Λίγες
ακόμα κριτικές από το περιοδικό «ΝΕΑ ΠΟΙΗΣΗ»
Τεύχος
7/ Οχτώβρης 1975-Γενάρης 1976, Δρχ. 12.
ΒΙΛΗΣ
ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, «Τώρα που ο νεκρός ζει». Ποιήματα. Αθήνα 1974.
Το
πρόβλημα του λυρισμού, λίγο πολύ υπαρκτό σε όλους τους σύγχρονους ποιητές, ο κ.
Ευ. το έλυσε με ένα δραματικό τρόπο: θέλοντας να το ξεριζώση από μέσα του. Η
προσπάθειά του αυτή, ωρισμένη-από ευνόητους, νομίζω, λόγους- μέσα στα αυχμηρά
χρόνια της Εφταετίας, έφτασε στο αποκορύφωμά της με κάποιες συνθέσεις του, που
ούτε καν θέλησε να τυπώση, παρά τις κυκλοφόρησε, το 1974, πολυγραφημένες, σε
περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, ανάμεσα στους φίλους του: «72 στιγμές», «Η
Επταετία», «Της Κύπρου».
Ακολούθησα, πάλι σε πολύγραφο, πάλι ανεπίσημα, το πιο πάνω βιβλίο. Και,
πάλι με το ίδιο μέλημα, της απομάκρυνσης του λυρισμού από τον λόγο του, αφού
τον θέλει φορέα μιάς έσχατης απελπισίας, μέσα σε ένα κόσμο όπου όλα, και όλοι,
έχουν φθαρή. Και αυτό επιθυμεί να το εκφράση άμεσα, με μια απομυθοποιητική
διάθεση, με πεζή γλώσσα, η οποία ταυτίζει την ατιμία με την τιμιότητα, την
προστυχιά με την αρετή-φτάνοντας στο μηδενισμό-, συνάπτοντάς τα με μια κοινή
ρίζα, το τελικό τίποτα:
Οι
άτιμες πράξεις απαιτούν όμοια αρμονία πνευματικών σχέσεων
όπως και οι άλλες οι στηριγμένες στην ηθική (…)
οι άλλοι, ακόμα και οι επαναστάτες, χτυπώντας το
κακό είναι έτοιμοι
να υπηρετήσουν το άλλο κακό που είναι ο εαυτός τους.
Έβαλα
τους λίγους αυτούς στίχους και σε μιάν απάντηση στην ερώτηση που μπορεί να
προβάλη ο αναγνώστης, απορώντας, τι θα απομείνει σε μια ποίηση, από την οποία
τόσο φανατικά εξορίζεται ο λυρισμός. Μένει, και πάλι, η ποίηση, αν αυτή έχει
μπη στο αίμα του ποιητή. Ο κ. Ευ., έχοντας φτάσει, ύστερα από αρκετά μακρό
δρόμο, σα μιάν ώρα αναμφισβήτητης ευφορίας, μας διδάσκει με το παράδειγμά του
πως η ποίηση δεν είναι ο λυρισμός’ είναι
ό,τι άμεσα μπορεί να βρη την καρδιά του αναγνώστη και να την αναστατώση:
Δε
θέλω να το πω, διστάζω
οι
αγαπημένοι μου με γκρέμισαν
τα
ερείπια ήταν το άλλο μας σπίτι
εκεί
μέσα μπορούσαμε να μιλήσουμε
να
συνεννοηθούμε να σχεδιάσουμε το αύριο
εκεί
μέσα μπορούσαμε ν’ αγαπηθούμε πιο πολύ
από
κεί μέσα μπορούσαν τόσα εκατομμύρια λευκοί σταυροί
να
γίνουν τόσα εκατομμύρια λευκά περιστέρια
από
κεί μέσα βγαλμένος ο πόνος
μπορούσε
να γίνη χείμαρρος ανθρωπιάς κήπος ευφροσύνης
εκεί
και ο έρωτας πάθος αγγέλων
εκεί
και η φιλία ρολόι θεού.
Από
κεί με γκρέμισαν και κανείς πιά δε μου έμεινε
κανείς
δεν πίστευε στη δύναμή μου
που
ν’ ακουμπούσα την τραυματισμένη μου αγιότητα
που
να έθαβα την ορμή μου; (δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε
που
ο χτυπημένος άγγελος υψωνόταν να ξανάπεφτε σαν πληγωμένο πουλί).
Βέβαια,
εδώ υπάρχουν και κάποιες ριπές λυρισμού’ ο ποιητής θέλει, αλλά δεν μπορεί να
τον ξεριζώση ολότελα, πότε πότε χώνεται μέσα στις κραυγές του. Και αυτή είναι η
διαφορά, όπου συναντάμε εδώ εστίες λυρισμού, ο ποιητής δεν τις έχει θελήσει,
υπάρχουν παρά τη θέλησή του. Γι’ αυτό και έχουν, στο βάθος, και αυτές, κάτι το
άμεσα σκληρό ή τραγικό. Όπως και η επόμενη, μία από τις «72 στιγμές» του
ομώνυμου φυλλαδίου του, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως:
Θέλω
να υπάρξω
θέλω
να υπάρξω μέσα στην ψυχή σου
μέσα
στην ιδέα σου
σαν
το δέντρο
πού
ριζώνοντας στο χώμα
ορμάει
στο γαλάζιο,
όπως
στο θεό.
Κ.
ΜΙΧΑΗΛ, σ. 155-156
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
«Τα Ποιήματα». Εκδόσεις των Φίλων. Αθήνα 1975.
Έχει πιά
καθιερωθεί στις μέρες μας η συνολική έκδοση των ποιημάτων ποιητών μας που
διέσχισαν μια μεγάλη περίοδο του βίου τους θητεύοντας ακατάπαυστα στην ποίηση,
δηλαδή ακολουθώντας ένα τρόπο ζωής ταυτόσημο με το λυρικό όραμα του κόσμου, με
μύθους και εικόνες και σύμβολα υπερκαθημερινά. Είναι αληθινά πάρα πολύ χρήσιμες
αυτές οι συνολικές εκδόσεις ποιητικών, έργων, γιατί εκτός από το γεγονός πως
έτσι γίνεται προσιτό το έργο των ποιητών σ’ ένα ευρύτερο κοινό, συγχρόνως μας
δίνεται η δυνατότητα μιάς συνολικής θεώρησης και κατάταξης αυτού του έργου. Πρίν
από μερικές δεκαετίες υπήρχαν ποιητές με αληθινή λυρική περιπέτεια βίου, που
σχεδόν δεν είδαν ποτέ τα ποιήματά τους τυπωμένα σε ξεχωριστό βιβλίο. Ας
θυμηθούμε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που έζησε ολόκληρη ζωή, μέσα στα ποιητικά
οράματα και μόλις προς το τέλος του βίου του κυκλοφόρησε μιά λιγοσέλιδη
ποιητική συλλογή με ένα πολύ μικρό μέρος του ποιητικού του έργου. Ο Μήτσος
Παπανικολάου ούτε καν αυτό δεν αξιώθηκε. Αλλά συνολικές εκδόσεις των έργων τους
δεν είδαν ούτε ο Τέλλος Άγρας, ούτε φυσικά ο Κώστας Καρυωτάκης στο σύντομο και
οραματικό βίο του.
Αξίζει
κάθε έπαινο η συμβολή διαφόρων εκδοτικών οίκων στην παρουσίαση ολόκληρου του
ποιητικού έργου των ποιητών μας. Σ΄ αυτό τον τομέα «Οι Εκδόσεις των Φίλων»
δημιούργησαν κιόλας μια αξιοζήλευτη παράδοση. Με εξαιρετικά επιμελημένη εργασία
παρουσίασαν ως σήμερα το ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη, «Τα Ποιήματα» του Ι.
Μ. Παναγιωτόπουλου, «Τα Ποιήματα» του Παντελή Πρεβελάκη, «Τα Ποιήματα» του
Κωνσταντίνου Τσάτσου, τις «Συνθέσεις» του Αλέξανδρου Μπάρα. Τελευταία
κυκλοφόρησαν «Τα Ποιήματα» της Μελισσάνθης, σ’ έναν ογκώδη και καλαίσθητο τόμο,
που περιλαμβάνει ολόκληρο το ποιητικό της έργο, από το 1930 που κυκλοφόρησε η
πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Φωνές εντόμου» έως τα εντελώς πρόσφατα
ποιήματά της του 1974.
Από τη
διαφορετική τεχνική των ποιημάτων της αναδύεται η ενιαία μεταφυσική της όραση
και ο υπαρξιακός της σπαραγμός της ανθρώπινης υπόστασής της, μ’ έναν τρόπο
πραγματικά δραματικό. Τα ποιήματα της Μελισσάνθης δεν θα ήταν καμιά υπερβολή να
πούμε πώς μας μεταφέρουν σε μιά πηγή λυρικού φωτός, σε μιά δίνη αισθησιακής
έξαψης και μεταφυσικής έξαρσης. Στα σονέττα των πρώτων της συλλογών μας
παρασύρει ένας, θα λέγαμε, ένθεος ερωτισμός, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο
αυτό με τον τρόπο του Πλάτωνος, πού προσδιόριζε το ερωτικό πάθος και την έγερση
των αισθήσεων σαν «ένθεη μανία». Πραγματικά, σ’ αυτή την αισθαντική αρτιότητα
πλησιάζουν πολλά από τα σονέττα της, που παρά τον προσδιορισμό της στιχουργικής
τους, διατηρούν τη φωνή του γνήσιου πάθους και την άνεση του πηγαίου
αισθήματος.
Αλλά ο
ουσιαστικός χώρος της ποίησής της διαφεύγει από την αρπαγή του αισθησιασμού για
ν’ ακολουθήσει τη δυσπρόσιτη κοίτη της αναζήτησης του Απολύτου. Από τα πρώτα
της ποιήματα έως τα εντελώς πρόσφατα διαγράφεται καθαρά η αγωνιώδης αναζήτηση
για την ταύτιση με το αιώνιο Πρόσωπο, με τη δύναμη και την παρηγοριά πέρα από
το χρόνο. Με σύμβολα της χριστιανικής μυθολογίας ανασκάπτει στην περιοχή των
αρχετύπων του ανθρώπινου είδους για να φέρει στο ποιητικό φως ερήμους και
προπατορικές ενοχές, λατρείες και διαχρονικά μηνύματα. Αλλά με άσβηστο το πάθος
για τη ζωή και με ακαταμάχητη προσήλωση στο ιδεώδες της λύτρωσης του ανθρώπου,
στην υπέρβαση της κακοδαιμονίας των διανθρώπινων σχέσεων. Από την ποιητική
σύνθεση «Ο δρόμος του γυρισμού» έως το ποίημα για τον «Κάϊν» φαίνεται η ενότητα
της ποιητικής πορείας της Μελισσάνθης, η γνησιότητα του λυρισμού της, το
ποιητικό της φως.
Η
Μελισσάνθη με την ποίησή της καταξιώνει: «το αληθινό κι ανθρώπινο Σχήμα» της
ζωής μεταφέροντας το βαθύτερο μήνυμα της αγάπης και λυρικής σοφίας μέσα σε
ποιήματα κρυστάλλινης καθαρότητας κι αισθητικής αρτιότητας. «Τα Ποιήματα» της
Μελισσάνθης αποτελούν δικαίωση και κόσμημα της πνευματικής και ανθρώπινης
περιπέτειας του βίου της.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΔΟΥΚΑΡΗΣ, σ. 156
--
ΤΑΚΗ
ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ: «Το Χρονικό», εκδ. Κέδρος-Αθήνα 1975
Ένα
πολυεπίπεδο κοινωνικά και υπαρξιακά ποίημα «Το Χρονικό» του Τάκη Σινόπουλου.
Έχει «χτιστεί» με βάση τις εμπειρίες των τριανταπέντε τελευταίων χρόνων της
ελληνικής ζωής, καθώς όμως η οκταετία που πέρασε τους επεφύλαξε μιά πλαισίωση
και μιά διέξοδο που μπορεί να θεωρηθεί ξεστράτισμά τους, σύμφωνα με το όραμα
που οι φορείς τους κατέθεταν μέσα σ’ αυτές κατά τη δημιουργία τους,. Ο τίτλος
επίτηδες θαρρείς διαλεγμένος ώστε να υποδηλώνει κάτι πολύ λιγότερο απ’ ό,τι το
ποίημα στο σύνολό του υποβάλλει-και επιβάλλει. Γιατί αποτελεί ένα πρωτοφανέρωτο
γεγονός στην ελληνική ποίηση που είναι συνάμα και η ποιητική «καινοτομία» του
Σινόπουλου η παράλληλη, ταυτόχρονη και συμπλεγματική ανάπτυξη των γεγονότων που
στοιχειοθετούν την εξωτερική μορφή του ποιήματος, του ποιητικού υλικού αυτού
καθεαυτού και της μοίρας του ποιητή όπως, το υλικό που θέλει να κυριαρχήσει και
τα γεγονότα που οι άλλοι δημιουργούν, διαμορφώνουν. Υπάρχει ένας πολλαπλός
χρόνος, χρόνος διαδοχικός, παράλληλος, επάλληλος και συνύπαρκτος που στιγμές
αλληλοαναιρείται και στιγμές αλληλοχωνεύεται για να καταλήξει σε μιά ενιαία
οπτική των πραγμάτων («Στον παρόντα χρόνο στον ενεστώτα χρόνο. Όλα παρόντα. Και
τα παρελθόντα και τα παρόντα και τ’ απόντα») που είναι η ιστορική πληρότητα της
ποιητικής γλώσσας του Σινόπουλου αλλά και η μεταφυσική της συνεκφορά. Τα
πρόσωπα του ποιήματος αλλά και ο ίδιος ο ποιητής λειτουργούν μέσα στο ποίημα
όχι μόνον ως φορείς των γεγονότων, θεατές τους και σχολιαστές τους, δηλαδή ως
υλικό της ζωής αλλά και ως υλικό του ποιήματος, μπαινοβγαίνουν από τον έναν
χώρο στον άλλο και καθορίζουν με τη δράση τους μεταγενέστερες φάσεις της ζωής ή
διευρύνουν «πεπραγμένα» και «αισθήσεις» από μιά «συμπληρωμένη» ποιητική
εμπειρία. Θάλεγε κανείς πώς το ποίημα γράφεται σχεδόν μπροστά μας, την ίδια
στιγμή που το διαβάζουμε αποτυπώνονται οι δυσχέρειες της σύνθεσής του, ο
ποιητής προχωρεί ανατομικά εκθέτοντας το υλικό που έχει οργανώσει σε κοινή θέα,
επιλέγοντας και απορρίπτοντας ταυτόχρονα, μιά διαδικασία όμως αισθητική
ισορροπημένη και ποιητικά αποδοτική αφού και το προς απόρριψη είναι το απόλυτα
αναγκαίο για την οικονομία του ποιήματος έτσι ώστε η δυσχέρεια του ποιητικού
«γίγνεσθαι» να μεταβάλλεται σε ποιητικό αξίωμα («Η γραφή περπατώντας τώρα
δύσκολα, στραβά, πότε χωνεύει το θεματικό υλικό πότε ταράζεται από σκέψεις
απειθάρχητες παραστρατήματα-παρεκτροπές της μνήμης. Πολλές επαναλήψεις
φτηνοπράματα και λύσεις πρόχειρες. Οργίζομαι κι αρχίζω πάλι απ’ την αρχή. Ο
χρόνος κομματιάζεται τότε που βγαίνουν άλλα επίπεδα κινήσεις άξαφνες και
παρορμήσεις απαιτητικές οδυνηροί παροξυσμοί του συναισθήματος»). Τα ουσιαστικά
γεγονότα συμπλέκονται με τα «επουσιώδη» που η διεργασία τους, μέσα στο
υποσυνείδητο του ποιητή τους έχει δώσει μιά ιδιαίτερη βαρύτητα ώστε να είναι απαραίτητη
η αποκρυπτογράφησή τους για να μπορέσει και το ποίημα να προχωρήσει και ο ίδιος
να επιζήσει. Τα πρόσωπα του ποιήματος είτε υπάρχουν στον ιδεατό δικό του χρόνο
είτε στον πραγματικό του ποιητή εναλλάσσονται μ’ έναν τρόπο που η ατομική τους
ταυτότητα να διατηρεί κάτι το συμπτωματικό και ν’ απορροφάται από ένα σύνολο
πού μ’ ένα ακαριαίο, μονολεκτικό σχόλιο σε καταστάσεις παρελθοντικές ή σε
κοινούς τόπους που άλλοτε είναι σαρκασμός και άλλοτε ειρωνεία να μεταβάλλεται
σε χορό αρχαίας τραγωδίας.
Ιδεολογικά
το πιό «απαισιόδοξο» ίσως ποίημα του Σινόπουλου «Το Χρονικό» όχι μόνο για την
αδιέξοδο κατάληξη του τελευταίου του στίχου («Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα
στους δολοφόνους») αλλά ακόμη γιατί («Το ποίημα παίζει το παιχνίδι του κάθε
στιγμή καταπαχτές») ή («Νύχτα διαβάζοντας τον καρπό του βιβλίου που ονομάζεται
ψέμα Ιστορία») ακόμη η αντίστροφη όψη των πραγμάτων, το πεπερασμένο των
ατέρμονων. («Η θάλασσα ένα τείχος»). Ακόμη και μιά παρατήρηση που ίσως αφορά
την τεχνική του ποιήματος, η απουσία κομμάτων σα για να υποδηλωθεί μιά
καιροφυλαχτούσα εξέλιξη στα πράγματα και το ποίημα που δεν καθορίζεται από τον
ποιητή. Κι όλα αυτά μαζί συνθέτουν το «χρονικό» της γραφής του ποιήματος, το
«χρονικό» της ζωής του ποιητή, το «χρονικό» της ζωής της Ελλάδας.
ΘΑΝΑΣΗΣ
Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ, σ. 157.
--
Τεύχος
10/ Οχτώβρης-Δεκέμβρης 1976, Δρχ. 24
ΔΥΟ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΜΑΣ
•ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΤΣΑΛΟΥΜΑΣ, «Παρατηρήσεις υποχονδριακού» και «Το σπίτι με τους ευκαλύπτους»
(1975)
•ΣΠΥΡΟΣ
ΤΣΑΚΝΙΑΣ, «Εν Αυλίδι» και «Ιστορίες για το Σέργιο» (1976)
Θέλω να
μιλήσω για την όμορφη έκπληξη που δοκίμασα διαβάζοντας τώρα για πρώτη φορά, δύο
βιβλία του κ. Δημήτρη Τσαλουμά: «Παρατηρήσεις υποχονδριακού» και «Το σπίτι με
τους ευκάλυπτους», τυπωμένα και τα δύο το 1975.
Ο κ. Τσαλουμάς
έχει εκδώσει ακόμα δύο συλλογές «Τρόποι γαλήνης» (ήδη το 1950!), «Ανάσταση»
(1974).
Δεν ξέρω
πως ξεκίνησε, τι προανάγγελλε το 1950. Όμως τώρα ορθώνεται μπροστά μου μιά
ορισμένη ποιητική συνείδηση:
«Χειροτέρεψε
ξανά η κατάσταση του γείτονα
και
κλείσαν έξω στο περβάζι το βασιλικό.
Μέρες
παραμονεύω τα καμώματα του θανάτου
τίς
απουσίες, τα ξαφνιάσματα, τον άσπρο τοίχο
που
πυρώνει το φως, να φανεί η ρωγμή,
να
λυτρωθεί στη μάχη της πεταλούδας η ελπίδα».
Ο
«γείτονας» είναι σταθερά παρών μέσα στην ποίηση του κ. Τσουλουμά, την τρέφει
και την αναπτύσσει, τη βαθαίνει και την πλαταίνει, γιατί δεν «παρίσταται»
τυπικά και μηχανικά, από κάποιο δέον, αλλά ως μιά προέκταση της προσωπικής του περιπέτειας
γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχει κάποια αδιάκοπη «συμμαχία» αντίθετα δεν σπανίζει η
«φυγομαχία»:
«Άσκημα
τα νέα από τα μέτωπο κι ο κόσμος
συντάχτηκε
ν’ ακούσει τους αρχηγούς. Συλλογιέμαι
την
πικρή ώρα και το δαρμό στο «Ίλιο
και
πάω να τρέξω, αλλά κουτά και παράκουα
τα
πόδια μου, και τόσο μικρή η κραυγή μου
πού
δε θα φτάσει τ’ αυτί του Θεού».
Ο ποιητής
αγαπάει το συνάνθρωπό του, κι ας μην μπορεί να τον βοηθήσει στην κρίσιμη ώρα
του’ είναι τότε και για τον ίδιο ώρα κρίσεως η στιγμή αυτή.
«Οι
ποιητές που τραγουδώντας τον παλιό καιρό
υμνήσαν
την αθάνατη αγάπη, κι οι προφήτες
πού
ακούσανε τη φωνή του Θεού στου κόσμου
τις
σκαλωσιές, δεν ήξεραν τη στενάχωρη θέση μας,
τί
θα πει κλειδωμένος ολημερίς
μα
μελετάς το σαράκι στις κουφάλες του χρόνου.»
Τελικά
πιστεύω ότι ο κ. Τς, κάνει, με τον τρόπο του, ποίηση κοινωνική. Αν έχει να
απευθύνει μιάν έκκληση, είναι να σταματήσει η αστυνόμευση της ζωής μας, να
καταργηθεί η σχέση του φόβου, που μας συνδέει τον ένα με τον άλλο, να
εξουδετερωθούν οι παράγοντες της καταπίεσης και της παγιδευμένης μέσα στο κρίμα
κοινωνικής ζωής.
«Πάρτε
από πάνω του τα μάτια του χαφιέ,
κι
απ’ το μοχλό που σπρώχνει την ίδια σκέψη
από
κρόταφο σε κρόταφο ν’ αφαιρεθεί το δόντι
που
γαγγραινιάζει τον εγκέφαλο. Μονάχα φόβος
φουσκώνει
τους πνεύμονες της εμφιαλωμένης αράχνης.
Τα
μάτια του φταίχτη να σκοτεινιάσει η αμαρτία.»
Στο ίδιο
βιβλίο (μιλώ πάντα εδώ για τις «Παρατηρήσεις υποχονδριακού») ο αναγνώστης
διαπιστώνει ότι ο ποιητής, με τη γυμνασμένη και παλλόμενη γλώσσα του, μπορεί να
ανανεώνει, κάθε φορά που κρίνει σκόπιμο να μπάσει τέτοια στοιχεία, και κάποιες
πατριωτικές διαθέσεις ή μοτίβα της λαϊκής παράδοσης, ενώ εξάλλου προχωράει και
στη φιλοτέχνηση ορισμένων μύθων, που σημαίνει: δεν περιορίζεται στην αποτύπωση
ποιητικών στιγμών, αλλά τείνει και προς τη σύνθεση,-κάτι που πάντα βάζει σε
δοκιμασία την αντοχή της ποιητικής εμπνοής και δύναμης.
Στο
«Σπίτι με τους ευκαλύπτους» κυριαρχεί διαφορετική εκφραστική διάθεση, παρόλο
πού η «Ιδεολογική» βάση είναι ανάλογη. Ποιητικά πάντως ο τόνος αλλάζει, σαν να
γίνεται πέρασμα σε μιάν άλλη «αποχή» (όπως θα λέγαμε για τη ζωγραφική του
Πικάσσο)’ εδώ κυριαρχεί ο λυρισμός, που εξακοντίζει δέσμες εικόνων. Κι αξίζει
να δει κανείς, πώς και εδώ, στο καθαρό λυρικό έδαφος, όπου τόσοι και τόσοι
ολισθαίνουν, ο ποιητής αυτός κατορθώνει σταθερά να επαληθεύει το ταλέντο του.
«Γιατί
δεν βασιλεύουν πιά μπουνάτσες
παρά
φουρτούνες κι ανεμικές στους κάβους
όπου
οι γλάροι μάχονται για ένα μικρό ψαράκι.
Δικές
μου ακόμα, οι θάλασσες που γέρνει ο ήλιος
και
ντύνονται τα γκρεμνά λέπια χρυσόψαρου
και
πέφτει σαν τα φύλλα της λεύκας το φως
σπαρταρώντας
στην άκρη του νερού.
Το
ξεκούρασμα του σκαφτιά στο κατώφλι,
τ’
αγιάζει που ξυπνάει θυμάρια και πέρδικες
την
ώρα που ο ήλιος ακόμα στολίζεται,
τσεμπερωμένες
κυράδες και αιώνες κάθονται
στ’
άσπρα πεζούλια πλέκοντας την ίδια ελπίδα
να
καίγονται σαν το λιβάνι άμα σημάνει εσπερινός-
όλα
τούτα δικά μου’ μα στα διαστήματα του αγέρα».
Το
δεύτερο ευχάριστο ξάφνιασμά μου προκάλεσαν τα βιβλία του κ. Σπύρου Τσακνιά «Εν
Αυλίδι» και «Ιστορίες για το Σέργιο», βγαλμένο το 1976. Είναι ενδιαφέρον που και
ο ένας και ο άλλος έδωσαν δύο βιβλία μέσα στην ίδια χρονιά. Αυτό σημαίνει την
λεπτή αίσθηση των διαφορών των ψυχικών και πνευματικών ενοτήτων, σημαίνει ακόμα
πώς έχουν ήδη οργανωμένη την ποιητική τους και αντιμετωπίζουν την ποίηση σαν
κάτι ιδιαίτερα σεβαστό, σοβαρό και ευαίσθητο. Χαρακτηριστικό είναι ακόμα και
τούτο: τα ποιήματα της πρώτης συλλογής μαθαίνουμε ότι γράφτηκαν στη δεκαετία
1952-1962: δεκαπέντε χρόνια τα κράτησε κλεισμένα στο συρτάρι του ο ποιητής,
ώσπου να τα τυπώσει. Και ο κ. Τσαλουμάς έχει ακριβώς το παράλληλό του: δηλώνει
και αυτός, ότι τα ποιήματα του δεύτερου βιβλίου του γράφτηκαν από το 1963 ως το
1971.
Να ένα
από τα «πρωτόλεια» του κ. Τσακνιά (έχει τον τίτλο «Συνέχεια»):
«Όταν
κατάλαβα πώς είχε φύγει
αγκάλιασα
το δέντρο που ανάσαινε με δυσκολία.
Του
μίλησα τη φωνή που καταλαβαίνουν τα δέντρα.
Του
΄ δειξα το άγραφο τετράδιο μου με βασανίζει
και
το σπίτι που θα γινόταν η συνάντηση.
Έπειτα
μιλήσαμε για τα παλιά.
Μιλώ
με δυσκολία γιατί πολλές
τύψεις
βαραίνουν την ψυχή μου.
Στο
μεταξύ από τα ορεινά χωριά
κατέβαινε
η ομίχλη
Κάθιζε
στην Πλατεία Συντάγματος
κι
έβαψε γκρι τα σπίτια τις ρεκλάμες τις καρέκλες. .
Μέσα
στην ομίχλη χαθήκαμε. Άκουγα φωνές, γέλια, στεναγμούς. Όλοι έφευγαν για
κάπου
αλλού. Χωρίς αποσκευές, χωρίς αποχαιρετισμό. Καθένας φεύγοντας ξερίζωνε
κι
ένα δέντρο. Προσπάθησα να κρατήσω μερικούς-πολύ προσπάθησα. Αλλά ο καιρός δεν
με βοηθούσε. Έζησα χρόνια μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση.
Όταν γύρισα, βρήκα το δέντρο μου να
ξεψυχάει.»
Μιά
ειλικρινής- γιατί βγαίνει από το βάθος του-, όσο και διακριτική ηθική στάση
απέναντι στη ζωή ενώνει τις σκόρπιες στιγμές’ στάση δοκιμαζόμενη, έτοιμη να
εξαλλαγεί σε πικρή ειρωνεία, καθώς τους πρώτους κιόλας τρανταγμούς δέχεται από
μιάν αυστηρή αυτοκριτική. Ο ποιητής δεν τοποθετεί τον εαυτό του ούτε ένα πόντο
ψηλότερα από το οποιοδήποτε ηθικό ανάστημα του κόσμου. Υπάρχουν ικανά ποιήματα
πού τεκμηριώνουν αυτή την άποψη, εγώ ωστόσο θα δώσω το ποίημα «Της αρετής»,
προτού περάσω στο δεύτερο βιβλίο:
«Προκλητικά
τεντώνω την ψυχή μου
κάτω
από τον ήλιο του Γενάρη
μέσα
σε μιάν Αθήνα ονειροπαρμένη
παραδομένη
στη λύσσα του έρωτα
με
τέτοια
δίψα
ευθανασίας
όταν
τρομοκρατημένοι
άνθρωποι τρομοκρατούν
άλλους
δειλούς ανθρώπους
αχόρταγες
γυναίκες
αδηφάγες
καταβροχθίζουν
τα πουλιά
λεηλατούν
κοσμηματοπωλεία
ροκανίζουν
τις φτωχές βιολέτες-
βρίσκει
το δρόμο της η αρετή
εν
τέλει’
άγριος
αγέρωχος δρόμος ωραίος
κι
εγώ γυρίζω μέσα στην Αθήνα
πονούν
τα μέλη μου
σαρκάζει
ο ήλιος του Γενάρη
επιμένω.»
Στις
«Ιστορίες για το Σέργιο»,- πού πάνε σαφώς πιό πέρα-, βρίσκουμε μιάν από τις
λέξεις του κ. Τσαλουμά,- το χαφιέ. Αλλά μονάχα τη λέξη; Υπάρχει επίσης εδώ
ολόκληρη η αστυνόμευση της ζωής μας, ως σύστημα. Άλλωστε γίνονται σαφείς
αναφορές στην εφτάχρονη διχτατορία και στην αντίσταση, παρόλο που ο ειρωνισμός
ολοένα κερδίζει έδαφος:
«Σε περίμενα ως τις δώδεκα τα μεσάνυχτα σ’
εκείνο το καφενεδάκι κοντά
στο πρακτορείο υπεραστικών λεωφορείων που
όλα ήταν τόσο βρώμικα και
τόσο λυπητερά. Σε περίμενα ξέροντας πως
δε θα ‘ρθεις απολαμβάνοντας
μπορώ να πώ αυτή τη βεβαιότητα και την
επιμονή μου να την αποδείξω
στον εαυτό μου. Όσα μου είπες ύστερα από
χρόνια πως σ’ είχα πάρει από
πίσω ένας χαφιές και προτιμήσεις να
θυσιάσεις τη συνάντησή μας παρά
να με μπλέξεις σε κάποιο κίνδυνο που εγώ
δεν είχα προαποφασίσει μου
φάνηκαν απολύτως πιστευτά. Στο μεταξύ
είχες παντρευτεί κι είχες φυσι-
κά αποκτήσει δυό παιδιά.»
Τα
κοινωνικά, και κατ΄ επέκταση το πολιτικό πρόβλημα υπάρχει όχι μόνο για να
δηλώνει την απρόβλεπτη αναγκαιότητά του, αλλά, πιά, και σαν μιά «συμβολή» στην
ανάδειξη της ματαιότητας της ίδιας της ζωής. Λες πως ο νέος ποιητής ζυγίζει,
όσα περνάει ο καιρός, την ιστορία στα χέρια του, τη «γραδάρει», κι ολοένα
βεβαιώνεται για το λειψό της βάρος.
«Ήμασταν μιά παρέα παράνομοι τρομοκράτες
μήνες τώρα κρυμμένοι στο
ημιυπόγειο της οδού Ζήνωνος. Περνούσαμε
την ώρα ρίχνοντας πασίεντζες
καθαρίζοντας πιστόλια και καπνίζοντας.
Ήμασταν πιότερο τρομοκρατημέ-
νοι παρά τρομοκράτες κι ο κλοιός έσφιγγε
συνεχώς γύρω μας. Αποφασί-
σαμε λοιπόν, μιάν απελπισμένη έξοδο κι
αιφνιδιαστήκαμε βλέποντας τους
αστυνομικούς ν’ αδιαφορούν παντάπασι για
μας να συνεχίζουν την κουβέν-
τα τους και τα πειράγματα στα κοριτσάκια
που πήγαιναν φροντιστήρια
με τις σχολικές τσάντες υπό μάλης. Σαν
διάφανοι περάσαμε μές από τις
γραμμές τους κρύβοντας τα πιστόλια στην
τσέπη μας ντροπαλά. Χωρίσαμε
και σκορπίσαμε μέσα στο πλήθος. Μόλις
έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία
κανείς από μας ξεφορτωνόταν το πιστόλι
του σε κάποιον υπόνομο ή σε
κανένα σωρό από σκουπίδια.»
Η πιό
πάνω θαυμάσια «Έξοδος» (τα περισσότερα κομμάτια του βιβλίου είναι θαυμάσια)
επιτρέπει- και αξίζει- ικανή εμβάθυνση. Αλλά η πρόθεσή μου, στο σύντομο αυτό
σημείωμα, ήταν να επισημάνω δύο ποιητικές περιπτώσεις, που δίνουν πολλές και
βάσιμες υποσχέσεις για κάτι ιδιαίτερα αξιόλογο. Με την επιφύλαξη, λοιπόν, να επανέλθω
στα δύο πιό πάνω ονόματα διεξοδικότερος, τελειώνω αναφέροντας και τη
μυθοποιητική τάση και δυνατότητα του κ. Τσακνιά. Και τα πιο πάνω κείμενα το
επιβεβαιώνουν, πολύ περισσότερο όμως η μορφή του Φρήντριχ Λίμπερμαν, μορφή
αξιοπρόσεχτη, πού μπαινοβγαίνει σε μερικά του ποιήματα.
Κ.
ΜΙΧΑΗΛ, σελίδες 238-240.
--
ΟΔΥΣΣΕΑ
ΕΛΥΤΗ «Δεύτερη Γραφή», Ίκαρος 1976
Όταν
ένας μεγάλος ποιητής καταπιάνεται με τη μεταφορά στη γλώσσα μας ποιητικών
κειμένων άλλων λαών, η πράξη του αυτή έχει διπλή σημασία: από τη μιά να μας
γνωρίσει κείμενα που έτσι ή αλλιώς η οικείωσή τους, κι όταν ακόμα γνωρίζουμε τη
γλώσσα που σ’ αυτήν έχουν γραφτεί, μας είναι δύσκολη ή και αδύνατη, γιατί η
λειτουργία του ποιητικού λόγου απαιτεί προϋποθέσεις που και η εξαιρετική ακόμα
γνώση του καθημερινού λόγου δεν περιλαμβάνει, κι’ ακόμα να μπολιάσει τη γλώσσα
μας, χρησιμοποιώντας τις δικές της λέξεις, με έννοιες, φθόγγους, αποχρώσεις
αισθημάτων και ιδεών που η ξένη γλώσσα έχει παράγει και που μας είναι άγνωστες.
Ένας τρίτος λόγος που είναι η θέση του ποιητή-στην περίπτωση μεταφραστή-
απέναντι σε πρόσωπα και κείμενα που έθρεψαν αναζητήσεις τους πολλών χρόνων ή
στις αισθητικές επιτεύξεις τους που τον βοήθησαν να λύσει μ’ επιτυχία προσωπικά
προβλήματα της τέχνης του, είναι λόγος σεβαστός, αλλά δεν κρίνει το αποτέλεσμα
της δουλειάς του.
Με τη
«Δεύτερη Γραφή» του Οδυσσέα Ελύτη, έχουμε μιά μεταφραστική εργασία που κρίνει
και τις δυνατότητες της γλώσσας μας, αλλά και του μεταφραστή, σε όψη τρομακτικά
καθώς τους ζητά να δώσουν μιά ταυτότητα ιθαγένειας σε στοιχεία που έχουν
δουλευτεί μέσα σε παραδόσεις τελείως διαφορετικές από τη δική μας και μάλιστα
από φορείς που ήταν η πιό σύνθετη και ακραία έκφρασή τους. Αν συλλογιστούμε πως
οι ποιητές πού μ’ αυτούς καταπιάστηκε μεταφραστικά ο Ελύτης, από τον Λωτρεαμόν
και τον Ρεμπώ ως τον Ουγκαρέτι και τον Μαγιακόφσκι υπήρξαν ο καθένας τους, με
το έργο του, μιά επανατοποθέτηση του ποιητικού φαινομένου μέσα στα κριτήρια που
ίσχυαν ως την ώρα της δημιουργίας του, θα κατανοήσουμε το εξ υπαρχής άλυτο
πρόβλημα που του προτεινόταν και που το αντιμετώπισε-και το έλυσε ως ένα βαθμό-
αντιπαρατάσσοντας για τη μετάφραση τις αντίστοιχες αρετές με κείνες που
χρειάστηκαν για την πρωτότυπη δημιουργία του. Η γλώσσα και πολύ περισσότερο η
ποιητική, είναι μιά παράδοση, ένας ρυθμός που δεν γίνεται ν’ αποσπαστεί από τις
αυτόχθονες υφολογικές της διαστρωματώσεις, από τις μακροχρόνια δημιουργημένες
κατεργασίες της, χωρίς ν’ αλλοιωθεί ή να ηχεί σε μεγάλο βαθμό άδεια, εκεί που
στους φυσικούς της φορείς αναβιώνει ένα ολόκληρο σύμπαν. Η δυναμικότητα και το
σφρίγος μιάς λέξης που μέσα στο ποιητικό κείμενο λειτουργεί μ’ έναν τρόπο
μοναδικό και αναντικατάστατο δεν έχει καμιά σχέση με το φαινομενικό κοινό
αίσθημα που η ίδια αυτή λέξη μεταφρασμένη αναπαράγει. Είναι τυχαία σύμπτωση η
όμοια ερμηνεία ενός ποιήματος από δύο αλλόγλωσσους ανθρώπους γιατί η γλώσσα δεν
είναι θέμα σημασιολογικής αξιολόγησης, αλλά ενός υπόγειου βιώματος αυστηρά
καθορισμένου από συνθήκες που είναι αυτό το ίδιο το βίωμα. Γιαυτό κρίνουμε τον
τίτλο «Δεύτερη Γραφή» που έδωσε ο Ελύτης στη μεταφραστική του δουλειά ως
εξαιρετικά καίριο. Γιατί μιλά για ξαναπλάσιμο, για ξαναγράψιμο πραγμάτων και
μεταφερμένα καθεαυτά στη γλώσσα μας δεν θα έλεγαν παρά ελάχιστα πράγματα ενώ
τώρα με τη μεσολάβηση ενός ποιητικά ιδιοφυούς ανθρώπου δημιουργούν τους ίδιους
ερεθισμούς και αντιδράσεις όσα τα πρωτότυπα κείμενα. Στα ωραιότερα ελληνικά που
θα μπορούσε να διαβάσει κανείς, με μιά θαυμαστά κρυμμένη πνευματική θεώρηση της
γλώσσας να διατρέχει αυτό το βιβλίο που ξεχύνεται ολοκάθαρος λόγος, οι στίχοι
των ξένων ποιητών αναπτύσσονται με τον κυματισμό της υπαινικτικά λυρικής φωνής
του Ζούβ, της διάφανης και μουσικής πνευματικότητας του Ελυάρ, του με αγωνία
συγκρατημένου αλλά και ακριβολόγου στην κατάνυξη του πάθους του Ουγκαρέτι. Και
γι’ αυτόν πού θα έμπαινε στον πειρασμό να ελέγξει την «ορθότητα» των
μεταφράσεων, θα είχα να προσθέσω πώς εύκολα μπορούμε να φανταστούμε την αγωνία
που θα στοίχισε σ’ έναν ποιητή που έχει δουλέψει με τόσο πάθος και σε τέτοιο
βάθος τη γλώσσα μας, αυτά τα ανυπέρβλητα κενά που δημιουργούνται στη μετάφραση
ώστε η διαρκής μέριμνα για την κάλυψή τους, κι αν ακόμα αστοχήσει ο μεταφραστής
«κυριολεκτικά», να είναι πολυτιμότερη για τον αναγνώστη αφού ο άρτιος στίχος
που διαβάζει τελικά αυτός έχει ως αντίκρισμα μιάν επώδυνη διαδικασία. Ακόμα σημαντικότερη
από την αναγκαστικά «δειγματοληπτική» παράθεση σπουδαίων ποιητικών κειμένων στη
«Δεύτερη Γραφή», που ενημερώνουν τον αναγνώστη για έργα και ποιητικά ρεύματα
συνδεμένα με πολλά άλλα, θεωρώ, χάρη στη δουλειά του Ελύτη, τον εμπλουτισμό του
γηγενούς γλωσσικού μας υπεδάφους και της ποιητικής μας γλώσσας με φθόγγους και
ήχους αγέννητους στη δική μας.
ΘΑΝΑΣΗΣ
Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ, σελίδες 240-241.
--
ΔΗΜΗΤΡΗ
ΔΟΥΚΑΡΗ, «Το άλλο άγαλμα». Αθήνα 1976
Δε νομίζω
ότι η θεματογραφία του Δ. Δούκαρη έχει υποστεί σημαντικές μεταλλαγές κατά τη
διάρκεια των εικοσιεφτά χρόνων της ποιητικής του παρουσίας. Ίσως το περίβλημα
του μύθου να μετατοπίζεται τοπικά ή μορφολογικά το περιεχόμενο, εντούτοις,
είναι δομικά συμπαγές. Η ποιητική του Δ. Δούκαρη διαπλέκεται γύρω από πέντε, τουλάχιστον,
σταθερά σημεία αναφοράς: οραματισμός, διάψευση, φυγή, έρωτας, θάνατος. Θα ήταν
αφοριστική και μονοσήμαντη η άποψη ότι το κυρίαρχο στοιχείο υποβάλλει το λόγο
του είναι η πολιτική συνείδηση (ποίηση της ήττας) είτε πυρπόληση της ύπαρξης
και ολοσχερές δόσιμο στην ερωτική πράξη. Όπως στις προηγούμενες ποιητικές
συλλογές, έτσι και στο «Άλλο άγαλμα» επανέρχεται στη θέση του εν εξεγέρσει
ανθρώπου, γνωρίζοντας όμως, ότι η δικαίωση βρίσκεται μόνο στην ίδια την πράξη
της εξέγερσης και πουθενά αλλού.
…Με το ακραιφνές χαμόγελο της
καθημερινότητας
διέσχισε το πρώτο πολύβουο τετράγωνο
της ολοφώτιστης κεντρικής λεωφόρου
πεισματικά επιμένοντας για την Εξέγερση…
Ένας
βαθύς δυϊσμός υπάρχει εδώ, ο διχασμός του πνεύματος και της αίσθησης, η ιδέα
και το κορμί, το αιώνιο και το στιγμιαίο, το «εδώ» και το «εκεί». Ο ποιητής
επικαλείται το όραμα της ιδέας για να προσφέρει διάρκεια στο επικαιρικό, για να
λησμονήσει μέσα στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων την οδύνη του προσωπικού
βιώματος. Από την άλλη, ωστόσο, πλευρά, είναι επίσης βέβαιος ότι η προσπάθειά
του αυτή είναι μάταιη. Η εξέγερσή του αυτή ποτέ δεν θα φτάσει ως το τέλος, αφού
το σώμα αντιστέκεται πεισματικά στο ολοκαύτωμα που απαιτεί κάθε επανάσταση και
κάθε απόλυτη ιδέα. Και δεν πρόκειται μόνο για την επανάσταση την επενδυμένη
πολιτική αλλά για οποιαδήποτε επανάσταση.
….Πρέπει,
επιτέλους, να διαπράξω τα έσχατα
είπε, όπως πολλές άλλες φορές’
και αυτόματα άρχισε να λειτουργεί
στο πνεύμα του, διαρθρωμένη
και έξοχα επιμελής
η υψηλή φροντίδα
για την αποσαφήνιση, τον προσδιορισμό
της «έννοιας των εσχάτων»…
………………………………..
…Αλλά αιφνιδιαστικά άρχισε να κουράζεται
επιμένοντας, χρόνια και χρόνια,
στην Εξέγερση,
περνούσε άλλωστε σταθερά
τον ακαθόριστο διάδρομο
της μέσης ηλικίας.
Έτσι
συνειδητοποιώντας την οριστική πλέον απομάκρυνση των «φασμάτων του παρελθόντος»
ή τις κάθε λογής παλιές στρατεύσεις αφήνεται «στην πρόσκληση των οραματισμών /
των γιγαντιαίων / πράξεων του πνεύματος, / χωρίς να ματώσουν πουθενά / οι
σάρκες του». / Δεν είναι τώρα οι συνθήκες του περιβάλλοντος αυτές που
διαβρέχουν την ποιητική του Δ. Δούκαρη, αλλά είναι οι διαψεύσεις που του
ορίζουν τη βίωση της ιστορίας και που τον ωθούν στην περιστολή του ανοίγματος
προς τον κόσμο. Η τελμάτωση της δράσης και της εξέγερσης μεγεθύνουν τις διαστάσεις του εσωτερικού
χώρου του ποιητή, κατά τρόπο ώστε η θεώρηση των πραγμάτων να συντελείται μέσω
της ψυχικής διαθέσεως. Ο έρωτας λοιπόν, δεν είναι παρά λησμονημένη αισθητική
ηδονή, ανάμνηση ενός σώματος που κάποτε τόλμησε να εξεγερθεί. Η φυγή
συμβάλλεται με την διάψευση, ο έρωτας με την παράσταση, μιας συνάντησης, που
ποτέ δεν πραγματοποιείται. Το στιγμιαίο ουδέποτε γίνεται διαρκές’ η μόνη
αλήθεια είναι πλέον η παρακμή του σώματος και η προαγγελία του θανάτου.
Οι μαστοί του ζάρωσαν
γέρνουν ακανόνιστα
στην ατίθαση
παραζάλη του φωτός’
και τα κόκαλά σου γράφουν
σχήματα αόριστα
στο θαλασσινό νερό,
να πεθαίνεις
μέσα στην ατίθαση
παραζάλη του φωτός.
Εκεί που
μέχρι πρό τινός υπήρχε η ελπίδα, η αναμονή και η προσδοκία μιάς εξέγερσης, τώρα
υπάρχει η παραίτηση και η επώδυνη γνώση της παρατεταμένης σιωπής.
τώρα που σου μίλησα και μου μίλησες
πού κατόρθωσα, επιτέλους, να μιλήσω,
όλα έχουν πάρει
έναν άλλο δρόμο άγνωστο,
μέσα στην ομίχλη.
Η
ερείπωση των νεανικών ιδανικών, τα «όσα δεν έλαβαν ποτέ σάρκα και οστά/ και
πέρασαν σα μαγικές αυταπάτες, / πλάσματα φανταστικά» είναι οι υποθήκες του
ποιητή, τα εφόδια του στην πάλη εναντίον της Τάξεως των Πραγμάτων, μιάς
Τάξεως που δεν γίνεται αποδεκτή, αλλά
που, ταυτοχρόνως είναι αυτή στην οποία προσεύχεται προσδοκώντας να του δώσει
μια ύστατη πλάνη, ένα ύστατο όραμα που θα είναι και το επισφαλές, έστω, τίμημα
της μοναξιάς του.
Με το
«Άλλο άγαλμα» ο Δ. Δούκαρης επιβεβαιώνει μια ήδη υπάρχουσα κατά το παρελθόν
άποψή μου: είναι από τους ελάχιστους μεταπολεμικούς ποιητές που έχουν
διατηρήσει με συνέπεια τόσο τη γλωσσική όσο και την υφολογική τους ταυτότητα.
Παρά την συχνή μακρηγορία της ποιητικής του έκφρασης και την επανάληψη στίχων
με ομοειδή εννοιολογικά περιεχόμενα, ο Δ. Δούκαρης έχει κατακτήσει την γλωσσική
λιτότητα μέσω της οποίας, κατά την γνώμη μου, λειτουργεί επαρκέστερα ο
ποιητικός λόγος. Ένα δεύτερο στοιχείο, που παρατηρείται και σε άλλους ποιητές
της γενιάς του (Αναγνωστάκης, Κύρου) είναι αυτό της υποβολής. Επειδή, όμως, η
ποίηση του Δ. Δούκαρη βρίσκεται πλησιέστερα προς την μυθολογία του πρώτου
διδάξαντος (Καβάφης), θεωρώ ότι και το ύφος της υποβολής λειτουργεί εδώ σωστά.
Τέλος μολονότι ο λόγος του ακροβατεί σε μερικά σημεία περί τα όρια του
πομπώδους, εκείνη που κερδίζει τον αναγνώστη είναι η σαφήνεια και η αμεσότητα,
στοιχεία από των οποίων την έλλειψη πάσχει ένα μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής
μας ποίησης.
ΑΛΕΞΗΣ
ΖΗΡΑΣ, σελίδες 241-242.
Σημειώσεις:
Με την αντιγραφή των βιβλιοκριτικών παρουσιάσεων των
δύο τευχών, 7 και 10, του παλαιού περιοδικού «η νέα ποίηση» ποιητικό περιοδικό.
Έκδοση-Διεύθυνση: Αντώνης Φωστιέρης, που εκδόθηκε το 1976, ολοκληρώνει τον
κύκλο της η αντιγραφή των βιβλιοπαρουσιάσεων των δέκα τευχών του
περιοδικού. Το περιοδικό μπορεί να μην
ήταν μακρόβιο, όμως η ύλη του, ελληνική και ξένη ποίηση, οι μεταφράσεις του, οι
κριτικές των βιβλίων, και πάνω από όλα οι σταθεροί συνεργάτες του, που
προέρχονταν από όλες σχεδόν τις λογοτεχνικές γενιές, ήσαν το κριτήριο της αξίας
του και της συμβολής του μέσα στα χρονικά πλαίσια της έκδοσής του, και των
πνευματικών τεκταινομένων στην χώρα μας, δύο χρόνια σχεδόν μετά την πτώση της
επτάχρονης δικτατορίας. Στο παρόν σημείωμα, ολοκλήρωσα επίσης, και τις κριτικές
δημοσιεύσεις του ομότιμου καθηγητή Μιχάλη Μερακλή στην συνεργασία του με το
περιοδικό. Το εύρος των ενδιαφερόντων του περιοδικού είναι για τα χρονικά
δεδομένα στην χώρα μας, αρκετά μεγάλο. Η ποιητική του ύλη-έλληνες και ξένοι
ποιητές και ποιήτριες-μας φανερώνει τον οραματικό σκοπό του ποιητή εκδότη του,
και το προς τα πού στόχευε, ποιητικά, με
την έκδοση του περιοδικού. Πέρα από τις συμμετοχές των παλαιότερων φωνών, οι
νεότεροι ηλικιακά ποιητές, προέρχονταν από την μεγάλη δεξαμενή των νέων ή
πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών, που σαν πολιτικοποιημένοι και εξεγερμένοι νέοι
αντιστάθηκαν στην στρατιωτική χούντα και που η ποίησή τους και η καλλιτεχνική
τους δημιουργία γενικότερα, είχε πολιτικό αντιστασιακό πρόσημο, έλληνες ποιητές
και συγγραφείς, μεταφραστές που είχαν έρθει επίσης σε επαφή με τα νέα ποιητικά
ρεύματα και ποιητικούς παράδρομους που είχαν φανεί τις προηγούμενες δεκαετίες
στην ευρωπαϊκή και την αμερικάνικη ήπειρο. Η πρώτη αυτή φιλική ομάδα
διανοουμένων και πολιτικοποιημένων ποιητών της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς
κυρίως, είναι που θα αποτελέσει λίγα χρόνια αργότερα, τον κεντρικό και
εξακολουθητικό πυρήνα συνεργατών του νέου, με άλλες τεχνικές, τυπογραφικές
προδιαγραφές λογοτεχνικού περιοδικού «Η Λέξη» που θα εκδώσουν οι ποιητές
Θανάσης Θ. Νιάρχος- Αντώνης Φωστιέρης. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα όπως
γνωρίζουμε, είχε κυκλοφορήσει ο πρώτος
ετήσιος τόμος «ΠΟΙΗΣΗ ‘75» με την συμμετοχή ανέκδοτων ποιημάτων από 43 έλληνες
ποιητές. Διαπιστώνουμε δηλαδή, ότι οι νεότερες ηλικιακά ποιητικές γενιές, και
ειδικότερα η Γενιά του 1970, ποιητική και πεζογραφική, μεταφραστική και
δοκιμιακή, διοχετεύτηκε ομαλά και αβίαστα στα νέα εκδοτικά κανάλια που την
αποτελούσαν τα σύγχρονης ύλης και ανοιχτής θεματολογίας λογοτεχνικά περιοδικά
που άρχισαν να εκδίδονται τα αμέσως μεταπολιτευτικά χρόνια. Την συγκεφαλαιωτική
εικόνα της Γενιάς του 1970 και όχι μόνο, όσον αφορά την συγγραφική της
περιπέτεια και των ελάχιστων περιοδικών που κυκλοφόρησαν προς τα τέλη της
δικτατορίας, μας την προσφέρει ο ετήσιος τόμος «Χρονικό» της γκαλερί «ΩΡΑ». Το
συγγραφικό υπόστρωμα των πρώτων ή κατοπινών δημοσιεύσεων της τρίτης
μεταπολεμικής γενιάς, μπορεί να είχε αρχίσει να αφήνει το καλλιτεχνικό του
στίγμα στα πριν και κατά την διάρκεια της δικτατορίας χρόνια, όπως
αναγνωρίζουμε από τις όποιες αποδελτιώσεις των κυκλοφορούντων τότε εντύπων,
όμως θεωρώ, αν δεν κάνω λάθος, ότι συστηματοποιήθηκε, οργανώθηκε και πήρε την
οριστική του κατεύθυνση και χάραξε τους δικούς του δείχτες, με την έκδοση των
περιοδικών και άλλων εντύπων, μετά το 1974. Όταν άνοιξαν οι κρουνοί της
κοινωνικής και ατομικής ελευθερίας και πολιτικής διαχείρισης των προβλημάτων
στην χώρα μας. Η έκδοση του περιοδικού «Διαβάζω», του περιοδικού «Τομές», του
περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες», του περιοδικού «Το Δέντρο», του περιοδικού
«Οδός Πανός» του περιοδικού «Ομπρέλα», των «Αιολικών Γραμμάτων», της
«Ανακύκλησης» της «Δομής» και μια σειρά άλλων περιοδικών, που δεν διατηρήθηκαν
για μεγάλο χρονικό διάστημα στην λογοτεχνική επιφάνεια, μας δηλώνουν τα νέα
κανάλια της σύγχρονης ελληνικής πορείας. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα περιοδικά
αυτά εκδόθηκαν από ποιητές δημιουργούς της Γενιάς του 1970. Ο φιλικός πρώτος
πυρήνας των συμμετεχόντων διευρύνθηκε και εμπλουτίστηκε στο βαθμό της εκδοτικής
και συγγραφικής και αισθητικής κριτικής των ποιητών ή πεζογράφων εκδοτών τους.
Η βιβλιοπαραγωγή αυτήν την περίοδο αυξήθηκε, νέοι και πρωτοποριακοί τίτλοι κυκλοφόρησαν,
δημιουργήθηκαν νέοι εκδοτικοί οίκοι, τα ενδιαφέροντα των ελλήνων και ελληνίδων
αναγνωστών και δημιουργών απλώθηκαν σε πολλούς αναγνωστικούς και πειραματικούς
τομείς, όσον αφορά την τέχνη της γραφής. Πέρα από τις ποιητικές φωνές,
αναδύθηκαν και νέες κριτικές φωνές. Αν ξεφυλλίσουμε τα τεύχη των περιοδικών
αυτών που εκδόθηκαν αμέσως μετά την χούντα, θα διαπιστώσουμε καινούργια ονόματα
κριτικών και βιβλιοπαρουσιαστών που ήρθαν να προστεθούν στα παραδοσιακά
παλαιότερα, όπως πχ, ήταν του Αντρέα Καραντώνη, που εξακολουθούσε να δημοσιεύει
κριτικές του, του Κλέωνος Παράσχου, του Τέλλου Άγρα, του Γιάννη Χατζίνη, και
πολλών άλλων των παλαιότερων κριτικών γενεών, όπως η Άλκης Θρύλος, που
εξακολουθούσαν να δημοσιεύουν είτε στους ετήσιους τόμους της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς»
είτε σε άλλα μακρόβια λογοτεχνικά περιοδικά όπως είναι η πάντα αειθαλής «Νέα
Εστία». Υπήρχε ακόμα η φιλική ομάδα της γενιάς του 1930 και των ενδιάμεσων
γενεών που δημοσίευε στο περιοδικό «Ευθύνη» που είχε προηγηθεί εκδοτικά από τις
νέες φουρνιές λογοτεχνικών περιοδικών, καθώς και το προδικτατορικό περιοδικό
«Εποχές» που στους συνεργάτες του, συγκαταλέγονταν καθηγητές πανεπιστημίου,
όπως ο Κώστας Στεργιόπουλος, ο Γιώργος Σαββίδης, ο Μιχάλης Μερακλής και άλλοι
νέοι δάσκαλοι και πανεπιστημιακοί οι οποίοι δημοσίευαν εκτός από μελετήματα και
δοκίμια, και κριτικές βιβλίων. Οι περισσότεροι από αυτούς, εξακολούθησαν να
γράφουν για τις νέες εκδόσεις στα νέα λογοτεχνικά περιοδικά που κυκλοφόρησαν,
ενώ αρκετοί προτιμούσαν και τις σελίδες των νέων εφημερίδων που τότε εκδόθηκαν.
Όπως παραδείγματος χάριν η «Ελευθεροτυπία», «Η Κυριακάτικη», αλλά και το
παλαιότερο «Το Βήμα», «Τα Νέα», «Η Καθημερινή», «Η Μεσημβρινή» και αρκετές
άλλες, όπως η «Αθηναϊκή» κατόπιν η «Εβδόμη», το παραδοσιακό «Έθνος» για να
περιοριστώ σε ελάχιστους τίτλους της πρωτεύουσας που γνώριζα ή κάποτε
αγοράζαμε. Οι σελίδες επίσης της «Φιλολογικής Βραδυνής», του κατοπινού
«Ελεύθερου Τύπου» και των δύο παραδοσιακών αριστερών εφημερίδων που
επανακυκλοφόρησαν μετά την δικτατορία, η «Αυγή», ο «Ριζοσπάστης» και τα
Κυριακάτικα φύλλα τους, άρχισαν να αφιερώνουν αρκετές σελίδες τους στην
βιβλιοκριτική και βιβλιοπαρουσίαση. Ο κριτικός λόγος στην Ελλάδα άνοιξε τα
φτερά του και συνταξίδεψε μαζί με τον ποιητικό και παράλληλα, με τον
μεταφραστικό. Ποιητές και
μυθιστοριογράφοι παράλληλα με την πρωτογενή τους δημιουργία ασχολήθηκαν και με
την κριτική. Όπως ήταν ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, ο πεζογράφος Αλέξανδρος
Κοτζιάς, ο ποιητής Βασίλης Στεριάδης, ο πεζογράφος Σπύρος Πλασκοβίτης και μια
σειρά άλλων δημιουργών ήρθαν συστηματικά να προστεθούν στις δημοσιογραφικές
κριτικές φωνές όπως ήταν του Γιώργου Πηλιχού, του ελληνοαμερικανού μεταφραστή
Κίμωνα Φράϊερ, του αδερφού του Άρη Βελουχιώτη Μπάμπη Κλάρα, του τυπογράφου και
εκδότη Κώστα Κουλουφάκου. Μην λησμονώντας ότι παραδείγματος χάριν στον Πειραϊκό
χώρο, ο ποιητής Στέλιος Γεράνης και ο πεζογράφος και διηγηματογράφος Χρήστος
Λεβάντας κράτησαν τις σελίδες της βιβλιοκριτικής στο πειραιώτικο περιοδικό «Το
Περιοδικόν μας» σε άλλα έντυπα και πολιτικές εφημερίδες. Το ίδιο συνέβει και τα
περιοδικά της επαρχίας, όπως πχ. της Θεσσαλονίκης, που πέρα από τις παλαιές
«Μακεδονικές Ημέρες» το περιοδικό «Διαγώνιος» που εξέδωσε ο ποιητής Ντίνος
Χριστιανόπουλος, η «Νέα Πορεία» του πεζογράφου Τηλέμαχου Αλαβέρα, αλλά και
νεότεροι τίτλοι όπως το «Εντευκτήριο», «Ο Παρατηρητής» κλπ. πλήθυναν τις
σελίδες τους όχι μόνο σε αφιερώματα αλλά και σε βιβλιοκριτικές. Το ίδιο θα
υποστηρίζαμε και για το επτανήσιο περιοδικό «Περίπλους», «Επτανησιακά
Γράμματα», «Πόρφυρας» κλπ.
Ο αμιγώς
κριτικός λόγος στην χώρα μας από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 απλώθηκε και
απόκτησε νέα μορφή, εμπλουτίστηκε με τις αναγνωστικές γνώσεις και τις
πανεπιστημιακές σπουδές των νεότερων ηλικιακά ελλήνων συγγραφέων, οι οποίοι
πολλοί από αυτούς, έχοντας την οικονομική άνεση και χρηματική δυνατότητα
επισκέφτηκαν τις μεγάλες μεγαλουπόλεις της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης ηπείρου,
σπούδασαν στα καλύτερα πανεπιστήμια της εποχής τους, γνώρισαν από κοντά
αρκετούς ξένους ομοτέχνους τους συγγραφείς και μετέφεραν τα νέα λογοτεχνικά και
ποιητικά ρεύματα στην χώρα μας. Οι νέες αυτές ιδέες, οι ριζοσπαστικές και
πρωτοπόρες πέρασαν και μέσα στα έργα τους και τον κριτικό τους λόγο. Αν
διερευνήσουμε παραδείγματος χάριν τις κριτικές του περιοδικού «Νέα Εστία» ή του
περιοδικού «Καινούργια Εποχή», θα διαπιστώσουμε όχι μόνο την αλλαγή ύφους των
κριτικών, τον εμπλουτισμένο με σύγχρονες αναφορές και πληροφορίες εξεταζόμενο
θέμα-βιβλίο, αλλά και την αλλαγή της ερμηνευτικής φιλοσοφίας των κριτικών
βιβλίων και στο τι αναζητούν, περιμένουν να βρουν από το βιβλίο που έχουν
μπροστά τους και από τους συγγραφείς του. Μια ιδιαίτερη ομάδα κριτικών αντρών
και γυναικών που έκαναν την εμφάνισή τους στο κριτικό στερέωμα, ήσαν οι
καθηγητές ή οι καθηγήτριες των σχολών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι
άρχισαν συστηματικότερα και εξακολουθητικά να δημοσιεύουν κριτικές τους σε
περιοδικά και εφημερίδες, που παράλληλα με τις κριτικές και τις
βιβλιοπαρουσιάσεις των καθηγητών και καθηγητριών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης,
- των πανεπιστημιακών σχολών- άρχισαν να προσφέρουν μια άλλη βαρύτητα στα
δημοσιευόμενα κριτικά κείμενα. Τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, αν δεν κάνω
λάθος, ο κριτικός αυτός λόγος των πανεπιστημιακών αυτονομήθηκε τόσο πολύ από
τον αρχικό σκοπό του, που έγινε μια αυτόνομη κριτική νησίδα μέσα στην ωκεάνια
κριτικογραφία και βιβλιοπαρουσίαση, που μάλλον ο αρχικός στόχος, που ήταν το
κρινόμενο βιβλίο μετατράπηκε σε έναν κριτικό λόγο περί του βιβλίου, και το
βάρος έπεφτε πλέον στο όνομα της υπογραφής και όχι τόσο το ίδιο το κείμενο.
Ίσως κάνω λάθος. Πάντως το σίγουρο είναι ότι, η παλαιά εικόνα και μορφή της
βιβλιοκριτικής που γνωρίζαμε άλλαξε. Συμπεριλαμβανομένου και των δικών μου
σημειωμάτων, έχουν πια δύο κεντρικούς λεωφόρους. Από την μία ο δημοσιογραφικός
λόγος παρουσίασης και ενημέρωσης μιας νέας έκδοσης, κυκλοφορίας, και από την
άλλη, έναν αυτονομημένο πανεπιστημιακό κριτικό λόγο που έχει να κάνει
περισσότερο με τις ανάγκες επαγγελματικής εξέλιξης των υπογραφόντων τις
κριτικές. Χάθηκαν δηλαδή οι ενδιάμεσες γέφυρες ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ
του συγγραφέα και του αναγνώστη, αν δεν παρανοώ. Ο σύγχρονος κριτικός λόγος
εξυπηρετεί ερμηνευτικά μοντέλα των σύγχρονων μοντέρνων κοινωνιών των
εκπαιδευτικών αναγκών τους και των αναγνωστών που έχουν ξεκόψει από τους
παλαιούς αρμούς της κριτικής παρουσίασης και προσέγγισης. Υπάρχει μάλλον ένα
«χάσμα», του σύγχρονου κριτικού λόγου που αρνείται συλλήβδην την παράδοση και
τις ρίζες στις οποίες ανήκει ο παραδοσιακός κριτικός λόγος, όπως αντίστοιχα, ο
ποιητικός, ο πεζογραφικός, ο διηγηματικός, και πάει λέγοντας.
Κλείνοντας, να τονίσουμε για άλλη μια φορά,
τις ενδιαφέρουσες κριτικές φωνές του Αλέξη Ζήρα, του Δημήτρη Δούκαρη, του
Θανάση Θ. Νιάρχου, και φυσικά του Μιχάλη Μερακλή ο οποίος κρατά και την
πλειοψηφία των βιβλιοκριτικών στις σελίδες του περιοδικού. Του οποίου τα
ανοίγματα δεν αφορούν μόνο τους ποιητές της πρωτεύουσας αλλά και αυτούς που
προέρχονται από την επαρχία. Οι περισσότεροι συγγραφείς μας είναι γνωστοί, όπως
και τα βιβλία τους. Ορισμένοι, μάλλον χάθηκαν μέσα στην τύρβη του ποιητικού
χρόνου. Η ένταξη ορισμένων από αυτούς στην ομάδα των «Κοινωνικών ποιητών» από
τον Μιχάλη Μερακλή, σπονδυλώνουν την παρουσίασή τους σε αυτήν την κατηγορία στα
κατοπινά βιβλία και εργασίες τους. Η διπλή ακόμα παρουσίαση του ποιητή Δημήτρη
Δούκαρη, σαν κριτής της ποίησης της ποιήτριας Μελισσάνθη και σαν κρινόμενος
ποιητής, μας αποκαλύπτει την ποιότητα και το εύρος το πνευματικό, ενός ποιητή
που στάθηκε πολιτικά και καλλιτεχνικά πάτα ανήσυχος τόσο μέσα στην ποίησή του,
όσο και στο περιοδικό που εξέδωσε με την ποικιλία και την ποιότητα της ύλης
του. Να υπενθυμίσουμε ακόμα, ότι ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, από εκείνη πάνω κάτω
την χρονική περίοδο κρατά τα ηνία της βιβλιοκριτικής όσον αφορά τον χώρο της
ελληνικής ποίησης. Και αν δεν με απατά η μνήμη, υπήρξε σύμβουλος σε θέματα
ποίησης, στις εκδόσεις «Πλέθρον». Κάτω από την δική του κριτική ομπρέλα
συστεγάστηκαν οι περισσότεροι νέοι και νέες ποιητές της χώρας των τελευταίων
δεκαετιών. Παραγωγικότατος, αστείρευτος σε ιδέες και θέσεις, διαρκώς ανανεώνει
την ποιότητα του λόγου του, που, παρά την πληθώρα των δημοσιευμάτων του, δεν
έχει κορεστεί συγγραφικά και ποιοτικά. Αν εξαιρέσουμε το τεύχος που είναι
αφιερωμένο στην Επέτειο του Πολυτεχνείου, τα υπόλοιπα τεύχη του περιοδικού
δημοσιεύουν βιβλιοκριτικές, παράλληλα με τα ποιήματα ελλήνων και ελληνίδων
ποιητριών, τις παρουσιάσεις ξένων ποιητικών φωνών και τις μελέτες. Αν παραβλέψουμε την κριτική
παρουσία του καθηγητή Μιχάλη Μερακλή, οι υπόλοιποι υπογράφοντες τα κείμενα
είναι ποιητές και μεταφραστές από τις σύγχρονες γενιές. Στους 72 εν συνόλω ποιητές των τευχών
αναγνωρίζουμε και την ποιητική παρουσία ενός πολύ νεότερου των άλλων ποιητή,
του Σωκράτη Ζερβού. Ενώ από τις ξένες παρουσίες, ξεχωρίζουμε την μελέτη της
ποιήτριας Νανάς Ησαϊας για την ποιήτρια Emily Dickinson, και των ποιημάτων
της, αλλά και τα ποιήματα της ρωσίδας ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα. Ξεχωρίζουν
ακόμα οι παρουσιάσεις σύγχρονων αμερικανίδων ποιητριών και ρωσίδων ποιητριών,
από την μελετήτρια της ποίησης του Γιώργου Σαραντάρη και ποιήτρια Ολυμπία
Καράγιωργα. Ενώ η ποιήτρια και μεταφράστρια Λύντια Στεφάνου, μας μιλά για την
ποίηση του Dylan
Thomas.
Ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κείμενο για τον «παράδοξο» συγγραφέα Antonin Artaud, που τον θυμόμαστε στην θέση του
δικαστή στο ψηλό έδρανο της κλασικής κινηματογραφικής ταινίας «Μαρίας Στιούαρτ»
με την πεντάμορφη και σπουδαία αμερικανίδα ηθοποιό Κάθριν Χέμπορντ.
Τελικά,
ήταν πολύ ορθή η απόφαση του κριτικού και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας
Αλέξανδρου Αργυρίου να συγγράψει την πολύτομη Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας
βασιζόμενος στην αποδελτίωση των λογοτεχνικών περιοδικών και της ύλης τους. Τα
Λογοτεχνικά περιοδικά υπήρξαν η κύρια πηγή τροφοδότησης των ρευμάτων και των
κινημάτων της ελληνικής λογοτεχνίας στην διαχρονία της. Δεν έχει σημασία αν ορισμένα
αξιολογούνται θετικά περισσότερο από τα άλλα από «ακαδημαϊκούς» κριτικούς ή
σχολιαστές. Ούτως ή άλλως, στην εποχή τους, και εκείνα μεροληπτούσαν στην
συγκέντρωση της ύλης τους ή στην επιλογή των συνεργατών τους, ή στην αντίστοιχη
απόρριψη άλλων και στην αποσιώπηση της συγγραφικής τους παρουσίας. Κάθε
περιοδικό είχε τους φίλους του και τους αντίστοιχους αγοραστές του. Οι γκρίνιες
και οι ενστάσεις απόρριψης ή συμμετοχής σε αυτά ήταν εντεύθεν κακείθεν. Το
άπλωμα όμως της ύλης τους και των συμμετεχόντων σε αυτά σήμερα, που πλέον έχει
κατακάτσει το ενδιαφέρον για τα λογοτεχνικά περιοδικά, που η ποίηση πνέει τα
λοίσθια σε έναν Κόσμο που και εκείνος στροβιλίζεται γύρω από τα πολλαπλά
αδιέξοδά του, που οι άνθρωποι έχασαν τις πνευματικές, εθνικές, θρησκευτικές,
καλλιτεχνικές, συγγραφικές σταθερές του και παλαιές σχέσεις εμπιστοσύνης, που ο
ποιητής δεν είναι μία ακόμα μονάδα στο ανώνυμο πλήθος που αγωνίζεται σε
δολοφονικούς καιρούς να τα βγάλει πέρα. Που ο Όμηρος άντε στην καλύτερη
περίπτωση να είναι η εφηβική ανάμνηση ενός φροντιστηρίου ή ενός ζαχαροπλαστείου
που συγκεντρώνονται οι σύγχρονοι έφηβοι μετά τα φροντιστηριακά μαθήματα, που οι
υπάρχουσες ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας και τα λεξικά ολοκλήρωσαν το πεδίο
των χρονικών αναφορών τους σε έλληνες και ελληνίδες συγγραφείς και δημιουργούς,
τα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά συγκαταλέγονται και αυτά στην ευρύτερη εξέταση
της ιστορίας της ελληνικής γραμματείας. Αποτελούν και αυτά ένα ακόμα πανεπιστημιακό
πεδίο έρευνας, εξέτασης, αποδελτίωσης, για τους νέους πανεπιστημιακούς διδάκτορες
και την εξέλιξή τους. Είναι οι «τιτουλάριοι» της λογοτεχνίας και της ποίησης, μιας
παλαιότερης «χρυσής εποχής» όπως θα μας υπενθύμιζε και ο Ηρόδοτος.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 30 Αυγούστου 2020.
Με το πνεύμα του ποιητή Κωστή Παλαμά να κουρνιάζει
στην ανακαινισμένη οικογενειακή του εστία.