Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

ΔΕΚΑ ΟΧΤΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΓΩΝΙΟ


Δεκαοχτώ ποιήματα του Γιώργου Ιωάννου στο περιοδικό Διαγώνιος

ΕΒΡΕΧΕ ΔΙΧΩΣ ΛΟΓΟ
Έβρεχε δίχως λόγο όλη τη νύχτα.
Έκλαψα-χόρτασε η ψυχή μου.
Σ’ έφερα πιο κοντά.
Κράτησα επιτέλους τη μορφή σου.

Χαράζει τώρα στις μηλιές
κείνο σου το χαμόγελο.
--
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ
Κάτι ζητάει φέτος το φθινόπωρο.
Σού ζήτησα μια πρόχειρη φωτογραφία.
Αν όμως βρέχει απόψε, πάλι θα χαθείς.
Βροχές, φωτογραφίες και φθινόπωρα.

Αγάπη μου,
αγάπη μου χωρίς ελπίδα.
--
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ
Όλα μπορείς να τα σωπάσεις,
όμως ποτέ τον έρωτα ΄
την ώρα που ανοίγουν τ’ άστρα,
όταν αρχίζει στην καρδιά η μουσική
και κόβονται γλυκά τα γόνατα.

Τότε σε οδηγούν τα βήματά σου.
--
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΘΑΡΘΕΙ
Δεν έχει πάλι ύπνο κι ακούει τα ρεμπέτικα
και τα σκυλιά που αγαπούν τους μεθυσμένους.
Έκλεισε κι ο μπακάλης που πουλάει κρασί.
Στα σπίτια περιμένουν οι γυναίκες.
Το τραίνο πέρασε σφυρίζοντας ΄ ο τελευταίος σεισμός.

Τ’ όνειρο που θαρθεί κι απόψε να φαντάζεται.
Λιθογραφίες της Γενοβέφας, μυρωδιές, κρασί
στο  δρόμο της καρδιάς που τρίζει μες στην κούραση.
Ξανθά παιδιά πού πήρε ο ύπνος με τα ρούχα τους
καθώς περίμεναν τα βήματα του γυρισμού του.
Και δυό μεγάλα μάτια, μάτια υπομονής, μες στο σκοτάδι.
--
ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ ΚΑΡΔΙΑ
Θέλησε να χορέψει,
στέρεψαν γι’ αυτόν τα τραγούδια.

Τώρα βέβαια ο ήλιος τον παρακαλεί.
Το φεγγάρι ανεβαίνει-κατεβαίνει ΄
μελαγχολεί, πάσχει δήθεν μαζί του.
Όλους τους διώχνει ΄ όλα τα κλωτσά.
Τάφρους θα σκάψει με νερά,
φωτιές θ’ ανάψει γύρω.
Να μη ζυγώνουν τα θηρία ΄ να μην ακούονται.
--
ΜΙΑ ΣΤΑΥΡΩΣΗ
Πίσω απ’ τ’ ανύπαρχτα τρέχει  τις νύχτες.
Με σάρκα ασύλληπτη, σάρκα φανταστική
τρέφει την αίσθησή του. Και δεν υπάρχει πιά
περίπτωση για να τον βρίσουν, φόβος
για να τον δείξουν, αντίο να μην του πούν,
ή και να τον προδώσουν.

Μές στο κελλί ζωγράφισε μια Σταύρωση.
Κι ό,τι δε μπόρεσε να κάνει πράξη.
το πέτυχε πιστεύοντας. Ζωγράφισε κυνήγι ΄
λιοντάρι πίσω απ’ το λιοντάρι σέρνεται.
Γυναίκα στρογγυλή που όλα αυτά τα βλέπει
-ακόμα πιο απελπισμένη σταύρωση.
Ζωγράφισε έναν άγιο με κάτι σαν πηρούνι
-τα μάτια των ανθρώπων πλέον έδυσαν.

Ώ, πόσο σας μισεί, πόσο σας μίσησε, αναίσθητοι.
--
ΣΕ ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΑΚΡΥΝΗ
Σε επαρχία μακρυνή δημόσιος υπάλληλος.
Κονταίνει κάθε μέρα μέσα του η κραυγή
«Ζήτω η Ελευθερία» ΄ γιατί κι αυτή καλή
όμως γλυκό και το ψωμί-πράγματα
τόσο για την ώρα ασυμβίβαστα.

Διάφοροι κι απίθανοι επαγρυπνούν τριγύρω του.
Η ευτυχία ονομάζεται εδώ «εφημερίς»
-του κυβερνώντος, εννοείται, κόμματος.
Κάθε καφές κ’ ένα καινούργιο όνειρο
προορισμένο σε μιάν ώρα να στεγνώσει.

Και μόνο τις αργίες όταν κρύβεται
στο ξένο του δωμάτιο κάπως σά να ξεχνιέται ΄
ίσως να ξαναζεί.
--
ΜΕ ΚΥΚΛΩΝΕΙ ΑΠΟΨΕ
Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά.
Θαρρώ πώς χάθηκα για πάντα.
Με ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου ΄
το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.
--
ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πιά
-να μη με  βλέπουν, αυτοί που τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.

Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.
--
ΞΕΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ
Έκαψα πρώτα τη μορφή μου.
Γράμματα και φωτογραφίες ύστερα.
Πώς με φωνάζαν πλέον το λησμόνησα ΄
όνομα ή επίθετο δε με στολίζει.
Ασχήμισε φριχτά το πρόσωπό μου ΄
της αμαρτίας τους καθρέφτες έσβησα.

Νύχια δεν έχω, δάχτυλα-χέρια δε νιώθω.
Πάλεψα μ’ αετούς, αγγέλους πέταξα
για τούτο το κελλί ΄ κ’ έκοψα όλα τα σκοινιά.

Όμως κ’ εδώ σκαρφάλωσες,
με τα φτερά της Άνοιξης, με τ’ άνθη ΄
κι όλη τη νύχτα το χαμόγελό σου μου μιλά.
Άς κατεβούμε γρήγορα ΄ ξέρει ο Θεός τι κάνει.
--
ΗΡΘΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΙ
Περπατώ-φεύγουν τα περιστέρια ΄
τρομάζουν τα πουλιά,
πετούν με τρόπο πλάγιο.

Ήρθε τη νύχτα πάλι ο Τειρεσίας.
Με τ’ άλλο μ’ έκραζε το όνομα
πού είναι στου κόσμου τα χαρτιά.
Την ιστορία της ζωής μου
ύστερα τραγούδησε
από το τέλος μέχρι την αρχή.
Χτυπούσε το ραβδί του νευρικά,
στο τέλος το έμπηξε στον τοίχο
και με μάτωσε.

Τυφλός, αθάνατος ΄
και μέσα σπαρταρούσα.
--
ΤΟ ΦΩΣ ΣΒΗΝΕΙ
Στ’ αστέρια πάλι φόβος ΄
στα δέντρα νυχτερίδες-θάνατος.
Φυσάει βαθιά μές στο σκοτάδι.
Μυρίζει προδοσία, εγκατάλειψη.

Δέντρο δεν είμαι, ούτε σπίτι ψηλό,
γάτα με μαύρο τρίχωμα ηλεκτρισμένο.
Κι όμως σα δέντρο υψηλό και σαν αλεξικέραυνο
με λιώνουν οι κεραυνοί.

Δαγκάνω την καρδιά μου-το φως σβήνει.
Διπλώνομαι στις μαχαιριές χωρίς ανάσα.
Αυτοί πού πήγα να φωνάξω,
αυτοί φταίνε.
--
Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ
Έρχεται και με σείει κάθε νύχτα
ώσπου τα φύλλα πέφτουν,
τ’ άνθη απ’ τα χέρια μου πετούν.
Ουράνια μυστικά αναζητάει.

Με είδε τώρα από την άλλη όψη
κ’ έγινε μαύρος, έγινε καπνός.

Τους τρέμω τους νεκρούς, τα βλέπουν όλα ΄
πετούν παντού, παρίστανται και φρίττουν.
Αυτούς δεν τους γελάς, δεν το γλυτώνεις.
--
ΩΣ ΤΟ ΛΑΙΜΟ
Δανείστηκα τη φωνή ΄ μιμήθηκα το βάδισμα.
Μπήκα ως το λαιμό μέσα στην επιτήδευση.
Ποτέ σα νέος δεν τραγούδησα στους δρόμους.
Πήρα τους δρόμους νύχτα μόνο για την καρδιά,
για την καρδιά την τέλεια της νύχτας.

Τώρα γυρίζω για να βρώ τον εαυτό μου.
--
ΔΕ ΒΡΙΣΚΩ ΦΩΝΗ
Θέλω να σκάψω και δεν έχω γη.
Να φυτέψω-χώμα δεν υπάρχει ΄
ούτε φυτά, ούτε κάν ένα φτυάρι.
Θέλω να φωνάξω, δε βρίσκω φωνή.
Η ομορφιά δε μ’ αγγίζει
και τόσο θέλω ν’ αγαπήσω.
--
ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΙΜΑ
Βοηθώ μονάχος τη φωτιά για να με κάψει.
Κλονίζω την υγεία μου, προκαλώ το θάνατο.

Τι να την κάνω πιά τη σιγουριά;

Κι απόψε οι ώρες μου θα γίνουν βήματα.
Και το πρωί άς έχει κι άς μην έχει ήλιο,
άς μην έχει ζωή-σταγόνα αίμα.
--
ΠΑΝΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ
Σα να έχω χάσει την πατρίδα μου
-παντού ξεριζωμένος.
Σα να μην έχω πιά μητέρα,
έτοιμος πάντοτε να κλάψω,
να διηγηθώ σκληρότητες ανύπαρκτες,
να αναπνεύσω περιβάλλον δυστυχίας.

Και μέσα μου να λυώνω από αγάπη,
να είμαι βέβαιος-αλίμονο-για την ψευτιά.
--
ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΧΕΡΙΑ
Με τις παλάμες μου τις ένοχες στο πρόσωπο,
ούτε μπορώ να κρύβομαι, ούτε και να βαδίζω.
Αυτά τα άσπρα χέρια εξίσου είναι γνωστά.

Κ’ έψελνα κάποτε τις Κυριακές στην εκκλησία.
Τι νάγιναν οι τόσες προσευχές;
Πού είναι ο άγγελός μου;
Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτή τη νύχτα;
……………………………………………..

     Με αυτά τα πανέμορφα 18 ποιήματα (στη μορφή, σε εικόνες, σε μηνύματα, ακόμα και σε τίτλους στίχους, και λέξεις) του εκπαιδευτικού, ποιητή και πεζογράφου Γιώργο Ιωάννου, ανοίγουν οι σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ 1959, του εξαμηνιαίου λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού που εξέδιδε ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Γραφική επιμέλεια: Καρόλου Τζίζεκ. Έτος δεύτερο, τεύχος πρώτο, Θεσσαλονίκη, Πρωτοχρονιά 1959, σ.1-5.
Με την αντιγραφή των 18 αυτών ποιημάτων του Γιώργου Ιωάννου, θέλησα να τιμήσω την 45 επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του 1973. Όλους αυτούς τους άγνωστους και ανώνυμους έλληνες και ελληνίδες, μικρούς και μεγάλους, φοιτητές, μαθητές, εργάτες, υπαλλήλους, απλούς πολίτες από κάθε πολιτικό φάσμα, αντιχουντικούς, που δεν έκαναν στα κατοπινά χρόνια της μεταπολίτευσης, πολιτική καριέρα, δεν ντύθηκαν την τήβεννο του αντιστασιακού, δεν αντάλλαξαν τις αντιστασιακές τους πρακτικές με δημόσια ή άλλα οφίτσια. Χιλιάδες έλληνες και ελληνίδες που, έπραξαν με αυταπάρνηση και αυτοθυσία το καθήκον τους απέναντι στην χώρα με γνώμονα την ατομική τους συνείδηση για ελευθερία και δικαιοσύνη, εθνική ανεξαρτησία. Αυτούς και αυτές που βασανίστηκαν όπως ο αξιωματικός Σπύρος Μουστακλής, ο συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης, ο Αλέκος Παναγούλης μαζί με εκατοντάδες άλλους έλληνες την περίοδο εκείνη. Έλληνες και Ελληνίδες σηματωρούς της δικής μας σημερινής ελευθερίας. Αντιστασιακές φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελλάδας όπως ο Νίκος Ψαρουδάκης, ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής Γιάννης Νεγρεπόντης, ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης και τόσοι άλλοι.
Το Πολυτεχνείο, για όσους και όσες το έζησαν από κοντά, δεν είναι ένας ακόμα εκμεταλλεύσιμος μύθος από εμάς τους νεοέλληνες τους καταστροφείς κάθε ερείσματος ελληνικής παράδοσης και ιστορίας, είναι μια ζωντανή μνήμη του Έθνους μας. Δεν είναι ένα εμπορικό πανηγυράκι, για όσους δεν το έζησαν και το έχουν απαξιώσει με τις καθημερινές πολιτικές τους πρακτικές, ένα ψιλικατζίδικο των ιδεολογικών μας διαφωνιών. Τίποτα δεν πήγε χαμένο από τον αγώνα εκείνων και τίποτα δεν κερδήθηκε. Η ίδια η ενέργεια των τότε ελλήνων, να αντισταθούν στην χούντα έχει σημασία. Και αυτή η παλλαϊκή ενέργεια δεν εξαγοράζεται με όποιο τίμημα. Είναι η ιστορική παρακαταθήκη στις συνειδήσεις και στις μνήμες των ελλήνων. Είναι το νεότερο αν όχι το τελευταίο πολιτικό ζυμάρι που έπλασε εκμαγεία ελευθερίας και αγώνων.
Πέρασαν σαράντα πέντε χρόνια από τότε, πολλοί από τους παλαιούς πρωταγωνιστές ίσως και να μην υπάρχουν πιά ανάμεσά μας. Η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων-και πολύ ορθά-σιώπησε. Δεν θέλησε να έχει δημόσιο λόγο. Κράτησε μέσα στο σεντούκι της μνήμης της τα δραματικά και επαναστατικά εκείνα γεγονότα, έτσι όπως θυμούνται τα άτομα που μεγάλωσαν, τους πρώτους τους αθώους έρωτες, το πρώτο φιλί μέσα στην άγνοια, το πρώτο χάδι μέσα στην ένταση των στιγμών, το πρώτο άγγιγμα χεριών στην επιθυμία αλληλογνωριμίας των αισθημάτων. Με νοσταλγία ακηλίδωτη από τον χρόνο. Χαμόγελο το χαμόγελο, ώμο τον ώμο, γροθιά τη γροθιά, ομορφιά την ομορφιά, άντεχαν οι τότε έλληνες το βάρος των βασάνων των μελλούμενων. Ραχοκοκαλιές ελλήνων, περήφανα μάτια ελπίδας και ανάστασης. Όνειρα τεντωμένα στο σχοινί της εθνικής μας Μοίρας. Χαρταετοί ελευθερίας οι τότε ήρωες που πετούν ανάμεσά μας. Φυσάει ούριος ο άνεμος της ελευθερίας μέσα στον ιστορικό χρόνο της νεότερης Ελλάδας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 16 Νοεμβρίου 2018
ΥΓ.  Τα πρώτα αυτά όχι πρωτόλεια αλλά μεστά ποιήματα του Γιώργου Ιωάννου, επίκαιρα θεωρώ ακόμα και σήμερα, δημοσιεύτηκαν κατόπιν στην συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» 1954-1985, εκδόσεις Σφεντάμι 2014. Όπως και τα υπόλοιπα, τα δημοσιευμένα στο περιοδικό. Χτενισμένα μόνο γλωσσικά. Έντεκα ακόμα ποιήματα της ίδιας χρονικής περιόδου του ποιητή Γιώργου Ιωάννου, δημοσιεύονται στο δεύτερο τεύχος του 1959 του περιοδικού «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ», σ.47-50. Τα εξής: «Σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι», «Σαν την μητέρα, αλήθεια», «Το κυνήγημα», «Το φως του δήμου», «Υποψία», «Το διάστημα της σιωπής», «Στα πρόθυρα», «Δεν έχει τέλος ο πνιγμός», «Είδα το τέλος μου», «Το μαρτύριο», «Αυτό το απόστημα». Στο πρώτο τεύχος του 1961 του περιοδικού δημοσιεύονται ακόμα δεκαεπτά ποιήματά του, τα εξής: «Ένα ποντίκι», «Πηρούνια», «Δεν αποκλείεται», «Εγκύκλιος μαθητεία», «Η Ξερή σιωπή», «Δε δύναμαι», «Για όνομα Θεού», «Καμίνι», «Όταν αστράφτει», «Εκβιασμός», «Λίγη απάτη», «Παγίδα», «Κουρέλια», «Θάταν αλλιώς», «Κατάσαρκα», «Το Κέρδος», «Το Υπόγειο», σ.33-39. Ενώ στο δεύτερο τεύχος του 1961 πρωτοδημοσιεύονται 17 ποιήματα από την συλλογή του «ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΔΕΝΤΡΑ», τα: «ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ», «ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ», «ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΔΕΝΤΡΑ», «ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ», «ΣΑ ΝΑΝΑΙ ΑΝΟΙΞΗ», «Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ», «ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ», «ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ», «ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΜΑΣ ΣΠΙΤΙ», «ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΚΟΣ», «Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ», «Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑ», «ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΝΥΧΤΑ-ΜΕΡΑ» «ΚΑΠΟΙΟ ΘΑΡΡΟΣ», «Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ», «ΤΟ ΜΟΝΟ», «ΟΜΙΧΛΕΙ ΠΕΦΤΕΙ», σ.61-67. Ενώ στο πρώτο τεύχος αριθμός 8, του πέμπτου έτους, Πρωτοχρονιά 1962 δημοσιεύεται τα πεζά του «ΟΙ ΚΟΤΕΣ», «ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΣΙΝΕΜΑ», και «Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ» σ.1-8. Στο δε, δεύτερο τεύχος, αριθμός 10, Καλοκαίρι 1962, Μετά από τα ποιήματα του ποιητή και εκδότη της «Διαγωνίου», δημοσιεύονται δύο ακόμα πεζά του Γιώργου Ιωάννου «ΤΑ ΕΒΡΑΙΙΚΑ ΜΝΗΜΑΤΑ» και «ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ», σ. 3-7. Τα κείμενα στέλνονται από την Βεγγάζη της Λιβύης όπου ήταν αποσπασμένος ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου.
Αυτά τα ενδεικτικά όσον αφορά τα ποιήματα του Ιωάννου. Προτίμησα να αντιγράψω στην μνήμη της 45 πέμπτης επετείου του Πολυτεχνείου τα ποιήματα του Θεσσαλονικιού ποιητή Γιώργου Ιωάννου, αντί να αντιγράψω ένα ακόμα γνωστό ποίημα για το Πολυτεχνείο από τα πολλά που έχουν γραφτεί στα μετέπειτα χρόνια, ή και δημοσιευμένα δικά μου. Εξάλλου, η βιβλιογραφία για την ιστορική εκείνη περίοδο είναι αρκετά μεγάλη και ενδιαφέρουσα.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου