Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Αντρέ Ζίντ, Συμβουλές στον νέο συγγραφέα


      Συμβουλές στον νέο συγγραφέα
Ο Γεράσιμος Βώκος γράφει για τη δημοσιογραφία στη λογοτεχνία με σημείο αναφοράς ένα κείμενο του Αντρέ Ζίντ
Εφημερίδα Το Βήμα 3 Μαρτίου 1996

     Με τον τίτλο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε, το 1956, ένα μικρό κείμενο του Αντρέ Ζίντ που βρέθηκε στα χαρτιά του συγγραφέα. Λίγα είναι τα σίγουρα πράγματα που κατέχουμε γι’ αυτό: ξέρουμε ότι ο Ζίντ άρχισε να το συντάσσει γύρω στο 1911 και το ότι το αναφέρει ακόμη το 1916 στο Ημερολόγιό του’ ύστερα τα ίχνη του χάνονται. Δεν γνωρίζουμε γιατί ο Ζίντ αδιαφορεί για το κείμενό του, εκτός εάν θεωρήσουμε ότι η μοίρα του έχει προαποφασιστεί στις Καινούργιες επίγειες τροφές, όπου ο Ζίντ χρησιμοποιεί σχεδόν αυτούσιες ορισμένες παρατηρήσεις που σήμερα διαβάζουμε σ’ αυτό: «Σκύβω πέρα από το παρόν. Το προσπερνώ. Προαισθάνομαι έναν καιρό που μόλις θα μπορεί να γίνει αντιληπτό, αυτό που σήμερα μας φαίνεται ζωτικό».
      Όπως και να ‘χει το πράγμα, οι Συμβουλές υπάρχουν αυτούσιες και η ανάγνωσή τους, σήμερα, μοιάζει να επιβεβαιώνει την προαίσθηση του Ζίντ. Οι Συμβουλές μπορεί να φανούν χρήσιμες σε πολλούς. Σε άλλους γιατί θα δουν σ’ αυτές πώς σκεφτόταν, έγραφε και ζούσε ένας συγγραφέας στις αρχές του αιώνα’ σε άλλους γιατί ίσως επιτρέψει να νοσταλγήσουν τις παλιές καλές εποχές, όπου οι άνθρωποι που έγραφαν θεωρούσαν εαυτούς επαγγελματίες, δηλαδή, ανάμεσα σε άλλα, υποχρεωμένους να στραφούν στους νεότερους και να τους προφυλάξουν από τις κακοτοπιές. Όσο για εκείνους, τέλος, θεωρούν σήμερα το γράψιμο επάγγελμά τους, θα αναγνωρίσουν φαντάζομαι στον συγγραφέα των Συμβουλών ή έναν ορισμένο αντίπαλο ή έναν ακριβό φίλο.
     Στους επαγγελματίες γραφιάδες, πάντως, απευθύνεται ο Ζίντ και ξεκινά με έναν ορισμό που του ρυθμίζει το σύνολο του κειμένου: «Ονομάζω δημοσιογραφία»-και υπογραμμίζει ο ίδιος τη λέξη-«στη λογοτεχνία, αυτό που θα ενδιαφέρει αύριο λιγότερο απ’ ό,τι ενδιαφέρει σήμερα». Ο ορισμός ενισχύεται από μια προσωπική πεποίθηση του Ζίντ που μοιάζει παράδοξη. Πιστεύει, πράγματι, ότι το ολοκληρωμένο έργο της τέχνης, σε αντίθεση με τη δημοσιογραφία στη λογοτεχνία, δεν δείχνει από την αρχή την ομορφιά του. Αυτοπροστατεύεται, κατά κάποιον τρόπο, από τη σαρωτική βουλιμία των βιαστικών και αποκαλύπτει τις αρετές του μόνο σε κείνους για τους οποίους αποτελεί πραγματική τροφή.
     Η προστασία όμως αυτού του είδους στοιχίζει’ όχι στο έργο αλλά στον συγγραφέα. Η συμβουλή του Ζίντ στον τελευταίο, είναι να αντισταθεί στην επιθυμία να απαντήσει στις επιθέσεις εναντίον του: «εάν η επίθεση είναι άδικη, άσε τον αναγνώστη να το διαπιστώσει». Εάν όμως η επίθεση είναι σωστή, αν το εχθρικό βέλος βρει στον στόχο του; Τότε, οποιαδήποτε σπασμωδική κίνηση θα πολλαπλασιάσει τον πόνο, γιατί θα βυθίσει το βέλος ακόμη περισσότερο μέσα στην πληγή’ μόνο η σωστή αντίσταση δυναμώνει. Σε όλες τις περιπτώσεις, το έργο πρέπει να μπορεί να σταθεί από μόνο του εάν το ίδιο δεν αντέχει, θα καταρρεύσει, όποιες κι αν είναι οι προσπάθειες που καταβάλλει ο συγγραφέας του για να το σώσει.
     «Επίλεξε τους εχθρούς σου’ αλλά άφησε να σε επιλέξουν οι φίλοι». Τούτη δω η κοφτή συμβουλή, που μοιάζει με εντολή, ταιριάζει πολύ στον προφορικό λόγο του Ζίντ-όταν μιλούσε με νεότερους που αγαπούσε- σύμφωνα με μαρτυρίες, τις οποίες μου αρέσει να φαντάζομαι αληθινές. Αλλά ο προσωπικός αυτός τόνος, τόσο ζωντανός και τόσο άμεσος, αντλεί τη δύναμή του από αλλού: «Θα ήθελα, αργότερα, ένας στοχαστικός έφηβος, παρόμοιος μ’ αυτόν που μπορούσα να είμαι, σκύβοντας στον Αμύντα μου ή σε κάποιο άλλο βιβλίο που προέρχεται από μένα και στο οποίο έχει διατυπωθεί μουσικότερα η σκέψη μου, να νιώσει την καρδιά του να χτυπάει, όπως χτυπούσε η δική μου όταν διάβαζα’ και να πεί: για μένα είσαι περισσότερο ζωντανός και από τον πιο ζωντανό σύντροφό μου, Αντρέ Ζίντ. Και δεν λυπάμαι που πέθανες’ εάν ζούσες ακόμη, δεν θα σε γνώριζα-γι’ αυτό θα έδινα όλες τις ζητωκραυγές της ημέρας, και τη θέση στην Ακαδημία».
     Κι επειδή οι νεκροί φίλοι δεν κολακεύουν, ο νέος συγγραφέας πρέπει να γίνει εξαιρετικά καχύποπτος με τους επαίνους. Πρέπει να αντισταθεί σε όλες τις φωνές που θέλουν να τον κάνουν να πιστέψει πως ό,τι γράφει είναι καλύτερο από αυτό που πράγματα είναι. Αλλά έτσι θα μείνει κάπως μόνος από ζωντανούς. Πρέπει, λοιπόν, να στραφεί στους άλλους και να τους ακούσει, για να πάρει δύναμη. Ο Ζίντ του λέει να μην απελπίζεται, όταν χάνει από τα μάτια του τον στόχο: «Πείσε τον εαυτό σου ότι το αριστούργημα δεν μπορείς να το πετύχεις με άμεση καταδίωξη’ χρειάζεται πανουργία και επιμονή στην πλάγια σκόπευση. Πρέπει να πολιορκηθεί από παντού. Ο κόμπος βρίσκεται μόνο στο μυαλό σου’ όσο τον τραβάς, τόσο περισσότερο σφίγγει. Θα λυθεί από μόνος του, αν τον αφήσεις, λίγο να ηρεμήσει». Γιατί κάθε έργο τέχνης είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα, λυμένο, το οποίο αποτελείται από πολλά μικρά προβλήματα, που το καθένα τους περιμένει τη λύση του. Και η λύση είναι η σωστή λέξη.
     Αυτή η σωστή λέξη δεν μπορεί να προκύψει από καμία συνταγή, γιατί η ενότητα του βιβλίου που γράφεις είναι η ενότητα της έμπυρης πίστης σου. Η ενότητα όμως αυτή, όχι μόνο δεν μπορεί να προκύψει από συνταγές, αλλά φαίνεται να σφραγίζει αποκλειστικά το βιβλίο στο οποίο υπάρχει πραγματικά. Με την αφορμή αυτή, ο Ζίντ θέτει το ερώτημα της προόδου. «Σε ενδιαφέρει να προοδεύσεις;», ρωτάει τον νέο συγγραφέα. Η ερώτηση δεν είναι ρητορική, γιατί συνδέεται άμεσα με το πρακτικό πρόβλημα της επιτυχίας. Εάν το ζητούμενο είναι η επιτυχία η συμβουλή του Ζίντ είναι σαφής: καλεί τον νέο συγγραφέα να πεισθεί ότι οποιαδήποτε πρόοδος υπονομεύει σοβαρά την επιτυχία. Αυτό εξηγείται γιατί το κοινό, στη συντριπτική του πλειοψηφία, χειροκροτεί μόνο ό,τι μπορεί να αναγνωρίσει. Συνεπώς θα ενοχληθεί από το πραγματικό καινούργιο που θα πει συγγραφέας, θα αντιδράσει εναντίον του και, τις περισσότερες φορές, θα το απορρίψει ή θα το αγνοήσει.
     Ο Ζίντ γνωρίζει καλά πόσο καίρια, πόσο οδυνηρά κρίσιμη είναι η ερώτησή του’ γι’ αυτό και επιλέγει, για μιαν ακόμη φορά, τον τόνο της προσωπικής παρουσίας και λέει: «Το πρώτο πράγμα, συνεπώς, είναι να γνωρίζεις εάν αυτό που επιδιώκεις είναι η επιτυχία. Το αρνείσαι νομίζω, όμως, ότι είναι η επιτυχία. Στην περίπτωση αυτή, μην ακολουθήσεις καμία από τις συμβουλές μου’ κάνε μάλλον το αντίθετο».
      Το αντίθετο, όταν κάποιος οργανωθεί όπως πρέπει, μπορεί να οδηγήσει στη φήμη ή και στη δόξα ακόμη. Ο Ζίντ δεν έχει κανένα πρόβλημα να το αναγνωρίσει και να περιγράψει με ψυχραιμία και ακρίβεια αυτού του είδους τη συμπεριφορά. Μιλά για τη συνήθεια- όπως την αποκαλεί-που έχουν οι περισσότεροι συγγραφείς, «να παρακολουθούν, να εμπνέουν, να υπαγορεύουν ακόμη, εάν είναι δυνατόν, τα άρθρα που θα χαιρετίσουν, στις εφημερίδες και τα περιοδικά, την εμφάνιση του νέου τους βιβλίου». Οι κριτικοί πρέπει να έχουν την κατάλληλη προετοιμασία και το ευρύ αναγνωστικό κοινό να είναι έτοιμο για την εξάπλωση της φήμης του νέου συγγραφέα, η οποία ύστερα από τόσες φροντίδες, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα απλωθεί παντού.
     Το αντίτιμο, για τον Ζίντ, είναι πολύ βαρύ. Σημαίνει την παραίτηση από την περιπέτεια, «η οποία εκτιμάς ότι είναι πιο πραγματική, εάν είσαι αυτός που ελπίζω, δηλαδή στ’ αλήθεια δυνατός και δεν προτιμάς, πάση θυσία, την επιτυχία».
--
ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ
ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ   ΣΤΟΝ   ΝΕΟ   ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     Ακόμα κι αυτή την πραγματεία, ως έργο τέχνης μού αρέσει να τη θεωρώ.
Επομένως, τι σημασία έχει που θα με οδηγήσει αυτή η παράτολμη δήλωση!
     Μόνο το ζήτημα του επαγγέλματος με ενδιαφέρει. Θέλω να ξεκινήσω από το σημείο αυτό, από τη δήλωση ετούτη, στην οποία έχω μια ιδιαίτερη και αδιάλλακτη αδυναμία, κι έπειτα να εξετάσω τι θα μπορούσε να με εμποδίσει.
     Γράφω επομένως αυτή τη μικρή πραγματεία για να εξυμνήσω τον καλό εργάτη. «Το να φτιάχνεις βιβλία είναι επάγγελμα», έλεγε αυστηρά ο Λα Μπρυγιέρ στην αρχή ενός βιβλίου, που δεν είναι μόνο ένα (1). Προειδοποιώ αμέσως τον αναγνώστη μου: εδώ δεν θα ασχοληθούμε παρά μόνο με ζητήματα του επαγγέλματος.
      Ο Κλωντέλ, γυρίζοντας από την Άπω Ανατολή, μου έλεγε πόσο πολύ τον παραξένεψε, στη Γαλλία, η σπατάλη.
     Η μητέρα μου με μάθαινε να αδειάζω πάντα το ποτήρι με τον μηλίτη πριν σηκωθώ από το τραπέζι και να μην παίρνω περισσότερο ψωμί απ’ όσο θα μπορούσα να φάω.
     Ασφαλώς κάτι από αυτή την ιδέα της οικονομίας ενυπάρχει στην επιτακτική ανάγκη που αισθάνομαι για το μέτρο. Το έργο τέχνης το θέλω εξ ολοκλήρου αναίτιο, αλλά δεν ανέχομαι να έχει το παραμικρό ανούσιο πλεόνασμα και, αν στη μύτη της πένας μου απομένει περισσότερο μελάνι απ’ όσο χρειάζεται για την ακριβή έκφραση της σκέψης μου, δεν εκτιμώ ότι έχω αγγίξει την τελειότητα. Στην τέχνη ό,τι δεν είναι ωφέλιμο ενοχλεί.
     Αποκαλώ εφημεριδογραφία, (2) στη λογοτεχνία, οτιδήποτε αύριο κινεί το ενδιαφέρον λιγότερο απ’ ό,τι σήμερα. Οτιδήποτε μετά από λίγο φαίνεται λιγότερο ωραίο, λιγότερο πνευματικό, λιγότερο ευχάριστο, λιγότερο ακλόνητο απ’ ό,τι φαίνεται στο σημερινό κοινό και με παρηγορεί ότι, αντίθετα από την εφημεριδογραφία, το ολοκληρωμένο έργο τέχνης δεν φαίνεται στην αρχή τόσο ωραίο.
     Πρέπει άραγε να απαντά κανείς στις επιθέσεις; Αυτό είναι ένα σαράκι, στο οποίο δεν θα σε συμβούλευα να υποκύψεις. Αν η επίθεση είναι άδικη, άφησε τον αναγνώστη να το ανακαλύψει και επανέλαβε στον εαυτό σου πρώτα τα λόγια του Κικέρωνα, * κι ύστερα τα λόγια του Καμπρόν. (3) Αν η επίθεση είναι δίκαιη, αν το εχθρικό βέλος χτυπήσει στο σωστό σημείο, όλη σου η προσπάθεια άλλο δεν θα κάνει παρά να το βυθίσει βαθύτερα μέσα στην πληγή, να φανερώσει τα ευαίσθητα σημεία σου και την τρωτότητά τους. Και όχι μόνο. Ο αβάς Μπρεμόν, (4) στην αντεπίθεσή του προς τον Σουντέ, όχι μόνο δεν μας αποδεικνύει ότι είχε άδικο, αλλά ταυτόχρονα μας αποκαλύπτει μια σχετική έλλειψη χαρακτήρα και τη μάταιη αψιθυμία του.
     Να είσαι βέβαιος ότι ο έπαινος εκφυλίζει, εξωθεί σε μικρότερη προσπάθεια και ότι η καλά τεκμηριωμένη επίθεση δίνει δύναμη. Άφησε το έργο σου να υπερασπιστεί τον εαυτό του και προσπέρνα. Αν το έργο σου δεν αντέχει το χτύπημα, ό,τι και να μηχανευτείς, να πεις για να το σώσεις δεν θα εμποδίσει την καταστροφή του’ ασχολήσου καλύτερα με το να φτιάξεις ένα άλλο που να αντιστέκεται καλύτερα.
     Έχει ενδιαφέρον, αλλά δεν θα έπαιρνα όρκο ότι συνιστά πραγματικό πλεονέκτημα, το να εντρυφεί κανείς υπερβολικά στην τέχνη των άλλων. Κάποια μυθιστοριογράφος με μεγάλο ταλέντο (η Κα W…) μου έλεγε ότι η μελέτη, η ανατομή και η ανάλυση των καλύτερων μυθιστορημάτων απασχόλησαν τόσο τα νιάτα της, ώστε η ίδια δεν άρχισε να παράγει παρά μόνο ως ειδήμων, ως πλούσια κάτοχος όλων των μυστικών,  όλων των αποθεμάτων του επαγγέλματος. Αλλά του επαγγέλματος των άλλων. Αληθινή επιδεξιότητα είναι εκείνη την οποία σου υποδεικνύει την τελευταία στιγμή το αίσθημα’ η ευφυΐα του αισθήματος.
       Ονομάζουμε μέθοδο την απόκτηση γνώσεων από προγενέστερα έργα. Η μέθοδος διασφαλίζει στους μέτριους καλλιτέχνες τον ελάχιστο κόπο και τη μέγιστη επιτυχία. Αλλά στον ακραιφνή καλλιτέχνη κάθε καινούργιο θέμα προβάλλει μια καινούργια δυσκολία, που για να την ξεπεράσει δεν του χρειάζονται όλες οι προγενέστερες γνώσεις.
     Η δεξιοτεχνία δεν παρήγαγε ποτέ παρά κοινοτοπίες. Αυτό που οφείλεις να τελειοποιήσεις δεν είναι το επάγγελμά σου’ είναι ο ίδιος ο εαυτός σου.
     Αν αισθάνεσαι αρκετά σίγουρος για τον εαυτό σου, αν εμπιστεύεσαι τη δύναμή σου-και, οφείλω δυστυχώς να το επισημάνω, αν για τα προς το ζην δεν έχεις ανάγκης τους «καρπούς της εργασίας σου»-, σε συμβουλεύω (αλλά πρόσεχε μην καείς) να στρέψεις τα νώτα στις εφημερίδες και τους εφημεριδογράφους.
     Ίδιον των εφημερίδων είναι να απασχολούν το κοινό με πράγματα που, αύριο, θα το ενδιαφέρουν λιγότερο απ’ ό,τι σήμερα. Πώς να συνεννοηθείς με όλους αυτούς, εσύ που… Παρ’ όλα αυτά, να είσαι μετρημένος. Δεν αρκεί απλώς να περάσεις απαρατήρητος στην εποχή σου για να ξυπνήσεις πενήντα χρόνια αργότερα ένας Κητς, ένας Νίτσε, ένας Μπωντλαίρ ή ένας Σταντάλ. Επιτρέπεται όμως να οραματίζεσαι τη δόξα τους και να προτιμάς αυτή την υπαρκτή ψευδαίσθηση από την επιτυχία.
     Μακάρι κάποτε ένας ονειροπόλος έφηβος, όπως ίσως ήμουν κάποτε εγώ, σκύβοντας πάνω από τον Αμύντα (5) μου ή πάνω από οποιοδήποτε άλλο δικό μου βιβλίο, όπου θα έχω καταθέσει με τον πιο μουσικό τρόπο τη σκέψη μου, να νιώσει την καρδιά του να χτυπάει όπως χτυπούσε η δική μου όταν διάβαζα: Better be (κτλ., αναφορά στον Κήτς **)- και να πει: εδώ είσαι, για μένα πιο ζωντανός κι από τον πιο ζωντανό σύντροφο, Αντρέ Ζίντ. Και δεν λυπάμαι που έχεις πεθάνει’ αν ακόμη ζούσες, δεν θα σε γνώριζα- γι’ αυτό θα έδινα όλες τις εφήμερες ζητωκραυγές, ακόμα και μια θέση στην Ακαδημία. Ω Κητς, Μπωντλαίρ, Βερλαίν και τόσοι άλλοι που η φλογερή δίψα σας δεν κατασβέστηκε γρήγορα-δεν ζηλεύω μόνο τις μεταθανάτιες δάφνες σας, αλλά και την ελπίδα σας και την οδυνηρή προσμονή σας. Στο πάθος θέλω πάνω απ’ όλα να σας μοιάσω.
      Να επιλέγεις τους εχθρούς σου’ αλλά άφηνε τους φίλους σου να σε επιλέγουν εκείνοι.
Η εμπιστοσύνη ενός καλλιτέχνη στην επιβίωσή του έργου του προσδίδει στο έργο μιαν ανεξήγητη βαρύτητα όλο χαρά, μια μελαγχολική γαλήνη, μια καρτερικότητα, μια υπεροπτική πεζότητα, που το κάνουν να διακρίνεται από τα έργα τα οποία δεν κυνηγούν παρά την επιτυχία. Ο αληθινά ισχυρός καλλιτέχνης ποτέ δεν παραπονιέται που δεν έγινε κατανοητός από την εποχή του’ αντίθετα, μέσα από αυτή τη μη κατανόηση αντλεί τη βεβαιότητα ότι το έργο του θα επιβιώσει.
     Το σφάλμα των ρομαντικών ήταν ότι προσπαθούσαν να διαχωρίσουν τη ζωή από το έργο.
    Ω, δύσπιστε ποιητή! Ώστε λοιπόν για την εφήμερη επιδοκιμασία των συγκαιρινών σου μιλάς; Δεν το ξέρεις πως όσα, από πιστότητα, καταχωνιάζεις ευθύς εξαρχής μέσα στο έργο σου, μετά το θάνατό σου θα αναδυθούν και πάλι στο εκατονταπλάσιο;
Οι δύο τελευταίες συμβουλές:
Γράφε όσο το δυνατόν λιγότερο.
Μη γράφεις παρά μόνο τα απαραίτητα.
      Να μην εμπιστεύεσαι ό,τι σε κολακεύει, ό,τι έχει την τάση να σε κάνει να θεωρείς αυτό που γράφεις καλύτερο απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Αναλογίζομαι συγκεκριμένα εκείνο το είδος τυπογραφίας που υιοθετούν σήμερα οι νέοι της ηλικίας σου, οι οποίοι παρουσιάζουν το κείμενο με τον πιο πλεονεκτικό τρόπο, θεωρώντας τον ως πρωτοτυπία. Όπως οι στίχοι του Πωλ Φορ δεν παύουν να είναι στίχοι, και μάλιστα πολύ καλοί, κι ας έχουν τυπωθεί σε μορφή πεζού λόγου, έτσι και ένας αλεξανδρινός του Ουγκώ πιστεύεις τάχα ότι θα ήταν καλύτερος αν η διάταξή ήταν η εξής:
Άλογο
     ποδοπατεί
             τον άνθρωπο
                 και ο άνθρωπος
                      και ο άνθρωπος
                               και ο άνθρωπος
ή κι εγώ δεν ξέρω ποια άλλη πιο μπαρόκ διάταξη που μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί;
     Αν σε ορισμένα σημεία παρεκτράπηκα προς αυτή την κατεύθυνση στις Επίγειες Τροφές μου, θα μου αναγνωρίσετε ότι το έκανα με διακριτικότητα, μολονότι το κείμενο προσφερόταν ιδιαίτερα.
     Πρώτα πρώτα να φροντίζεις την υγεία σου. Συχνά μια ανησυχία της ψυχής είναι αντανάκλαση της ανησυχίας της σάρκας, και, αν ο Πασκάλ ήταν πιο υγιής, θα είχε βρει με φυσικό τρόπο τον Θεό που αναζητούσε με τόση αγωνία. Θα ήταν, λέτε λιγότερο μεγαλοφυής; Όχι, απλούστατα θα αφιέρωνε τις προσπάθειες της αξιοθαύμαστης ευφυϊας του σε πιο θετικές δημιουργίες.
     Μα αυτό που σας αρέσει στον Πασκάλ είναι το ίδιο το άγχος του, μέσω του οποίου ενθαρρύνεται και κολακεύεται ό,τι πιο νοσηρό και αδύναμο έχετε μέσα σας. Δεν μπορώ να νιώσω ιδιαίτερο θαυμασμό για μια ψυχή που ποτέ δεν γνώρισε την ανησυχία’ θαυμάζω όμως κυρίως εκείνον που  τη  χαλιναγωγεί και ξαναβρίσκει τη γαλήνη, την ισορροπία, έχοντας ξεπεράσει αυτή την κόλαση, από την οποία τίποτε άλλο δεν έχει απομείνει μέσα του παρά μια πιο εκλεπτυσμένη και πιο πλούσια κατανόηση του ανθρώπου και των δυνατοτήτων του. Για να τη ζωγραφίσει καλά, αυτή την κόλαση, πρέπει ο ίδιος να έχει βγει από εκεί.
     Μην απελπίζεσαι μόλις χάνεις από τα μάτια σου το στόχο. Να είσαι βέβαιος ότι ένα αριστούργημα δεν αποκτάται με στενή πολιορκία’ χρειάζεται πανουργία και υπομονή στους ελιγμούς. Πρέπει να το προσεγγίσεις από παντού. Αν σκοντάψεις σε ένα σημείο, προσπέρνα’ υπενθύμισε στον εαυτό σου ότι ο κόμπος είναι μέσα στον νου σου’ όσο περισσότερο τον τραβάς, τόσο σφίγγει’ θα λυθεί από μόνος του αν τον αφήσεις λιγάκι να χαλαρώσει.
     Κάθε έργο τέχνης είναι ένα πρόβλημα που έχει λυθεί’ ένα πρόβλημα που απαρτίζεται από πλήθος αλληλοεξαρτώμενων μικρών προβλημάτων, εκ των οποίων το καθένα περιμένει από σένα την ιδιαίτερη λύση του, δηλαδή την κατάλληλη λέξη’ και αντίστοιχα, αυτό που οι ρομαντικοί αποκαλούν έμπνευση αναλύεται σε άπειρες μικρές προσπάθειες.
     Η ενότητα του βιβλίου σου είναι η ενότητα του ζήλου σου.
     Γράφε, αν το επιθυμείς, μεθυσμένος’ αλλά όταν ξαναδιαβάζεις τα γραπτά σου, να είσαι νηφάλιος.
     Αν θέλεις να προοδεύσεις, μην επαναπαύεσαι σε καμία συνταγή. Μην επαναπαύεσαι- Όμως σε ενδιαφέρει άραγε να προοδεύσεις; Αν αποζητάς την επιτυχία, να είσαι βέβαιος ότι κάθε πρόοδος που θα κάνεις την υποσκάπτει. Το πλατύ κοινό δεν χειροκροτεί ποτέ παρά μόνο, ό,τι μπορεί να αναγνωρίσει’ οτιδήποτε καινοτόμο του φέρεις, το ενοχλεί. Το πρώτο πράγμα, κατά συνέπεια, που πρέπει να γνωρίζεις είναι αν προσβλέπεις στην επιτυχία. Το αρνείσαι, αλλά εγώ πιστεύω ότι στην επιτυχία προσβλέπεις. Σε αυτή την περίπτωση μην ακολουθήσεις καμία από τις συμβουλές μου’ κάνε μάλλον το ακριβώς το αντίθετο.
     Η αληθινή καινοτομία δεν είναι πάντα εμφανής’ αντίθετα μάλιστα, γνωρίζω περιπτώσεις των οποίων η ιδιόρρυθμη εμφάνιση δεν χρησιμεύει παρά για να συγκαλύψει μια βαθιά ένδεια συναισθήματος και μια πεζή ιδιοσυγκρασία. Πραγματική καινοτομία είναι εκείνη που δεν έχει συνείδηση της ιδιότητάς της.
     Γράφε πάντα όσο το δυνατό πιο απλά’ είναι σημαντικό για σένα τον ίδιο πρώτα πρώτα να μην τρέφεις καθόλου ψευδαισθήσεις’ να προσέχεις πάντα να μην είσαι επιεικής με τον εαυτό σου και φρόντιζε αδιάκοπα να μην αυταπατάσαι. Αν σου αρέσει η γραφή σου, δακτυλογράφησέ την. Πρόσεχε τα κεφαλαία σου.
     Ο Κ…. σφετερίζεται τα λόγια του Ζ….’ τα διαδίδει στα σαλόνια όπου ο Ζ. δεν πηγαίνει, τα αφήνει να περάσουν για δικά του’ πρέπει να παραδεχτούμε ότι τους προσδίδει αξία’ η φωνή του είναι καθαρή, το εγχείρημά του πολύ ασφαλές.
     Να αποφεύγεις όσο μπορείς τα υπερθετικά’ μόνον έτσι θα διατηρήσεις για ορισμένα το πλήρες νόημά τους. Όπου το αδύναμο υπερβάλλει, το ισχυρό συγκρατείται. Η δύναμη των λέξεων, όταν συγκρατείται, ενεργεί μέσα στο πνεύμα του αναγνώστη. Αν τη σκορπίζεις πάνω στο χαρτί γίνεται αναποτελεσματική.
ΣΑΛΟΝΙΑ
Μην αποζητάς την εύκολη επιτυχία του καλού ομιλητή. Ο δικός σου ρόλος είναι να ακούς. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης είναι πριν απ’ όλα μεγάλος ακροατής.
     Βασική προϋπόθεση για να ακούς καλά, είναι πρώτα πρώτα να σιωπάς.
     Αν ξανοίγεσαι στους κόλπους της υψηλής κοινωνίας, τουλάχιστον θωρακίσου.
     Να είσαι βέβαιος πως, στην υψηλή κοινωνία, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.
     Να είσαι βέβαιος πως, στην υψηλή κοινωνία, τα καινούργια έργα δεν έχουν καθόλου πέραση. Δεν αποκτά ποτέ κανείς τη φήμη του πνευματικού ανθρώπου χωρίς μια ιδέα μωρίας.
    Η συνήθεια που έχουν οι περισσότεροι συνάδελφοί σου να επιβλέπουν, να υποβάλλουν και, αν είναι δυνατόν, ακόμα και να υπαγορεύουν τα άρθρα, τα οποία πρέπει να χαιρετίζουν στις εφημερίδες και τα περιοδικά την εμφάνιση κάθε βιβλίου τους και να προλαμβάνουν τους κριτικούς, να υποτάσσουν την κοινή γνώμη, να καθοδηγούν τις διαδόσεις για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διατυμπανίσουν και να διαλαλήσουν το όνομα του συγγραφέα-όλα αυτά είναι πολύ καλά και βοηθούν δραστικά στον δρόμο για τη δόξα, ταυτόχρονα όμως απαιτούν να παραιτηθείς από τα οφέλη της περιπέτειας την οποία,, ενδεχομένως, θα εκτιμήσεις ως πιο πραγματική αν είσαι αυτός που ελπίζω, δηλαδή αν είσαι αληθινά δυνατός και δεν προτιμάς πάση θυσία την επιτυχία.
     Το κοινό μπορεί να ξεγελαστεί για ένα έργο’ ο συγγραφέας του βιβλίου μπορεί κι αυτός να ξεγελαστεί. Θεωρώ βέβαιο ότι όλοι αυτοί τους οποίους εμείς θαυμάζουμε, εσύ κι εγώ, όχι μόνο δεν προσπαθούσαν να προβλέψουν αλλά και δεν μπορούσαν να προβλέψουν την ύστερη σημασία των γραπτών τους. Με το έργο τους συνέβη ό,τι συμβαίνει και με τα φυσικά φαινόμενα’ κάθε γενιά τα ερμηνεύει διαφορετικά και αποκομίζει μια ιδιαίτερη τροφή από καθεμιά διαφορετική ιδιοσυγκρασία.
     Να χαίρεσαι επομένως αν αυτό που το σημερινό κοινό επιδοκιμάζει σε σένα είναι, ακριβώς, εκείνο το κομμάτι του έργου σου που εσύ θεωρείς ως το πιο αμελητέο. Να αποφεύγεις να βγάζεις το κοινό από την πλάνη του, συγκρατήσου για αργότερα. Άλλωστε, μήπως εσύ γνωρίζεις σε τι συνίσταται η αξία σου; Αντίστοιχα, αν το κοινό σου καταλογίζει ελαττώματα που δεν τα έχεις, να χαίρεσαι και υπολόγιζε ότι θα το βγάλει από την πλάνη η επόμενη γενιά. Αυτοί τους οποίους χειροκροτούμε απ’ την πρώτη στιγμή για την αξιόλογη δουλειά τους αλλά τους οποίους δεν μπορούμε να χειροκροτήσουμε και για κάτι ακόμα, είναι ανάξια πνεύματα που αμέσως μετά θα πέσουν στη λήθη.
     Στον έπαινο να τεντώνεις μόνο το ένα αυτί’ να έχεις ανοιχτά και τα δύο στην κριτική.
     Μην ανησυχείς υπερβολικά για τους ηλίθιους. Η δυσαρέσκειά τους είναι μοναδική ηδονή’ αλλά μην ασχολείσαι με τους ηλίθιους, και κυρίως πάψε να θεωρείς ηλίθιους όλους εκείνους στους οποίους δεν μπόρεσες να αρέσεις.
     Μην φοβάσαι να ξενίσεις ή να δυσαρεστήσεις’ αλλά ποτέ μην προσπαθήσεις να ξενίσεις ή να δυσαρεστήσεις’ ο πραγματικός καλλιτέχνης, λες, πάντα αιφνιδιάζει και αναστατώνει-ναι, αλλά παρά τη θέλησή του. Στο έργο τέχνης το μόνο παράδοξο που αξίζει είναι ακούσιο.
     Είναι αλήθεια να ισχυρίζεται κανείς ότι τα περισσότερα μεγάλα έργα στην αρχή σκανδαλίζουν’ αλλά είναι λάθος να πιστεύει ότι σκανδαλίζουν εξαιτίας των καινούργιων αρετών τους’ το προκλητικό στα έργα αυτά δεν είναι τόσο το κάτι νέο που φέρουν όσο το παλιό που αρνούνται να φέρουν.
     Τα βαθύτερα προτερήματα ενός έργου στην αρχή περνούν απαρατήρητα. Το ολοκληρωμένο έργο τέχνης δεν τραβάει την προσοχή.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
     Θα προσέξεις ότι στη Γαλλία τουλάχιστον, αλλά πιστεύω και στις υπόλοιπες χώρες, οι άνθρωποι δεν θεωρούν επαρκείς τους λόγους της τέχνης για να συναθροίζονται. Εκτός αν υπάρχει μια σχολή και από τη σχολή προκύψει μια ομάδα. Στη Γαλλία οι άνθρωποι συναθροίζονται μόνο με τους ομοϊδεάτες τους. Αυτό είναι τόσο ισχυρό, τόσο φυσικό και συνάμα τόσο βαθιά ριζωμένο που συνήθως δεν αντιλαμβανόμαστε ότι θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά’ επειδή συνήθως δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η τέχνη ή η ομορφιά μπορεί να υπάρξουν ή τουλάχιστον ότι αξίζει να μας ενδιαφέρουν αυτές καθαυτές, ή ότι μπορεί να υπάρξουν εκτός των ορίων και των μεθόδων που η Σχολή επιβάλλει και υπερασπίζεται. Οι αντιδικίες της τέχνης στη Γαλλία (πιστεύω όμως και σε όλες τις άλλες χώρες) εκφυλίζονται πάντα σε αντιδικίες τάσεων, αν υποθέσουμε ότι αρχικά είχαν προσπαθήσει να είναι κάτι καλύτερο: το έργο ή ο δημιουργός δεν κρίνονται από την καλλιτεχνική ή την ανθρωπιστική τους αξία, η οποία είναι το μόνο πράγμα που θα μετρήσει στη συνέχεια’ αλλά από τον χρωματισμό τους ο οποίος, στη συνέχεια, θα έχει τόσο μικρή σημασία ώστε συχνά αμφιβάλλουμε αν ο Μολιέρος, ο Ρουσσώ, ο Ντεκάρτ ή ο Ρεμπώ ήταν ή όχι καθολικοί, αν ο Δάντης ήταν γουέλφος ή γιβελίνος, (6) κτλ.
     Λένε ότι ο Ζερικό, (7) όταν δούλευε τον πίνακά του Το ναυάγιο της ‘Μέδουσας’, επιθυμώντας να πειθαναγκάσει τον εαυτό του στη δουλειά, να ξεκόψει από την εποχή του, σοφίστηκε να κουρέψει με την ψιλή το κεφάλι του μόνο από τη μια πλευρά, πιστεύοντας ότι έτσι θα γινόταν τόσο γελοίος ώστε δεν θα τολμούσε πλέον να κατέβει στον δρόμο.
     Τον θαυμάζω που το θέλησε αυτό.
     Θα τον θαύμαζα ακόμα περισσότερο, αν αμπαρωνόταν χωρίς να καταφύγει σε αυτό το τέχνασμα-και ακόμα περισσότερο αν είχε αποτολμήσει να εμφανιστεί μισοκουρεμένος.
Σημειώσεις της μεταφράστριας:
(1). Εδώ ο Ζίντ αναφέρεται στο έργο Les Caracteres (Οι Χαρακτήρες), όπου ο γάλλος συγγραφέας Ζαν Λα Μπρυγέρ (1645-1696) περιγράφει με εξαντλητικό τρόπο τα ήθη της εποχής του χρησιμοποιώντας αποφθέγματα και, κατά το πρότυπο του Θεόφραστου, περιγραφές των ανθρώπινων τύπων.
(2). Η λέξη την οποία χρησιμοποιεί εδώ ο Ζίντ είναι journalisme (δημοσιογραφία). Αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε τον όρο εφημεριδογραφία επειδή ο συγγραφέας τη χρησιμοποιεί θέλοντας να αναδείξει το ετυμολογικό νόημά της (από τη λέξη jour=ημέρα) βλ Journal (1939-1949),21 Ιανουαρίου 1946, Gallimard, Bibliotheque de la Pleiade, 1954, σ. 290. Εξάλλου τον όρο εφημεριδογράφος, με αυτή ακριβώς την έννοια, τον είχε χρησιμοποιήσει ο Παλαμάς, αλλά και ο Σεφέρης (πχ. βλ. Γ. Σεφέρης και Α. Καραντώνης, Αλληλογραφία 1931-1960, Καστανιώτης, 1988, σ. 158 και 177).
(3). Pierre Cambronne (1770-1842). Γάλλος στρατηγός ο οποίος, στη μάχη του Βατερλώ, τον Ιούνιο του 1815, απευθυνόμενος προς τους Άγγλους είπε, σύμφωνα με την παράδοση, την περίφημη ρήση:‘Merde’.
(4). Henri Bremond, abbe (1865-1933). Ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Το 1924 έγινε ακαδημαϊκός. Καθιερώθηκε με το μεγαλειώδες έργο του Histoire Litteraire du sentiment religieux en France depuis la fin des guerres de Religion jusqu’ a nos jours και με το δοκίμιό του για την ποίηση La Poesie pure («Η καθαρή ποίηση»), μια έκφραση την οποία δανείστηκε από κείμενο του Πωλ Βαλερύ. Είναι γνωστή η μακροχρόνια διαμάχη του με τον Βαλερύ για την καθαρή ποίηση μέσα από τις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών, που σταμάτησε όταν πια ο αβάς Μπρεμόν κατέληξε σε έναν μυστικιστικό ορισμό της ποίησης, τον οποίο ο Βαλερύ δεν μπορούσε ούτε να δεχτεί ούτε να συζητήσει.
     Souday Paul (1869-1929). Κριτικός της λογοτεχνίας στην εφημερίδα Le Temps. Διακρίθηκε για την ποιότητα της κριτικής του και την επιρροή που ασκούσε στους αναγνώστες του. Ήταν πολύ συνδεδεμένος με τον Βαλερύ και την ποίησή του και υπήρξε ο πρώτος που, στις 28 Ιουνίου 1917, μίλησε στους αναγνώστες του Le Temps για το περίφημο ποίημα του Βαλερύ La Jeune Parque (Η Νεαρή Μοίρα).
(5). Amyntas, 1906: συλλογή λυρικών κειμένων με τις εντυπώσεις του Ζίντ από την Αλγερία.
(6). Γουέλφοι και γιβελίνοι: μέλη δύο αντιπάλων πολιτικών παρατάξεων της Ιταλίας κατά τον Μεσαίωνα. Οι πρώτοι υποστήριζαν την παπική εξουσία ενώ οι δεύτεροι τους μονάρχες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
(7). Ζερικώ, Τεοντόρ (Theodore Gericault, 1791-1824). Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης. Στην περίφημη σύνθεσή του Το ναυάγιο της ‘Μέδουσας’ (1819), που στηρίζεται στις διηγήσεις όσων επέζησαν από ένα πραγματικό ναυάγιο, κυριαρχεί ένα επιβλητικός ρεαλισμός, που πηγάζει από βαθιά μελέτη της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος και των ασθενειών του. Με τον πίνακά του αυτό προκάλεσε πραγματικό σκάνδαλο (πράγμα που ήταν άλλωστε στις προθέσεις του) και καθιερώθηκε σαν ηγετική φυσιογνωμία της γαλλικής ρομαντικής ζωγραφικής. (Από Χέρμπερτ Ρηντ, κ.ά., Λεξικό εικαστικών τεχνών, μετ. Α. Παππάς, εκδόσεις Υποδομή, 1986).
* Ενδεχομένως πρόκειται για την περίφημη απάντηση του Κικέρωνα στον Αντώνιο στον 2ο Φιλιππικό (Νοέμβριος 44 π.Χ.). ‘Contempsi Catilinoe gladios, non pertimescam tuos’. Περιφρόνησα τις ρομφαίες του Κατιλίνα, δεν θα φοβηθώ τις δικές σου. (Σημείωση του Dominique Noguez, στο A. Gide, Conseils au jeune ecrivain, Editions Proverbe, 1993, σελ. 19.).
**Better be imprudent movables than prudent fixtures’- που θα μπορούσε, σε μετάφραση να σημαίνει: «Καλύτερα να είναι κανείς απερίσκεπτος και να κινείται παρά συνετός και καθηλωμένος» ή ακόμη, σύμφωνα με τη μετάφραση της Μαρί- Λουίζ ντε Γκαρέτ στη λογοτεχνική επιθεώρηση NRF του Ιουνίου του 1912: «Καλύτερα να κινείται κανείς μέσα στην απερισκεψία, παρά να απολιθώνεται μέσα στην ασφάλεια». Αυτή η φράση την οποία ο Ζίντ αγαπούσε πολύ και την αναφέρει στα αγγλικά για πρώτη φορά στο Ημερολόγιό του στις 30 Οκτωβρίου 1917 και στην συνέχεια τη χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα στο βιβλίο του Ταξίδι στο Κονγκό το 1927, είναι απόσπασμα από ένα γράμμα του Κητς στη Fanny Brawne (Letters of Keats- A new selection edited by Robert Gittings, Λονδίνο, Οξφόρδη, Νέα Υόρκη. Oxford Paperbacks, 1970, σ. 275). (Σημείωση του Dominique Noguez, A. Gide, Conseils au jeune ecrivain, Editions Proverbe, 1993,  σελ. 21.).
Από το βιβλίο 
ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ- ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ- ΠΩΛ ΒΑΛΕΡΥ,  ΠΡΟΣ ΝΕΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ. Μετάφραση-Επίμετρο Γεωργία Ζακοπούλου, διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων Παντελής Μπουκάλας. Σύνθεση εξωφύλλου: Αγγέλα Βορεάδου-Τσαπούλη, Πορτραίτο μιας γυναίκας (Σαπφώ;) [Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Νεαπόλεως]. Ξένη Λογοτεχνία εκδόσεις Ολκός-Αθήνα 2000, σελίδες 104. Διαστάσεις 11Χ19, τιμή 2808 δραχμές. (Σελίδες 11-25).
Σημειώσεις:
    Θεωρώ ότι θα ήταν παράληψη αν υποστηρικτικά, του δημοσιεύματος του τότε αναπληρωτή καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Γεράσιμου Βώκου, στην πρωινή πολιτική εφημερίδα «Το Βήμα» 3/3/1996, δεν συνοδεύονταν από το ίδιο το κείμενο του γάλλου συγγραφέα Αντρέ Ζίντ. Ένα κείμενο, στο οποίο όπως διαπιστώνουμε και μετά σχεδόν έναν αιώνα από τη συγγραφή του, εξακολουθεί να μνημονεύεται και να γίνονται αναφορές και παραπομπές σε αυτό, όπως μας φανερώνουν και οι των ημερών μας κριτικές που γράφτηκαν όταν εκδόθηκε σαν μια ενότητα ειδολογικού «μοντέλου» προτροπής σε νέους συγγραφείς και μεταφραστές, μαζί με τα έργα των γάλλων ποιητών Σαρλ Μπωντλαίρ και Πωλ Βαλερύ. Το κείμενο το είχα συναντήσει στην γαλλική γλώσσα αλλά, θα ήταν τόσο κουραστικό όσο και επίδειξη να το μεταφέρω στο πρωτότυπο. Πιστεύω, ότι παρ’ ότι δεν κατόρθωσα να συγκεντρώσω αρκετές δημοσιευμένες βιβλιοκριτικές για την παρούσα ελληνική έκδοση, ότι οι πάντα προσεγμένες και αισθητικά όμορφες εκδόσεις «ΟΛΚΟΣ», οι εκδόσεις τους ήταν όχι μόνο επιλεγμένες αλλά και με μεγάλη καλλιτεχνική μαεστρία σχεδιασμένες, μας πρόσφεραν μια σημαντική αναγνωστική υπηρεσία όσον αφορά την γνωριμία μας με το έργο του Αντρέ Ζίντ. (Χωρίς να μειώνω την προσφορά και των άλλων εκδοτικών οίκων που μέχρι σήμερα έδωσαν στο ελληνικό ενδιαφερόμενο αναγνωστικό κοινό και τα άλλα του έργα). Ιδιαίτερα οφείλουμε να σταθούμε στην εξαιρετική μεταφραστική δουλειά που έκανε η μεταφράστρια κυρία Γεωργία Ζακοπούλου, η οποία απέδωσε στην ελληνική γλώσσα λογοτεχνικές έννοιες και εξομολογητικές σκέψεις, τριών από τους πλέον σημαντικών και διάσημων συγγραφέων του προηγούμενου αιώνα μα και της εποχής μας. Γάλλοι δημιουργοί που επηρέασαν και εξακολουθούν να επιδρούν, ίσως εξίσου δραστικά, στις ποιητικές δημιουργίες των νεότερων ποιητών. Δεν είναι ανάγκη να έχεις το βάθος γνώσεων της γαλλικής γλώσσας, για να κατανοείς τον μεταφραστικό άθλο τον οποίο έφερε εις πέρας η Γεωρργία Ζακοπούλου. Η μεταφράστρια, είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο το ξεχωριστό ζήτημα του ύφους του κάθε γάλλου δημιουργού αλλά, να επιλύσει και γλωσσικές περιπλανήσεις των ίδιων των συγγραφέων, να διαχειριστεί κομβικές τους επισημάνσεις, να φωτίσει τις περισσότερες «σκοτεινές» έννοιες και λεκτικές παγίδες, (στην μεταφορά τους στην ελληνική γλώσσα), ιδιαίτερα στο κείμενο του ποιητή Πωλ Βαλερύ, ο οποίος εξετάζει και μας εκθέτει τις μεθόδους και τεχνικές που υιοθέτησε στις «Παραλλαγές στα Βουκολικά». Την μετάφραση δηλαδή του ποιμενικού έργου του αρχαίου λατίνου ποιητή Βιργιλίου. Το μεταφραστικό παιχνίδι ήταν όχι μόνο παράτολμο-για να μην πω επικίνδυνο-αλλά και διττό. Όφειλε η ελληνίδα μεταφράστρια να μας μεταφέρει όχι μόνο το πνεύμα ενός ποιητή ο οποίος είναι και θεωρητικός του ποιητικού λόγου, αλλά και να γνωρίζει το έργο του λατίνου ποιητή. Και αυτό, από τις σημειώσεις και τις μικρές επισημάνσεις που κάνει στην δική της εργασία φαίνεται ότι συμβαίνει. Ένας άλλος δύσκολος σκόπελος είναι και ο εξής. Κάθε κείμενο,-του Ζίντ, του Μπωντλαίρ, του Βερλαίν-, έχει την δική του θεωρητική-πρακτική λογοτεχνική ταυτότητα, τον δικό του εννοιολογικό χρωματισμό, θα τολμούσα να έγραφα την δική του ξεχωριστή πολιτική συγγραφής. Δηλαδή, τις θέσεις και τις κρίσεις και τις απόψεις που έχει μέσα στην φαρέτρα των αναγνωστικών του προτιμήσεων και διαχείρισης του ρόλου που πρέπει να έχει ένας συγγραφέας μέσα στην κοινωνία και την δημόσια στάση του, απέναντι στους αναγνώστες του. Η μεταφράστρια έπρεπε να συγκεράσει τους κόσμους τριών συγκλινόντων μοντέλων θεωρητικής πρόσληψης της συγγραφικής πρόθεσης εκ μέρους των νέων συγγραφέων, χωρίς να χάσει κάθε φωνή (από τις τρείς) την ετερότητά της, την αυτονομία της, την ξεχωριστή προτρεπτική συμβολή της, το διαχρονικό της στίγμα. Αυτή η λεπτή ισορροπία των θέσεων των τριών συγγραφέων, πάνω σε ζητήματα καθαρά λογοτεχνικής φύσεως, όφειλε να γίνει κατανοητή και εφαρμόσιμη στον σύγχρονο αναγνώστη που θα πιάσει το βιβλίο αυτό στο χέρι του, και διαβάζοντάς το, θα επαναπροσδιορίσει την θέση του στο σήμερα ως επαγγελματίας συγγραφέας και αναγνώστης ταυτόχρονα. Τα διλήμματα που θέτουν οι τρείς γάλλοι δημιουργοί να μας γίνουν γνωστά και κατανοητά σε σημείο, που να δημιουργηθούν στις συνειδήσεις των νέων συγγραφέων, τα ανάλογα «μοντέλα», κανόνες συγγραφείς των δικών τους έργων και την στάση τους απέναντί τους. Αυτό το πέτυχε με την μετάφραση η Γεωργία Ζακοπούλου. Φάνηκαν οι λεπτές ισορροπίες της σκέψης των γάλλων δημιουργών, οι κανόνες γραφής που ακολούθησαν στην εποχή τους ο καθένας μέχρι να φτάσουν στο επιθυμητό για αυτούς αποτέλεσμα και δώσουν την ολοκληρωμένη εικόνα του έργου τους. Αναδείχθηκαν οι στοχασμοί κάθε συγγραφέα, κυρίως του Αντρέ Ζίντ, η πορεία που ακολούθησαν, η αγωνία που είχαν κατά την διάρκεια συγγραφής ενός έργου τους, στο που στόχευαν και ποιους δρόμους δαιδαλώδεις ή μη ακολούθησαν στην συγγραφική τους διαδρομή. Ποιούς σταθμούς παλαιότερων αναφορών και θέσεων καλλιέργησαν και διεύρυναν. Οι αναφορές σε προγενέστερους συγγραφείς είναι συχνές και δηλώνουν στον αναγνώστη τα σημεία εκείνα που στάθηκαν οι τρείς γάλλοι συγγραφείς, τους προβληματισμούς τους και το τι διδάχθηκαν οι ίδιοι. Τα τρία αυτά κείμενα χωρίς να έχουν την δυσκολία που διαθέτουν τα παρόμοια ανάλογα θεωρητικά κείμενα πάνω στην τέχνη της γραφής, τα ερωτήματα τι είναι ένα έργο τέχνης και ποια η λειτουργία του μέσα στην κοινωνία, ποιος είναι ο ρόλος του συγγραφέα, τι στάση οφείλει να κρατά απέναντι στο αναγνωστικό κοινό του αλλά και στο ίδιο του το έργο, και μια σειρά άλλα ζητήματα που μας εκθέτουν, είναι γραμμένα με εύληπτο τρόπο από τους τρείς γάλλους ποιητές, ώστε να γίνονται κατανοητά από το μεγάλο κοινό. Ιδιαίτερη ελεγχόμενη δυσκολία έχει μόνο το κείμενο του Πωλ Βαλερύ. Του Ζίντ είναι περισσότερο εξομολογητικό ενώ του Μπωντλαίρ μάλλον ρέπει προς την ερωτηματική πρόθεση. Θα μπορούσαμε ίσως να σημειώσουμε ότι τα κείμενα αυτά, επειδή είναι και εξομολογητικά των τρόπων συγγραφής των συγγραφέων, είναι ένα είδος «σαβουάρ βιβρ» της συγγραφής και αντιμετώπισης ενός έργου από τους ίδιους τους δημιουργούς. Ένα είδος συμβουλευτικής προτροπής μέσα στο ιστορικό και χρονικό της εποχής πλαίσιο της γαλλικής κοινωνίας και κανόνων συγγραφής της λογοτεχνίας, χωρίς όμως, να χάνουν οι κανονιστικές αυτές παραινέσεις την διαχρονική τους αξία και την σημασία τους ακόμα και σήμερα. Οι συνομιλίες των γάλλων συγγραφέων με τους παλαιότερους ομότεχνούς τους, μας δείχνουν την κυρίαρχη θέση που πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν ότι, η λογοτεχνική δημιουργία είναι κοινή, έχει αρχή, ενδιάμεσα διαστήματα, και βαδίζει προς το μέλλον. Κουβαλά μέσα της τα λογοτεχνικά νάματα, τους θησαυρούς, τις πιέσεις, τις ενστάσεις, τα διλήμματα, τις αντοχές και τις προσλήψεις παλαιότερων συγγραφικών φωνών που έζησαν σε διαφορετικά μήκη και πλάτη της γης. Αυτά τα κοινά σημεία οικουμενικής αναφοράς φάνηκαν στην μεταφορά τους από την γαλλική γλώσσα. Σίγουρα, τα κείμενα αυτά εντάσσονται μέσα στο πνεύμα της εποχής για νέους συγγραφείς, όπως είναι παραδείγματος χάριν το ανάλογο θεωρητικό-πρακτικό κείμενο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Γράμματα σε έναν νέο ποιητή» που τόσο καταπληκτικά έχει μεταφράσει ο πειραιώτης Μάριος Πλωρίτης, ή ακόμα σε άλλα μελετήματα που προέρχονται από την αγγλοσαξονική παράδοση και λογοτεχνία, στα δικά μας λογοτεχνικά νερά έχουμε την περίπτωση του ποιητή Κωστή Παλαμά, και αργότερα, του Γιώργου Σεφέρη, και άλλων ελλήνων δημιουργών.  Το διπλό αυτό  συγγραφικό παιχνίδι επικοινωνίας ενός δημιουργού με το ακροατήριό του ή τους μελλοντικούς αναγνώστες του, δεν είναι κάτι σπάνιο μέσα στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής παραγωγής. Παραδείγματος χάριν αν διαβάσουμε τα Ημερολόγια του ζωγράφου Πωλ Κλε θα βρούμε παρόμοιες συμβουλευτικές αρχές και προτροπές απέναντι στους νεότερους καλλιτέχνες, στα Γράμματα του Βαν Γκογκ στον αδερφό του και μια σειρά άλλων Ημερολογιακών εξομολογητικών καταθέσεων. Είναι ένας κοινός τόπος επικοινωνίας τόσο με πρωτότυπα κείμενα (ποίηση, πεζό κλπ) όσο και με έμμεσο τρόπο της συγγραφής ημερολογίων ή ξεχωριστών κειμένων διδαχής προς τους νεότερους δημιουργούς και καλλιτέχνες.
Στο παρόν σημείωμα, δεν ασχολήθηκα με τα άλλα δύο κείμενα. Των ποιητών Σαρλ Μπωντλαίρ και Πωλ Βαλερύ, επικεντρώθηκα μόνο στην παρουσία του Αντρέ Ζίντ, που και στα προηγούμενα σημειώματα προσπάθησα να ξαναδιαβάσω το μεταφρασμένο στα ελληνικά έργο του και να δώσω σύγχρονες πληροφορίες και στοιχεία για αυτόν.
Το κείμενο «Συμβουλές στον νέο συγγραφέα» του Αντρέ Ζίντ, είναι πολυεπίπεδο και μάλλον συμβουλευτικά πολύφωνο. Θέλω να πω ότι, κάθε παράγραφο, κάθε ενότητα, κάθε στοχασμός, κάθε προτροπή, κάθε διλημματική αναφορά του Ζίντ νιώθεις αμέσως ότι κουβαλά μέσα της την προσωπική του αναγνωστική καλλιέργεια, τον δικό του πόνο και αγωνία, τους δικούς του ενδοιασμούς και προθέσεις. Ο λόγος του, δεν είναι αποφατικός, αυτά είναι και τίποτε άλλο. Δεν έχει αυτήν την δογματική επιταγή των αναλλοίωτων κανόνων που οφείλει να ακολουθήσει ο νέος συγγραφέας. Οι προτάσεις του Ζίντ είναι μάλλον περισσότερο διερευνητικές, προσπαθούν να κατανοήσουν και να ξεψαχνίσουν την συγγραφική συνείδηση του νέου συγγραφέα, να βολιδοσκοπήσουν τις ενδεχόμενες προθέσεις του και δημόσιες στάσεις του. Είναι προτροπές και προς τον εαυτό του πρωτίστως. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτό το εξομολογητικό κείμενο του Ζίντ που σπέρματα των ιδεών και σκέψεών του συναντάμε σε μυθιστορήματά του. Ο Ζίντ τρέφει όχι μόνο βαθειά εκτίμηση αλλά και σεβασμό τόσο στον μελλοντικό νέο συγγραφέα όσο και στο έργο του. Και προσπαθεί με τα λόγια και τις θέσεις του να προφυλάξει τόσο τον συγγραφέα όσο και το έργο του από τις κακοτοπιές της δημόσιας πρόσκαιρης αναγνώρισης της αξίας τους όσο και από την θετική ή αρνητική κοινολογία και τις κρίσεις εκείνες που θα αποπροσανατολίσουν στην ουσία τους τόσο τον πραγματικό στόχο του συγγραφέα όσο και την αξία του ίδιου του έργου. Οι συμβουλές του, ενέχουν μέσα τους κάτι από την πατρική στοργή σε νεότερο γιο, στο πως χρειάζεται να συμπεριφερθεί δημόσια απέναντι στους άλλους μέσα στην κοινωνία. Να είναι μετρημένος στα λόγια του, να παραμένει σιωπηλός όπου χρειάζεται, να ακούει προσεκτικά, να χειρίζεται την γραφή και τον λόγο προς όφελος της δημόσιας εικόνας του. Και το γεγονός ότι ο γάλλος συγγραφέας κάνει λόγο για επαγγελματία συγγραφέα πρωτίστως, δίνει προσθέτει μεγαλύτερο βάρος και προσοχής στα γραφόμενά του και στις πατρικές υποδείξεις του. Το κείμενο του Ζίντ δεν απευθύνεται σε έναν έφηβο ονειροπόλο που έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα επειδή εξέδωσε ένα βιβλίο αλλά, σε έναν έφηβο ονειροπόλο που επιθυμεί να αγωνιστεί και να κοπιάσει να κερδίσει την εκτίμηση των άλλων με έντιμα και τίμια μέσα. Να αναγνωριστεί με την αξία του έργου του και των προθέσεών του. Ο Ζίντ, παίζει με ανοιχτά χαρτιά, δεν δίνει ψεύτικες υποσχέσεις, δεν γράφει μια παγωμένη και ανελαστική πραγματεία προτροπών και κανόνων που θα είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτοί από τους εκκολαπτόμενους συγγραφείς. Το κείμενο του Αντρέ Ζίντ, έχει μια ελαστικότητα, έναν λυρισμό που κυλά μέσα στις μικρές του προτάσεις μικρές ρήσεις σαν μικρά αποφθέγματα σκέψεων που όλα μαζί όμως, μας δίνουν μια ενότητα στην εξέταση του θέματος. Ο λόγος του, δεν είναι εγκεφαλικός, διανοητικός, ακαταλαβίστικος. Είναι θα έλεγα καρδιακός, βγαίνει μέσα από τα βάθη της ψυχής του και στοχεύει στα εσωτερικά βάθη της ψυχής του νέου συγγραφέα. Ο Ζίντ τολμά ακόμα να πει στον νέο συγγραφέα ότι αν δεν συμφωνεί με αυτά που του προτείνει, να τα αφήσει πίσω του και να πράξει αυτό που θέλει ο ίδιος. Και μόνο αυτή του η προτροπή μας δείχνει την εμπιστοσύνη στην αλήθεια αυτών που μας εκθέτει ο Αντρέ Ζίντ. Μερικές άλλες του αποφθεγματικές ρήσεις, στο να γράφουμε απλά όσο μπορούμε και κατανοητά, ανακαλούν στην μνήμη τις ανάλογες σκέψεις που έχει διατυπώσει ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ενώ όταν κάνει λόγο για το ηλίθιο κοινό, θυμίζει ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. «… οι κουτοί θάνε κουτοί/ και οι βράχοι πάντα βράχοι» έτσι όπως από μνήμης θυμάμαι τον ακροτελεύτιο στίχο του ποιητή του μεσοπολέμου. Οι απόψεις του Ζίντ όσον αφορά την διαχείριση της γλώσσας, την χρήση του σωστού λεξιλογίου, την μη υιοθέτηση του υπερθετικού βαθμού, και άλλων μυστικών δρόμων της γραφής για να δοθεί μια ολοκληρωμένη και άρτια εικόνα του κειμένου-ενός βιβλίου, αξίζει να τονίσουμε, ότι προηγήθηκαν των απόψεων του άγγλου νομπελίστα ποιητή Τόμας Στέρν Έλιοτ. Και μόνο η ρήση του: «Γράφε, αν το επιθυμείς, μεθυσμένος’ αλλά όταν ξαναδιαβάζεις τα γραπτά σου, να είσαι νηφάλιος» να μας είχε διασωθεί στο λογοτεχνικό χρόνο, θα μας «εξανάγκαζε» να τοποθετήσουμε τον γάλλο μυθιστοριογράφο Αντρέ Ζίντ, στους πρωτοπόρους δημιουργούς της μοντέρνας παγκόσμιας λογοτεχνίας, της οικουμενικής γραμματείας. Στον συγγραφέα που άνοιξε δρόμους και καθόρισε τους ορίζοντες στην τέχνη της γραφής τον προηγούμενο αιώνα. Οι προσεγγίσεις του Ζίντ έχουν να κάνουν με την αποφυγή «μωρίας» του συγγραφέα, οι υποδείξεις του στοχεύουν στην ατομική του δημόσια και συγγραφική καλλιέργεια και το ήθος του ατόμου και του συγγραφέα. Γιαυτό διαχωρίζει την συγγραφική δημιουργία από την επιφυλλιδογραφία. Δηλαδή το δημοσιογραφικά επικαιρικό αναγνωρίσιμο από το συγγραφικό που αναμένει της αναγνώρισης της αξίας του και της διαχρονικότητάς του. Την αντοχή του στο χρόνο.
Τίποτε το λογοτεχνικό παράδοξο στο κείμενο αυτό του Αντρέ Ζίντ, τίποτε το μοντέρνο ή μεταμοντέρνο αποκαλυπτικό, τίποτε που να παραβλέπει τον παράγοντα άνθρωπο, και τις εγγενείς θεμιτές ή αθέμιτες επιθυμίες του δημόσιας αναγνώρισης και καταξίωσης. Οι σκέψεις του κινούνται μέσα σε ένα ανθρώπινο πλαίσιο κοινωνικών και συγγραφικών φιλοδοξιών που είναι κατανοητό από τον Ζίντ. Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο γράφει ο ποιητής Μένανδρος. Το ίδιο θα σημειώναμε και για τον γάλλο μυθιστοριογράφο Αντρέ Ζίντ. Ο καταλογισμός των όποιων ευθυνών βαρύνει εξίσου τον συγγραφέα όσο και τους αναγνώστες του.
    Η αλήθεια του παιχνιδιού και των όρων του για το οποίο μας γράφει ο Αντρέ Ζίντ, βρίσκεται στην προαίρεση του ίδιου του ατόμου, δηλαδή του συγγραφέα. Τα οφέλη από αυτήν την αναγνωστική περιπέτεια που μας πρόσφεραν στα ελληνικά οι εκδόσεις «Ολκός» πριν 20 χρόνια είναι ακόμα επίκαιρα και απαραίτητα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 26 Αυγούστου 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου