Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Για τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο


Μια πολυσχιδής, πολύτροπη και πολυσήμαντη προσωπικότητα


           Συνεχίζοντας την παρουσίαση του ποιητή της Θεσσαλονίκης Ντίνου Χριστιανόπουλου, με αντιγραφή κειμένων του, ποιημάτων του, συνεντεύξεών του, μεταφράσεών του κλπ, μεταφέρω στην ιστοσελίδα μου ορισμένα ενδεικτικά ακόμα κείμενα για τον ποιητή. Η εργογραφία του, όπως και η βιβλιογραφία του, είναι αρκετά μεγάλη και ενδιαφέρουσα. Ποίηση, Πεζογραφήματα, Μεταφράσεις, Μελέτες για την ελληνική λογοτεχνία και έλληνες λογοτέχνες. Μελέτες για την πνευματική διαδρομή της Θεσσαλονίκης και την Μακεδονία, Μικρά Δοκίμια για το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, τον Βασίλη Τσιτσάνη κ. ά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στιχουργική του τέχνη, τα τραγούδια που έγραψε και τα ποιήματά του-στιχάκια του που μελοποιήθηκαν, όπως και οι παρουσιάσεις του πάνω στο πάλκο. (σαν τραγουδιστής). Ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενδεικτικά αναφέρω από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Σταύρο Κουγιουμτζή και άλλους. Επίσης, και οι άλλες καλλιτεχνικές του δραστηριότητες απασχόλησαν θετικά το αναγνωστικό κοινό της χώρας. Σαν εκδότης περιοδικού και βιβλίων «Διαγώνιος», επιμελητής εκδόσεων, διορθωτής και, διοργανωτής εκθέσεων και παρουσίασης νέων εικαστικών.
Σχεδόν στα περισσότερα βιβλία και μελετήματα που αναφέρονται στην συμπρωτεύουσα, στην ιστορία της και τον πολιτισμό της, υπάρχει αναφορά στο όνομά του ή σχολιασμός του έργου του. Όπως και στα λογοτεχνικά περιοδικά που εκδόθηκαν και εξακολουθούν να εκδίδονται στην γενέθλια  προσφυγομάνα πόλη του. Από το 1945 που εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το ποίημα «Παράπονο ξενιτεμένου» στο περιοδικό «Ελληνόπουλο τχ. 27, ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1931, για πάνω από μισό αιώνα βρέθηκε στην λογοτεχνική επικαιρότητα της βορείου ελλάδος και όχι μόνο. Το ψευδώνυμο Χριστιανόπουλος που υιοθέτησε από τα πρώτα του κιόλας ποιητικά βήματα, δες περιοδικό «Μορφές» τχ. 3/1949, το διατήρησε στην υπόλοιπη πνευματική του πορεία. Έργα του έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό, και στο Internet, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει ορισμένες από τις τηλεοπτικές του παρουσιάσεις σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές, (άσχετες με τον χώρο της λογοτεχνίας) με αυτήν την χαρακτηριστική του φωνή, προφορά και τονισμό των λέξεων, τις φωνητικές του παύσεις, και φυσικά, να απολαύσει την περιπαικτική του διάθεση και το σαρκαστικό, «δηλητηριώδες» ενίοτε ύφος του. Όπως και νάχει, είναι πάντα απολαυστικός και παρών στα λογοτεχνικά μας πράγματα.
Υπάρχει και κάτι, που αξίζει να επισημάνουμε, που ίσως, να μην έχει προσεχθεί. Στον ιδιωτικό του βίο, ο ποιητής και έλληνας πολίτης Ντίνος Χριστιανόπουλος, δεν έχει τηλεόραση. Δεν γνωρίζουμε πολλούς λογοτέχνες ή έλληνες και ελληνίδες που να μην έχουν συσκευή τηλεόρασης στην οικία τους. Νομίζω ότι αυτή του η στάση και περίπτωση, προκαλεί κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.
Ο έλλην και ευρωπαίος άνθρωπος που πέρασε τον βίο του χωρίς να έχει τηλεόραση στο σπίτι του.
--
Άρθρα για τον ίδιον και το έργο του:
εφημερίδα Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1 Ιανουαρίου 2005, σ.19-23
     Τα κείμενα που αντιγράφω, είναι από το αφιέρωμα της εφημερίδας της αριστεράς « Η Αυγή» στο ένθετο «Αναγνώσεις», αριθμός 105, που την σύνταξή του είχαν οι: Κώστας Βούλγαρης, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Μάρθα Πύλια, Άλκης Ρήγος. Την επιμέλεια του αφιερώματος στον ποιητή είχε ο Μακης Καραγιάννης, δοκιμιογράφος και συνεκδότης του περιοδικού της Κοζάνης Παρέμβαση. Δανείστηκα τον γενικό τίτλο του παρόντος αφιερώματος στον ποιητή από το ενδιαφέρον κείμενο του κριτικού, συγγραφέα, και επιμελητή λογοτεχνικών σειρών, Κώστα Βούλγαρη. Ενός συγγραφέα που δεν παύει να μας εκπλήσσει είτε θετικά είτε αρνητικά, με τις ρηξικέλευθες απόψεις του πάνω σε θέματα και πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι θέσεις του δοκιμιογράφου Κώστα Βούλγαρη, δεν περνούν απαρατήρητες και προκαλούν συζητήσεις. Και ίσως, αυτό να είναι το πραγματικό νόημα των γραφομένων ενός συγγραφέα, τα κείμενά του να αποτελούν εφαλτήριο για επαναξιολογήσεις στον χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα.
Στο αφιέρωμα συμμετέχουν με κείμενά τους οι παρακάτω:
-Κώστας Βούλγαρης, Ο πολίτης Ντίνος Χριστιανόπουλος
-Μάκης Καραγιάννης, Τόπος και κοινωνική κριτική
-Ντίνος Χριστιανόπουλος, το ποίημα «Η ΑΓΚΙΔΑ»
-Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Η ενοχή του χορτάτου
-Δημήτρης Κόκορης, Ποιητική και πεζογραφική ταυτότητα
-Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, Στη Διαγώνιο
-Δημήτρης Κόκορης, Χρονολόγιο
-Τάσος Καλούτσας, Η κάτω βόλτα
-Νίκος Δαββέτας, Ανυπεράσπιστη ζωή
-Γιώργος Χρονάς, Ο κύριος Ντίνος Χριστιανόπουλος
-Ντίνος Χριστιανόπουλος, συνέντευξη στον Μάκη Καραγιάννη
Το αφιέρωμα συμπληρώνεται από φωτογραφίες του ποιητή που προέρχονται από τον τόμο ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν…, εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη 1999, σ.204
Ο πολίτης Ντίνος Χριστιανόπουλος
του Κώστα Βούλγαρη
      Ποίηση, πεζογραφία, μετάφραση, φιλολογικές εργασίες, βιβλιογραφίες για τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία, μελέτες για ζωγράφους και ρεμπέτες, επί δεκαετίες ψυχή του περιοδικού Διαγώνιος, των ομώνυμων εκδόσεων και της Μικρής Πινακοθήκης. Και μόνο οι τίτλοι στη σειρά συνθέτουν-όπως θα έλεγε κι ο Αναγνωστάκης-το πιο ωραίο ποίημα.
      Πολίτης της ποίησης, των γραμμάτων και της Θεσσαλονίκης ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, με έντονη, συνεχή και σημαίνουσα παρουσία στα καλλιτεχνικά δρώμενα, συχνά με μια απροσδόκητη ματιά στα πράγματα. Για πενήντα πέντε συναπτά έτη ασκεί έντονη κριτική σε φαινόμενα, καταστάσεις και πρόσωπα του πνευματικού βίου, όμως η αριστοκρατική του αποστασιοποίηση δεν εδράζεται στην έπαρση, την ισοπέδωση και την αμετροέπεια, δεν εκβάλει σε χολερική διάθεση, αλλά προκύπτει ως ταπεινότητα, μέσα από τη βίωση και την ανάδειξη του ανθρώπινου πόνου, της στέρησης και των βασάνων, σχεδόν πάντα με χαμηλούς τόνους και ύφος, με φωνή παρηγορητικά συντροφική. Προσπερνά, ίσως, αλλά δεν καταργεί τις προτεραιότητες και τις ανάγκες της εποχής, έμπλεος αισθημάτων, με οξυδερκέστατες παρατηρήσεις, εστιάζει στη βάση της ζωής και της τέχνης, αρθρώνοντας το δικό του, απολύτως προσωπικό ιδίωμα. Αν θα έπρεπε να τον συσχετίσουμε με άλλες μορφές και πρακτικές, να βρούμε δηλαδή συγγενείς του, θα μπορούσε κανείς να σταθεί στον Νίκο Βέλμο (1890-1930) και «Άσυλο τέχνης» του, ενώ από τους νεώτερους θα προσέφευγε στον Γιώργο Χρονά και την Οδό Πανός. Η όποια «αιρετικότητά» του, ό,τι πιθανόν να αντιμετωπίζεται από κάποιους ιδιορρυθμία, δεν είναι παρά αποτέλεσμα της συνεπούς κριτικής στάσης του, η οποία κάποτε εκφράζεται με οξύ τρόπο, όμως δεν έχει καμιά σχέση με τις θορυβώδεις εκφάνσεις της μεταπολεμικής κρίσης αξιών και προτύπων, πχ. με τον ακροδεξιών αποκλίσεων ριζοσπαστισμό του Ρένου Αποστολίδη, ο οποίος την ίδια εποχή υπονόμευε τις δυνατότητες μιας πλειάδας νεαρών λογίων της Αθήνας. Αντίθετα, ο Χριστιανόπουλος, ζώντας την εποχή του, ενταγμένος απολύτως εντός της, κατάφερε να δημιουργήσει τον απαραίτητο ζωτικό χώρο, ένα ολόδικό του, φιλόξενο, γόνιμο και ενεργό «άσυλο» μαθητείας: μέσα του όλοι μεγαλώσαμε.
      Δεν θα είχε νόημα να αναζητήσουμε τον «πολιτικό Χριστιανόπουλο», αντίστοιχα με τον «πολιτικό Καβάφη» του Τσίρκα», όμως τώρα που, ούτως ή άλλως, ο ρυθμός της σκέψης και του λόγου αφίσταται από τον αχό της παρέλασης των μεγάλων οραμάτων και το θρήνο της διάψευσής του, από δίπλα, σε απόσταση αναπνοής, προβάλλει αρκετά καθαρά η διαρκής, συστηματική, και προπάντων ανθρώπινη, κοινωνική ευαισθησία, δεκτικότητα και προοπτική, η σημαίνουσα κριτική στάση του καλλιτέχνη-πολίτη Χριστιανόπουλου.
     Όχι γιατί το κάθε «προσωπικό είναι πολιτικό», αλλά γιατί το όποιο πολιτικό δεν μπορεί παρά να προκύπτει από το κοινωνικό και το πνευματικό, είναι σε τελευταία ανάλυση προσωπική υπόθεση και ευθύνη όσων συμμετέχουν στην κοινωνία ως δρώντα υποκείμενα. Η πενηνταπεντάχρονη διαδρομή του Νίκου Χριστιανόπουλου αφήνει μια σημαντική παρακαταθήκη, έχει εγγράψει μια οργανική σχέση με τα πράγματα: ο δεσπόζων μινιμαλισμός του οδηγείται και οδηγεί με ασφάλεια στη λαϊκότητα, χωρίς να εκπίπτει σε ένα τετριμμένο ελεγείο της καθημερινότητας, χωρίς να τροφοδοτεί κάποια από τις, τόσο ανθηρές εν λογοτεχνία, εκδοχές του λαϊκισμού.
      Το αφιέρωμα που ακολουθεί το επιμελήθηκε ο Μάκης Καραγιάννης και επιχειρεί να αναδείξει, στο μέτρο του δυνατού, μερικές από τις πτυχές του έργου, αυτής της πολυσχιδούς, πολύτροπης και πολυσήμαντης προσωπικότητας.
--
Στη Διαγώνιο
Της ποιήτριας και πεζογράφου Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου
      Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον πλησίασα εκείνο τον καιρό που οι μπροστινές σόλες των παπουτσιών του έχασκαν σαν ανοιχτό στόμα κροκόδειλου και οι γιακάδες των πουκαμίσων του ήταν λιωμένοι απ’ την πολυκαιρία, τότε που μου είπε μια μέρα: «Όταν δεν θα ‘χω να φάω, θα κάτσω σε μια γωνιά της Τσιμισκή και θα ζητιανεύω…». Τέτοια ομολογία έσπαζε κόκαλα και τάραξε τα σωθικά μου.
     Ναι, παπούτσια για πέταμα και τριμμένοι γιακάδες αλλά και το περιοδικό, και οι εκδόσεις, και «Η μικρή πινακοθήκη Διαγώνιος» καλά κρατούσαν και άνθιζαν όλο και περισσότερο, πάντα με προσωπική του θυσία.
     Όταν πήγαινα να δω κάποια καινούργια έκθεση και τύχαινε να ‘ναι μόνος και κάτι να γράφει, πάντα στο γραφειάκι του με το πορτατιφάκι μόνο αναμμένο, σηκωνόταν κι έλεγε: «να σ’ ανάψω… μωρό μου…», άναβε δηλαδή τα φώτα και τα προβολάκια για να απολαύσω τις ζωγραφιές, αυτό το πανόραμα της ομορφιάς, και γιατί να μην το πω μια και είναι αλήθεια; Της προσιτής σε όλους μας απόκτησής της, κι αυτό επειδή ο Χριστιανόπουλος δεν επέτρεπε στους ζωγράφους τις υψηλές τιμές στα έργα τους. Τώρα, πού ν’ αγοράσεις πίνακα από γκαλερί…, τέρμα τα δίφραγκα, που λένε, κι όσοι Θεσσαλονικείς πρόλαβαν κι απόκτησαν αυτή την ομορφιά μέσα στο σπίτι τους, τυχεροί, σαν εμένα.
     Μετά το κλείσιμο της Διαγωνίου, το ραντεβού του Χριστιανόπουλου, ανά δεκαπενθήμερο στο καφέ «Τόττης», στην πλατεία Αριστοτέλους, με τέσσερεις-πέντε, το πολύ, φίλους του παλιού περιβάλλοντός του, δεν ήταν το ίδιο. Έλλειπε η αίσθηση από κείνη την αλλοτινή ατμόσφαιρα της Διαγωνίου, στερούνταν η ματιά μας την ομορφιά της τέχνης που εκεί μας περιέβαλε και μας γοήτευε, είχαν γίνει διαφορετικά, θαρρείς, και τα λόγια εκείνα που άλλοτε υπήρξαν λαμπερά, εποικοδομητικά, μέσα σε μια ιλαρότητα πολλές φορές, σ’ εκείνον τον φιλόξενο μικρό χώρο όπου μεγάλωνε η ψυχή μας και γιατρεύονταν η μοναξιά και η κατάθλιψη του καθενός μας. Τώρα, ξένα πρόσωπα, ξένες ομιλίες, αδιάφορες, ξένο σπίτι. Πήγα κάνα δυό φορές στην παρέα κι αυτό ήταν όλο. Ό,τι τελειώνει, τελειώνει, είπα μέσα μου.
--
• Ποιητική και πεζογραφική ταυτότητα
Του Δημήτρη Κόκορη, διδάκτορος φιλολογίας και ειδικού επιστήμονα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
     Από την ποίηση και την πεζογραφία του Χριστιανόπουλου δεν λείπουν τα βιωματικά στοιχεία (αντιθέτως, στα περισσότερα κείμενά του αυτά κυριαρχούν), αλλά χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι η ποίησή του είναι νεοτερική (μοντέρνα), ενώ η πεζογραφία του από πλευράς τεχνοτροπίας είναι παραδοσιακή. Ίσως πρόκειται για δύο πτυχές της λογοτεχνικής του ευαισθησίας, που δεν αρκούνται στις γνωστές και βασικές διαφοροποιήσεις της ποιητικής από την πεζογραφική έκφραση, αλλά αποκρυσταλλώνονται και ως τεχνοτροπικές επιλογές, καθοριζόμενες, από την προσωπική αίσθηση του δημιουργού για το καθένα λογοτεχνικό είδος.
     Ο Χριστιανόπουλος εκκινεί ως νεοτερικός ποιητής με την Εποχή των ισχνών αγελάδων(1950), αξιοποιώντας και μία γνωστή τεχνική στο χώρο του μοντερνισμού μέθοδο, κατά την οποία συνδέει τα βιβλικά (Μαγδαληνή, Μαρία η Αιγυπτία, Παύλος κ. ά.) και τα μυθικά (Αντιγόνη, Οιδίπους) πρόσωπα με δικά του βιώματα, δίνοντάς τους και διαχρονικές προεκτάσεις. Από τα Ξένα γόνατα (1954) και εξής διανύει βήματα προς τον ποιητικό ρεαλισμό και κατακτά τη νεοτερική ποιητική ταυτότητα με έναν τρόπο που διαφέρει από τους νεοτερικούς τρόπους των εκπροσώπων της γενιάς του 1930: Κυριαρχεί ο ελεύθερος στίχος, ενίοτε με έμμετρους υποτονισμούς (ο Χριστιανόπουλος τον οδηγεί στην ακραία του απόληξη, δίνοντας και ποιήματα σε πεζό «Νεκρή Πιάτσα», 1981. Τα έμμετρα ποιήματα-Το Αιώνιο παράπονο-που γράφτηκαν για να γίνουν τραγούδια, συγκροτούν μια εξαίρεση). Το λεξιλόγιο είναι απλό, καθημερινό, η δραματικότητα (υπό την έννοια της πυκνής διαδοχής στοιχείων μέσα στο ποίημα) παραμένει υψηλόβαθμη. Ωστόσο, το «ξάφνιασμα» που επιζητεί ο μοντερνισμός, εδώ δεν προέρχεται από μερική διάσπαση της έλλογης τάξης και από διανοητική σκοτεινότητα, αλλά από την εντυπωσιακά λιτή και συνάμα τραγική απογύμνωση του υπαρξιακού-βιωματικού πυρήνα, από την αποκάλυψη των πληγών της ύπαρξης, η οποία ποιητικά πραγματώνεται  με λεκτική συμπύκνωση και με εκδίωξη της γλαφυρότητας και κάθε εξεζητημένου («ποιητικού») στολιδιού. Το ξάφνιασμα δεν είναι και δεν ήταν μικρό, ιδίως για την αναγνωστική κοινότητα των δεκαετιών του 1950 και του 1960, που ακόμη και όταν είχε εμπειρία μοντέρνας ποίησης, είχε εθιστεί στις «λαμπρές ποιητικές εικόνες και τα σπάνια επίθετα[….] σε ένα ποιητικό κλίμα κορεσμένο από δαντέλες και κουρτίνες, αγάλματα και αμφιλύκες» (Ντίνος Χριστιανόπουλος, Αποθήκη Α΄ εκδόσεις Διαγωνίου, 1978, σ.12)
      Ο ρεαλισμός, ο οποίος στα ποιητικά δρώμενα της μεταπολεμικής εποχής περιείχε νεοτερική φόρτιση, δεν ήταν δυνατό να εκπέμπει ανάλογη τεχνοτροπική αύρα στο πεζογραφικό χώρο, στον οποίο, ως γνωστόν, είχε παλαιόθεν εμφιλοχωρήσει. Τα διηγήματα της Κάτω Βόλτας (1963) η προσπάθεια για αποτύπωση και σπουδή του λαϊκού λόγου (Παραμύθια, 1989), τα αυτοβιογραφικά κείμενα του συγγραφέα (Θεσσαλονίκην, ού μ’ εθέσπισεν, 1999, Εγώ φαντάρος στο χακί, 2003), καθώς και τα «μικρά πεζά» που συγκροτούν τους Ρεμπέτες του ντουνιά (1986) στα οποία συνυφαίνονται ιστορικά και βιωματικά στοιχεία και φορτίζονται από «κοφτές», ρυθμικά λειτουργικές φράσεις, ελκύουν, συγκινούν ή και ξαφνιάζουν με τα θέματα και την πλοκή τους, αλλα΄ δεν ξαφνιάζουν με την τεχνοτροπική υφή τους, η οποία λειτουργεί αποκλειστικά μέσα στα όρια της παραδοσιακής αφήγησης. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος, εξαιτίας του οποίου οι ποιητικές καταθέσεις του Χριστιανόπουλου, που αναδίνουν και το άρωμα της νεοτερικότητας, έχουν εγγραφεί εξεχόντως και λειτουργικότερα στο μεταπολεμικό λογοτεχνικό κανόνα, ενώ η καθόλου αμελητέα πεζογραφική του παραγωγή, που σε γενικές γραμμές αξιοποιεί τρόπους της παραδοσιακής αφήγησης-ανεξαρτήτως αν αυτό είναι αναγνωστικά και κριτικά δικαιωμένο-εκλαμβάνεται σαν απλό συμπλήρωμα μιας στιβαρής ποιητικής παρουσίας.
--
Πειραιάς 14 Νοεμβρίου 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου