Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Σχετικά με το έργο του γάλλου συγγραφέα Αντρέ Ζίντ


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ

     Η προσέγγιση του έργου ενός συγγραφέα γίνεται με αρκετούς τρόπους. Ο πρώτος και κυριότερος, είναι η άμεση ευχαρίστηση του ίδιου του αναγνώστη ή αναγνώστριας. Η τέρψη που νιώθει ένας αναγνώστης καθώς παίρνει στα χέρια του ένα βιβλίο και αρχίζει να το ξεφυλλίζει και στη συνέχεια να το μελετά. Η επιθυμία (ακόρεστη ορισμένες φορές) ενός ατόμου που έμαθε ενστικτωδώς ή διδάχτηκε-μέσα από άλλων το παράδειγμα-να αγαπά το διάβασμα και να διαθέτει τον προσωπικό του χρόνο, τα ατομικά του έξοδα στην αναζήτηση, αγορά και διάβασμα ενός βιβλίου. Συνήθως η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που διαβάζει, στηρίζεται στις δικές της και μόνο πνευματικές δυνάμεις και αντοχές. Θέλω να πω ότι η επιλογή ανάγνωσης ενός βιβλίου δεν βασίζεται σε εξωτερικούς πάντα παράγοντες, στηρίζεται συνήθως, στην ίδια την αναγνωστική βούληση του αναγνώστη/ ας. Δεν μεσολαβεί μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα ο κριτικός λόγος ενός κριτικού βιβλίου, η παρέμβαση ενός δοκιμιογράφου, η προτροπή ενός καθηγητή πανεπιστημίου, το ενδιαφέρον ενός μεταφραστή, η επαγγελματική πρόθεση ενός δημοσιογράφου, η πολιτιστική πολιτική ενός κρατικού ή ιδιωτικού φορέα κλπ. Η προσωπική επιθυμία ενός αναγνώστη-ο οποίος είναι και αυτός εργαζόμενος, έχει δημιουργήσει την οικογένειά του, τις κοινωνικές του υποχρεώσεις, αντιμετωπίζει τα ίδια της ζωής οικονομικά έξοδα ή αδιέξοδα, όπως ένας δημιουργός ή καλλιτέχνης-είναι που μετράει. Η προσωπική του απόφαση να βγει από το σπίτι του να μεταβεί σε ένα βιβλιοπωλείο να αγοράσει ένα βιβλίο και να το διαβάσει, είναι τηρουμένων των κοινωνικών αναλογιών και ψυχικών αναγκών, όπως η επιθυμία ενός πιστού να βάλει τα καλά του, να βγει από την οικία του και να μεταβεί στον ναό της περιοχής του ή αλλού, για να επιτελέσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Να συμμετάσχει σε εκδηλώσεις προσέγγισης και διαλόγου με τους διπλανούς του, μέσω εξωτερικών της παράδοσής του τυπικών και κοινωνικών δημόσιων ενεργειών και εκδηλώσεων. Ανοίγματος προς τον κόσμο-τους άλλους, που θα του δώσουν την ευκαιρία να νιώσει άνετα, καλύτερα, ευχάριστα, ερχόμενος σε επαφή με έναν άλλον περιβάλλοντα χώρο, με πρόσωπα που κουβαλούν το δικό τους φορτίο αλήθειας βίου και αναγκών, όπως αυτές του δικού του και της οικογένειάς του. Έχουμε μια κοινωνικοποίηση που προσφέρει στον άνθρωπο χαρά, αγαλλίαση, ευχαρίστηση και την αίσθηση του «πανηγυριού», του ξεδόματος, της ανάπαυλας από τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής και τα προσωπικά του αδιέξοδα. Το ίδιο με έναν άλλον τρόπο, θα τολμούσαμε να γράφαμε ότι συμβαίνει και με τα άτομα που συχνάζουν στα καφενεία (όχι για να παίξουν χαρτοπαίγνια αλλά για να επικοινωνήσουν και έρθουν σε επαφή, να συζητήσουν και να ανταλλάξουν γνώμες με άλλους), ίδιες καταστάσεις αναγνωρίζουμε και με τις νεότερες ηλικίες ατόμων που συχνάζουν σε καφετέριες, σε μπαράκια, σε στέκια, σε χώρους μουσικής διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Μικρές χαρές ανάσας που δροσίζουν την σκοτεινιά του βίου των σύγχρονων ζωών μας.
 Στις περιπτώσεις αυτές των χαρών της ζωής εντάσσουμε και τον αναγνώστη. Που για να είμαστε ειλικρινείς, μπορεί ο πληθυσμιακός αριθμός μιάς χώρας όπως η δική μας να μην είναι μεγάλος που διαβάζει, υπάρχει όμως μια μικρή υποφερτή μαγιά σταθερών αναγνωστών που ανθίσταται (όπως θα μας έλεγε και ο Βασίλης Λογοθετίδης) στις διαφημιστικές ιλουστρασιόν προκλήσεις και αχαλίνωτης ευδαιμονίας προσκλήσεις των καιρών, και εξακολουθεί να διαβάζει και να ενδιαφέρεται για το βιβλίο. Το ότι αποφασίζει ένα άτομο να μεταβεί σε ένα βιβλιοπωλείο να αγοράσει ένα βιβλίο της αρεσκείας του που του κέντρισε το ενδιαφέρον, ή που του μίλησαν για αυτό, να το διαβάσει ή να το προσφέρει ως δώρο, είναι σαν να έχει ήδη κοινωνήσει με το έργο και τον κόσμο, το όραμα ενός συγγραφέα. Η συγκεκριμένη επιλογή του, η απόφασή του δηλαδή να διαβάσει ένα βιβλίο, τον καθιστά μέτοχο του κόσμου, των ιδεών, των θέσεων του δημιουργού. Ανεξάρτητα του βαθμού πρόσληψης και κατανόησης του ίδιου του έργου. Σημασία έχει η επιθυμία να αποφασίσεις να αγοράσεις και να διαβάσεις ένα βιβλίο. Να πιάσεις στο χέρι σου ένα βιβλίο και να αρχίσεις μαζί του μια συνομιλία. Γίνεσαι μέτοχος τότε μιάς άλλης μορφής «πανηγυριού» μιάς άλλης κοινότητας της κοινωνίας που την αποτελούν κατά κύριο λόγο οι πνευματικοί δημιουργοί, οι μεταφραστές (αν είναι ξενόγλωσσος ο συγγραφέας), οι επιμελητές εκδόσεων, οι διορθωτές, οι τυπογράφοι, οι εικαστικοί που φροντίζουν για το εξώφυλλο, οι βιβλιοδέτες, οι εκδότες. Και στον όχι και τόσο μικρό αυτό κύκλο των ανθρώπων που εργάζονται στον χώρο έκδοσης και κυκλοφορίας ενός βιβλίου, συμπεριλαμβάνονται οι ενδιάμεσοι μεταδότες του μηνύματός του, που είναι οι βιβλιοκριτικοί, οι δημοσιογράφοι παρουσιαστές που θα μιλήσουν για την νέα έκδοση, οι δάσκαλοι στα σχολεία που θα το προτείνουν στους μαθητές τους, οι καθηγητές στις πανεπιστημιακές σχολές που θα προτείνουν επίσης τους ανάλογους τίτλους βιβλίων για την εκπόνηση εργασιών από τους φοιτητές τους, οι κριτικοί των εφημερίδων και των λογοτεχνικών περιοδικών, τα διάφορα κεντρικά ή περιφερειακά κέντρα ανάγνωσης οι λέσχες βιβλίων-λογοτεχνίας. Υπάρχει όπως βλέπουμε ένα διευρυμένο εμπορικά και πνευματικά οργανωμένο σύστημα αξιολόγησης της έκδοσης και προώθησης ενός βιβλίου, της προώθησής του, μέχρι να φτάσει στα χέρια του ανώνυμου αναγνώστη ή αναγνώστριας και να το απολαύσει, να ανοίξει ένα διάλογο μαζί του. Από την στιγμή που εκδίδεται ένα βιβλίο, θα τολμούσα να έγραφα, ότι προετοιμάζεται και η κυκλοφορία του επόμενου. Αυτό είναι το γενικό περίγραμμα μέσα στο οποίο κινείται ένας ανώνυμος ή επώνυμος αναγνώστης (επώνυμος εννοώ τους αναγνώστες εκείνους που είναι παράλληλα και συγγραφείς οι ίδιοι) στην επιθυμία του να διαβάσει ένα βιβλίο. Όχι μόνο το σούρουπο όπως είναι ο τίτλος ενός τίτλου παλαιού πεζογράφου. (αναφέρομαι στον Τσάρλς Ντίκενς).                                                                  Ένας δεύτερος δρόμος ανάγνωσης είναι η προτροπή από το εκπαιδευτικό περιβάλλον. Ένας καθηγητής στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προτείνει στους μαθητές της τάξης του να προμηθευτούν και να μελετήσουν ένα βιβλίο πάνω στο οποίο θα εργαστούν ή το οποίο εντάσσεται μέσα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της διδακτέας λογοτεχνικής ύλης των νέων ελληνικών του υπουργείου. Ένας παρόμοιος δρόμος είναι και η προτροπή από καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που προτείνουν βιβλία στους φοιτητές τους που είτε έχουν συγγράψει οι ίδιοι και το διδάσκουν, είτε επιλέγουν άλλα όμορα έργα-σαν συμπληρωματική βιβλιογραφία-  για ανάλογες ερευνητικές εργασίες οι οποίες συνήθως, ορισμένες από αυτές, κυκλοφορούν κατόπιν στο εμπόριο για το ευρύ αναγνωστικό κοινό.                               Ένας τρίτος δρόμος γνωριμίας ενός αναγνώστη με ένα βιβλίο είναι η βιβλιοπαρουσίαση και η βιβλιοκριτική που δημοσιεύεται από τις στήλες των εφημερίδων, τις σελίδες των λογοτεχνικών περιοδικών και άλλων εντύπων. Ο βιβλιοκριτικός είναι ο μεσολαβητής γνωριμίας ενός συγγραφέα με τον αναγνώστη. Είναι τα μάτια του πρώτου αναγνώστη ενός έργου, που θα το προτείνει κατόπιν σε εμάς τους υπόλοιπους. Θα μας ενημερώσει για την έκδοσή του, θα μας πληροφορήσει για την αξία του ή την σημαντικότητά του, θα μας μιλήσει για άλλα έργα του συγγραφέα που ενδεχομένως έχουν κυκλοφορήσει ή έχουν μεταφραστεί. Στην περίπτωση αυτή, που είναι η πιο διαδεδομένη και μάλλον κυρίαρχη στον χώρο των εκδόσεων, ο διαμεσολαβητής είναι ο πρώτος «ανταυτού» αναγνώστης ενός έργου για μας. Εμείς κατόπιν πλησιάζουμε το έργο μέσω της κρίσης και των θέσεων του βιβλιοκριτικού ή βιβλιοπαρουσιαστή που επιλέγει πριν από εμάς για εμάς. Αυτό σημαίνει ότι ένα έργο από την στιγμή της κυκλοφορίας του ερευνάται και σχολιάζεται πολλαπλώς. Μέχρι την στιγμή που θα «κατακάτσει» στις αναγνωστικές συνειδήσεις και θα γίνει αποδεκτό. Δεν θα σχολιάσουμε το ενδεχόμενο εμπορικών ή καλλιτεχνικών σκοπιμοτήτων γιατί αυτά συμβαίνουν κατά περίσταση σε όλους τους δημόσιους χώρους επικοινωνίας και επαφής των ανθρώπων. Θα δεχτούμε την θέση ότι ένα συγγραφικό έργο κρίνεται και ερευνάται πρώτα από τον κριτικό του και παράλληλα από τον αναγνώστη του. Έχουμε συνήθως μια κοινή αναγνωστική αποδοχή αλλά μπορεί και όχι. Τα κριτήρια δεν είναι ποτέ σταθερά. Είναι ευμετάβλητα όπως και οι κρίσεις του κάθε αναγνώστη στην δεδομένη χρονική στιγμή. Οι κριτικές των ερασιτεχνών ή επαγγελματιών κριτικών είναι χρήσιμες στο βαθμό που μας ξεκλειδώνουν τα μυστικά συγγραφής ενός έργου, τις συγγένειές του με άλλα όμορα έργα, την συνομιλία του με τα έργα άλλων συγγραφέων. Στο τι εκφράζει και τι θέλει να μας περάσει σαν μήνυμα στην εποχή του και τους ανθρώπους της. Δεν αναφερόμαστε ασφαλώς σε συλλέκτες ή αγοραστές πολυτελών λευκωμάτων, στους οποίους απευθύνεται ο λόγος ορισμένων κριτικών, μιλάμε για τους αυθεντικούς καθημερινούς αναγνώστες, τους λάτρεις του βιβλίου, τους βιβλιόφιλους ή βιβλιοφάγους όπως συνηθίζεται να αποκαλούμαι τα άτομα που συστηματικά και εξακολουθητικά διαβάζουν. Ότι τους ευχαριστεί και ικανοποιεί τις πνευματικές και άλλες ανάγκες τους. Η αναγνωστική ερευνητική ματιά ενός διαμεσολαβητή κριτικού, άντρα ή γυναίκας, τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας έχουν παρουσιαστεί δυνατές γυναικείες φωνές κριτικής σκέψης και ανάλυσης με εξαιρετικές δοκιμιακές και κριτικές δημοσιεύσεις, μπορεί να διαφέρει από την δική μας. Ημών των απλών αναγνωστών. Ο κριτικός με αφορμή την έκδοση ενός έργου θα το ερευνήσει και θα το σχολιάσει μέσα στο πλέγμα αναφορών που έχει να κάνει με τις δικές του πρωτίστως αναγνωστικές ανάγκες απόλαυσης ή αγάπης που τρέφει για την συγγραφική διαδρομή ενός συγγραφέα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διαθέτει τα ανάλογα εφόδια και ερμηνευτικά κλειδιά προσέγγισης ενός έργου, αναγκαία αρματωσιά διαβασμάτων που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην ατομική του εμπειρία, γνώση, ενδιαφέρον, κάθε άλλο, αυτά τα της ανάγνωσης προσωπικά εφόδια του κριτικού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μας μιλήσει για το έργο που έχει μπροστά του. Το ζήτημα βρίσκεται αλλού, αν υπάρχει ζήτημα. Αν η διαμεσολάβηση της ματιάς του κριτικού «εμποδίζει» ή «παραδρομεί» την αμεσότητα της προσέγγισης και απόλαυσης ανάγνωσης ενός έργου από τον καθημερινό αμύητο αναγνώστη ή βιβλιόφιλο. Εδώ ίσως να μην μπορεί κανείς να δώσει μια σαφή απάντηση ή να μην έχει απάντηση, και να πράττει ερμηνευτικά κατά περίπτωση και ανάλογα την συγγραφική περίσταση. Αν υπάρχουν δηλαδή έργα που χρειάζονται περαιτέρω επεξηγήσεις από τον βιβλιοκριτικό ενός εντύπου την στιγμή της κυκλοφορίας του ή δεν είναι απαραίτητη η μεσολάβησή του.
 Όταν ένας αναγνώστης πιάνει ένα βιβλίο στο χέρι του, κάτι σκιστά μέσα του και ας μην μπορεί να το προσδιορίσει, κάτι τον συγκινεί και ας μην μπορεί να το εξηγήσει, κάτι του δημιουργεί μια ευφρόσυνη διάθεση, τον χαροποιεί, αισθάνεται χωρίς να μπορεί να δώσει σαφή εξήγηση ότι εδώ κάτι συμβαίνει και ενδεχομένως μπορεί να του αλλάξει την ζωή, τον τρόπο που βλέπει και αντιμετωπίζει τα πράγματα. Ότι το διάβασμα του συγκεκριμένου βιβλίου κομίζει μιαν αλήθεια ζωής και σκέψης που τον βοηθά σε στιγμές ή περιστατικά της δικής του ζωής, στον βαθμό που παρακολουθώντας τις αντιδράσεις και τις ενέργειες των ηρώων ενός μυθιστορήματος, παραδείγματος χάριν, ταυτίζεται μαζί τους, προσπαθεί όσο το δυνατόν να τους μιμηθεί και να τους μοιάσει, να μεταφέρει το αξιακό τους κοινωνικό σύστημα στην καθημερινότητα του περιβάλλοντος της ζωής του. Να συνεχιστεί η ροή της ζωής των ηρώων της μυθοπλασίας στον παρόντα χρόνο της καθημερινής ζωής του αναγνώστη. Να συνεχιστεί η συγγραφική πρόθεση και ο οραματισμός του στις διάφορες σχέσεις που έχει δημιουργήσει ο αναγνώστης στον δικό του κύκλο επικοινωνίας και τριβής. Να διαδοθεί το όνειρο του συγγραφέα μέσω της ανάγνωσης και να συναντήσει το δικό του. Το παιχνίδι αυτό της πνευματικής ευχαρίστησης είναι αμφίδρομο. Και εδώ βρίσκεται ο διαμεσολαβητικός ρόλος ενός κριτικού. Μας βοηθά με τα λόγια και τα κείμενά του, να κατανοήσουμε καλύτερα τους κανόνες του συγγραφικού παιχνιδιού.
      Κάτω από αυτό το πρίσμα, μεταφέρω στο δεύτερο αυτό σημείωμα για τον γάλλο  συγγραφέα Αντρέ Ζίντ, ορισμένες από τις βιβλιοκριτικές που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί για το έργο του, και ειδικότερα τις βιβλιοκριτικές εκείνες που γνωρίζω και κατόρθωσα να αποδελτιώσω και έχουν να κάνουν με το μελέτημα της καθηγήτριας Αλεξάνδρας Σαμουήλ πάνω στο έργο του Αντρέ Ζίντ και της πρόσληψής του από έλληνες πεζογράφους. Οι δημοσιευμένες αυτές κριτικές-που εδώ αντιγράφω, μας είναι ήδη γνωστές-και μας φανερώνουν έναν άλλον δρόμο ερμηνείας, αναλυτικού πλησιάσματος και προσέγγισης του έργου του Ζίντ και του θρύλου αναφοράς που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομά του, το πεζογραφικό του έργο και τις ημερολογιακές του εξομολογήσεις και καταθέσεις. Ο όποιος αναγνώστης αυτού του δεύτερου σημειώματος, θα δει το έργο του Ζίντ μέσα από τον φακό της κριτικής γραφής και θέσεων διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας βιβλιοκριτικών και κρίσεων. Και νομίζω, αυτή είναι η γοητεία τέτοιων σημειωμάτων. Δεν έχουμε την «μονομέρεια» την «μονοσήμαντη» ερευνητική ματιά ενός δοκιμιακού μελετήματος, όσο άρτιο και χρηστικό και αν μας είναι στο ταξίδι ανάγνωσής μας του έργου. Έχουμε τις απόψεις υποδοχής του έργου από βιβλιοκριτικούς της εποχής που φέρουν την ταυτότητα του δικού τους στίγματος ανάγνωσης και προσέγγισης. Κάτι που δίνει την δυνατότητα στον ανώνυμο αναγνώστη να αναμετρηθεί με τις δικές του πνευματικές δυνάμεις, να συγκρίνει θέσεις, να σχολιάσει κρίσεις, να αποδεχτεί ή να απορρίψει ερμηνείες. Ούτως ή άλλως, το ταξίδι της ανάγνωσης για τον κάθε έναν και την κάθε μία είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Ο κριτικός λόγος δεν είναι μάλλον, παρά το γλυκό έδεσμα που προσφέρουν οι «καμαρότοι» σε εμάς τους αναγνώστες ταξιδιώτες κατά την διάρκεια του ταξιδιού μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου.
     Η αντιγραφή και η σειρά τους, δεν ενέχει εκ μέρους μου, την πρόθεση αξιολόγησης των κριτικών φωνών ούτε αντιπαράθεσής τους. Προσπάθησα τα κείμενα να μας συμπληρώνουν όσο είναι δυνατόν την εικόνα του γάλλου συγγραφέα. Σαν μικροί αναγνωστικοί οδοδείχτες μελλοντικής επαναγνωριμίας μας μαζί του. Συμπληρωματικά, προσθέτω ακόμα λίγες πληροφορίες για αυτό το παράξενης συμπεριφοράς πλούσιο μοναχοπαίδι των Γαλλικών γραμμάτων, γιού ενός καθηγητή του Ρωμαϊκού Δικαίου και μιας κόρης οικογένειας βιομηχάνων. Το οποίο έπαιζε κρυφτούλι μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του με την ερωτική του ταυτότητα. Την ομοφυλοφιλία του. 
Καθώς διαβάζω ξανά τα έργα του Αντρέ Ζίντ, διαβάζω παράλληλα και ένα βιβλίο που εκδόθηκε στα ελληνικά προσπαθώντας να κατανοήσω την ατμόσφαιρα της Γαλλίας του 19ου αιώνα, πέρα από την οπτική των γενικών ιστοριών για την Γαλλία ή την ματιά με την οποία αποτύπωσαν την Γαλλία μέσα στα έργα τους ο Εμίλ Ζολά, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Γεώργιος Ονέ, ο Ονόρε ντε Μπαλζάκ, ο Γουσταύος Φλωμπέρ, ο Μαρσέλ Προύστ, και μια σειρά άλλοι κλασικοί, φημισμένοι και πολυμεταφρασμένοι γάλλοι μυθιστοριογράφοι, που στα παλαιότερα χρόνια, ξεσήκωναν πλήθη αναγνωστών. Συγγραφείς που με την σκιαγράφηση μιας παραδειγματικής συμπεριφοράς των ηρώων και των ηρωίδων τους, οι οποίοι με τέχνη και μαεστρία, με την μυθιστορηματική τους μυθοπλασία, μέ τις παιδαγωγικές τους ιστορίες και περιπέτειες, ατόμων, οικογενειών, τάξεων, κοινωνικών συνόλων, χειραφετήσεων αντρών και γυναικών, παιδιών, ταυτόχρονα μας εξιστορούσαν και την πραγματική ιστορία της Γαλλίας. Την πολιτική της διακυβέρνηση, την θρησκευτική της εκαπίδευση και αγωγή (τα της καθολικής εκκλησίας), των κοινωνικών της στρωμάτων, των τάξεών της τον 19ο αιώνα. Του αιώνα που προετοίμασε επιστημονικά και κοινωνικά, με τις εφευρέσεις και την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των διαφόρων επιστημών τον επόμενο. Τον εικοστό αιώνα, που κλείνοντας τον πολιτικό κύκλο των αυτοκρατορικών του διακυβερνήσεων και ιστορικών επιτευγμάτων, (οι αιώνες των υπερπόντιων εξερευνήσεων είχαν δώσει την θέση τους στις εξερευνήσεις εντός των εθνικών ορίων, της έρευνας πάνω στον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία που λέγεται ανθρώπινο Όν), πέτυχε στρατοκρατικά και εθνικιστικά να παρασύρει μια ολόκληρη ήπειρο, να λύσει τα παγκόσμια προβλήματά της, με αιματηρούς τοπικούς πολέμους και διεκδικήσεις και δύο μεγάλες παγκόσμιες συρράξεις. Που τα πολλαπλά και ποικίλα τραύματά των συγκρούσεων αυτών, ακόμα δεν έχουν επουλωθεί στις συνειδήσεις των ευρωπαίων κατοίκων. Συγγραφικά έργα και μυθιστορήματα πολυεπίπεδων αναφορών και επισημάνσεων, που τα περισσότερά τους έχουν μια εκπληκτική της καθημερινότητας ρεπορταζερίστικη δομή, που αναπλάθουν και ιχνογραφούν σε πολύχρωμες τοιχογραφίες τις κοινωνίες των ευρωπαϊκών εθνών και κρατών του 19ου αιώνα. Το βιβλίο αυτό είναι της Ευτυχίας Κ. Νικολακοπούλου, δόκτορος της ελληνικής και γαλλικής φιλολογίας: «Το Παρίσι του Φλωμπέρ» 19ος αιώνας, εκδόσεις «Οσελότος»-Αθήνα 2011. Όπου εξετάζεται η γεωγραφία και η ανθρωπογεωγραφία της Πόλης του Παρισιού, η αισθητική της, η οργάνωση της Πόλης, η Παρισινή φυσιογνωμία του τόπου, φυσικά με κέντρο το έργο και την πορεία του συγγραφέα της «Αισθηματικής Αγωγής» Γουσταύου Φλωμπέρ και άλλων Ρομαντικών συγγραφέων. Αναφέρω ενδεικτικά αυτήν την εργασία, γιατί καλά και άξια όλα αυτά τα σύγχρονά μας δαιδαλώδη σχήματα και περιπεπλεγμένοι ιστοί ερμηνείας περί της Τέχνης και Τεχνικής των Μυθιστορημάτων, των δομών και των πλοκών της μοντέρνας γραφής της πεζογραφίας αλλά, πίσω από την συγγραφική κουρτίνα, υπάρχει ο άνθρωπος και τα προβλήματά του, το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ανατράφηκε και μεγάλωσε, διαμορφώθηκε, και όχι μιά αόριστη ιδέα περί λογοτεχνίας. Όλες αυτές οι μοντέρνες ή μεταμοντέρνες θεωρίες αποδόμησης της μυθιστορηματικής γραφής άραγε, αφορούν στην ουσία τους τον ίδιο τον παραλήπτη ενός έργου, δηλαδή τον απλό και ανώνυμο αναγνώστη; Ή μήπως είναι ερμηνευτικά θεωρητικά σχήματα για άλλα θεωρητικά σχήματα, για υπόγειες θεωρητικές υπόνοιες που ενδεχομένως είχε μέσα στο μυαλουδάκι του το πρώτο και αυθεντικό υποκείμενο της γραφής που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας; Θέλω να πω ότι, μήπως προσπαθούμε να τυλίξουμε μέσα σε ένα νέφος θολούρας ερμηνειών ένα έργο το οποίο από μόνο του είναι τόσο ξεκάθαρο στο τι θέλει να μας πει; Πιστεύουμε αλήθεια ότι όσα χρόνια και αν περάσουν όσες κινηματογραφικές διασκευές και αν γίνουν για το έργο «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ, ότι το μήνυμα ή τα μηνύματα του μυθιστορήματος δεν θα γίνονται κατανοητά ακόμα και από τον πλέον αδαή αναγνώστη σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου που αγαπά την λογοτεχνία; «Η Κυρία με τας Καμελίας», «Το Κατηγορώ» και μια πλειάδα άλλων έργων χρειάζονται «στρουκτουραλιστικές» ή «αντιστρουκτουραλιστικές» ερμηνείες για να γίνει η γραφή τους κατανοητή; Ο μυθιστορηματικός λόγος ή αφορά την Κοινωνία ή αφορά τα προβλήματα του έμψυχου υλικού της Κοινωνίας.Δηλαδή τους ανθρώπους. Ο ρεαλισμός του είναι καθρέπτης των συσχετισμών και των συνιστωσών των σχέσεών της. Οικονομικών, κοινωνικών, θρησκευτικών, παιδαγωγικών, αντιλήψεων, επιστημονικών και πάει λέγοντας. Ένα μυθιστόρημα, δεν γράφεται με σκοπό να γίνει επί νέου συγγραφικού χάρτου εργασία για τον μελλοντικό θεωρητικό του. Την Τέχνη ή την απολαμβάνεις ή σε αφήνει αδιάφορο. Δεν οικοδομείς πάνω της έναν πύργο της Βαβέλ ερμηνειών της, ακατανόητων όχι μόνο γλωσσικά. Μπορεί να κάνω λάθος. Τα λάθη ενός προχειρολόγου αναγνώστη, όμως σαν εξακολουθητικός αναγνώστης της λογοτεχνίας, εμένα διαβάζοντας το έργο του Αντρέ Ζίντ, μου γεννήθηκε ένα κεντρικό ερώτημα. Για παρατηρήστε πόσοι ομοφυλόφιλοι ποιητές και πεζογράφοι, καλλιτέχνες φανερώθηκαν στον 19 αιώνα παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Γαλλία; Πέρα από την ατομική περιπέτεια έκβασης θετικής ή αρνητικής, που είχε στην προσωπική του κάθε ατόμου ζωή, ξεχωριστά κάθε συγγραφέα. Αν διαβάσουμε προσεκτικά το Ημερολόγιο από τα Κάτεργα του σλάβου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι,(έχουν κυκλοφορήσει οι δύο του τόμοι στα ελληνικά) θα παρατηρήσουμε ότι ο «παίκτης» Ντοστογιέφσκι, ο «πότης» Ντοστογιέφσκι, ο «γυναικάς» Ντοστογιέφσκι, ενώ ζει άμεσα και παρατηρεί την ομοφυλοφιλία μέσα στο περιβάλλον της φυλακής των εξόριστων από το τσαρικό καθεστώς στα εδάφη της Σιβηρίας, δεν αναφέρεται ευθέως στο θέμα αυτό, σαν να φοβάται να μιλήσει ανοιχτά για το θέμα αυτό. Η θρησκευτική του πίστη τον αποτρέπει. Μικρή παρένθεση, ο δικός μας άγιος των γραμμάτων ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πόσο απέχει από την Ντοστογιεφσκική ματιά; Σαν ερώτημα το θέτω, γνωρίζοντας όλοι μας, το πόσο ερωτικός συγγραφέας είναι ο ταλαιπωρημένος και δεσμευμένος από τα θρησκευτικά και κοινωνικά ήθη της νησιώτικης επαρχίας Σκιαθίτης. Αυτές οι από απόσταση περιγραφές των κορασίδων του, έχουν το ίδιο βάρος αισθησιακής μαγείας με τις προσωπικές του επικλήσεις στις αρχές της εκκλησιαστικής ορθόδοξης παράδοσης που συνειδητά υπηρετεί και ακολουθεί. Θέλω να πω ότι σε όλα τα μέρη και πλάτη της γης, ένας συγγραφέας ακολουθεί τους επιτρεπτούς κανόνες του κοινωνικού του χώρου. Τι περιγράφουν σε σελίδες τους «Οι επτά πύλες της κολάσεως» του Λώρενς της Αραβίας; Τι τα έργα του άγγλου μυθιστοριογράφου Ν. Χ. Λώρενς, αυτό το τρέμουλο αισθησιασμό των σωμάτων πέρα από το φύλο αναφοράς τους και αποδοχής τους. «Ο θάνατος στην Βενετία». Και μια σειρά άλλων έργων που κυοφορήθηκαν τον 19 αιώνα και των αρχών του 20ο αιώνα. Οι Γάλλοι ποιητές και πεζογράφοι που προετοίμασαν το ανατρεπτικό και αντισυμβατικό κοινωνικό κίνημα του Υπερρεαλισμού, είναι αρκετοί, ευδιάκριτη και όχι αμελητέα η συνεισφορά τους στην εξέλιξη της γαλλικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Τι ερωτικό πρόσημο είχαν πολλοί από αυτούς; Η Πόλη του Φωτός, το Παρίσι, το Καθολικό Παρίσι και η Κοινωνία του, κυοφόρησαν το έργο του Αντρέ Ζίντ, που περισσότερο μας εξομολογείται τις ομοφυλόφιλες επιθυμίες του στα προσωπικά του Ημερολόγια και στα Γράμματα που στέλνει στους ομότεχνους καθολικούς φίλους του, παρά μάλλον στα πεζά του. Εκείνο που έχει ακόμα ενδιαφέρον στο όχι και τόσο μεγάλο έργο του, είναι πρώτον, η επιλογή των αρχαίων προσώπων- συμβόλων της ελληνικής μυθολογικής θρησκείας του «Θησέα» και της αρχαίας τραγωδίας, του «Οιδίποδα» και στο πως επεξεργάζεται τα διαχρονικά αυτά ελληνικά του πολιτισμού σύμβολα στην εποχή του. Μια μικρή έρευνα θα μας έδειχνε όχι ίσως πολλούς αλλά αρκετούς γάλλους δημιουργούς οι οποίοι διαπραγματεύονται μέσα στα έργα τους παρόμοιες καταστάσεις και περιστατικά που προέρχονται από την αρχαία ελληνική γραμματεία και τα σύμβολά της. Όχι μόνο από τον χώρο των Συμβολιστών ή των Ρομαντικών δημιουργών.
Αν ο αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ μας έδωσε μια εκπληκτική πανοραμική εικόνα της ευρωπαϊκής ηπείρου και των χρόνων της στο έργο του «Ο Κόσμος του χθες» Αναμνήσεις ενός ευρωπαίου,(σε διάφορες κατά διαστήματα εκδόσεις), αν ο 20ος αιώνας ονομάστηκε από μελετητή ο «Αιώνας του Ζαν Πωλ Σαρτρ», βλέπε το βιβλίο του B. H. Levy εκδόσεις Scripta, τότε δικαίως οφείλουμε να πιστέψουμε τον υπαρξιστή πολιτικό φιλόσοφο και πάντα αντισυμβατικό Σάρτρ, υπέρμαχο και υπερασπιστή των μειονοτικών κινημάτων και του ομοφυλόφιλου, ετεροφυλόφιλου συγγραφέα και λάτρη των γυναικών Ζαν Πωλ Σάρτ, που όπως γράφει στην αρχή της μελέτης της «Ο ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ. ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΑ» η Δέσποινα Θεοδωράκη στο βιβλίο της, σ. 76., «Ο Ζαν Πωλ Σάρτρ αξιολογεί το βαθμό επίδρασης του Ζίντ μια εποχή: «Ολόκληρη η γαλλική σκέψη των τελευταίων χρόνων, είτε το ήθελε είτε όχι, όποιες κι αν ήταν οι υπόλοιπες αναφορές της, Μαρξ, Χέγκελ, Κιερκεγκάαρντ, έπρεπε να οριστεί επίσης σε σχέση με το Ζίντ»». Και αυτό δεν είναι ούτε λίγο ούτε άνευ σημασίας στην ιστορία της ευρωπαικής λογοτεχνίας. Ή μήπως είναι υπερβολική η κρίση του Σάρτρ;
Δίνω ακόμα μερικές πληροφορίες που δεν είχα αντιγράψει στο προηγούμενο σημείωμα και μεταφέρω εμβόλιμες κρίσεις για τον Αντρέ Ζίντ μεταξύ των βιβλιοκριτικών δημοσιευμάτων. Έσπασα το σημείωμα σε δύο μέρη γιατί ήταν αρκετά μακροσκελές και χωρίς την υποστηρικτική της ανάγνωσης φωτογραφικό υλικό, κατανοώ ότι είναι αρκετά κουραστικό στον σημερινό αναγνώστη που δεν έχει μάθει να διαβάζει συστηματικά μακροσκελή κείμενα και μελέτες. Προτιμά τα μικρά, ευσύνοπτα, περιληπτικά κείμενα, τα κείμενα λεζάντες κάτω από δεκάδες πολύχρωμες φωτογραφίες. Η Εικόνα στις μέρες μας, και μάλιστα οι συνεχούς ροής Εικόνες, έχουν αντικαταστήσει το «δεσμωτήριο» των λέξεων, που απαιτεί προσωπικό χρόνο, συνέπεια, κριτική σκέψη και αναγνωστική αφοσίωση.                        
Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
     ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
             ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ

     Το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου έκλεισε ήσυχα τα μάτια του στο Παρίσι ο διασημότερος ίσως συγγραφέας της σύγχρονης Γαλλίας, ο Αντρέ Ζίντ. Έπαψε να χτυπά η μεγάλη καρδιά εκείνου που σ’ όλη του τη ζωή είχε μιά και μόνη μεγάλη αγάπη: την Ανθρωπότητα και το Πνεύμα της.
     Ο Ζίντ ήταν ο συγγραφέας που άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση, στην νέα λογοτεχνική γενιά της Γαλλίας. Πρίν από το 1919 ήταν σχεδόν άγνωστος στο μεγάλο κοινό. Το μέχρι τότε έργο του ήταν γνωστό μόνο  σ’ ένα στενό κύκλο διανοουμένων. Και έξαφνα, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο όταν πιά ήταν 50 χρονών, ο Ζίντ έγινε απότομα διάσημος και απέκτησε τεράστια φήμη.
     Την φήμη του τη απόκτησε κυρίως με το πρώτο του έργο, όπως «Η επίγειος τροφή» και τα «Υπόγεια του Βατικανού», βιβλία γεμάτα ειρωνεία, όπου όμως θίγονται μερικά από τα πλέον επίκαιρα και φλέγοντα προβλήματα της εποχής, όπως το ζήτημα της ελευθερίας του ατόμου και η αξία της πράξεως από την υποκειμενική σκοπιά του «εκτελούντος» αυτήν. Επακολούθησαν άλλα ενδιαφέροντα έργα όπως η «Ποιμενική Συμφωνία» που προκάλεσε τόσες συζητήσεις, το πολύκροτο «Σχολείο Γυναικών», ο «Ανηθικιστής» οι «Παραχαράκτες» και άλλα Αναφέρουμε εδώ τα δύο πολύκροτα έργα του «Επιστροφή από την Ε.Σ.Σ.Δ.» και «Διορθώσεις στην Επιστροφή μου από την Ε.Σ.Σ.Δ», για τα οποία θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω. Έργα εξαιρετικά είναι χωρίς άλλο και η «Κλειστή Πύλη», το «Απροκατάληπτο Πνεύμα» και «Ο Ντοστογιέφσκι», όπου ο Ζίντ διατυπώνει μερικές οξύτατες παρατηρήσεις πάνω στο έργο και στην προσωπικότητα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Αξίζει τέλος να τονισθή ότι ο Ζίντ διακρίθηκε και σαν θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος και το περιφημότερο έργο του της κατηγορίας αυτής είναι ασφαλώς ο «Οιδίπους» που εξεδόθη στα 1931.
     Τα στενά πλαίσια ενός σημειώματος δεν επιτρέπουν να επεκταθούμε περισσότερο στην ανάλυση των έργων του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα. Θα περιοριστούμε να διατυπώσουμε μερικές γενικές απόψεις γύρω από το έργο και την προσωπικότητα του Ζίντ.
     Περισσότερο ίσως από το έργο του τούτο καθ’ εαυτό, ενδιαφέρουσα, πολυσύνθετη και αλλόκοτη είναι η προσωπικότητα του Ζίντ, αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν “Le personage gidian” Μέσα στην ψυχή του συγκρούονται δύο αντίθετες ροπές: ένας έντονος ηδονισμός και ένας προτεσταντικός πουριτανισμός.
     Ποιοί ήταν οι λόγοι που έκαναν τον Ζίντ να προσχωρήσει στον κομμουνισμό; Και γιατί τον απαρνήθηκε κατόπιν και την κοσμοθεωρία του και το σοβιετικό καθεστώς, ύστερα από μιά σχετικά σύντομη επίσκεψή του στην Ε.Σ.Σ.Δ.; Τους λόγους θα τους βρούμε στην προσωπικότητα, στην ψυχοσύνθεση και στον χαρακτήρα του Ζίντ. Βαθύτατα ανθρωπιστής και πιστεύοντας σ’ έναν καλύτερο μέλλον για την ταλαιπωρημένη, πονεμένη ανθρωπότητα, που τόσο πολύ την αγαπούσε, ο Ζίντ, όπως και ο ίδιος λέει, νόμισε πώς βρήκε στον κομμουνισμό και ειδικώτερα στο σοβιετικό καθεστώς το νέο αστέρι της Βηθλεέμ, τον δρόμο που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στην λύτρωση και θα την απήλλασσε από τις αντινομίες, τις αδικίες και τους άλλους αλληλοσπαραγμούς. Πίστεψε πως οι μεγάλες μάζες, λυτρωμένες από τις μοιραίες επιδράσεις των οικονομικών στερήσεων, θα μπορούσαν να αναπτύξουν σε όλη του την ένταση, τον λανθάνοντα δυναμισμό τους και τις πνευματικές τους δυνατότητες, για να δημιουργήσουν έναν νέο πολιτισμό, έναν καινούργιο και καλύτερο κόσμο. Πίστεψε ότι στη νέα αυτή κοινωνία οι άνθρωποι, απαλλαγμένοι από την φετιχιστική προσήλωση σε άψυχα σύμβολα και την προσωπολατρεία, θα εξυψώνονταν για να βαδίσουν προς την ολοκλήρωσή τους. Με Μια λέξη ο λόγος που ώθησε τον Ζίντ προς τον κομμουνισμό ήταν-χωρίς να παραβλέπουμε και τις γενικότερες συνθήκες της εποχής εκείνης-η απέραντη στοργή του για τον Άνθρωπο και η πίστη προς την αξία και τον προορισμό του. Τα σκληρά μέτρα του σοβιετικού καθεστώτος τα εγνώριζε βέβαια, αλλά τα θεωρούσε σαν ένα μεταβατικό στάδιο, αναγκαία προς τη Γή της Επαγγελίας.
     Κατά τα μισά της τέταρτης δεκαετηρίδας του αιώνα μας, ο Ζίντ επισκέφτηκε την Σοβιετική Ένωση. Και λόγω των πεποιθήσεών του τού επέτρεψαν να κυκλοφορήση σ’ όλη τη χώρα και να δη πολλά πράγματα. Αλλά πόσο λίγο τον ήξεραν! Η οξύτατη παρατηρητικότητά του, ο βαθύς ανθρωπισμός του, η ευαισθησία του και η ειλικρίνειά του δεν είχαν διόλου αμβλυνθή από την προσχώρησή του στις κομμουνιστικές θεωρίες, όπως συνήθως συμβαίνει με όσους προσχωρούν στον κομμουνισμό. Είχε μείνει ανεπηρέαστος από την απίθανη εκείνη διανοητική ακροβασία που οι κομμουνιστές ονομάζουν «διαλεκτική» και που τείνει να παρουσίαση το μαύρο σαν άσπρο. Είχε μείνει ανεπηρέαστος από την «αλλόκοτη» λογική τους. Και στην Ε.Σ.Σ.Δ., ο Ζίντ είδε και άκουσε πολλά. Κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά και διαπίστωσε ότι όσα είδε ερχόντουσαν σε κατάφωρη αντίθεση με τους λόγους για τους οποίους είχε προσχωρήσει στον κομμουνισμό και είχε θαυμάσει το σοβιετικό καθεστώς. Και όταν γύρισε, δεν δίστασε να καταγγείλει το καθεστώς αυτό και τον κομμουνισμό στα δύο πολύκροτα βιβλία του για την Ε.Σ.Σ.Δ. πού αναφέραμε παραπάνω. Ο ανθρωπισμός του, η ηθική του ευαισθησία, η ειλικρίνειά του και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του τον οδήγησαν σ’ αυτό το δρόμο.
     «Μας είπαν, γράφει, ότι στη Ρωσία είναι δικτατορία του προλεταριάτου. Και εμείς διαπιστώσαμε δικτατορία επί του προλεταριάτου.». Ο Ζίντ πήγε στην Σοβιετική Ένωση περιμένοντας να μη συναντήση προνομιούχους, και  αντιθέτως βρήκε μιά κλίκα προνομιούχων του κόμματος που συμπεριφερόντουσαν ως πραγματικοί δεσπόται των εργατικών και αγροτικών μαζών. Πήγε στην Ε.Σ.Σ.Δ. περιμένοντας να βρή κάτι το διαφορετικό, και όμως είδε τον Στάλιν να λατρεύεται σαν θεός με εκδηλώσεις με εκδηλώσεις που δεν θα ταίριαζαν ούτε στους πιό καθυστερημένους υπηκόους του Μικάδο. Στην Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις. Σύμφωνοι. Υπάρχει όμως το απέραντο πλήθος των φτωχών και των δυστυχισμένων, των πνευματικά καθυστερημένων, που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε ψηλότερο υλικό και πνευματικό επίπεδο.
     Ποια λοιπόν, αναρωτιέται ο Ζίντ, πρακτική αξία έχει η κατάργηση των τάξεων; Και εκείνο που του προκάλεσε αηδία και πλήγωσε τον ανθρωπισμό του ήταν η Μυστική Αστυνομία που ήταν πανταχού παρούσα, που τρομοκρατούσε και έλεγχε τα πάντα.
     Αλλά ο Ζίντ, με την ανεξαρτησία του πνεύματός του που τον εχαρακτήριζε, εξεγέρθηκε πρό παντός εναντίον της «πνευματικής δουλείας» που επικρατούσε στην Ε.Σ.Σ.Δ. Τον απογοήτευσε το γεγονός ότι όλοι οι συγγραφείς, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες κλπ., ήταν υποχρεωμένοι να εξυμνούν μονότονα και στερεότυπα τον Στάλιν και το καθεστώς του, χωρίς καμμιά προσπάθεια εκδηλώσεως των δικών τους εσωτερικών τάσεων και απόψεων. Δεν υπήρχαν ιδεολογικά ρεύματα, η συζήτηση ήταν κάτι το άγνωστον, δεν υπήρχε δηλαδή ουσιαστικά πνευματική και καλλιτεχνική ζωή. Αυτή λοιπόν ήταν η νέα κοινωνία ; Και πώς ένας συγγραφέας, λέει ο Ζίντ, να δημιουργήση έργο αν δεν έχη μέσα του την επαναστατικότητα, αν δεν δείχνει με το έργο του καινούργιους δρόμους, αλλά περιορίζεται στην μονότονη και θλιβερά «παπαγαλίστικη» εξύμνηση της «καθεστηκυίας τάξεως ;» «Πάνω από το σοβιετικό καθεστώς, γράφει ο Ζίντ, με ενδιαφέρει η Ανθρωπότητα, η Μοίρα της, το Πνεύμα της».
ΚΑΛ.  Εφημερίδα «Τα Νέα ;» Φεβρουάριος 1951;
Σημείωση: Δυστυχώς η με το μικρό μαύρο μολυβάκι ημερομηνία και ο τίτλος της εφημερίδας που είχα αναγράψει με την πάροδο του χρόνου έσβησε. Το αντιγράφω χωρίς τις απαραίτητες πληροφορίες.
--
«Άλλοι συγγραφείς της περιόδου του Μοντερνισμού, κατεξοχήν ο Αντρέ Ζίντ και ο Τόμας Μαν, πραγματεύθηκαν με αμεσότερο τρόπο την επαμφοτερίζουσα φύση της ανδρικής λίμπιντο.  Ιδιαίτερα η νουβέλα του Ζίντ Ο ανηθικολόγος (Limmoraliste, 1902) κατέχει κεντρική θέση στη λογοτεχνία που διερευνά την ομοφυλοφιλία. Στα μυθιστορήματά του τα ημερολόγια του Αντρέ Βαλτέρ (Les Cahiers dAndre Walter, 1891) και Γήινες Τροφές. (les Nourritures terrestres, 1897) ο Ζίντ εξύμνησε τη λατρεία του σώματος, όπως αυτή έγινε γνωστή από το κίνημα της Παρακμής στα τέλη του 19ου αιώνα. Στα έργα αυτά η ομοφυλοφιλία του Ζίντ δεν είναι σαφής ούτε συνοδεύεται από κάποια θεωρητική στήριξη. Στον Ανηθικολόγο όμως συμβαίνουν και τα δύο. Εκεί, παρακολουθούμε τον νεαρό γάλλο καθηγητή Μισέλ, ο οποίος σε ένα ταξίδι του στη Βόρειο Αφρική αισθάνεται έντονη έλξη για έναν Άραβα, ένα ντόπιο αγόρι. Όταν ο ήρωας του Ζίντ επιστρέφει στη Γαλλία, η προσωπικότητά του μεταλλάσσεται και στρέφεται από την προηγούμενη πουριτανική «λαχτάρα για ευγένεια ψυχής» σ’ έναν αμοραλιστικό υπαρξισμό, και από την σωματική αδυναμία στην ευρωστία και στην αυτοπεποίθηση (σε αντίθεση με τη σύζυγό του που ακολουθεί αντίστροφη πορεία). Η προσωπική αυτή διαδρομή τελειώνει με ένα δεύτερο ταξίδι στη Βόρειο Αφρική (σε αναζήτηση του αγοριού), και με την απόφασή του να παραμείνει σ’ έναν τόπο που αντιμετωπίζει ως πρωτόγονο και ζωογόνο, αφιερώνοντας το μέλλον του σ’ εκείνους τους «ανέγγιχτους θησαυρούς που βρίσκονται κάπου σκεπασμένοι, κρυμμένοι, συνθλιμμένοι από τον πολιτισμό, την ευπρέπεια και την ηθική»…» σελίδες 243-244. Στο τρίτο κεφάλαιο ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ του Martin Travers, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο.
Σημείωση: ίσως κατανοήσει ο μη συστηματικός αναγνώστης της λογοτεχνίας τα σχετικά λίγα παραπάνω από το κεφάλαιο του συγγραφέα για την ομοφυλοφιλία, αν αναλογιστεί τι επαίνους έγραφαν οι εφημερίδες για τον πανέμορφο άντρα αιγύπτιο ηθοποιό Ομάρ Σαρίφ, όταν τον έβλεπαν στις κινηματογραφικές οθόνες. Το αντρικό και κυρίως το γυναικείο πλήθος και ακροατήριο ήταν ερωτευμένο μαζί του. Κάτι σαν την αντίστοιχη περίπτωση του Ροκ Χάτσον.
--   
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ,  εφημερίδα Η Αυγή, Πέμπτη 22/4/1999, σ. 16.
Επιμέλεια σελίδας: Ανδρέας Πανταζόπουλος
Η πρόσληψη του Αντρέ Ζίντ στην Ελλάδα.
Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ο βυθός του καθρέφτη. Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1988.
      Οι συγγραφείς «του ‘30» έχουν μελετηθεί τόσο προνομιακά σε σχέση με τους προηγηθέντες ή τους επόμενους ομοτέχνους τους, που προκύπτει εύλογη η απορία αν αυτό οφείλεται  μόνο στην αξία του έργου τους ή και στη διαρκή επικαιροποίησή τους μέσα από την πληθώρα μελετών και μελετημάτων, αφιερωμάτων και εκδηλώσεων.
    Για παράδειγμα (και προσφεύγω επίτηδες σ’ ένα προκλητικό παράδειγμα) δεν μπορώ να δω καμία χαώδη διαφορά ποιότητας, σημασίας ή επικαιρότητας, ανάμεσα στον Καραγάτση και στον Νικόλαο Επισκοπόπουλο και αναφέρομαι μόνο στον καθ’ ημάς συγγραφέα και όχι στο εν Γαλλία Nicolas Segut, που μεταφρασμένος κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες στις εκδόσεις και στα βιβλιοπωλεία-του δρόμου», δηλαδή στα κάρα, στα περίπτερα και στην αναγνωσιμότητα.
     Να υποθέσουμε πως στα χρόνια του ’30 την πρώτη «οργανωμένη», δηλαδή αστικά οργανωμένη λογοτεχνική γενιά, που η πανταχόθεν τροφοδοτούμενη υπερτροφική αυτοπεποίθηση της είχε σαν αποτέλεσμα τόσο την τοποθέτηση σχεδόν όλων των προηγηθέντων στη θέση των τιμητικώς αποστρατευθέντων, όσο και την παράταση του «αναμενόμενου» κύκλου ζωής της; Και αν η ποίηση έδωσε μεγέθη που δικαιολογούν, για ένα διάστημα, την μονοπώληση του ενδιαφέροντος, τα αντίστοιχα μεγέθη στην πεζογραφία επιτρέπουν κάτι ανάλογο; Επειδή καμία «μεγάλη συνωμοσία» δεν έλαβε χώρα (μικρές υπήρξαν αρκετές) νομίζω πως, σήμερα, θα άξιζε μελέτης και προσοχής σε αντίθεση, ας πούμε (πάλι προκλητικά) με τη μελέτη της χρήσης του τραπεζιού στα πεζογραφήματα του Θανάση Πετσάλη…
Μετά απ’ αυτές τις παρεκβάσεις, τι θα μπορούσε να ειπωθεί για το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ, που να μην το καταργούσε; Τι το τόσο σημαντικό και πρωτότυπο θα είχε να προσθέσει ένα ακόμη αναλυτικό και γνωσιολογικό» βιβλίο, που θα αφορούσε κάποια πλευρά της πεζογραφίας του ’30; Ένα βιβλίο που, δεδομένου όλου του προηγούμενου κλίματος από τον τίτλο του, προδιαθέτει αρνητικά, γιατί ο αναγνώστης αναμένει μια ακόμα σχολαστική πανεπιστημιακή μελέτη, που θα χάνεται μέσα στην πληθώρα επουσιωδών παρατηρήσεων, βεβιασμένων συσχετισμών, αδιάφορων γραμματολογικών λεπτομερειών και, πάνω απ’ όλα, θα είναι γραμμένο με τρόπο που θα δείχνει πλήρη αδιαφορία προς τον αναγνώστη, γιατί θα επαναπαύεται στην αναγκαστική ανάγνωσή του στο πλαίσιο της διδακτικής του χρήσης ή θα στοχεύει απλώς στη δημιουργία κάποιου «ντοσιέ».
     Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ είναι και ενδιαφέρον και πρωτότυπο και απολύτως απαραίτητο, χωρίς μάλιστα να επιχειρεί να αποτελέσει ένα «αντι-βιβλίο» σε σχέση με τα προηγούμενα και τα προηγηθέντα. Η μελέτη της πρόσληψης του Αντρέ Ζίντ στα καθ’ ημάς δικαιολογεί πλήρως την αναγκαιότητά της, γιατί το έργο του, εκτός από το σημαντικό ρόλο του στη διαμόρφωση των εν γένει προσανατολισμών της πεζογραφίας στα χρόνια του ’30, είναι ο καταλύτης και συχνότατα το παράδειγμα για την ανάπτυξη, κάποτε δε και για την πρώτη εισαγωγή, της ομάδας των «υποειδών» που σχετίζεται με την ημερολογιακή γραφή, η οποία είναι ο βασικός δίαυλος για τη γόνιμη εισβολή της αστικά προσδιορισμένης αυτοαναφορικότητας.
     Οδεύοντας προς το τέλος αυτού του μικρού σημειώματος, δεν θα ήθελα να επιχειρήσω κάποια υποτυπώδη παρουσίαση του βιβλίου, αλλά προτιμώ να επισημάνω πάλι το ειδικό βάρος και την ιδιαιτερότητά του. Ο βυθός του καθρέφτη, λοιπόν, αναδεικνύει όχι μόνο τις βασικές ελλείψεις της βιβλιογραφίας και της γνώσης μας πάνω σε θεμελιακές πλευρές της πεζογραφίας του ’30, αλλά και το όντως περιττό μύριων όσων άλλων εργασιών, που επιμένουν να πορεύονται σε δρόμους πρό πολλού βατούς και περιοχές σίγουρα εκχερσωμένες. Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ αξίζει να διαβαστεί, τόσο από τον μελετητή της πεζογραφίας όσο και από κάποιον που θα ήθελε απλώς να γνωρίζει κάποια βασικά πράγματα για το μυθιστόρημα των αμέσως πριν και μετά τον πόλεμο των δεκαετιών.
--
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, περ. Αθηνόραμα τχ. 354/22-2-2007, σ. 110
ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ, Η ΣΤΕΝΗ ΠΥΛΗ, μτφ. Λίλα Κανομάρα, εκδ. Μεταίχμιο.
    Μισός του 19ου και μισός του 20ού, ο βίος του Ζίντ (1869-1951) αποτέλεσε για τη Γαλλία ένα από τα συγγραφικά πρότυπα που άφησαν πλατιά σφραγίδα. Είναι γνωστή η εξέγερσή του απέναντι στο πουριτανικό περιβάλλον του και το περίφημο ταξίδι του στη Μόσχα: όταν μίλησε γι’ αυτά που είδε εκεί, το βιβλία του εξαφανίστηκαν από τα ρώσικα βιβλιοπωλεία. Η ιστορία του Ζερόμ και της Αλίσα- τυπική στο ρομαντισμό της και στην κατάληξή της- μπορεί σήμερα να μη συγκινεί, αλλά αποτελεί πάντα παράδειγμα άπραγου έρωτα που, λόγω βαθύτητας, στέλνει τη γυναίκα στο θάνατο ή στο Θεό και τον άνδρα σε μιαν ξαρματωμένη επιβίωση. Η «αισθητική αγωγή», πάντα ενδιαφέρουσα για τους Γάλλους, έχει γεννήσει πολλά βιβλία απόλυτου έρωτα και απόλυτης αποχής. «Άλλοι μπορεί να την είχαν κάνει βιβλίο. Εγώ όμως την ιστορία που θα διηγηθώ εδώ έβαλα όλες μου τις δυνάμεις να τη ζήσω και τα ψυχικά μου αποθέματα εξαντλήθηκαν».
--
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, εφημερίδα Κυριακάτικη 6/1/2001
Η ηθική της αυτονομίας
     Ο Ανηθικολόγος κυκλοφόρησε το 1902, όταν ο Αντρέ Ζίντ ήταν σε ηλικία 33 ετών.
Το έργο δεν ανήκει, προφανώς, στην ώριμη φάση του, αλλά προαναγγέλλει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο τόσο τη θεματογραφία, η οποία τον καθιέρωσε στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όσο και τον τρόπο της γραφής και της σύνθεσής του, που κέρδισαν κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου τον ενθουσιασμό της νεολαίας.
•Η ιστορία του Ανηθικολόγου είναι η ιστορία ενός νεαρού λογίου, που ανακαλύπτει σταδιακά τον εαυτό του, μετά την ανάρρωση από μια πολύ σοβαρή αρρώστια.
•Στην πραγματικότητα, το βιβλίο περιγράφει μια διαδικασία μύησης και μαθητείας: ο ήρωας μυείται στο δύσκολο κόσμο της ατομικής ελευθερίας και μαθαίνει να ζει με το τίμημα αυτού του τόσο δυσβάστακτου κέρδους-δεν είναι εύκολο να ανέβει κανείς ξαφνικά σε μεγάλο ύψος και να αναπνεύσει με μιας όλο τον καθαρό αέρα του ουρανού.
•Ο Μισέλ, πίσω από το πρόσωπο του οποίου κρύβεται συχνά το πρόσωπο του Ζίντ, βιώνει καθημερινά (και ως την τελευταία τους λεπτομέρεια) τους αναβαθμούς της ελευθερίας του: και γίνεται ελεύθερος γιατί αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του επειδή μπορεί εντέλει να σηκώσει το βάρος της αυτονομίας του, που τον φέρνει εκ των πραγμάτων σε κόντρα όχι μόνο με την κοινή ηθική, αλλά και με πλήθος δημόσιες ή προσωπικές συμβάσεις.
•Ποιος είναι στ’ αλήθεια σ’ αυτή τη μακρά διαδρομή ο ανηθικολόγος. Μήπως ο Μισέλ, που κατορθώνει να διεκδικήσει σιγά σιγά την ερωτική του ετεροδοξία, όπως και την αποδέσμευσή του από τις απαιτήσεις της εργασίας και της περιουσίας, ή ο συνοφρυωμένος κοινωνικός του περίγυρος, που εγκλωβισμένος στην ηθικολογία του απαγορεύει τύποις και ουσία τη διατύπωση ενός αμιγώς ηθικού αιτήματος, το οποίο δεν είναι άλλο από το αίτημα της απεξάρτησης από κάθε προαποφασισμένη συμπεριφορά και στάση;
    Ο Ζίντ δεν θα απαντήσει ρητά, αλλά θα σπεύσει να υποστηρίξει έστω και έμμεσα τις συνέπειες που θα δημιουργήσει η επώδυνη πορεία του προς την απελευθέρωση.
     Ο Ανηθικολόγος μπορεί να δείχνει στις ημέρες μας κάπως χλιαρός και τετριμμένος (οι αξίες του δοκιμάστηκαν ποικιλοτρόπως στον 20ο αιώνα και η οποία επανατοποθέτηση δεν μπορεί παρά να γίνει με εντελώς διαφορετικούς πλέον όρους), αλλά η λογοτεχνία την οποία εκπροσωπεί δεν έχει να χάσει πέρα για πέρα τη σημασία της.
     Ο Ζίντ σχηματίζει με λιτές και ελλειπτικές γραμμές τα πρόσωπα, ξέρει να προβάλλει με υποβλητικό τρόπο κάθε συνειδησιακό κλυδωνισμό τους (οι αλλαγές του φυσικού τοπίου παρακολουθούν πάντα τις εσωτερικές μεταβολές των ηρώων) και, πάνω απ’ όλα, έχει την ικανότητα να κάνει τον αναγνώστη να μη νιώθει άβολα με τις μυθιστορηματικές του καταστάσεις: κρατώντας τον σε μια σοφά υπολογισμένη απόσταση από τη δράση τους, τον αφήνει να κρίνει ο ίδιος για τα παρεπόμενά τους, όπως και να δώσει τη δική του ηθική απάντηση στις συγκρούσεις τους.
--
Γιώτα Κωνσταντάτου, περιοδικό Symbol τχ. 112/12, 1997
Ένα επιμύθιο για μια ιδιοφυϊα
Αντρέ Ζίντ «Ο Όσκαρ Ουάιλντ και εγώ» (Εκδόσεις «Στοχαστής»)
     Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης μετέφρασε τον Αντρέ Ζίντ που έγραψε το βιβλίο ως ύστατο φόρο τιμής στον Όσκαρ Ουάιλντ, στενό φίλο και αγαπημένο συνομιλητή. Έτσι λοιπόν στο «Όσκαρ Ουάιλντ και εγώ» η παρέα είναι εξαίρετη και το ενδιαφέρον πολλαπλό. Η απόδοση στην ελληνική ήταν το τελευταίο έργο του Λαπαθιώτη, η αυτοκτονία του άφησε τις τελευταίες γραμμές ανολοκλήρωτες. Η μικρή «βιογραφία» του μεγάλου Ιρλανδού συγγραφέα και ποιητή γίνεται και δήλωση του συγγενικά προκλητικού, αντιφατικού πνεύματος του Ζίντ.
Το βιβλίο προσπαθεί να μεταφέρει θραύσματα της προσωπικότητας του Ουάιλντ, σκέψεις και στιγμές της ζωής μιας ιδιοφυϊας που οι σύγχρονοί της θεωρούσαν ότι η κατάθεσή της στη ζωή υπήρξε σπουδαιότερη από την κατάθεση της στην τέχνη. Ο ίδιος άλλωστε δήλωνε «έβαλα όλη μου τη μεγαλοφυϊα στη ζωή μου-και μονάχα το ταλέντο μου, μέσα στα έργα μου». Οι λίγες σελίδες του βιβλίου είναι γεμάτες με τις ιστορίες του bon viveur παραμυθά που θάμπωσαν τους διανοούμενους της Ευρώπης στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, με τις τελευταίες στιγμές από το χρονικό ενός προαναγγελθέντος κοινωνικού, οικονομικού, καλλιτεχνικού, τέλος και σωματικού θανάτου του ασυμβίβαστου Ουάιλντ.
«Ο Γουάιλντ πίστευε σε κάποιο πεπρωμένο του τεχνίτη, κι’ ότι η ιδέα είναι πιο δυνατή κι’ από τον άνθρωπο.
«Υπάρχουν έλεγε, δύο είδη είδη καλλιτέχνες: οι πρώτοι δίνουν απαντήσεις, κι’ άλλοι, ερωτήσεις. Πρέπει κανείς να ξέρη αν είναι απ’ αυτούς που απαντούν, ή μήπως από κείνους που ρωτούν’ γιατί εκείνος που ρωτάει, ποτέ δεν είν’ αυτός που απαντάει. Υπάρχουν έργα που προσμένουν, και που, για κάμποσον καιρό, μένουν ακατανόητα, -και τούτο, γιατί δίνουν απαντήσεις, σ’ ερωτήσεις, που δεν έγιναν ακόμα’ γιατί’ η ερώτηση, πολλές φορές, φτάνει τρομερά αργότερα, απ’ την απάντησή της».
Κι έλεγε ακόμα:
«Η ψυχή γεννιέται γερασμένη στο κορμί’ και για να μπορέση να την ξανανιώση το κορμί γερνάει. Ο Πλάτων είναι, ακριβώς, η νιότη του Σωκράτη…».  
--
ΜΙΣΕΛ ΦΑΙΣ, εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 5/4/1992.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Ως ΤΗΝ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ
ΑΝ Ο ΣΠΟΡΟΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕΙ
     Τι θυμίζει στο μέσο αναγνώστη το όνομα του Αντρέ Ζίντ; Το πολύ τρία-τέσσερα εργογραφικά πράγματα; Ομοφυλοφιλία, αγάπη για την Ελλάδα, σταλινισμός στα στερνά, Νόμπελ Λογοτεχνίας και τους «Κιβδηλοποιούς» άντε και «Τα υπόγεια του ‘Βατικανού’» (διαβασμένα ή απλώς τους τίτλους).
     Αυτό, όμως, υπήρξε ο Γάλλος συγγραφέας (1869-1951); Ο Μορίς Μπλανσό σε ένα διεισδυτικό του δοκίμιο για τον Ζίντ μας δίνει δύο βασικά ερμηνευτικά κλειδιά για να πλησιάσουμε το έργο του μεγάλου συγγραφέα. Το πρώτο έχει να κάνει, θα έλεγα, περισσότερο με την ευρύτερη ηθική στάση του ανθρώπου και το δεύτερο με την αφηγηματική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα. Από τη μιά πλευρά, λοιπόν, έχουμε μας λέει ο Μπλανσό, τη σύγκρουση της ανάγκης για απόλυτη ειλικρίνεια με την αισθητική καλλιέργεια του συγγραφέα που απαιτούσε καλλιέπεια. Και από την άλλη, την αντιπαράθεση ανάμεσα στην κλασική αντίληψη της λογοτεχνίας (που θέλει τον συγγραφέα ως ευδαίμονα δημιουργό αριστουργημάτων) και της εκδοχής του μοντερνισμού (που αδιαφορεί για το έργο και προτάσσει τη λογοτεχνική εμπειρία οσοδήποτε καταστροφική και αν είναι για τον συγγραφέα).
     Και τα δύο αντίθετα ζεύγη συναντώνται άλλοτε βίαια και άλλοτε αρμονικά στην αυτοβιογραφία του Ζίντ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «Αν ο σπόρος δεν πεθάνει…» σε επαρκή μετάφραση του Δημήτρη Ζορμπαλά από τις εκδόσεις «Ροές».
      Αναμνήσεις
«Θα γράψω τις αναμνήσεις μου όπως ακριβώς μου έρχονται, χωρίς να προσπαθήσω να τις βάλω σε κάποια τάξη» (σελ. 28). Εδώ ο Ζίντ θίγει έμμεσα ένα αίτημα των καιρών. Η πεζογραφία της εποχής (και μιλάμε για την άνθιση του μοντερνισμού: Προυστ, Τζόις, Γουλφ, Φόκνερ) υπαγορεύει την ανάδειξη της ανθρώπινης στιγμής με κάθε μέσο. Την πυκνότητα και την ένταση της εμπειρίας, δηλαδή, αγνοώντας την παρατακτική ανέλιξη του χρόνου ή την παραδοσιακή διάκριση του σημαντικού και του ασήμαντου συμβάντος. Ο Ζίντ, με άλλα λόγια είναι δέσμιος του λογοτεχνικού περιβάλλοντος, που του επιβάλλει σχεδόν τους κανόνες συγγραφής της αυτοβιογραφίας του.
«Τα απομνημονεύματα είναι πάντοτε μονάχα κατά πενήντα στα εκατό ειλικρινή, όσο μεγάλη κι αν είναι η φροντίδα για την αλήθεια: όλα είναι πάντοτε πιο μπερδεμένα απ’ ό,τι λέγονται. Ίσως μάλιστα να πλησιάζει κανείς περισσότερο την αλήθεια στα μυθιστορήματα» (σελ. 281). Στο σημείο αυτό, ο αναγνώστης δεν θα διαπιστώσει μόνο αυτό που σημειώνω πιο πάνω, σχετικά με την έμμονη ιδέα του συγγραφέα για το βαθμό ειλικρίνειάς της. Ο Ζίντ αμέσως μετά (στο δεύτερο μέρος) από αυτή τη διατύπωση, κοινοποιεί στον αναγνώστη τον αποκλίνοντα ερωτισμό του. Κάτι που είχε κάνει νωρίτερα στον «Ανηθικολόγο» (κυκλοφορεί σε ανασκευασμένη έκδοση το 1920 χρονιά που κυκλοφορεί και η αυτοβιογραφία του σε 13 μόλις αντίτυπα).
     Βλέπουμε εν ολίγοις, τον Ζίντ να αναρωτιέται για το πιο από τα δύο προσωπεία-του μυθιστοριογράφου ή του αυτοβιογράφου-οδηγεί πλησιέστερα στην αλήθεια.
      Ημερολόγια
Η παρούσα αυτοβιογραφία, μαζί με τα ημερολόγιά τους (σε δύο μέρη: 1889-1939 και 1942-1949, αμετάφραστα ακόμη), θα μπορούσε να πει κάποιος ότι σκιαγραφούν σε μεγάλο βαθμό τα σημεία επαφής, τους κοινούς τόπους του συγγραφέα και του ανθρώπου.
     Μοναδική «ένσταση» για την προσεγμένη γενικά έκδοση, η απουσία της στοιχειώδους ένδειξης στο εξώφυλλο ότι πρόκειται τελικώς για αυτοβιογραφία. Πέρα απ’ αυτό δεν θα ήταν κατά την γνώμη μου, αυτοβιογραφία. Πέρα απ’ αυτό δεν θα ήταν κατά την γνώμη μου, «μειωτικό» ένα προλογικό σημείωμα που να τεκμηριώνει κάπως αυτό το τόσο σημαντικό βιβλίο, όχι μόνο της βιβλιογραφίας του Ζίντ, αλλά εν γένει της ευρωπαϊκής γραμματείας.
--
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ, εφημερίδα Το Βήμα 28/2/1999
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
     Παρότι οι πεζογράφοι της γενιάς του ’30 ανανέωσαν την πεζογραφία μας, ο βαθμός της νεοτερικότητάς τους υπολείπεται κατά πολύ εκείνου των ποιητών της. Σε σύγκριση με τα μοντερνιστικά και πρωτοποριακά στοιχεία της ποίησης του Σεφέρη ή του Ελύτη, του Εγγονόπουλου ή του Εμπειρίκου, τα καινούργια στοιχεία στην πεζογραφία του Θεοτοκά, του Τερζάκη, του Πολίτη ή του Ξεφλούδα είναι ισχνά και, στο επίπεδο του αισθητικού αποτελέσματος, όχι τα δραστικότερα. Ορατότερο νεοτερικό χαρακτηριστικό της πεζογραφίας αυτής της γενιάς θεωρείται η χρήση του εσωτερικού μονολόγου, η οποία τελικά διαπιστώνουμε ότι- κατ’ ουσίαν- είναι το μόνο προσδιοριζόμενο από την κριτική σημείο επαφής της με την πεζογραφία της ευρωπαϊκής νεοτερικότητας.
Ωστόσο νιώθει κανείς ότι η μελέτη του μοντερνισμού της πεζογραφίας της γενιάς του ’30 δεν έχει εξαντληθεί’ ότι υπάρχει κάτι στην έως σήμερα προσέγγισή του που, παρότι είναι αισθητό, δεν έχει εντοπιστεί ή δεν έχει επακριβώς προσδιοριστεί. Αυτή την έλλειψη έρχεται να καλύψει σε σημαντικό βαθμό το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ Ο βυθός του καθρέφτη: Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998). Διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η εργασία αυτή είναι στην πραγματικότητα δύο βιβλία σε ένα. Αφενός εξετάζει την πρόσληψη και την απήχηση του έργου του Αντρέ Ζίντ στην Ελλάδα, και αφετέρου ανασύρει στην επιφάνεια ένα λανθάνον έως σήμερα λογοτεχνικό μας είδος, την ημερολογιακή μυθοπλασία. Η περιοχή όπου τα δύο αυτά βιβλία συνεκβάλλουν σε ένα είναι το τρίτο, και τελευταίο, μέρος του, στο οποίο η ημερολογιακή μορφή αναλύεται  ως μια ισχυρή τάση της μυθοπλασίας της γενιάς του ’30 διαμορφωμένη υπό την επίδραση του έργου του Ζίντ («Η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα και η συνεισφορά του Gide: Η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα έως το 1951’ β. Σεφέρης, Ξεφλούδας, Θεοτοκάς»).
     Για να προσδιορίσει ακριβέστερα την επίδραση, αυτή η Σαμουήλ την εξετάζει μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης απήχησης του Ζίντ στον ελληνικό χώρο, από την πρώτη αναφορά του ονόματός του σε ελληνικό έντυπο ως το έτος του θανάτου του («Μέρος πρώτο: Η παρουσία του Gide στην Ελλάδα, 1902-1951: α. Μεταφράσεις’ β. Κριτικά κείμενα και αναφορές»). Ακόμη, για να δείξει καλύτερα το σημαντικότερο σημείο αυτής της επίδρασης, που θεωρεί ότι είναι το σημείο επαφής της πεζογραφίας της γενιάς του ’30 με τα μοντερνιστικά στοιχεία του έργου του Ζίντ, η μελετήτρια εξετάζει την ημερολογιακή μυθοπλασία-το λογοτεχνικό είδος στο οποίο εκδηλώνεται ο μοντερνισμός του Ζίντ-και προσδιορίζει τα νεοτερικά στοιχεία με τα οποία ανανέωσε το είδος αυτό ο Γάλλος συγγραφέας («Μέρος δεύτερο: Η ημερολογιακή μυθοπλασία-προβλήματα συγχρονίας και διαχρονίας: α. Η ιστορία του ημερολογιακού μυθιστορήματος’ β. Η δομή του ημερολογιακού μυθιστορήματος’ γ. Η συμβουλή του  Gide»).
   Ο Ζίντ είναι ο πρώτος σημαντικός συγγραφέας του 20ου αιώνα που καλλιέργησε συστηματικά την ημερολογιακή γραφή. Συγχρόνως χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό τον ημερολογιακό τρόπο αφήγησης και στο δημιουργικό του έργο. Η πρωτοτυπία του, από την οποία απορρέει ο ιδιότυπος μοντερνισμός του, βρίσκεται στη συνύπαρξη μέσα στο έργο, του δύο αντίθετων στοιχείων: σε μια νιτσεϊκής φύσεως καλλιέργεια του εγώ, από τη μια, και στο γεγονός, από την άλλη, ότι ο καλλιτέχνης και το έργο, ιδανικά της εποχής του συμβολισμού, αντικαθίστανται στα κείμενά του από την ιδέα του συγγραφέα και της γραφής. Την ιδέα αυτή-συμφωνούν οι κριτικοί-ο Ζίντ υπηρετεί με διάφορους τρόπους: με τον πολλαπλασιασμό των οπτικών γωνιών, ο οποίος οδηγεί σε μια κυρίαρχη σχετικότητα’ με τη μετατόπιση της έμφασης από την ιστορία στην αφήγηση’ και κυρίως με το τέχνασμα της mise en abyme- της εικονογράφησης, μέσα στο κείμενο, της ίδιας της διαδικασίας της δημιουργίας του (της δημιουργίας του συγκεκριμένου κειμένου, όχι της συγγραφικής δημιουργίας γενικά)-το οποίο δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να έρθει σε επαφή με το εργαστήρι του συγγραφέα.
     Μολονότι- παρατηρεί η Σαμουήλ-οι διανοούμενοι του ελληνικού μεσοπολέμου δεν χρησιμοποιούσαν ειδολογικές κατηγορίες για να περιγράψουν το έργο του Ζίντ αλλά θεματικές (όπως εκείνες της «εξομολόγησης» ή της «αυτοανάλυσης»), υπογράμμιζαν ως νεοτερικά εκείνα στοιχεία της πεζογραφίας του που είχαν άμεση σχέση με τη μορφή του μυθοπλασιακού ημερολογίου. Και τούτο γιατί ελκύονταν από το περιεχόμενό της, που αποτύπωνε τον εγωτισμό και τον ατομισμό του Ζίντ, το κύριο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του, το οποίο εξέφραζε εκείνη την εποχή το, συμβολιστικής καταγωγής, νεοτερικό αίτημα της ενδοσκόπησης και της αυτοανάλυσης. Εδώ βρίσκεται, σημειώνει η Σαμουήλ, η μία όψη της επίδρασης του Γάλλου συγγραφέα στους Έλληνες ομοτέχνους του: η ιδεολογική παράμετρός της, η οποία συνίσταται στην αφομοίωση από σημαντικούς συγγραφείς του μεσοπολέμου της «ηθικής» του Ζίντ, ηθικής της διαθεσιμότητα, δηλαδή της απελευθέρωσης από προκατασκευασμένες ιδέες και της άρνησης κάθε οριστικής και αμετάκλητης επιλογής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αφομοίωσης βρίσκουμε στα κείμενα του Θεοτοκά, κυρίως στο Ελεύθερο πνεύμα, όπου η ιδέα της διαθεσιμότητας επεκτείνεται και στο πολιτικό πεδίο, παρέχοντας στον Θεοτοκά το «ηθικό» έρεισμα, πάνω στο οποίο οικοδομεί τον φιλελευθερισμό του.
     Όμως το επίκεντρο της μελέτης της Σαμουήλ είναι η «υλική», η τεχνική πλευρά της επίδρασης του Ζίντ. Οι συγγραφείς της γενιάς του ’30 έβλεπαν ότι η μορφή του ημερολογιακού μυθιστορήματος, όπως την εκμοντέρνισε ο Ζίντ, προσφερόταν περισσότερο από εκείνη κάθε άλλου λογοτεχνικού είδους για την απεικόνιση όχι μόνο του ατομικού, του εσωτερικού ανθρώπου, αλλά και των προβλημάτων της γραφής. Η μεγάλη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1930 τα ημερολογιακά πεζογραφήματα (24 τον αριθμό) οφείλεται – διαπιστώνει η Σαμουήλ- σε σημαντικό βαθμό στο παράδειγμα του Ζίντ. Στο ίδιο παράδειγμα οφείλεται και η χρήση της mise en abyme (μιας από τις πιο προχωρημένες αναζητήσεις της νεοτερικότητας) στο Έξι νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη, στο Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου» του Θεοτοκά και στα Τετράδια του Παύλου Φωτεινού και την Εσωτερική συμφωνία του Ξεφλούδα.
     Η μελέτη της Σαμουήλ είναι ένα σημαντικό βιβλίο, που καλύπτει περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως πραγματεύεται μια διδακτορική διατριβή. Τα σπουδαιότερα από τα νέα στοιχεία που προσκομίζει είναι αυτά που ήδη αναφέραμε:
1.Μας προσφέρει μιαν ιστορική και κριτική περιγραφή της ουσιαστικά άγνωστης έως σήμερα ημερολογιακής μυθοπλασίας μας, εξετάζοντας 80 ημερολογιακά πεζογραφήματα της περιόδου 1834-1951 (είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα διεθνώς περιορισμένο αριθμητικά είδος καλλιεργείται τόσο έντονα στην Ελλάδα, καθώς και το ότι αποδεικνύεται τόσο ευπροσάρμοστο στις ποικίλες τεχνοτροπικές κατευθύνσεις της πεζογραφίας μας). Η επί του θέματος έρευνα της Σαμουήλ φαίνεται εμπεριστατωμένη: λίγα ημερολογιακά πεζογραφήματα θα πρέπει  να της έχουν διαφύγει (αναφέρω ένα που γνωρίζω, το μυθιστόρημα Μάριος- 1923-του Ηλία Βουτιερίδη, το οποίο, καθώς είναι γραμμένο από μελετητή του έργου του Ζίντ, φαίνεται να ενισχύει το πόρισμα της Σαμουήλ για την απήχηση του Γάλλου πεζογράφου στους Έλληνες συγγραφείς του μεσοπολέμου).
2.Εκτός του ότι μας δίνει μια πλήρη εξέταση της ελληνικής πρόσληψης του Ζίντ, το βιβλίο της Σαμουήλ μας βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα τις νεοτερικές αναζητήσεις της πεζογραφίας της γενιάς του ’30: αφενός αναλύοντας-με την περιγραφή των ελληνικών εφαρμογών της ζωτικής mise en abyme- μιαν ανερεύνητη έως τώρα τάση της’ και αφετέρου εξετάζοντας ακριβέστερα τις σχέσεις αυτής της γενιάς με τον εσωτερικό μονόλογο. Η Σαμουήλ διαπιστώνει ότι ο Ξεφλούδας στα δύο πρώτα του έργα δεν υιοθετεί, όπως πιστεύεται, τον εσωτερικό μονόλογο, αλλά χρησιμοποιεί τις πλέον ακραίες εκδοχές της mise en abyme (η οποία φαίνεται ν’ αποδεικνύεται η αιχμή της πεζογραφικής νεοτερικότητας της γενιάς του ’30, καθώς τη βλέπουμε να επανεμφανίζεται στο γαλλικό «Νέο μυθιστόρημα» και ν’ αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της λεγόμενης μεταμοντέρνας λογοτεχνίας).
     Το πλήθος των νέων στοιχείων που περιέχει το βιβλίο της Σαμουήλ δεν σημαίνει ότι καθιστά αφανείς κάποιες ελλείψεις του. Το τρίτο μέρος του θα μπορούσε να αναπτυχθεί περισσότερο, ενώ στο πρώτο η πυκνή έκθεση στοιχείων για την παρουσία του Ζίντ στον ελληνικό χώρο θα μπορούσε να γίνει με τρόπο περισσότερο αφαιρετικό. Το δεύτερο μέρος, το οποίο πραγματεύεται τις απόψεις της γαλλικής και της αγγλικής βιβλιογραφίας για την ημερολογιακή μυθοπλασία, θα ήταν πληρέστερο αν περιλάμβανε και τις θέσεις της γερμανικής. Όμως αυτά αντισταθμίζονται από τον πλούτο των ιδεών του βιβλίου, αρκετές από τις οποίες κατατίθενται  ως θέματα προς ανάπτυξη-λχ. η περιγραφή των διακειμενικών σχέσεων του Δραγούμη με τον Ζίντ ή η διατύπωση σκέψεων για παρεμφερή προς την ημερολογιακή μυθοπλασία είδη (πραγματικό ημερολόγιο, αυτοβιογραφία, μυθιστορηματική βιογραφία). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παρακολούθηση δύο τάσεων της μεσοπολεμικής λογοτεχνικής κριτικής μας, οι οποίες αναπαράγουν σύγχρονές τους γαλλικές αναζητήσεις και οι οποίες δεν είχαν ως τώρα γίνει αντικείμενο προσοχής: της «κριτικής της ταύτισης» και της «κριτικής του παραλληλισμού» (με κύριους εκπροσώπους τον Κλέωνα Παράσχο και τον Σεφέρη αντιστοίχως).
     Βιβλίο καλογραμμένο, ο Βυθός του καθρέφτη χαρακτηρίζεται και από τον φυσικό τρόπο με τον οποίο περιέχει τη θεωρία, η οποία στις σελίδες του δεν επιπολάζει, όπως στον τόπο μας συχνά συμβαίνει σε εργασίες όχι μόνο νέων μελετητών (το βιβλίο είναι ένα από τα ελάχιστα ελληνικά κείμενα που αναφέρουν, επειδή υπάρχει πραγματικός λόγος, και όχι ως επίδειξη κριτικής ταυτότητας, το όνομα του Ρολάν Μπάρτ). Η Σαμουήλ δεν αναπαράγει απλώς τις απόψεις των ξένων αλλά συνδιαλέγεται με αυτές. Ορισμένες από τις παρατηρήσεις της για την έννοια της ημερολογιακής μυθοπλασίας αποτελούν συμβολή στη μελέτη του είδους, το οποίο μόλις τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει σε ορισμένες χώρες ν’ απασχολεί την κριτική.
--  
Συμπληρωματικές πληροφορίες:
-ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ, Η ΣΤΕΝΗ ΠΥΛΗ, μετάφραση και σχόλια Ανδρέας Κατσαμακίδης, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος-Αθήνα 1989, σ. 175, 7.40 ευρώ. (Κεφάλαια 9, σ.5-157), (Σημείωση του Γάλλου εκδότη, σ.158-159), (Α. Κ. : ΕΠΙΛΟΓΟΣ σ.160-164) (Α. Κ.: ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ, σ. 165-175).
-ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ, ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ, μετάφραση και επίλογος Ανδρέας Θ. Κοτσαμακίδης, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος-Αθήνα 1970, σ. 320, 12.72 ευρώ. (Βιβλία Πέντε σ.5-305), (Α. Κ.: «Τα υπόγεια του Βατικανού» ΕΠΙΛΟΓΟΣ, σ. 307-312), (ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ σ. 313-320)
1) Edwin Berry Burgum, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Προυστ, Τζόυς, Κάφκα, κ. ά., μτφ. Νέλλη-Όλγα Γκανά, εκδ. Θεωρία-Αθήνα 1982, σ. 21,75,162, 163, 165, 167, 168.
2) Ζαν Πωλ Σάρτρ, ΥΠΕΡ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ, μτφ. Άγγελος Ελεφάντης, εκδ. Ο Πολίτης-Αθήνα 1994, σ. 77
3) Martin Travers, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο., μτφ. Ιωάννα Ναούμ-Μαρία Παπαηλιάδη. Επιστημονική Επιμέλεια-Εισαγωγή: Τάκης Καγιαλής, εκδ. Βιβλιόραμα-Αθήνα 2005, σ. 204,215, 243, 244, 245, 284.
4) Χαρά Μπακονικόλα- Γεωργοπούλου, ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ, Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ, εκδ. Ινστιτούτο Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα-Αθήνα 1997, σ. 130, 146, 176, 185, 255.
5) Μήτσου Λυγίζου, ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΕΣ, εκδ. Δωδώνη-Αθήνα 1977, σ. 250
6) Μήτσου Λυγίζου, ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. ΔΟΚΙΜΙΑ, εκδ. Δωδώνη-Αθήνα 1976, σ. 186.
7) Μιχ. Κ. Μακράκη, Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ. ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ, εκδ. Αρμός-Αθήνα 1992, σ. 8,9,73,83,89.
8) Γιώργος Πράτσικας, ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΣΚΑΛ ΣΤΟΝ ΚΟΚΤΩ. ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ Γ. Π., εκδ. Γκοβόστη-Αθήνα 1967, σ. 196.
9) Κλέων Παράσχος, ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ  ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ, εκδ. Δίφρος-Αθήνα 1956., 
α. Andre Gide, σελ. 136-140 (εφ. Πολιτεία 10/11/1932)., 
β. Το Ημερολόγιο του Α. Ζ., σελ.140-145 (εφ. Η Καθημερινή 3/6/1947)., 
γ. (Γενική Ματιά) σ. 145-148., (εφ. Η Καθημερινή 23/11/1947)., 
δ. (Ο ατομισμός του) σελ. 149-154. (περ. Νέα Εστία 15/3/1951 και βιβλίο Μορφές και Ιδέες. «Κύκλος Νέος»)
10) Νάσος Βαγενάς, ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ, εκδ. Κέδρος-Αθήνα 1999, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ σ. 311-317. (Πρώτη δημοσίευση εφ. Το Βήμα 28/2/1999).
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 22 Αυγούστου 2020
ΥΓ. Μητσοτάκης και τούρκικο τζαμί, εκέκραξαν εν χορδές και οργάνοις τα δύο ιδιωτικά κανάλια της ελληνικής τηλεόρασης που δείχνουν τούρκικα σήριαλ με μεγάλη ελληνική ακροαματικότητα. Και μπακλαβά και μπακλαβά μέσα σε τούρκικο χαμάμ. Μελωμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου