναι μακριά τα γερατιά απ’ τη θαλερή σου
νιότη. Τώρα για σένα είναι η στρατώνα,
για σένα είναι τα γήπεδα, κι ακόμα,
οι ένοχοι ψίθυροι μές στη γλυκειά τη νύχτα.
β΄
Πές μου, γιατί με τον τυφλό έρωτά σου
τον Σύβαρη τον έχεις κάνει έτσι
πού να μισεί την ηλιοφώτιστη στρατώνα,
και δε φοράει τα στρατιωτικά του
και στ’ άλογο δεν ανεβαίνει απάνω
και στο ποτάμι το ξανθό γυμνός δε μπαίνει
και μπράτσα πληγωμένα από τα όπλα
δεν έχει, ούτε κορμί ηλιοψημένο,
και στο στίβο δε φαίνεται, να ρίξει
το δίσκο ή τ’ ακόντιο, οπού ‘ταν πρώτος ΄
γιατί τον έλιωσες με τον τυφλό έρωτά σου,
τόσο που ν’ αποστρέφεται κι αυτά ακόμα
τα ρούχα του τα αντρικά, που από μέσα τους
πιο πλαστικό το αντρικό σώμα προβάλλει.
γ΄
Άλλοι θα σε υμνήσουν, νικητή,
κι άλλοι θα ψάλλουν όσα ο άγριος στρατιώτης
κι ο καβαλάρης ο τραχύς κι ο σκληρός ναύτης
πράξαν στον πόλεμο. Μά η δική μας μούσα
πώς γίνεται, απόλεμη, να τραγουδήσει
τον Άρη με τη σιδερόφραχτη στολή
και με τις μπότες, τις βαριές, πού άγρια ηχούνε;
δ΄
Σαν πάς στου Πλούτωνα το άψυχο παλάτι,
δε θα ‘χεις συντροφιές εκεί και γλέντια,
μήτε τον τρυφερό Λυκίδα θα θαυμάζεις,
που όλη καίγεται γι’ αυτόν η νεολαία,
κοπέλες κι έφηβοι γι’ αυτόν αναστενάζουν.
ε΄
Τον ρόδινο λαιμό του ωραίου Τηλέφου,
τα ηλιοψημένα μπράτσα του Τηλέφου,
όταν μου τα επαινείς, πώς η καρδιά μου
βράζει, και το αίμα πλημμυράει το πρόσωπό μου.
Μυαλό και χρώμα δε μου μένει, και τα δάκρια
κυλούν κρυφά στα μάγουλα και δείχνουν
πού απ’ την πολλή μέσα μου λιώνει αγάπη,
και καίγομαι που αλλού τα φλογερά του
χείλη το σφριγηλό χαρίζει, τώρα, παλικάρι.
στ΄
Μές στη βαθειά κοιλάδα, όπου τα φίδια
αντάμα ζούν με τα κατσίκια, κι από πέρα
γλυκός ακούγεται αυλός κι όλα είν’ γαλήνια
κι έχει δροσιά, παλιό κρασί κι αγάπη, έλα
να ζήσουμε μαζί. Κανείς δωπέρα
χυδαίος βάναυσο δε θα σου απλώσει χέρι,
μήτε στο δρόμο σου ποτέ θα συναντήσεις
τους κολασμένους κυνηγούς της νύχτας.
ζ΄
Άχ, ποιο κοκκίνισμα και ποιος συγκρατημός
στον πόθο για το τόσο αγαπημένο
κεφάλι σου; Οι εκλεκτοί πολύ τον κλάψαν
γιατί πολύ τον αγαπούσαν. Όμως
εσύ πού τον αγάπησες πιότερο, μην τον κλαίς,
και τον Κιντίλιο, που οι θεοί για πάντα
δε σου χαρίσαν, πίσω μη γυρεύεις.
Κάλλιο τη λύρα του Ορφέα γλυκά κρούσε,
κι αν το αίμα του στο σώμα δε γυρίσει,
όμως γλυκύτερο τον ύπνο του θα κάνεις.
η΄
Του αγαπημένου μου Λαμία, του πλέον ωραίου,
μούσα γλυκειά, ωραίο, βοήθησέ με,
στεφάνι με τους στίχους μου να πλέξω.
θ΄
Γλυκειά μου λύρα, ανάπαυση του μόχθου
κάτω απ’ το δέντρο, σε χωράφι ηλιοψημένο,
τη μελωδία σου άφησε κι απόψε
να ξεχυθεί σ’ ερωτικό τραγούδι
για τον ωραίο Λύκο, με τα μαύρα
μάτια και τα σγουρά μαύρα μαλλιά.
ι΄
Σαν γύρισε απ’ τον πόλεμο ο Νουμίδας,
φιλιά πολλά στους φίλους του χαρίζει,
μα πιο πολλά στον φίλο του Λαμία
με την γλυκειάν αγαπημένη ομορφιά.
Θυμάται πού, έφηβοι κι οι δυό, είχαν φορέσει
μαζί τη λευκή τήβεννο, κι είχαν θαυμάσει
μαζί τη λεβεντιά των στρατιωτών.
Ρόδα πολλά και κρίνους διατάζει
να φέρουν στο λαμπρό τραπέζι, κι άφθονο
να τρέξει απόψε το κρασί. Κι ως όλοι
του ρίχνουν βλέμματα συγκρατημένου πόθου
κι αναριγούν ποιόν τάχα θα διαλέξει,
τα μάτια απ’ τ’ αγόρι του εκείνος
δεν κατεβάζει ΄ κι όσο πιο πολύ τον βλέπει,
τόσο βαθύς καημός τον καίει να ορμήξει
και γύρω του σαν τον κισσό να τυλιχτεί.

Λούλα Αναγνωστάκη (1949)
ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ ΣΤΟ ΜΠΑΡ
Φαίδων ο Πολίτης (1952)
ΞΕΡΩ…
ΠΝΙΓΜΟΣ
Η ΠΕΤΣΕΤΑ
Ραφαέλ Αλμπέρτι (1950)
ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ
Έντνα Σαίντ Βίνσεντ Μιλλαίυ (1954)
ΤΙ ΧΕΙΛΗ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗΣΕΙ
Λάνγκστον Χιούζ (1969)
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ
Φ. Τ. Πρίνς (1977)
ΤΟ ΜΠΑΝΙΟ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ
Γ. Μπ. Στάνφορντ (1970)
ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΡΑΒΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ
Γίρζι Βόλκερ (1958)
ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
ΟΙ ΖΗΤΙΑΝΟΙ
ΤΟ ΔΑΣΑΚΙ
ΔΩΜΑΤΙΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ
ΒΡΟΧΕΡΗ ΜΕΡΑ
ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ
Β
Τζών ντός Πάσσος (1954)
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΙΣΑΔΩΡΑ
M.M.W. (1957)
Ο ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ
Γ
Τόμας Μέρτον (1954)
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Κίμων Φράϊερ (1967)
ΠΩΣ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Σημείωση του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Από τα αρχαία ελληνικά: Όμηρος, Σαπφώ, Μίμνερος, Ριανός, Ζηνόδοτος, Καλλίμαχος, Μελέαγρος, ανακρεόντειο, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Πέτρος ο Δαμασκηνός. Τα κομμάτια από τον Όμηρο και τη Σαπφώ (σ.11-12) είναι ελεύθερες αποδόσεις.
Από τα λατινικά: Οράτιος (ελεύθερος αποδόσεις)
Από τα αγγλικά: Έντνα Σαίντ Βίνσεντ Μιλλαίυ, Λάνγκστον Χιούζ, Φ. Τ. Πρίνς, Γ. Μ. Στάνφορντ, Τζών ντός Πάσσος, Τόμας Μέρτον, Κίμων Φράιερ, Ρόμπερτ Φρόστ (το ποίημα του Φρόστ αποδόθηκε με τη βοήθεια του Κίμωνα Φράιερ). Τα ποιήματα του Πρίνς και του Στάνφορντ αποδόθηκαν από περικοπές. Τα ποιήματα της Λούλας Αναγνωστάκη, του Φαίδωνα Πολίτη, του Ραφαέλ Αλμπέρτι, του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού (San Juan de la Cruz) και το γαλλικό πεζό του M.M.W. (1955) μεταφράστηκαν από αγγλικές μεταφράσεις. Η «Πετσέτα» του Φαίδωνα Πολίτη και το πεζό για τον ζεϊμπέκικο αποδόθηκαν με περικοπές.
Από τα τσέχικα (σε συνεργασία με τον Κάρολο Τσίζεκ): Γίρζι Βόλκερ.
--
Σημείωση:
     Από το 1966 που εκδόθηκε το μικρό βιβλιαράκι του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ» με μεταφράσεις του, για πάνω από σαράντα χρόνια, και με τέσσερεις επανεκδόσεις, παραμένει ακόμα επίκαιρο και διαβάζεται με ενδιαφέρον. Οι μεταφράσεις αυτές μας φανερώνουν τα ανοίγματα της σκέψης του ποιητή και το εύρος των ενασχολήσεών του. Το βλέμμα του Χριστιανόπουλου προσλαμβάνει από τα έργα αρχαίων και νεότερων ελλήνων και ξένων συγγραφέων, αυτό που ο αρχαίος ποιητής Καλλίμαχος ονομάζει «ολίγη λιβάς», δηλαδή, τις κατά την δική του πάντα αντίληψη κορυφώσεις του ποιητικού ή πεζογραφικού τους λόγου. Το πιο εύοσμο ανθάκι των ποιητικών τους κορυφώσεων. Η βεντάλια αυτών των μεταφράσεων (ο ποιητής μιλά και για αποδόσεις) περιλαμβάνει από μικρά Ομηρικά αποσπάσματα μέχρι τον ποιητικό λόγο θεολόγων-αγίων ποιητών όπως είναι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού και, από σημαντικές θεατρικές φωνές της εποχής μας όπως αυτή της Λούλας Αναγνωστάκη με το ποίημά της «Ένας ξένος στο μπαρ» έως το εξαιρετικό κείμενο του Τζών ντός Πάσσος για την μεγάλη χορεύτρια του προηγούμενου αιώνα Ισιδώρα Ντάνκαν, «Τέχνη και Ισαδόρα». Χωρίς να παραγνωρίζουμε και τα υπόλοιπα αποσπασματικά μέρη άλλων έργων που αποδίδει με σεβασμό και μεράκι, όπως αυτό του Λάνγκστον Χιούζ και το ποίημα «Ο μαύρος αδερφός», η το αναγεννησιακού κλίματος ποίημα του Φ. Τ. Πρίνς, «Το μπάνιο των στρατιωτών» που βασίζεται σε μια σκηνή από εικαστική παράσταση του Μιχαήλ Άγγελου. Και ασφαλώς, το μικρό κείμενο του μεταφραστή και συγγραφέα Κίμωνα Φράιερ «Πώς διαβάζεται ένα ποίημα», που μας αναλύει το ποίημα του αμερικανού ποιητή Ρόμπερτ Φρόστ, «Βραδυνό σταμάτημα κοντά στο χιονισμένο δάσος», ερμηνεία που βασίζεται στην μοντέρνα-τότε- λογοτεχνική ανάλυση ενός έργου που ονομάστηκε «Νέα Κριτική». Μικρά αποσπάσματα που, κατά κάποιον τρόπο, κινούνται μέσα σε μια ατμόσφαιρα συγγενικών κοινωνικών, ερωτικών, θρησκευτικών, οντολογικών ενοτήτων, εικόνων, περιστατικών, εσωτερικών διεργασιών και αντιλήψεων, που έχουν πάντα στο επίκεντρό τους το άτομο και τα συναισθήματά του. Την θέση του μέσα στον χώρο και τον κοινωνικό περίγυρο. Αισθήματα πηγαία, αυθεντικά, ρομαντικής υφής ορισμένες φορές, ονειρικής διαθέσεως, λαγνείας άλλες, αλλά, και εσωτερικής μεταμέλειας και βαθειάς χριστιανικής αγάπης. Το αξιοσημείωτο είναι, ότι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, κατόρθωσε να μπολιάσει την αρχαία παγανιστική ερωτική φωνή με την χριστιανική μεταμέλεια. Κατόρθωσε μέσα στο έργο του, ποιητικό, πεζογραφικό όσο και το μεταφραστικό, να ενώσει τα για πολλούς, μη κοινά ερωτικά και αισθητικά διεστώτα. Το ανθρώπινο σώμα όπως το ύμνησαν οι αρχαίοι έλληνες,-ιδιαίτερα το εφηβικό, πάνω στην ακμή της ανθοφορίας του, και το αντρικό όταν πλέον είχε ωριμάσει κατά κάποιον τρόπο ο κύκλος των αισθητικών αρετών του-την ομορφάδα και την αρμονία του, τις καμπύλες και την ρευστότητά του, αλλά και με τον συναισθηματικό πλούτο που έκρυβε μέσα του, το απεικονίζει μέσα από μια οπτική χριστιανικής μεταμέλειας, ψυχικών πολλές φορές ενοχών, όπως τα μετά την εθνική ελληνική ιστορική περίοδο προσλήφθηκαν οι οπτικές και οι ερωτικές σχέσεις από τους χριστιανούς. Αυτό το ποιητικό «Ομνύει» της Καβαφικής ηδονής που γίνεται σαράκι πόθου, πόνος ψυχής, βλέμμα θλίψης αλλά και απόλαυσης μέσα στο πεδίο των ατομικών του ερωτικών αισθήσεων και εμπειριών ή και αν θέλετε, των δικών μας του καθενός και κάθε μίας ερωτικών και βιωματικών πεπραγμένων.  Οι αποδόσεις αυτές φωτίζουν και τον δικό του ποιητικό λόγο, τόσο στο χώρο των ερωτικών του ψηλαφήσεων όσο και στον χώρο των αισθητικών και τεχνικών της ποίησης ανιχνεύσεων. Οι μικρές αυτές αποσπασματικές μονάδες, δεν είναι μονοθεματικού ενδιαφέροντος, δηλαδή, δεν περιστρέφονται αποκλειστικά και μόνο, γύρω από την ομοφυλόφιλη ερωτική έκφραση και συμπεριφορά, από εκδηλώσεις που μας εικονογραφούν τον κόσμο των αρχαίων ελλήνων και ορισμένες από τις προτιμήσεις τους. Παραδείγματος χάριν τα ποιήματα του Γ. Μπ. Στάνφορντ ή του Γίρζι Βόλκερ διευρύνουν το κοίταγμα ζωής και συναισθηματικών καταστάσεων των ανθρώπων, μέσα από μικρές λεπτομέρειες του οικογενειακού τους βίου όπως τις καταγράφει ο ποιητής και μας τις μεταφέρει στα ελληνικά ο ποιητής και μεταφραστής από την Θεσσαλονίκη. Θέλω να πω ότι, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, στρέφει το βλέμμα του και στις εσωτερικές ψυχικές διεργασίες των ανθρώπων, στις μέσα τους αμάχες, τις αναστολές αλλά και τις ευδαίμονες στιγμές τους. Από την μια το ανθρώπινο σώμα που λαγνεύει και ποθεί και από την άλλη η ψυχή και οι κατοπινές τύψεις της που επαναδιαπραγματεύεται μέσω της μνήμης τις παλαιότερες απολαύσεις. Αυτός αν δεν κάνω λάθος διχασμός, προέρχεται από τον πλατωνικό κόσμο και ιδεώδη, την αξιωματική αρχή ότι το σώμα είναι δεσμωτήριο της ψυχής και όχι από την κατοπινή φιλοσοφική θεώρηση και χριστιανική οντολογία του ενιαίου της ανθρώπινης ύπαρξης. Σώμα και ψυχή ένα, αποτελούν τον όλο άνθρωπο. Η χριστιανική οντολογία προσπάθησε να επανενώσει αυτήν την διαμερισματοποίηση των αρχαίων, και υπάρχουν περιπτώσεις και έργα που βλέπουμε αυτό το ενιαίο της ανθρώπινης ύπαρξης όπως υπάρχουν και δεκάδες άλλες που επεκράτησε η ηθική πλευρά της πίστης έναντι της αισθητικής. Το ανθρώπινο σώμα και οι χαρές του αποκλείστηκαν από τον χριστιανικό παράδεισο, οι σωματικές επιθυμίες αποκλείστηκαν από το πάνθεο των χριστιανικών αρετών, και αντί για την αδαμιαία ερωτική απόλαυση επεκράτησε το κολαστήριο της μεταμέλειας. Αυτός ο διχασμός φαίνεται ξεκάθαρα στο έργο του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου. Όμως για να είμαστε σωστοί στις προσωπικές μας αυτές κρίσεις, οι εμπορικοί νταλγκάδες του έρωτα-ομοφυλόφιλου και ετεροφυλόφιλου-αυτές οι εταιρικές ερωτικές συναλλαγές, οι  επί χρήμασι «της εκδιδομένης γυναικός ή του αντρός το σιδηρούν κιγκλίδωμα», αφορούσαν και τις αρχαίες ερωτικές σχέσεις και την καθόλου κοινωνία των αρχαίων ημών προγόνων. Γίνονταν δηλαδή μετά συγχωρήσεως, νεοελληνιστί «της πουτάνας το κάγκελο» στις διαπροσωπικές τους ερωτικές σχέσεις και συναλλαγές. Τουλάχιστον αυτό μας καταγράφουν τα ποιήματα που μας έχουν διασωθεί, τα αγγεία και άλλες επιγραφές για την ερωτική συμπεριφορά των αρχαίων. Από μικρά πήλινα κοκοράκια ως δώρο μέχρι μπάλες και άλλα είδη, προσφέρονταν ή ζητούνταν από τους νεαρούς εραστές και ερωμένες για να σου «κάτσουν». Δώσε και μένα μπάρμπα. Όπως τα ασημένια τάματα κάλυπταν τις εικόνες των διαφόρων αγίων για να σταθούν με την σειρά τους αρωγοί και συμπαραστάτες στα προβλήματα των ανθρώπων, το ίδιο και με τις ιδιαίτερες σχέσεις των καθημερινών συναλλαγών για την εκπλήρωση των σωματικών και ψυχικών αναγκών. Οι θρησκείες και οι ιστορικές συνθήκες άλλαξαν, οι πανάρχαιες εθιμικές συνθήκες παραμένουν σχεδόν οι ίδιες. Ο Κερδώος Ερμής επισκιάζει τις περισσότερες φορές τον λόγο, τον ιδεαλιστικό λόγο των φιλοσόφων περί έρωτος, και τα Πλατωνικά ιδεώδη περί αντρικής ομορφιάς, πάνε περίπατο όταν το σώμα ζητά να εκπληρώσει τις ανάγκες του. Εντός ή εκτός οικογενειακής εστίας. Πώς το λέει ο Χριστιανόπουλος σε στίχο του: «Με γέλασες/ με γέρασες».
     Από αυτήν την τέταρτη έκδοση, αντιγράφω τα αρχαιόθεμα ποιήματα και τα ποιήματα του λατίνου ποιητή Οράτιου, καθώς και των δύο χριστιανών, όχι για να τα διαχωρίσω από τα άλλα, ούτε γιατί τα θεωρώ περισσότερο ενδιαφέροντα και σημαντικά, ή γιατί εκφράζουν βιώματα και πάθη ανθρώπων που μου είναι πιο οικεία, αλλά γιατί συγκροτούν μια θεματική ατμόσφαιρα που με βοηθά να παραθέσω και μεταφράσεις άλλων ελλήνων ποιητών και συγγραφέων για να έχουμε μια παράλληλη ανάγνωση των μεταφραστικών αυτών αποδόσεων. Και γιατί, η αντιγραφή και άλλων αποσπασμάτων που επεχείρησε ο ποιητής μπορούν να καταγραφούν και ξεχωριστά μια και ο ίδιος έχει χωρίσει σε ενότητες το βιβλίο.  Όπως ο ίδιος αναφέρει οι μεταφράσεις γίνονται από τα αρχαία, τα αγγλικά και με την βοήθεια των συνεργατών του όπως σημειώνει στις δικές του σημειώσεις.
Για άλλη μια φορά θαυμάζουμε τον χειρισμό της γλώσσας του, την καθαρότητα του ύφους του, την πολλές φορές λακωνικότητα της έκφρασής του, την ορθή επιλογή των λέξεών του που αποδίδουν αυτό που ακριβώς θέλει να μας δηλώσει. Αναγνωρίζουμε ένα εσωτερικό βλέμμα να επιλέγει την κατάλληλη έκφραση στην απόδοση, λες και τα αποσπάσματα αυτά όχι μόνο τα έχει γράψει ο ίδιος, αλλά, τα έχει βιώσει στο πετσί του θα σημειώναμε. Είναι αυτό που λέμε, ιδίας ιδιοσυγκρασιακής ατμόσφαιρας χωρίς να μειώνεται η αξία του πρωτοτύπου ή της αρχικής σύλληψης του ποιητή που το γέννησε. Μικρές προτάσεις ορισμένες φορές χωρίς σημεία στίξεως ώστε να μην διακοπεί η ρυθμικότητα της φράσης, να μην σταματήσει απότομα ο εσωτερικός συλλαβισμός, να μην χαθεί η μουσικότητα των λεκτικών ήχων, η πρωταρχική αίσθηση της εντύπωσης που αφήνει η ποιητική εικόνα στον αναγνώστη. Οι μικρές φόρμες που υιοθετεί βοηθούν τον αναγνώστη στο να κατανοεί τον πυρήνα του συναισθήματος που το ποίημα αφήνει μέσα του. Με την παράθεση παραπλήσιων μεταφράσεων, επαναλαμβάνω, δεν θέλω να προβώ σε επιλήψιμες συγκρίσεις ή συσχετισμούς «μειωτικούς», άλλωστε ο Χριστιανόπουλος, δεν έχει ανάγκη από αυτά, η ελληνική χρήση της γλώσσας είναι μέρος της ίδιας του της ζωής όπως τα ερωτικά του μεράκια και του έρωτος φαρμάκια. Θέλω όμως να δείξω τις διαφορετικές χρονικές στιγμές της αίσθησης της γλώσσας από διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και αισθητικής έλληνες δημιουργούς, όταν δουλεύουνε πάνω σε αρχαία και όχι μόνο κείμενα
Α) Το ποίημα του Ριανού:
Η Τροιζήν αγαθή κουροτρόφος ΄ούκ αν αμάρτοις
αινήσας παίδων ουδέ τον υστάτιον.
τόσσον δ’ Εμπεδοκλής φανερώτερος, όσσον εν άλλοις
άνθεσιν ειαρινοίς καλόν έλαμψε ρόδον.
Να πως το μεταφράζει ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου, στο βιβλίο του ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ-ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ ΜΟΥΣΑ ΠΑΙΔΙΚΗ, μετάφραση Γιώργος Ιωάννου, εκδόσεις Κέδρος 1979, σελίδα 65 νούμερο 58.:
Σπουδαία παλικαρομάνα η Τροιζήνα.
Ακόμα κι αν το έσχατο αγόρι της υμνήσεις,
έξω ποτέ δεν πρόκειται να πέσεις.
Ο Εμπεδοκλής της όμως ξεχωρίζει τόσο,
όσο μέσα στής άνοιξης τα άνθη,
το ωραίο όταν λάμψει ρόδο.
Β) Το ποίημα του Καλλιμάχου:
Εχθαίρω το ποίημα το κυκλικόν, ουδέ κελεύθω
χαίρω τις πολλούς ώδε και ώδε φέρει ΄
μισώ και περίφοιτον ερώμενον, ουδ’ από κρήνης
πίνω ΄ σικχαίνω πάντα τα δημόσια.
Λυσανίη, σύ δε ναίχι καλός καλός ΄ αλλά πρίν επείν ό
τούτο σαφώς, ηχώ φησί τις «Άλλος έχει».
Να πως το μεταφράζει ο συγγραφέας και μεταφραστής Ανδρέας Λεντάκης στο βιβλίο του 500 ποιήματα από την ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, εκδόσεις Δωρικός 1988, β΄ έκδοση, σ.51, νούμερο ΧΙΙ 43:
Σιχαίνομαι τα μεγάλα ποιήματα
κι ούτε μ’ αρέσουν οι πολυσύχναστοι δρόμοι.
Μισώ κι αυτόν που αγαπιέται κι είναι
πότε του ενός και πότε του άλλου, ούτε
και πίνω από βρύση δημοτική. Σιχαίνομαι
κάθε τι το δημόσιο. Κι εσύ Λυσανία
είσ’ ωραίος, αληθινά ωραίος. Μά πρίν καλά καλά
να το πω, η ηχώ μου φωνάζει. Άλλος τον έχει.
Γ) Το ποίημα του Μελέαγρου:
Στήσομ’ εγώ και Ζηνός εναντίον ΄ ει σε, Μυϊσκε,
αρπάζειν εθέλοι νέκταρος οινοχόου.
καίτοι πολλάκις αυτός εμοί ταδ’ έλεξε’  «Τί ταρβείς
ού σε βαλώ ζήλοις’ οίδα παθών ελεείν».
χώ μέν δη τάδε φησίν’ εγώ δ’, ήν μυϊα παραπτή,
ταρβώ, μη ψεύστης Ζεύς επ’ εμοί γέγονεν.
Να πως το μεταφράζει ο Σπύρος Καρυδάκης στο βιβλίο του Καυτό μέλι. Αρχαία ελληνικά ερωτικά ποιήματα από άντρες για άντρες και ερωτολογικός σχολιασμός τους, εκδόσεις ANALPHABET 2013, σελίδα 142, ν. 235:
Τα βάζω εγώ και με το Δία, Μυϊσκε, για την πάρτη σου,
άμα βαλθεί να σε σηκώσει στα φτερά του για οινοχόο του.
Αν και πολλές φορές μου το ‘πε: «Τι ανησυχείς;
Δεν θα σε βάλω εγώ σε ζόρια, είμαι παθός και συμπονώ».
Ναι, έτσι μου ‘πε΄ μα εγώ, και μύγα να πετάξει,
ανησυχώ μήπως και βγήκε ο Δίας ψεύτης.
Δ) Το ποίημα του Ζηνόδοτου:
Τις γλύψας τον Έρωτα παρά κρήνησιν έθηκεν,
οιόμενος παύσειν τούτο το πύρ ύδατι;
Να πώς το μεταφράζει ο μεταφραστής Ηλίας Κυζηράκος στο βιβλίο του  ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ μετάφραση Η. Κ. εκδόσεις ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ 1962, σελίδα 34, ΙΣΤ-14:
Ποιος επελέκησε τον Έρωτα και πλάι στις κρήνες
τον έστησε, θαρρώντας πώς θα σβήσει τούτη
τη φωτιά με το νερό;
Ε) Το ποίημα της Σαπφούς:
Οι μέν ιππήων στρότον οι δε πέσδων
οι δε νάων φαίσ’ επί γαν μέλαιναν
έμμεναι κάλλιστον εγώ δε κήν’ όττω τις έραται
Να πως το μεταφράζει ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης στο βιβλίο του ΣΑΠΦΩ, ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέας Ελύτης, εκδόσεις Ίκαρος 1984, σελίδα 86:
τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους
πεζούς κι άλλοι τους ναύτες πώς τ’ ώ
ραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας
γη ΄ όμως εγώ: κείνο πού πιο πολύ αγαπά
ο καθένας
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Δεύτερη γραφή σήμερα 10 Νοεμβρίου 2018
Πειραιάς 11/11/2018        
      
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου