Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

Η Θεσσαλονίκη με τη ματιά του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου


Η Σχολή της Θεσσαλονίκης και η περιπέτεια του περιοδικού Διαγώνιος

απ’ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά
πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;
     Μεταφέρω σε αυτό το μίνι αφιέρωμα στον ποιητή της Θεσσαλονίκης Ντίνο Χριστιανόπουλο, μικρά αποσπάσματα από κείμενά του, αποσπάσματα από τραγούδια του, διηγήματά του, ποιήματά του, συνεντεύξεις του, παρεμβάσεις του, κλπ. ώστε οι σύγχρονοι αναγνώστες του ελληνικού ποιητικού λόγου, να γνωρίσουν έστω και αποσπασματικά τις σκέψεις και την ποιότητα, το ήθος και την ευθυκρισία του αντρός, τον λόγο και την πολυσχιδή καλλιτεχνική του δημιουργία, και τις ενασχολήσεις του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ενός πνευματικού δημιουργού, που για πάνω από μισό αιώνα κυριάρχησε και εξακολουθεί να κυριαρχεί, και δικαίως, στα λογοτεχνικά πράγματα της πατρίδας μας. Με την ποιητική κυρίως, την πεζογραφική και δοκιμιακή του δημιουργία, τις έρευνες και καταγραφές του, τις κατά καιρούς δημόσιες παρεμβάσεις του και τις συνεντεύξεις του, τις ραδιοφωνικές του αφηγήσεις, τα βιβλία του, το λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε για αρκετές δεκαετίες, τις εκδόσεις που πραγματοποίησε ο εκδοτικός οίκος που ίδρυσε, τις διοργανώσεις εκθέσεων ζωγραφικής της Διαγωνίου. Πρόσωπα που ανέδειξε μέσα από την μικρή του ομάδα και τα έντυπα που διαχειρίζονταν και που, δεν κατάγονταν κατ’ ανάγκη από την συμπρωτεύουσα. Όπως και ο ίδιος στις συνεντεύξεις του έχει κατά καιρούς επισημάνει.
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, στάθηκε ένας από τους πλέον άοκνους και ακούραστους εργάτες του πνεύματος της βορείου ελλάδος. Όπως ο ίδιος γράφει, ποτέ δεν καταδέχτηκε να δεχτεί βραβεία από το επίσημο κράτος και την πολιτεία ή άλλους ιδιωτικούς φορείς, και αυτό, μας δείχνει το ποιόν του ποιητή τόσο σαν δημιουργό όσο και σαν άτομο. Κάτι σπάνιο για τα ελληνικά εκδοτικά και πνευματικά δεδομένα στην χώρα μας. Ούτε ποτέ διεκδίκησε «δάφνες» αντιστασιακού όπως τόσοι άλλοι την περίοδο της χούντας. Οι μικρές του μελέτες και οι αποδελτιώσεις του που αφορούν την ιστορία και πρόσωπα της γενέθλιας πόλης του, είναι έργα υποδομής της καλλιτεχνικής της και όχι μόνο διαδρομής. Θεσσαλονίκη ου με εθέσπισεν όπως είναι ο τίτλος βιβλίου του. Που θυμίζει τη  γνωστή ρήση του ποιητή Γιώργου Σεφέρη «Κύπρος…». Τα βιβλία του και τα δημόσια κατά καιρούς λόγια του μας φανερώνουν τον μεγάλο πλούτο σε ανθρώπινο δυναμικό που διέθετε και διαθέτει η Θεσσαλονίκη. Ένα ευρύ και πολύχρωμο έμψυχο πνευματικό και καλλιτεχνικό ανθρώπινο υλικό που της έδωσε το σημερινό της πρόσωπο αλλά, ταυτόχρονα, και εκείνη, τους διαμόρφωσε τον χαρακτήρα της σκέψης τους και των συμπεριφορών τους. Μπορεί οι θέσεις του να μας ξενίζουν, να μας ενοχλούν, ή να μας αναιρούν καθιερωμένες απόψεις μας που έχουμε διαμορφώσει για ορισμένα πρόσωπα ή λογοτεχνικές κινήσεις, δεν μας αφήνουν όμως αδιάφορους και εξακολουθούν ακόμα και σήμερα μετά την παρέλευση τόσων δεκαετιών, και την τρομερή και δραματική αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, να προκαλούν το αμείωτο ενδιαφέρον τόσο των μελετητών της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας όσο και της ελληνικής ιστορίας τον περασμένο αιώνα. Η απλότητα του ύφους του, η καθαρότητα της έκφρασής του, ο καθημερινός, οικείος και ζεστής θερμοκρασίας λόγος του, το φροντισμένο αλλά όχι δύσκολο λεξιλόγιό του, φράσεις και λέξεις τόσο οικείες και φιλικές που, σε κάνουν να μην θέλεις να πάψεις να τον διαβάζεις, να τον ακούς. Μας εκθέτει τα πιο ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά συμβάντα, τα πιο ιδιαίτερα προσωπικά του ή επαγγελματικά του γεγονότα και δραστηριότητες με τον πιο αυθεντικό τρόπο που μπορεί ένας συγγραφέας και μάλιστα ποιητής να μας εξιστορήσει.  Οι αλήθειες που μας ξεστομίζει είναι αφοπλιστικές. Είτε αυτές αφορούν τα ιδιαίτερα προσωπικά του ερωτικά βιώματα είτε αναφέρεται σε πρόσωπα, έντυπα και καταστάσεις της πνευματικής Θεσσαλονίκης. Δεν φοβάται να κρύψει τίποτα, δεν θέλει να μας αποκρύψει τίποτα γι’ αυτά που συμβαίνουν στην ζωή του και στην πόλη του. Το ατομικό του μεράκι είναι και μεράκι της ίδιας της πόλης. Ο πόνος του είναι και πόνος της. Ο καημός του και καημός της. Πρόσωπα γνωστά και άγνωστά, εφήμεροι εραστές και καλοί φίλοι, καλλιτέχνες και πνευματικοί στυλοβάτες της πόλεως της Θεσσαλονίκης, μνήμες και αφηγήσεις, εικόνες και περιστατικά, όλα γίνονται ένα υφαντό που πάνω του υφαίνεται η ιστορία και το πρόσωπο της πόλης. Η ταυτότητά της και το ήθος των ανθρώπων της. Η λαϊκότητά της και η αυθεντικότητά της. Ο βυζαντινός της χαρακτήρας και η πολυπολιτισμικότητά της.
     Μεταφέρω μια συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα της ανανεωτικής αριστεράς «Η Αυγή» στην δημοσιογράφο Αλέξα Αποστολάκη 27/4/1980, και τις απόψεις που διατύπωσε σε έρευνα του γνωστού δημοσιογράφου της εφημερίδας «Τα Νέα» Γιώργου Κ. Πηλιχού, στις 7 Ιουνίου 1977, τρεία χρόνια πρίν την προηγούμενη συνέντευξη. Τα ερωτήματα της έρευνας της εφημερίδας ήταν τα κάτωθι:
1.Ποιό είναι το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης ποιο υα έπρεπε να είναι;
2.Οι σχέσεις Αθήνας-Θεσσαλονίκης, στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, επιδρούν-και πώς-στην πολιτιστική ζωή της μακεδονικής πρωτεύουσας; Θα μπορούσε-και πώς-να αυτονομηθεί πολιτιστικά η Θεσσαλονίκη;
3. Ποια είναι η προσφορά του Πανεπιστημίου (κι απ’ την πλευρά των διδασκόντων κι απ’ την πλευρά των διδασκομένων) στον πολιτιστικό χώρο της Θεσσαλονίκης;
4. Ποια είναι η προσφορά μέχρι σήμερα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σαν παιδευτικού-πολιτιστικού οργάνου. Πιστεύετε ότι είχαν διαφανεί προοπτικές μιάς δημιουργικής πορείας του ΚΘΒΕ που αυτή τη στιγμή αναστέλλονται ή αλλοιώνονται με την πρόσφατη κρίση και τα παρεπόμενά της;
5. Γίνεται προσπάθεια να ιδρυθεί στη Θεσσαλονίκη Σχολή Καλών Τεχνών. Ποιόν χαρακτήρα θα έπρεπε να έχει η Σχολή, ώστε να  βοηθήσει ουσιαστικά την πολιτιστική ζωή του τόπου;
6. Ποιο άλλο θέμα θα έπρεπε να θιγεί σ’ αυτή την έρευνα για το όλο πολιτιστικό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης;
    Αυτά είναι τα έξι ερωτήματα που έθετε ο έγκυρος δημοσιογράφος Γιώργος Κ. Πηλιχός (ένα δημόσιο άτομο πολύ αναγνωρίσιμο στην εποχή του και σεβαστό) Μικρή παρένθεση, τον είχα συναντήσει σε κοινό σπίτι γνωστού συγγραφέα που τον εκτιμούσε, και από την συνάντηση αυτή, έχω την αφιέρωση ενός βιβλίο του με πρόσωπα που είχε πάρει συνεντεύξεις. Το δημοσίευμα της 7 Ιουνίου 1977 της απογευματινής εφημερίδας «Τα Νέα» του γνωστού πανίσχυρου εκδοτικού συγκροτήματος του κυρού Χρήστου Λαμπράκη, είναι το δεύτερο στην σειρά της έρευνας. Σήμερα όπως αναφέρει μιλάνε οι: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Γιάννης Μάντακας και ο Θόδωρος Τερζόπουλος. Ο Γιάννης Μάντακας υπήρξε «απ’ το 1953 ιδρυτής του πολύ δραστήριου Πανεπιστημιακού Μουσικού Τμήματος και διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Ο Θόδωρος Τερζόπουλος είναι ο γνωστός σκηνοθέτης και ιδρυτής Θεάτρου, γεννήθηκε το 1945 στο Μακρύγιαλο Πιερίας, και εκείνη την περίοδο δραστηριοποιούνταν καλλιτεχνικά στα πλαίσια των «Δημητρίων» στην Θεσσαλονίκη. Ο γενικός τίτλος των απαντήσεων ήταν «Καταντήσαμε ουραγοί κλικών».
Συμπληρωματικά επίσης, καταγράφω και τους εξής τίτλους βιβλίων που έχουν άμεση σχέση με τα λεγόμενα του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου στις συνεντεύξεις του, και το περιοδικό «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ».
Α. Κώστας Κουρούδης, ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΚΟΧΛΙΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (1945-1948). Εισαγωγή, συνεντεύξεις, βιβλιογραφία. Εκδόσεις Μπιλιέτο-Παιανία 1997. Μεταξύ των άλλων θεσσαλονικέων δημιουργών που δίνουν συνέντευξη και μιλούν για το περιοδικό, είναι και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Β. ΣΥΝΕΔΡΙΟ. Φυτώρια Λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη. Τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης στον 20ο αιώνα. Επιμέλεια: Περικλής Σφυρίδης. Πρακτικά. Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης 18-19/11/2005, Θεσσαλονίκη 2006 μά ΔΗΜΗΤΡΙΑ. Ανάμεσα στους εισηγητές από την Θεσσαλονίκη και την πρωτεύουσα, ήταν και ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος ο οποίος μίλησε για «Το περιοδικό «Διαγώνιος» (1958-1983) και η ιστορία του».
Γ. Ντίνος Χριστιανόπουλος, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1889-1954) Εισαγωγή-βιβλιογραφία καταγραφή-προσωπογραφία, έκδοση Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1995
Δ. Γιώργος Μολυβίδης, ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ Η κριτική κατά την πρώτη πενταετία (1958-1962). Με επίμετρο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ 2004
Παραθέτω πρώτο την συνέντευξη της εφημερίδας παρότι έπεται χρονολογικά εκείνη των απαντήσεων των «ΝΕΩΝ’ γιατί έχει είναι πιο ολοκληρωμένη.
--
έλαιον θέλω και ού θυσίαν
κι εμείς που θυσιαστήκαμε;
εμείς πού δε λαδώσαμε;
--
Αγώνας για την ποιότητα και μεράκι για την ομορφιά
Συνέντευξη στην ΑΛΕΞΑ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ, 27 Απριλίου 1980
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ
«ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ Άθως, Κύριον Χριστιανόπουλον»
-Σαββόπουλος, «Δέκα Χρόνια Κομμάτια»
Ο ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ θα έλεγε πώς γι’ ακόμα μια φορά, σαν γνήσιοι Αθηναίοι, ξεκινάμε να γνωρίσουμε την Θεσσαλονίκη από την Αθήνα. Άς παραδεχθούμε  το λάθος μας μόνο εν μέρει-αντιτάσσοντας πώς ο Σαββόπουλος δεν είναι παρά ένας μέτοικος. Κι άς τον ακολουθήσουμε σε μια συζήτηση γνωριμίας με τη λογοτεχνική ζωή της συμπρωτεύουσας.
     Το ότι η Θεσσαλονίκη έχει αναπτύξει από καιρό τώρα-ίσως αρκετά πρίν την ανακαλύψει το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό της Αθήνας-μια αυτόνομη, πλούσια και πολύπλευρη πνευματική ζωή, αυτό είναι γνωστό. Όχι, σπάνια μάλιστα η αμηχανία μας να «ταξινομήσουμε» το φαινόμενο μας οδήγησε στη χρήση του όρου «σχολή», πού ο Ντίνος Χριστιανόπουλος απορρίπτει ζωηρά, «Αυτό είναι ένας μύθος», μας λέει.
     Σχολή ή όχι, το φαινόμενο μιάς διαφορετικής, με δικιά της συνοχή, οργάνωση και λειτουργία πνευματικής ζωής στην συμπρωτεύουσα παραμένει. Κι ίσως δέν υπάρχει βασιλικότερη οδός γνωριμίας μαζί της από μια συζήτηση με τον υπεύθυνο ενός απ’ τους κυριότερους κορμούς αυτής της πνευματικής άνθισης: τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, εμψυχωτή της «Διαγωνίου».
     Η «Διαγώνιος»: Ένα περιοδικό με τέσσερεις περιόδους εμφάνισης απ’ το 1958, με περισσότερα από 45 τεύχη και με όλη τη σειρά των κατοπινών γνωστών σ’ ολόκληρο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό Θεσσαλονικιών λογοτεχνών. Ακόμα η «Διαγώνιος»: ένας εκδοτικός οίκος με κοντά 20 χρόνια ζωής και πάνω από 75 βιβλία. Τέλος η «Διαγώνιος»: μια γκαλερί που μπαίνει στον έβδομο χρόνο της λειτουργίας της και έχει παρουσιάσει περισσότερες από 100 εκθέσεις.
      Γι’ αυτήν λοιπόν την «Διαγώνιο» της πνευματικής ζωής της Θεσσαλονίκης, για το ρόλο της στην λογοτεχνική και καλλιτεχνική ζωή, για τον ιδιαίτερο τρόπο που εκφράζεται μέσα σ’ ένα δύσκολο και στενεμένο-όπως και σ’ όλη την Ελλάδα –χώρο, μιλά σήμερα στην «ΑΥΓΗ» ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Αγώνας γιά την ποιότητα και μεράκι για την ομορφιά
    Η κουβέντα μας ξεκινάει από το επίμαχο θέμα της «σχολής». Συγκροτεί ή όχι η λογοτεχνική παραγωγή Θεσσαλονικιών συγγραφέων της τελευταίας τριακονταετίας μια ιδιαίτερη τάση στον πνευματικό μας χώρο, τέτοια πού να δικαιώνει το χαρακτηρισμό «σχολή»; Κι αν όχι, ποιοι λόγοι οδήγησαν τους-Αθηναίους βασικά-κριτικούς στη χρήση αυτού του όρου;
Ν.Χ. «Οι Αθηναίοι μιλάνε για σχολή της Θεσσαλονίκης γιατί είναι τεμπέληδες και δεν διαβάζουν. Δεν υπάρχει «σχολή Θεσσαλονίκης». Αυτό είναι ένας μύθος. Απλούστατα οι Αθηναίοι κάθε τι το σπουδαίο πού, γίνεται έξω από το χωριό τους το θεωρούν πολύ παράξενο. Κι όταν αυτό το παράξενο επιμένει, στο τέλος το βαφτίζουν σχολή.
     Εδώ στη Θεσσαλονίκη υπήρξε μια προσπάθεια προπολεμικά στις «Μακεδονικές Ημέρες» που βαφτίστηκε σχολή της Θεσσαλονίκης, και αρχικά χαρακτηρίστηκε έτσι η τετράδα Ξεφλούδας, Γιαννόπουλος, Δέλιος, Πεντζίκης.
      Μεταπολεμικά, μερικοί, καιροσκοπώντας, προσπάθησαν να διευρύνουν αυτή την ταμπέλα για να βάλουν και μερικούς άλλους ποιητές στη μέση, τον Βαφόπουλο, τον Θέμελη, τον Βαρβιτσιώτη.
     Εγώ από μικρός αντέδρασα προς όλες αυτές τις χαζομάρες, γιατί όπως καταλαβαίνετε, μια σχολή πρέπει να έχει κοινά χαρακτηριστικά και κοινές κατευθύνσεις, ενώ, αν μελετήσετε καλά τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, θα δείτε ότι το κυριότερο χαρακτηρισμό τους είναι η έντονη ατομικότητα. Καθένας δηλαδή τραβάει ένα διαφορετικό δρόμο. Δεν υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά, ούτε κάν κοινός παρανομαστής.
     Αυτά που λέτε περί βυζαντινής Θεσσαλονίκης, μπορεί να αληθεύουν ως προς ορισμένα «ιχνοστοιχεία», αλλά ο καθένας εκφράζει τον εαυτό του ‘ απλώς συμβαίνει αυτοί οι δέκα, οι είκοσι άνθρωποι να ζούν εδώ στη Θεσσαλονίκη. Συμβαίνει όμως κάποτε κι αυτοί να κατεβούν στη Αθήνα. Τι έγινε λοιπόν;
     Η κυρία Καρέλλη προσπάθησε να εγκατασταθεί στη Αθήνα. Τι έγινε; Ο Αναγνωστάκης πρόσφατα μετακόμισε. Δεν υπάρχει σχολή κοινών χαρακτηριστικών, κοινών τόπων. Υπάρχει μια πόλη μακριά από την Αθήνα που αιφνιδιάζει κάπως τους Αθηναίους μόνο και μόνο με το γεγονός ότι δέκα-είκοσι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη επιμένουν να είναι λογοτέχνες και μάλιστα κάπως σοβαροί κι αυστηροί. Άσε που έχει και σαβούρα.
     Λοιπόν ούτε στυλ, ούτε κλίμα. Καμιά σχολή Θεσσαλονίκης. Ένα άθροισμα ανθρώπων με έντονη ατομικότητα που συνέβη να ζούνε σ’ αυτόν τον τόπο.
     Εγώ πιστεύω ότι από το 1960 και μετά έχουν εξισορροπηθεί όλες οι συνθήκες, πολιτιστικές, κοινωνικές, ακόμη και κλιματολογικές με την Αθήνα. Καμιά ειδοποιός διαφορά.
Το περιοδικό
      Συνεχίζοντας τη συζήτηση με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο μιλώντας για το περιοδικό: τις γεωγραφικές, λογοτεχνικές και «γεωμετρικές» αιτιάσεις της επιλογής της «Διαγωνίου».
Ν.Χ.: «Βαφτίζουμε το περιοδικό «Διαγώνιος» από ένα μεράκι να βρούμε μια νεόκοπη λέξη πού θα αντανακλούσε κάτι από την ίδια τη Θεσσαλονίκη, και όχι φθαρμένη όπως το «Μακεδονικές Σελίδες» ή «Τετράδια της Θεσσαλονίκης».
     Διαγώνιος λέγεται μία κεντρική πλατεία της Θεσσαλονίκης, κάτι σαν την Ομόνοια, πού δεν υπάρχει όμως στην Αθήνα. Διαγώνιος είναι και ένα γεωμετρικό σχήμα πού μας ενδιαφέρει πολύ. Ένα γεωμετρικό σχήμα, βέβαια, είναι από τη φύση του ουδέτερο και κάθε ερμηνεία πού αποδέχεται είναι υποκειμενική ή μεταφυσική. Άς πούμε λοιπόν πώς μία υποκειμενική ερμηνεία του σχήματος της Διαγωνίου είναι ότι οι άνθρωποι που παίρνουν μέρος σ’ αυτή την προσπάθεια είναι τόσο ανεξάρτητοι ώστε δεν συναντιούνται πουθενά. Μόνο μια στιγμή-τυχαία και συμπτωματική-και μετά καθένας τραβάει το δρόμο του.
     Αυτή λοιπόν, είναι η διπλή σημασία της λέξης Διαγώνιος, που είναι θηλυκή και όχι αρσενική, όπως πολλοί νομίζουν.
     Το περιοδικό βγήκε το 1958, μια χρονιά μετά την απόλυσή μου από το στρατό. Έκτοτε συνεχίζει η έκδοσή του κατά έναν ιδιότυπο τρόπο. Βγαίνει κανονικά επί μία πενταετία και μετά σταματάει για να ξεκουραστούμε πνευματικά και οικονομικά, εγώ και οι συνεργάτες μου, μία διετία. Κατά τη διετία αυτή γίνεται μία προσπάθεια αυτοκριτικής και ανασύνταξης για να μην πέσει απάνω μας η σκόνη και η μούχλα του χρόνου.
     Μέχρι στιγμής έχουμε τρείς εκδοτικές περιόδους, 1958-1962, 1965-1969, 1972-1976, και τρείς αντίστοιχες περιόδους σιωπής, πού χιουμοριστικά τις βαφτίσαμε αγραναπαύσεις. Τώρα, λοιπόν, διανύουμε την τέταρτη περίοδο, 1979-1983, και φοβούμαι πώς αυτή θα είναι και η τελευταία γιατί έχω κουραστεί πάρα πολύ.
      Αυτό το σύστημα, πού το σκέφτηκα μόνος μου, αποδείχθηκε πάρα πολύ χρήσιμο, γιατί σ’ αυτές τις διετίες γίνεται ένας απολογισμός του τι καλό και τι παθητικό είχαμε, κι έχει κάθε νέα πενταετία είναι κάτι φρέσκο και κάτι νέο, με πολλές μεγάλες αλλαγές πού δεν είναι τόσο εύκολο να τις πιάσει κανείς.
     Στο δεύτερο περίοδο δεχόμασταν ακόμη το παραδοσιακό και το μελετούσαμε, στην τρίτη μείναμε τυπικά στα πλαίσια του μοντέρνου, τώρα είμαστε στα πλαίσια του πρόσφατου μοντέρνου. Δεν μ’ ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή ο Απολιναίρ ή ο Ώντεν- κολοσσοί βέβαια του μοντέρνου, αλλά ανήκουν πιά στην ιστορία. Μ’ ενδιαφέρει από το ’60 και μετά τι νέες φωνές έχουν προστεθεί στο παγκόσμιο δυναμικό της ποίησης».
Η «Διαγώνιος» και οι νέοι
Παρ’ όλο πού δεν υπάρχουν περιορισμοί, χωρίς να το θέλουμε γίναμε περιοδικό των νέων. Κι αυτό είναι ευχάριστο. Βέβαια δεχόμουνα και τους παλιούς…
      Και τον Πεντζίκη και τον Ελύτη. Ξέρετε, η ποιητική συλλογή του Ελύτη «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό» πρωτοπαρουσιάστηκε από τη «Διαγώνιο».
     Αλλά κυριάρχησαν οι νέοι. Σ’ όλες τις περιόδους αυτοί μας στήριξαν, αλλά κι εγώ, υποσυνείδητα θα έλεγα, στρέφομαι συνέχεια προς αυτούς , και μαζί τους διαρκώς ανανεώνομαι.
     Π.χ. οι συνεργάτες του τόμου του ’76 και του ’79 είναι 42 στον ένα και 42 στον άλλο. Από τους συνεργάτες του ’76 μόνο 9 είναι συνεργάτες του ’79. Είναι εκπληκτικό το πώς ανανεώθηκε κατά τα 4/5 όλο αυτό το υλικό!
      Δεν έχω καμία προκατάληψη, αλλά ούτε είμαι από εκείνους που πιστεύουν με κλειστά μάτια στούς νέους. Εμείς ξεκινήσαμε, όπως σας είπα, από τους παλιούς. Έχουν συνεργαστεί Πεντζίκης, Καρέλλη, Βαφόπουλος, Βαρβιτσιώτης, όλη η παλιά φρουρά της Θεσσαλονίκης, και πολλοί παλαιοί από την Αθήνα. Ο Στρατής Δούκας, ο Ελύτης, ο Σινόπουλος, δεν τους θυμάμαι πιά, είναι πάρα πολλοί οι Αθηναίοι.
Περιοδικό «ανοιχτό» ή περιοδικό «τάσης»;
     Στον τόπο μας ο όρος «περιοδικό τάσης», έκδοση προβολής απόψεων, έχει αρκετά κακοπάθει. Και τα κριτήρια-πολιτικά, αισθητικά, ιδεολογικά…-καμιά φορά αναμειγνύονται όλα μαζί σε πρωτότυπα μείγματα. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, αναφερόμενος στη «Διαγώνιο», λέει:
Ν.Χ.: «Δεν υπάρχει καμία δέσμευση στους προσανατολισμούς, ούτε τους αισθητικούς, ούτε τους ιδεολογικούς. Ήταν βασικότατη αρχή μου από τότε που πρωτοξεκίνησα.
     Περάσανε αριστεροί, δεξιοί, χριστιανοί, εστέτ… Ότι θέλει ο καθένας. Τους δέχομαι, αρκεί να πειστώ για την ειλικρίνεια των κατευθύνσεών τους και για την καλή ποιότητα των γραφτών τους. Καθένας εκφράζει τον εαυτό του.
      Δεν είναι μια κοινή συνισταμένη, ούτε κοινός αγώνας γίνεται. Μόνο η ποιότητα διαφέρει. Αυτή η, άς την πούμε, ανεξιθρησκεία ωφέλησε.
     Οι «Μακεδονικές Ημέρες» ήταν ένα μισαλλόδοξο περιοδικό, πού εξέφραζε κυρίως τον εσωτερικό μονόλογο σαν μοντέρνα έκφραση. Κάθε τι πού δεν ήταν εσωτερικός μονόλογος πετιόταν. Επίσης ήταν κλειστή κάστα. Οι νέοι δεν μπορούσαν να μπούν καθόλου. Από το 1932 μέχρι το 1939 ήταν όλοι κι όλοι πέντε, έκτος δεν χωρούσε!
     Χειρότερα πράγματα συνέβαιναν στον «Κοχλία». Ήταν βέβαια ένα περιοδικό σούπερ μοντέρνο, αλλά η κάστα έμεινε κάστα. Η «Διαγώνιος» είναι το εντελώς αντίθετο».
Ένας «Ανένδοτος αγώνας»
     «Τά πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα. Το περιοδικό τόσα χρόνια βγαίνει με τρομακτικές θυσίες.
     Οικονομικά, δεν λύθηκε κανένα πρόβλημα, ούτε πρόκειται να λυθεί. Καθώς είμαι φανατικός εχθρός κάθε χορηγίας ή σχέσης με το κράτος ή με τους διάφορους μαικήνες, δε δέχομαι λεφτά από πουθενά.
      Το αποτέλεσμα αυτού του ανένδοτου αγώνα είναι να έχουν ξεπεταχτεί ένα σωρό ταλέντα. Ούτε θυμούμαι πόσα. Πρέπει μέσα σ’ αυτά τα 22 χρόνια να έχουν συνεργαστεί γύρω στα 150, ίσως και 200 άτομα. Πολλοί έχουν γίνει φίρμες.
     Αυτές οι εσωτερικές καλλιέργειες σε στυλ φυτώριου είναι πού δίνουν κάποιο νόημα. Όχι η εξωτερική ομορφιά.
     Υπήρχε ένα αγώνας για την ποιότητα και ένα μεράκι για την ομορφιά-εδώ με βοήθησε πολύ ο κ. Τσίζεκ. Και μία ηθική συνέπεια. Να μην κάνουμε υποχωρήσεις προς κανένα.
     Αυτοί οι τρείς στόχοι που κρατήθηκαν συνέχεια είναι, κατά τη γνώμη μου το κριτήριο της επιτυχίας.
     Ένα βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι κάνω άγριες επιλογές. Στη «Διαγώνιο» μπαίνει το 1/5 της ύλης που έχω στα χέρια μου εγκεκριμένη για δημοσίευση. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποφεύγουμε ένα παθητικό, αυτό είναι ανθρώπινο. Ξέρουμε όμως ότι λίγο- πολύ μετά από δύο κόσκινα η σαβούρα λιγοστεύει. Αυτός είναι ο λόγος που μπορείς να διαβάσεις τεύχος του ’58 και να το χαρείς. Η «Διαγώνιος» δεν γονάτισε από την επικαιρότητα. Διατηρεί έναν πόλεμο ενάντια στο χρόνο, γιατί κάθε δημοσίευση είναι το αποτέλεσμα μιάς κριτικής».
     Βέβαια, αν θέλετε και περγαμηνές αντιστασιακές, υπάρχουν. Αρνήθηκα κατ’ επανάληψη προτάσεις του υπουργείου Πολιτισμού να με χρηματοδοτήσει. Αρνήθηκα τρείς φορές να μου δώσουν βραβείο. Το ’71 θα μου δίναν το Α ΄ βραβείο Πεζογραφίας για τα διηγήματά μου. Να λείπει το βύσσινο. Αυτό θεωρήθηκε αντίσταση κατά της αρχής και αναγκάστηκα να τους πω ότι εγώ δεν πολεμώ την χούντα, γιατί το βραβείο θα το αρνιόμουνα ακόμη και από την πιο δημοκρατική κυβέρνηση. Είμαι εχθρός του θεσμού.
     Επίσης ξέρετε ότι τότε που έγιναν οι κατασχέσεις η επί Ιωαννίδη «Διαγώνιος» κατασχέθηκε πρώτη ως αναρχικό περιοδικό. Διάφοροι πού παριστάνουν τον αντιστασιακό πήγαιναν και έλεγαν στους βιβλιοπώλες: «Σε παρακαλώ, κρύψε και το δικό μου το περιοδικό για να φανεί ότι μου το κατάσχεσαν»!
Οι εκδόσεις και η μικρή Πινακοθήκη
     «Επειδή η όλη προσπάθεια με το περιοδικό δεν επαρκούσε, αναγκάστηκα το ’62 να ιδρύσω τις «Εκδόσεις Διαγωνίου». Οι «Εκδόσεις Διαγωνίου» έγιναν σαν μια προσπάθεια να συγκεντρωθεί, να αξιοποιηθεί και να προβληθεί το ολοκληρωμένο και συγκροτημένο έργο κάθε συνεργάτη του περιοδικού. Βασική αρχή στις εκδόσεις είναι ο κάθε συγγραφέας να επωμίζεται εξ ολοκλήρου τα έξοδα. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορέσαμε από το ’62 να βγάλουμε περί τα 75 βιβλία. Κάθε βιβλίο κι ένας μικρός αγώνας.
     Από τις «Εκδόσεις Διαγωνίου» βγήκαν βασικότατα βιβλία: τέσσερα στη λογοτεχνία και τρία στη μουσικολογία του Σάκη Παπαδημητρίου, όλα τα δικά μου, το «Για ένα φιλότιμο» του Ιωάννου, ποιήματα και μεταφράσεις του Μήτσου Παπανικολάου που πέθανε επί κατοχής-από τους καλύτερους λογοτέχνες μας πού δεν τύπωσε ποτέ βιβλίο.
     Το περιοδικό είναι ουσιαστικά ένας τρόπος επαφής και ένας τρόπος προβολής. Οι εκδόσεις είναι κάτι που μένει. Θεωρώ το ένα τρίτο των εκδόσεών μας κλασικά βιβλία στην ελληνική βιβλιογραφία.
     Με τις εκδόσεις μας κάτι άλλαξε στον εκδοτικό τομέα. Οι στόχοι μας κρατήθηκαν χωρίς υποχωρήσεις, νέα ταλέντα βγήκαν και εξακολουθούν να βγαίνουν. Δώσαμε ένα παράδειγμα του πώς μπορεί να αγωνιστεί κανείς χωρίς μεγάλα λόγια και τουμπελέκια, και ελπίζω αυτή η ιστορία να κρατήσει πολύ ακόμα. Ακόμα κι αν κλείσει μελλοντικά το περιοδικό, ελπίζω πώς οι εκδόσεις δεν θα σταματήσουν.
      Επειδή εμείς ανέκαθεν αγαπούσαμε την καλλιτεχνία και επειδή τον ζωγράφο πρέπει να τον δείς πάνω στο ντουβάρι, ίδρυσα το 1974 την Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος», πού φέτος συμπληρώνει έξι χρόνια λειτουργίας και 100 αλλεπάλληλες εκθέσεις.
      Ο πρώτος και βασικός στόχος υπήρξε η προβολή Θεσσαλονικέων ζωγράφων, ενώ στο περιοδικό δεν τίθεται θέμα τοπικιστικό. Δεύτερος, είναι η προβολή των πολύ νέων και τρίτος, ν’ αποφευχθούν οι ατομικές προβολές και οι βεντετισμοί.
     Η συγκομιδή ήταν μεγάλη (εννοείται ότι κανένας ζωγράφος δεν πληρώνει για δικαιώματα αναρτήσεως). Οι καλλιτέχνες που προβλήθηκαν φτάνουν περίπου τους εκατό πενήντα, και από αυτούς τουλάχιστον οι σαράντα είναι πολύ καλά ταλέντα».
Μια εσωτερική «διαρκής επανάσταση»
     Τελειώνοντας αυτήν την κουβέντα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον ακούμε να μας μιλά για την προσπάθεια και την καθιέρωση, την καθιέρωση και το κατεστημένο, το κατεστημένο και την ανάγκη αλλαγής, την ανάγκη αλλαγής και την αγωνία για την ανυπαρξία συνέχειας.
Ν.Χ. «Ύστερα από όλη αυτή την πείρα του ενός τετάρτου αιώνος που είμαι στο κουρμπέτι, διαπιστώνω τη μεγάλη σοφία πού κρύβει το τροπάριο του Αγίου Νικολάου, που επέτυχε «τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια». Αυτό δεν είναι απλώς ένα φραστικό παιχνίδι, έχει ζουμί. Όσο πιο πολύ φτωχαίνεις για το καλό των άλλων, τόσο πιο πολύ νιώθεις πλούσιος. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ φτωχός, και είμαι πράγματι πάμφτωχος.
     Τελικά, θα κάνουμε εκουσίως στην πάντα. Γιατί, κακά τα ψέματα, στο τέλος γινόμαστε κατεστημένο. Το κατεστημένο από τη στιγμή που θα εμπεδωθεί πρέπει να ξεριζωθεί, αν θέλουμε να υπάρχει πρόοδος και όχι παθητικότητα και στασιμότητα.
      Δεν πρέπει ξαφνικά να αισθανθώ και εγώ ότι έγινα κατεστημένο, ότι αυτό που έδιωξα από την πόρτα μπήκε από το παράθυρο.
     Πρέπει κάποτε να σταματήσει αυτή η ιστορία. Βέβαια φοβούμαι ότι είμαι ο τελευταίος μερακλής διότι δεν βλέπω ελπίδα διαδοχής . Στην Ελλάδα, ποτέ δεν υπάρχει διαδοχή.
     Φοβούμαι ότι έρχονται ημέρες προχειρολογίας και μπουρδολογίας. Δυστυχώς οι νέοι δεν δείχνουν πια τόσο μεγάλο μεράκι ώστε να θυσιαστούν γι’ αυτό και να κάνουν σωστή και τίμια δουλειά.
Προχειρότητες, βαρεμάρες λόγια παχιά, «να σώσουμε την Ελλάδα» η διακίνηση των ιδεών και όταν έρθει ο κόμπος στο χτένι, προχειρότητες.
     Αλλά είτε προχειρότητες, είτε όχι, πρέπει κάποτε να πάψουμε να στεκόμαστε ‘ ή έστω να νούμε με την απουσία βρέ αδελφέ! Κι αυτό μετράει.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, εφημερίδα Η Αυγή 27 Απριλίου 1980.
--
φάτσες ψυχρές
τις σκάλες του υπουργείου κατεβαίνουν
κανέναν γελαστό δεν είδα
όλοι πουλήσαν το χαμόγελό τους
για μια υπογραφή
--
«Καταντήσαμε ουραγοί κλικών»
Έρευνα του Γιώργου Κ. Πηλιχού, εφημερίδα Τα Νέα 7/6/1977
Απαντά ο Ντίνος Χριστιανόπουλος
    Από τις πιο έντονες φυσιογνωμίες των μακεδονικών γραμμάτων του μεταπολέμου, ο ποιητής, διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος Ντίνος Χριστιανόπουλος («Εποχή των ισχνών αγελάδων», 1950, «Ποιήματα» 1950-1955, «Ξένα γόνατα», 1952, «Ανυπεράσπιστος καημός», 1949-1964, «Το κορμί και το σαράκι», διηγήματα, «Για τον Στρατή Δούκα», δοκίμιο) είναι εκείνος που το 1958 βγάζει τη «Διαγώνιο», που αν δεν καλύπτει απόλυτα το κενό που είχε αφήσει με την διακοπή της έκδοσης του ο ανεπανάληπτος «Κοχλίας», είναι ωστόσο ένα πολύ ζωντανό λογοτεχνικό περιοδικό, μέσα απ’ το οποίο θα ξεπηδήσουν μερικά από τα ταλέντα της νεώτερης γενιάς των Θεσσαλονικιών ποιητών και συγγραφέων. Και λίγο αργότερα, με την ίδρυση της Μικρής Πινακοθήκης, θα βοηθηθούν νέοι, αλλά και παλαιότεροι, Μακεδόνες εικαστικοί καλλιτέχνες.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΘΙΖΗΣΗ!
     Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, παίρνοντας σήμερα την «σκυτάλη» της έρευνάς μας για τα πνευματικά προβλήματα της Θεσσαλονίκης και συνδυάζοντας το πρώτο με το δεύτερο απ’ τα ερωτήματα της έρευνας, μας δίνει τούτη την απάντηση:
 ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ:
Από το 1930 ως το 1960 η Θεσσαλονίκη παρουσίασε μια καταπληκτική λογοτεχνική άνθιση, τόσο που μερικοί μίλησαν για σχολή. Σχολή δεν ήταν, ήταν φαινόμενο. Το φαινόμενο αυτό δέν υφίσταται πιά. Οι παράγοντες που θεωρήθηκε ότι το δημιούργησαν (η κοινωνική και οικονομική άνοδος της Θεσσαλονίκης κατά τον μεσοπόλεμο, η βαθμιαία επικράτηση του ελληνικού στοιχείου μετά την ανταλλαγή του 1924 και την καταστροφή των Εβραίων, η ίδρυση του Πανεπιστημίου και της Διεθνούς Εκθέσεως) έχουν πλέον υπερφαλαγγιστεί στις μέρες μας-κι όμως η λογοτεχνία μας άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα.
     Οι νεότεροι λογοτέχνες μας-με μια δυό εξαιρέσεις-είναι ανύπαρκτοι. Οι παλαιότεροι απλώς φροντίζουν να επιβιώνουν. Κάθε κλίκα και κάθε κόμμα της Αθήνας διαθέτει εδώ το παράρτημά του. Για πρωτοπορία ούτε λόγος. Ουραγοί κλικών, για ν’ ακουγόμαστε και να φυτοζωούμε.
Συνεπώς μη με ρωτάτε ποιο είναι ή θα έπρεπε να είναι το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Ρωτήστε καλύτερα ποιο ήταν. Γιατί το σημερινό πρόσωπο είναι η καθίζηση. Και αιτία: το γενικό κλίμα ευκολίας και διαφθοράς.
       Στο τρίτο ερώτημα της έρευνας για το ρόλο του Πανεπιστημίου στην πολιτιστική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δίνει αυτή την απάντηση:
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ:
Το Πανεπιστήμιο από τότε που ιδρύθηκε, πρόσφερε πάρα πολλά στη Θεσσαλονίκη-στη λογοτεχνία της τίποτε! Απέναντι στη λογοτεχνία της, ακόμη απ’ την εποχή του Αποστολάκη, κράτησε θέση αρνητική, κι αυτό συνεχίζεται ως τις μέρες μας με μικροεξαιρέσεις. Δεν έλλειψαν ακόμα και οι προκλήσεις, όπως η αναγόρευση του Ρίτσου σε επίτιμο διδάκτορα.
Είναι αλήθεια πώς αρκετοί καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής έχουν κάποια ευαισθησία στη λογοτεχνία, αλλά οι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης έμαθαν πια να μην περιμένουν από κανέναν τίποτε. Γεγονός πάντως είναι ότι η Φιλοσοφική Σχολή έγινε πλέον παράρτημα της γνωστής αθηναϊκής κλίκας, πού έχει κι αυτή το μερτικό της στην κατάπτωση της λογοτεχνίας μας σήμερα. Αυτή η κλίκα με τα λεφτά της και με τις δυνατότητες που προσφέρει, τα εξαγόρασε και τα εξαχρείωσε όλα.
Όσο για τους φοιτητές, τι να πώ; Με μούσια και πολιτικολογίες πνευματική ζωή δεν γίνεται. Εμφανίζονται ιδεαλιστές κι επαναστάτες μέχρι πού να πάρουν το πτυχίο και ύστερα, αρχίζει απότομα η κατρακύλα στο ατομικό συμφέρον και τη διαφθορά.
ΤΟ ΚΘΒΕ αντιμετωπίζεται σαν δημόσια υπηρεσία
Στο τέταρτο ερώτημα της έρευνας για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, την κρίση που περνάει αυτή τη στιγμή και τις προοπτικές που διαγράφονται για το μέλλον του, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος απαντάει:
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ:
Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος είναι ένα σημαντικό πνευματικό ίδρυμα που πρόσφερε πολλά. Ιδιαίτερα με το προηγούμενο Συμβούλιο είχε γίνει μια αρκετά σωστή δουλειά. Δυστυχώς η κρίση που δημιουργήθηκε και η μετέπειτα εξέλιξη μας έκαναν να καταλάβουμε ότι και το Κρατικό Θέατρο δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια δημόσια υπηρεσία, όπου ο κάθε υπουργός μπορεί να απολύει και να διορίζει κατά τα κέφια του.
      Στο πέμπτο ερώτημα, για την υπό ίδρυση Σχολή Καλών Τεχνών και το χαρακτήρα που θάπρεπε νάχει, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, απάντησε.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ:
Σχολή Καλών Τεχνών πρέπει να ιδρυθεί και στη Θεσσαλονίκη. Είτε σκέτη, είτε σαν ένα ανώτατο ίδρυμα που θα περιλαμβάνει, σχολές ζωγραφικής, γλυπτικής, θεάτρου, κινηματογράφου, μουσικής κλπ. Δεν ξέρω τι απ’ τα δύο θα πραγματοποιηθεί. Ξέρω όμως, πώς ό,τι γίνει, αμέσως θα πέσουν στο μεζέ τα ντόπια και αθηναϊκά κοράκια, οι επαγγελματίες της καπατσοσύνης, κι οι άξιοι θα μείνουν πάλι απέξω.
     Κλείνοντας τη συνέντευξη, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος θέλησε να προσθέσει-σαν απάντηση στο τελευταίο ερώτημα-και τα εξής:
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ:
Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι το πολιτιστικό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης σήμερα, όπως άλλωστε και της Αθήνας, είναι κατά βάθος πρόβλημα ηθικό. Οι ελεύθεροι πνευματικοί άνθρωποι νιώθουν φοβερή ασφυξία βλέποντας τις κλίκες, τα περιοδικά, τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τις εταιρίες δίσκων, τα κόμματα (με δυό λόγια ΤΑ ΠΑΝΤΑ) να συναγωνίζονται στη δημιουργία ενός κλίματος διαφθοράς και συναλλαγής. Σε όσους με διαβάζουν, μια κουβέντα έχ να πω: άς προσπαθήσουμε ν’ αντισταθούμε σε όλους αυτούς τους κυρίους που μας τάζουν λίγη δόξα και λίγο βόλεμα και μας εξαχρειώνουν στο πί και φί…
Ντίνος Χριστιανόπουλος, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 7 Ιουνίου 1977.
      Νομίζω ότι τα λόγια του ποιητή της Θεσσαλονίκης Ντίνου Χριστιανόπουλου, είναι προφητικά και ενδεικτικά του κλίματος που επικρατούσε στην πατρίδα μας στα πολιτιστικά πράγματα και τις νοοτροπίες των ελλήνων εκείνη την εποχή. Τριάντα χρόνια πριν. Νοοτροπίες και πρακτικές στο χώρο του πολιτισμού και των καλλιτεχνών, που συνέβαλαν και αυτές με την σειρά τους, στην πτώχευση της χώρας μας. Έχει ενδιαφέρον το τι λέει ένας ποιητής για τα κοινά. Σίγουρα δεν μπορεί ο λόγος του να αλλάξει τον Κόσμο, ίσως όπως τους προηγούμενους ιστορικούς αιώνες. Το παράδειγμά του, δεν μπορεί να διορθώσει αποτελεσματικά τις κοινωνικές παθογένειες, τις κατεστημένες δημόσιες αντιλήψεις, τις ατομικές συνειδησιακές αγκυλώσεις, τις κομματικές-πολιτικές γονυκλισίες των πολιτών, όμως ίσως μπορεί έστω και μια μικρή ομάδα ανθρώπων μέσω των γραπτών του να αφυπνίσει. Να τους κάνει να πάρουν νερό μαζί τους μια και το μέλλον έχει πολύ ξηρασία όπως έγραφε ένας άλλος ποιητής, ο Μιχάλης Κατσαρός.
Για αυτούς που αγαπούν την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, για αυτούς που πιστεύουν στην αλήθεια και την επαναστατικότητα των λόγων του, για αυτούς που εκτιμούν το ήθος του ανθρώπου και την ειλικρίνειά του, σημειώνω ενδεικτικά ορισμένες ακόμα συνεντεύξεις του που έδωσε κατά καιρούς σε δημοσιογράφους και γνωρίζω:
-Ελένη Σπανοπούλου, εφημερίδα Έθνος 22/7/1988, Η Αθήνα δεν σηκώνει λεβέντικη πάλη…
-εφημερίδα Ελευθεροτυπία 6/11/1989, Χριστιανόπουλος έφη… (απόσπασμα του Χριστιανόπουλου στο περιοδικό «Κράξιμο» της Πάολα)
-Αγνή Γιαννουτσοπούλου, εφημερίδα Η ΠΡΩΤΗ, Σάββατο 18/11/1989, Χριστιανόπουλος: «Είκοσι χρόνια παλεύω μόνος μου»
-Χρήστος Ζαμπούνης, περιοδικό ΕΝΑ τχ. 16/17-4-1991, σ,98-, «ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΑΣ»
-Κώστας Νταντινάκης, περιοδικό Αντί τχ. 476/4-10-1991, σ.52-, Η ποίηση είναι μέσα στη ζωή
-Βασίλης Κ. Καλαμαράς, εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 19/9/1993, σ.3, «Μ’ αρέσει να προκαλώ τους υποκριτές»
-Μαριάννα Πολυχρονιάδου, εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 31/10/1993, σ.8, Ας μιλήσουμε για πατρίδες.
-Γιώργος Χριστοδουλόπουλος, εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 27/3/1994, σ.5, «Ρεμπέτης είναι ο… Παπαδιαμάντης»
-Στάθης Τσαραγκουσιάνος, περιοδικό Ο1/ τεύχος 9, Αύγουστος 1994, σ.52-, ΑΓΡΙΑ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ
-εφημερίδα ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Κυριακή 6/2/1994, σ.35, Το κατηγορώ ενός ποιητή!....  (αναδημοσίευση μέρος της συνέντευξης που έδωσε ο Χριστιανόπουλος στον Βασίλη Τζανακάρη εκδότη του περιοδικού «Γιατί» τχ. 221-222 των Σερρών.)
-Απόστολος Διαμαντής, εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 16/3/1997, σ.51, «Οι αριστεροί είναι πρώτοι στα κοσμικά»
-Γιώργος Μητράκης, περιοδικό Δίφωνο, τχ. 40/9,1999, σ.102-, συνέντευξη-προδημοσίευση, Ρεμπέτικο στην ομίχλη
--
ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ
Στους ανεπαίσθητους ψιθύρους της εσπέρας,
στα μυστικά καλέσματα της νύχτας,
ψυχή μου, άρχισες και συ να ξεθαρρεύεις
όλο και πιο πολύ ΄κι άρχισες να ‘χεις
πιο εύκολα τα μάτια και τα λόγια,
πιο βιαστικά τα χρήματα του πάθους,
όλο και πιο λιγότερους τους δισταγμούς,
και δίνεσαι και τρέχεις και ξεφτίζεις
κι επιμένεις ακόμα να ελπίζεις
με μια πυρακτωμένη φαντασία
μ’ ένα κορμί παρανάλωμα της έξαψης,
ώριμη, πια για το χαμό.
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 8 Νοεμβρίου 2018
--
κάνε το σώμα μου φωλιά
για κάθε σου μεράκι

για να κουρνιάζουν μέσα μου
τά όνειρά σου
--
μες στην αδιάκοπη παλίρροια του έρωτα
όλο και κάτι μ’ άφησε ο καθένας
μεγάλωσε η σερμαγιά του πάθους
πλούτισα απ’ τη διερχόμενη ομορφιά
--
πατρίδα μου σε ντρέπομαι
εσύ διαρκώς στραγγίζεις
κι εγώ το βιολί μου

κι όμως παρέα με τ’ αγόρια σου
σε μαθαίνω καλύτερα
και σε πονάω
--

σβήσε το φώς, επέμενες-
θυμήθηκα μια άλλη μου αγάπη
τα ήθελε όλα αναμμένα

δεν ξέρω τι να προτιμήσω-
μες στο σκοτάδι χάνεται η ασκήμια μου
μέσα στο φως λάμπει η ομορφιά σου.
--
ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΙ ΣΑΒΒΑΤΟ
Τετάρτη και Σάββατο
σε νοσταλγώ περισσότερο.

Έγινε κιόλας χρόνος που απολύθηκες,
σε ξανακέρδισε το χωριό,
παντρεύτηκες, κόψαμε αλληλογραφία,
ξέχασα και το επίθετό σου.

Κι όμως κάθε Τετάρτη
και προπαντός κάθε Σάββατο
το κορμί μου θυμάται τις λεπτομέρειες
κι ανατριχιάζει.
--
ΑΠΟ ΚΟΡΜΙ ΣΕ ΚΟΡΜΙ
Είπα να υποχωρήσω σ’ ένα χαμόγελο
να δω πού φέρνουν δυό χείλη όταν ανοίγουν σαν αγκα-
λιά
κι από υποχώρηση σε υποχώρηση κι από χαμόγελο σε
χαμόγελο
κι από κορμί σε κορμί
έφτασα εδώ που ο θάνατος γίνεται ένα με το αίμα σου
παίρνει την όψη σου, σε κουκουλώνει, σε συντρίβει,
σε κάνει πιο ελεεινό, σε φέρνει στο αμήν-

και τότε πιά καμιά σιωπή δε σώζει,
καμιά τιμιότητα.
--
ΒΡΟΧΟΣ
Τώρα πού σ’ έχω διαγράψει απ’ την καρδιά μου,
ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
όλο και πιο πολύ τυραννικά ΄
δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα.
δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.
--
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.

Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους-
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται-ένας την πληρώνει.
--       
ΥΓ. Τελικά, εκείνοι που θα την πληρώσουν είναι οι απλοί ιερείς, οι μοναχοί, οι διάκοι κλπ. Φαντάζεστε τι έχει να γίνει αν συμφωνήσουν εκκλησία και πολιτεία και οι απλοί παπάδες θα πληρώνονται πλέον από τους κατά τόπους μητροπολίτες; Την έβαψαν. Πως το έλεγε το παλαιό ανέκδοτο της θεολογικής σχολής. «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας μητροπολίτη ζώντος»
Τα σήμαντρα αδερφές μου, τα σήμαντρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου