Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΠΕΡΣΑΙ


              ΑΙΣΧΥΛΟΥ  ΠΕΡΣΑΙ

    Παρακολούθησα και εγώ όπως και άλλοι θεατρόφιλοι, την παράσταση «ΠΕΡΣΕΣ» που ανέβηκε από τον θίασο του Εθνικού Θεάτρου, στον ιερό χώρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία του ηθοποιού και σκηνοθέτη κυρίου Δημήτρη Λιγνάδη στο διαδίκτυο. Παράλληλα με την μοναδική αυτή παράσταση, το Σάββατο το βράδυ στο κανάλι της Βουλής και στην εκπομπή Θεατροσκόπιο, οι συντελεστές της παράστασης έδωσαν συνέντευξη και μίλησαν για την συμμετοχή τους στο ανέβασμα των «Περσών» και την δουλειά τους.
     Από τα εφηβικά μου χρόνια, μετά την μεταπολίτευση, που άρχισα για πρώτη φορά να παρακολουθώ θέατρο, ιδιαίτερα το ανέβασμα παραστάσεων αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας, (εδώ να επαναλάβουμε την σημαντική συνεισφορά της Περιηγητικής Λέσχης Αθηνών έξω από το Πολυτεχνείο, που με πούλμαν σε μετέφεραν τις μεσημεριανές ώρες, σαν μικρή εκδρομούλα, να παρακολουθήσεις παραστάσεις στον αρχαίο ιερό χώρο της Επιδαύρου και μετά το τέλος τους σε επέστρεφαν πάλι πίσω. Αλλά και τις παραστάσεις στο θέατρο του Ηρωδείου, της Ελευσίνας κλπ), εδραίωσα αργά και σταθερά, ότι το θέατρο, είναι σωματικής παιδείας και αγωγής μνήμη. Θέλω να πω, ότι είναι απαραίτητη η αμεσότητα μεταξύ των συντελεστών μιας παράστασης και των θεατών. Ανεξάρτητα το είδος του θεάτρου, την ποιότητά του, τους βαθμούς δυσκολίας ή ευκολίας προσέγγισης και αποδοχής μιας παράστασης. Το θέατρο είναι όπως το σχολείο. Εξ αποστάσεως μαθήματα και με τεχνικά μέσα διδασκαλία κατά μόνας, εγκυμονεί πολλούς κινδύνους κατανόησης, αποδοχής, ερμηνείας και τέλος, ψυχαγωγίας. Το θέατρο χρειάζεται το κοινό του, το όποιο κοινό του. Χρειάζεται την αποδοχή του ή την απόρριψή του, το χειροκρότημά του, το γιουχάισμα του, την αμεσότητα επικοινωνίας ηθοποιών και θεατών, να αφουγκράζονται οι συντελεστές τις αντιδράσεις των θεατών, το τρίξιμο των καρεκλών όταν αυτοί που παρακολουθούν μια παράσταση νιώθουν ή δεν νιώθουν άνετα. Το θέατρο είναι πρωτίστως μια σωματική αγωγή θεατρικής παιδείας και προσέγγισης. Δύο πολυπληθή ετερόκλητα μέρη έρχονται σε επικοινωνία για μερικές ώρες και ανταλλάσσουν κώδικες επικοινωνίας και ερμηνείας της ζωής. Συμμετέχουν στα κλειδιά ερμηνείας του Κόσμου, του Πολιτισμού των Ανθρωπίνων σχέσεων. Θέατρο χωρίς επικοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει. Το θέατρο είναι μια ιεροτελεστία προσέγγισης πολλαπλών εκδοχών και ερμηνειών του Κόσμου μας και της Κοινωνίας. Ζητείται από το θεατή, ανεξάρτητα από το μορφωτικό του επίπεδο, καταγωγή ή τις κοινωνικές και ιδεολογικές του προτιμήσεις, να συμμετάσχει σε αυτό το δίωρο κοινωνίας πανηγύρι, κεφιού, χαράς, προβληματισμού, διαύλου επικοινωνίας άγνωστων με αγνώστους σε έναν συγκεκριμένο κάθε φορά τόπο και χρόνο. Η σύλληψη ενός θεατρικού γεγονότος, δεν είναι απότοκος μιας ιδέας, ενός εγωτικού οραματισμού ενός σκηνοθέτη, ενός παραγωγού, ενός ηθοποιού ή ακόμα και θεατρικού συγγραφέα, είναι πολλαπλά διαδοχικά συμβάντα γεγονότων αντικαθρεφτίσματος της ζωής μας, των χαρακτήρων μας, ψυχογραφίας ενός κοινωνικού συνόλου, μιας ομάδας, μιας κοινότητας, ενός λαού. Η θεατρική λειτουργία είναι αυτό που είμαστε και δεν μπορούμε να είμαστε αλλιώς πάνω στο σανίδι. Το θέατρο είναι η συνάντηση των κοινών μας οραματισμών, ή ακριβέστερα, η προσπάθεια εύρεσης διαύλων επικοινωνίας πολλαπλών, ετερόκλητων, διαφορετικών πληθυσμιακά ενός συνόλου «μειονοτήτων». Θέατρο που δεν λαμβάνει υπόψη του το κοινό και τις ανάγκες του, που αρνείται την θεατρική του σωματικότητα και παρουσία, μάλλον δεν υφίσταται. Είναι απλά μια συμμετοχή σε μια λειτουργία εξ αποστάσεως διαφήμισης των θέσεων περί θεάτρου ενός σκηνοθέτη, ενός συγγραφέα, μιας χορογράφου, ενός εικαστικού ή ενδυματολόγου. Προσωπικοί οραματισμοί στο θέατρο μάλλον δεν μπορούν να υπάρξουν. Είναι βεντετισμοί ή αισθητικές προκλήσεις μοντέρνας έκφρασης που αφορούν μόνο έναν ή δύο συντελεστές και τους κολλητούς τους ή μέρος από το σινάφι των ηθοποιών. Το θέατρο είναι σώμα, αυθεντικό, ζέον, λαχταριστό, έχει φωνή, ψαύει, ερευνά, αναζητά τρόπους επικοινωνίας με το έτερο σώμα του που απευθύνεται και είναι οι θεατές. Πόση διάρκεια χρειάζεται για να κρατήσει αυτή η «ερωτική» μυσταγωγία μεταξύ των δύο μελών και κατόπιν να αποθηκευτεί στα σεντούκια της προσωπικής μνήμης των θεατών (αλλά και των συντελεστών) και να τροφοδοτήσει τον μελλοντικό χρόνο τους, είναι ένα άλλο του Θεού Διονύσου αστάθμητο παιχνίδι. Πάντως είναι ένα σωματικό παιχνίδι.
     Αυτές τις γενικές απόψεις (μπορεί λανθασμένες, μπορεί αυθαίρετες, ίσως τραβηγμένες) έχω διαμορφώσει από τότε που άρχισα να παρακολουθώ θέατρο και να χαίρομαι και απολαμβάνω την σωματική συμμετοχή μου σαν ένας απλός ανώνυμος θεατής.Τα αναφέρω αυτά, για να εξηγήσω ότι, κάτι δεν μου άρεσε σε αυτήν την παράσταση των «Περσών» που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο και παρακολουθήσαμε-όσοι τέλος πάντων παρακολουθήσαμε την Λιγνάδιο εκδοχή στο διαδίκτυο. Η αμεσότητα και η δραματικότητα, το ύφος του αρχαίου λόγου δεν αναδείχτηκε ή τουλάχιστον, δεν φάνηκε στην μικρή οθόνη ενός υπολογιστή. Ο κύριος Δημήτρης Λιγνάδης φέρει το οικογενειακό βάρος ενός δασκάλου και μελετητή της θεατρικής τέχνης που υπήρξε ο πατέρας του Τάσος Λιγνάδης, αλλά, και μιας προσωπικής διαδρομής με πολλά θεατρικά συν. Όμως, κάτι δεν του βγήκε στην προσπάθεια να αποδώσει μια σύγχρονη δραματική εκδοχή του «πατριωτικού φρονήματος» του αρχαίου λόγου. Ενώ στα λόγια του στην συνέντευξη ήταν ξεκάθαρος, πιστευτός και συμφωνούσες ή διαφωνούσες μαζί του (αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα) στην σύνολη σύλληψη της παράστασης διαπίστωνες να του φεύγει μάλλον ο έλεγχος της γενικής οργάνωσης της παράστασης και να ρέπει προς έναν διδακτισμό παλαιάς κοπής. Μπορεί να κάνω λάθος, δεν είμαι ειδικός, απλός θεατρόφιλος θεατής. Η κυρία Λυδία Κονιόρδου, η οποία είναι μια σύγχρονη ιέρεια της θεατρικής τέχνης της εποχής μας, έμοιαζε σαν βασίλισσα-μητέρα ενός μεσαιωνικού οίκου που αναζητούσε να πληροφορηθεί πόσα κάστρα είναι ακόμα απόρθητα. Ο ηθοποιός που ερμήνευσε το Είδωλο του Δαρείου ας με συγχωρέσει αλλά απαράδεκτος. Φώναζε λες και βγήκε από το σπήλαιο του Πολύφημου.Οι άλλοι συντελεστές είχαν κάτι να πουν μέσα στο γενικό θεατρικό περίγραμμα που τους έθεσε η σκηνοθετική οδηγία.Ενδιαφέρον παρουσίαζαν τα κουστούμια του χορού με κεντημένα τα ονόματα πάνω τους. Αν και ορισμένες στιγμές αν φυσούσε λιγάκι οι κόκκινες κλωστές δεν έμοιαζαν με αίμα που κυλάει αλλά, με « κόκκινα λεπτά κρόσσια». Πάντως ευφυής η ενδυματολογική σύλληψη. Από αυτά που είπε ο κύριος Κωνσταντίνος Ρήγος ο χορογράφος στην συνέντευξη του, δεν καταλάβαμε τίποτα. Μια γενική λεκτική θολούρα. Εκτός αν είμαι ντιπ για ντιπ θεατρικό στουρνάρι. Ο χορός εν συνόλω, δεν έδινε την ατμόσφαιρα του πανικού και την ατμόσφαιρα της ήττας. Η αλαζονεία της εξουσίας, η Άτη και η Ύβρις μάλλον δεν φάνηκε όσο όφειλε στον λόγο και τις κινήσεις ακόμα και της Άτοσσας μητέρας βασίλισσας που έδινε την εντύπωση περισσότερο μάλλον μιας μέλισσας βασίλισσας παρά μιας Ευριπίδειας Εκάβης με την τραγικότητα της μοίρας που κουβαλά στους ώμους της, που ξεκλήρισε την φαμίλια της. Θα αναρωτηθεί κανείς «πολύ κακό για το τίποτα; Όχι ασφαλώς θα απαντούσαμε». Υπάρχουν επιτυχημένες στιγμές αποτυχημένων θεατράνθρωπων, υπάρχουν στιγμές αποτυχίας από σημαντικούς και αξιόλογους θεατράνθρωπους. Και φυσικά υπάρχει και το ενδεχόμενο μη κατανόησης του εγχειρήματος από το σώμα των θεατών ή του τηλεοπτικού στην δεδομένη περίπτωση θεατή.
     Η παράσταση αυτή του Εθνικού Θεάτρου, με γύρισε νοσταλγικά σαράντα τέσσερα χρόνια πίσω. Έχω μπροστά μου το πρόγραμμα «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ. ΕΠΙΔΑΥΡΙΑ 1976. ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ. Όπου για πρώτη φορά ο γράφων (και τα άτομα της γενιάς μου, του 1980) παρακολούθησε το ανέβασμα της Αισχύλειας αυτής ιστορικής τραγωδίας. Μια από τις συγκλονιστικότερες παραστάσεις που τουλάχιστον έχω παρακολουθήσει των «Περσών». Θα μου αντιτάξετε, μα είσαι προκατειλημμένος, γιατί φαίνεται να είσαι φαν του Θεάτρου Τέχνης. «Κουνάκι», μπορεί η θεατρική μας αισθητική να διαμορφώθηκε καταλυτικά και αμετάκλητα. Ήσουν έφηβος και έβλεπες αλλιώς τα θεατρικά πράγματα, με έναν νεανικό θεατρικό ενθουσιασμό και λαχτάρα, μπορεί. Ότι έχουν περάσει τόσες δεκαετίες και έχεις παρακολουθήσει και άλλα ανεβάσματα των «Περσών» σίγουρα. Ότι άλλη η θεατρική ταυτότητα του Θεάτρου Τέχνης και άλλη του Εθνικού, θα συμφωνήσω. Ότι ενδεχομένως να είναι θεατρικά λάθος προσέγγιση να συγκρίνω τον έναν δάσκαλο με τον άλλον, δεν θα διαφωνήσω. Όμως αγαπητοί μου θεατράνθρωποι, αυτή η πρώτη σωματική θεατρική μαγεία δεν έφυγε από το σεντούκι της μνήμης μου. Οι εικόνες της παράστασης είναι ακόμα ζωντανές και ίσως με καθοδηγούν σήμερα. Μπορεί να μην έχω εξελιχθεί θεατρικά, ποιος μπορεί να δώσει ξεκάθαρη απάντηση σε έναν φανατικό θεατρόφιλο που μεγάλωσε και τα θεατρικά χρόνια βάρυναν πάνω του;
ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΠΕΡΣΕΣ (AESCHYLUS-  THE PERSIANS)
Μετάφραση ΠΑΝΟΣ ΜΟΥΛΑΣ
Σκηνοθεσία ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ
Σκηνικά- Κοστούμια  ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
Μουσική ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ
ΔΙΑΝΟΜΗ
ΞΕΡΞΗΣ Βασιλιάς της Περσίας. ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ
ΑΤΟΣΣΑ, μητέρα του Ξέρξη. ΝΕΛΛΗ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΔΑΡΕΙΟΣ, πατέρας του Ξέρξη. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΣ
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΝΗΣ
ΧΟΡΟΣ ΠΕΡΣΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ: ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ
ΧΟΡΟΣ.
Μουσική και κινησιακή επιμέλεια: ΜΑΡΙΑ ΚΥΝΗΓΟΥ
Φωτισμοί ΜΙΜΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ
Η παράσταση των «Περσών» αφιερώνεται στη μνήμη του Γιάννη Χρήστου
Το πρόγραμμα είναι μεταφρασμένο και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, και περιλαμβάνει ακόμα την παράσταση «ΑΧΑΡΝΗΣ» και «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ».
Ας δούμε τι γράφει για την Αισχύλεια τραγωδία:
ΠΕΡΣΕΣ
Αν και ο Θέσπις (550-500 π. Χ.) θεωρείται ο πατέρας του δράματος, ο Αισχύλος (525-456 π. Χ.) είναι ο καθαυτό δημιουργός της τραγωδίας. Πρώτος αυτός χρησιμοποίησε δεύτερο ηθοποιό στη σκηνή μεταβάλλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το δραματικό αφήγημα σε θεατρική δράση και πρώτος αυτός επεξεργάστηκε το τραγικό ύφος τοποθετώντας την τραγωδία στον χώρο ενός ηθικού, θρησκευτικού και κοινωνικού προβληματισμού. Ο Αισχύλος εξύψωσε την πρωτόγονη και τελετουργική λατρεία του Διονύσου σε μια ολοκληρωμένη θεατρική πράξη.
Από τα 90 περίπου έργα που γνωρίζουμε ότι έγραψε ο Αισχύλος σώζονται μόνο τα επτά και ανάμεσά τους και η μόνη ολοκληρωμένη τριλογία του αρχαίου ελληνικού Θεάτρου η «Ορέστεια». Οι «Πέρσες», είναι ασφαλώς το αρχαιότερο από τα επτά αυτά έργα (472 π. Χ.) Κανείς δεν ήταν σε θέση καλύτερη να γράψει μια τέτοια πολεμική τραγωδία από τον Αισχύλο, γιατί εκτός από ποιητής ήταν και στρατιώτης, διακρίθηκε μάλιστα στις μάχες του Μαραθώνα (490 π. Χ.) και της Σαλαμίνας (480 π. Χ.)
Θα μικραίναμε όμως τις διαστάσεις του έργου, αν βλέπαμε τους «Πέρσες» σαν απλή περιγραφή ενός ιστορικού και πολεμικού γεγονότος και σαν εορτασμό ενός θριάμβου. Αντίθετα μέσα από αυτά τα στοιχεία ο Αισχύλος εκφράζει για άλλη μια φορά τον ηθικό και θρησκευτικό του προβληματισμό-η υπερβολική υπερηφάνεια αποτελεί μιάν ύβρι που οι Θεοί πάντα τιμωρούν. Ύβρις είναι και η κατακτητική εκστρατεία τους στην Ελλάδα γι’ αυτό θα πρέπει  να τιμωρηθεί κι’ αυτή. Μαζί με αυτά, το έργο είναι ένας ύμνος στην ελευθερία γιατί, οι ελεύθεροι άνθρωποι, έχοντας το δίκαιο και την ηθική με το μέρος τους, νικούν τις τυφλές και ανελέητες δυνάμεις που αντιπροσωπεύει ο βάρβαρος κατακτητής.
Η δράση του έργου εξελίσσεται έξω από το παλάτι του Ξέρξη στα Σούσα της Περσίας μπροστά στον τάφο του Βασιλιά Δαρείου.
Ο Χορός των Γερόντων (συμβούλων της αυτοκρατορίας) περιγράφει την αναχώρηση του πάνοπλου Περσικού στρατού με σκοπό την κατάληψη της Ελλάδας.
Η Άτοσσα, χήρα του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη, είναι αναστατωμένη από ένα δυσοίωνο όνειρο. Ο Χορός την συμβουλεύει να παρακαλέσει την ψυχή του Δαρείου να βοηθήσει να πάνε όλα καλά.
Ένας αγγελιοφόρος ανακοινώνει την μεγάλη καταστροφή του Περσικού στρατού από τους Έλληνες στην ναυμαχία της Σαλαμίνας. Πληροφορεί την Άτοσσα ότι ο Ξέρξης ζη, και περιγράφει την μάχη και την ήττα των Περσών. Η Άτοσσα αποχωρεί για να προσευχηθεί στους Θεούς με σκοπό να μάθει το μέλλον.
Ο Χορός θρηνεί τον χαμό του Δαρείου αναγνωρίζει σαν υπαίτιο της Περσικής συμφοράς τον Δία που τιμώρησε την αχαλίνωτή τους υπερηφάνεια.
Η Άτοσσα επιστρέφει φέρνοντας προσφορές για τους Θεούς. Ο Χορός προσεύχεται να εμφανισθεί ο νεκρός βασιλιάς για να τους συμβουλεύσει. Το φάντασμα του Δαρείου βγαίνει από τον τάφο. Θρηνεί το λάθος του γιού του και προμαντεύει την επερχόμενη ήττα των Περσών στις Πλαταιές.
Στο τέλος ο Ξέρξης εμφανίζεται με τα ρούχα του κουρελιασμένα. Θρηνεί για την θλιβερή μοίρα της Περσίας, και ο Χορός συνοδεύει τον συντετριμμένο βασιλιά στο παλάτι του.
      Σε άλλη σελίδα του θεατρικού προγράμματος ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου (που έφυγε ξαφνικά μαζί με την γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, γιαυτό και η παράσταση είναι αφιερωμένη στην μνήμη του) υπογράφει το μονόστηλο κείμενό του «ΣΥΝΘΕΤΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΟΡΟ».
    Η θρυλική και αξέχαστη αυτή παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, αυτή η σωματοποιημένη της μνήμης μας θεατρική εικόνα, είχε ανεβεί από τον Κάρολο Κουν το 1965 και είχε αποτελέσει το θεατρικό γεγονός του καλοκαιριού όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. Η Παράσταση αναβίωσε και πάλι το 1987 στο Ηρώδειο και σε πολλά θέατρα εντός και εκτός Ελλάδος-σε διάφορα φεστιβάλ, με μια ακόμα σημαντική επανάληψη των «Περσών» το 2000, που μάλλον ολοκλήρωσε ιστορικά, τον θεατρικό της κύκλο. 
Βλέπε ενδεικτικά: εφημερίδα «Το Βήμα» 2/8/1987, «Πέρσες πολυταξιδεμένοι». 
Περιοδικό «Πολιτεία» τεύχος 9/10-12, 1988, σ. 82-,Γιώργου Α. Παναγιώτου, «ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ». 
Ηρώ Τριγώνη, περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» τχ. 18/1-7-2000, σ. 6-8, «Οι Πέρσες» επιστρέφουν». 
Στέλιος Β. Σκοπελίτης, εφ. «Τα Νέα»-Πρόσωπα τχ. 73/29-7-2000, «Είδα….» στο Ημερολόγιο. 
Η Στέλλα Λοϊζου, στο «Βήμα» της 16/7/2000, γράφει: «Μουσειακό θέατρο». 
Ο Ηρακλής Λογοθέτης στο περιοδικό «Αθηνόραμα» τεύχος 10/21-7-2000, σ. 34 γράφει «Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται». 
Η Αντιγόνη Καραλή στην εφ. «Έθνος» της Δευτέρας 10/7/2000, γράφει «Επεισόδια και μπράβο στους Πέρσες». 
Ο Σπύρος Παγιατάκης στην «Καθημερινή» 30/7/2000, μιλά για «Μια υπερτιμημένη διδασκαλία». 
Στην εφημερίδα «Εξουσία» 10/7/2000 ο Θ. Αντωνόπουλος γράφει «Οι επίκαιροι Πέρσες γέμισαν την Επίδαυρο». 
Η θεατρολόγος Δηώ Καγγελάρη στην «Ημερησία» 1-2/7, 2000 γράφει «Ξανά οι «Πέρσες» του Καρόλου Κουν. Στην ίδια εφημερίδα, 5-6/8/2000 ο Γιώργος Λεωτσάκος γράφει «Πέρσαι» του Αισχύλου» και «Το ανάλγητο στραπατσάρισμα μιας ιστορικής διδασκαλίας». 
Ο θεατρικός κριτικός Μηνάς Χρηστίδης στην «Ελευθεροτυπία» 10/7/2000 γράφει «Ήταν εκεί και πολεμούσε». Στην ίδια εφημερίδα Δευτέρα 10/7/2000, σ. 21, με τα αρχικά Ιω. Κ. δημοσιεύεται «Οι απουσίες της Παρασκευής» και ο Δ. (ημήτρης) Γκ. (ιώνης), γράφει «… και το αίσχος του Σαββάτου». 
Στην εφημερίδα «Κυριακάτικη» 2/7/2000, σ. 49 η Έφη Μαρίνου γράφει το «Κάθε «Πέρσες» και καλύτερα». 
Ο φιλόλογος και θεατρικός κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος υπογράφει την κριτική «Επιστροφή στο αυθεντικό» στην εφημερίδα «Τα Νέα», Δευτέρα 17/7/2000, σ. 33. 
Ο Βασίλης Μπουζιώτης γράφει «Γιορτή για τον Κουν» στην εφημερίδα «Έθνος» 16/7/2000. 
Ο Βασίλης Αγγελικόπουλος στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» 11/7/2000, σ. 15 μιλά για «Συγκίνηση αλλά και επεισόδια στους «Πέρσες». 
Ο Χρήστος Σιάφκος, σε ολοσέλιδο κείμενο στην εφημερίδα «Αδέσμευτος Τύπος» Δευτέρα 10/6/2000, σ. 39, γράφει «Πέρσες κόντρα στο πρόσκαιρο, με τον Χορό πρωταγωνιστή». 
Ο κινηματογραφικός κριτικός Παναγιώτης Τιμογιαννάκης,  μιλά στην δική του κριτική «Χορός στα βήματα του δασκάλου Κουν» στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» Δευτέρα 10/7/2000, σ. 44. 
Η Έλενα Δ. Χατζηιωάννου σε ρεπορτάζ της στην εφημερίδα «Τα Νέα» Πέμπτη 22/6/2000, σ. 35 μιλά για «Κίνδυνος ματαίωσης», ενώ στην ίδια εφημερίδα Δευτέρα 10/7/2000, σ. 3, κάνει λόγο για «Μνημειακοί Πέρσες». 
Ενώ ανώνυμο είναι το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Απογευματινή» Δευτέρα 10/7/2000, σ. «Το μεγαλείο του Κουν 35 χρόνια μετά». 
Με τα αρχικά Μ. Βλ. στην «Ελευθεροτυπία» 4/7/2000, γράφει για «Πνοή σ’ ένα φθαρμένο φεστιβάλ». 
Ο Αντώνης Αντωνόπουλος, στην εφημερίδα «Αδέσμευτος της Κυριακής» 16/4/2000, σ. 56-57, Γιώργος Λαζάνης. «Πέρσες» Μια θρυλική παράσταση ξαναζεί». 
Ενώ στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» Δευτέρα 26/6/2000, σ. 24,41, σε συνεντεύξεις της Ιωάννας Κλεφτογιάννη,  μιλά ο Γιώργος Λαζάνης, «Δεν πρόκειται για νεκρανάσταση…». Και Μίμης Κουγιουμτζής, «με σύγχρονη ευαισθησία». Και οι δύο συνεντεύξεις των σταθερών μαθητών και συνεργατών του Καρόλου Κουν στεγάζονται κάτω από τον γενικό τίτλο «Η αναβίωση των «Περσών»». Τέλος, 
ανωνύμως παρουσιάζεται η παράσταση στην εφημερίδα «Ο Ριζοσπάστης» 30/7/2000,στην εφημερίδα «Το Βήμα» 4/7/2000 «Νέα πνοή στους ιστορικούς «Πέρσες» 7 και 8 Ιουλίου. Εφημερίδα «Τα Νέα» 4/12/1999, στην στήλη «δίκτυο», «Η μαγεία των «Περσών».
 
    Να υπενθυμίσουμε ότι, ο πειραιώτης δάσκαλος του θεάτρου και ηθοποιός, ιδρυτής του «Πειραϊκού Θεάτρου» σκηνοθέτης Δημήτρης Ροντήρης,  ανέβασε για πρώτη φορά τους «Πέρσες» στο «Βασιλικόν Θέατρον Αθηνών» Οργανισμός Εθνικού Θεάτρου, σε μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη, σκηνογραφίες Κλέωνος Κλώνη και Ενδυμασίες Αντώνη Φωκά. Βλέπε και Λέων Κούκουλας, περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» τεύχος 55/15-11-1946, σ. 342, περιοδικό «Γράμματα» τεύχος 11/11, 1946, σ. 190-191. Στο βιβλίο μου «Πειραϊκό Πανόραμα» που έχω καταγράψει την παραστασιογραφία του πειραιώτη Δημήτρη Ροντήρη, βλέπουμε τις ημερομηνίες.   
      -Και μια και είμαστε στον χώρο του Πειραιά, να υπενθυμίσουμε ακόμα την σημαντική και αλησμόνητη παράσταση στο Θεατρικό χώρο του Βεακείου 8/9/1999 στον λόφο του Προφήτη Ηλία, την επανάληψή της στον χώρο του Κατράκειου στον Δήμο της Νίκαιας 11/9/1999. Την πετυχημένη θεατρικά παράσταση-παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία του θεατράνθρωπου και δασκάλου Λευτέρη Βογιατζή. Για τον γράφοντα αυτό το σημείωμα, η συγκίνηση που μας πρόσφερε η παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή ήταν ισόμοιρη με αυτήν του Θεάτρου Τέχνης. Απόδειξη της εντύπωσης και αίσθησης που έκανε στο θεατρόφιλο κοινό της εποχής η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, είναι τα πάμπολλα κριτικά δημοσιεύματα στον τύπο της περιόδου από όπου μεταφέρω ορισμένα που έτυχε να διαφυλάξω. 
Βλέπε ατάκτως: 
Ηρακλής Λογοθέτης, περιοδικό «Αθηνόραμα» τεύχος 1195/3-9-1999, σ. 40. «Νόμιμος Μεταμοντερνισμός». 
Ματίνα Καλτάκη, εφημερίδα «Ο Κόσμος του Επενδυτή» Σάββατο 21-Κυριακή 22/8/1999. «Κατέπληξαν οι «Πέρσες» στην Επίδαυρο. 
Στέλλα Λοϊζου, εφημερίδα «Το Βήμα» 22/7/1999, «Αντίρροπα ρεύματα». 
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, στην εφημερίδα «Τα Νέα» 23/8/1999, γράφει για «Περσικό χαλί». 
Η τσουχτερή αλλά δίκαιη γραφίδα της δημοσιογράφου και κριτικού Ρωζίτας  Σώκου, στους «ψιθύρους» της εφημερίδας «Απογευματινή» Δευτέρα 16/8/1999, σ. 40, γράφει για «Άλλα περιμέναμε, άλλα είδαμε στην Επίδαυρο». 
Ενώ ο Σταύρος Ξηνταράς στην «Απογευματινή της Κυριακής» της 14-15/8/1999, σ. 31, γράφει για την παράσταση: «Οι «Πέρσες» ξεπερνούν τα όρια του χρόνου». Στην πρωινή παλαιά πολιτική εφημερίδα «Ακρόπολις», δημοσιεύτηκαν αρκετά κείμενα για την παράσταση, δες ενδεικτικά: Α. 28/7/1999, «Ο δικαστής είπε “stop” στους «Πέρσες» του Εθνικού», για την υπέρβαση του ωραρίου». Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου, Α. 29/7/1999, «Και η πίτα ολόκληρη και οι «Πέρσες»… χορτάτοι». Επίκαιρο σχόλιο του Ρόμπερτ Στούρουα.  Σμ(αράγδα) Μιχ.(αλιτσιάνου), Α. 1/8/1999, Λευτέρης Βογιατζής, «Ο Αισχύλος είναι ένας ανυπέρβλητος σκηνοθέτης». Η κριτικός Έλσα Ανδριανού γράφει Α. 8/8/1999, «Η τραγωδία της άλλης όχθης». Τέλος, ο Νίκος Παρνασσάς, στην Α. 8/8/1999, γράφει: «ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΡΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΕ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΕΝΟΣ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ». «Πέρσες»: ο θρίαμβος ενός ανώτερου πολιτισμού. Από το 1989 ως το 1999. 
Στις 29 Αυγούστου 1999, σελ. 34 στην «Κυριακάτικη Αυγή» ο Λέανδρος Πολενάκης γράφει «Αισχύλος αποδυναμωμένος».  
Στο «Βήμα» της 6/8/1999, η Μυρτώ Λοβέρδου, μας πληροφορεί; «Η πρώτη δοκιμασία των «Περσών». Απόψε στα Ιωάννινα παρουσιάζεται η πολυαναμενόμενη παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή. 
Η θεατρολόγος Δηώ Καγγελάρη στην κριτική της στην εφημερίδα «Ημερησία» 2/10/1999 μιλά για «Προς την ουσιαστική αναζήτηση». 
Η Ελένη Πετάση στο μουσικό περιοδικό «Δίφωνο» τεύχος ; γράφει για «Χαμηλόφωνοι Πέρσες».. 
Στο περιοδικό «Αθηνόραμα» τεύχος 1193/20-8-1999, σ. 27 μιλά για «Μια κλασική παράσταση», ενώ στο ίδιο περιοδικό τεύχος 1191/6-8-1999, σ.22 γράφεται ανωνύμως στις Πρεμιέρες, «Θρήνος για την ύβρη»., 
Στην εφημερίδα «Η Ελευθεροτυπία» 30/7/1999, ο Γ. Ε. Β. γράφει: «Οι «Πέρσες» του πενταώρου. 
Στην ημερήσια πρωινή εφημερίδα «Η Καθημερινή» έχουμε τα εξής κείμενα: 
Βασίλης Αγγελικόπουλος, Κ. 17/2/1999, «Παράσταση-έκπληξη στο αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου από το Εθνικό Θέατρο». 
Βασίλης Αγγελικόπουλος, Κ. Κυριακή 25/7/1999, σ. 39, «Η ανάγκη να καταστρέφουμε». 
Με τα αρχικά Β. Θ., Κ. Παρασκευή 30/7/1999, «Πέρσες»: Λύπη για τον κατακτητή…». 
Η Μαρία Κατσουνάκη, στην Κ. της Παρασκευής 17/8/1999, γράφει; Για «Περίσσευμα δακρύων και επαίνων». 
Τέλος στην «Κυριακάτικη Καθημερινή» 29/8/1999, ο ποιητής και θεατρικός κριτικός Γιάννης Βαρβέρης, δημοσιεύει το «Ζευς κολαστής» των ύβρεων».  
Υπάρχει και μια μικρή σειρά ανωνύμων δημοσιευμάτων που αφορά την παράσταση και την διένεξη με την ΣΕΗ. 
Βλέπε: εφ. Ακρόπολις 8/8/1999, «Η μόνη τραγωδία που δεν αντλεί θέματα από τη μυθολογία». 
Εφημερίδα «Το Βήμα» 16/8/1999, «Οι «Πέρσες» ικανοποίησαν τους… πατριώτες Έλληνες. 
«Το Βήμα» 11/8/1999, «Η κάθοδος των «Περσών». 
«Το Βήμα» 30/7/1999, «Πέρσες» μετ’ εμποδίων». 
«Η Καθημερινή» 8/8/1999, «Οι «Πέρσες» στην Επίδαυρο». Εφημερίδα «Ημερησία» 13/8/1999, «Για τους Πέρσες». Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 10/8/1999, 
«Το ΣΕΗ, οι «Πέρσες» και η παρέμβαση Χαραλαμπίδη». Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 12/8/1999, «Μια αναπάντητη του Γ. Χαραλαμπίδη. Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» Τετάρτη 4/8/1999, «Η εξαχρείωση των συνδικαλιστικών ηθών». Ένα κείμενο παρέμβαση του Γιώργου Χαραλαμπίδη. 
Τέλος ο κριτικός και φιλόλογος Κώστας Γεωργουσόπουλος, στα «Νέα» της Παρασκευής 30/7/1999, σ. 23, στην στήλη ‘ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ του τόνου’, δημοσιεύει το «Θεοπάλαβα». Υπάρχουν επίσης μια σειρά συνεντεύξεις για την παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή. Βλέπε: 
Γιώργος Δ. Σαρηγιάννης, εφ. «Τα Νέα» Δευτέρα 16/8/1999, σ. 12 γράφει: «Μια παράσταση «αλλιώτικη», 
Γιώργος Δ. Σαρηγιάννης, εφ. «Τα Νέα» Παρασκευή 20/8/1999, σ. 3, συνέντευξη με τον Γιώργο Πάτσα. «Έχω πάρει «μπράβο» που δεν άξιζα». 
Και Γιώργος Δ. Σαρηγιάννης: ρεπορτάζ:  «Τα Νέα» Δευτέρα 17/2/1999, σ. 38, «Ο Λευτέρης Βογιατζής στην Επίδαυρο».  Και «Τα Νέα» 12/7/2000, ρεπορτάζ Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης, «Διαγραφές «Περσών». 
Στην εφημερίδα «Τα Νέα» Πέμπτη 12/8/1999, σ. 4-5 η Έλενα Δ. Χατζηιωάννου παίρνει συνέντευξη από τον Λευτέρη Βογιατζή. «Βλέπω τους Πέρσες σαν ηχώ μέσα στην ερημιά». Στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» Δευτέρα 20/9/1999, ο Σπύρος Σακκάς μιλά στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη. «Έγραψα μουσική για τους Πέρσες για το όραμα που κρύβει μέσα του ο Βογιατζής». 
Ο Βογιατζής δίνει επίσης συνέντευξη στην Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου, στην εφημερίδα « Ακρόπολις» Παρασκευή 30/7/1999,σ. 19. «Οι Πέρσες έχουν σχέσεις με όλους τους πολέμους».  
«Ζηλεύω την αρχαία πρεμιέρα των Περσών» λέει σε συνέντευξη του ο Λευτέρης Βογιατζής στην δημοσιογράφο Βένα Γεωργακοπούλου, στην εφημερίδα «Κυριακάτικη» 25/7/1999, σ. 44-45.  
Ο Γ. Ε. Καρουζάκης στην Ελευθεροτυπία της Παρασκευής 16/7/1999 γράφει: «Μετέωροι «Πέρσες». Ενώ στο φύλλο της ίδιας εφημερίδας Δευτέρα 16/8/1999, σ. 18 ο κριτικός Μηνάς Χρηστίδης  γράφει «Η «ήττα» των Περσών στην Επίδαυρο», και η Βένα Γεωργακοπούλου, «Μια πρόταση που χειροκροτήθηκε». 
Στην «Λέξη» τεύχος 153/9,10, 1999, σ. 608-610, η Έλσα Ανδριανού υπογράφει την θεατρική κριτική για τους «Πέρσες». 
Τέλος ο καθηγητής πανεπιστημίου Ιωαννίνων και συγγραφέας και μεταφραστής του έργου κυρός Παναγιώτης Μουλλάς δίνει συνέντευξη στην Μυρτώ Λοβέρδου στην εφημερίδα «Το Βήμα» 26/3/1999. «Μια μετάφραση 35 ετών». Ο φιλόλογος κ. Παναγιώτης Μουλλάς προτείνει μια νέα έκδοση των Περσών στην παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή.             
     -Εξαιρετική επίσης δουλειά ήταν και αυτή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος» στα «Επιδαύρια» 1978 σε σκηνοθεσία ενός ακόμα δασκάλου της θεατρικής τέχνης, του Σπύρου Ευαγγελάτου. Μια διαφορετική ερμηνεία και εκδοχή από αυτήν που είχαμε παρακολουθήσει δύο χρόνια νωρίτερα από το Θέατρο Τέχνης. Το θεατρικό στίγμα και η ταυτότητα του σημαντικού Σπύρου Ευαγγελάτου ήταν παρούσα σε όλη την θεατρική ομάδα. (και πάλι εδώ έβαλε το ευτυχές πουλμανάκι της η Π. Λ.).  Την μετάφραση της τραγωδίας είχε ο συγγραφέας και φιλόλογος Τάσος Ρούσος,- η μετάφραση εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Κάκτος» στην σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» νούμερο 9 και δόθηκε στους αναγνώστες της πολιτικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία». Τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν του Γιώργου Πάτσα. Η μουσική του Χριστόδουλου Χάλαρη, ενώ η χορογραφία της Ρεγγίνας Καπετανάκη. Ο πανύψηλος και κλασικός Μάνος Κατράκης υποδύθηκε τον Δαρείο, ενώ η Καβαλιώτισσα δυναμική ηθοποιός Αντιγόνη Βαλάκου ερμήνευσε την Άτοσσα. Ενώ ο σεμνός Πέτρος Φυσσούν κράτησε τον ρόλο του βασιλιά των Περσών Ξέρξη. 
Για την παράσταση βλέπε ενδεικτικά: εφημερίδα «Η ΕΞΟΡΜΗΣΗ» 13/8/1978. 
Την εφημερίδα «Τα Νέα» 7/8/1978, «Συγκίνησαν οι Πέρσες» θα παιχτούν και στη Μόσχα. Άλκιβιάδης Μαργαρίτης, εφημερίδα «Τα Νέα» 19/81978. 
Κριτική του Στάθη Ιωάννου Δρομάζου, εφημερίδα «Η Καθημερινή» 9/8/1978. 
Τέλος, την κριτική του Νικ Φενεκ-Μικελίδη, «Διπλή ανανέωση». Πέρσες από το ΚΘΒΕ- Οιδίπους από το Τέχνης. Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».  
Το καλοκαίρι του 1995 στην Επίδαυρο και πάλι, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου παρουσίασε τους «Πέρσες» σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Παρά την μαγεία της ηθοποιίας της Δέσποινας Μπεμπεδέλη που κράτησε στους ώμους της την παράσταση, παρά τα ωραία σκηνικά του Γιώργου Ζιάκα, η δουλεία του κυρίου Χαραλάμπους κατά την γνώμη μου ήταν άνιση. Δεν σώθηκε από τις μεμονωμένες στιγμές της. 
Βλέπε: Μηνάς Χρηστίδης, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» Σάββατο 5/8/1995, «Ο πανικός του σκηνοθέτη». Και χωρίς όνομα στην ίδια εφημερίδα, Δευτέρα 31/7/1995, «Έπαιξε και ο σκηνοθέτης». 
Ανωνύμως είναι και το δημοσίευμα της εφημερίδας «Η Καθημερινή» 25/7/1995, «Η τελετουργία της ήττας». 
Ενώ ο κριτικός Σπύρος Παγιατάκης, στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 13/8/1995, γράφει για «Πέρσες»: μια αξιόλογη και επίκαιρη παράσταση.  
        -Από τον σκηνοθέτη και δάσκαλο του θεάτρου Αλέξη Μινωτή (συντρόφου της πειραιώτισσας τραγωδού Κατίνας Παξινού) και το «Εμπειρικό Θέατρο» που είχε ιδρύσει ανεβαίνουν οι «Πέρσες» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου το 1984. Βλέπε κριτική του Χρίστου Χειμάρα, στην εφημερίδα «Η Αυγή» 28/8/1984, «Η τραγωδία των ηττημένων». 
       -Την παράσταση και πάλι του Εθνικού Θεάτρου, που είχα την χαρά να παρακολουθήσω, αυτήν την φορά την σκηνοθεσία των «Περσών» είχε ο κλασικός και σταθερός συνεργάτης του Εθνικού Κώστας Μπάκας. Οι σκηνές της αφήγησης της καταστροφής των Περσών ήταν συγκλονιστικές. Η ηθοποιός Μαρία Σκούντζου ήταν ιδανική βασίλισσα προστάτης-μητέρα του έθνους των Περσών. Άρεσε και η κίνηση του χορού από την Μαρία Σπυράτου. Ενώ, η μουσική επένδυση από τον Π. Κούκο, δημιούργησε έκπληξη με τα εμβόλιμα «ψευδογρηγοριανά μουσικά μέλη». 
Βλέπε: Αλκιβιάδης Μαργαρίτης, εφημερίδα «Τα Νέα» 27/7/1990, ή 21/12/1990. 
Αρνητική ήταν η κριτική του Γιώργου Μουργή, στην εφημερίδα «Η Εποχή» 22/7/1990. «Σκηνοθετική αποτυχία … και η κρίση στο Εθνικό». 
Με τον τίτλο «Πέρσες» κλασικότροποι» γράφει για την παράσταση στην εφημερίδα «Τα Νέα 14/7/1990, η Έλενα Δ. Χατζηιωάννου. 
Για «Το «φάντασμα» των «Περσών» γράφει η κριτικός Ελένη Βαροπούλου, στο Βήμα της 15/7/1990. 
Τέλος στην εφημερίδα «Ο Δημοσιογράφος» της 8/7/1990 μιλά για την «Η ύστατη μάχη».  
       -Την ενδιαφέρουσα παράσταση στο Θέατρο του τυπογραφείου «ΕΜΠΡΟΣ» της ομάδας «ΑΤΤΙΣ» και του γνωστού δασκάλου, της νέας θεατρικής πρωτοπορίας Θόδωρου Τερζόπουλου. (αυτό το θεατρικό μάθημα παιχνίδι με τις αναπνοές των σωμάτων), παρακολούθησα το 1990. Η παράσταση αυτή που την δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία είχε ο Θόδωρος Τερζόπουλος, δεν βρήκε την αποδοχή που ανέμενε η ομάδα «ΑΤΤΙΣ» από το ελληνικό θεατρόφιλο κοινό. Παρά του ότι η τραγωδία παραστάθηκε και στο Δημοτικό Θέατρο Άλσους στην Ηλιούπολη. Να γράψω ότι οι σκηνοθετικές προτάσεις της ομάδας «Άττις» είναι προσεγμένες αλλά ταυτόχρονα πολύ εγκεφαλικές. Παραστάσεις που δίνουν μεγάλη σημασία στον χειρισμό της αναπνοής των ερμηνευτών, στις κινήσεις των σωμάτων, σε μια διαφορετική φωνητική άρθρωση και εκφορά, αλλά είναι κομμάτι δύσκολο να κατανοηθούν από το ευρύ θεατρικό κοινό. Οι παραστάσεις του Θ. Τ. είναι μάλλον σαν να απευθύνονται σε άτομα του θεάτρου και μόνο. Ένα θεατρικό παιχνίδι ή εκδοχή αν θέλετε, που εκπορεύεται από έναν σκηνοθέτη για άλλον σκηνοθέτη και ηθοποιούς και μόνο. Βλέπε ενδεικτικά: εφημερίδα «Η Αυγή» 5/9/1993, «Για τον έρωτα και το θάνατο». 
Γιάννης Βαρβέρης, περιοδικό «Η Λέξη» τεύχος 109/5,6,1992, σ. 404-405. 
Αλκιβιάδης Μαργαρίτης, εφημερίδα «Τα Νέα» 19/9/1992. Ελένη Βαροπούλου, εφημερίδα «Το Βήμα» 1/9/1991, «Πέρσαι» στην Πάτρα». 
Ελένη Πετάση, εφημερίδα «Η Κυριακάτικη Καθημερινή» 19/8/1990, σ. 39, «Μια τραγωδία σε θέση ακινησίας». 
Τέλος, Μηνάς Χρηστίδης, εφημερίδα «Δημοσιογράφος» 16/9/1990, «Μια επιληπτική παράσταση».
      -Ενώ στο θέατρο του Λυκαβηττού τον Ιούλιο 11 του 2003 σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη αναβιώνει η τραγωδία σε μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και το Φεστιβάλ του Βούπερταλ της Γερμανίας  και την G. I. F. T. της Τιφλίδας που ξεκίνησε την θερινή της περιοδεία από το Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων. Όπως μας πληροφορεί το περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» τεύχος 1742/ 5-7-2003, και το περιοδικό «Αθηνόραμα» τεύχος 165/10-7-2003. Η παράσταση παραστάθηκε και στο Θέατρο Μελίνας Μερκούρη στον Υμηττό. Ενώ η μετάφραση του έργου ήταν η παλαιά του καθηγητή Παναγιώτη Μουλλά. 
Βλέπε και θεατρική κριτική του Δημήτρη Τσατσούλη στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» τεύχος 1761/11,2003, σ. 729-730. 
Και ολοσέλιδη κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου στην εφημερίδα «τα Νέα» Δευτέρα 21/72003, σ. 43. «Μίμησις δρώντων δι’ απαγγελίας».
      -Η τραγωδία «Πέρσες» παραστάθηκαν και στο εξωτερικό από τον μεσοπόλεμο κιόλας. 
Βλέπε περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα τεύχος 38/21-8-1937, σ. 8,15, του Πέλου Κατσέλη, «Η παράσταση των Γάλλων φοιτητών στο Ηρώδειο». Και στους σύγχρονους καιρούς μας,  εφημερίδα «Τα Νέα» 2/8/1993, ΣΑΛΤΣΜΠΟΥΡΓΚ, «Η μοντέρνα εκδοχή δεν πέτυχε».  Και «Ελευθεροτυπία» Δευτέρα 23/8/1993, Πέτερ Σέλαρς «Ένας Αισχύλος…. Φιλοϊρανικός». Και «Τα Νέα» 25/8/1993, «Όταν ο Ξέρξης γίνεται Σαντάμ!». Ενώ ο Μιχάλης Κατσιγέρας υπογράφει στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» 22/8/1993, το «Αισχύλου βελτίων». Ενώ η τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» που εξέδιδε ο Παύλος Πέτσας, την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2002, στην σελίδα «Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ» μας δίνει την είδηση ότι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, θα παρασταθούν οι «Πέρσες» του Αισχύλου από γάλλους φοιτητές στα αρχαία ελληνικά και στα γαλλικά την Παρασκευή 29/11/2002 και ώρα 8. 30.
       Η Τραγωδία αυτή του Αισχύλου, έχει μεταφραστεί επίσης από τους κάτωθι: Παναγιώτης Μουλάς. Τάσος Ρούσος, Κάκτος 1991. Κώστας Ταμβάκης, Ζαχαρόπουλος 36/χ.χ.. Κώστας Τοπούζης, Επικαιρότητα 1991. Και Ιωάννης Γρυπάρης, Εστία χ.χ.
      Σε πάρα πολλά μελετήματα ελλήνων και ξένων ερευνητών διαβάζουμε στοιχεία και κρίσεις, σχόλια για την ιστορική αυτή τραγωδία του Αισχύλου. Την πατριωτική αυτή εμψύχωσης και διδαχής των Ελλήνων τραγωδία. Βλέπε πχ. Γιάννης Τσιώλης, «Ο τραγωδός Αισχύλος» εκδ. Καστανιώτη 1998, σ. 359-382.
      Επιπροσθέτως να υπενθυμίσουμε, ότι έχουν δημοσιευτεί και ορισμένα άρθρα και κείμενα τα οποία αναφέρονται στην τραγωδία αυτή τα οποία είναι σημαντικά και ενδιαφέροντα και ελπίζω να κατορθώσω να τα αντιγράψω στην μικρή αυτή γενικού ενδιαφέροντος ιστοσελίδα. Ξεχώρισα χωρίς αξιολογική καταγραφή τα εξής:
Α) Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, εφημερίδα «Το Βήμα» 30/7/1995. Ο κανόνας και η εξαίρεση. Ο Δημήτρης Ν . Μαρωνίτης γράφει για τους «Πέρσες» του Αισχύλου και εξηγεί γιατί το έργο αποτελεί εξαίρεση στο σώμα της αττικής τραγωδίας. (εξαιρετικό και πολύ καλογραμμένο κείμενο, καθώς και με σωστή δομή και ανάλυση της Αισχύλειας τραγωδίας).
Β) Τάσος Βουρνάς, εφημερίδα «Η Αυγή» 19/8/1984, Η ελευθερία έκδοχο της Τέχνης.
Γ) Κοσμάς Ψυχοπαίδης, εφημερίδα «Τα Νέα» Πρόσωπα του 21ου Αιώνα τεύχος 18/10-7-1999, Πέρσαι. Μια προειδοποίηση που απευθύνθηκε σε μας κάποτε αλλά δεν βρήκε ποτέ αποδέκτη.
Δ) Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. «Τα Νέα» Παρασκευή 23/4/1999, σ. 30. «Πέρσες»
Ε) Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. «τα Νέα» Πρόσωπα 21ος Αιώνας» τεύχος 16/26-6-1999, «Μέμνησο του Στρυμόνος»
Στ) Τάσος Ρούσσος, περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 75-76/7,8, 1988, σ. 532-, «Πέρσες» Η ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΘΕΞΗΣ
Ζ) Στράτης Μυριβήλης, περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 138/3,4, 1997. Δ. 141-, «ΙΤΕ ΠΑΙΔΕΣ» ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ Για μια παράσταση των «Περσών» από το Εθνικό Θέατρο στην Κύπρο.
Η) Μ. Φραγκή, εφημ. «Η Κυριακάτικη Αυγή» 22/8/1999, σ. 32. ΟΡΝΙΘΕΣ-ΠΕΡΣΕΣ 1999. Διάλογος με την ιστορία;
Θ) Μυρτώ Παπαδοπούλου, εφ. «Το Βήμα» 30/7/1995, Το βάρος της τραγωδίας.
Ι) Μαρία Τσάτσου, εφ. «Η Καθημερινή» 28/8/1993, Άγρα πενίας. (στην στήλη «Προ-βολές»)
Κ) Γιάννης Παπαδόπουλος, εφ. «Η Αυγή» 11/6/1995, «Σημεία γήρανσης!... ή νεανική άνοια;»
Και τέλος:
Λ) Εύα Γεωργουσοπούλου, περιοδικό «ΝΕΜΕCIS» τεύχος 7/7, 2000, σελ. 104-108. Στις θεατρικές σελίδες «μίμησις πράξεως» που διατηρούσε στο πολιτικό και καλλιτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε η δημοσιογράφος και βουλευτής Λιάνα Κανέλλη.
      Εδώ τελειώνω το πρώτο μέρος των πληροφοριών για την σύγχρονη παραστασιογραφία της τραγωδίας του Αισχύλου «Πέρσες». Η τραγωδία αυτή όπως και το έργο του Ευριπίδη «Τρωάδες», και στην κινηματογραφική του εκδοχή από τον κύπριο σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, είναι νομίζω τα δύο πιο σημαντικά έργα της παγκόσμιας θεατρικής γραμματείας που επηρέασαν την Γενιά μου-1980- και ώθησαν ώστε ο θεατρικός μας ζήλος να στραφεί στον αρχαίο θεατρικό κλασικό λόγο. Ιδιαίτερα, οι μονόλογοι των βασιλισσών, Άτοσσα και Εκάβη, είναι ότι σπουδαιότερο έχει γραφεί από χέρι συγγραφέα. Θα άξιζε μια συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών κατεστραμμένων γυναικών. Που η ιστορία τους έχει ένα βασικό κεντρικό στοιχείο. Είναι μη ελληνίδες βασίλισσες οι οποίες χάνουν μέλη της βασιλικής τους οικογένειας και η πατρίδα τους καταστράφηκε από Έλληνες. Είναι η Ιστορία του γείτονα γραμμένη από έλληνα ποιητή. Μετά όμως την καταστροφή του. Η Ύβρις που προήλθε από την απρονοησία του Ξέρξη να μαστιγώσει και να ζεύξη την θάλασσα είναι μια αέναη κατάρα της μοίρας που δέρνει εμάς τους Έλληνες που μέσα στο διάβα της ιστορίας μας υπερβαίνουμε το μέτρο. Οι Πέρσες είναι ο άλλος μας σκοτεινός εαυτός, που δεν κατορθώσαμε να απαλλαγούμε ποτέ παρά τα ιστορικά μας παραδείγματα. Η είσοδος ενός φαντάσματος μέσα στην ρεαλιστική πραγματικότητα ενός ποιητικού κειμένου έλυσε πολλές κατοπινές λογοτεχνικές δυσκολίες. Με αποκορύφωμα την σαιξπηρική τραγωδία «Άμλετ». Ο τάφος ανοίχτηκε το Είδωλο παρουσιάστηκε. Ο Θρύλος χάραξε τα δικά του ίχνη μέσα στο πεδίο του πολιτισμού. Το «Μη μου άπτου» έγινε σύμφωνα με την ποιητική οικονομία των ελλήνων ελθέ και άκουσε. Διδάξου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Τρίτη 4 Αυγούστου 2020
Ίτε….                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου