Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

ΤΕΦΤΕΡΑΚΙ


ΤΕΦΤΕΡΑΚΙ
ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ
1985-1997
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ + του Μπιλιέτου •56/2001
Διαστάσεις 13Χ18,5 τιμή 5.30 ευρώ. Το βυσσινί εξώφυλλο κοσμεί σχέδιο του εικαστικού ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ
Α
Είμαι ερωτικός ποιητής. Αυτό δε σημαίνει πώς τάχθηκα να εκφράζω ολόκληρο ο φάσμα του έρωτα, αλλά μόνο το μικρό κομματάκι του που μου αναλογεί. Αν καταφέρω να το εκφράζω καλά, τότε το κομματάκι αυτό δε θα ‘ναι και τόσο μικρό: η ποίηση θα το μεγαλώσει. σ. 1
Β
Πολλοί με ρωτούν γιατί επιμένω τόσο στην ατομική μου περίπτωση, που μεγαλώνει-όπως λένε-αντί να λιγοστεύει την απόσταση ανάμεσα σε μένα και τον άλλο. σ. 2
Γ
Ανέκαθεν οι ποιητές, άμα ήθελαν να αποφύγουν την αμεσότητα, κατέφευγαν σε δύο δραστικές και πανάρχαιες λύσεις: το μύθο και τα σύμβολα. Γιατί να καταφύγω κι εγώ σ’ αυτές τις γενικεύσεις, πού αιώνων υποκρισία και ευκολία τις έχουν φθείρει ανεπανόρθωτα; Προτιμώ να είμαι ρεαλιστής, να λέω «αγαπημένε μου» και όχι «αγάπη μου». Καμιά τεχνική ή ιδεολογία δε θέλω να νοθεύσει την αλήθεια μου. σ.3
Δ
Είμαι, πράγματι, προκλητικός; Δεν ξέρω. Μ’ αρέσει να προκαλώ τους υποκριτές. Ξέρω πάντως ότι είμαι εξομολογητικός. Και μια εξομολόγηση που βγαίνει απ’ τη συντριβή είναι σαν το νερό πού, όσο αδύνατα κι αν στάζει, τρώει σιγά σιγά την πέτρα. Δεν φταίει το νερό που στάζει, αν η πέτρα σιγά σιγά φαγώνεται. σ.4
Ε
Απευθύνομαι, ή όχι, σε ένα ειδικό κοινό (ως προς τά ερωτικά); Όχι, βέβαια. Απευθύνομαι σε όλους, και προπάντων σ’ εκείνους πού έχουν (και ποιος δεν έχει;) τραυματικές εμπειρίες απ’ τον έρωτα. Αυτών τα αισθήματα εκφράζω, αυτοί βρίσκουν σε μένα αποκούμπι.
     Είναι η πιο ντόμπρα απάντηση πού θα μπορούσα να δώσω σε μια ερώτηση εκ των προτέρων πονηρή. σ.5
ΣΤ
Με ρώτησαν σε τι διαφέρω από τον Καβάφη. (Μερικοί με θεωρούν ακόμη παραφυάδα του).
     Ο Καβάφης είναι ποιητής της ηδονής ΄ την επιδιώκει, την απολαμβάνει, την εξιδανικεύει. Σπάνια και που «ομνύει» ν’ αφήσει τις κραιπάλες, αλλά κι αυτό το κάνει γιατί φοβάται τη φθορά. Άλλοτε πάλι επιδιώκει την αξιοπρέπεια, αλλά κι αυτό γιατί πολύ λογαριάζει το τι θα πεί γι’ αυτόν η κοινωνία. Κάποτε τα βάζει και με τη «φρόνησή» του-όχι με τη συνείδησή του-που τον ξεγέλασε κι έχασε μερικές ευκαιρίες. Κι αφιερώνει τα γερατειά του σ’ ερωτικές αναπολήσεις.
     Εγώ είμαι ποιητής της ερωτικής αγωνίας. Αυτά που παρακάμπτει ο Καβάφης, εμένα με τσούζουν: το ανικανοποίητο, η εκμετάλλευση, το τσαλαπάτημα, η κακοήθεια, η συντριβή, η τύψη, η ενοχή, η αηδία, η απελπισία. Κι όχι μόνο αυτά. Υπάρχει ακόμα η στέρηση, που μυστικά ανεφοδιάζει την ελπίδα και την επιθυμία, και προπάντων υπάρχει η λαχτάρα για ανταπόκριση, πού προσπαθεί να μετατρέψει σε αγαλλίαση την καταστροφή. Η ιδιαιτερότητα του εαυτού μου που τον φέρνει σε σύγκρουση με τους άλλους-σά να μη φτάνει η σύγκρουση ανάμεσα στο ένστικτο και το φιλότιμο-με έκανε από μικρό να βλέπω τη δραματική πλευρά του έρωτα και γι’ αυτό είμαι δραματικός ποιητής. (Αυτή η δραματικότητα, στοιχείο χριστιανικό, λείπει απ’ τον Καβάφη που «ελληνίζει», και διαφαίνεται στον Λαπαθιώτη όταν δεν ολισθαίνει στην αισθηματολογία. Σε μένα είναι μόνιμη κατάσταση). σ.6
Ζ
Μερικοί επιμένουν να χαρακτηρίζουν τα ποιήματά μου «ομοφυλόφιλα». Ποια κακεντρέχεια και ποια μειονεξία οπλίζεται με τέτοιους χαρακτηρισμούς, πού η προκατάληψη δεν έπαψε ποτέ να τους πυροδοτεί; Κάνω υπομονή και σκέφτομαι; Κι ο Σολωμός ήταν πιστός χριστιανός, μά ποιητής θρησκευτικός δε είναι. Και ο Καβάφης ήταν πατριώτης, μα πατριωτικά ποιήματα δεν έγραψε. Και ο Αναγνωστάκης είναι αριστερός, μά για πολλούς αριστερούς δεν κάνει.
     Είμαι κι εγώ ένα ποτάμι που κυλάει περνώντας από διάφορα μέρη, και απ’ το κάθε μέρος όλο και κάτι παίρνει: από ασβεστούχα εδάφη παίρνει λίγο ασβέστιο, από χρυσοφόρα κοιτάσματα τραβάει λίγα ψήγματα χρυσού, από ανορθόδοξα ένστικτα παίρνει μια γεύση διαστροφής. Ποτάμι είναι και κυλάει ΄ δε μένει σε καμιά περιοχή, κι ας έχει πάρει κάτι από όλες. σ.7
Η
Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως το αλάτι του πάθους μου πέφτει κάποτε στα ποιήματά μου πιο πολύ απ’ ό,τι χρειάζεται. σ.8
Θ
Γιατί δεν τους ενοχλούν οι φαντάροι και οι ναύτες του Τσαρούχη και τους ενοχλούν οι φαντάροι και οι αρβύλες στα ποιήματά μου; Φαίνεται πώς ο λόγος είναι πιο δραστικός απ’ την εικόνα ΄ αλλιώς δεν εξηγείται. σ. 9
Ι
Κάποιος φίλος κριτικός έγραψε για την ποίησή μου ανοιχτά και αποκαλυπτικά. Του υπέδειξα να μην ξεχνάει ότι ο ποιητής μπορεί να είναι όσο θέλει τολμηρός στα ποιήματά του, γιατί γράφει για τον εαυτό του ΄ ο κριτικός όμως πρέπει πάντα να είναι διακριτικός, γιατί γράφει για τους άλλους. σ.10
Κ
Κάτι σάπιο μέσα μου τροφοδοτεί ενίοτε την ποίησή μου. Κι όμως η ποίησή μου, όχι μόνο δεν είναι σάπια, αλλά και πολλές φορές γίνεται αρκετά δραστική. Σαν την πενικιλίνη, που βγαίνει απ’ τη σαπίλα κι όμως είναι τόσο ωφέλιμη. σ.11
Λ
Είμαι τελειομανής και υποφέρω γι’ αυτό. Το μόνο που με παρηγορεί είναι η σκέψη πώς παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να παραμένω ατελής. σ. 12
Μ
Απ’ όλα πέρασα κι όλα τα απομύζησα. Πού να βρείς άκρη για το τι καταβρόχθισα. Είναι μάταιο να ψάχνεις τι τροφές δυνάμωσαν αυτή την ποίηση και τι ιδέες ρυμούλκησαν την έμπνευσή μου.. σ.13
Ν
Η πίκρα μου λιγοστεύει, όταν την κάνω ποίηση. σ. 14
Ξ
Κάποιος μού είπε πώς η ποίηση τον βοηθάει να βρεί την λύτρωση. Του απάντησα πώς δε συμφωνώ. Το μόνο πού μας βοηθάει η ποίηση, είναι να αξιοποιήσουμε τα απόβλητα του εαυτού μας. σ.15
Ο
Ο έρωτας μάς μεταχειρίζεται σα λαστιχάκι: όταν το πάθος τεντώνει το λαστιχάκι, η αγάπη το φέρνει στην αρχική του κατάσταση. σ.15
Σημειώσεις:
Αντιγράφω το λιλιπούτειο ΤΕΦΤΕΡΑΚΙ-ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ 1985-1997, του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, σαν μία ακόμη οφειλή σε έναν ποιητή της συμπρωτεύουσας που αν μη τι άλλο, μας δίδαξε τι σημαίνει ακριβολογία στην έκφραση, τι λαϊκό αλλά όχι ποπουλαρίστικο ύφος, τι επιλογή και χρήση λέξεων, αποφυγή των πολλών επιθέτων που φορτώνουν την πρόταση υπερβολικά, επιλογή κατάλληλων ουσιαστικών που σηκώνουν το βάρος της ευθύνης της μνημονικής αναφοράς, τι βιωματική μυθοπλασία, τι αφηγηματικός ρεαλισμός που φτάνει στα όριά του χωρίς να τα αναιρεί για να μας γίνει αρεστός και αποδεκτός, τι ερωτική ατμόσφαιρα, τι τσιριμόνιες του έρωτα, τι εμπορευματοποίησή του, τι αυτοβιογραφική εξιστόρηση και πως το περιπτωσιολογικό μπορεί να μετατραπεί σε καθολικό. Πώς η ιστορία του παρελθόντος μπλέκεται αρμονικά με την ιδιαίτερη μικροιστορία των σύγχρονων ανθρώπων. Ο Θεσσαλονικιός ποιητής μας δείχνει με τα μικρής φόρμας αυτοβιογραφικά του γραπτά (ποιήματα, πεζά, δοκίμια, ρήσεις του) τι σημαίνει και πως επιτυγχάνεται η καθαρότητα της γραφής, το αψεγάδιαστο της έκφρασης, η έλλειψη κάθε περιττού στοιχείου μέσα στο κείμενο. Ποια μέθοδο οφείλει να ακολουθεί ένας ποιητής για να κάνει κατανοητή και αποδεκτή την φωνή του στους άλλους, χωρίς να χάνει το βάρος της αλήθειας του, την ποικιλία της αυθεντικότητάς του, χωρίς να ψευδίζει και να ψευτίζει ακόμα και το «ανορθόδοξο» ερωτικό σαράκι της δικής του περίπτωσης. Τον καημό του που γίνεται και δικός μας καημός. Μας τέρπει η αμεσότητα της αφήγησής του, η συγγραφική του μαεστρία, ο ευθαρσής του λόγος με τον οποίο αναγάγει το προσωπικό του βίωμα σε καθολικό. Μας δείχνει έναν τρόπο, ώστε η δραματικότητα των στιγμών, είτε ως διάκοσμος είτε ως περιεχόμενο, να μας μεταφέρει ένα μεγάλο βαθμό συγκίνησης χωρίς να γίνεται η εξιστόρηση μελόδραμα, μελό, να καταφεύγει στην κοινότυπη αισθηματολογία. Η ατομική του ερωτική προβληματική θα γράψουμε ότι αγκαλιάζει όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Εμπνέει τον αναγνώστη του, στο να φωτίσει τις δικές του εμπειρίες, να εμπλουτίσει το βλέμμα του με καινούργιες καταστάσεις ζωής που δεν έχουν να κάνουν με ηθικές «ανορθοδοξίες» ενός ποιητή, αλλά με διαφορετικές περιπτώσεις έκφρασης της ανθρώπινης αγάπης. Αγάπης μέσα στην μόνωση και την στέρηση, μέσα στην διάψευση και την απογοήτευση. Μέσα στην σύγχρονη των ημερών μας ακοινωνησία των παντος είδους και ποιότητας σχέσεων. Το άνοιγμα προς το πρόσωπο του Άλλου, το πλησίασμα προς το σώμα του Άλλου, προς την κατανόηση του κόσμου του και των ονείρων του, είναι αυτό που ξεκλειδώνει το δικό μας εγώ αυτοπροστασίας. Το πλησίασμα γνωριμίας του Άλλου είναι αυτό που συνήθως διώχνει τα φαντάσματα των ιδεών που έχουμε για την ζωή. Γιατί η ζωή, δεν είναι οι ιδέες που έχουμε σχηματίσει για αυτήν, ανάλογα με την παιδεία του καθενός μας, ή το τι έχουμε εκπαιδευτεί να νομίζουμε, αλλά το ίδιο το πρόσωπο του Άλλου που έχουμε απέναντί μας, με ότι αυτό κουβαλάει μέσα στο σεντούκι των εμπειριών του και της μνήμης του, της δικής του ζωής. Των ευτυχισμένων του στιγμών και των τραυματικών του. Και αυτός ο πανανθρώπινος καημός του ανθρώπου, είναι το πυρηνικό και λειτουργικό συστατικό της ποίησης του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Αυτό εκφράζει διαρκώς, πάνω σε αυτόν τον καμβά περιστρέφεται.
Ένας συγγραφέας, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δοκιμάζει πολλαπλούς τρόπους να καθρεφτίσει την συνείδησή του πάνω στο λευκό χαρτί, να εκφράσει τα ποικίλα προσωπεία της ίδιας του της ύπαρξης μέχρι να απογυμνωθεί από τους πολιτιστικούς επιδέσμους που φασκιώνουν το αληθινό του πρόσωπο. Ένας δημιουργός, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μας δείχνει με το ταλέντο του το ιδιαίτερο προσωπικό του βλέμμα με το οποίο αντικρίζει και ερμηνεύει τον κόσμο και τα πράγματα γύρω του, τις σχέσεις των ανθρώπων. Το δικό του στίγμα. Ακόμα και οι μυθοπλαστικές του συμβάσεις, οι εκφραστικές του τεχνικές, οι κειμενικές του αναφορές και προβολές, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η απεικόνιση του ίδιου του ποιητή-υποκειμένου. Είναι οι ρόλοι της ζωής του. Είναι οι δικές του αλήθειες μέσα στην αληθοφάνεια των γεγονότων και της γραφής. Ο καθρέφτης δεν είναι τόσο η ίδια η γραφή, όσο η πρόθεση, η επιθυμία του δημιουργού να μας αφηγηθεί την δική του εμπειρία ζωής, την ατομική του ιστορία. Ο αναγνώστης είναι ο εν δυνάμει εξομολόγος του συγγραφέα. Τα θετικά και αρνητικά δεδομένα της δικής του ύπαρξης μας περιγράφει. Η εξομολογητική του διάθεση να μας εξιστορήσει στιγμές του ιδιωτικού του βίου, δεν είναι παρά η απελευθερωμένη υφή της φωνής της δικής μας ταυτότητας. Αυτής που μόνο ένας χαρισματικός καλλιτέχνης μπορεί να μας αφυπνίσει.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, χτίζει το ποιητικό και το πεζογραφικό του οικοδόμημα, με τα πιο ακατάδεκτα για τους περισσότερους λογοτέχνες υλικά. Με λέξεις βγαλμένες μέσα από την ίδια την ζωή των ανθρώπων, με εικόνες και παραστάσεις που μπορεί να συμβούν στον καθένα και κάθε μία από εμάς ξεχωριστά, με φράσεις που ακούς στην αγορά, στους δρόμους, στα σοκάκια του έρωτα, εκεί που συχνάζουν οι πραγματικοί μάγκες και κυριαρχεί η παλικαροσύνη. Αφηγείται περιστατικά χρησιμοποιώντας γλωσσικούς ιδιωματισμούς, σήματα επικοινωνίας μιας λαϊκής ανθρώπινης τυπολογίας χαρακτήρων, αυθεντικών και γνήσιων. Η γραφή του είναι σχεδόν πάντα πρωτοπρόσωπη, ποτέ τριτοπρόσωπη. Άμεση, εκμυστηρευτική προς εμάς. Μας δίνει το δικαίωμα μέσα από την παρατακτική παράθεση των περιστατικών που εξιστορεί, να γίνουμε μέτοχοι των δικών του καημών χωρίς να καταφεύγουμε σε κανενός είδους χυδαιολογία ή οφθαλμολαγνεία. Τα περιστατικά που μας αφηγείται δεν οργανώνονται συνειρμικά-όπως πχ. στον πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου-μέσα στο κείμενο, αλλά, παραθετικά όπως η δική του ματιά τα παρακολουθεί να εξελίσσονται πέρα από τις προσδοκίες του. Ο ποιητικός του και πεζογραφικός του κόσμος αποτελείται από υλικά που φέρουν μέσα τους μια άλλη δυναμική των σχέσεων, των ερωτικών συνευρέσεων, της αγάπης και της φιλανθρωπίας. Δεν έχουν τίποτα το μεταφυσικό το ιδεατό. Είναι γήινα υλικά, υλικά που δεν έχουν φθαρεί από την πολυχρησία, από την αρχική οντολογική τους δυναμική. Παρόμοια «φθαρμένα» υλικά χρησιμοποιεί και ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος στο δικό του ποιητικό έργο, μόνο που ο Γιάννης Ρίτσος, φορτίζει πολλά από αυτά τα λεκτικά σήματα-ουσιαστικά με κομματική και κοινωνική αγωνιστική προπαγάνδα, όπως αναγνωρίζουμε σε πολλές του ποιητικές συνθέσεις, συνθέσεις που έχουν καθαρή πολιτική πρόθεση, πρεσβεύουν σε ένα ηθικό αγωνιστικό καθήκον απέναντι στην κοινωνία, στους ανθρώπους, αποζητούν την αλλαγή των δομών της, την εξάλειψη των πολιτικών-οικονομικών αδικιών και συνθηκών. Αντίθετα ο Χριστιανόπουλος, στέκεται μακριά από πολιτικές ή ιδεολογικές σκοπιμότητες και προθέσεις, δεν τον διακρίνει το αριστερό φρόνημα όπως αυτό φαίνεται μέσα στην ποίηση του έτερου Θεσσαλονικιού ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη. Ο Χριστιανόπουλος υιοθετεί γλωσσικά και θεματικά υλικά που προέρχονται από τους απλούς, ανεπιτήδευτους χαρακτήρες και τύπους, τους ανόθευτους από την παιδεία συμπεριφοράς της αστικής τάξης που κάνει παρέα, ζητά την συντροφιά τους. Ο ποιητής πλέκει μια λαϊκή τυπολογία προσώπων που είναι κοινωνικά, ενεργά μέλη της πόλης του. Άτομα που συναναστρέφεται, γλεντάει μαζί τους, μερακλώνει μαζί τους, ερωτικά εμπλέκεται μαζί τους. Η ματιά του είναι κοινωνιολογική και ανθρωποκεντρική. Αυτό το λαϊκό πανόραμα αυθεντικών καημών και θλίψεων, αγάπης και κατανόησης, πίκρας και μεταμέλειας, κεφιού και ερωτικών διλημμάτων, απογοήτευσης και προσδοκώμενης ευσπλαχνίας. Λέξεις και ήχοι, ακούσματα και αναπνοές, μυρωδιές και στρατιωτικές στολές, αγγίγματα σκληρά και κοφτερά λαϊκών αντρών, καημοί και μεράκια ανθρώπων, πίκρες και απογοητεύσεις, μοναξιά και απογοήτευση, διαψεύσεις και μεράκια, από ότι με δυό λόγια, αποτελείται και συντίθεται το κουβάρι της αυθεντικής ζωής των ανθρώπων. Ο λόγος του δεν έχει τίποτα το αφηρημένο, τίποτα το νεφελώδες, οι αφηγήσεις του έχουν τέτοια πυκνότητα έκφρασης και εικόνων που δεν επιδέχονται αλλοίωση. Τις αποδέχεσαι όπως η ματιά του ποιητή σου τις προσφέρει, με ειλικρίνεια, πόνο και γυμνές από οτιδήποτε θα αλλοίωνε την αλήθεια τους.
     Το μικρό αυτό ΤΕΦΤΕΡΑΚΙ, που θυμίζει τα τετράδια των παλαιών μπακάληδων και των εμπόρων, είναι οι οφειλές του ποιητή προς την ίδια του την τέχνη και σε εμάς τους αναγνώστες της. Μικρές ρήσεις για την λειτουργία της ποίησης, τον ρόλο του ποιητή, του κριτικού, την σχέση του με άλλους ποιητές, την στάση του απέναντι στην ζωή και στον έρωτα, τα πάθη του. Δεν γράφει πολλά, αλλά αυτά που μας αφήνει, σαν μικρές υποτυπώδεις ρήσεις, αυτές οι λιλιπούτειες αυτοαναφορές του, τα ανοιχτά του ερωτήματα τόσο προς τον εαυτό του όσο και προς τους αναγνώστες του έργου τους, έρχονται να μας συμπληρώσουν τον ποιητικό και πεζό του λόγο. Είναι κρίσεις στην ουσία της ίδιας του της συγγραφικής δημιουργίας. Μιας ποιητικής και πεζογραφικής και καλλιτεχνικής κατάθεσης που κρατάει πάνω από μισό αιώνα και γονιμοποιεί δημιουργικά τα πράγματα της πόλης του και της Ελλάδας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 1 Νοεμβρίου 2018
Β΄ μέρος
ΥΓ. Τελικά, μωρέ παλαιά συντρόφια του ΠΑΣΟΚ τα κυβερνητικά στελέχη του πάλαι ποτέ κραταιού αυτού κόμματος, θα πρέπει να βρίσκονται ή στην κυβερνητική εξουσία ή στην φυλακή; Άλλη πολιτική λύση δεν υπάρχει; Εκτός αν αγαπητά μου πράσινα στρουφάκια έχουμε σημερινή κυβέρνηση 2018, Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου και Φαίδωνα Γκυζίκη. Έ! Έ! Ε! Έρχεται……

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου