Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Η ΚΑΛΩΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΛΥΚΟΠΟΡΙΕΣ


Η ΚΑΛΩΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΛΥΚΟΠΟΡΙΕΣ
Του Οδυσσέα Ελύτη
Περιοδικό ΤΕΤΡΑΔΙΟ, τόμος Α, τεύχος 1, Γενάρης 1947, σ.3-14
Έκδοση ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ, Αθήνα 1981 τόμος β τετράδια 1-3/ 1947
Ι
Ποίηση άγουρο νεράντζι μου
Κάτω από τους καταράχτες του ήλιου
Ιριδίζοντας
Ένα μεσημέρι σ’ άφησα
       Η καρδιά μου ακόμα γαλανή
Απ’ το τρέξιμο στην άμμο και τον έρωτα
Έτρεμε
Αλλά τα πουλιά στο ρέμμα τ’ ουρανού
Έβλεπαν κιόλας ν’ ανεβαίνει ένα ακέφαλο άλογο
Χύνοντας απ’ τον αδειανό λαιμό του μαύρα φύκια

Κούροι από τον Προφητηλία ψηλά
Δαιμονισμένα χτυπούσαν τις καμπάνες
Κι’ η μνήμη σαν πουνέντες έμπαζε
Βουητό και θάλασσα
Στη μεγάλη ασβεστωμένη κάμαρα
Με τα δυό καρυοφύλλια.
Με τα κίτρινα λουλούδια
Το ψωμί ανοιχτό σαν ευαγγέλιο
Η φωνή, τα μαλλιά της Ελένης.

Τ’ άφησα
       στεκόμουν ορθός
              είχε σημάνει η ώρα
Ν’ αναβρύσει από το πλευρό του ανθρώπου το αίμα
Τρείς φορές αυτός να τ’ αρνηθεί
Και τρείς φορές εκείνο ν’ αληθέψει
Τρείς φορές να το δω και να πω
                     τρείς φορές
Τινάζοντας ψηλά
Σαν απ’ τον άδη της φωνής ενός απελπισμένου:

Έχτρα στα μάτια κύτταξέ με
Βγαίνω με τα δικά μου τ’ άρματα
Η Καλωσύνη εδώ πού βρέθηκε μεσ’
       στις λυκοποριές
Πρέπει νάχει μπαρούτι στο σελλάχι
       της
Και να δαγκάνει κάμες.
ΙΙ
Τώρα κρατήσου απ’ τα σκοινιά της θύελλας
Πές μου ποιος είμαι να σου πω ποιος είσαι

Είσαι καλός, είσαι άνθρωπος, έχεις μεγαλώσει
Με πετεινούς, χρυσόμυιγες, γοβιούς, γεράνια
Σε μιάν αυλή μικρή πού την κουνούσε η θάλασσα
Πέρα-δώθε
Θυμάσαι
Μιάν αυλή που μεγάλωνε, χωρούσε λόφους, κάμπους
Ποτάμια, κερασιές, καμπαναριά,
Βρακουλάδες που έρριχναν φωτιά του Τούρκου
Τον καιρό που η μητέρα μου ήταν
Σαν μια Παναγιά μικρή
Θυμάσαι

Η απλή ζωή πιο πλούσια
Κι’ από δάγκαμα σύκου πλάϊ σε φίλο, πιο σεμνή
Κι’ από λόγο πουλιού σε δέντρων εκκλησίασμα
Νύχτα-μέρα κρατούσε τον κανόνα
Θυμάσαι
Μέρα-νύχτα πιο γλυκειά η φωνή σου
Σαν αχτίδα μεσ’ στα νέα λεμόνια έλαμπε
Κι’ η καρδιά σου η αθώα
Μέσα στου γλαυκού βυθού τον ουρανό
Σαν άστρο

Είσαι καλός, έχεις πηδήξει πάνω από φωτιές
Έχεις χαϊδέψει
Στο χνούδι του νερού νησιά παιδόπουλα
Νέος στα χώματά τους έχεις δεί
Μια κόρη από αλαφρόπετρα και αυγή
Να χαράζει σε φλούδα δεσπολιάς το πρώτο γράμμα σου.

Χτύπα γι’ αυτά τα τίμια και τ’ αγαθά
Η ζωή γι’ αυτά δε θα χαθεί ποτέ της
Χτύπα από τα μάτια σου ν’ αντιλαμπίσει
Το μαρμαρένιο σπίτι
Πούχει ψηλά στη στέγη
Του κατακλυσμού το πρώτο περιστέρι
Γύρω-γύρω περβόλια με νερά
Της Υπομονής το χάλκινο άγαλμα στη είσοδο
Και βαθειά στο κελλάρι
Τη σοδειά της φυλής
Θησαυρισμένη όπως το λάδι
Σ’ ένα πιθάρι πατρογονικό, γαλήνιο.
ΙΙΙ
Η ώρα τρείς της πίκρας
Μέσα στη μαύρη πολιτεία
Δούλοι παζαρεύουν τη βροχή, τα δέντρα
Τον ήλιο παραλυτικό μέσα στο καροτσάκι

Στους στενούς βρώμικους δρόμους
Πυροβολούν με το μυαλό τους οι άνθρωποι

Ματώνοντας τα σύρματα
Κρυφά απ’ τα τσομπανόσκυλα του φεγγαριού
Τά πόδια σου γλυστρούν
Στα βούρλα
Μέσ’ στις καλαμιές και τα φαρμακερά νερά
Εκεί που μάχεται ο φονηάς το χτύπο της καρδιάς του
Κι’ η σκέψη παγωμένη στέκεται στον αέρα

Η ώρα τρείς της πίκρας
Όταν τα δέντρα μοιάζουν στών αρρώστων
Τη στερνή χαροπαλαιματιά
Κι’ ένας άγγελος μόνος του ονειρεύεται
Σαν γκιώνης
Μεσ’ στον έρημο κάμπο
Η ζωή άχ να μη στενάζει πιά

Η ώρα τρείς της πίκρας
-Άχ η ζωή να μη στενάξει πιά-
Τα χέρια σου
Τα βασανισμένα χέρια σου
Πού δίνουν ξάφνου μια της σκοτεινιάς
Έξω από την καρδιά του ανθρώπου
Να χλιμιντρήσει κορωμένος ο άνεμος
Ν’ αστράψει ο πόθος Λουμπαρδιάρης

Να ροβολήσει απ’ τα ψηλά βουνά
Ψάλλοντας την αγάπη
Ένα έθνος οξιές
Με την υγεία της καταιγίδας στις σημαίες του.
IV
Ακούγεται από την περπατηξιά σου η δόξα
Όπως ακούγεται απ’ το βρόντημα του μπρούντζου ο ήλιος
Μελαψό παλληκάρι
Πού ακουμπάς επάνω στην Ελλάδα
Με το κουράγιο που ακουμπάει στη μπόρα το έλατο
Και σού πάν οι αιώνες όπως της πάει της αντρειάς
Το λουλούδι στα δόντια και το μπάμ
Της πιστολιάς

Πέρασαν μεσ’ στη μνήμη σου μήνες ανέμων
Η φωνή σου σκοτείνιασε σαν δρυμός ΄
Είδες κάτω απ’ τα πόδια σου να ξεκοιλιάζονται άλογα
Δάση να τρών φωτιές ανθρώπους άνθρωπο

Είδες μια πέτρα τρυπημένη από κραυγή θανάτου
Να σηκώνει τη σκιά της τέρας
Μια γυναίκα με ράμφος και φτερά
Να σπαράζει δείχνοντας ψηλά
Το φεγγάρι στο στόμα της φοβέρας

Τίποτα σύ! Μεσ’ στην καρδιά του χρόνου
Ζώνεται γύρω σου το διάστημα
Μέσα στη χώρα τώρα που ονειρεύομαι
Λες, η ματιά του αρνιού σκοτώνει τα τσακάλια.
Μέσα στη χώρα τώρα που ονειρεύεσαι
Μελαψό παλληκάρι
Λέω: Η ελπίδα τόφτασε το μπόϊ της κορασιάς
Είν’ έτοιμη η καρδιά του αντρός να μαχαιρώσει ατσάλι

Κύττα: σελλώνει ο άνεμος τα όνειρα
Σπίθες πετούν τα πέταλα στο πυρρό νέφος
Η μέρα όπου και νάναι με λουλούδια μηλιάς
Θα βγεί να σεργιανίσει πάλι στο αρχιπέλαγος!
Ι
Σφίξε στα χέρια σου μια νίκη πού δεν ήρθε ακόμα
Στα δόντια σου το ύστερο φάντασμα της φωτιάς
Με τα κλαριά που ένα κοράλλι ξέχασε
Ν’ ανάβουνε από τη γητειά του παραδείσου

Σκέψου το αυγό που οι μέρες σου οι αυριανές κλωσσάνε
Το άστρο που η νύχτα εξόρισε από το στήθος σου
Για να το πεθάνει

Σφίξε στα σπάργανα του Γεναριού όπου κρύβεται το μίσος
Και το δικό σου αδικοσκοτωμένο πόθο
Τη μιλιά που δε βρήκε το γενναίο της στόμα
Το χτικιό της αγάπης σου
       Γιατί δεν ήρθε ακόμα

Η ώρα να μπει στο κάθε πράγμα ο χτύπος της καρδιάς
Να συνεπάρει τα σπαρτά μια τραμουντάνα υγείας
Να πιεί ο χυμός της θύμησης το θελτικό του μέλλον
Ν’ ανθοβολήσουν κερασιές μεσ’ στα σγουρά μαλλιά
Να καταργήσει ο λόγος το χρυσάφι.
VI
Χτύπα την πόρτα στην καρδιά της τυχερής σου μέρας
Φώναξε δυνατά τον ήλιο
Άντρα, θυμήσου τη γενιά σου
Πάρε το ύφος του βουνού
Πού καμαρώνει μέσα στις κοιλάδες
Την κόψη του κυπαρισσιού
Όταν ορίζει ένα κατακόκκινο άστρο
Αντάρτη

Επαναστάτη
Σε νύχτες που έσυρε ο νοτιάς μέσ’ στη σκουριά του πένθους
Σε νύχτες πού το φως αλλαξοπίστησε
Άντρα, θυμήσου τη γενιά σου
Εθελοντή
Δούλεψε τη φωτιά
Ρίξε μια τουφεκιά
Στη λόχμη των πουλιών του ανάξιου παραδείσου.

Θησαυριστές του βούρκου
Του ήλιου μεροκαματιάρηδες
Πού μεσ’ στα χέρια σας η τύχη κουρελιάστηκαν

Έννοια σας, δε θα πάν χαμένες οι αστραψιές
Του πάθους πού αχτιδώνει τα μελλούμενα

Κιόλας πλανιέται στον αγέρα της φωνής η σάλπιγγα
Καιρός ν’ ανοίξουν τ’ ουρανού οι γαμήλιες ευωδίες
Να μπει του τραγουδιού ο λαλές στα περβολίσια νειάτα
Του κάθε αγώνα η τρικυμία να σπαρθεί στη θάλασσα
Φτέρες να στείλουν μήνυμα στα πρωϊνά πουλιά:

Καιρός, καιρός να ξημερώσει πιά
Η Ανατολή περήφανη σ’ αδερφική αγκαλιά!
VII
Τριώνι της θαλασσινής νυχτιάς ‘  Αλετροπόδι
Πού σαγηνεύεις με χρυσούς σταυρούς
Τα πεισματάρικα παιδιά της χίμαιρας ΄
Και συ εκστατικό μου Ελίκι
Στην ασημένια ζώνη της ματιάς μου
Απόψε
Αγρυπνήστε
Κι’ όταν φυσήξει απ’ τα βουνά της ερημιάς η γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρά στην υπνωμένη γης
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου

Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Σε βάτους που έφτυσαν φωτιά και τώρα κρυώνουν
Σε δέντρα πού ματώσαν, σ’ ερημοκκλησιές που ράϊσαν
Σε μοναξιάς απέραντες μαρμαρωμένου ανέμου
Σε φέγγη που ανατρίχιασαν ένα αθώο κορμί
Σ’ αγκάθια που φαρμακώσαν ένα φεγγάρι
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Στις σπαραγμένες σάρκες του γκρεμού
Στα ρίγη που κρυστάλλωσαν τις αγωνίες του λόγγου
Για μια στερνή φορά
Φωνάζω
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου

Άστρα, ο χρησμός σας δεν θα πάει χαμένος

Παιδιά, ο χαμός ο χαλασμός η πείνα
Κι’ η ανάγκη τρεμοσβυούν στο ψυχορράγημα
Ορθώστε τ’ αρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, έκσταση
Ετοιμάσετε τη χώρα σας
Του χάρου τη φωνή δεν θα την ανεχτούμε.

Η μέρα είναι κοντά πού θα ψοφήσει ο λύκος
Πού η απονιά θα φάει τις σάρκες της
Πού θα βουτήξει σε μια δόξα μύρου το βουνό
Και πού η ψυχή θ’ ανάψει από τις μυστικές φλογίτσες σας
Όπως και πρίν Τριώνι, Αλετροπόδι, Ελίκι!
Οδυσσέας Ελύτης, Η ΚΑΛΩΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΛΥΚΟΠΟΡΙΕΣ

Σημείωση:
Είναι τέτοια η ένταση και το βάθος της συγκίνησης που αποπνέει αυτή η πρώιμη σύνθεση του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη,-παράλληλα σχεδόν με την «Αλβανιάδα» που σε κάνει να απορείς, πως σε μια τόσο κρίσιμη και ταραγμένη ιστορικά εποχή, σε μια πατρίδα σχεδόν κατεστραμμένη από τους ιταλούς και γερμανούς κατακτητές, με την περίοδο της Κατοχής ακόμα νωπή, την πείνα και τον λοιμό, με έλληνες και ελληνίδες διαλυμένους σωματικά και ψυχικά, με τα τραγικά χρόνια που επακολούθησαν αμέσως μετά τον πόλεμο, αυτά του εμφύλιου σπαραγμού και της διχόνοιας, των εξοριών και των προσφύγων στις τότε ανατολικές χώρες, τις φυλακίσεις και τις εξορίες, ο «χαμένος ανθυπολοχαγός της αλβανίας» να κρύβει μέσα του τέτοια αποθέματα συναισθηματικού και ποιητικού πλούτου. Τέτοια ελπιδοφόρα εφόδια. Τόσο έντονα φορτισμένες με ομορφιά εικόνες και λέξεις. Από έναν έλληνα ποιητή, που συμμετείχε ενεργά και άμεσα στα πολεμικά γεγονότα, που βίωσε και ταλαιπωρήθηκε, κινδύνεψε και αρρώστησε, σαν έλληνας στρατιώτης στο μέτωπο.
Διαβάστε την ποιητική αυτή πρώιμη σύνθεσή του, (την παραγνωρισμένη, δεν γνωρίζω γιατί) προσέξτε τις λέξεις που χρησιμοποιεί, αυτές που ο ίδιος πλάθει, που δανείζεται, μην μου πείτε ότι δεν τις θαυμάζετε, δεν νιώθετε ρίγος συγκίνησης από το υπέρλαμπρο φορτίο που κουβαλούν μέσα τους. Λέξεις που και να μην γνωρίζεις το νόημά τους, να μην τις έχεις ξανασυναντήσει, δεν θαυμάζεις τις εικόνες που σου έρχονται στο νου, δεν χαίρεσαι από τον ήχο τους, από την μουσικότητά τους, από τον λυρισμό τους. Αλήθεια, τι  θεσπέσιες εικόνες σχηματίζουν, γεμάτες φως, αγαλλίαση, προφητικό οραματισμό, ευφροσύνη, ερωτική διάθεση, αυτό το πλούσιο μετάλλευμα των λέξεων του νεαρού ποιητή. Αφουγκραστείτε τον λόγο ενός μύστη-ποιητή στο τι η χαροποιός και ερωτική του ματιά μας δηλώνει, πως εικονογραφεί την γυναικεία παρουσία, που τον μυεί στα μυστικά και τις ομορφιές της φύσης. Αυτό το «ναυτάκι» του έρωτα, το «πλασμένο για τις μικρές κόρες του Αιγαίου» πως ζωγραφίζει το πρόσωπο της αιώνιας Ελένης. Ακόμα και ο τίτλος της παρούσας ποιητικής σύνθεσης παραπέμπει σε μια άλλη ονειρική διάσταση του χρόνου. Σε μελλοντική ελπίδα αφού, «ο χρησμός των άστρων δε θα πάει χαμένος» μας λέει ο ερμηνευτής τους. Είναι η αίσθηση της καλοσύνης που κάνει τους ανθρώπους να «ακουρμαστούν την φωνή του λύκου», δηλαδή το κακό και να το εξοντώσουν. «Η καλωσύνη στις λυκοπορίες» είναι μια ποιητική προφητεία, ένας τρόπος να ξεριζωθεί και να πολεμηθεί το κακό, γιατί, «Καιρός, καιρός να ξημερώσει πιά». Μια πορεία προς το αιγαιοπελαγίτικο ελληνικό φως με οδηγό τα οραματικά ποιητικά λόγια του ποιητή. Μια μυσταγωγία λυρισμού και έμπνευσης, ονείρου και λεκτικής και εκφραστικής πανδαισίας.  Τα ποιήματα αυτά, τα φωτόλουστα στον πυρήνα τους, είναι μια λυρική αφήγηση, μια περιπέτεια των μελλοντικών του ποιητικών αναζητήσεων και καταθέσεων.  Στην «Καλωσύνη στις Λυκοπορίες» συναντάμε τα πρώτα στάδια της κατοπινής του εξέλιξης, της ποιητικής διαδρομής που ακολούθησε μεταγενέστερα ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Υπάρχουν ποιητικές στιγμές, που φέρνουν στο μας τον ποιητικό λόγο του γάλλου Πωλ Ελυάρ, που θυμίζουν σκηνογραφία κειμένων του ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Αυτή η λατρεία για την φύση, την εμπνευστική ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος. Ένας λυρικός λόγος έντονα φορτισμένος, δένει ή συμπλέει με εικόνες υπερρεαλιστικής μαγείας, με στοιχεία ακόμα και στιγμές εικαστικού μεγαλείου γάλλων υπερρεαλιστών ποιητών και ζωγράφων. Αυτή η αρμονική μείξη της ελληνικής ευαισθησίας, του τρόπου του ελληνικού οράν την φύση με την ελευθερία της έκφρασης και την ανάδειξη του ονειρικού κόσμου της γραφής των υπερρεαλιστών ποιητών, έτσι όπως ο ποιητής Ελύτης τα αφομοίωσε μέσα στις ποιητικές του συνθέσεις, είναι που πρόσφερε-και δικαίως-το στεφάνι της δόξας στον έλληνα ποιητή. Οι εικόνες του, δεν μας ξενίζουν, δένουν ισορροπημένα με τις ρίζες και τα βλαστάρια του ελληνικού λόγου. Η παλαιά παράδοση της ελληνικής ποίησης συνεχίζεται με έναν άλλον τρόπο, αρδεύει τα νέα μονοπάτια του σύγχρονου ελληνικού ποιητικού λόγου. Τα πολύτιμα και φωσφορίζοντα μεταλλεύματα των λέξεών του, έρχονται να κομίσουν τα νέα μηνύματα των καιρών που η ποίηση καλείται να εκφράσει. Οι λέξεις του προέρχονται από τα πανάρχαια ελληνικά ορυχεία από όπου αντλείται η  καθημερινή λυρική αίσθηση των απλών ανθρώπων. Οι αντιθέσεις εικόνων και νοημάτων δεν εκπλήσσουν, αντίθετα προκαλούν συγκίνηση. Μια συγκινητική ατμόσφαιρα που διαχέεται μέσα στο χώρο, απλώνεται στο περιβάλλον. Συνεχίζει τον ποιητικό οραματισμό του μύστη-ποιητή  Ένα εσωτερικό ρίγος ευαισθησίας νιώθεις καθώς διαβάζεις αυτά τα ποιήματα, τα χωρισμένα σε 7 μικρές ενότητες οργανικά δεμένες μεταξύ τους. Οι συστηματικοί αναγνώστες και ερευνητές της ποίησης του νομπελίστα μας ποιητή, σίγουρα θα αναγνωρίσουν πολλά κοινά στοιχεία της σύνθεσης αυτής, με άλλες του κατοπινές συλλογές. Ποιητικά στοιχεία και τεχνικές που θα κορυφωθούν στο ηρωικό του έπος «Άξιον Εστί». Είναι τα πρώτα που ποιητή χαράγματα αναζήτησης του ποιητικού του προσώπου. Του σχηματισμού των κύκλων των ποιητικών του οραμάτων. Ένας ποιητικός λόγος, ούτε ακραίως σουρεαλιστικός, ξεκομμένος από την ελληνική παράδοση όπως έχουμε στις περιπτώσεις του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, του Νικόλαου Κάλλας ή του Νάνου Βαλαωρίτη, ούτε παραδοσιακός ξεπερασμένος λυρισμός μιας άλλης ιστορικά και ποιητικά εποχής. Αυτήν την ποιητική γέφυρα-με το έργο του-στήνει ο Οδυσσέας Ελύτης ανάμεσα στην προηγμένη και ανεπτυγμένη δύση και στην καθ’ ημάς υπανάπτυκτη οικονομικά ανατολή. Ανάμεσα στα πιο ζωντανά κύτταρα της ελληνικής παράδοσης και στα πιο γόνιμα στοιχεία του δυτικοευρωπαϊκού σουρεαλισμού. Ανάμεσα στην πρόσφατη ιστορία της χώρας και της πρόσληψή της από τις νέες ποιητικές συνειδήσεις των ελλήνων. Αυτός ο δρόμος του βλέμματος και της ποιητικής έμπνευσης που ανοίγει είναι που δημιουργεί το θαύμα της ποιητικής δημιουργίας του Οδυσσέα Ελύτη. Παραπλήσια ποιητική αντίληψη και οραματισμό βλέπουμε και στο έργο του εικαστικού και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου, στου ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου. Ποιητικές διαδρομές των ποιητών της γενιάς του 1930 στην προσπάθειά τους ανεύρεσης της ποιητικής τους αυτογνωσίας, στην επιθυμία τους να επαναφέρουν στο προσκήνιο την λησμονημένη ελληνική ταυτότητα, να δώσουν ένα νέο ποιητικό πρόσωπο στην χώρα τους.
Η υγιής πατριδολατρεία των ποιητών της γενιάς του 1930,-θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι ξεκινά από τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά, που συνεχίζουν τους δρόμους που χάραξαν ο γενάρχης της ελληνικής ποίησης Διονύσιος Σολωμός, ο «καρμπονάρος» Ανδρέας Κάλβος και άλλοι, περνώντας από την πονεμένη ματιά των ερειπίων, των σπασμένων μαρμάρων του Γιώργου Σεφέρη, δεν έχει να κάνει με στείρες αναφορές αφύπνισης της ελληνικής συνείδησης, ενός ρεύματος μέσα στην παράδοση του ποιητικού και πεζού λόγου, με αναφομοίωτες αναφορές και καταφυγές σε αρχαία μεγαλεία ή βυζαντινά κλέη αυτοκρατόρων, αλλά, στην συγκαιρινή τους ιστορική και πολιτική πραγματικότητα. Μια ιστορική κοινωνική πραγματικότητα, που βιώνουν μαζί και κοντά σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό και τους διαρκείς θυσιαστικούς του αγώνες. Δεν είναι μόνο η συνέχεια της γλώσσας που τους συνδέει άμεσα με την παράδοση της Ελλάδας, με την κληρονομιά της και τις παραδόσεις της, είναι το ίδιο το φυσικό της τοπίο που καθορίζει τις προϋποθέσεις. Ο Ελλαδικός χώρος και η μαγεία του που μεταμορφώνει τις ανθρώπινες συνειδήσεις, που δημιουργεί τις αναγκαίες καταστάσεις ζωής των απλών και αγράμματων ανθρώπων της Ελλάδας. Των φτωχών ελλήνων ξωμάχων που τους οδηγεί να συμπεριφέρονται στις καθημερινές τους ασχολίες, δράσεις και συναλλαγές, σαν να ήσαν άρχοντες. Σαν αριστοκράτες-χωρίς οικόσημα-μέσα στην φτώχεια τους. Έλληνες νησιώτες και στεριανοί που πλημμυρίζουν λεβεντιά, καλογουστιά. Είναι αυτό το ελληνικό της ζωής ήθος των απλών ανθρώπων που κληρονομείται από γενιά σε γενιά, που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, από μητρικό νανούρισμα σε πατρικές συμβουλές αντρειοσύνης, από της ζωής πρακτικές σε περιπέτειες και ηρωικά ανδραγαθήματα, διδαχές που τους τροφοδοτεί η ίδια η χώρα, το φυσικό της φως, οι σκιές της, οι κορυφογραμμές της, η πετρώδη ομορφιά της, η κατάξερη θυμαρίσια ομορφάδα της, οι ήχοι από ψαλμωδίες των μέσα σε βυζαντινά ερημοκλήσια. Η θερμή της αύρας της τα καλοκαιρινά μεσημέρια που λιγώνει νέους και μεγαλύτερους. Η γαλάζια απεραντοσύνη ελπίδας του θαλάσσιου πλούτου της. Είναι το βλέμμα των ελλήνων που διαμορφώνεται από το ίδιο το φυσικό τοπίο της Ελλάδας. Αυτήν την λαύρα της ιστορικής συνέχειας και του ονείρου, της ερωτικής αίσθησης και της ατομικής του καθενός μας συνείδηση, αυτό το άγνωστο της ζωής που γίνεται ορατό, αυτού του μικρού κόσμου του μέγα, είναι που διαρκώς εικονογραφεί και μας αφηγείται ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Αυτήν την δόξα των απλών πραγμάτων που τα ασβεστώνει η μνήμη της ιστορίας. Από τα πρώτα του ποιητικά βήματα μέχρι τα στερνά του, αυτό το ελληνικό σύμπαν των φυσικών θαυμάτων περιγράφει ο ποιητής.
Διαβάζοντας την ποίησή του, θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε εμείς οι νεοέλληνες αμύητοι αυτής της γεύσης ζωής και τρόπου θανάτου, μήπως το χαμένο κέντρο για το οποίο μας μιλά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος είναι η Ελένη-Ελλάδα.  Μήπως η Ελλάδα είναι η αιώνια Ελένη που αναζητούν οι ποιητές μας. Αυτή η άπιαστη ομορφάδα. Αυτή που ενώνει μέσα στην εκθαμβωτική της λαμπράδα και ομορφιά το χτες με το σήμερα, την ζωή με τον θάνατο, και τα δύο με την Ποίηση.
     Την ποιητική αυτή σύνθεση που αντιγράφω από την ανατύπωση του περιοδικού ΤΕΤΡΑΔΙΟ, δεν την έχω ξανασυναντήσει σε άλλες πηγές. Στο πρώτο αυτό τεύχος συνεργάζονται ακόμα ο υπερρεαλιστής ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος, στενός φίλος του Ελύτη, με τα καλογραμμένα κείμενα «Ερμόλαος ο Μακεδών», το “Nerone”, το “Jungfrau ή Η Ηχώ των Ωραίων». Ο ποιητής Τάκης Κ. Παπατζώνης με το ποίημα «Σταυροδρόμι». Ο ποιητής και ζωγράφος Γιώργος Μαυροϊδής με την «ΜΥΡΙΑΝΘΗ». Ο ποιητής Νίκος Γκάτσος με την σύνθεση «Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ» (1513). Ο τεχνοκριτικός Αλέξανδρος Ξύδης υπογράφει την εκτενή μελέτη του «Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ Κ’  Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ». Ένα προδρομικό κείμενο για το έργο του πειραιώτη ζωγράφου, ποιητή, σκηνοθέτη και μεταφραστή. Όλη η σκηνογραφική του ματιά περνά μέσα σε αυτό το κείμενο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 2 Νοεμβρίου 2018
ΥΓ.
Άκουσα τις ημέρες αυτές που εορτάζαμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, σε ραδιοφωνικό σταθμό από χείλη έμπειρου δημοσιογράφου το εξής περιστατικό που δεν είχα προσέξει. Την περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, λίγο πριν οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις εισβάλουν στο κράτος του Βελγίου, αξιωματικοί και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες ζήτησαν από τον Βασιλιά τους και αρχηγό του κράτους του Βελγίου να εγκαταλείψει την χώρα του, να φυγαδευτεί ώστε να γλυτώσει από τα στρατιωτικά στρατεύματα κατοχής. Εκείνος αρνήθηκε. Του το ξαναζήτησαν και πάλι, και ο Βασιλιάς και πάλι αρνήθηκε. Ρωτώντας τους, αν ο Βελγικός λαός θα είναι σκλαβωμένος από τους Γερμανούς στρατιώτες, και οι αξιωματούχοι του βελγικού στέμματος και της κυβέρνησης απάντησαν καταφατικά. Τότε εκείνος (ο Βασιλιάς) τους είπε, ότι δεν μπορεί ο λαός του να είναι σκλαβωμένος και υποδουλωμένος στους κατακτητές και εκείνος σαν εκπρόσωπός τους να είναι στο εξωτερικό και να απολαμβάνει αυτός και η οικογένειά του την ασφάλεια. Και παρέμεινε στο παλάτι κλείνοντας για τέσσερα νομίζω περίπου χρόνια πόρτες και παράθυρα, και έμεινε «φυλακισμένος» μέσα στο ανάκτορο σαν συμπαράσταση στον λαό του. Δεν μετείχε σε καμία δημόσια εκδήλωση μέχρι την απελευθέρωση της χώρας του. Έμεινε έγκλειστος μέσα στα ανάκτορα. Τα παράθυρα του παλατιού δεν άνοιξαν. Μετά την απελευθέρωση, οι Βέλγοι, για να τον τιμήσουν, πραγματοποίησαν την εορτή της απελευθέρωσής τους μπροστά στα ανάκτορα. Πού τότε μόνο άνοιξαν τα παράθυρα και εμφανίστηκε. Οι δικοί μας έλληνες κυβερνητικοί παράγοντες, οι πρίγκιπες και οι βασιλείς, η αριστοκρατία του χρήματος, κατέφυγε πρώτα στο Κάϊρο και στην Νότιο Αφρική, μαζί με τα αποθεματικά του κράτους. Οι απορίες δικές σας όπως και οι παραλληλισμοί. Αυτά τα ιστορικά ντεσού είναι που φωτίζουν την αληθινή ιστορία ενός τόπου και των ηγετών του. Μάλιστα ο δημοσιογράφος του σταθμού-μιλώ για το ραδιοφωνικό σταθμό «παραπολιτικά», ο κύριος Σταυρόπουλος, αναφέρθηκε και σε άλλους οικονομικά έλληνες μεγαλόσχημους που την εποχή εκείνη αρνήθηκαν να συμμετάσχουν και να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, ενδυναμώνοντας το λαϊκό φρόνημα. Μιλούσε για την περίπτωση του Θωρηκτού Αβέρωφ και το πλήρωμά του. Και μετά εμείς, ασχολιόμαστε αν ο δικτάτορας-πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς είπε το ΟΧΙ ή το είπε ο Ελληνικός Λαός. Τα ιστορικά γεγονότα που παρέθετε από ιστορικές πηγές και αναφορές ο δημοσιογράφος, ήταν συγκλονιστικά. Την ίδια στιγμή, που οι ανώνυμοι έλληνες άφηναν τα κοκαλάκια τους στα Αλβανικά βουνά, που πέθαινε ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης στα παγωμένα βουνά, που ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης πολεμούσε στο μέτωπο, ο πειραιώτης ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης επίσης, και πολλές άλλες χιλιάδες ανώνυμα ελληνόπουλα πατριωτάκια.
Αυτά εκ των ιστορικών της πατρίδας μας υστέρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου