ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
Στην
κοιλάδα με τους ροδώνες
με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο
εκδόσεις Ίκαρος 1978, σελίδες 231, δραχμές 600
ΠΑΡΑΦΑΣΙΣ
ή
Η
ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ
τί
είναι στη ζωή πού να μην είν’ αίνιγμα
γρίφος;
μά
κι’ η ζωή η ίδια δεν είναι γρίφος
αίνιγμα;
τι
δυστυχία οι τεχνοκράτες
μέσα
στην τύφλα απ’ ολούθε πού τους περιζώνει
να
παραμένουνε
στις
κούφες πεποιθήσεις (;) τους
ισχυρογνώμονες
πεισματωμένοι
γινατζήδες
του
ποιητή
πιά
μόνη-θεόθεν-σωτηρία λύσις
παρηγόρηση
μένει
η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές
ό
έστι
μεθερμηνευόμενο
η
κοιλάδα των ροδώνων
--
Πριν
σαράντα χρόνια –«δώδεκα και μισή πως πέρασαν τα χρόνια» που λέει και ο Αλεξανδρινός ποιητής, εκδόθηκε η τελευταία
ποιητική συλλογή του εικαστικού και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου. Μια έκδοση, που
διαβάστηκε από το ευρύ κοινό, συζητήθηκε ευρέως, σχολιάστηκε επαινετικά. Η
υποδοχή της, από κριτικούς και ποιητές υπήρξε εκπληκτική. Την δεξιώθηκαν με
κολακευτικά λόγια, δημοσιεύτηκαν κριτικές και σημειώματα που ίσως, να μην έτυχαν
της ίδιας τύχης ποιητικές συλλογές εκείνης της εποχής άλλων ομοτέχνων του
ελλήνων σουρεαλιστών. Στον καλαίσθητο αυτόν τόμο, ο ποιητής συμπεριέλαβε πάνω
από 50 ποιήματά του γραμμένα στα ελληνικά και τα γαλλικά. «Είναι τα ποιήματα μιάς εικοσαετίας, μαζί με μερικά άλλα.
Παρουσιάζονται με την χρονολογική σειρά που γράφτηκαν. Γράφτηκαν, τρόπος του
λέγειν, γιατί δεν υπήρξα ποτέ συστηματικός συγγραφεύς, συστηματικός λογοτέχνης,
litterateur.
Η μεγάλη μου αγάπη στη ζωή είτανε η μόνη ζωγραφική. Κάθε ώρα, που δεν την
αφιερώνω στην ζωγραφική, την θεωρώ ώρα χαμένη. Αλλά ένας πίνακας δεν απαιτεί
βέβαια συνεχώς την απόλυτη αφοσίωση του νου και της καρδιάς. Είναι στιγμές που
το χέρι, μπορώ να πώ, πηγαίνει μόνο του. Αλλά το μυαλό πάντα δουλεύει. Και τότε
επωφελούμαι και στοχάζομαι διάφορα πράγματα, ή, το συνηθέστερο σκαρώνω
τραγούδια. Μετά την εργασία, αν τα τραγούδια αυτά τα βάλω στο χαρτί, έχει
καλώς, ειδεμή τα ξεχνάω. Το ίδιο και για τις μεταφράσεις. Την ώρα της δουλειάς,
καμιά φορά, απαγγέλλω, στον εαυτό μου, ποιήματα ελληνικά και ξένα. Αυτά που μου
αρέσανε πολύ, και τα διάβασα πολλές φορές, τα έχω πιά αποστηθίσει. Μερικά ξένα
τα έφερα, παίζοντας, στη γλώσσα μας. Απ’ αυτά που βρίσκω σχετικά πετυχημένα,
και φυσικά τα σημείωσα, παρουσιάζω εδώ μερικά.».
Αυτά τα κατατοπιστικά για την τέχνη του γράφει στην αρχή των Σημειώσεών του
σελίδα 221 για την έκδοση ο ζωγράφος και ποιητής. Ορισμένα από τα ποιήματα αυτά,
είχαν δημοσιευτεί αυτόνομα, πριν την συγκέντρωσή τους έκδοση, σε λογοτεχνικά
έντυπα, καθώς και οι μεταφράσεις του, ποιημάτων ή αποσπασμάτων από ξένους
ευρωπαίους ποιητές, συγγενικής ατμόσφαιρας με τον ποιητικό του λόγο. Η
τελευταία αυτή έκδοση ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου, βρήκε μεγάλη απήχηση
τόσο από τους έλληνες ποιητές και καλλιτέχνες όσο και από τους αναγνώστες του
ποιητικού λόγου. Διττή η ικανοποίηση, μια και ο εικαστικός εμπλουτισμός του βιβλίου
με πίνακες του ποιητή και ζωγράφου, κέντρισε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον
των αναγνωστών,-και σε ορισμένες περιπτώσεις θυμάμαι, λειτούργησε ο τόμος σαν
συλλεκτική έκδοση-κάτι που είχε σαν συνέπεια να εξαντληθεί η πρώτη έκδοση και
μερικά χρόνια αργότερα να επανεκδοθεί. Στα μεταγενέστερα της έκδοσης
χρόνια,-όταν ο ποιητής είχε φύγει από κοντά μας (Αθήνα 21/10/1907-Αθήνα
31/10/1985)-το ενδιαφέρον του φιλότεχνου κοινού για την εικαστική του παρουσία
και τον ποιητικό του κόσμο, είχε μια ανοδική αναγνωστική πορεία και όχι αδίκως.
Εκδόθηκαν εξαιρετικές μελέτες για το έργο του, δημοσιεύτηκαν σημαντικά κείμενα
για την ποιητική του διαδρομή, γράφτηκαν άρθρα για το εικαστικό του σύμπαν,
ερευνήθηκαν οι καταβολές και οι επιρροές του, η γλωσσική και συντακτική του
πανσπερμία, εξετάστηκε ο ελληνισμός του σε σχέση με τις άλλες φωνές της γενιάς
του 1930, διοργανώθηκαν συνέδρια, δόθηκαν ομιλίες για τον ζωγράφο-ποιητή και
ότι καινούργιο και πρωτότυπο κόμισε στην διάρκεια της εικαστικής και ποιητικής του
παραγωγής.
Ο ΒΕΛΙΣΑΡΙΟΣ
…….. sous ses habits dechires et poudreux,
effranges par le temps, cardes par la misere….
CASIMIR DELAVIGNE
σά
βόγγαε η άγια αυτοκρατορία
από
τα δεινά
όταν
το έθνος λύγαε από
τις
επιθέσεις των Βαρβάρων
κι’
η επικράτεια ολόκληρη γονάτιζε με τ’ αλλεπάλληλα
των
εχτρών χτυπήματα
πάντα
σ’ αυτόν προσφεύγαν
για
ν’ απαλλάξη τη χώρα από τα βάσανα
απ’
αυτόν πάλι επροσδοκούσαν
την
απολύτρωση
τη
σωτηρία
κι
έπειτα;
έπειτα:
πού τον ξέραν
πού
τον είδανε;
Έτσι
στους
τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου
«του ‘30»
αναμεσίς
στους
φιλόδοξους με τ’ ακαθόριστα σχέδια
τους
άγρια λυσσαγμένους-παρ’ όλο το ισχνότατο των εφο-
δίων τους-
για
μιάν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση
τους
άγουρους-σαλιάρηδες-διακονιαρέους και κλέφτες
της δόξας
ξεκίνησε
νεώτατος ο Βελισάριος
παρέα
με τον Ανδρέα Εμπειρίκο
να
δημιουργήση
και
να ζήση
Ο Νίκος
Εγγονόπουλος, αυτός ο «μάγος» του χρωστήρα και γνήσιος εκφραστής μιας αρμονικής
και ισορροπημένης μείξης των αρχών του υπερρεαλισμού με την ελληνική
παράδοση-την ελληνικότητα, τόσο στο εικαστικό του έργο όσο και στο ποιητικό,
είναι κατά την δική μου αναγνωστική επάρκεια, ο πλέον κατανοήσιμος έλληνας
υπερρεαλιστής καλλιτέχνης σε σχέση με άλλους ακραιφνείς δημιουργούς του
ευρωπαϊκού αυτού κινήματος. Βλέπε παραδείγματος χάριν τις περιπτώσεις των
ποιητών Ανδρέα Εμπειρίκου, Νικήτα Ράντου και ακόμα, του Νάνου Βαλαωρίτη. Και
από τις γυναικείες γνωστές μας ποιητικές φωνές του ελληνικού υπερρεαλισμού,
αναφέρω την τεχνοκριτικό και ποιήτρια Ελένη Βακαλό και την περίπτωση της Νανάς
Ησαΐας, ενδεικτικά πάντα. Η ποιητική φωνή του Εγγονόπουλου, είναι η πλέον
αγαπητή στον χώρο του, με εξαίρεση ίσως, την περίπτωση του ποιητή Μίλτου
Σαχτούρη. Ο ποιητής και πρωτίστως εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος, προέρχεται από
την μεγάλη βρυσομάνα των αναζητητών της ελληνικότητας, της επανεύρεσής της,
μετά από τις διάφορες προσχώσεις που δέχτηκε τους προηγούμενους αιώνες από
διάφορα ευρωπαϊκά και άλλα ιδεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα ιδεών και της
πολιτικής ιστορίας, ανήκει στην γνωστή και κυρίαρχη για πολλές δεκαετίες,
περιβόητη Γενιά του 1930. Μιας γενιάς που εδραίωσε την παρουσία της στα
καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας για πάνω από μισό αιώνα, μας άφησε σπουδαία
πνευματικά κληροδοτήματα, συγγραφικά και καλλιτεχνικά έργα, αλλά, και «έθαψε»
ορισμένες φορές θα τολμούσαμε να σημειώσουμε, παλαιότερους της παράδοσης
δημιουργούς. Ο εικαστικός και ποιητής
γεννημένος προς το τέλος των αρχών του προηγούμενου αιώνα, έζησε και
δραστηριοποιήθηκε εν μέσω μιας δημιουργικής πνευματικά εποχής, με έντονες και
πολυποίκιλες ζυμώσεις σε όλο το καλλιτεχνικό φάσμα, σε ιστορικές και κοινωνικές
αναταράξεις και πολιτικές ανακατατάξεις, που δεν είχαν ξαναζήσει οι τότε, νέοι
έλληνες, μετά τους χρόνους της εθνικής παλιγγενεσίας. Σε κρίσιμες ιστορικά
περιόδους της ελληνικής ιστορίας και πολιτικής σκηνής, όπως γνωρίζουμε εκ των
υστέρων από μελέτες και βιβλία εμείς οι νεότεροι των μετά την επτάχρονη
δικτατορία γενεών που δεν έζησαν τις δραματικές αυτές για το έθνος μας στιγμές.
Μιας μακρόχρονης ιστορικής περιόδου, μέσα στην ελληνική ιστορική περιπέτεια,
που, δεν ήταν και τόσο ομαλή στην εξέλιξη των ιστορικών και πολιτικών συνθηκών,
στην εδραίωση της αυθεντικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην πατρίδα μας.
Ήταν τέτοιας έκτασης και ποικιλίας οι κοινωνικές αναταράξεις, και τόσο έντονοι
οι πολεμικοί και στρατιωτικοί κλυδωνισμοί και οι πολιτικοί κραδασμοί και οι
αναταραχές εντός και εκτός ελλάδος, που ίσως, ορισμένες φορές, καθώς εμείς οι
νεότεροι, διαβάζουμε, ερευνούμε και εξετάζουμε τα έργα των δημιουργών αυτών των
περιόδων, να λησμονούμε τις σκοτεινές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτά
κυοφορήθηκαν. Να παραβλέπουμε τις κακουχίες που οι περισσότεροι από τους
δημιουργούς υπέστησαν σαν νέοι, να μην δίνουμε την δέουσα προσοχή στον χρόνο
και στον τόπο που αυτά παρουσιάστηκαν. Γνωρίζουμε όμως και θαυμάζουμε τις
πνευματικές και ψυχικές αντοχές ακόμα και τις σωματικές, όλων αυτών των ελλήνων
δημιουργών και καλλιτεχνών που μέσα σε αυτόν τον πολύστικτο ιστορικά κουρνιαχτό
των καιρών και των ανατρεπτικών συμβάντων, άντεξαν βιολογικά και καρποφόρησαν
πνευματικά, παράγοντας έργα ανυπέρβλητης μεγαλοσύνης και ποιότητας,
τεχνοτροπίας και υφής. Επαναπροσδιορίζοντας τις ποιητικές και καλλιτεχνικές μας
αξίες, δημιουργώντας τους νέους του έθνους συμβολισμούς και μύθους. Ανοίγοντας
συζητήσεις τόσο με τα νέα ευρωπαϊκά ρεύματα της τέχνης όσο και με την ελληνική
ιστορία μέσα στην εξέλιξή της. Τους αρχαίους μύθους και παιδεία, τον μετέπειτα
βυζαντινό κόσμος και το αυτοκρατορικό του μεγαλείο και φτάνοντας μέχρι τους
ήρωες και αγωνιστές της επανάστασης του 1821. Τα πρόσωπα και τα σύμβολά της.
Ελάχιστοι, ελαχιστότατοι έλληνες δημιουργοί ξέκοψαν εντελώς από τις εθνικές
ρίζες, έκοψαν τα σχοινιά της παράδοσης που, ανέτρεφε και άρδευε ακόμα τους
έλληνες και τις ελληνίδες των σύγχρονων και μοντέρνων καιρών.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ
ΚΟΡΝΑΡΟΣ
σά
να μην έφτανε
πώς
η ζωή
είν’
τόσο σύντομη
είν’
τόσο λίγη
μας
τηνέ
κάμουνε
τόσο
συχνά
-και
δίχως λόγο-
κι’
οδυνηρή
γι’
αυτό κι’ εγώ γυρνάω
από
σκοντράδα
σε
σκοντράδα
ξεμπετουργιασμένος
και
τραγουδώ
Μέσα στο
δυτικό και ευρωπαϊκό κλίμα των υπερρεαλιστικών ποιητικών φωνών και φανερώσεων,
σε αυτό το επαναστατικό για την εποχή του, βίαια ανατρεπτικό και κοινωνικά
φουρτουνιασμένο πέλαγος της τέχνης, το ακραίο σε πολλές τους εκφάνσεις κίνημα
των υπερρεαλιστών, το ακαταλαβίστικο και αινιγματώδες για τους πολλούς,-που
ίσως πολλές φορές εξυπηρετούσε τους ίδιους τους εμπνευστές του μάλλον παρά τα
έργα τους, μια και οι θέσεις και στάσεις τους προηγούνταν της προβολής τους
μέσα στην κοινωνία, σε σχέση με το ίδιο τους το έργο- μέσα σε αυτόν τον νέο
ποταμό ιδεών, «κολύμπησαν» οι τότε νέοι έλληνες δημιουργοί, που αναζητούσαν
τρόπους να αποτινάξουν από πάνω τους κάθε ακαδημαϊκή της τέχνης σκόνη, κάθε
κοινωνική σύμβαση, σοβαροφάνεια και ψεύτισμα των αληθειών της, μεταξύ των
οποίων ήταν και ο εικαστικός και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Εγγονόπουλος,
όπως και ο της ίδιας γενιάς με αυτόν νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ο
Ελύτης της πρώιμης φάσης του των πρώτων ποιητικών του συνθέσεων, σύντομα
κατανόησε, σε τι αδιέξοδα οδηγούσε το ρηξικέλευθο και γεμάτο γωνιώδεις κόχες
αυτό ευρωπαϊκό ρεύμα. Το πόσο ήταν ξένο και απόμακρο από τις πνευματικές
καθημερινές ανάγκες του απλού κόσμου, των ανθρώπων του μόχθου και της εργασίας,
που αναζητούσαν στηρίγματα παρηγοριάς και διέξοδο στην Τέχνη. Επαναπαύονταν μέσα
στην παραμυθία του λόγου της όπως οι παλαιοί ρομαντικοί. Και μάλιστα, του
ευρωπαίου κατοίκου που προσπαθούσε να επουλώσει τα ματωμένα ακόμα και
πυορροούντα τραύματα του Μεγάλου Πολέμου και των εκατοντάδων κατακομβών των
θυμάτων του. Μιας ευρωπαϊκής άγουρης και αμούστακης νεολαίας, που οδηγήθηκε στο
πολεμικό σφαγείο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, σαν να πήγαινε σε χοροεσπερίδα.
Η περίοδος της Μπελ Επόκ που επακολούθησε μετά το τέλος της μεγάλης σφαγής, το
ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπήρξε για την
γηραιά σκοτεινή ήπειρο ένα φυτώριο επαναστατικών φωνών και ιδεών, όχι μόνο στον
καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο αλλά και στην επιστήμη, την τεχνολογία, τις
εφευρέσεις, την ιατρική, την αστρονομία, την αρχιτεκτονική, σε κάθε τομέα της
ανθρώπινης δραστηριότητας. Το ίδιο, σε μικρότερη κλίμακα και πιο αργούς
ρυθμούς, συνέβαινε παράλληλα και στην πατρίδα μας. Με μεγάλα διαστήματα στασιμότητας και βαλτώματος. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και
ο ξεριζωμός του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, δεν έφερε μόνο το τέλος της Μεγάλης
Ιδέας αλλά, κατέστρεψε και τις μέχρι
τότε μεγαλόπνοες πνευματικές σταθερές του έθνους, οι εσωτερικές στρατιωτικές
και πολιτικές αναταραχές και διαμάχες, τα επαναλαμβανόμενα στρατιωτικά και
πολιτικά κινήματα, ξεθεμελίωσαν και αυτά με την σειρά τους, ότι είχε κρατηθεί
όρθιο στην ισχνή και κουτσουρεμένη βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία μας. Ο
υπερρεαλισμός, υπήρξε στα πρώτα του στάδια, ένα πολιτικό και κοινωνικό κίνημα
πρωτίστως-όπως και άλλα-και παράλληλα ένα καλλιτεχνικό. Βλέπε τις αρχές του
έτσι όπως τις εκφράζει ο γάλλος ποιητής Αντρέ Μπρετόν και η φιλική του ομάδα
στο πρώτο τους Μανιφέστο. Οι καλλιτέχνες και οι ποιητές από ιδιοσυγκρασίας
ειρηνόφιλοι και αναρχικοί, δεν μπορούσαν να μείνουν αμέτοχοι απέναντι στα
συμβάντα που διαδραματίζονταν γύρω τους και σε πολλά από αυτά, συμμετείχαν
ενεργά. Ο παλαιός κόσμος «πέθαινε» και ο νέος γεννιόταν με πολλούς κραδασμούς
και ανατροπές, ακόμα αχαρτογράφητες για τις μάζες. Η τέχνη, δεν γινόταν να
μείνει αμέτοχη, το ίδιο και οι καλλιτέχνες. Οι υπερρεαλιστές όμως, έκαναν
μάλλον ένα ιστορικό και κοινωνιολογικό λάθος, προσπάθησαν να «επιβάλουν» από τα
πάνω-στον κόσμο-τα ανατρεπτικά και πρωτόγνωρα στην πλειοψηφία οράματα και σχέδιά
τους, θέλησαν να προβάλλουν χωρίς τις ατομικές τους φιλοδοξίες και προσωπικές
ερμηνείες της κοινωνίας και των μύθων της, να ανατρέψουν τα μέχρι τότε σύμβολά
της, να αλλάξουν ακόμα και τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, χωρίς να λάβουν
υπόψη τους την μακραίωνη εθνική και θρησκευτική παράδοση και συνήθειες κάθε
τόπου ξεχωριστά. Μπορεί για ένα διάστημα-όχι πολύ μεγάλο-να πέτυχαν στους
σκοπούς τους, συνδέοντας μάλιστα το κίνημά τους με την εξέγερση της κόκκινης
προλεταριακής επανάστασης στην Ρωσία, να επηρέασαν πολλούς οπαδούς τους, να
βρήκαν δεκάδες ακολούθους και υποστηριχτές στον κόσμο της τέχνης και των
διανοουμένων, μπορεί να έφεραν μεγάλες ανακατατάξεις στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα, όμως,
μακροπρόθεσμα-πέρα από τις γονιμοποιές εκβολές τους μέχρι σήμερα-η επιρροή τους
εξασθένησε και πολλές του αξίες χάθηκαν, αλλοιώθηκαν με τον χρόνο ή
διοχετεύτηκαν μέσα σε άλλα μεταγενέστερα της τέχνης και των καιρών ρεύματα. Η
προσπάθεια όμως του υπερρεαλισμού και των επιγόνων του, να απελευθερώσει τον
άνθρωπο από τα δεσμά του κράτους και της εκκλησίας, των κοινωνικών θεσμών και
να προβάλλει στην επιφάνεια τα ένστικτα και τις ανάγκες που προέρχονται από
αυτά των ανθρώπων, με τα θετικά και τα αρνητικά της, έμεινε σαν ένα ακόμα
ορόσημο, μέσα στην ιστορία των κινημάτων της τέχνης και του πολιτισμού. Η
συμβολή επίσης της επιστήμης και των αρχών της Ψυχανάλυσης μέσα στα κοινωνικά
στρώματα, υπήρξε καθοριστική στην εδραίωση των αρχών του σουρεαλιστικού
κινήματος. Χωρίς τις πρώτες αξιωματικές αρχές και ερμηνείες του πατέρα της
ψυχανάλυσης, του Σίγκμουντ Φρόϊντ και άλλων οπαδών του, το σουρεαλιστικό κίνημα
ίσως να μην είχε την εξέλιξη που είχε στα μεταγενέστερα χρόνια. Η ψυχανάλυση
κύρια και όχι τα διάφορα υπόγεια ρεύματα της κόκκινης επανάστασης κράτησαν
ακμαίο το κίνημα του υπερρεαλισμού. Είναι από τις στιγμές εκείνες στην πορεία
της ανθρωπότητας που, η επιστήμη, κερδίζει στα σημεία την ιστορία.
Οι καλλιτέχνες κυρίως, παρά ο απλός κόσμος,
απελευθερώθηκαν από τα δεσμά του παρελθόντος, που τους ήταν άχρηστα και
λειτουργούσαν σαν βαρίδια στης δημιουργία τους. Άρχισαν να πειραματίζονται σε
νέες φόρμες, να αναζητούν νέους συνδυασμούς, να εκφράζονται πιο πηγαία και να
εκφράζουν κυρίως την δική τους ταυτότητα παρά του συνόλου. Ο υπερρεαλισμός
μάλλον εξέθρεψε το «εγω» του καλλιτέχνη παρά της κοινωνίας. Έδωσε φωνή στα
όνειρά του όποια και αν ήταν αυτά, του πρόσφερε έναν δρόμο δυναμικό στις
εσωτερικές του αναζητήσεις. Το υποκείμενο είχε πλέον σημασία, οι ορέξεις και οι
επιθυμίες του, τα βίτσια και οι απαιτήσεις του, παρά το κοινωνικό σώμα. Το
εμείς ήταν το εμείς των σουρεαλιστικών παρεών και ακολούθων και όχι των άλλων,
των λεγόμενων παραδοσιακών, της κοινωνίας και των αναγκών της. Η εικονική τέχνη
που μέχρι τότε ήταν αναγνωρίσιμη και αποδεκτή από τις μεγάλες μάζες του
πληθυσμού, αντικαταστάθηκε από έναν της τέχνης κόσμο χωρίς πρόσωπο, πολλές
φορές χωρίς ταυτότητα, ή μάλλον έχουμε την ταυτότητα μόνο των σκοτεινών του
ανθρώπου ενστίκτων. Τα κάθε είδους ανθρώπινα ένστικτα και απόκρυφες
φαντασιώσεις, αναπήδησαν από αυτό το ανατρεπτικό κίνημα, σαν μέσα από το κουτί
της Πανδώρας, και κυριάρχησαν στον χώρο και τις συνειδήσεις των καλλιτεχνών. Η
σουρεαλιστική τέχνη τουλάχιστον στα πρώτα της βήματα, δεν καθρέπτιζε τις ανάγκες
της κοινωνίας αλλά, τις εσώτερες επιθυμίες των καλλιτεχνών που την εξέφραζαν. Η
τέχνη που μπορούσε μέχρι τότε να ψηλαφιστεί έγινε αναφής, έπλεε μέσα σε ένα
ακαθόριστο και απροσδιόριστο κλίμα σκοτεινών ερμηνειών και σημασιολογικών
μπερδεμένων κωδίκων. Ο παλιός συμβολισμός της, όπως τον γνωρίζαμε μέσα στις
συνειδήσεις των ανθρώπων, αυτοί οι οικουμενικοί συμβολισμοί των θρησκευτικών
και ιστορικών μύθων της παράδοσης, που εξέφραζαν τα πλείστα έργα τέχνης,
πνευματικά και καλλιτεχνικά, δεν είχε αντικατασταθεί από καινούργιους
συμβολισμούς τόσο, όσο από ένα βίαιο γκρέμισμά του κεντρικού πυρήνα των
σημασιών τους, από μια τάση για καθαίρεση ότι έστω δεν μπορούσε να σταματήσει
τις αιματηρές συρράξεις και να αποτρέψει τα πολεμικά αιματηρά γεγονότα. Όπως
κάπου γράφει ο Φρειδερίκος Νίτσε ότι ο Χριστιανισμός είναι ο Πλατωνισμός για
τις μάζες, το ίδιο μάλλον θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για το σουρεαλιστικό
κίνημα, ότι ήταν το κοινό ψυχαναλυτικό ντιβάνι των απανταχού καλλιτεχνών. Ο
παλαιός ποιητικός και εικαστικός κόσμος μπολιάστηκε από τις αρχές του
σουρεαλισμού καταλυτικά και απελευθερωτικά, αλλά και αναιρετικά για τον ίδιο. Καθώς
ο κόσμος άλλαζε και μαζί και οι δομές του, οι αξίες του και οι σταθερές των
συμβόλων του, ο υπερρεαλισμός του πρόσφερε μια καταφυγή όχι σε έναν νέο κόσμο
όχι της πραγματικότητας και των αναγκών της όσο του ονείρου. Ο υπερρεαλισμός
κατά βάθος μάλλον, ήταν ένας χωνεμένος ή σκληρός και αποτρόπαιος των σύγχρονων
καιρών ρομαντισμός, ένας ρομαντισμός που επανήλθε όμως στην επιφάνεια της
επικαιρότητας όχι σαν ανεκπλήρωτο θαύμα αλλά σαν ρεαλιστικός εφιάλτης. Ένας
εφιάλτης-δημιουργικός μεν-που ξεπερνούσε όμως τους στόχους και τα οράματα του
Αντρέ Μπρετόν για αλλαγή των συνθηκών της κοινωνίας, μια και, οι αρχές του
προέρχονταν από τα πάνω και όχι από τις μεγάλες επαναστατικές μάζες. Υπήρχε μια
ιδιωτία σε αυτό το κίνημα όπως και στον ρομαντισμό. Θα λέγαμε σχηματικά
χρησιμοποιώντας εκκλησιαστικούς όρους ότι το κίνημα του υπερρεαλισμού υπήρξε
μια δημιουργική αίρεση και όχι μια εκκλησία. Χωρίς να αναφερθούμε και στις
εσωτερικές διασπαστικές σέχτες που κυοφορήθηκαν μέσα στα σπλάχνα του από
διάφορες προσωπικότητές του ή ομάδες του.
Μέσα σε αυτό το ευρωπαϊκό ταραγμένο περιβάλλον,
αντρώθηκαν και οι ελληνικές ποιητικές και καλλιτεχνικές φωνές, αντρικές και
γυναικείες, με τις όποιες ιδιαιτερότητές τους. Ο Νίκος Εγγονόπουλος, έστησε την
γέφυρα μεταξύ του ευρωπαϊκού αυτού κινήματος και της ελληνικής παράδοσης και
πέτυχε. Πέτυχε στον ποιητικό του λόγο, στην τεχνική των στίχων του, στον
εικαστικό του κόσμο και του συμβολισμούς του, στους σχεδιαστικούς του
οραματισμούς, στην θεματολογία του, στο άνοιγμα της συνομιλίας της τέχνης του,
να παντρέψει αρμονικά και ισορροπημένα αρχές του υπερρεαλιστικού κινήματος και
των θεωριών του, με την ελληνική ιστορία-παλαιότερη και νεότερη, με πανάρχαιους
των ελλήνων συμβολισμούς, με πρόσωπα ηρωικά από το πάνθεον των προγόνων μας, με
ένδοξους και ηρωικούς κόμβους της ελληνικής ιστορίας. Στο έργο των δημιουργών
της γενιάς του 1930, και στην προκειμένη περίπτωση στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου,
απαντάτε το γνωστό ερώτημα του Ζήσιμου Λορεντζάτου περί του χαμένου κέντρου.
Δηλαδή, η Ελληνικότητα του έθνους και ημών των ελλήνων. Η συνέχεια της
ιστορικής πορείας του Ελληνισμού μέσα στις σκοτεινές στοές του χρόνου, ή μάλλον
μέσα από την τολμηρή και επαναστατική του εικονοποιία, την αδιάλλακτη πρόσδεσή
του στο υπερρεαλιστικό άρμα, ενώ όμως ταυτόχρονα διατηρεί τους δεσμούς του με
την σύνολη σχεδόν παράδοση των ελλήνων. Οι παρηχήσεις των θαυμάτων της
ελληνικής γλώσσας και των μυστικών της, οι λέξεις που δανείζεται από όλο το
ιστορικό φάσμα και περιπέτειες της ελληνικής γραφής, από τις πλέον εξεζητημένες
καθαρευουσιάνικες εκφράσεις έως τους πιο λαϊκούς ιδιωματισμούς, λέξεις
καθημερινής χρήσης που σηκώνουν το βάρος μια αυθεντικής λαϊκής σοφίας και ιστορικής
παραμυθίας, σχηματίζουν το πανόραμα του υπερρεαλιστικού του ταμπλό, αυτήν την
πανηγυρική ευωχία των χρωμάτων και των σχεδιαστικών του συνδυασμών, των στάσεων
και των συνομιλιών των προσώπων χωρίς πρόσωπο αλλά φοβερά κομψά ενδεδυμένων,
οικοδομούν την ελληνικότητά του, που είναι και η δική μας εθνική ελληνικότητα.
Η ιστορία της ελλάδος εξιστορείται μέσω της αφήγησης των εικαστικών του
συνομιλιών, και παράλληλα, οι αιφνιδιαστικές και απροσδιόριστες εικόνες του που
τυλίγονται μέσα στην αχλή του ονείρου μεταφέροντας μέσα τους σύμβολα και
συμβολισμούς που προέρχονται από τον κόσμο της ψυχανάλυσης, και των ονείρων,
εικόνες που σπονδυλώνουν τον σύγχρονο ρεαλισμό των ερωτικών συναισθημάτων του,
καθώς η γυναικεία παρουσία υμνείται από το αντρικό συνεχές στραμμένο βλέμμα
επάνω της και επιθυμία, οικοδομούν αρχές της ελληνικής αίσθησης της αισθητικής.
Την σύζευξη αυτή, την βλέπουμε ξεκάθαρα και στην τελευταία του ποιητική συλλογή
«ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ». Όπου η μεικτή χρήση της γλώσσας, η αυτόνομη
σχεδόν λειτουργία των λέξεων μέσα στον στίχο, κάθε λέξη είναι και μια εικόνα,
ένας ήχος, μια παράσταση, συναντάμε λέξεις που είναι από μόνες τους ένας
στίχος, ή ενώνουν τον έναν στίχο με τον άλλον χωρίς άλλα της γλώσσας στολίδια,
η μη χρήση των σημείων στίξεως σε μια συνεχή ροή του λόγου, που, δίνει στους
στίχους την δική τους ρυθμολογία, και φυσικά η αυτόματη γραφή που όμως δεν
ξενίζει ή δεν έχει την παγερότητα που έχουν άλλες ποιητικές φωνές, αντίθετα
δημιουργεί ένα λυρικό κλίμα, οι εσωτερικές του ποιήματος τεχνικές που υιοθετεί
ο Εγγονόπουλος, όλα αυτά τα στοιχεία τα προερχόμενα από την ιστορία της
ελλάδας, τα ιστορικά της πρόσωπα, τους συμβολισμούς των αρχαίων
αρχιτεκτονημάτων με έντονο τον πολιτιστικό του συμβολισμό, οι ενδυματολογικές
αφηγήσεις της ατομικής ιστορίας των απεικονιζόμενων ατόμων, τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του καθώς και η σμίξη στοιχείων από διαφορετικές ιστορικές
περιόδους στην ίδια παράσταση ή στο ίδιο άτομο, δηλώνουν με τον πλέον περίτρανο
τρόπο την γέφυρα προς την ελληνικότητα που, ένας ακραιφνής υπερρεαλιστής έστησε
για να ανακαλύψουμε εμείς την ταυτότητά μας.
Ο λόγος
των ποιημάτων αυτών άλλοτε είναι ενθουσιαστικός που ανακαλεί στην μνήμη μας το
έργο του «Μπολιβάρ», άλλοτε υιοθετεί ένα κάπως ακατέργαστο, αλείαντο λεξιλόγιο
σαν και αυτό της πρώτης του υπερρεαλιστικής περιόδου, ορισμένες φορές γίνεται
ερωτηματικά νυκτικός αλλά ποτέ νύκτιος. Είναι ένας λόγος λυρικός και προπάντων
ερωτικός. Η προσωπική του φωνή και τα συναισθήματα, συναντούν πρόσωπα της
παράδοσης και της ιστορίας, και υφαίνουν μαζί τον κόσμο της ελληνικότητας. Ο
Εγγονόπουλος, εξυμνεί τους προγόνους της ιστορίας των ελλήνων όπου και αν τους
συναντήσει. Είτε αυτοί βρίσκονται στην κορυφή των σελίδων της ιστορίας είτε
στις σημειώσεις και στις τελευταίες γραμμές. Υπάρχει μια ιστορική γραμμική
συνέχεια στο ποιητικό του έργο ξεκάθαρη, αλλά, και στον εικαστικό του κόσμο.
Χρησιμοποιεί θρησκευτικές παραστάσεις και ιστορικά στοιχεία, στίχους από λαϊκά
τραγούδια για να δώσει απάντηση σε σύγχρονά του ερωτήματα. Να υμνήσει την
γυναικεία παρουσία.
ΔΙΩΝΗ
Si
les
hommes
voyaient
ce
qui
est
sous
la
peau, doues comme les lynx de Beotie d’ in-
terieure penetration visuelle, la vue seule des
femmes leur serait nauseabonde: cette grace
feminine n’ est que saburre, sang, humeur,
fiel (….) et saletes partout.
ODON DE
CLUNY
οι
άντρες ποθούν το κάλλος
οι
γυναίκες αφειδώς το προσφέρουνε:
αυτό
το παραδεχόμαστε
κι’
εμείς
οι
απόγονοι των Μαραθωνομάχων
γι’
αυτό δεν έχουν λόγο
το
έτος της γυναίκας
κι
άλλες ανόητες φασαρίες
και
τα μασκαριλίκια
των
σουφραζεττών
από
το «τη Υπερμάχω Στρατηγώ»
τις
κρητικές μαντινάδες
τον
«Αρφάβητο της Αγάπης»
από
τους ιθυφαλλικούς χορούς των προγόνων
ίσαμε
το
«αυτά
τα μαύρα μάτια
Πού
με κοιτάζουνε
χαμήλωσέ
τα φώς μου…»
πείθουν
τους πάντες
για
της προτάσεως
το
ακριβές
με
λόγο και με έργο
όλοι
συνθέτουμε λαμπρές ανθοδέσμες
και
αέναα
τις
προσφέρουμε
των
γυναικών
Συνθέτει
μακροσκελές ποίημα «ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΕΣΘΗΡ ΜΠΕΣΣΑΛΕΛ», με περιπαικτικά στοιχεία
και εκφράσεις για την μικρή εβραιοπούλα για να εκφράσει τους προσωπικούς του νεανικούς
έρωτες. Η Εσθήρ που γίνεται Εστερίκα και Ρίκα «τ’ αστέρι το λαμπρό/στα πρώτα
ερωτικά μου χρόνια τα νεανικά/τα μικράτα μου!». Γράφει το πολύστιχο ποίημα του
απευθείας στα γαλλικά το “RICASSO”,
το οποίο αφιερώνει στον ισπανό σουρεαλιστή και αντιφασίστα ζωγράφο a Pablo Picasso.
“le toreador vit a present a Elassona
Installe a longueur de journee sur la place aux gros
pa-
ves
sous
les
platanes………..”
Αλλά και το εξαιρετικό του «ΕΝΑ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ
ΚΑΤΟΧΗΣ» σε παραδοσιακό ρυθμό που υμνεί τον αγώνα για την λευτεριά και την
δικαιοσύνη. Ένα αντιφασιστικό ποίημα στο ύφος των κλέφτικων τραγουδιών. Εδώ
χρησιμοποιεί πάμπολλα σημεία στίξεως, περισσότερο μάλλον για να κρατήσει τον
ρυθμικό τόνο του στίχου. Ωραίες θριαμβευτικές εικόνες διθυραμβικές που υμνούν
τα ελληνόπουλα που πάλεψαν τον κατακτητή.
Οι
Κούροι που ορθώνονταν στα ελληνικά ακρογιάλια
Μην
πήτε πώς αφήσανε τούτο τον έρμο τόπο.
Αυτή
η γης, η μαύρη γης, η χιλιοπικραμένη,
Ποτέ
της δεν σταμάτησε να βγάζη παλληκάρια.
Κι’
αν χύνουμε τα δάκρυα, κλαίγουμε το χαμό τους,
Και
η χαρά μας ειν’ τρανή που είχαμε τέτοι’ αδέρφια.
Ποιος
θέ να κλάψη το χαμό τόσων παλληκαριώνε;
Εγώ
θα κλάψω και θα πω το τι άξιζε ο καθένας.
Αλλ’
όμως τώρα τραγουδώ το Μήτσο Αστερίου,
Πού
ήταν αϊτός της Ρούμελης, πύργος στην Αταλάντη,
Στην
αντρειά, στη λεβεντιά, πρώτος μέσα στους πρώτους,
Του
Δίκιου και ης Λευτεριάς τ’ άξιο το παλληκάρι.
Μεγάλη
ωσάν τα βουνά είτανε η καρδιά του,
Κι
η σκέψη του είταν ψηλή ωσάν τα κυπαρίσσια.
Εργάτες
ρίχτε τα σφυριά, ρίχτε τα εργαλεία,
Και
με τά χέρια λεύτερα μουντζώστε τους φασίστες.
Οι
άτιμοι ωμόσανε, στη νύχτα που τους ζώνει,
Τον
Κόσμο να σκλαβώσουνε, ν’ απλώσουν τα σκοτάδια.
Και
τώρα σφίχτε τις γροθιές, ψηλά σηκώσετέ τες,
Όλοι
μαζύ να ψάλλουμε της Εργατιάς τη Νίκη:
Και
να ο Μήτσος έρχεται, πάνω στη γής βαδίζει.
Το
πρόσωπό του είν’ χλωμό, έχει πικρό τ’ αχείλι,
Όμως
πάντα στα μάτια του η καλωσύνη λάμπει.
Αυτός
πού μόνο Πίστεψε, πού είταν όλος Αγάπη,
Για
δέστε πώς μας έτεινε τα ματωμένα χέρια,
Στα
ξεσκισμένα στήθεια του απάνω να μας σφίξη.
Στον
τοίχο πού τον έσουρναν, τυφλό, νάν τον σκοτώσουν,
Στο
μέρος όπου ακούμπησε το ευγενικό κορμί του,
Οι
πέτρες δάκρυα στάζουνε και σκούζουν στοιχειωμένες.
Κι’
ένας αετός, ρωμηός αετός, όλο εκεί πετάει,
Και
των φτερών του τη σκιά ρίχτει στο μαύρο τόπο,
κι
όλο βογγά, ξερνά χολή, και όλο βλαστημάει.
Γράφει το
πεζόμορφο «ΜΠΕΡΟΥΤΙΑΝΟ» (να μήν ξεχνούμε τον Αλφόνσο Allais), «Μένω εμβρόντητος μπρός στην
ευρυμάθεια αυτής της κόρης! Καϊρινή ή Αλεξαντρινή; Θα σας γελάσω………». Που
τελειώνει με το «… αληθινή Ευρωπαία, τώρα άς είναι κι’ Αφρικανίς».
Χρησιμοποιώντας μια όμορφη σκαμπρόζικη γλώσσα με ξένες λέξεις και ελληνικούς
καθαρευουσιάνικους τύπους ονομάτων. Αλλά και την «ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ
ΙΣΙΔΩΡΟΥ-ΣΙΔΕΡΗ-ΣΤΕΪΚΟΒΙΤΣ» μια τετρασέλιδη σύνθεση όπου αναφερόμενος στους
δασκάλους του, μεταξύ άλλων δηλώνει στους ακροτελεύτιους στίχους:
«γιατί
ο σεμνός και πολλά θαυμαστός
αυτός
ο Σιδερής
υπήρξε
πράγματι ο μεγάλος μου Δάσκαλός μου
μαζύ
με τον Παρθένη και τον Κόντογλου
κι’
έπρεπε
νάν
το πω».
Γράφει
ποιήματα επηρεασμένος από τον γάλλο ποιητή Charles Baudelaire όπου
χρησιμοποιεί σαν μότο στίχους του σε ποιήματά του, βλέπε «Ο ΟΡΦΕΥΣ» ή το «ΠΕΡΙ
ΑΝΕΜΩΝ, ΥΔΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ»
Αλλά και το παιγνιώδες του «ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΕΣ»
12
μεσάνυχτα
ποιος
να βαράη
την
πόρτα
τέτοιαν
ώρα;
νάναι
η
Μούσα
τα
λούσα
η
ρούσα;
ανοίγω
κι’
όμως
τίποτε
κανείς!
στρέφω
η
δεσποινίς Μαρίκα
-η
κόρη ντέ του καλλιφώνου ψάλτου της ενορίας-
μού
εκμυστηρεύεται:
«να
είταν
η θάλασσα
είταν
τ’ αγέρι
είταν
ο έρωτας του τραμβαγιέρη
πού
μου ετάραζαν
τα
σωθικά»
Συνθέτει το ποδοσφαιρόφιλο ποίημά του «ΤΑ ΓΚΩΛ-ΠΟΣΤ»
άκουγε
τις καμπάνες που βαρούν
και
τ’ ορειχάλκου τις δονήσεις
όπου
τρυπάν τον καθαρό
-του
Κυριακάτικου πρωινού-
αγέρα
άραγες
οι καμπάνες τι να μηνούν;
θα
τις ακολουθήσουν μήπως
ύμνοι τραγούδια
χαρές
ή
πολυβόλα θ’ αντηχήσουνε
απαίσια
να
σπείρουνε
τον
όλεθρο ολούθε;
ένα
σας λέω:
όλοι
να τρέξουνε αμέσως
στα
γκώλ-πόστ
παδιά!
στα
γκώλ-πόστ!
στα
γκώλ-πόστ
άγρυπνοι
-ακοίμητοι
φρουροί-
πανέτοιμοι
το
μάτι εδώ εκεί
να
γρηγορούμε
μην
αρχίσουνε να πέφτουνε
τα
τέρματα
βροχή
και
ηττηθούμε
Ξεχωρίζει
το ποίημά του «Ο ΤΙΜΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ», πριν το ποίημα, έχουμε ως μότο φράση του
Λαφοντέν.
ΤΙΜΩΝ
Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ
les delicats sont malheureux….
LA FONTAINE
εφανταζούντανε
εαυτόν
σαν
ψωριασμένο
λύκο
καθώς
όλ’ οι ανθρώποι
αλυχτούσανε
γύρω του
οι
λυσσαγμένοι
σκύλοι
αλλ’
επί τέλους εκατάλαβε
-πόσον
αργά Θεέ μου!
πόσο
αργά-
πώς
έτσι
πάντα
γίνεται:
να
επιτίθενται οι ανθρώποι
-άγρια
κι’ αλύπητα-
στον
κάθε μεμονωμένο στους συνάνθρωπο
όμοιοι
με
λυσσασμένα
σκυλιά
Γράφει
ποιήματα για έλληνες ποιητές και ποιήτριες όπως «ΚΛΕΑΡΕΤΗ ΔΙΠΛΑ-ΜΑΛΑΜΟΥ», την
γνωστή ποιήτρια και πεζογράφο η οποία έμεινε μάλλον στην ιστορία της ελληνικής
ποίησης από τον δηλητηριώδη σαρκασμό του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη.
ΚΛΕΑΡΕΤΗ
ΔΙΠΛΑ-ΜΑΛΑΜΟΥ
…..Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου,
και
δίπλα σ’ αυτή τ’ όνομά μου.
Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
όταν
με πάη ο καπετάν Ηρακλής
με
το καράβι του
στην
Πρέβεζα
η
πόρτα η σκοτεινή του κάστρου
πού
οδηγάει απ’ το λιμάνι
στον
κεντρικό τον δρόμο
με
το ρολόϊ και τον πύργο
το
σμάρι το πολύχρωμο
οι
γύφτισσες
οι
φούρνοι που λαμπροφωτίζουνε
στα
βάθεια
των
σκοτεινών μαγκιπείων
και
τα χρυσά καρβέλια ορθά σειρές στημένα
στα
μακρυά πάταρα
στις
χαμηλές προθήκες
κι’
όλο τριαντάφυλλα
τριαντάφυλλα
παντού
στα
περιβόλια
αναρριχώμενα
στους φράχτες
φουντωτά
στις γλάστρες
στα
κατώφλια
πού
είναι οι κουρούνες
πού
είδε ο ποιητής;
εδώ
πρωτο-είδε το φως
ο
νέος Ηρακλής
-μιάς
κι’ άρχισα με τον Ηρακλή-
το
υπερήφανο λιοντάρι
της
ελευθεριάς
ο
Μουτσανάς
(ο
Οδυσσεύς Ανδρούτσος)
Αλλά και την βιογραφία του αλεξανδρινού ποιητή:
ΣΥΝΤΟΜΟΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΚΑΒΑΦΗ
(ΚΑΙ
ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ ΜΑΣ-ΑΛΛΩΣΤΕ)
…….
Δεν έχει πλοίο για σέ, δεν έχει οδό.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ Η πόλις
νταλγκαδιασμένος
και βαρύς
γυρνάει
τα στενορρύμια
της
πολιτείας της άχαρης
πού
τρώει τα σωθικά του
σ’
αυτήν εδώ γεννήθηκε
σ’
αυτήν θέ ν’ αποθάνη
εδώ
πίκρες τον πότισαν κρουνηδόν
εδώ
τον βασανίσαν
μόνος
του
πίστεψε-φορές- σπανίως
πώς
την χαράν ευρήκε
κάποτε
θέλησε κι’ αυτός
κάπου
μακρυά να φύγη
μά
εκατέβη στο γιαλό
και
δεν είχε καράβι.
Βλέπουμε τον ποιητή να πλέκει την προσωπική ιστορία
του ποιητή, παραλλάσσοντας κατά τι ποίημά του. Αυτό το «νταλγκαδιασμένος και
βαρύς» είναι που ξεχωρίζει. Φράσεις και
εικόνες από την ζωή των καθημερινών ανθρώπων, από τις δυσκολίες και τις
αποτυχίες της ζωής μας. Μια φράση, που φέρνει στο νου, όπως και άλλες, λέξεις
που χρησιμοποιεί στον δικό του ποιητικό λόγο ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Ντίνος
Χριστιανόπουλος. Ο Εγγονόπουλος πολλές φορές χρησιμοποιώντας έναν τίτλο,
αναφερόμενος σε ένα ποιητικό θέμα που προγενέστερος ποιητής το έχει
διαπραγματευτεί, οικοδομεί μια νέα ιστορία χωρίς να απομακρύνεται από τον
αρχικό θεματικό πυρήνα. Υιοθετώντας γαλλικό τίτλο σε ποίημά του, μας μιλά για
το διαχρονικό ζήτημα του ρατσισμού μέσω ενός ερωτηματικού λόγου τόσο επίκαιρο
στις μέρες μας.
ESSAI SUR L’ INEGALITE DES RACES HUMAINES
ξεχνιέται ο Αδόλφος
Χίτλερ;
αλήθεια-των
αδυνάτων αδύνατο-
ποτές
δεν εκατάφερα να καταλάβω
αυτά
τα όντα πού δεν βλέπουνε
το
τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου
-το
εφήμερο
της
παράλογης ζωής του-
κι’
ανακαλύπτουνε διαφορές
-γιομάτοι
μίσος-διαφορές
σε
χρώμα δέρματος φυλή
θρησκεία
Ο δίγλωσσος ζωγράφος και ποιητής, αφιερώνει ποιήματα
σε ομοτέχνους του είτε από το ποιητικό είτε από τον εικαστικό χώρο, όπως το
ποίημα «Ο ΓΡΥΛΛΟΣ» στον σουρεαλιστή ποιητή εις Νάνο Βαλαωρίτην, το πεζόμορφο «Η
ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ» εις Ιωάννην Παππάν, γλύπτην, αλλά και σε ξένους ποιητές όπως
το «Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΤΕΡΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ» εις Τριστάνο Tzara. Γράφει ποιήματα για ξένους
ποιητές όπως αυτό «ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ» που αφιερώνει σε γνωστούς του
εις Ριχάρδον Καρικιόπουλον. Δανείζεται στιγμιότυπα από την αρχαία τραγωδία για
να πει την δική του αλήθεια για τον παλαιό μύθο.
ΣΤΟΥΣ
ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥΣ ΒΙΟΤΙΚΟΥΣ
πρόσεξε:
αυτός ο οιδίπους
πού
πρόκειται να συναντήσουμε
στη
διχάλα των βοιωτικών δρόμων
όχι:
δεν είναι ο Οιδίπους της μυθολογίας
παρ’
όλη την οιονεί ελεφαντίαση
την
ποδάγρα-την ακρομεγαλία-
απ’
την οποίαν πάσχει
σ’
το λέω δεν έχει σχέση καμμιά με τον Οιδίποδα τον παλαιό
ούτε
και την μητέρα του πώς πρόκειται να παντρευτή
άσ’
τονε ακόμη λίγο και θα προχωρήση
κι’
ύστερα-σε λίγο πάλε-μια για πάντα θα χαθή
όμως
κείνος ο μαύρος σκύλος
πού
κείτεται στη μέση του δρόμου του ηλιόλουστου
-του
«ηλιόλουστου» απ’ τον ήλιο πού πάει να βασιλέψη-
κοιμισμένος
ή νεκρός ανάμεσα στις γκαβαλίνες
έ!
λοιπόν αυτός είναι
αυτός
είναι κάτι
μάθε
το: είναι η Σφίγγα του παραμυθιού
ως
έπεσε απ’ το βάθρο
σαν
είδε
πώς
«μυστικό»
δεν
υπήρχε πιά.
Εικόνες-λέξεις δυνατές, που σοκάρουν με την τόλμη τους αλλά και την
παρατολμία τους επίσης. Λέξεις που οι καθωσπρέπει ομότεχνοί του αρνούνται και
να χρησιμοποιήσουν στο καθημερινό της ζωής τους λεξιλόγιο, ο Νίκος
Εγγονόπουλος, τις παίρνει από χάμω, και τις λευκαίνει μέσα σε ένα ποιητικό θάμπος.
Γιατί, όπως λέει σε στίχο του: «ο ποιητής
την
άρνηση του θανάτου φέρνει μαζύ του
κι’
ακόμη
ειν’
αυτός τούτος
του
θανάτου η άρνηση»
Όμως ο
Νίκος Εγγονόπουλος, δεν είναι μόνο ένας θαυμάσιος ζωγράφος ένας υπερρεαλιστής
ποιητής που σύζευξε αρμονικά τις υπερρεαλιστικές αξίες και κανόνες με την
ελληνική παράδοση στο εικαστικό του σύμπαν, στην προσπάθεια αναζήτηση και
ανεύρεση της ελληνικότητας, ή στην επανεύρεσής της και στον επαναπροσδιορισμό
της, είναι και ένας πολύ καλός μεταφραστής. Θαυμάζουμε το δεύτερο μέρος του
βιβλίου που περιλαμβάνει μεταφράσεις γάλλων, ιταλών, άγγλων μυστικών, ισπανών
λυρικών και ρώσων φουτουριστών ποιητών. Η μετάφραση του Isidore Ducasse, comte de Lautreamont: Από τα «Άσματα του
Μαλντορόρ» είναι εξαίσια. Και μόνο αυτήν του την μετάφραση να μας είχε
κληροδοτήσει ο εικαστικός και σκηνογράφος έλληνας ποιητής θα άξιζε να
μνημονεύεται. Μεταφράζει επίσης, Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι, αλλά και απόσπασμα από
τη «Θεία Κωμωδία» του Dante
Alighieri,
δεν τον αφήνει αδιάφορο η φωνή του άγγλου μεταφυσικού ποιητή John Donne, και ασφαλώς δεν θα μπορούσε να
προσπεράσει το ισπανό λυρικό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Federico Garcia Lorca και
την ποιητική του σύνθεση: Νεκρικό τραγούδι για τον Ιγνάτιο Σάντσεθ Μεχίας, αλλά
και την ΄Απιστη σύζυγό του. Μεταφράζει τρία ποιήματα του Charles Baudelaire αλλά και Charles Cros. Του βλέμματός του και της
ευαισθησίας του δεν ξεφεύγει ούτε η φωνή του Alberto Savinio και Robert Roe. Σταθμοί στο υπερρεαλιστικό ταξίδι
της ευρωπαϊκής ποίησης. Και εδώ, έρχεται στο νου το βιβλίο «Δεύτερη Γραφή» του
ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και όχι μόνο και τι και εκείνος μεταφέρει από τα ευρωπαϊκά
ποιητικά άνθη στην χώρα μας.
Πολυσχιδής η πνευματική και καλλιτεχνική διαδρομή
του Νίκου Εγγονόπουλου, συγκινεί και διεγείρει τις αισθήσεις μας και σήμερα
ακόμα που οι άνθρωποι δεν ασχολούνται με τέτοια θέματα. Που ο κόσμος μας έχει
απομαγευτεί δραματικά ή ίσως έχει μαγευτεί ξανά από τους εφιάλτες του.
Αντιγράφω
τρείς κριτικές για την τελευταία αυτή συλλογή του «ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ
ΡΟΔΩΝΕΣ» όπως τις διατήρησα από αποκόμματα εφημερίδων της εποχής. Η ορθογραφία και
τα όποια τυπογραφικά λαθάκια παρέμειναν.
Α.
Ο τελευταίος των Υπερρεαλιστών
ΟΙ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟΙ «ΡΟΔΩΝΕΣ» ΤΟΥ Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας
Σταματίου, εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 17/2/1979
«Ας
ορκισθούμε πώς δεν θα πεθάνουμε ποτέ»
Νίκος Εγγονόπουλος
Ας είναι
καλά ο κύριος Εγγονόπουλος! Ενώ οι νέοι μας των 20 ετών έχουν ρίξει άγκυρα στο
«λιμάνι της αγωνίας» -όχι αδικαιολόγητα, βέβαια- και κλαίνε και οδύρονται-άλλοι
αυθεντικά και άλλοι-με το ζόρι-ο ανατρεπτικότερος των Ελλήνων υπερρεαλιστών
πλησιάζει τα 70 αισίως, νεότερος και ορμητικότερος από ποτέ, πάντοτε παιγνιώδης
και-όπως είπε κάποτε ο Αλέξανδρος Αργυρίου-«ταχυδακτυλουργός του λόγου»,
πάντοτε έτοιμος να τραγουδήσει τη-χαρά της ζωής! Άς είναι καλά ο γλυκύτατος
αυτός άνθρωπος, για μιάν ακόμη φορά, στις πικρές μέρες που ζούμε, κάνει το
μυαλό μας να σκιρτήσει με αγαλλίαση και την καρδιά μας ν’ αλαφρύνει από το
πλάκωμα της αποκαρδιωτικής καθημερινότητας.
Είχε να «βγάλει» νέα συλλογή ουσιαστικά από το 1957
(«Έν ανθηρώ Έλληνι λόγω»). Είκοσι χρόνια σιωπής, που ευτυχώς «διασκέδασαν» οι
απανωτές εκδόσεις του «Μπολιβάρ» και κυρίως οι δύο τόμοι «Ποιήματα» Α΄ και Β΄
(Ίκαρος 1977), πού έκαναν προσιτό, και γνωστό το σύνολο του έργου του, ιδίως
στους νεότερους. Τώρα, στην «Κοιλάδα με τους Ροδώνες»-ο τίτλος είναι
δανεισμένος από το μαλλαρμεϊκό στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου «…. τούτο το
ασπαίρον τριαντάφυλλον ροδώνος αττικού…»-είναι συγκεντρωμένα τα «διαλείμματα»
αυτής της εικοσαετούς σιωπής, όπως εξηγεί κι ο ίδιος στις πάντα αμίμητες
«σημειώσεις» του:
«Είναι τα ποιήματα μιάς εικοσαετίας μαζί με μερικά
άλλα. Παρουσιάζονται με την χρονολογική σειρά που γράφτηκαν» Γράφτηκαν, τρόπος
του λέγειν, γιατί δεν υπήρξε ποτέ συστηματικός συγγραφέας, συστηματικός
λογοτέχνης, Litterateur.
Η μεγάλη μου αγάπη στη ζωή είτανε η μόνη ζωγραφική. Κάθε ώρα, πού δεν την
αφιερώνω στη ζωγραφική, τη θεωρώ ώρα χαμένη…»
Βέβαια, αν θέλουμε τον πιστεύουμε, γιατί με τον
Εγγονόπουλο ποτέ κανείς δεν ξέρει αν αυτό που δηλώνει σημαίνει το… αντίθετο ΄
έχουμε λοιπόν στα χέρια μας τα «πάρεργα» μιάς εικοσαετίας τραγούδια πού
εσκάρωνε ενώ με το χέρι του έβαφε με χαρούμενα, ως συνήθως, χρώματα ένα πίνακα
με θέμα, ίσως, τραγικό-κι ακόμα (για πρώτη φορά) μεταφράσεις του από μερικά
ξένα ποιήματα πού-λέει-«τα έφερε, παίζοντας, στη γλώσσα μας».
Στην πραγματικότητα, ούτε το ένα ούτε το άλλο
συμβαίνει. Πέρα από το όμορφο παιχνίδι, πέρα από τη δήλωση του ίδιου «Είς
Κωνσταντίνον Μπακέαν-που ενδιαφέρθηκε για «πρόσφατα» ποιήματά μου», ότι:
«Πράγματι η
«ποιητική» παραγωγή μου
τώρα τελευταία
είναι ουσιαστικά
ανύπαρκτη…
….γιά έναν μελλοντικό σχολιαστή
θαν’ υπεραρκετά
τα ποιήματά μου τα παληά
και πόσον εύγλωτη
θα είναι
η σιωπή η τωρινή μου…».
Ετούτη η συλλογή του Εγγονόπουλου μαρτυράει μια ακμή
και ταυτόχρονα μιάν ωριμότητα αξιοθαύμαστη: θεματικά, πρώτα, έχουμε μιάν
ολοκληρωμένη φιλοσοφία ζωής, στα χνάρια του Επίκουρου, (για να μην πάμε πιο
ανατολικά) μορφικά, υπογραφή» (που ο Σεφέρης αρνιόταν, ύστερα, έχουμε μιάν
ελευθερία πού πάει πιο πέρα από την «αυτόματη σαν «εύκολη»), από την κάπως
«μηχανιστική»-όποιος μοιάζει πιά-άμεση πρόκληση που επιζητούσε ο Αντρέ Μπρετόν,
αλλά κι ο μαθητής του Εγγονόπουλος του ’38 όπου πρωτοεμφανίστηκε («Μην ομιλείτε
εις τον οδηγόν»).
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου πώς ο ποιητής μας
«φρονίμεψε», πώς έπαψε να βλέπει τη γλώσσα, την ενιαία από καταβολής
ντοπιολαλιάς, εδώ, γλώσσα, σαν πρόσκληση να τεντώσεις τις ελαστικές της
δυνατότητες στο μη περαιτέρω, ούτε πώς τα χρόνια άμβλυναν την υποχθόνια
επαναστατικότητά του. Ποιήματα όπως «Ένας κάπως ηλικιωμένος γενναίος στρατηγός,
όμως νεάζων και σφριγηλός», πού
«… θάναι κι αυτός «πεσός υπέρ πατρίς»…
όπως οι «Αλληλουχίες», το «Μπερουτιανό», ή ο
«Ορφέας», πού…
«… πρόσεξε μεσ’ στο γαλάζιο τ’ ουρανού
γοητευτικές αράδες σύννεφα
-γι’ αυτά πού στο Καβούρι κάποτε ένας χωροφύλακας
σα μεταμεληθείς εκραύγασε:
«Ιδού τα σύννεφα του Εγγονόπουλου!»-
δείχνουν πώς ο ποιητής δεν εννοεί να στομώσει τη
γοητευτική «τρέλλα» του, παρά μονάχα ίσως-εξαίρεση-όταν εκτελεί «παραγγελία
σοσιαλιστικού ρεαλισμού», στην Κατοχή, και «τραγουδά Μήτσο Αστερίου πού ήταν
αϊτός της Ρούμελης, πύργος στην Αταλάντη», στο ρυθμό του αληθινού «δημοτικού»
Και πάλι…
Όσο για τις μεταφράσεις-Λωτρεαμόν, Μπασλέν,
Μπωντλαίρ, Σάρλ Κρός (ο εφευρέτης του φωνογράφου κλπ., που ίσως πρώτη φορά
μεταφράζεται στην Ελλάδα), Ρουμπέν Ντάριο, Λόρκα, Μαγιακόβσκι (το πιο
συγκλονιστικό του ποίημα) κ. ά.-θα σταθούμε στον Αλμπέρτο Σαβίνιο (1891-1952),
τον αδερφό του Ντε Κίρικο, πού τώρα μόλις ανακαλύπτουν έξω από την Ιταλία (εφημερίδα «Μοντ» 12.1.1979). Το δείγμα
γραφής του, που μας δίνει ο Ν.Ε. είναι αποκαλυπτικό της σπιρτάδας του
γεννημένου στην Αθήνα-μάλιστα!-ολότελα αγνώστου μας συγγραφέα…
Τελικά, είμαστε τυχεροί που τον έχουμε τον
Εγγονόπουλο. Έστω και σαν «κράχτη» σαν αγγελιοφόρο πού μας προειδοποιεί:
«… Ένα σας λέω:
όλοι να τρέξουμε αμέσως
στα γκωλ-ποστ
παιδιά!
στα γκωλ-πόστ!
στα γκωλ-πόστ
άγρυπνοι
-ακοίμητοι φρουροί-
Πανέτοιμοι
το μάτι εδώ εκεί
να γρηγορούμε
μην αρχινίσουνε να πέφτουνε
τα τέρματα
βροχή
και
ηττηθούμε».
Υ. Γ. Η χρωματική ομορφιά των 20 πινάκων,
ανυπέρβλητη.
Κ.
Σ.
--
Β.
Έλλογος υπερρεαλισμός
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Στην κοιλάδα με τους Ροδώνες»
εκδόσεις «Ίκαρος» Αθήνα 1987, σ.σ. 231
Έλενα
Χουζούρη, εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 17/3/1988
Η επανέκδοση του βιβλίου του Νίκου Εγγονόπουλου
«Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες» (α΄ έκδοση 1978), δύο χρόνια μετά την αποχώρηση
από τον βίο του αιρετικού αυτού τεχνίτη του λόγου και των χρωμάτων, προσφέρει
την ευκαιρία μιάς περιδιάβασης-έστω σύντομης-στο ποιητικό τοπίο. Όπως ο ίδιος ο
ποιητής σημειώνει τα περισσότερα από τα ποιήματα, τα οποία περιλαμβάνονται
«Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες» (πενήντα δύο στην ελληνική και τρία στην γαλλική
γλώσσα) είναι καρπός μιάς εικοσαετίας, χωρίς ωστόσο να δηλώνεται ποιάς ακριβώς.
Πάντως τα ποιήματα αυτά, ήταν τα τελευταία τα οποία ο Νίκος Εγγονόπουλος
συμπεριέλαβε σε συλλογή και εξέδωσε. Από εκεί και πέρα έχουν δει το φως της
δημοσιότητας σκόρπια ποιήματά του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
Όπως
έχουν επισημάνει δύο κριτικοί της ποίησης του Νίκου Εγγονόπουλου, ο Αλέξανδρος
Αργυρίου («Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου» εκδ. «Σοκόλης») και ο Γιώργος
Θέμελης («Η νεώτερη ποίησή μας» εκδ. «Φέξης») ο ποιητής έδειξε το πρόσωπό του
σχεδόν, από την πρώτη ποιητική του εμφάνιση. Από εκεί και πέρα χρωματίζει
λιγότερο ή περισσότερο τις ψηφίδες του ποιητικού του σύμπαντος. Ο Εγγονόπουλος
σε αντίθεση με τους συνοδοιπόρους του υπερρεαλιστές, της γενιάς του, Εμπειρίκο και
Ράντο, υπήρξε «έλλογος υπερρεαλιστής». Τα περισσότερα ποιήματά του ως προς την
επιλογή των λέξεων και την σύνταξή τους δεν αντιβαίνουν τους κανόνες της
λογικής. Το στοιχείο όμως που προσδίδει στον Εγγονόπουλο τον χαρακτηρισμό του
ορθόδοξου υπερρεαλιστή είναι οι λέξεις
του που φέρουν μια πέρα ως πέρα ανατρεπτική των συμβάσεων θέαση του κόσμου και
της πραγματικότητας.
Στα
ποιήματα που φύονται «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες, ο ποιητής εμφανίζεται
οπλισμένος με καυστική ειρωνεία και λεπτό χιούμορ, το οποίο κάποτε
υποκρύπτει βαθύτατη πίκρα, για νε
εκφράσει με πείσμα και επιμονή την αντίθεσή του σε ό,τι σκοτεινιάζει την ζωή,
της αφαιρεί διαστάσεις, της αρπάζει τη φαντασία, την αποψιλώνει από την ποίηση,
την απογυμνώνει από την αγάπη, της πνίγει το όνειρο και την μαγική του
λαμπρότητα. Τα ποιήματα είναι γεμάτα αντιθετικά ζεύγη.
Η ζωή απέναντι στον θάνατο, η ποίηση και η υπέρβασή
της απέναντι στην πεζότητα και την εκλογίκευση, ο έρωτας και η αγάπη, σαν
άρνηση του θανάτου, ο ελληνοκεντρισμός της γενιάς του-την οποία, επίσης
σαρκάζει-απέναντι στον ορθολογισμό της Δύσης.
Αυτός ο ελληνοκεντρισμός συναντάται με τον υπερρεαλισμό του Εγγονόπουλου
ακριβώς στο σημείο της κοινής τους αντίθεσης στον ορθολογισμό.
Με
ολόκληρο το ποιητικό του έργο, που τυπικά κλείνει «Στην Κοιλάδα με τους
Ροδώνες» εκτός από το μέγιστο μάθημα ήθους και στάσης ζωής που δίνει, ο
Εγγονόπουλος καταρρίπτει γλωσσικούς μύθους αποδεικνύοντας το συνεχές και
αδιάκοπα εξελισσόμενο της ελληνικής γλώσσας. Η αίσθηση του ποιητή και η γνώση
της ιστορικότητας της γλώσσας μας είναι σπάνια. Μέσα στον ποιητικό του λόγο
συμβιώνουν αρμονικότατα ακραίοι τύποι καθαρεύουσας, απλής καθομιλουμένης,
δημώδεις εκφράσεις έως και δείγματα τοπικών διαλέκτων.
Το ίδιο
φαινόμενο παρατηρείται και στην τεχνοτροπία των ποιημάτων του. Η ελληνική
ποιητική παράδοση δένεται αρμονικά με τα νεωτερικά ευρωπαϊκά ρεύματα. Ο ποιητής
δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τον δεκαπεντασύλλαβο (όταν πρόκειται να υμνήσει
αγωνιστές της ελευθερίας) ή την ομοιοκαταληξία αλλά και την πλήρη αποδέσμευση
της ποιητικής μορφής, δηλαδή, την πρόζα. Όλα τα ποιήματα είναι γεμάτα εικόνες,
όπου θάλλουν τα χρώματα «το γαλάζιο του ουρανού») το πράσινο των δέντρων, το
μουντό των βουνών τα στοιχεία συνθέσεως για τον γοητευτικό, το εξαίσιο πίνακα
ζωής. Τα υγρά και τα ένρινα σύμφωνα γεμίζουν το ποιητικό τοπίο του Εγγονόπουλου
με μουσική η οποία οδηγεί-πού αλλού-στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες, εκεί που σε
κατάσταση διαρκούς έκστασης συναντιώνται έρωτας, φαντασία και ελευθερία.
ΕΛΕΝΑ
ΧΟΥΖΟΥΡΗ
--
Γ. Ο
σουρεαλισμός της λέξης
Νίκος Εγγονόπουλος: «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες».
Εκδόσεις Ίκαρος (δεύτερη έκδοση)
Αθηνά
Παπαδάκη, εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 23/10/1988
Στην
πρώτη έκδοση του βιβλίου το 1978 υπήρχαν σημειώσεις του Εγγονόπουλου που
επαναλαμβάνονται και στην τωρινή δεύτερη έκδοση. Είναι λίγα λόγια σχετικά με τη
χρονολογική και συναισθηματική παραγωγή των ποιημάτων κι ακόμα κάποιες
διευκρινίσεις καθαρά παρορμητικής υφής που αφορούσαν τη δυαδική απόσταση του
Εγγονόπουλου ως ζωγράφου και ποιητή.
Η πρώτη
δραστηριότητα είχε γι’ αυτόν το κύριο βάρος. Για τη δεύτερη έγραφε: Σκαρώνω
τραγούδια. Πράγμα που σημαίνει πως διακινούσε τον λόγο με τη μορφή σχεδιάσματος
και όχι συστηματικά. Αυτά όσον αφορά την προσωπική αποτίμηση της καλλιτεχνικής
του ταυτότητας.
Ωστόσο, ο
Εγγονόπουλος είναι από εκείνους τους λογοτέχνες που χειρίζεται με επιμέλεια και
ευαισθησία τη γλώσσα όχι μόνο σχετικά με την ολοκληρωμένη ποιητική πρόταση,
αλλά με αυτή καθαυτή τη λέξη. Στο σημείο αυτό βρίσκεται η ιδιομορφία του
δημιουργού. Ο Εγγονόπουλος δεν αρκείται, όπως οι περισσότεροι ποιητές, σε
κάποια τμήματα ιδιοκατοίκησης του λόγου, αλλά στην άλωσή του την καθολική. Η
πρόσμειξη καθαρεύουσας και δημοτικής, ελεύθερου στίχου και ρίμας δημιουργεί ένα
προσωπικό στυλ. Σκοπός βέβαια της μεθόδου δεν είναι η διαφωτιστική πορεία της
ελληνικής γλώσσας, αλλά η χρησιμοποίησή της ως τη λογική της ανατροπή. Αυτή η
ανίχνευση εμπλουτισμένη με μυθολογικά πρόσωπα, φουστανελάδες ή ηρωικούς
προγόνους που αναδύονται από ευρωπαϊκά τοπία ή στέκουν Γραικοί δίπλα σε ξενόγλωσσες
προτάσεις χαρίζουν βέβαια στον Εγγονόπουλο τον τίτλο του αμιγούς έλληνα ποιητή
και ταυτόχρονα τον χρίζουν και κοσμοπολίτη του λόγου. Η επιλεγμένη
χρησιμοποίηση λέξεων με μια ιστορική μνήμη ή κάποια συγκεκριμένη συναισθηματική
φόρτιση, λησμονημένων πραγμάτων (Βουργάρα, Βασιλεύουσα, εσθήτες, χατζάρες,
φουφούδες, μεράκι) γεννά μια νέα γλωσσική δραστηριότητα. Καταλύεται η
μονογραμμική λεκτική ανάπτυξη των μύθων, ενώ την ίδια στιγμή παράγεται το
απίθανο του υπερρεαλιστικού λόγου. Στον Εγγονόπουλο, το ποιητικό γεγονός
βρίσκεται στη λέξη, κύρια πηγή οπτικών εκπλήξεων. Εδώ, θα μπορούσε να μιλήσει
κανείς για μια ανισόβαρη παροχή εικόνων σχετικά με την εικαστική δραστηριότητα
του ποιητή.
Ωστόσο ο
Εγγονόπουλος έχει μεταφέρει πολλά από τον χρωστήρα του στον γραπτό λόγο. Η
κομψότητα της κίνησης των σωμάτων, καθώς και μια πικρή ειρωνεία έχει το
υφολογικό της αντίστοιχο στον στίχο. Επίσης η θεατρική διάταξη στους πίνακές
του που αποκλείουν την έννοια του σταθερού (ας θυμηθούμε τη διαλεκτική που
έχουν τα σύννεφά του) και θέτουν τον θεατή στην περιοχή του αναμενόμενου
συμβάντος, περιέχεται και στα ποιήματα, που συχνά προτείνουν ένα γλωσσικό
σκηνικό. Η Μπαλάντα της μεγάλης σκάλας, η Αρμόνικα, καθώς και η Ικεσία (πάντα
στην «Κοιλάδα με τους ροδώνες») είναι δείγματα αυτής της άποψης. Ίσως εδώ να
οφείλονται και οι πεζογραφικοί τόνοι που υπάρχουν στην ποίηση του Εγγονόπουλου,
συχνά αγγίζοντας τα όρια της διευκρινιστικής λεπτομέρειας. Σαν Μπαλάντα του
Ισίδωρου-Σιδέρη-Στεϊκοβιτς γράφει:
-αλλά
προ πάντων είτανε ζωγράφος από τους πιο δυνατούς
τι
θαυμάσιες μορφές και σχέδια με το Φάμπερ Νο 2
βγαίναν
απ’ τα χέρια του.
Αυτή η
αναλυτική διαδικασία του λόγου που επεμβαίνει στο ποιητικό σώμα, είναι που
συντονίζει τον αφηγητή με τον ποιητή. Το αποτέλεσμα είναι ένας διηγηματικός τόνος
με υπέδαφος προφορικού λόγου, κάτι σαν μια διήγηση παραμυθά. Ένα είδος
διαιτησίας ανάμεσα στην αυτόματη γραφή και το έλλογο ΄το τελευταίο οριακά
χαρακτηρίζει την ποιητική εκφραστική του Εγγονόπουλου.
Ο
ποιητής, όπως και στις άλλες του συλλογές, έτσι και στην «Κοιλάδα με τους
ροδώνες», καρπό από ποιήματα είκοσι χρόνων, εμφανίζεται ξανά και ξανά ως
ρωμαλέος μιας δυναμικής ικανής να αποσταθεροποιήσει θεσμούς.
Τα
ποιήματά του λειτουργούν σαν ένας ανατρεπτικός μηχανισμός ενάντια σ’ ένα
γλωσσικό και νοηματικό status,
κάτι σαν αποσφήνωση από την κοινή λογική, καθώς αυτή περιπλέκει κάθε είδους
ανθρώπινη δραστηριότητα στα γρανάζια του ωφελιμισμού.
«Τους
ανθρώπους που τους ρημάζει η τρομερή ευκολία».
Πυκνός
από πικρία και γνώση ζωής, αραιός στην αυταπάτη με τη θέληση μιας μαγικής
εικόνας που προσπαθεί να επιβληθεί σ’ ένα κόσμο αστών πολιτών και καταξιωμένων
αξιωματούχων, παροτρύνει ως τη διδαχή μια εισβολή του φανταστικού που αγγίζει
ακόμα και την περιοχή του θανάτου.
«Άς
ορκιστούμε πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ».
Στον
Εγγονόπουλο η αίσθηση του οριστικού απουσιάζει καθώς η έκπληξη της στιγμής
είναι το παν, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει προσμονή χαμηλής αξίας. Κάθε άλλο,
το επερχόμενο μπορεί να περιέχει και την αυτοαναίρεση.
ΑΘΗΝΑ
ΠΑΠΑΔΑΚΗ
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 22 Νοεμβρίου 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου