Το
πάντα επίκαιρο μήνυμα των «Περσών»
ΩΥΤΟΣ ΔΕ ΑΔΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Βαρύθυμη και νυσταγμένη η νύχτα μαζεύει το
πέπλο της και αποσύρεται από τον αττικό ουρανό. Η γλαυκομάτα, η ροδοδάχτυλη
αυγή κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή της σε έναν Κόσμο, εν έτει 2020, που δεν
ξέρει ούτε πώς να κρατηθεί στην ζωή με αρμονία και ισορροπία, ούτε πώς να
αυτοκαταστραφεί, να τελειώσει επιτέλους η παρτίδα ζάρια που παίζουν το
ανθρώπινο είδος στα χέρια τους, μέσα στην μακαριότητα και αιωνιότητά τους οι
Θεοί. Η σοφία και η πονηρία των Θεών ταυτόχρονα, έγκειται στο ότι, πάντα όπως
μας έχει δείξει η Ιστορία του Κόσμου και της Ανθρωπότητας, ενώ πράττουν όπως
βούλονται για το καπρίτσιο και τις θεμιτές ή μη επιθυμίες τους, μεταφέρουν την
ευθύνη στους κυρτούς και ματωμένους αγωνιζόμενους ώμους των Ανθρώπων. Οι ενοχές
πάντα βαραίνουν το ανθρώπινο είδος μέσα στο αργόσυρτο διάβα της Ιστορίας,
ανεξαρτήτως του βαθμού υπαιτιότητάς των λανθασμένων επιλογών και σφαλμάτων του.
Η δολοπλόκος έπαρση, το ψήλωμα του Νου που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην
Ύβρι. Αντίθετα το δικαίωμα της Κάθαρσης και της Εξιλέωσης επαφίεται πάντα στην
θέληση και την βούληση των Θεών. Το Έλεος εναπόκεινται στην δικής τους
προαίρεση απέναντι στα τυχαία όντα της στιγμής. Το ανθρώπινο είδος. Η Μοίρα του
Σύμπαντος Κόσμου αιωνίως παλαντζάρει μεταξύ Ύβρεως και Καθάρσεως. Αδικοχυμένου
αίματος και αναστάσιμων γεγονότων. Ποια είναι όμως τα όρια μεταξύ τους-αν
υπάρχουν-και τι είναι ανάμεσά στις δύο αυτές πανάρχαιες λέξεις, και σιμά μιας
τρίτης, της Άτης. Ίσως η απάντηση βρίσκεται «μόνο» μέσα στην αποφατικότητα της
ίδιας της γλώσσας και στο τι μας σημαίνει με τις παραστάσεις της. Του
ανθρώπινου Λόγου που τις ονοματίζει, ακόμα και αν παραμένουν ασύλληπτες στην
ανθρώπινη διάνοια. Ύβρις, Κάθαρση, Άτης, λέξεις αινίγματα περιπετειών χθόνιας
επίγειας ζωής που ορίζουν μέσα στον Χρόνο τις προαιώνιες καταστάσεις και
εμφανίσεις της Φύσης της Φύσεως, μα και της ουσιαστικής Φύσης του Ανθρωπίνου
Όντος. «Άνθρωπος εν ευφρόνη φάος άπτεται
εωυτώ αποσβεσθείς όψεις, ζών δε άπτεται τεθνεώτος εύδων, εγρηγορώς άπτεται
εύδοντος.» μας λέει από τα βάθη των αιώνων ένας άλλος έλληνας
ποιητής-προφήτης, ο παππούς, ο «σκοτεινός» προφητικός θείος Ηράκλειτος. Από
όπου και το απόσπασμα-μότο-αυτού του σημειώματος.
Σε κάποιο
αστυνομικό μυθιστόρημά της η αγγλίδα μετρ του αστυνομικού μυθιστορήματος βάζει
στα χείλη της ηρωίδας της, να δίνει την εξής απάντηση σε ερώτηση του δαιμόνιου
ντετέκτιβ με τα φαιά κύτταρα, Ηρακλή Πουαρώ, αν διαβάζει παλαιότερα κλασικά
έργα ποίησης και λογοτεχνίας. Έργα και συγγραφείς του αρχαίου κόσμου. Του
παλαιού κόσμου. Του απαντά με μια δόση έπαρσης η ζάμπλουτη ηρωϊδα: «Κύριε Πουαρώ, δεν διαβάζω κανένα βιβλίο που
έχει γραφεί πριν την ηλικία της γέννησής μου». Αυτή η απάντηση μιας
σύγχρονης συγγραφέως του προηγούμενου αιώνα ήρθε στην σκέψη μου, καθώς είδα
ξανά την παράσταση των «Περσών» από το Εθνικό Θέατρο στο διαδίκτυο, και μου
γέννησε για άλλη μία φορά την επιθυμία να διαβάσω την αρχαία αυτή τραγωδία. Μια
τραγωδία, που θέτει οντολογικά και φιλοσοφικά ερωτήματα και διλήμματα από τότε
που γράφτηκε. Ένα έργο, που παραμένει στην ουσία του αδιάβαστο από τους
ανθρώπους των μεταγενέστερων αιώνων της ανθρωπότητας. Δεν μίλησε μέσα στις
πολιτικές και κοινωνικές συνειδήσεις τους, διότι αν στέκονταν ο Αισχύλειος
λόγος θετικός καταλύτης, οι συμπεριφορές μας θα ήταν διαφορετικές, τουλάχιστον
ως προς τον εξωτερικό χώρο συγκατοίκησής μας με τα άλλα έμβια ζώα της φύσης. Η τραγωδία «Πέρσες» διαπερνά τα πρόσκαιρα έργα
του ανθρώπου και φτάνει μέχρι των ημερών μας δίχως τα μηνύματά της να αγγίζουν
κανέναν μας. Σαν να μην έχει γραφτεί, διδαχθεί, ακουστεί, παρασταθεί. Τα έργα
του άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, δηλώνουν το προφανές της ανθρώπινης
αδιαφορίας μας απέναντι στο φυσικό μας περιβάλλον Στον τρόπο που καταλαμβάνουμε
και κατέχουμε την δημόσια πολιτική εξουσία. Μπορεί να μεταφράζεται και να
σχολιάζεται η τραγωδία, να παρακολουθούμε την σκηνική της αναπαράσταση, τις
μοντέρνες εκδοχές και ερμηνείες της σε ιερές σκηνές και ημικυκλικά θέατρα, αλλά
η ανιερότητα της ανθρώπινης βούλησης και αυτοκαταστροφικών κοινωνικών και
πολιτικών ενεργειών μας, παραμένει ακμαιότερη και ελκυστικά τολμηρότερη της
ιερότητας των διδαχών και των προειδοποιήσεων του Αισχύλειου λόγου.
Το έργο
«Πέρσες» ας μην φανεί παράτολμη σύγκριση, τα μυθιστορήματα- μαρτυρίες του Πρίμο
Λέβι, που αναφέρονται στην εγκληματική περιπέτεια του Ολοκαυτώματος και των
Κρεματορίων, των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, τα μυθιστορήματα-μαρτυρίες που
καταγράφουν τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των εξόριστων στην Σιβηρία, τα περίφημα
Γκούλακ, όπως μας τα φωτογράφισαν από την μία η εβραιοπούλα Άννα Φρανκ στο
Ημερολόγιό της και από την άλλη ο ρώσος συγγραφέας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν στα
μυθιστορήματά του, συνεχίζουν την αρχαία Ύβρι του ανθρώπου για την οποία μας
μίλησε ο ποιητής και φιλόπατρις στρατιώτης Αθηναίος Αισχύλος. Όμως η σκοτεινή
και αιματοβαμμένη γραμμή της ιστορίας συνεχίζεται και διασταυρώνεται με την
συγκλονιστικότερη κινηματογραφική ταινία «Καγιανισκάκι», που μας δείχνει την επαναλαμβανόμενη
αμετροέπεια του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό περιβάλλον, την συνεχή και σταθερή
αργή καταστροφή του Πλανήτη μας και των φυσικών του πόρων από ασυλλόγιστες
πρακτικές ως τις ημέρες μας. Η άρνηση, η συνειδητή άρνηση της διδαχής μας από
ένα έργο διδαχό της ελληνικής παράδοσης, να ακούσουμε τον προφητικό
προειδοποιητικό λόγο του αρχαίου ποιητή, φτάνει μέχρι των αιώνων μας. Όταν στις
26 Απριλίου του 1986 μια σειρά εκρήξεων κατέστρεψε τον αντιδραστήρα του
τέταρτου ενεργειακού μπλοκ στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ. Για το τραγικό
αυτό συμβάν, κυκλοφορεί ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα- χρονικό μαρτυρίας της
Λευκορωσίδας συγγραφέως Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, «ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ» Ένα χρονικό του
μέλλοντος εκδόσεις Πατάκη 2015 Να υπενθυμίσουμε και το παλαιότερο πυρηνικό
ατύχημα στο Σοβέτο. Όμως η απεγνωσμένη κραυγή και ο βαθύς πόνος ορισμένων
συγγραφέων-παλαιότερων ή νεότερων- δεν αρκούν, να αναχαιτίσουν το αναμενόμενο
και μάλλον προβλέψιμο κακό της φυσικής καταστροφής. Το αναπάντητο και
αινιγματικό ερώτημα της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους φτάνει μέχρι σήμερα,
τον 21 αιώνα, 6 Αυγούστου του 2020 και του ατυχήματος και καταστροφής της
πρωτεύουσας του Λιβάνου. Της χώρας που τόσο εκθείασε ο ποιητής του Άσματος
Ασμάτων και γέννησε τον ποιητή και ζωγράφο Χαλίλ Γκιμπράλ. Της ανάφλεξης και
έκρηξης του στρατιωτικού υλικού που ισοπέδωσε και κατέστρεψε όχι μόνο μια χώρα
αλλά και τις εφησυχασμένες συνειδήσεις πολιτικών και κατοίκων. Όταν ο ρώσος
συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γράφει στο «Ημερολόγιό του» για τα κάτεργα
στην Σιβηρία που τον φυλάκισαν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, σημαίνει ότι όχι,
δεν βγήκαμε ακόμα από το Σπήλαιο που θα ήθελε και πρέσβευε ο θείος Πλάτων. Η
ανθρωπότητα βρίσκεται σε κατάσταση έντονης και θυελλώδους βαρβαρότητας όπως θα
μας έλεγε και η Χάννα Άρεντ.
Οι
Ποιητές σημαίνουν, αλλά ποιος τους ακούει; Κανείς. Όπως και τον Άνακτα του
Μαντείου, όπως και τον Αισχύλειο τραγικό λόγο, όπως και τον λόγο των Σαλών
ασκητών της ερήμου.. Η επικαιρότητα της τραγωδίας «Πέρσες», θα τολμούσα να
σημείωνα ότι βρίσκεται στο ότι δεν εισακούγονται τα μηνύματά της. Διαχρονικά ο άνθρωπος, θεατράνθρωπος πολίτης ή
θεατής αντιμετωπίζει το έργο σαν ένα επιτυχημένο ή αποτυχημένο θέαμα,
καλλιτεχνικό γεγονός, ανεβάσματος στην σκηνή σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους,
σε μεταιχμιακές ίσως κορυφώσεις της ιστορικής του ανθρώπου διαδρομής. Όχι σαν
ένα «ευαγγέλιο» υπόμνησης της δραματικής μοίρας του μέλλοντός μας, μιας
διαρκούς παρούσας απειλής και προειδοποίησης προερχόμενης από δικές μας
επιλογές και ανοητεύουσες επικίνδυνες
ενέργειες και πρακτικές που καταστρέφουν τον περιβάλλοντα χώρο που άνθρωπος
ζει, αναπνέει, θρέφεται, αναπαράγεται, πεθαίνει και ολοκληρώνει τον φυσικό και
χρονικό του κύκλο. «Πέρσες» μια πανάρχαια υπόμνηση της ανθρώπινης αφροσύνης.
Ένας αρχαίος προφορικός θεατρικός λόγος ενός ποιητή που οδηγείται στην εξέλιξή
του, σε μια θεατρική οπτικοποίηση. Μια οπτική δραματοποίηση ιστορικών συμβάντων
που, δεν αφορούν τους νικητές, δηλαδή τους Έλληνες αλλά τους ηττημένους, τους
Πέρσες. Η θεατρική δραματικότητα κλίθηκε να μας μιλήσει όχι για νικητές αλλά
για νικημένους. Όχι για «πολιτισμένους» σύμφωνα με τους αξιολογικούς κανόνες
της εποχής αλλά για «βαρβάρους» πάλι σύμφωνα με τους αξιολογικούς κανόνες της ιστορίας
κοιταγμένης από την ελληνική πλευρά. Ο προφορικός λόγος που έχουμε στην έναρξη
της τραγωδίας σιγά-σιγά, μετατρέπεται στα μάτια του θεατή σε εικόνες, σε
στιγμιότυπα εικόνων και καταστάσεων που περιγράφονται με θρήνο είτε από τον
χορό είτε από τον αγγελιοφόρο. Ο γλωσσικός πόνος εικονογραφεί Είδωλα που
εμφανίζονται από τον άλλο κόσμο για να μας πουν την δική τους άποψή για τον
βασιλικό οίκο των Περσών. Μόνο που ο θρήνος που ακούγεται δεν προέρχεται από τα
χείλη των Περσών μόνο, αλλά βγαίνει και από τα σφιχτά χείλη γεμάτα απόγνωση των
θεατών. Ακούγεται πέρα από τα βασιλικά ανάκτορα, σκεπάζει τις κερκίδες του
θεάτρου, ο κοπετός απλώνεται μέσα στις στοές του χρόνου της ανθρώπινης
ιστορίας. Νοτίζει τις σύγχρονες επιλογές μας και φιλοδοξίες ή μωροφιλοδοξίες
μας χτυπώντας μας το καμπανάκι του κινδύνου. Η οπτική εικόνα της εμφάνισης του
βασιλιά Ξέρξη με ρακένδυτα ρούχα, νικημένος και ατιμασμένος, εξαθλιωμένος και
ανυπεράσπιστος, προδομένος από τις ίδιες του τις φιλοδοξίες, ένας ρακένδυτος
βασιλιάς, χωρίς τα πανίσχυρα σύμβολα εξουσίας του, βασιλικής του ισχύς και
δύναμης, ας μου συγχωρεθεί η παρομοίωση, είναι παράσταση που δεν ξεχωρίζεις αν
είναι μια βασιλική εικόνα που έχει την ιστορική της βάση στην Περσική ιστορία
και την αυτοκρατορία της, ή συμβολίζει το θείο και ιερό χριστιανικό δράμα του
ρακένδυτου βασιλέα των βασιλέων στο πραιτόριο με το ακάνθινο στεφάνι, λίγο πριν
την σταύρωση. Ή πάλι είναι εικόνα μεταγενέστερων ιστορικών χρόνων, ενός βασιλιά
Ληρ. Που αλήθεια αρχίζει ο μύθος και που η ιστορική αλήθεια; Ποια παραμυθία
είναι ισχυρότερη μέσα στις συνειδήσεις των θεατών-πολιτών. Του ανθρώπινου
παραδείγματος ή της θεϊκής πανουργίας;. Που κουφοβράζει και παραμονεύει το
Κακό, μέσα στην Φύση, μέσα στον Άνθρωπο, στο ανεξερεύνητο της Μοίρας παιχνίδι
των Θεών; Μια ατέλειωτη συνομιλία ζωντανών με τους κεκοιμημένους. Λόγοι και
Εικόνες ενός Κόσμου που δεν κατανοούμε αν ζούμε εντός του ή είμαστε ήρωες απλώς
του μεγάλου μυθιστορήματος των σελίδων της Φύσης. Που ξεφυλλίζει η τυφλή μοίρα
των Θεών στο όνομα της ανθρωπότητας. Ή και το αντίθετο.
Αισχύλος, ένας ευφυής, οξυδερκής παρατηρητής της
ανθρώπινης φύσης, του ανθρώπινου ευμετάβλητου ανάλογα με τα συμφέροντά του
χαρακτήρα. Ένας αιχμηρός ποιητικός τραγικός σχολιασμός της ανθρώπινης
ταυτότητας στην διαχρονία της, αυτό μας διδάσκει η γραφή του. Σε ένα κριτικό
θεατρικής διδασκαλίας κείμενό του, ο δάσκαλος της θεατρικής τέχνης κύριος
Κώστας Γεωργουσόπουλος, δες εφημερίδα «Τα Νέα» Σαββατοκύριακο 22-23 Φεβρουαρίου
2003, σ. 14, γράφει μεταξύ άλλων: «Το
αισχυλικό παράδειγμα ισχύει για όλες τις εποχές. Αλλάζει κάθε φορά η τιμή της
ταυτότητας του Χ αλαζόνα ηγέτη». Δεν είναι αυτή η ερμηνεία, αν δεν λαθεύω,
μια ελληνικής εκδοχή της νιτσεϊκής ερμηνείας της αδιέξοδης δραματικότητας του
φαινομένου της ελληνικής τραγωδίας; Τι μας μηνύει ο τραγικός λόγος στην
προφορικότητα της εκφοράς του ή στην εξελικτική του οπτική αναπαράσταση, παρά
ίσως το ανθρώπινο πεπρωμένο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει η ανθρώπινη
φύση. Την γλωσσική σχηματοποίηση αυτών που προλέγουν σε εμάς οι Θεοί των μέσα
από ποιητικές εικόνες μηνυμάτων τους, την παρόξυνση του αινιγματικού λόγου τους
(βλέπε Κασσάνδρα) οι Ποιητές. Που κρύβεται το λάθος της επιλογής, μέσα στο
ηθικό πεδίο αναφοράς και εξέτασής του ή στην ανθρώπινη κοινωνική και πολιτική
αστοχία. Ο Αισχύλειος λόγος είναι ένα παράδειγμα που προέρχεται απευθείας από
την βούληση των Θεών ή ένα ακόμα ανθρώπινο υπόδειγμα ανοησίας ή πανάθλιας
στρατηγικής πανουργίας απέναντι στην Φύση, που απλώς από τυχαία καιρικά
περιστατικά δεν πέτυχε, με αποτέλεσμα να γραφτεί από μια επαληθεύσιμη έπαρση
ενός βασιλιά, αλλιώς η εξέλιξη της ευρωπαϊκής και κατ’ επέκταση ελληνικής
ιστορίας; Η έκβαση της άφρονης ενέργειας
του Ξέρξη ανήκει στο πλέγμα των επιλογών της καθαυτής ιστορίας ή της
οντολογίας; Εκείνο επίσης που μας μαγεύει μεταξύ άλλων στις επτά διασωθέντες
τραγωδίες του Αισχύλου, είναι αυτή η σωματικότητα του λόγου του και των εικόνων
του. Ο σκηνικός του χωρόχρονος, είτε ως προφορικός λόγος-διδαχή-είτε ως
οπτικοποίηση της δράσης (δηλαδή εικόνων που μας αφηγούνται τα ιστορικά
συμβάντα) με τις ενδιάμεσες μονολογικές παρεμβάσεις, τις σταθερές αναφορές των
Περσικών ονομάτων, ως γλωσσική μεταξύ της Ελληνικής Ιστορίας και της Περσικής
αντίστοιχη γέφυρα πολιτιστικής γνωριμίας, διαθέτει μια πηγαία αμεσότητα, των
ίδιων των σωμάτων, των ηρώων που μετέχουν της τραγωδίας, όπως ορισμένα χρόνια
νωρίτερα τα σώματα των περσών και των Ελλήνων μετείχαν στην μεταξύ τους αμάχη.
Σίγουρα πολλά ονόματα στους Αθηναίους θεατές θα ήταν ακουστά αν όχι γνωστά τα
περσικά αυτά ονόματα. Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» ένα άλλο έργο του Αισχύλου, ο
ίδιος ο Θεός σαν σώμα πάσχει και σταυρώνεται στον πέτρινο όγκο του Καυκάσου. Η
απατημένη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα δεν σκοτώνει το είδωλο του άντρα της αλλά τον
δολοφονεί σωματικά. Το σώμα του χάνεται όχι η παρουσία του. Το σώμα του
ανθρώπου υποφέρει και πάσχει μέσα στον χρόνο της ιστορίας όχι το πνεύμα του.
Γιατί το σώμα του, (αυτό το φθαρτό και από πηλό δημιουργημένο δέμας, σύμφωνα με
τις παλαιές θρησκευτικές δοξασίες) είναι η μόνη βεβαιότητά του Ανθρώπου μέσα
στην ιστορία. Είναι το ιερό σκεύος που λέει η χριστιανική μυθολογία-παραμυθία
που επιλέχθηκε ως σκεύος, για την εμφάνιση του ακατανόητου για μας θείου
σχεδίου επί της γης. Είναι η μεσολαβητική κατάφαση επί γης της μυστικής και
αινιγματικής Θεοφάνειας. Αν ισχύει αυτή η διαπίστωση τότε, η θάλασσα που θέλησε
να καθυποτάξει και μαστίγωσε ο Ξέρξης, δεν είναι παρά ένα μέρος του σώματος της
Φύσης. Και μάλιστα του υγρού στοιχείου από όπου προήλθε η ζωή. Πάνω σε αυτό το υγρό μέρος του σώματος της
φύσης θέλησε ο βασιλιάς των βασιλέων να πατήσει και να κυριαρχήσει επί της
ελληνίδος γης, επί ματαίω. Οι λεπτομερείς καταγραφές της καταστροφής και των
απωλειών του Περσικού στρατού, είναι μια μορφή επιθανάτιου ρόγχου, σπασμοί
ιστορικού θανάτου μιας ανακτορικής επιλογής, που είναι αμφίσημη σαν απάντηση,
αν δηλαδή προέρχεται μόνο από την αλαζόνα βούληση του βασιλέα ή οφείλεται στην
καταχθόνια σχεδιαστική πολιτική των Θεών για το ανθρώπινο είδος. Ποιος εκ των
υστέρων θεατής μπορεί να πει με βεβαιότητα, ποιος πανουργεί υπέρτερα μέσα στην
Ιστορία, ο Άνθρωπος ή οι Θεοί; Οι ίδιοι οι Θεοί είναι μια προβολή των βουλήσεών
τους πάνω στους ανθρώπους, η σωματικότητα της παρουσίας τους-όπως βλέπουμε στον
Όμηρο, έχει άμεση σχέση και εξάρτηση από τις ζωές των ανθρώπων. Τα πάθη και τα
μίση των Θεών, οι έρωτες και οι διασκεδάσεις τους, η οργή και η μήνις των
σωματοποιούνται είτε στα Ομηρικά Έπη είτε στον τραγικό ποιητικό λόγο. Και από
την σύζευξη αυτή, την φανερή ή κρυφή συνομιλία και συνεύρεση Θεών και Ανθρώπων
στον αρχαίο Κόσμο, τι γεννάται, η τέχνη της αρχαίας τραγωδίας. Της Μιμήσεως. Το
Έλεος και η Κάθαρση. Η Δικαιοσύνη και η αστική του πολίτη Ελευθερία και η
Δημοκρατία. Το Μέτρο και η συμμετρία της αισθητικής. Η Πόλις. Η
κατακερματισμένη ακεραιότητα της ανθρώπινης θαυματουργικής μέσα στο διάβα του
χρόνου ανθρώπινης φύσης. Οι Θεοί πρόσφεραν το μήνυμα. Οι όροι του παιχνιδιού
παραμένουν ανοιχτοί όπως και οι κανόνες του. Η κατάρα μπορεί να μετατραπεί σε
ευλογία, όπως οι Ερινύες σε Ευμενίδες.
Ποιοι όμως και πότε θα δεχθούν το μήνυμα του
Αισχύλου; Ώστε το Είδωλο της προφητικής γραφής να μετατραπεί σε θαυματουργό της
Ιστορίας Σώμα;
Αντιγράφω τέσσερεις ερμηνευτικές εκδοχές που δημοσιεύτηκαν παλαιότερα
για το έργο. Υπάρχουν δεκάδες διάσπαρτες ερμηνείες και απόψεις, θέσεις για τους
«Πέρσες» σε μελετήματα για τον Αισχύλο. Βλέπε πχ. το έργο του John Herington, «Αισχύλος» εκδόσεις
Βανιάς-Θεσσαλονίκη 1988. Βλέπε το βιβλίο του Ismail Kadare, «Αισχύλος ή ο αιώνια χαμένος»,
εκδόσεις Εκδόσεις του 21ου Πρώτου 1988. Βλέπε Ελένη Νικολαϊδου,
«Αισχύλος ο πατέρας της τραγωδίας» εκδόσεις Σαββάλας 2002. Βλέπε ακόμα το
κλασικό δίτομο έργο του Τζώρτζ Τόμσον, «Αισχύλος και Αθήνα», εκδόσεις Θεωρία
1983. Και ακόμα μεταξύ άλλων πληροφοριών που ανέφερα στο προηγούμενο σημείωμα
για την παραστασιογραφία των «Περσών». Δες: Ευτυχία Καρύδη, εφημερίδα ο
Ριζοσπάστης 4/12/1983, «Αισχύλος ο πατέρας της τραγωδίας». Έλενα Θεοδωροπούλου,
περιοδικό Παρνασσός τόμος ΛΔ΄/ 1,2, 1992, σ. 242-259. «Ο Φιλοσοφικός τρόπος ή η
φιλοσοφική τροπή της Αισχύλειας τραγωδίας». Και ανάμεσα στα πάμπολλα
δημοσιεύματα-μαθήματα θεατρικής αγωγής και παιδείας του Κώστα Γεωργουσόπουλου,
το «Σκυλεύοντας τον Αισχύλο» εφημερίδα «Τα Νέα» Πρόσωπα του 21ου
Αιώνα, τεύχος 46/22-1-2000. Και πολλές άλλες δημοσιεύσεις άλλων σε περιοδικά
και εφημερίδες που μας μιλούν και ερμηνεύουν τις Αισχύλειες τραγωδίες και τα
διαχρονικά τους μηνύματα, την επίδραση των τραγωδιών του στο σύγχρονο θέατρο.
Βλέπε: το κείμενο της ποιήτριας Λείας Χατζοπούλου- Καραβία, «ΟΙ ΕΡΙΝΥΕΣ στον
Αισχύλο και στον Ζιρωντού» περιοδικό «Τομές» τεύχος 11/4, 1977. Και, το κείμενο του Δανιήλ Ι. Ιακώβ, στο
περιοδικό «Αντί» τεύχος 299/13-9-1986, σ. 47-, «Η πολιτική διάσταση των
«Ευμενίδων» του Αισχύλου». Το άρθρο του Μπάμπη Κλάρα στον τόμο της «Φιλολογικής
Πρωτοχρονιάς» 40ος/ 1983, σ. 253-, «Ο Αισχύλος και η Εποχή μας». Τα
γραφθέντα για τον Αισχύλο από τον ποιητή Κώστα Βάρναλη στον δεύτερο τόμο των
Απάντων του «Αισθητικά- Κριτικά», Κέδρος 1978. Και φυσικά να υπενθυμίσουμε, ότι
δεκάδες είναι τα αρχαιόθεμα σύγχρονα ποιήματα ελλήνων ποιητών που έχουν σαν
θέμα τους είτε πρόσωπα των Αισχυλικών Τραγωδιών (Κλυταιμνήστρα, Ορέστης,
Αγαμέμνων) είτε την τριλογία του «Ορέστεια».
Μια κοινή παράλληλη συνεξέταση των ιστορικών περιγραφών
που μας δίνει ο Ηρόδοτος με τον Αισχύλειο λόγο θα μα φανερώσει πολλά. Όπως
αντίστοιχα την επίδραση των Ομηρικών Επών πάνω στις αρχαίες τραγωδίες και
κωμωδίες.
Ο κανόνας και η εξαίρεση
του Δημήτρη
Ν. Μαρωνίτη, εφημερίδα «Το Βήμα» 30/7/1995
Ο
Δ. Ν. Μαρωνίτης γράφει για τους «Πέρσες» του Αισχύλου και εξηγεί γιατί το έργο
αποτελεί εξαίρεση στο σώμα της αττικής τραγωδίας.
Οι Πέρσες του Αισχύλου εξαιρούνται σε πολλά
και κρίσιμα σημεία τους από το σωζόμενο σώμα της αττικής τραγωδίας του 5ου
αιώνα. Η προφανέστερη εξαίρεση αναγνωρίζεται στο θέμα του δράματος που δεν
είναι, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στους τρείς μεγάλους τραγικούς, μυθολογικό
αλλά ιστορικό.
Η
απόκλιση στην προκειμένη περίπτωση γίνεται μεγαλύτερη, αν λάβουμε υπόψη ότι τα
ιστορικά δρώμενα, που διαπλέκονται στην υπόθεση της τραγωδίας και αφορούν στη
ναυμαχία της Σαλαμίνας και στα παρεπόμενά της, είναι πολύ πρόσφατα (480 π.Χ.)
σε σύγκριση προς τη μαρτυρημένη χρονολογία διδασκαλίας του δράματος (472 π.Χ.).
Κάτι περισσότερο: ο ποιητής που συνέθεσε την τραγωδία αυτή αλλά και πολλοί
θεατές που παρακολούθησαν την πρώτη διδασκαλία της υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες,
συμπολεμιστές της οριακής σύγκρουσης για τις τύχες της κλασικής Ελλάδας και
Αθηνών.
Η άλλη
ριζοσπαστική εξαίρεση των Περσών εντοπίζεται στην απροσδόκητη αντιστροφή της
ελληνικής νίκης σε περσική ήττα και στην παρεπόμενη μετάθεση της σκηνικής
δράσης από την Αθήνα στα Σούσα. Η διπλή αυτή δραματική ανατροπή πρέπει να
προκάλεσε το 472 π.Χ. και υποκριτικές περιπλοκές.
Ας μην
ξεχνάμε ότι οι Πέρσες διδάχτηκαν στην Αθήνα, παίχτηκαν από αθηναίους υποκριτές
και χορευτές, τους παρακολούθησαν αθηναίοι πολίτες. Τούτο σημαίνει ότι στην
προκειμένη περίπτωση η συμβατική θεατρική υπόκριση κατά κάποιον τρόπο
διπλασιάζεται και, προπαντός, συμπαρασύρει και τους ίδιους τους θεατές. Αφού οι
πραγματικοί νικητές καλούνται να υποκριθούν θεατρικά τους ηττημένους-και τούτο
αφορά και στους θεατές. Πρόκειται επομένως για προγραμματική αντίθεση ιστορικής
πραγματικότητας και θεατρικής φαντασίωσης για δραματουργική επιλογή, όπου
πρόσωπα και προσωπεία αντιτίθενται, αλλά συγχρόνως και συγχέονται. Ή για να το
πω αλλιώς: οι ρόλοι του νικητή και του ηττημένου αποδεικνύονται εδώ
εναλλάξιμοι, σάμπως το ενδεχόμενο τούτο να μην αποκλείεται. Το πρότυπο της αισχυλικής
αυτής υποψίας είναι νομίζω ομηρικό, που το επικυρώνει εδώ ο τραγικός ποιητής με
συνταρακτικό τρόπο, στη φάση μάλιστα που η Αθήνα εξελίσσει τη δημοκρατική
πολιτεία της και προετοιμάζει την ηγεμονία της.
Στους
Πέρσες εξάλλου διαμορφώνεται, για πρώτη μάλλον φορά, το ιδεολόγημα της διαφοράς
μεταξύ ελληνικού και βαρβαρικού κόσμου, ελληνικού και βαρβαρικού λόγου.
Πρόκειται για διχαστικό ιδεολόγημα, που το τροφοδότησαν η Ιωνική Επανάσταση και
οι Μηδικοί Πόλεμοι, και το συγκρότημα επαρκέστερα και εναργέστερα λίγο αργότερα
ο Ηρόδοτος στο ομόθεμα κατά βάση έργο του με τους Πέρσες του Αισχύλου. Σύμφωνα
με το ιδεολόγημα αυτό οι δύο κόσμοι διακρίνονται μεταξύ τους σε δύο τουλάχιστον
επίπεδα: το ανθρωπογεωγραφικό και το πολιτειακό. Έλληνες και Ασιάτες διαφέρουν
καταρχήν, όπως το υποδηλώνει στους Πέρσες του ο Αισχύλος, ως προς τη
γλώσσα-διάκριση που δεν υφίσταται στην Ομηρική Ιλιάδα. Και το σημαντικότερο:
διαχωρίζονται γεωγραφικώς με συμβολικό όριο τον Ελλήσποντο και τον Βόσπορο-αυτά
ως προς την ανθρωπογεωγραφική διαφορά. Σε ό,τι αφορά την πολιτειακή διάκριση: η
ελληνική πόλη ρυθμίζεται από τον νόμο, ενώ το ασιατικό βασίλειο από την απόλυτη
δεσποτεία.
Ήδη στους
Πέρσες του Αισχύλου διακρίνονται ίχνη και πολιτισμικής διαφοράς, την οποία ο
Ηρόδοτος θα την καταστήσει αργότερα σαφέστερη: έτσι ο ελληνικός κόσμος δεν
είναι μόνο μετριότερος εν σχέση με τον πολυπληθή ασιατικό’ αλλά βασίζεται
προπάντων στον συγκριτικό λόγο και στην ανθρωπογνωστική θεωρίη, παραμένοντας
συνεχώς ανοιχτός’ ενώ ο κόσμος της Ασίας επιμένει στον κλοιό της παθολογικής
εμπειρίας, και από την άποψη αυτή αποδεικνύεται κλειστός.
Παρά ταύτα τόσο στον Αισχύλο, όσο και
προπάντων στον Ηρόδοτο, η ιδεολογική αυτή διχοτομία, που την εκτρέφει και την
οξύνει η πολεμική σύγκρουση των δύο κόσμων, δεν αναιρεί την κοινή ανθρωπολογική
τους βάση. Η οποία ελέγχεται στην αντίληψη της θεοδικίας (της ρυθμιστικής
συμπεριφοράς δηλαδή των θεών απέναντι στους ανθρώπους), και της ανθρωποδικίας
(της ανθρώπινης δηλαδή αντίδρασης απέναντι στη ρυθμιστική επίδραση των θεών).
Σε αυτό εξάλλου το διπλό σύστημα συγγένειας των δύο κόσμων παραπέμπει στους
Αισχυλικούς Πέρσες και το φάσμα του Δαρείου, και συστήνει εφεξής τον σεβασμό
του από Ασιάτες.
Η άλλη
σημαντική εξαίρεση αναγνωρίζεται στην αγγελική ρήση των Περσών: στην έκτασή
της, στη θέση της, στη σύναξή της. Πρόκειται για τη μακρότερη αγγελική ρήση που
μας σώθηκε σε αττική τραγωδία: 283 στίχοι εν όλω σε σύνολο 1076-κάτι
περισσότερο από το ένα τέταρτο της τραγωδίας. Όσο για τη θέση της, προφανώς
καταλαμβάνει τον κορμό του δράματος- ασυνήθιστο φαινόμενο κι αυτό. Τέλος η
σύνταξή της: ξέρουμε ότι η κανονική τυπολογία της αγγελικής ρήσης εφαρμόζει το
γνωστό χνάρι με προεξαγγελία της καταστροφής, πρώτη αντίδραση του χορού,
διεξοδική διήγηση, συνοπτικό επισχόλιο. Πάνω σ’ αυτό το χνάρι σχεδιάζεται και η
αγγελική ρήση των Περσών, αλλά με τρόπο εξαιρετικά σύνθετο και κλιμακωτά
δραματικό. Παράδειγμα: η πολυμερής διάσπαση της διεξοδικής διήγησης, όπου
προηγούνται οι τύχες των προσώπων και έπονται τα επεισόδια της κρίσιμης
ναυμαχίας και της επιστροφής του στρατού. Ασφαλώς πρόκειται για την ομηρικότερη
αγγελική ρήση που μας σώθηκε.
Τέλος,
το δράμα του Αισχύλου δεν υποδέχεται με συμπάθεια την ήττα μόνον των Περσών και
τον σπαραχτικό τους θρόνο, αλλά και τον λόγο τους, δηλαδή τη γλώσσα τους. Πέρα
από κάποιους υπαινιγμούς για τη γλωσσική αυτή διαφορά, η αισχυλική τραγωδία
φιλοξενεί στα σημαντικότερα μέρη της συνεχείς καταλόγους περσικών ονομάτων: αν
μετρώ καλά, στην πάροδο του δράματος καταλογίζονται δεκαεπτά περσικά ονόματα,
στην αγγελική ρήση είκοσι, στο εξοδικό κομμό Ξέρξη-χορού εικοσιέξι.
Για
τα σημερινά μας γούστα οι ονομαστικοί αυτοί κατάλογοι θα μπορούσαν να
εκτιμηθούν και ως αντιποιητικοί. Στην προκειμένη όμως περίπτωση η αίσθηση που
αποκομίζει ο ακροατής-θεατής από τις τρείς αυτές σειρές κυρίων ονομάτων είναι
συνταρακτική: ενωτίζεται τον απόηχο της περσικής γλώσσας. Επιπλέον, η ήττα των
Περσών με τους καταλόγους αυτούς προσωποποιείται. Και εδώ οδηγός του Αισχύλου
είναι ο Όμηρος που χαρίζει ονόματα όχι μόνο στους επιφανείς ήρωες, αλλά και σε
κάθε δευτερεύοντα ή τριτεύοντα ήρωα, την ώρα ακριβώς που πέφτει νεκρός στο
πεδίο της μάχης.
Στην
αισχυλική τραγωδία τα ονόματα μοιράζονται κατά κάποιον τρόπο στα δύο: στην
πάροδο προβάλλονται οι αρχηγοί των Περσών και των επικούρων τους ως απόντες που
αναζητούνται από τον χορό, μετά την εκστρατευτική τους εξόρμηση, στην αγγελική
ρήση και στον κομό τα κύρια ονόματα επαναλαμβάνονται και συμπληρώνονται ως
προσκλητήριο νεκρών. Με άλλα λόγια για τον Αισχύλο, όπως και για τον Όμηρο,
πρόσωπα δίχως ονόματα δεν υπάρχουν: τα ονόματα φέρουν τα πρόσωπα, όσο
ζουν-προπαντός όμως όταν πεθαίνουν.
--
Η
ελευθερία έκδοχο της Τέχνης
Του
Τάσου Βουρνά, εφημερίδα «Η Αυγή» 19/8/1984
Τώρα το
καλοκαίρι η Αθήνα και η Επίδαυρος γίνονται όπως και κάθε χρόνο, ο στίβος όπου
συντελείται η αναβίωση και η ερμηνεία της αρχαίας τραγωδίας. Παλαιότερα δεν
υπήρχε ο πλουραλισμός του παρόντος. Το Εθνικό Θέατρο, ο Κουν είχε την
πρωτοκαθεδρία στην ερμηνεία των αρχαίων. Τώρα έχουμε πολλές και ποικίλες
παρουσίες σκηνοθετών και θιάσων. Και φυσικά ο καθένας προσπαθεί να δώσει στην
ερμηνεία των αρχαίων προέκταση της δικής του ιδεολογίας, άλλοτε με επιτυχία και
άλλοτε όχι.
Το έργο
των τραγικών είναι πολυδιάστατο και επιδέχεται άπειρες ερμηνείες σε βάθος.
Ωστόσο ο καθένας τους έχει και μιά αφετηρία στη δραματουργία του. Και θα σταθώ
στην περίπτωση του Αισχύλου, όπου με το φετινό ανέβασμα των «Περσών» από τον
κύριο Μινωτή ξανάρθαν στην επικαιρότητα τα χαρακτηριστικά της φιλοσοφικής
γραφής του ποιητή, με κύριο άξονα των συζητήσεων το ιερατικό συμβολικό μήνυμα
της προσφοράς του, ενώ πουθενά δεν είδα να επιχειρηματολογούνται οι ιδέες-
στηρίγματα του ανθρώπινου πολιτισμού που σαφώς περικλείει, όπως είναι οι ιδέες
της ανεξαρτησίας έναντι των βαρβάρων και οι ιδέες της δημοκρατίας- θεμελιώδεις
για την εδραίωση του πολιτισμού που μένουν εσαεί άφθαρτες και προωθούν και τις
σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες σε νέες ολοένα και τελειότερες μορφές.
Η νεότητα
του Αισχύλου σφυρηλατήθηκε μέσα στα κρίσιμα εκείνα χρόνια που ωρίμασε και
καρποφόρησε το πνεύμα της αρχαίας δημοκρατίας, εκτοπίζοντας με σειρά αγώνων από
τις πιο προηγμένες οικονομικά ελληνικές πόλεις την τυραννίδα. Είδε στην Αθήνα
να γκρεμίζονται οι Πεισιστρατίδες από
την εξουσία (510 π.Χ.) και να θεμελιώνεται το δημοκρατικό πολίτευμα με τη
φιλελεύθερη νομοθεσία του Σόλωνα και του Κλεισθένη. Σαν υπεύθυνος Αθηναίος
πολίτης έλαβε μέρος στους μεγάλους πολεμικούς αγώνες για την ανάσχεση της
περσικής πλημμυρίδας που κατέβαινε, μετά το 490 π. Χ., να πνίξει την ελευθερία
της Ελλάδας και να καταλύσει τα δημοκρατικά πολιτεύματα στις πόλεις της. Ο
Αισχύλος πολέμησε στο Μαραθώνα, το Αρτεμίσιο, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές, παντού
όπου η ελευθερία αντιμετώπισε τη βία και η δημοκρατία τον ολοκληρωτισμό. Σαν
πνευματικός άνθρωπος αισθανόταν τόση υπερηφάνεια για τους αγώνες του αυτούς,
ώστε στο επιτάφιο επίγραμμά του που σύνθεσε ο ίδιος το μόνο που μνημόνευσε ήταν
η πολεμική του αντιστασιακή δραστηριότητα στην αυταρχική εξουσία,
παραμερίζοντας ενσυνείδητα τις πνευματικές και φιλολογικές του δάφνες.
«Αισχύλου
Ευφορίονος Αθηναίου τόδε κεύθει…»
(Αισχύλου, του Ευφορίονα το γιο από την
Αθήνα, κρύβει το μνήμα. Πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα. Την
αξι’ ανδρεία του λαλεί του Μαραθώνα το άλσος και ο Μήδος ο μακρύμαλλος, όπου
καλά τα ξέρει…)
Ο
Αισχύλος ανήκει στην υψηλόφρονα και υψηπετή εκείνη γενιά των φρουρών της
ελευθερίας που πιστεύει ότι μέσα σ’ αυτή και μόνο μπορεί να κυοφορηθεί η τέχνη.
Όταν υπάρχει ελεύθερος βίος των πολιτών τότε και η τέχνη θα καρποφορήσει
σίγουρα. Εν αρχή ην η ελευθερία κι αυτό είναι το μήνυμα του επιγράμματος του
Αισχύλου στον τάφο του, που ο λεπταίσθητος Καβάφης, ζώντας πίσω από τα κλειστά
του παράθυρα, με το φως των κεριών, και αναζητώντας παρηγοριά μόνο στην τέχνη,
αρνήθηκε κατηγορηματικά στο ποίημά του «Νέοι της Σιδώνος», όταν ψέγει τον
Αισχύλο γιατί έβγαλε «απ’ το νου της τραγωδίας το λόγο το λαμπρό, τι Αγαμέμνονα,
τι Προμηθέα θαυμαστό, τι Ορέστη, τι Κασσάνδρας παρουσίες, τι Επτά επί Θήβας-και
για μνήμη του έβαλε μόνο που μες των στρατιωτών τες τάξεις, το σωρό πολέμησε κι
αυτόν το Δάτι και τον Αρταφέρνη».
Φυσικά
ένας διανοούμενος αφοσιωμένος στην υπόθεση της ελευθερίας δεν μπορεί παρά να
προκρίνει την Αισχύλεια επιλογή. Χάρη στην συμπαράταξή του «μες των στρατιωτών
τες τάξεις, τον σωρό» ο Αισχύλος δημιούργησε την πολιτική και πολιτιστικήν
ευδία να καρπίσει σαν επακόλουθό της η μεγάλη τέχνη στους ανοιχτούς θεατρικούς
στίβους της αθηναϊκής δημοκρατίας. Αυτός ο «σωρός» θεμελίωσε την Αθηναϊκή
πολιτεία και τον πολιτισμό της. Είναι μεγάλη η γενιά στο όνομα της οποίας επί
πολλά χρόνια αργότερα ορκίζονταν οι Αθηναίοι πολίτες, όπως μαρτυρεί ο
Δημοσθένης
«Μα τους Μαραθώνι αγωνισαμένους!»
Γι’ αυτό κι οι «Πέρσες» είναι το μέγα εξαγγελτικό
κήρυγμα του ελληνικού θριάμβου πάνω στους βαρβάρους, ο θρίαμβος της ελευθερίας
πάνω στη βία. Γράφτηκε και διδάχτηκε το 472 π. Χ. , οχτώ χρόνια μετά τη
ναυμαχία της Σαλαμίνας και ανήκε οργανικά σε μια τριλογία, που και τα άλλα δύο
της σκέλη («Φινεός» και «Γλαύκος») δεν διασώθηκαν. Ρίγος φιλελεύθερης έξαρσης
και δημοκρατικής αρετής-τα δύο στοιχεία που συνέθεταν το νόημα του πατριωτισμού
των Αθηναίων-διαπερνά την τραγωδία. Η ήττα των «Περσών» περιγράφεται όχι με το
στόμα των νικητών αλλά με το στόμα των νικημένων, πράγμα που αποτελεί το μέγα
ποιητικό εύρημα του Αισχύλου. Το ίδιο εύρημα το βρίσκουμε να επιζεί στο
δημοτικό μας τραγούδι όταν οι νίκες των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων περιγράφονται
με το θρήνο του εχθρού (τραγούδι του Κιαμήλ κ. α.). Είναι τούτο ένα από τα
μέγιστα γνωρίσματα του ελληνικού ανθρωπισμού που σέβεται, αλλά και αισθάνεται
οίκτο και κάποτε βαθειά συμπόνοια για τον αντίπαλο.
--
Πέρσαι…
Του
Κοσμά Ψυχοπαίδη, εφημερίδα «Τα Νέα», περιοδικό «Πρόσωπα 21ος Αιώνας»
τχ. 18/10-7-1999, σ.7
Μια
προειδοποίηση που απευθύνθηκε σε μας κάποτε αλλά δεν βρήκε αποδέκτη
Όσο διαρκούσε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ελπίζαμε
και ευχόμαστε ότι όπου να’ ναι θα πέρναγε, ότι σχεδόν είχε περάσει, ότι ήταν
ήδη κακό παρελθόν. Να όμως, τώρα που πράγματι πέρασε, αισθανόμαστε ότι
συνεχίζεται και ότι μας απειλεί και μάλιστα τώρα ακόμα περισσότερο. Είναι
δύσκολο να απωθήσουμε την ιδέα μιας καταστροφής που παραμένει απειλητική για τη
ζωή, για την υγεία μας, για το περιβάλλον. Είναι δύσκολο να καθησυχάσουμε τον
εαυτό μας με την ιδέα ότι θα ζούμε πλέον σε ένα ειρηνικό περιβάλλον και θα
ασχολούμεθα με δίκαια έργα, στον τόπο μας. Κάθε στιγμή θα μπορούσαν κάποιες
δυνάμεις, ίσως ισχυρότερες από εμάς, να εκπορθήσουν τον τόπο μας και να
απειλήσουν τις βεβαιότητές μας.
Όσα
γράφηκαν παραπάνω εκφράζουν ίσως, πιθανόν κάπως απλουστευτικά, την κοινωνική
ψυχολογία κάποιων ανθρώπων του τώρα, του έτους 2000, σε ένα σχετικά ήσυχο και
ασφαλές σημείο του πλανήτη, την Ελλάδα. Αλλά η ανησυχία για τις συνέπειες μιας
πιθανής ή πραγματικής εκπόρθησης μπορεί να εντοπιστεί μέσα στις ρίζες της
σκέψης και φαίνεται να είναι ένας «τρόπος» που μπορεί να μας οδηγήσει στην
κατανόηση του τι είναι κοινωνία, εξουσία και πολιτική. Αυτή η ιδέα φαίνεται να
μεταφέρεται έως εμάς, με συγκαλυμμένο τρόπο, από τον Αισχύλο, μέσα από την ίδια
την ονομασία της λέξης «Πέρσαι», τίτλο της ομώνυμης τραγωδίας του. Οι Αθηναίοι
που πήγαιναν στο αρχαίο θέατρο να παρακολουθήσουν την τραγωδία είχαν συνείδηση της
αμφισημίας που είναι εγγενής στη λέξη αυτή. Πέρσαι ήταν, βέβαια, οι εξ Ανατολών
γείτονες που δύο φορές, πρόσφατα, με το Δαρείο το 490 και με τον Ξέρξη το 480
είχαν κινήσει εναντίον τους για να τους εκπορθήσουν. Αλλά από την άλλη μεριά
«πέρσαι» ως απαρέμφατο σημαίνει στα ελληνικά «εκπόρθηση», σημαίνει δηλαδή την
ίδια την πράξη που επιχείρησαν οι Πέρσες εκστρατεύοντας κατά της Ελλάδας. Η
τραγωδία εκθέτει το νόημα αυτής της πράξης κατά τρόπο δραματικά μοντέρνο.
Πρώτα-πρώτα η εκπόρθηση εμφανίζεται ως μία δράση που θα αποκαταστήσει
μία τάξη, την τάξη της περσικής εξουσίας. Ωστόσο, η αποκατάσταση αυτής της
τάξης δεν είναι χωρίς προβλήματα. Είναι πιθανόν ο θεός να προετοιμάζει μία
απάτη, που αφορά την έκβαση των δρωμένων. Βέβαιο είναι μόνον ότι η αβεβαιότητα
και η εξαπάτηση είναι στοιχεία από αυτά που συγκροτούν τον ιστό του
πραγματικού. Μία ιδέα που προκύπτει από το όνειρο της Άτοσσας, αφορά τον τρόπο
συγκρότησης της εξουσίας. Η Άτοσσα (μητέρα του Ξέρξη) είδε όνειρο ότι μία
Ελληνίδα γυναίκα αντιστάθηκε στον Ξέρξη και έσπασε τον ζυγό, στον οποίο αυτός
ήθελε να τη ζέψει. Ωστόσο, καθιστά σαφές ότι είτε το όνειρο σημαίνει κάτι καλό
είτε δηλώνει κάτι κακό για τον Ξέρξη, αυτός δεν θα είναι υπεύθυνος απέναντι
στην πόλη και θα παραμείνει τύραννος της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι η εκπόρθηση
της Ελλάδας συνδέεται με την προσπάθεια επιβολής ενός μοντέλου εξουσίας, όπου ο
εξουσιαστής δεν ευθύνεται για τις πράξεις του και δεν λογοδοτεί απέναντι στους
εξουσιαζόμενους.
Ένα τέτοιο μοντέλο προϋποθέτει ότι θα αρθεί η
ελευθερία των εξουσιαζομένων, καθώς και η δυνατότητά τους να απαιτήσουν το
«λόγον διδόναι» από τους εξουσιαστές. Τίθεται, άρα, το ζήτημα της εκπόρθησης ως
ζήτημα μετάβασης από την αναγκαιότητα (ανελευθερία) στην ελευθερία με στόχο την
άρση της ελευθερίας. Οι αντίπαλοι Αθηναίοι εμφανίζονται να μην είναι δούλοι
κανενός και κανενός υπήκοοι. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ρωτάει η Άτοσσα, πως
εξασφαλίζεται η συνοχή του στρατεύματος, όταν απειλείται από εχθρούς. Η
απάντηση είναι ότι ακριβώς η ελευθεριακή συγκρότηση της ελληνικής οργάνωσης
είναι το στοιχείο που μπορεί να φθείρει την εξουσιαστικά συγκροτημένη περσική
οργάνωση. Και αυτό είναι που κάνει αδύνατη τη μετάβαση από την Περσία στην
Ελλάδα και ματαιώνει την εκπόρθηση.
Θα πρέπει όμως να προσεχθεί και η ιδέα ότι η
μετάβαση αυτή επιχειρείται να γίνει με τη ζεύξη του Ελλησπόντου, δηλαδή με την
υποταγή της ίδιας της φύσης στους σκοπούς της εκπόρθησης. Η επιχείρηση της
άρσης της ελευθερίας συνοδεύεται από μία επιχείρηση φθοράς, προσβολής και
υποδούλωσης της φύσης με τη χρήση «μηχανών», που αποτελούν ύβρι προς τον θείο
χαρακτήρα της. Ο δαίμων του Δαρείου που εμφανίζεται στην τραγωδία αποκαλύπτει
την «πηγήν κακών». Λέει ότι αιτία της καταστροφής είναι η ζευκτήρια γέφυρα που
θέλει να δεσμεύσει τον Ελλήσποντο σαν να ήταν δούλος.
Είναι ίσως λίγο αλλόκοτο να τα διαβάζει κανείς αυτά
στον Αισχύλο στο τέλος του αιώνα μας, που έχει δώσει τα πλέον τερατώδη δείγματα
εξοντωτικών πολέμων, άρσης της ανθρώπινης ελευθερίας και χρήσεων της τεχνικής
που οδήγησαν στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Ηχούν σαν μια
προειδοποίηση που απευθύνθηκε σε μας κάποτε, αλλά δεν βρήκε ποτέ αποδέκτη.
--
Μέμνησο
του Στρυμόνος
Του
Κώστα Γεωργουσόπουλου, εφημερίδα «Τα Νέα», περιοδικό «Πρόσωπα 21ος
Αιώνας» τεύχος 16/26-6-1999
Οι ποιητές πάντα μας προειδοποιούν
και ξέρουν να δείχνουν προς την ορθή κατεύθυνση, ανεξαρτήτως από την τύφλα των
ηγεμόνων.
Στους «Πέρσες» του Αισχύλου υπάρχει, κατά την γνώμη μου, η πρώτη
συνειδητή και ευθεία αναφορά σε μια οικολογική δικαιοσύνη.
Ο μεγάλος τραγικός ποιητής σ’ αυτό το συνταρακτικό
κείμενο για την αλαζονεία της εξουσίας δεν εξετάζει μόνο τις συμφορές που
σωρεύει πάνω στους ανθρώπους η έπαρση, η ασέβεια, η υπέρβαση των ασυνείδητων
ηγεμόνων- διαπιστώνει πως όταν διαταράσσεται η ισορροπία των ηθικών αξιών,
διαταράσσει ταυτόχρονα και η φυσική ισορροπία.
Ο Αισχύλος στην πάροδο του Χορού των «Περσών»
περιγράφει με εκπλήσσουσα, ακόμη και ηχητική, ακρίβεια τη συγκέντρωση του
περσικού στρατού και στόλου στον Βόσπορο. Λαοί υποταγμένοι στην Περσική
Τυραννίδα συγκροτούν ένα πολύβουο και πολύχρωμο πλήθος έτοιμο ν’ ανοίξει πανιά.
Όταν δίδεται το σύνθημα του απόπλου μια μεγάλη θαλασσοταραχή εμποδίζει τα πλοία
να βγουν από τα Στενά. Τότε ο αλαζόνας ηγεμόνας, ο νεαρός, ατίθασος, οιηματίας
Ξέρξης εξοργισμένος και αλλόφρων διατάσσει να μαστιγώσουν τη θάλασσα και να τη
«δέσουν» με αλυσίδες.
Ως ηγεμόνας λαού, ως εραστής και επιβήτορας της
ιστορίας, συμπεριφέρεται στη θάλασσα σαν αβάτευτη φοράδα ή σαν παρθένα που
αρνείται να βιαστεί. Βιάζει την θάλασσα, τη δέρνει, την μαστιγώνει για να την
υποχρεώσει να υποκύψει στα κατακτητικά του ένστικτα.
Ο χορός των Γερόντων Περσών που αναθυμάται τα
συμβάντα είναι γεμάτος δέος, αισθάνεται πως το γεγονός του βιασμού της φύσης
δεν θα μείνει ατιμώρητο. Σε λίγο ένας αγγελιοφόρος θα φέρει το μήνυμα της καταστροφής
του περσικού στόλου στη Σαλαμίνα και εν συνεχεία θα αφηγηθεί την ντροπιασμένη
φυγή, την άτακτη υποχώρηση του Ξέρξη και των ρακών του στρατού του. Αφηγείται
λοιπόν ο αγγελιοφόρος ότι όταν τα κατάλοιπα του ηττημένου στρατού έφτασαν,
χειμώνα πια καιρό, στον ποταμό Στρυμόνα, τον βρήκαν παγωμένο. Στρατοπέδευσαν
στην όχθη και την άλλη μέρα με την ανατολή άρχισαν να περνάνε τον ποταμό
πατώντας πάνω στον πάγο. Ο ελληνικός όμως ήλιος έκαμε το θαύμα του, βγήκε
φλογερός, έλιωσε τον πάγο και οι βαρυφορτωμένοι βάρβαροι βούλιαζαν και
πνίγονται στα σκοτεινά νερά.
Ήταν η εκδίκηση του Ποσειδώνα για την προσβολή που
του έγινε στον Βόσπορο.
Ο ίδιος μεγάλος τραγικός ποιητής στον «Αγαμέμνονα»,
το πρώτο δράμα της τριλογίας «Ορέστεια», βάζει πάλι το χορό των Αργείων γερόντων
να καταθλίβεται αναθυμούμενοι ως δυσοίωνο σημάδι που έστειλαν οι ουρανοί, όταν
ξεκινούσε ο στόλος των Ελλήνων για την Τροία. Δύο αετοί, ένας λευκός και ένας
μαύρος, πέταξαν στον αέρα μόλις έγινε ο απόπλους. Αντίκρυσαν κάτω, χαμηλά, στον
κάμπο μιας εγκυμονούσα λαγουδίνα, όρμησαν και την κατασπάραξαν. Στην οικονομία
της φύσης είναι φυσικό οι αετοί να τρέφονται με λαγούς. Όταν όμως καταστρέφεται
το έμβρυο, ο σπόρος, ο γόνος, αυτό είναι ύβρις, υπέρβαση και τιμωρία.
Όταν ο Αγαμέμνων επιστρέφει από τη νικητήρια
εκστρατεία καυχιέται πως κατέστρεψε εκ θεμελίων την Τροία και το μόνο που
θυμίζει την πλούσια εκείνη και ευδαίμονα πόλη είναι η μυρωδιά της χλιδής που
κουβαλάει το αεράκι! Ο Κήρυκας μάλιστα μεταφέροντας την αγγελία της νίκης λέει
ακριβώς ό,τι φοβόταν ο χορός πως μπορεί να συμβεί ερμηνεύοντας το σημάδι των
αετών. Περιγράφει λοιπόν πως η καταστροφή της Τροίας ήταν τόσο ολοκληρωτική
όπως όταν οι ψαράδες με τη σβάρνα που σέρνει η βάρκα καταστρέφουν το γόνο των
ψαριών στον πυθμένα της θάλασσας!
Αν αυτές οι αναφορές μας θυμίζουν πρόσφατα οικεία,
γειτονικά δεινά, αυτό σημαίνει πως οι ποιητές πάντα μας προειδοποιούν και
ξέρουν να δείχνουν προς την ορθή κατεύθυνση, ανεξαρτήτως από την τύφλα των
ηγεμόνων που χρειάζονται τους ποιητές μόνο όταν αναπέμπουν ύμνους κολακείας και
τους περιφρονούν όταν υψώνουν ενώπιον της εξουσίας το αποτρόπαιο κεφάλι της
Μέδουσας. Ζήσαμε αυτή την αλαζονεία στην πλέον απάνθρωπη μορφή της. Και τα
πάντα θυμίζουν τις προφητείες του Αισχύλου, μόνο που έρχονται με άλλη σειρά τα μηνύματα. Το ηθικό κακό, τα
εγκλήματα εναντίον της ζωής, εναντίον των αθώων, των παιδιών, των αρρώστων, των
νεκρών, η καταστροφή των έργων της ειρήνης, η λεηλασία των σπόρων, του γόνου
προηγούνται και το φυσικό κακό, η τιμωρία αντί να προειδοποιεί έπεται. Η
διοξίνη, η αρρώστια των αγελάδων, τα μολυσμένα ποτά, τα αυγά, δηλαδή ο γόνος,
σπέρνουν τον θάνατο.
Δεν είναι διαφορετική η λογική (ποια λογική; Τέλος
πάντων) που καθοδηγεί τα έξυπνα όπλα να σκοτώσουν αθώους αμάχους από τη λογική
που κυβερνά τα πολυεθνικά συμφέροντα να ανταγωνίζονται στον καταναλωτικό
καλπασμό χρησιμοποιώντας συνθετικές τροφές, μολυσμένα φυτοφάρμακα, καρκινογόνα
λύματα.
Δεν είναι κανένας καλόγερος του Αγίου Όρους, ούτε
κανένας τάχα μου παθιασμένος νεορθόδοξος ο Μαξ Βέμπερ, ο οποίος εδώ και ογδόντα
χρόνια στο θεμελιώδες έργο του απέδειξε ατράνταχτα και αδιαφιλονίκητα πως το
Πνεύμα του Καπιταλισμού κατάγεται από την Προτεσταντική Ηθική. Και η
προτεσταντική ηθική βέβαια δεν έχει να κάνει σήμερα πια με τη θρησκευτική
ταυτότητα των ανθρώπων. Η προτεσταντική ηθική είναι ο κώδικας συμπεριφοράς κάθε
κερδαλεόφρονος ανθρώπου, είναι ο κώδικας συμπεριφοράς των ανθρώπων που η τάξη
που ευαγγελίζονται μυρίζει ανθρώπινο κρέας, όπως έλεγε ο Ελύτης.
Αφηγούνται στρατηγοί του Ναπολέοντα πως στο
επιτελικό συμβούλιο έπειτα από μια πολύνεκρη μάχη, όπου τα πτώματα ήταν
περισσότερα από τα δύο-ή τρία χιλιόμετρα εδάφους που είχαν κερδηθεί, κάποιος
στρατηγός τόλμησε να παρατηρήσει στον Ναπολέοντα πως οι απώλειες ήταν
δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τα κέρδη, ο Αυτοκράτορας τον διέκοψε και του
είπε πως όσο στη Γαλλία ένας Γάλλος και μια Γαλλίδα θα σβήνουν το φως και θα
συνευρίσκονται, θα γεννιούνται Γαλλάκια για να πεθαίνουν στις μάχες!.
Αυτό είναι ηθική του προτεσταντισμού.
Αντίθετα όταν ξέσπασε το πραξικόπημα του Πινοσέτ στη
Χιλή, οι παρατρεχάμενοι του σοσιαλιστικού καθεστώτος συμβούλευαν τον Αλλιέντε να
αντιμετωπίσει τα τανκς με τις μάζες του λαού. Ο τραγικός εκείνος, ηθικώς
προτεστάντης, ηγέτης ρώτησε πόσες τάχα μάζες πρέπει να κάνουν κιμά οι
ερπύστριες ώστε να στομώσουν. Αρνήθηκε να το πράξει, μπήκε στο γραφείο του και
τίναξε τα μυαλά του.
Οι πύραυλοι του ΝΑΤΟ, οι ρουκέτες, οι βόμβες που
ισοπέδωσαν γέφυρες και μόλυναν ποτάμια παράγονται στα ίδια εργοστάσια που
κυκλοφορούν αυγά, γάλα, αναψυκτικά, κρέατα, αλλαντικά, κοτόπουλα με διοξίνη και τρέφουν αγελάδες με οιστρήλατο ανοσοποιητικό
σύστημα.
Η φύση εκδικείται και θα μας υποχρεώσει ή να την
σεβαστούμε ή να την εγκαταλείψουμε μια ώρα αρχύτερα τον πλανήτη, μήπως
ξεφυτρώσει, όπως οι Θηβαίοι Σπαρτοί καμιά καινούργια φυλή που θα τιμάει τη ζωή
ως πρώτο και μεγάλο καλό και θα ευγνωμονεί τη φύση σεβόμενη τα όριά της και
τους άτεγκτους νόμους της.
--
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το μότο της εισαγωγής είναι από τα διασωθέντα
αποσπάσματα του Ηράκλειτου. Απόσπασμα 50: «Ει μη Διονύσω πομπήν εποιούντο και
ύμνεον άσμα αιδοίοισιν, αναιδέστατα είργασται αν’ ωυτός δε Άδης και Διόνυσος,
ότεω μαίνονται και λημναϊζουσιν.». (Αν δεν έκαναν την πομπή για τον Διόνυσο και
δεν τραγουδούσαν γι’ αυτόν το τραγούδι του φαλλού, θα είχαν κάνει πάρα πολύ
ξεδιάντροπα πράγματα’ όμως ο ίδιος είν’ ο Άδης κι ο Διόνυσος, πού για τιμή του
μαίνονται και βακχεύουν.». Το απόσπασμα
48 «Ανθρωπος εν ευφρόνη φάος…. Ανθρωπος μέσα στη νύχτα φως ανάβει για τον εαυτό
του, σαν σβηστεί η όψη του, ζωντανός αγγίζει πεθαμένον, ξυπνητός αγγίζει
κοιμισμένον.». Από τον τόμο «ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ» Ιστορική εισαγωγή, κείμενο,
μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια. Ευάγγελος Ν. Ρούσσος. Τόμος Β΄ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ,
εκδόσεις «στιγμή» 23 Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων 2000. Τρίτη έκδοση
βελτιωμένη.
Και ας μου επιτραπεί να αναφέρω και ένα άλλο του
Ηράκλειτου απόσπασμα για τους γιατρούς. Το απόσπασμα 46 της σελίδας 65-66 του
βιβλίου: «Οι ιατροί τέμνοντες, καίοντες,
πάντη βασανίζοντες κακώς τους αρρωστούντας, επαιτιώνται μηδέν’ άξιον μισθόν
λαμβάνειν, ταυτά εργαζόμενοι και αι νόσοι». Και σε μετάφραση: «Οι γιατροί, κόβοντας, καίοντας,
βασανίζοντας με κάθε τρόπο τους αρρώστους, λένε πώς παίρνουν αμοιβή που διόλου
δεν αξίζουν, απεργαζόμενοι τα ίδια που κι οι αρρώστιες απεργάζονται.».
Για να μην παρατονιστεί η προσοχή από τα ίδια τα
κείμενα που ακόμα και σήμερα είναι επίκαιρα και έχουν την σημασία τους το
καθένα από την σκοπιά που εξετάζει τους «Πέρσες», δεν φορτώνω με φιλολογικά
σχόλια την αντιγραφή. Πχ. η μνεία που κάνει για τον Ελύτη ο Κ. Γεωργουσόπουλος
είναι από το Σηματολόγιο της συλλογής «Μαρία Νεφέλη» και λοιπά. Αντί αυτού
αντιγράφω τα Περσικά ονόματα σαν ένα προσκλητήριο Ελλήνων Νεκρών που έπεσαν
στις μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία και την Εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Αυτοί «της Δευκαλίωνος γενεάς ισόθεος φως» (που σε παλαιότερους χρόνους,
βρέθηκαν ευρωπαίοι στοχαστές που υποστήριξαν, βλέπε Ροζέ Γκαρωντύ, ότι οι
εκστρατείες των Ελλήνων ήταν οι πρώτες ιμπεριαλιστικές εκστρατείες της Δύσης
ενάντια στην Ανατολή).
ΞΕΡΞΗΣ, ΑΜΙΣΤΡΗΣ, ΑΡΤΑΦΡΕΝΗΣ, ΜΕΓΑΒΑΤΗΣ, ΑΣΤΑΣΠΗΣ, ΑΡΤΕΜΒΑΡΗΣ,
ΜΑΣΙΣΤΡΗΣ, ΙΜΑΙΟΣ, ΦΑΡΑΝΔΑΚΗΣ, ΣΟΣΘΑΝΗΣ, ΑΡΣΑΜΗΣ, ΑΡΙΟΜΑΡΔΟΣ, ΑΡΚΤΕΥΣ, ΜΗΤΡΟΓΑΘΗΣ,
ΜΑΡΔΩΝ, ΘΑΡΥΒΙΣ, ΔΑΔΑΚΗΣ, ΤΕΝΑΓΩΝ, ΛΙΛΑΙΟΣ,
ΑΡΓΙΣΤΗΣ, ΑΔΕΥΗΣ, ΦΑΡΝΟΥΧΟΣ, ΜΑΤΑΛΛΟΣ, ΜΑΓΟΣ, ΑΡΤΑΒΗΣ, ΑΜΦΙΣΤΡΕΥΣ, ΣΕΙΣΑΜΗΣ, ΘΑΡΥΒΙΣ,
ΣΥΕΝΝΕΣΙΣ, ΜΗΔΟΣ, ΚΥΡΟΣ, ΜΑΡΔΟΣ, ΜΑΡΑΦΗΣ, ΔΑΡΕΙΟΣ,
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020
ΥΓ. Συμφώνως με τας εσωτερικάς απαγορεύσεις, το λαικό άσμα της Λίτσας Διαμάντη: "Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, και δεν νοικοκυρεύομαι..." διατηρεί λόγω πανδημίας την επαναφορά του, ως αξία. Μέχρι νεοτέρας.
ΥΓ. Συμφώνως με τας εσωτερικάς απαγορεύσεις, το λαικό άσμα της Λίτσας Διαμάντη: "Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, και δεν νοικοκυρεύομαι..." διατηρεί λόγω πανδημίας την επαναφορά του, ως αξία. Μέχρι νεοτέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου