Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ '21


                      ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ  ΓΥΡΩ  ΑΠΟ  ΤΟ  ‘21

          Την ημέρα πού έλαβα την εντολή της Συγκλήτου να εκφωνήσω τον «Πανηγυρικόν» της 25ης Μαρτίου, μιά σύμπτωση το θέλησε νάχω στα χέρια μου ένα ωραίο βιβλίο. Λίγοι Έλληνες θα το έχουν διαβάσει και οι περισσότεροι από τους λίγους θα το έχουν χωρίς άλλο λησμονήσει.

      Μιά κόρη του Βορρά έφθασε, τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου του 1859, στην Αθήνα. Είχε επισκεφθή την Παλαιστίνη κ’ ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν μιά Σουηδή συγγραφεύς πού την έκαμε και παγκόσμια διάσημη μιά Αγγλίδα συνάδελφός της. Η Mary Howitt, ποιήτρια και η ίδια, όπως και ο σύζυγος της William, άρχισε από το 1846 να εκδίδη τα έργα της Σουηδής στ’ αγγλικά, και οι μεταφράσεις της κρίθηκαν και είναι θαυμάσιες. Και μετέφρασε ευτυχώς, εκτός από τα άριστα διηγήματα της Σουηδής, και το δίτομο έργο της πού φέρει τον τίτλο «Ελλάς και οι Έλληνες», και τον υπότιτλο: «Η περιγραφή μιάς χειμερινής διαμονής και ενός θερινού ταξιδιού στην Ελλάδα και τα νησιά της».

                                2

            Το όνομα της Σουηδής πού ήρθε στη χώρα μας, σε ηλικία πενήντα οκτώ ετών, πεντέμισι χρόνια πρίν πεθάνη, είναι  Fredrica Bremer. Το βράδυ της 9ης Αυγούστου το πέρασε, όπως μας λέει, «στις στήλες του Ολυμπίου Διός, συντροφευμένη από τον πρώην υπουργό των εσωτερικών Αλέξανδρο Ραγκαβή-έναν χτυπητά μικρόσωμον άνδρα, ασυνήθιστα όμως ενδιαφέροντα στη συζήτηση και ευχάριστον στους τρόπους, μ’ ένα υψηλό μέτωπο, ωραίο κεφάλι και λεπτή έκφραση-καθώς και με τη γυναίκα του, μιάν αγγλίδα κυρία». Είχαν καθίσει και οι τρείς στο κοσμικό κέντρο πού λειτουργούσε στις στήλες του Ολυμπιείου και, ενώ η μπάντα των πνευστών έπαιζε τα πιό αγαπητά «μοντέρνα κομμάτια», «εδρόσισαν» τα χείλη τους «με εξαίρετα παγωτά» και άρχισαν τη συζήτηση. Ο μικρόσωμος καθηγητής του Πανεπιστημίου και πρώην υπουργός με το ωραίο κεφάλι (πρώην υπουργός των εξωτερικών και άλλοτε σύμβουλος του υπουργείου των εσωτερικών) μίλησε «για τον ζωηρό πατριωτισμό που έχουν δείξει οι γυναίκες και οι άνδρες της Ελλάδος», μίλησε για τη μεγάλη πρόοδο πού είχε αρχίσει να σημειώνεται σε όλους τους τομείς, ύμνησε τον «έρωτα του Έλληνος για την επιστήμη και τη μάθηση», είπε ότι η Αθήνα είχε αρχίσει να γίνεται, όπως και «άλλοτε», στην αρχαιότητα, το κέντρο της παιδείας όλων των Ελλήνων, ακόμα και εκείνων πού ζούσαν έξω από την ελεύθερη Ελλάδα-θα εμνημόνευε ίσως ο Ραγκαβής την υπερήφανη ρήση του Περικλέους: «Ξυνελών τε λέγω την πάσαν πόλιν της Ελλάδος παίδευσιν είναι….»-και όσο για τον πληθυσμό που είχε τότε η Αθήνα, εθεώρησε αναγκαίο-όπως το κάνουμε όλοι μας, όταν θέλουμε να δώσουμε περισσότερο κύρος στην πόλη που αγαπούμε- να πή, ότι είχε ήδη ανεβή στις πενήντα περίπου χιλιάδες κατοίκους. Είναι ζήτημα, αν είχε υπερβή, στο 1859, τις σαράντα χιλιάδες.

                                3

     Λίγες ημέρες αργότερα, άκουσε η Fredrica Bremer τον Άγγλο πρεσβευτή  Sir Thomas Wyse να της λέη τα αντίθετα ακριβώς από όσα της είχε πή ο Ραγκαβής. Κάθε αντιπρόσωπος μεγάλου κράτους νομίζει, ότι επικυρώνει το μεγαλείο ή απλώς το υλικό μέγεθος της χώρας του, όταν ανακαλύπτη ελαττώματα στους μικρούς. Ο Sir Thomas δεν απέφυγε να πέση στο λάθος αυτό. Και είπε ότι το «αίμα» των Ελλήνων έχει «την τάση ν’ ανεβαίνη στο κεφάλι τους». Δεν σκέφτηκε, ότι, όταν το αίμα ενός λαού έχη την τάση να ποτίζη, όπως το ελληνικό, τη γή του, έχει το δικαίωμα ν’ ανεβαίνη και στο κεφάλι. Και πρόσθεσε: «ο καθένας επιθυμεί να μάθη γράμματα’ ο καθένας επιθυμεί να γίνη πολιτικός (a statesman or a politician)’ κανένας δεν θέλει να ζήση ως απλός, εργατικός κάτοικος της υπαίθρου». Χωρίς να γνωρίζη τη στιγμή εκείνη η ευγενική Σουηδή, πόσο άσχημα είχε συμπεριφερθή απέναντι της Ελλάδος ο Sir Thomas στον αποκλεισμό του 1850 και στη μεγάλη περιπέτεια της κατοχής του Πειραιώς (1854-1857) έδωσε την απάντηση πού του χρειαζόταν: «Δεν συνέβαινε, τάχα, πάντοτε το ίδιο με τον λαό της Παλλάδος Αθηνάς, ακόμα και στους πιό αρχαίους χρόνους;»

                                4

        Αυτή ήταν η απάντηση που έδωσαν η Fredrica  Bremer, οκτώ ημέρες μετά την άφιξή της στην Ελλάδα, στόν Sir Thomas πού είχε ζήσει ήδη πολλά χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο και πού, μολονότι δεν κατάφερε ποτέ να μάθη τι είδους άνθρωποι είναι οι Έλληνες, έγραψε κι αυτός τις εντυπώσεις του από τη χώρα μας και τον λαό της. Κι αν ακόμα είχε καταδεχθή ο Sir Thomas ν’ ακούση να του μιλούν για το μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία φαινόμενο του «κρυφού σχολείου», δεν θα κατάλαβε τίποτε. Τα τέκνα των ισχυρών και πλούσιων λαών πρέπει νάναι ποιηταί, όπως ο Shelley, ο Byron και ο Canning, για να καταλάβουν την ποίηση που υπάρχει στην ψυχή των Ελλήνων.

     Η Fredrica Bremer, με τη βαθειά της διαίσθηση και την έξοχη ματιά της πού ανακάλυπτε αμέσως το αληθινό και το ωραίο, προτίμησε να πιστέψη τον Αλέξανδρο Ραγκαβή παρά τόν Sir Thomas. Ο Ραγκαβής της είπε, ότι υπάρχουν πολλά «φτωχά παιδιά», της επαρχίας που έρχονται στην Αθήνα και εργάζονται ακόμα και «ως υπηρέτες» για νάχουν «την ευκαιρία να φοιτούν ταυτόχρονα στα σχολεία της».

                                5

     Υπήρχαν, βέβαια, και Έλληνες-οι έξυπνοι-πού ασκούσαν κι αυτοί την κριτική τους, μιά κριτική πού δεν απείχε πολύ από τις σκέψεις του Sir Thomas.  Στις 14 Αυγούστου του 1859 παρευρέθηκε η Fredrica Bremer στην ωραία τελετή πού έγινε, όταν ο βασιλεύς Όθων έθεσε τον θεμέλιο λίθο αυτού του οίκου, της Ακαδημίας μας. Την ίδια ημέρα άκουσε έναν Έλληνα να κατακρίνη γαλλιστί τη χειρονομία του βαρώνου Σίνα και να λέη ότι μοιάζει «σά να δίνουμε σε μιά φτωχή γυναίκα ένα κρινολίνο πρίν ακόμα την εφοδιάσουμε με εσώρουχα».

     Αλλά η Ελλάς δεν ήταν ποτέ-ποτέ, σε καμιάν ώρα της ζωής της-μιά «φτωχή γυναίκα». Η Ελλάς ήταν πάντοτε, ακόμα και στις σκοτεινότερες ώρες της ιστορίας της, μιά παρθένος νέα και πλούσια σε ομορφιά, σε ψυχή, σε αλύγιστη κορμοστασιά. Η παρουσία του Θεού ήταν στην Ελλάδα αδιάκοπη’ και η παρουσία αυτή είναι πνεύμα. «Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω» της Ελλάδος και όταν ακόμα η «έρημη» γης της ήταν μιά «ολόμαυρη ράχη».

                                6

     Μιάν ημέρα τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου, γνώρισε η Fredrica-σ’ ένα γεύμα που παρέθεσε γι’ αυτήν η βασίλισσα Αμαλία-τον ιδιαίτερο γραμματέα του Όθωνος, ένα Βαυαρό που εκέρδισε, όπως μας λέει, από την πρώτη στιγμή την εμπιστοσύνη της. Η Βαυαρία ήταν, τότε, ένα σχετικά μικρό κράτος. Έτσι, ο ευγενικός αυτός Βαυαρός, απαλλαγμένος από εθνική αλαζονεία, είχε ανεβή στο επίπεδο εκείνο πού χρειάζεται για να μπορή νάναι κανείς υπερήφανος για έναν άλλο λαό. Όταν συναντήθηκε πάλι με τήν  Fredrica, της διηγήθηκε σε ποιά κατάσταση γύμνιας και ερειπίων βρήκε την Ελλάδα, όταν έφθασε στη χώρα μας με τον νεαρό βασιλέα Όθωνα. Και της είπε: «Οι Γερμανοί πού συνόδευαν τον βασιλέα ήταν υποχρεωμένοι να ζούν σ’ ένα σπίτι πού δεν τους επροστάτευε ούτε από τη βροχή, ούτε από τον βοριά. Αλλά και κανένας Έλλην δεν είχε τίποτε καλύτερο. Αυτός είν’ ένας λόγος παραπάνω που μας επιβάλλει να θαυμάσουμε την επίμονη πολεμική δραστηριότητα του έθνους αυτού κατά των Τούρκων, το θάρρος και την υπομονή που χρειάστηκε για να ανθέξη σε κάθε λογής στέρηση, στην πείνα, προτιμώντας να ζή σε σπηλιές και να υποφέρη από τη στέρηση όλων των ειδών παρά να υποκύψη στον προαιώνιο εχθρό. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου-η μάχη πού έδωσαν τα φιλελληνικά έθνη-είναι, βέβαια, εκείνη πού ήταν τελικά αποφασιστική για την τύχη της Ελλάδος, και η νέα Ελλάς, χωρίς τη ναυμαχία αυτή, δεν θάταν σε θέση να κερδίση την ελευθερία της, αλλά εξαγόρασε τίμια την ελευθερία αυτή με τις πράξεις των υιών και θυγατέρων της πού εθυσίασαν κάθε τι πού διατιμάται από την ανθρωπότητα πολύ υψηλότερα από τον πλούτο της ζωής ειρήνη, ιδιοκτησία, υγεία, ακόμα και την ίδια τη ζωή. Την ώρα της ειρήνης οι περισσότεροι από τους ήρωες του πολέμου της ανεξαρτησίας είχαν πέσει στη γη πού είχαν σώσει, και η γη αυτή ήταν μιά έρημος, όταν η Ελλάς εγέρθηκε-όταν εγέρθηκε ως ελεύθερο κράτος ανάμεσα στα ελεύθερα κράτη του κόσμου»!

     Και η Fredrica Bremer γράφει στο βιβλίο της, ότι η «καρδιά» της συμφώνησε με τους λόγους που άκουσε. Και προσθέτει: «Αισθάνθηκα την αλήθεια τους. Και, ύστερα, ρίξαμε τη ματιά μας στα δενδρύλλια πού μεγάλωναν γύρω μας και στη νέα Αθήνα πού άστραφτε στο φώς του δειλινού, με τα κομψά της σπίτια και τα καμπαναριά των εκκλησιών πού εκτείνονται ανάμεσα στην Ακρόπολη και το Λυκαβηττό. Έτσι μεταμόρφωσαν η ελευθερία και η ειρήνη τη σκηνή στο διάστημα τριάντα ετών».           

                                7

     Και άς πάμε, τώρα, τριάντα ή μάλλον τριανταοκτώ  χρόνια πίσω.

     Ένας Γάλλος ξεκινούσε, στις 18 Ιουλίου του 1821, από τη Μασσαλία. Τ’ όνομά του ήταν Maxime Raybaud. Είχε μπή στο γαλλικό στρατό στα τέλη του 1813, κ’ έτσι-όπως μας λέει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του πού δημοσιεύθηκαν στο Παρίσι, σε δύο τόμους, στο έτος 1824- δεν είχε την ευκαιρία να παρευρεθή παρά μόνο στα τελευταία πολεμικά ατυχήματα της Ναπολεοντείου Γαλλίας. Τον Δεκέμβριο του 1820 είχε περιληφθή στον αριθμό των αξιωματικών πού τους έπληξε ο περιορισμός των στελεχών του γαλλικού στρατού. Λίγο αργότερα έφθασαν στ’ αυτιά του τα νέα από την Μολδαυία και την Βλαχία. Και γράφει: «… αν και υπέφερα από το γεγονός, ότι είχα περισσότερα έτη υπηρεσίας παρά μήνες εκστρατείας, περιορίσθηκα ν’ αναπέμπω ευχές για ένα λαό καταπιεσμένο και δυστυχισμένο’ άλλα έμαθα τότε- και εσκίρτησα-ότι η Ελλάς τίναζε τα δεσμά της». Και έσπευσε ο Γάλλος αξιωματικός πού ήταν μόλις εικοσιπέντε ετών να κατευθυνθή στη Μασσαλία για να βρή τρόπο να φθάση στην Ελλάδα.

     Το φαινόμενο-και δεν ήταν τότε μοναδικό-είχε μέσα του κάτι πού εγγίζει τα όρια του θρησκευτικού μυστηρίου. Η Ιερά Συμμαχία ήταν πανίσχυρη στις αρνήσεις της. Ο Αλέξανδρος της Ρωσίας είχε πέσει στην επιρροή του Metternich, πού φρονούσε ειλικρινώς, ότι «οι λαοί είναι παιδιά ή νευρικές γυναίκες που πιστεύουν στα φαντάσματα». Φάντασμα ήταν για τον Metternich η ελευθερία, και ήταν ευτυχής, όταν διεπίστωσε, ότι τον Καποδίστρια είχε αρχίσει να τον βλέπη ο αυτοκράτωρ της Ρωσίας «ως αρχηγό καρβονάρων». Ο Maxime Raybaud προτίμησε ν’ ανήκη στους «καρβονάρους» πού το συνέδριο του Λάιμπαχ (της Λιουμπλιάνας) είχε θέσει εκτός νόμου λίγες μήνες πρίν (το συνέδριο άρχισε στις 26 Ιανουαρίου και έκλεισε στις 12 Μαϊου του 1821) παρά να μείνη ασυγκίνητος από τα γεγονότα της Ελλάδος. Λίγοι ήταν, άλλωστε οι Γάλλοι που έμειναν ασυγκίνητοι. Είχε αρχίσει στη Γαλλία να πνέη ο άνεμος του ειδικού εκείνου ρωμαντισμού που τον τροφοδότησε ο μέγας μύθος του Ναπολέοντος.

     Ο Maxime Raybaud ξεκίνησε για τη Μασσαλία, χωρίς να ξέρη τι θάβρισκε μπροστά του, με τί μέσον θα πήγαινε στην  Ελλάδα, αν θα ήταν επιθυμητός ή όχι εκεί κάτω, σε ποιό λιμάνι θ’ αποβιβαζόταν, τί φυσιογνωμίες θα είχαν οι άνθρωποι πού θα συναντούσε, τί όπλα θα κρατούσαν τα χέρια τους και σε ποιά γλώσσα θα τους εξηγούσε, ότι η επιθυμία του ήταν να τους βοηθήση. Ξεκίνησε βέβαιος, ότι ο Θεός οδηγούσε τα βήματά του. Τον Μάρτιο του 1821, έπεισε ο Metternich τον Αλέξανδρο της Ρωσίας να πρωτοστατήση, σε μιάν άμεση ενέργεια, με ρώσικα στρατεύματα, στο Πεδεμόντιο, όπου ο κόμης Σανταρόζα-ο θαυμαστός Ιταλός πού, στο 1825, έπεσε μαζί με τον Αναγνωσταρά, στη Σφακτηρία-είχε υψώσει, τις ίδιες περίπου ημέρες που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε εισβάλει στις παρίστριες ηγεμονίες, τη σημαία της ελευθερίας. Και ο αυτοκράτωρ της Ρωσίας-ο Καποδίστριας θα παρακολούθησε τη σκηνή μελαγχολικός-απάντησε, όπως διηγείται ο Friedrich von Gentz, σε όσους έσπευσαν να τον συγχαρούν και να εκφράσουν τον θαυμασμό τους: «Όχι δε μένα, αλλά στον Θεό πρέπει ν’ απευθύνεται τους λόγους σας». Ένας άλλος, ο καρδινάλιος Σπίνα, είχε διατυπώσει δυό μήνες πρίν, όταν τον εκάλεσαν στο Λάϊμπαχ οι ηγέτες της Ιεράς Συμμαχίας για να του πούν να συμβάλη ο Πάπας Πίος ο έβδομος στην καταστολή της ανταρσίας της Νεαπόλεως, μια βαρυσήμαντη φράση. Είπε, ότι ο Πάπας, «ως τοποτηρητής του Θεού της ειρήνης», ήταν υποχρεωμένος, ν’ αποφύγη την εμπλοκή του σε πολεμικές ενέργειες.

     Έχουμε, λοιπόν, τρείς φάσεις του Θεού που δεν είναι δυνατό νάναι και οι τρείς αληθινές. Πού βρισκόταν, την ώρα εκείνη, ο αληθινός Θεός; Η ιστορία έδειξε-και η ιστορία είναι «η πορεία του Θεού επάνω στα έθνη», όπως έλεγε ο Herder-ότι τον Ιούλιο του 1821, καθοδηγούσε ο Θεός τα βήματα του Maxime  Raybaud.

                                8

          Όταν έφθασε ο Raybaud στη Μασσαλία, είχε σκοπό να κατευθυνθή στο Λιβόρνο για ν’ αναζητήση εκεί καράβι πού θα πήγαινε στην Πελοπόννησο. Αλλά, στις 10 Ιουλίου, είδε να μπαίνη στο λιμάνι της Μασσαλίας ένα υδραίϊκο μπρίκι. Το μπρίκι αυτό είχε φορτώσει όπλα και πολεμοφόδια στην Ιταλία και επρόκειτο να παραλάβη κι άλλα στη Γαλλία. Το είχε ναυλώσει ένας Έλλην πού, αν και ήταν μόλις τριάντα ετών, είχε ήδη αποκτήσει όνομα. Είχε παραλάβει τ’ όνομά του και από άλλους σπουδαίους Έλληνες. Όταν άκουσε-και βρισκόταν στην Πίζα μαζί με τον έξοχο μητροπολίτη Ιγνάτιο-ότι η Ελλάς επαναστάτησε, ότι στην Πάτρα και στα Καλάβρυτα με ιερά ορμητήρια στα μοναστήρια του Ομπλού και της Αγίας Λαύρας, αλλά και στη Γορτυνία και στη Μάνη και στην Καλαμάτα, είχε εγερθή το Γένος, έκαμε το σταυρό του και ξεκίνησε. Το δράμα του Δραγατσανίου, πρόσφατο και ζεστό, δεν τον έκαμε σκεπτικό’ τον έκαμε, αντίθετα, αποφασιστικότερο. Δεν του άρεσε, άλλωστε, ότι ο Υψηλάντης είχε αναλάβει την ηγεσία. Ο  Maxime  Raybaud έμαθε, ότι ο Έλλην αυτός-ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος-ήταν στην Μασσαλία. Και ζήτησε να παρουσιασθή ενώπιόν του. «Με δέχθηκε», γράφει ο πρώην αξιωματικός του γαλλικού στρατού, «με την άνετη εκείνη ευγένεια που διακρίνει Lhome du monde, με την ειλικρινή εγκαρδιότητα πού έχει τόση γοητεία για όποιον υπήρξε στρατιώτης…. Εκφράζεται στη γαλλική με χάρη και ευκολία, και έκτοτε είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω, ότι υπάρχουν μόνο λίγες γλώσσες, απ’ όσες μιλούνται στην Ευρώπη ή στην Ανατολή, πού να μην τις κατέχη περίπου στον αυτό βαθμό».

                                9

     Σκέφθηκε ποτέ ο Sir Thomas Wyse, και σκέφτηκαν, τάχα, όσοι αντιπρόσωποι μεγάλων κρατών, από τότε έως ακόμα και σήμερα, κάνουν το δάσκαλο στους Έλληνες, τί εσήμαινε το φαινόμενο πού είδε ο Maxime  Raybaud ενσαρκωμένο στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο:

     Είχαν περάσει σχεδόν τετρακόσια χρόνια από τον καιρό πού οι ελληνικές χώρες είχαν πέσει στο σκοτεινότερο καθεστώς δουλείας. Τετρακόσια χρόνια είναι ικανά να σβήσουν λαούς. Είναι πάντως, ικανά-όταν ο κατακτητής, παρά τις ανθρώπινες αρετές του ασιατικού τύπου, είναι απόλυτα ξένος προς το νόημα της παιδείας, όπως γεννήθηκε η Ελλάδα και επεκράτησε στην Ευρώπη-να μαράνουν τον υπόδουλο λαό σε σημείο πού να χάση τη συνείδηση της ιστορικής αποστολής του, ακόμα και τη μνήμη του. Αυτό, όμως, δεν μπορούσε να συμβή με τους Έλληνες. Και δεν συνέβη. Οι Έλληνες κατάφεραν κάτι που είναι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία και που κάνει περιττή κάθε άλλη προσπάθεια ν’ αποκρουσθή η ανόητη αμφισβήτηση του γεγονότος, ότι, κάτω από τον γαλάζιο ουρανό μας, εξακολουθούσε να ζή στο 1821 ο ίδιος λαός πού εχάρισε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη την ιδέα της παιδείας. Ο μόνος λαός πού ήταν αδύνατο να χάση την παιδεία του είναι εκείνος που εφεύρε την παιδεία. Και μόνον ο λαός εκείνος που έχει μέσα του έμφυτη την ιδέα της παιδείας μπορεί, ύστερ’ από τετρακόσια χρόνια δουλειάς, να επιτρέπη σε ορισμένα τέκνα του να είναι άτομα, προσωπικότητες, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος πού με έκπληξη τον είδε μπροστά του στη Μασσαλία ο Maxime Raybaud, όπως ο Καποδίστριας, υπουργός του αυτοκράτορος της Ρωσίας, όπως ο σοφός των Παρισίων Αδαμάντιος Κοραής πού τις κριτικές παρατηρήσεις του σε αρχαία ελληνικά κείμενα εξακολουθούν και σήμερα να τις προσέχουν και να τις μνημονεύουν οι κριτικοί των κειμένων αυτών, όπως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πού  είχε χάσει το χέρι του πολεμώντας τον Ναπολέοντα και έγινε υπασπιστής του Τσάρου και στρατηγός του ρωσικού στρατού σε ηλικία εικοσιπέντε ετών, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι πού είχαν πλημμυρίσει την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αυστρία και τη Ρωσία ως δαιμόνιοι εργάτες των γραμμάτων και του εμπορίου, καθοδηγημένοι από την Αθηνά και τον Ερμή.

     Ο Wilhelm Schwartz-στο εξαίρετο βιβλίο του «Η Ιερά Συμμαχία» που βγήκε στο 1935-γράφει: «Ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος ήταν» (στο 1821) «ουσιαστικά ελληνική» και μάλιστα από κάθε άποψη, από άποψη «πολιτιστική, οικονομική, θρησκευτική και διοικητική». Αφού ο κατακτητής ήταν ανίκανος να εμποδίση και είχε μάλιστα την ασιατική σοφία να ευνοήση την εξέλιξη αυτή του υπόδουλου ελληνικού Γένους, πώς δεν κατάφεραν να επωφεληθούν από τη στάση αυτή των Τούρκων, οι άλλοι υπόδουλοι λαοί; Πώς δεν το κατάφεραν οι Σέρβοι ή οι Βούλγαροι, λαοί γενναίοι  και φυλετικά ισχυροί πού είχαν μάταια διεκδικήσει άλλοτε κι αυτήν ακόμα την πορφύρα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων;  Πώς συνέβη, ώστε και σ’ αυτή τη Ρουμανία, όπου ζούσε λαός με κάποια λατινική παράδοση ή και καταγωγή, να εγκατασταθούν ηγεμόνες Έλληνες και να ιδρύσουν σχολεία ελληνικά, ακόμα και την Ακαδημία του Ιασίου, ένα σπουδαίο πανεπιστήμιο με σχολές Φιλολογίας, Μαθηματικών, Φυσικών και Θεολογίας. Κι αυτοί ακόμα οι Αλβανοί πού, ως απόγονοι των Ιλλυριών, είχαν συγγένεια με τους Έλληνες, έδειξαν πνευματική πρωτοβουλία και ηθική αρετή μόνον ως λαϊκό στοιχείο που διασταυρώθηκε ή και συγχωνεύθηκε με το ελληνικό Γένος.

10

     Η καλή μας φίλη Fredrica Bremer σταμάτησε ιδιαίτερα στο καταπληκτικό φαινόμενο πού παρουσίασε το ελληνικό Γένος στους αιώνες της δουλείας, ένα φαινόμενο πού το ζωντάνεψε και το ανέβασε στο φώς, όπου και ανήκει, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης με το έργο του «Οι Μαυρόλυκοι». Και γράφει η Σουηδή φίλη μας, ότι «φύσεις από καταγωγή ευγενικές, είτε άτομα είναι, είτε έθνη, μπορεί να πέσουν βαθειά, αλλά είναι αδύνατο να καταστραφούν. Ο μέγας δάσκαλος, η ατυχία…, ενεργεί επάνω στις τέτοιες φύσεις σα μιά δύναμη αναγεννητική…». Και προσθέτει η Fredrica, ότι μεσ’ στη μαύρη ακριβώς νύχτα της κακής τύχης, της κυριαρχίας των Τούρκων επάνω στην Ελλάδα που έπιασε τετρακόσια σχεδόν χρόνια, διακρίνουμε την παρουσία «του πνεύματος πού αγαπάει το φώς»’ έτσι βεβαιώθηκε «ότι η αρχαία Ελλάς εξακολουθεί να ζή».

      Τον Ρήγα και τον Κοραή ξεχωρίζει η Σουηδή φίλη μας ως τους δύο Έλληνες πού, στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνα, πρόβαλαν ως οι ηγέτες του Γένους, ο ένας της πολιτικής ελευθερίας του και ο άλλος της πνευματικής. Αλλά προχωρεί και επισημαίνει κάτι πολύ σημαντικότερο. Πέρ’ από το φαινόμενο των Ελλήνων πού ως άτομα, ως ξεχωριστές προσωπικότητες, κατάφεραν να μορφωθούν και να διακριθούν έξω από την Ελλάδα-πολλοί απ’ αυτούς επέστρεφαν, όπως λέει, στην υπόδουλη πατρίδα τους-σημειώθηκε κάτι άλλο πού με την ποιητική της διαίσθηση το πρόσεξε και τόχε θαυμάσια επισημάνει.

     «Ενώ οι κοιλάδες», γράφει η Fredrica Bremer, μιλώντας για το παρελθόν στον ενεστώτα, «μοιάζουν βυθισμένες στον ύπνο της δουλείας, οι φωτισμένες από τον ήλιο κορυφές της Ελλάδος είναι οι κοιτίδες της ελευθερίας. Από τις κορυφές αυτές, όπου κατοικεί ο κεραυνός ακούσθηκαν οι φωνές θαρραλέων ανδρών πού αγαπούσαν την ελευθερία…». Οι άνδρες αυτοί ήταν οι Κλέφτες. Τα «τραγούδια» τους έχουν, όπως παρατηρεί πολύ σωστά, «κάτι από το αρχαίο ελληνικό ποιητικό πνεύμα». Και τ’ ονομάζει η Σουηδή ποιήτρια, παραπέμποντας στο έργο του φίλου της Αλεξάνδρου Ραγκαβή “Esquisses de la litterature Greeque moderbe”, «ισχυρό» το λαϊκό στρώμα «των ανώνυμων ποιητών και ηρώων». Παραθέτει, μάλιστα, μεταφράσεις χαρακτηριστικών στίχων των λαϊκών μας τραγουδιών και παρατηρεί, ότι, «όπως και στην αρχαία μυθολογία, έτσι και στα τραγούδια αυτά, κάθε σπηλιά και κάθε πηγή κατοικείται από μιά νύμφη’ και ολόκληρη η φύση με όλες τις υπάρξεις της συμμερίζεται με στοργή την τύχη των γενναίων». Μνημονεύει και το τραγούδι που εμφανίζει τον Όλυμπο να μαλώνη με τον Κίσσαβο (την Όσσα), χωρίς να γνωρίζη (αν το εγνώριζε, θα το έλεγε), ότι κι αυτός ο Goethe το είχε όχι μόνο προσέξει, αλλά και μεταφράσει στα γερμανικά.

                                11

     Όταν αντίκρισε ο Maxime Raybaud τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στη Μασσαλία, δεν θα ήξερε ακόμα, ότι αυτός ο περίεργος λαός που ονομάζεται ελληνικός-ο λαός των Γραικών –ήταν και ως ανώνυμο σύνολο στο ύψος εκείνων των τέκνων του που είχαν, ως άτομα, την ευκαιρία να εκπαιδευθούν στο εξωτερικό. Δεν εκπηδούν προσωπικότητες από τους κόλπους ενός λαού παρά μόνον, αν αποτελή και ο ίδιος προσωπικότητα. Και κάτι άλλο θα έμαθε ο νεαρός Γάλλος αξιωματικός, όταν έφθασε στην Ελλάδα. Θα είδε, ότι ο λαός που αποτελεί ως ανώνυμο σύνολο προσωπικότητα, αφήνει να ξεπηδήσουν από τους κόλπους του, όταν χτυπήσουν γι’ αυτόν οι καμπάνες, πλήθος άτομα πού, χωρίς να έχουν υποστή την παραμικρή καλλιέργεια σε σχολεία και πανεπιστήμια, αποκτούν όνομα και προβάλλουν ως προσωπικότητες’ προβάλλουν ως προσωπικότητες όπως και οι ήρωες του Ομήρου. Έτσι δημιουργήθηκε το θαυμάσιο τρίπτυχο: ανώνυμο σύνολο, λόγιοι και καπεταναίοι. Μεταξύ των λογίων και καπεταναίων-σ’ ένα ενδιάμεσο στρώμα-πρέπει να κατατάξουμε τους προκρίτους εκείνους πού πήραν το σπαθί στο χέρι ή τους ιερωμένους δεσποτάδες και διάκους, που αναδείχθηκαν στρατοκαλόγεροι. Ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους ήταν το ανώνυμο σύνολο, το αίμα, η καρδιά του λαού. Οι λόγιοι και οι καπεταναίοι εμαθήτευσαν ουσιαστικά πλάι στον μέγαν αυτόν διδάσκαλο. Χωρίς αυτόν, τα πανεπιστήμια της Δύσεως δεν θα έδιναν τίποτε στους Έλληνες που είχαν την τύχη να σπουδάσουν έξω. Και δεν θα έδινε, επίσης, τίποτε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη η στρατιωτική του πείρα στα νησιά του Ιονίου, αν δεν τον είχε εκπαιδεύσει-αυτόν τον μέγαν αγράμματο-το κλέφτικο τραγούδι, το ανώνυμο, πού –πολύ περισσότερο από τις σοφές διατριβές του Κοραή και των άλλων λογίων-κράτησε ως βαρύτιμος κρίκος σφιχτή και άθραυστη την αλυσίδα του Γένους από την Ιλιάδα του Ομήρου και μέσω του κύκλου του Διγενή Ακρίτα ή και του Ερωτόκριτου ως το 1821 και ως τον λεπτόν ωτακουστή της λαϊκής ψυχής, τον Διονύσιο Σολωμό. 

                                12

     Δεν άργησε να γνωρίση ο Raybaud τους καπεταναίους. Αλλά τους είδε, βέβαια, με τα μάτια του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που πλάϊ του έμεινε, ένα ορισμένο διάστημα χρόνου, ως υπασπιστής και επιτελής. Στις 18 Ιουλίου του 21 (με το νέο ημερολόγιο), απέπλευσε μαζί του από τη Μασσαλία. Στο υδραίϊκο μπρίκι ήταν ο Raybaud με άλλους τέσσερες συμπατριώτες του. Και οι πέντε Γάλλοι αξιωματικοί βρέθηκαν μαζί, χωρίς νάχουν συνεννοηθή μεταξύ τους. Εκτός από το πλήρωμα, οι επιβάτες ήταν ογδόντα’ οι πέντε Γάλλοι, μερικοί Ιταλοί από το Παδεμόντιο, και όλοι οι άλλοι Έλληνες πού, όπως γράφει ο Raybaud «επέστρεφαν στην πατρίδα τους για να την υπηρετήσουν με το θάρρος τους, με τα μπράτσα, καθώς και με τις γνώσεις που είχαν πάει ν’ αντλήσουν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ιταλία». Και αναφέρει ο Raybaud τα ονόματα του Νικολάου Λουριώτη, του Γεωργίου Πραϊδη, του Γεωργίου Σέκερη, του Σεβαστοπούλου, του Ψύλλα, του Παυλίδη, του Κατινάκη. Όπως ήταν φυσικό, οι περισσότεροι από τους Έλληνες αυτούς συνδέθηκαν τόσο με τον Μαυροκορδάτο πού έγιναν οπαδοί του. Ο πρίγκιψ Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν ηγετική φυσιογνωμία. Όπως είχε σαγηνεύσει στην Πίζα το ζεύγος Shelley κ’ έκαμε τον ποιητή να του αφιερώση –«ως δείγμα θαυμασμού, αγάπης και φιλίας»-το δραματικό του ποίημα «Ελλάς», που τελειώνει με το θαυμάσιο χωρικό:

        “The world’s great age begins anew,

                   The golden years return…”

έτσι έδεσε κοντά του και τους περισσότερους νεαρούς Έλληνες πού έτυχε να ταξιδέψουν μαζί του. Το ταξίδι αυτό- ένα από τα αμέτρητα θρυλικά και επικίνδυνα ταξίδια των Ελλήνων επάνω στα κύματα της Μεσογείου-ήταν μιά σταυροφορία πού δεν είχε πίσω της κανένα κράτος, κανέναν αυτοκράτορα ή βασιλέα, κανέναν Πάπα, κανένα στήριγμα. Το μόνο στήριγμα ήταν η καρδιά των ίδιων των αυτοσχέδιων σταυροφόρων, και προπάντων η καρδιά εκείνου που είχε και το ισχυρότερο, ανάμεσα σ’ όλους, πνεύμα.

                                13

     Πρίν ξεκινήσουν από τη Μασσαλία, οι εφημερίδες των Παρισίων είχαν γράψει, ότι η Πάτρα, το κάστρο της, είχε πέσει στα χέρια των Ελλήνων. Έτσι αποφάσισαν να κατευθυνθούν  εκεί, όπου ο επίσκοπος Γερμανός περίμενε, συνεννοημένος με τον εξόριστο Ιγνάτιο, τον τέως μητροπολίτη Άρτης και Ναυπάκτου και πρόεδρο, ύστερα, της εκκλησίας Ουγγροβλαχίας, τα πολεμοφόδια που έφερνε ο Μαυροκορδάτος. Προνοητικός, όμως, ο ηγέτης, σκέφθηκε-αφού είχε φθάσει το πλοίο, στις 31 Ιουλίου, στο στενό που χωρίζει τη Ζάκυνθο από τον Μοριά-να τραβήξη προς τον βορράν, προς την Κεφαλληνία. Και στριφογύριζε το μπρίκι ολόκληρη την πρώτη Αυγούστου αναζητώντας κανένα ελληνικό πλοιάριο πού θα μπορούσε να δώση θετικές πληροφορίες. Προς το βράδυ της ημέρας εκείνης απάντησαν οι περιπλανώμενοι μιά κεφαλλονίτικη ψαροπούλα και πληροφορήθηκαν, ότι στο κάστρο των Πατρών, καθώς και σ’ όλα τα οχυρά της Ελλάδος, κυματίζει ακόμα η ημισέληνος.

     Το κάστρο των Πατρών θα είχε πέσει, τρείς περίπου μήνες πρίν, αν δεν έσπευδε ο Γιουσούφ Πασάς να βοηθήση τους πολιορκημένους Τούρκους. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Ανδρέας Ζαϊμης, ο Μπενιζέλος Ρούφος,  ο Ανδρέας Λόντος και ο Νικόλαος Λόντος το είχαν σφίξει το κάστρο τόσο πού, αν καθυστερούσε ο Γιουσούφ δύο τρείς μέρες, θα είχε κυριευθή. Και θάταν τότε αδύνατο να το πλησιάση ο ελληνομαθής πασάς της Ευβοίας πού, ενώ ήταν αδίστακτος για το κακό και παρέδωσε την πόλη των Πατρών στο πύρ και τον άμαχο πληθυσμό της στον πιό αποτρόπαιο θάνατο, δεν είχε την τόλμη ν’ αντιμετωπίση τις ομάδες των πολεμιστών πού τον περίμεναν στον Ομπλό ή και λίγο έξω από την κατεστραμμένη πόλη. Τις σκηνές αυτές τις παρακολούθησε και ο Ρουμελιώτης Ιωάννης Μακρυγιάννης πού είχε, εικοσιπέντε χρονών τότε, σταλή από την Άρτα στην Πάτρα για να ζητήση οδηγίες για τον αγώνα.

     Όταν έμαθε, λοιπόν, τά θλιβερά νέα ο Μαυροκορδάτος, αποφάσισε να χρησιμοποιήση ως πρώτη σκάλα το Μεσολόγγι, χωρίς να ξέρη κάν αν είχε επαναστατήσει η πόλη πού τάχθηκε να γίνη αργότερα ένα παγκόσμιο σύμβολο. Αφού αγκυροβόλησε, στις 2 Αυγούστου, έστειλε στην πόλη τον Παυλίδη και τον Ψύλλα, με μιά βάρκα, για να μάθουν τι γίνεται. Τη νύχτα γύρισαν οι δυό τους και ανάγγειλαν, ότι το Μεσολόγγι είχε πραγματοποιήσει μιάν αναίμακτη ανταρσία και ότι είχαν φυλακισθή ο διοικητής και οι τουρκικές οικογένειες πού ζούσαν εκεί.

                                14

     Την άλλη μέρα, αφού ανέβηκαν στο υδραϊικο μπρίκι μερικοί πρόκριτοι του Μεσολογγίου, μπήκαν ο Μαυροκορδάτος και όσοι ταξίδεψαν μαζί του σε μικρές βάρκες-στα «μονόξυλα», όπως τά ονόμαζαν-για να διασχίσουν τη λιμνοθάλασσα. Όλοι οι κάτοικοι είχαν βγή στην ακτή να τους υποδεχθούν. Όταν πάτησαν το πόδι τους στη γή, έγιναν δεκτοί με τουφεκίδι-εκρότησαν και μερικά κανόνια-και ακούσθηκε η κραυγή «ζήτω η ελευθερία» πού αντήχησε χιλιάδες φορές. Ο  Maxime Raybaud παραθέτει στην αφήγησή του τις λέξεις «ζήτω η ελευθερία» στα ελληνικά. Και τις μεταφράζει και γαλλικά: «vive la liberte”. Σπεύδει όμως, να προσθέση τη φράση: «Ζητώ συγγνώμη από τον αναγνώστη για τη μετάφραση αυτή πού του δίνω’ είμαι βέβαιος, ότι θα την είχε μαντεύσει».

       Αφού, δοκιμάζοντας πρώτη φορά ο Raybaud την ελληνική φιλοξενία, ήπιε πρώτα τον καφέ του και ύστερα έφαγε καλά στο σπίτι που είχε προετοιμασθή για τους ξένους, αφήκε τον Μαυροκορδάτο-τον άνθρωπο της ημέρας πού τ’ όνομά του συνδέθηκε, από τότε, στενά με το Μεσολόγγι-ν’ ανταλλάξη σκέψεις με όσους είχαν συγκεντρωθή γύρω του (όλοι, όπως γράφει, ονόμαζαν ο ένας τον άλλον «καπιτάνο») και βγήκε, μαζί με τους συμπατριώτες του, να ιδή την πόλη. Τρία πράγματα του έκαμαν εντύπωση: οι ωραίες γυναίκες (έτσι τουλάχιστον του φάνηκαν, όπως λέει, οι περισσότερες Μεσολογγίτισσες πού είχαν βαμμένα κόκκινα τα νύχια τους και χρωματίσει τα χείλη τους με άγουρο αμύγδαλο), οι πολλές εκκλησίες πού το εσωτερικό τους ήταν αρκετά διακοσμημένο, και οι πολλοί καφενέδες στις καλά εφοδιασμένες αγορές. Στους καφενέδες αυτούς μαζεύονταν, όπως γράφει, «οι αργόσχολοι του τόπου πού πήγαιναν εκεί να μάθουν ή να φέρουν ή να συζητήσουν τα νέα της ημέρας». Όταν έφθασε, «όλες οι φήμες, καθώς και όλες οι συζητήσεις, στρέφονταν γύρω από την πολιορκία πού αντιμετώπιζε ο Αλής στο κάστρο του των Ιωαννίνων», λέει σε μιάν υποσημείωση ο Γάλλος αξιωματικός, προσθέτοντας, ότι τα Γιάννενα απέχουν τέσσερες ημερήσιες πορείες από το Μεσολόγγι.

     Από ‘κει πάνω, από τα Γιάννενα, είχε φύγει ήδη-χωρίς να μαρτυρήση στον Αλή πασά την πρόθεσή του να τον εγκαταλείψη-ένα άλλος Έλλην με φωτεινό πνεύμα και βαθειά γνώση των ανθρώπινων πραγμάτων, η δεύτερη ηγετική πολιτική φυσιογνωμία του καιρού εκείνου πού ήταν επόμενο να διασταυρωθή θετικά και αρνητικά με τον Μαυροκορδάτο. Ήταν γιατρός’ είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Είχε συνάψει, στα Γιάννενα, ερωτικές σχέσεις με την αδελφή της θρυλικής Βασιλικής πού ήταν η παρηγοριά του γέρου Αλή πασά. Τ’ όνομά του ήταν Ιωάννης Κωλέττης. Τον χειμώνα του 1820-1821 είχε καταφύγει στα βουνά της Ηπείρου και πολέμησε. Ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης έχει πολύ υποβλητικά συλλάβει, στο τελευταίο του έργο «Ελληνικός Όρθρος», την υπέροχη περιπέτεια. Τη σκηνή του αποχωρισμού του Κωλέττη από τα βουνά του την περιγράφει ως εξής: «έβαλε» τα δεκαπέντε παλικάρια πού είχαν απομείνει μαζί του «σε μιά γραμμή,  απάνω στο διάσελο, με πρόσωπο κατά το Συρράκο» (το πατρικό του χωριό πού ήταν και η ιδιαίτερη πατρίδα του Γεωργίου Ζαλοκώστα και όπου γεννήθηκε αργότερα και ο Κώστας Κρυστάλλης), «και τους πρόσταξε να ρίξουν από τρείς ντουφεκιές όλοι μαζί, στον αέρα. Αφού χαιρέτησαν έτσι τα γονικά τους χώματα και τ’ αποχαιρέτησαν, έκαναν όλοι το σταυρό τους και κίνησαν τον κατήφορο κατά το επαναστατημένο Μεσολόγγι.

     Πρίν ακόμα γίνη το Μεσολόγγι η Ιερουσαλήμ του Έθνους, όλοι κινούσαν προς τα εκεί. Με τον θαυμάσιο Μάρκο Μπότσαρη εκεί συνδέθηκε ο Μαυροκορδάτος. Εκεί πήγε και ο Κωνσταντίνος Μεταξάς, αφού πολέμησε με τους Κεφαλλονίτες του στο Γεροκομείο των Πατρών και στο Σαραβάλι, κ’ εκεί τον γιάτρεψε-είχε πάθει τύφο-ο Κωλέττης. Εκεί έφεραν νεκρό-στις 10 Αυγούστου του 1823 (με το παλαιό ημερολόγιο)-τον Μάρκο Μπότσαρη’ «τριάκοντα επτά βολαί κανονίου, ανά πάν τέταρτον της ώρας, ανήγγειλον την ηλικίαν του Μάρκου» γράφει στα «απομνημονεύματά» του ο Κωνσταντίνος Μεταξάς πού πρώτος, μαζί με τον αρχιερέα, έριξε «γήν» για να θάψη «τάς μεγάλας ελπίδας, τάς οποίας εν αυτώ έτρεφεν η πατρίς». Κ’ εκεί, στο Μεσολόγγι, έφθασε, στις 24 Δεκεμβρίου του 1823, ο ποιητής που εξαγιάσθηκε στην ιερή μας γη, ο Λόρδος Μπάϊρον, και δύο μέρες αργότερα είχε μιά πολεμική σύσκεψη με τον Μαυροκορδάτο και τον Μεταξά πού την είχε περιγράψει ο τελευταίος. Και ποιός δεν πήγε στο Μεσολόγγι και πόσοι έμειναν για πάντα εκεί και δεν έφυγαν πιά ποτέ! Η μόνη τους έξοδος ήταν προς την αθανασία.  

                                15

     Ο Pouqueville πού γνώρισε καλά την Ελλάδα και πρίν από την Επανάσταση γράφει κάτι πού πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα. Μιλώντας για το έτος 1820-άρα, για ένα έτος που ήταν ακόμα έτος προσδοκίας και φόβου μεσ’ στο σκοτάδι-, γράφει, ότι ξαφνικά, από μιά μέρα στην άλλη, βρέθηκε στα χείλη όλων ένα όνομα πού, ως τότε, είχε πέσει σε αχρηστία, το όνομα: Ελλάς.

     Έτσι σημειώνονται τα θαύματα. Πρίν γίνουν οι Γραικοί άξιοι για το θαύμα, απέφευγαν να προσφέρουν τ’ όνομα πού, χωρίς άλλο, εγνώριζαν. Και ξαφνικά το επρόφεραν. Το είχαν αιώνες κρυμμένο μέσα τους. Και κάποια μέρα-μιά μέρα πού ήταν ακόμα νύχτα βαθειά- απεφάσισαν να εκστομίσουν τα πέντε αιώνια γράμματα, απεφάσισαν (όπως προσθέτει ο Pouqueville ) να μιλήσουν για «πατρίδα», για «δόξα»,  για «βωμούς που πρέπει ν’ αναστηλωθούν».

     Τί είχε συμβή; Στο 1820 δεν είχε συμβή ακόμα τίποτε το φανερό. Είχε, όμως, κυκλοφορήσει ένα μυστικό. Το μέγα μυστικό λεγόταν Φιλική Εταιρεία. Πρώτος πυρήνας της ήταν ο ώριμος Νικόλαος Σκουφάς (βαθύ του βίωμα η τραγωδία του Ρήγα) και ο νεαρός Αθανάσιος Τσακάλωφ. Η εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό, στο 1816, με τρίτο είτε τον Εμμανουήλ Ξάνθο είτε τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Όταν η έδρα της μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, είχε γενναιόδωρο χορηγό και, μετά το θάνατο του Σκουφά, «πραγματικόν αρχηγόν» της, όπως γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος στο ιστορικό του έργο για την Ελληνική Επανάσταση που αποτελεί συγγραφικόν άθλο, τον Τριπολιτσιώτη μεγαλέμπορο Παναγιώτη Σέκερη, αδελφό του Γεωργίου που ταξίδεψε μαζί με τον Μαυροκορδάτο και τον Raybaud. Πώς μπορούσε, όμως, να πιάση η μεγάλη αυτή υπόθεση, αν γινόταν γνωστό, ότι στην κορυφή της εταιρείας-μέλη της «αρχής» που διοικούσε τα πάντα-ήταν μερικοί έμποροι κ’ ένας σπουδαστής; Το μέγα, λοιπόν, μυστικό έπρεπε να γίνη ακόμη μυστικότερο μ’ έναν ψίθυρο που έφθασε στ’ αυτιά χιλιάδων υπόδουλων ελλήνων, με τη φήμη, ότι η αρχή-«αυτή η δύναμη, η σκοτεινή, η αθέατη πού απ’ αυτήν εκπορεύονται τα πάντα», όπως έγραψε, στο 1824 ο Alphonse  Rabbe-ήταν ένα μεγάλο χριστιανικό κράτος ή έστω ο Καποδίστριας πού ήταν ακόμα ο πανίσχυρος υπουργός του αυτοκράτορας της Ρωσίας.

    Ναι, ποτέ στην παγκόσμια ιστορία τόσο άσημοι άνδρες-απλοί ιδιώτες-δεν κατάφεραν κάτι το τόσο σημαντικό που εγκαινίασε μιά νέα εποχή στην Ευρώπη ολόκληρη. Μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα, οι «απόστολοι» της μυστικής εταιρείας και της ακόμα πιό μυστικής «αρχής» είχαν οργώσει την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και τα Επτάνησα, σε μεγάλο βαθμό και ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου. Χιλιάδες είχαν μυηθεί, όταν, τον Απρίλιο του 1820, δέχθημε μ’ ενθουσιασμό ν’ αναλάβη την αρχηγία, μόνος και απόλυτος πιά αρχηγός, ο στρατηγός του Τσάρου Αλέξανδρος Υψηλάντης. Ο Καποδίστριας ήξερε καλά το μυστικό-το ήξερε και πρίν του το εμπιστευθή, ο Υψηλάντης, γιατί του είχε μιλήσει ο Ξάνθος, καθώς και ο άγνωστός του δήθεν συγγενής Γαλάτης-και, αν και είχε τις επιφυλάξεις του, τόθαψε μέσα του. Ο Αλή πασάς τα είχε όλα μυριστή και έπαιζε το δικό του παιχνίδι. Μόνον η «Υψηλή Πύλη» θεωρούσε αστεία τα όσα καταγγέλλονταν, προπάντων αν τα μηνούσε ο Αλή πασάς, και, όπως ο απατημένος σύζυγος που ξυπνάει μόνον, όταν ξεσπάση το σκάνδαλο, πίστεψε τελευταία στην αλήθεια, δηλαδή πίστεψε, όταν  την αισθάνθηκε επάνω της να καίη.

                                16

     Έτσι ξαναθυμήθηκαν πάλι όλοι-ή μάλλον μετέφεραν από την αιώνια μνήμη του Γένους στα χείλη τους-το όνομα «Ελλάς» προτού επαναστατήσουν. Και από τη στιγμή πού το ξαναθυμήθηκαν, δε μπορούσαν παρά να επαναστατήσουν. Γι’ αυτό και δεν έχει σημασία, ποιός άρχισε πρώτος και ποιός δεύτερος, σε ποιο σημείο του Μοριά ακούσθηκε το πρώτο τουφέκι και σε ποιό το δεύτερο. Τις ίδιες μέρες-στις 23 Μαρτίου-στην άλλη άκρη του Ελληνικού, στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, φόρτωσε ο έξοχος Σερραίος Εμμανουήλ Παπάς όπλα και πολεμοφόδια στο πλοίο του Χατζή Βισβίζη και τα πήγε στο Άγιον Όρος, στην περιλάλητη μονή του Σωτήρος Χριστού, του Εσφιγμένου. Σοφά φρόντισε η παράδοση-η λαϊκή και η λογία-να συγχωνεύση όλα τα ξεκινήματα σ’ ένα συμβολικό μέγα ξεκίνημα και να το συνδυάση με την άγια ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Αν στηριχθούμε στα απομνημονεύματα του Παλαιών Πατρών Γερμανού, του ενδόξου Δημητσανίτη, τα πράγματα και τα πνεύματα είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε «οι εν Πάτραις Τούρκοι, μαθόντες τα τοιαύτα, έμβασαν ευθύς τας φαμίλιας των εις το Κάστρον’ είτα τη 21η Μαρτίου εξήλθον ένοπλοι εις την αγοράν της πόλεως και περιεκύκλωσαν πρώτον το οσπίτιον του Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου» (του θαυμάσιου αυτού Έλληνος), «όπου υπώπτευον, ότι ευρίσκονται εναποτεθειμένα άρματα’ αλλά, με το να εύρον κεκλεισμένας τάς θύρας, άρχισαν τον πόλεμον έξωθεν, και του εφόνευσαν εις το παράθυρον ένα άνθρωπον’ ύστερα έβαλον πυρκαϊάν  εις τα πέριξ οσπίτια. Είς δε την Μητρόπολιν δεν ετόλμησαν να πλησιάσουν, νομίζοντες, ότι ευρίσκοντο μέσα Έλληνες κεκρυμμένοι’ εκτυπούσαν όμως από το Κάστρον με τα κανόνια τόσον την Μητρόπολιν, όσον και άλλα οσπίτια΄ η δε πυρκαϊά εκτανθείσα κατέκαυσεν ικανά οσπίτια’ ότε τινές των Ελλήνων οπλισθέντες εξήλθον εις τους δρόμους, οι δε Τούρκοι ευθύς εκλείσθησαν  εις το Κάστρον». Και τότε, δυό-τρείς ημέρες αργότερα, «εμβήκαν εις τας Πάτρας», με πεντακόσιους οπλισμένους άνδρες, ο Παλαιών Πατρών και ο Ανδρέας Ζαϊμης-τους είχε απαλλάξει ήδη από κάθε δισταγμό μέσα τους ο Ασημάκης Φωτήλας, στη σύσκεψη της Αγίας Λαύρας πού έγινε στις 10 Μαρτίου- «και ευθύς έγινε στενοτάτη πολιιορκία των Τούρκων εις το φρούριο. Κατά δε τάς πρώτας  προσβολάς εφονεύθησαν τινές των εχθρών, ότε ηρίστευσεν ό τε Παναγιώτης Καραντζάς» (ένας απλός Πατρινός βιοτέχνης πού αναδείχθηκε ηγέτης) «και ο Σταμάτης Κουμανιώτης, όστις εφονεύθη…». Και οι Κεφαλλωνίτες και Ζακυνθινοί πού ζούσαν στην Πάτρα αγωνίσθησαν άριστα με επί κεφαλής τον φαρμακοποιό Νικόλαο Γερακάρη. Στις 20 ως τις 22 Μαρτίου είχαν, επίσης, ξεσηκωθή κ’ έδιωξαν τους Τούρκους από ορισμένα τμήματα της Γορτυνίας οι Πλαπουταίοι και οι Δεληγιανναίοι (οι Παπαγιαννόπουλοι ή Παπαγιανναίοι, όπως ονομάζονταν τότε). Και τις ίδιες μέρες πήρε τη μεγάλη απόφαση ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ο Παλαιών Πατρών γράφει, ότι όλοι οι άλλοι παρακινήθηκαν από τους «αρχηγούς της των Πατρών πολιορκίας… να μην αναβάλουν τον καιρόν», ενώ ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης-ο Γενναίος, όπως τον μετονόμασε ο λαός, όταν, στο 1821, καπετάνιος σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, έπιασε κοντά στην Τριπολιτσά και πήγε στον πατέρα του έναν «διακεκριμένον διά την ανδρείαν και την κακίαν του» αράπη-γράφει, ότι οι πρόκριτοι της Μάνης πήραν, στις 17 Μαρτίου, την απόφαση να σηκώσουν τα όπλα. Πάντως, στις 23 Μαρτίου μπήκαν στην Καλαμάτα οι πρώτοι Μανιάτες και ακολουθούσε, με δύο χιλιάδες άνδρες, ο Πετρόμπεης, όχι πιά ως ηγεμών της Μάνης, αλλά ως «αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών στρατευμάτων»’ και είχαν ενωθή με τους Μανιάτες και ο Αναγνωσταράς και ο Παπαφλέσσας και ο Νικηταράς και ο Κεφάλας και πολλοί άλλοι. «Μαζί με αυτούς συνεβάδιζε κρατών μακράν ράβδον και χωρίς όπλον και φέρων το ερυθρόν ένδυμα του αξιωματικού των επτανησιακών ταγμάτων ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ωσάν αλλόκοτος οδοιπόρος μεταξύ των ενόπλων», όπως γράφει χαρακτηριστικώτατα ο Διονύσιος Κόκκινος. Και ο Σπύρος Μελάς-στο βιβλίο του «Ο γέρος του Μοριά», στο ένα από τα εξαίρετα έργα πού αφιέρωσε στους ήρωες του 21-γράφει, ότι η μορφή του Κολοκοτρώνη «ήταν χτυπητή», με το κράνος, τη φλογάτη στολή του ταγματάρχη, στο σύνταγμα του δούκα της Υόρκης, την όμορφη σέλα του, καλά σφιγμένη στο καμαρωτό άλογο πού τούδωσε ο Μούρτζινος» (δηλαδή, ο Μανιάτης φίλος του Παναγιώτης Τρουπάκης). Και προσθέτει ο Σπύρος Μελάς: «Τα ψαρά μαλλιά του έπεφταν κυματιστά στους ώμους, το μάτι έλαμπε, χαρούμενο κι ανυπόμονο, κάτω από το πυκνό φρύδι’ αέρας ασφάλειας και ήρεμης επιβολής φυσούσε απ’ όλη τη μορφή του».

      Ο Κολοκοτρώνης, όπως γράφει ο υπασπιστής του Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος στα «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», είχε περάσει με «τρείς συντρόφους του εις την Σκαρδαμούλαν της Μάνης εις τον φίλον του Παναγιώτην Μούρτσινον», «την 6 Ιανουαρίου 1821». Εκεί δεν έκαμε άλλο τίποτε παρά να συμφιλιώνη και να εμπνέη τους καπεταναίους της Μάνης και της Μεσσηνίας. «Τέλος εσυνάχθησαν και εβγήκαν εις τάς 22 Μαρτίου εις τάς Καλάμας». Σε μιάν υποσημείωση παρατηρεί ο Φωτάκος: «Την αυτήν ημέραν» (αν στις 22 ή 23 Μαρτίου, αυτό δεν έχει σημασία) «άρχισεν η επανάστασις εις τάς Πάτρας και μίαν ημέραν πρωτήτερα εις τα Καλάβρυτα. Παντού λοιπόν εις την Πελοπόννησον έγινε συγχρόνως η επανάστασις. Αλλά περίεργον είναι» (κ’ έχει δίκιο προβαίνοντας ο Φωτάκος στην παρατήρηση αυτή) «πώς  εχώρεσεν εις τον νούν του κυρίου Τρικούπη» (του Σπυρίδωνος Τρικούπη, πού είχε τέτοιο πείσμα, ώστε και στη δεύτερη έκδοση της ιστορίας του δε θέλησε να προσέξη τις παρατηρήσεις που του έγιναν), «ότι αυθημερόν όσοι καπεταναίοι ήσαν είς την Μάνην άκουσαν την επανάστασιν των Πατρών και εκινήθησαν. Τα αυτά λέγει και ο Π. Πατρών εις τα απομνημονεύματά του… και φαίνεται, ότι από εδώ ο Ιστορικός μας τα έλαβεν».

      Σωστό είναι, λοιπόν, αυτό που γράφει ο συνετός Φωτάκος. Όλοι οι Πελοποννήσιοι επαναστάτησαν μαζί. Αλλά δεν θα επαναστατούσαν όλοι μαζί, αν δεν τους άναβε τα αίματα και τα πνεύματα ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, ο περίφημος Παπαφλέσσας. Ως απεσταλμένος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, είδε-όταν έφθασε, στις αρχές του 21, στην Πελοπόννησο-ότι δεν αρκεί η αλήθεια, και γέμισε τον κόσμο ψέματα. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός λέει στα απομνημονεύματά του πού τάγραψε στο διάστημα του αγώνος (πέθανε στο Ναύπλιο το 1826), ότι ο Παπαφλέσσας («Γρηγόριός τις, Δίκαιος λεγόμενος) «άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του έθνους…, τους εβεβαίωνε» (εβεβαίωνε τους προκρίτους της Πελοποννήσου που συγκεντρώθηκαν, στις 17 Ιανουαρίου του 21, στη Βοστίτσα, όπου παρευρέθηκε και ο Παλαιών Πατρών) «ότι είναι τα πάντα έτοιμα, πλάττων μιλιούνια άπειρα κατατεθειμένα ένεκα τούτου εις διάφορα Ταμεία, εφόδια πολεμικά και πυροβόλα όργανα αναρίθμητα, εναποκείμενα εις διάφορους τόπους, δυνάμεις στρατιωτικώς διωρισμένας από μέρους της Ρωσίας προς βοήθειαν των Ελλήνων, πλοία πολλά καλώς ωπλισμένα και εφωδιασμένα, και άλλα τοιαύτα παίγνια της φαντασίας…» Φυσικά, αρκετοί τον κατάλαβαν, και, όπως διηγείται ο Φωτάκος στη βιογραφία του Παπαφλέσσα, ο Ανδρέας Ζαϊμης παρατήρησε, στην σύσκεψη της Βοστίτσας, ότι «όλα τα παρά του Δικαίου λεχθέντα είναι… σχεδόν μπιρπάντικα», και ο Παλαιών Πατρών έφθασε ως το σημείο να παραφερθή και να του φωνάξη: «είσαι άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος»! Τι νάκανε, όμως, ο Παπαφλέσσας; Ήταν αναγκασμένος να λέη ψέματα. Κι από πολλούς έγινε πιστευτός, κ’ επαγίδευσε στο τέλος κ’ εκείνους ακόμα πού, όπως ο Ανδρέας Ζαϊμης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ήξεραν, ότι έλεγε ψέματα. Η καρδιά τους, στο βάθος, ήθελε να παγιδευθή. Μόνο στον Κολοκοτρώνη που μόλις έλαβε έγγραφη εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, έσπευσε, ως μυημένος Φιλικός, να εγκαταλείψη τη Ζάκυνθο και να φθάση, στις αρχές του 21, στον αγαπημένο του Μοριά, μόνο σ’ αυτόν δεν είπε κανένα ψέμα ο Παπαφλέσσας. Έγινε, μάλιστα, ο καπετάν Θοδωράκης συνένοχος του Παπαφλέσσα στα άγια ψέματα, προπάντων στα λόγια που έλεγε ο αρχιμανδρίτης στον Πετρόμπεη, «υπισχνούμενος αυτώ ενόρκως πολλάς επισήμους ωφελείας», όπως γράφει ο Φωτάκος. Ο Παπαφλέσσας, παρατηρεί ο Σπύρος Μελάς, «τάλεγε όλα στον Κολοκοτρώνη κα μαζί έσπρωχναν το παιχνίδι».

                                17

     Το παιχνίδι ήταν μέγα. Άρχισε σαν ειδυλλιακό πανηγύρι, έγινε ηρωικό έπος, αλλά ήδη από την πρώτη ώρα φάνηκε, ότι είχε μέσα του και τα σπέρματα της τραγωδίας.

     Ας πούμε δυό λόγια για το πανηγύρι. «Ήταν πανηγύρι αληθινό ή εκστρατεία» του Πετρόμπεη στην Καλαμάτα, γράφει ο Σπύρος Μελάς. Πολύ σωστά. Αλλά όχι μόνο την ώρα εκείνη ή όταν προχωρούσε στην Αρκαδία ο Παπαφλέσσας με περικεφαλαία και μ’ ένα «θεώρατο» καλόγερο, «παπά Τούρταν ονομαζόμενον» ως προπομπό που κρατούσε ψηλά ένα μεγάλο σταυρό στο χέρι, όχι μόνο στις περιστάσεις αυτές έμοιαζε το ξεσήκωμα του Γένους με πανηγύρι. Δεν έπαψε ποτέ νάχη λίγο ή πολύ το χρώμα τούτο. Ο Μακεδών αγωνιστής που ιδιαίτερη πατρίδα του ήταν η Σιάτιστα, ο Νικόλαος Κασομούλης, διηγείται στο διαφωτιστικό έργο του «Ενθυμήματα στρατιωτικά» την εντύπωση πού του έκαμε το πολιορκημένο Μεσολόγγι, όταν, τον Ιούνιο του 1825, κατάφερε και είχε την τιμή να μπή: «Πατήσας το έδαφε με εφάνη, ότι εμβήκα εις μίαν πανήγυριν. Ενώ ακαταπαύστως εξακολουθούσεν ο πόλεμος εις τους προμαχώνας, πλήθος στρατιωτικών και πολιτών, με όλην την αδιαφορίαν, ωσάν να ευρίσκοντο εις πανήγυριν, έτρεξαν να μας ιδούν…». Αυτό είναι το αιώνιο ρωμαίικο, στην καλή έννοια του όρου. Ο ίδιος ο Κασομούλης περιγράφει πώς, τέσσερα χρόνια πρίν, έγινε η πρώτη του συνάντηση με τον Κολοκοτρώνη. Είχε εκπορθήσει ο Γέρος την Τριπολιτσά. Τον αναζήτησε ο Κασομούλης, εικοσιτριών τότε χρονών, στο σπίτι όπου είχε εγκατασταθή. Αφού έφαγαν και ήπιαν και, «με τα ποτήρια όλοι στο χέρι», άκουγαν τον Κολοκοτρώνη να λέη παλιές ιστορίες, «ιδού και ο Π. Μούρτζινος Σπαρτιάτης, χαρούμενος εμβαίνει εις το τραπέζι». Ο Παναγιώτης Τρουπάκης ή Μούρτζινος είπε στον φίλο του καπετάν Θοδωράκη να προσέχη «να μη του την παίξουν» οι άλλοι οπλαρχηγοί. «Μόνον τούτο απεκρίθη ο Κολοκοτρώνης’ άφησε τους κερατάδες, και εγώ τους ταιριάζω, μη σε μέλλει. Προστάζει έπειτα να λαλήσουν αι καραμούζες και τα τύμπανα χορευτικόν…» Κ’ εδώ βέβαια, στην ελευθερωμένη Τριπολιτσά, ήταν η ατμόσφαιρα αυτή κάτι το φυσικό, με πρωταγωνιστή άλλωστε τον υπερφυσικό Κολοκοτρώνη. Αλλά στο Μεσολόγγι, τον Ιούνιο του 1825; Κι όμως κ’ εκεί ήταν το πανηγύρι κάτι το πέρα για πέρα φυσικό. Είναι η φύση του Έλληνος που κάνει συχνά και την πιο βαρειά μοίρα να χάνη το βάρος της και να χορεύη, όπως το ζητούσε ο Ζαρατούστρας του Nietzsche, ο εχθρός της βαρύτητος.

     Το ηρωικό έπος-συνάρτηση του πανηγυριού-είναι συνυφασμένο με πλήθος τοποθεσίες και περιστατικά. Θα παραλείψω τα πιό πολλά και θ’ αναφέρω, σχεδόν στην τύχη, μερικά: Το στύλωμα του μεγάλου ξύλινου Σταυρού με τα χέρια του Γερμανού στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα (στις 24 Μαρτίου του 21), Καρύταινα και Λαγκάδια, οι Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι, άλωση της Τριπολιτσάς και του Ακροκόρινθου, ηρωικές στιγμές και ολοκαυτώματα στα Σφακιά και σε πολλά άλλα σημεία της Κρήτης, ο Παπανικολής στην Ερεσσό της Λέσβου, Αλαμάνα και Χάνι της Γραβιάς, Κασσάνδρα, Σούλι (έστω και ως μοιραίος επίλογος παλαιότερων θρυλικών ωρών). Δερβενάκια, η ανύψωση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη των Αθηνών στις 10 Ιουνίου του 1822, ο Κανάρης στη Χίο, το ξημέρωμα στην απόμερη Σάμο, ο Μιαούλης στον Πατραϊκό κόλπο, στον Αργολικό ή και σ’ ολόκληρο το Αιγαίο, το ολοκαύτωμα των Ψαρών, Μανιάκι, Μεσολόγγι, η ηρωική εξόρμηση και ο θάνατος του Καραϊσκάκη. Επάνω απ’ όλα-άς μου επιτραπή αυτή η εξομολόγηση που την εμπνέει ο συνδυασμός του ηρωισμού  με τον εκ των προτέρων βέβαιο ή σχεδόν βέβαιο θάνατο- οι τριακόσιοι νεκροί με τον μάρτυρα Αθανάσιο Διάκο στην Αλαμάνα, οι τριακόσιοι που έπεσαν στο Μανιάκι μαζί με τον «εξωλέστατον» Παπαφλέσσα και η έξοδος του Μεσολογγίου.

     Αυτές ήταν μερικές στιγμές του μεγάλου έπους. Και τώρα η τραγωδία.

                                18

    Το έπος το γράφει ενωμένο το Γένος ή το γράφουν όσοι, σε μια κρίσιμη ώρα, εκπροσωπούν το Γένος ως ομοούσια και αδιαίρετη ιδέα σε μιάν ευλογημένη τοποθεσία. Την τραγωδία τη γράφει η διχόνοια.

    Δεν θάταν, όμως, σπουδαίοι άνθρωποι όσοι πήραν την ευθύνη επάνω τους για την επανάσταση (και ήταν πολλοί οι σπουδαίοι άνθρωποι ανάμεσά τους), δεν θάταν άνδρες αυτοί προσωπικότητες και άτομα ισχυρά, αν ομονοούσαν απόλυτα. Η Ελλάς είχε ανάγκη απ’ όλους, απ’ όλους μαζί, αλλά οι άνδρες αυτοί ήταν τόσο δυνατοί και τόσοι πολλοί πού, με κάποιο άλλο νόημα, δεν τους χωρούσε ο τόπος πού τους ήθελε όλους ενωμένους.

     Υπάρχει μεγάλη δόση φαρισαϊσμού στις πατριωτικές παραινέσεις εκείνων που εξεγείρονται, παίζοντας τον ανώτερο, για τη διχόνοια που επικρατεί στις μέρες τους, καθώς και στις Ιερεμιάδες εκείνων πού, όταν ερευνούν εκ των υστέρων το κακό, οδύρονται και διαπιστώνουν με ύφος υπέρτατων κριτών τις αδυναμίες, τους εγωισμούς και τις κακίες των μεγάλων πρωταγωνιστών της ιστορίας πού οδήγησαν τον τόπο σε διχασμό. Αν ο κριτής είναι απλός ιστορικός μελετητής, είναι πολύ εύκολο να παίξη τον ανώτερο άνθρωπο, γιατί απλούστατα δεν του δόθηκε η ευκαιρία να δράση. Αν είναι ο ίδιος πολιτικός, τα λέει όλ’ αυτά επειδή τον συμφέρουν και είναι έτοιμος να διαιρέση ο ίδιος τον τόπο, αλλά δεν του αρέσει να τον διαιρούν άλλοι εις βάρος του. Όταν είναι κάποιος στην εξουσία, θεωρεί αντιπατριωτικό να διαιρήται ο τόπος. Όταν είναι ο ίδιος εκτός της εξουσίας, τον διαιρεί.

     Ωραία είναι, βέβαια, η στιγμή που εμφανίζει τον Αριστείδη να συμφιλιώνεται με τον Θεμιστοκλή. Λίγο αργότερα, όμως, ο ίδιος ο δίκαιος Αριστείδης-ίσως δίκαιος, γιατί είδε, ότι η ναυτική ηγεμονία των Αθηναίων δεν μπορούσε να ευοδωθή με τις βιαιότητες του νικητού της Σαλαμίνος-υποβοήθησε την προσπάθεια του Κίμωνος, του πραγματικού «Ελληνικού ηγεμόνος», για την παραμέριση και τον αφανισμό του Θεμιστοκλέους. Υπάρχουν, βέβαια, και άνδρες που φθάνουν σε ευαγγελικό ανθρώπινο ύψος. Ο Μάρκος Μπότσαρης-την ώρα που έπρεπε να ενωθούν όλοι στον αγώνα-πήγε και βρήκε τον Γώγο Μπακόλα και φίλησε το χέρι του, το χέρι εκείνου πού είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Δεν ξέρουμε, όμως, τί θάκανε κι αυτός ο Μάρκος, η παρθενικώτερη ίσως ψυχή ανάμεσα σ’ όλους τους καπεταναίους, αν δεν τον έπαιρνε πρόωρα το βόλι του εχθρού. Θ’ ακολουθούσε, πιθανώτατα, τον Μαυροκορδάτο, όταν άρχισαν οι μοιραίες έριδες.

      Ήταν, όμως, πραγματικά μοιραίες οι έριδες; Η απάντηση πρέπει νάναι κατηγορηματικά καταφατική. Είναι πολύ άνετη, αλλά επιπολαιότατα πρόχειρη, η κοινωνιολογική ερμηνεία του φαινομένου. Είναι πολύ εύκολο να λέμε, ότι οι καπεταναίοι ήταν με το λαό και οι πρόκριτοι, οι κοτσαμπάσηδες, καθώς και οι Φαναριώτες, ολιγαρχικοί. Πολλοί που ήταν, ως καπεταναίοι, δήθεν με το λαό, ήταν αντιδημοκρατικώτεροι και αυταρχικώτεροι από τους  δήθεν ολιγαρχικούς. Υπάρχουν βέβαια, και σημεία στις εμφύλιες έριδες που επιτρέπουν την κοινωνιολογική ερμηνεία. Όμως, το βάθος των διαιρέσεων ήταν ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, κ’ ερμηνεύεται μόνο ψυχολογικά και ηθικά. Τί κοινωνικό συμφέρον είχε ο ξεριζωμένος γιατρός Ιωάννης Κωλέττης-ο άνθρωπος που στην ψυχή του ήταν ιακωβίνος-να τα βάλη με τους καπεταναίους, ειδικώτερα με τους καπεταναίους του Μοριά;

     Προσωπικό συμφέρον είχε-συμφέρον συνυφασμένο με τη φιλοδοξία του- κοινωνικό, όμως, όχι. Μπορεί ο Άρειος Πάγος, δηλαδή η τοπική διοίκηση της ανατολικής Στερεάς Ελλάδος πού την απάρτιζαν πρόκριτοι με ολιγαρχικοί νοοτροπία, νάβλεπε στον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον ήρωα πού τραβούσε το λαό με το μέρος του. Όποια όμως και νάταν η αιτία που έκαμε αυτούς και, ύστερα, την κεντρική κυβέρνηση στην Πελοπόννησο ν’ αποφασίσουν την αντικατάσταση του Ανδρούτσου στην ηγεσία των στρατευμάτων της περιοχής, ο ίδιος δεν είχε κανένα κοινωνικό, δηλαδή ταξικό, συμφέρον ν’ αμαυρώση τη φωτεινή του δράση με το δράμα της Δρακοσπηλιάς. Όταν άφηκε τους άνδρες του να σκοτώσουν τους απεσταλμένους του Εκτελεστικού, τον Αλέξιο Νούτσο και τον Χρήστο Παλάσκα, πού ήταν παλαιοί του φίλοι- είχαν και οι τρείς υπηρετήσει τον Αλή Πασά-αντέδρασε απλούστατα ως άνθρωπος πού, μπροστά στο ενδεχόμενον να παύση νάναι ο απόλυτος αφέντης της ανατολικής Στερεάς, προτίμησε να ιδή νεκρούς τους φίλους του. Και του άξιζε, βέβαια, να μείνη ο αφέντης. Αν, όμως, κάθε ηρωικός καπετάνιος έμενε απόλυτος κύριος της περιοχής του, πώς μπορούσε να περάση η Ελλάς από τα αρματολίκια στην ενιαία πολιτεία; Δίκιο είχε, λοιπόν, ως ένα σημείο κ’ εκείνος, δίκιο είχαν και όσοι πήγαιναν να εδραιώσουν την κεντρική διοίκηση. Άρα, αφού είχαν και οι δυό πλευρές δίκιο, είχαν και οι δυό ως ένα σημείο άδικο. Στις περιπτώσεις ακριβώς αυτές δεν υπάρχει δυστυχώς λύση άλλη από τη σύγκρουση. Και πρέπει απέναντι των μοιραίων συγκρούσεων αυτού του είδους νάμαστε στην κρίση μας ανώτεροι, όχι παίζοντας τον ανώτερο και αφήνοντας να υπονοηθεί, ότι εμείς δεν θα εκάναμε τα λάθη που έκαμαν εκείνοι, αλλά κατανοώντας τα λάθη τους. Όταν κρίνουμε τους άνδρες του παρελθόντος, πρέπει να ξεκινούμε από την υπόθεση, όχι ότι εμείς είμαστε ανώτεροι από εκείνους, αλλά ότι εκείνοι ήταν ανώτεροι από μας.

                                19

     Πόσο ξένες προς κάθε κοινωνικό, δηλαδή ταξικό, νόημα ήταν πολλές ή ως ένα σημείο όλες οι μεγάλες αντιθέσεις πού αναπτύχθηκαν στον αγώνα, βγαίνει καθαρά από μιά συζήτηση πού είχε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, στις 20 Απριλίου του 1822, με δυό καπεταναίους της Ρούμελης. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μολονότι ο ίδιος δεν εννοούσε να εγκαταλείψει το Μοριά, έστειλε τον γιό του στη Στεριά. Και μας διηγείται ο Γενναίος (πού, όπως κι ο πατέρας του, ανήκε στον λαϊκό τύπο του καπετάνιου), ότι στο Ξηρόμερο, βρήκε νάχουν «φιλονεικίαν μεταξύ τους ο Βαρνακιώτης με τον Τζόγκα διά το κόλι της Κατούνας». Τότε ο Γενναίος, αν και παλικάρι δεκάξη μόνο ετών, είιπε στον Τζόγκα και τον Βαρνακιώτη: «εδώ δεν βλέπω να προσπαθήτε διά το γενικόν καλόν…, αλλα΄φιλονικείτε μεταξύ σας διά τα αρματολίκια και διά τα κόλια’ μάλιστα εσύ Βαρνακιώτη είσαι στρατηγός της Δυτικής Ελλάδος… Αύριον το έθνος ημπορεί να σε διατάξη να υπάγης εις βοήθειαν της Ανατολικής Ελλάδος ή και εις την Πελοπόννησον, καθώς εγώ ήλθα τώρα και αύριον θα έλθουν άλλοι’ με αυτόν τον τρόπον γίνεται το ρωμαίικον και όχι με αρματολίκια και κόλια. Ο δε Βαρνακιώτης απεκρίθη, ότι το κόλι αυτό το έχει από τον καιρόν του Αδάμ, ο δε Τσόγκας είπεν, ότι είναι πρό καιρού ηνωμένον με το καπετανάτον του». Από τότε είδε ο Γενναίος, όπως γράφει, «ότι είχαν τα φρονήματα… ως ιδιοτελείς άνθρωποι, καθώς έπειτα εφάνη πού επροσκύνησαν εις τους Τούρκους, κατ’ εξοχήν ο Βαρνακιώτης».

                                20

     Αν ακούσουμε, τί έλεγε ο ένας για τον άλλον στην Επανάσταση, δεν ξέρω ποιόν μπορούμε ν’ απαλλάξουμε από τη βαρειά κατηγορία της προδοσίας. Από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας, ο Έλλην έχει την τάση να χαρακτηρίζει προδότη όποιον δεν συμφωνεί μαζί του. Και όμως, είμαστε ο λαός πού γέννησε ίσως τους λιγότερους προδότες. Ήταν, τάχα, προδότες ο Θεμιστοκλής ή ο Αλκιβιάδης ή ο Ξενοφών; Βεβαιότατα, όχι! Από την ημέρα του Μαραθώνος έως την ώρα πού ο ύπατος Λεύκιος Μόμμιος κατέστρεψε την Κόρινθο και διέλυσε το κοινό των Αχαιών (ο Αχαιός Πολύβιος βρισκόταν την ίδιαν ώρα με τον μαθητή και φίλο του Σκιπίωνα Αιμιλιανό στην Καρχηδόνα, χωρίς νάναι διόλου προδότης), είναι ζήτημα, αν πραγματικοί προδότες ήταν περισσότεροι από δυό-δυό μέσα σε τριακόσια πενήντα χρόνια-:ο Εφιάλτης («τούτον αίτιον γράφω», είπε ο Ηρόδοτος) και ο Καλλικράτης πού κατέδωσε και παρέδωσε, μετά τη μάχη της Πύδνας, τους χίλιους ομοεθνείς του Αχαιούς (ανάμεσά τους και τον Πολύβιο) στους Ρωμαίους. Μπορεί και να υπερβάλλω. Μπορεί νάταν προδότες και άλλοι πέντε-δέκα. Όχι, όμως, περισσότεροι. Και ήταν άσημοι και ασήμαντοι. Δεν έγιναν γνωστοί παρά μόνον ως προδότες.

     Προδότης είναι μόνον εκείνος πού είτε διευκολύνει τον εχθρό σε μιά συγκεκριμένη πολεμική ενέργεια κατά της πατρίδος του (τέτοιος ήταν ο Εφιάλτης, μολονότι κι αυτός ήταν προδότης μάλλον περιττός, γιατί το μονοπάτι θα τόβρισκε ίσως και μόνος  του ο Υδάρνης, όπως το βρήκαν, στο 279 π.Χ., ο Βρέννος, και στο 191 π. Χ., ο Κάτων ο πρεσβύτερος) ή καταδίδει στόν εχθρό και εκθέτει σε βαρειά δοκιμασία συμπατριώτες του, όπως τόκαμε ο Καλλικράτης. Όταν οι αντικειμενικές περιστάσεις-και όχι η υποκειμενική διάθεση-ανάγκασαν τον Θεμιστοκλή να καταφύγη στον βασιλέα των Περσών ή τον Αλκιβιάδη στη Σπάρτη, τις πράξεις του αυτές δε μπορούμε να τις ονομάσουμε προδοσία. Αν θέλετε, περισσότερο αξιοκατάκριτος ήταν ο Ξενοφών πού, χωρίς να το επιβάλουν οι αντικειμενικές περιστάσεις, ακολούθησε τον Αγησίλαο κ’ επολέμησε, στα 394 π. Χ., τους συμπολίτες του  πλάι στην Κορώνεια, παρά ο Αλκιβιάδης που η κακία και ο φθόνος των αντιπάλων του τον ανάγκασαν να καταφύγη στη Σπάρτη.

     Και στην επανάσταση του 21 κανένας Έλλην από τους γνωστούς και ονομαστούς δε ήταν προδότης. Ούτε κάν εκείνους μπορούμε να κατηγορήσουμε για προδοσία πού, όπως ο Βαρνακιώτης και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γύρισαν και πήγαν με τους Τούρκους. Η ίδια η ιστορία, με τη φωνή του Καποδίστρια, ήρθε και συγχώρησε τον Βαρνακιώτη. Τον Απρίλιο του 1824 είχε αποκηρυχθή ως προδότης, γιατί είχε συνοδεύσει τον Ομέρ Βρυώνη στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Πέντε χρόνια αργότερα, ο φωτισμένος κυβερνήτης τον εκάλεσε να εκκαθαρίση τη δυτική Στερεά Ελλάδα από τους Τούρκους. Κι ο Βαρνακιώτης κατάλαβε, ότι είχε χρέος να υπακούση’ έδιωξε τους Τούρκους από το Ξηρόμερο και απελευθέρωσε κι αυτό το Μεσολόγγι. Και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο πού η απόγνωση τον οδήγησε, στο 1825, στην απόφαση να συνεννοηθή με τον πασά της Ευβοίας και πού, αφού παραδόθηκε ύστερα στον Γκούρα, στο παλιό του πρωτοπαλίκαρο, βρήκε φριχτό θάνατο επάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών, τον ανέβασαν οι μαχόμενοι Έλληνες, πρίν απελευθερωθή ακόμα η Ελλάς, στην «εξαίρετον τάξιν» των μεγάλων αγωνιστών. Ήδη από το 1826, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, κρίθηκε εθνικά ισότιμος με τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και τον Μάρκο Μπότσαρη.

     Αλλά μήπως και ο Καραϊσκάκης δεν κατηγορήθηκε, δεν εδικάσθηκε και δεν αποκηρύχθηκε, στο 1824, ως «επίβουλος της πατρίδος και προδότης». Και είναι βέβαιο, ότι, όταν αισθάνθηκε πληγωμένο το φιλότιμό του, έκαμε πράξεις πού ήταν εθνικά ανεπίτρεπτες κ’ έφθασε ίσως κι ως το σημείο να συνεννοηθή ή να θέλη να συνεννοηθή με τον εχθρό. Η σύγχυση πού  προκάλεσε στην παιδική του σκέψη-οι ήρωες είναι συνήθως παιδιά (και μεσ’ στο παιδί παλεύει ακόμα ο άγγελος με το διάβολο)-η πικρία και η απόγνωση, τον έκαμαν να είναι «εύκολος», όπως γράφει ο Κασομούλης, «να κάμη και το μεγαλύτερον κακόν». Ο ίδιος, όμως, ο Κασομούλης, οπαδός τότε του Μαυροκορδάτου και διώκτης του Καραϊσκάκη, προσθέτει, ότι «να προδώση την πατρίδα», αυτό ήταν αδύνατον. Και δεν την επρόδωσε. Έκαμε λάθη το μεγάλο αυτό παιδί. Αλλά λίγο αργότερα, όταν οι περισσότεροι ήταν ψυχικά πεσμένοι, κατάφερε να ενσαρκώση με τον ωραιότερο και ηρωικότερο τρόπο το Έθνος. Ο Καραϊσκάκης, ο «επίβουλος της πατρίδος», έγινε για μιά στιγμή η Πατρίδα η ίδια.

                                21

     Όλα αυτά τα σκοτεινά σημεία-επιστρέφω τώρα στη βασική μου σκέψη-ήταν συνάρτηση του μεγάλου ελληνικού φωτός. Μόνο το φώς της ημέρας, ο ήλιος, γεννάει και νύχτες. Αν δεν ήταν πολλές και πολύ ισχυρές οι προσωπικότητες που αναδείχθηκαν στον αγώνα, δεν θα είχαμε και τις συγκρούσεις, δεν θα είχαμε τον εμφύλιο πόλεμο. Δεν αρκούσαν, όταν άρχισε και προχώρησε ο αγώνας και είχαν όλοι ανακατευθή μεταξύ τους, τα κοινωνικά ελατήρια για να οδηγήσουν στις τραγικές ώρες πού εσήμαναν με ήχο βαρύ και σχεδόν πένθιμο στο1823 και στα επόμενα έτη. Έθνος λιγώτερο ζωντανό-έθνος πού θα είχε γεννήσει λιγώτερα ισχυρά άτομα-δεν θα περνούσε από τη δοκιμασία του εμφύλιου πολέμου, αλλά και δεν θα έφθανε στο μέγα σάλπισμα της ελευθερίας. Ο Μακιαβέλλι, ο σοφός ρεαλιστής και ηθικά ειλικρινέστερος ιστορικός κριτικός, παρατηρεί ορθότατα στο έξοχο έργο του “Discorsi sopra la prima Deca di Tito Livio”, ότι οι εμφύλιες διενέξεις των Ρωμαίων είχαν αποτελέσει και σύμπτωμα και παράγοντα της ισχύος της Ρώμης. Μόνον όπου δεν υπάρχουν ισχυρά λαϊκά στρώματα και ισχυρές προσωπικότητες, δεν υπάρχουν εσωτερικές συγκρούσεις. Και μόνο λαοί αδύνατοι και ασήμαντοι δεν γεννούν ισχυρά άτομα, ασυμβίβαστα μεταξύ τους.

     Πώς μπορούσαν να συμβιβαστούν ο Μαυροκορδάτος και ο Κολοκοτρώνης; Ορθότατα παρατηρεί ο Διονύσιος Κόκκινος, ότι οι δύο αυτοί άνδρες ήταν «αι δύο μεγαλύτεραι προσωπικότητες του αγώνος, εξ όσων διεχειρίσθησαν την εξουσίαν μέχρι της αφίξεως του Καποδίστρια». Επειδή, ακριβώς, ήταν «αι δύο μεγαλύτεροι προσωπικότητες», δε μπορούσαν να συνυπάρξουν ομαλά και άνετα. Ήταν κάτι πού ξεπερνούσε τις δυνάμεις του καπετάν Θοδωράκη ν’ ανεχθή τη «βελάδα» του Μαυροκορδάτου. Κι’ ήταν έτοιμος να ρίξη επάνω στην ανυπόφορη γι’ αυτόν «βελάδα» τα λεμόνια πού έτυχε να βρίσκωνται μιά μέρα πλάι του, όταν, σε μιά σύσκεψη, τα είχαν φέρει για τον Δημήτριο Υψηλάντη πού ήταν  αδιάθετος. Τα λεμόνια και ο Μαυροκορδάτος ήταν δύο παραστάσεις που είχαν συνυφανθή στη σκέψη του Κολοκοτρώνη. Ο ίδιος μας διηγείται στα απομνημονεύματά του μιά σκηνή πού σημειώθηκε, τον Ιούλιο του 1823. Ο Μαυροκορδάτος που έβλεπε αδύνατη τη συνύπαρξή του στο Εκτελεστικό με τον Κολοκοτρώνη, δέχθηκε (ύστερ’ από πολλές αντιρρήσεις ή σκόπιμες δυστροπίες) την προεδρία του Βουλευτικού πίσω από την πλάτη του καπετάν Θοδωράκη πού, όταν τόμαθε έγινε έξω φρενών. Όταν πήγε ο Μαυροκορδάτος να τον κατευνάση και τον χαιρέτισε ευγενικά και γελαστός, τον έβαλε μπροστά ο Κολοκοτρώνης και του είπε: «Σού λέγω μην καθίσης πρόεδρος, διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα που ήρθες»! Και ο Μαυροκορδάτος παραιτήθηκε-μέσα του διασταυρώθηκαν ο φόβος με την ηθική του ανωτερότητα και αξιοπρέπεια-κ’ έφυγε για την Ύδρα. Απ’ εκεί, από την Ύδρα, ξεκίνησε ύστερα η βίαιη αντίθεση των Κουντουριωταίων προς τον Κολοκοτρώνη πού κύριος, όμως, υποκινητής της δεν ήταν ο Μαυροκορδάτος, αλλά ο Ιωάννης Κωλέττης. Και τότε γράφηκαν-από το 1824, με το φόνο του Πάνου, του πιό καλλιεργημένο γιού του Κολοκοτρώνη και γαμβρού της Μπουμπουλίνας, πού έκαμε τον αγέρωχο πατέρα να πή, ότι απ’ εδώ κ’ εμπρός «δεν είναι πλέον είς κατάστασιν να σκεφθή», και με την πρόσκληση και κάθοδο του Ιωάννη Γκούρα στο Μοριά-οι φοβερές εκείνες σελίδες που γέμισαν την Ελλάδα με πάθος, μίσος, πένθος, αλλά και μετάνοια.

                                22

     Ποιοι έφταιγαν; Όλοι και κανένας. Την ώρα εκείνη ο Τούρκος είχε, ειδικώτερα στην Πελοπόννησο, σιωπήσει.  Προετοίμαζε τη μεγάλη και φοβερή αιγυπτιακή έκπληξη με τον γενναίο και ύπουλο Ιμπραήμ ως μάστιγα του Θεού. Έτσι οι Έλληνες, αφού δεν είχαν ποιόν να χτυπήσουν, χτυπήθηκαν μεταξύ τους. Από το χάος δεν δημιουργείται ανώδυνα ο κόσμος, η τάξη, το κράτος. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, πού στο 1824 ήταν 27 χρονών, βρέθηκε-ο Ρουμελιώτης στο Μοριά- μπλεγμένος στον εμφύλιο πόλεμο, πιστός στον Γιώργο Κουντουριώτη και την κυβέρνηση, εχθρός του Κολοκοτρώνη. Όταν έγραψε τα «απομνημονεύματά» του, εξομολογήθηκε στον ανώνυμο αναγνώστη, στις άπειρες ελληνικές γενιές του μέλλοντος, ότι έμπλεξε στον εμφύλιο πόλεμο, γιατί «δεν ήξερε κανείς τι να κάμη…»! Ναί, έτσι γράφεται συχνά η ιστορία’ γράφεται από ανθρώπους πού δεν ξέρουν τί να κάμουν και πού, υποχρεωμένοι να πάρουν θέση, τάσσονται με την μίαν ή την άλλη μερίδα, επειδή δεν μπορούν να μείνουν απ’ έξω.

                                23

     Ό,τι κακό κι αν έκαμαν οι άνδρες της επαναστάσεως, το κακό ήταν ασύγκριτα μικρότερο από το καλό που είχαν κάμει.  Κ’ ήταν, βέβαια, και δυό τρείς πού οι περιστάσεις-ίσως και η ιδιοσυγκρασία τους-τους κράτησαν μακριά από το κακό. Τέτοιος ήταν ως ένα σημείο ο θαυμάσιος Ψαριανός, ο Κωνσταντίνος Κανάρης.

     Στις 15 Δεκεμβρίου του 1859, η  Σουηδή φίλη μας Fredrica Bremer αποφάσισε να επισκεφθή τον «γηραιόν άνδρα της ελευθερίας», όπως τον ονομάζει, και να του προσφέρη μιάν ανθοδέσμη.  Δεν λέει, ότι τον ήξερε από το ποίημα του Victor Hugo. Τα κατορθώματά του τα είχε διαβάσει στο ιστορικό σύγγραμμα του Zinkeisen. Ο Κανάρης, εβδομήντα περίπου ετών, βγήκε να την προϋπαντήση’ κ’ είχε  νεανική ζωηρότητα στις κινήσεις του. Η γυναίκα του πυρπολητού, «μιά ωραία επιβλητική ηλικιωμένη κυρία» φορούσε ψαριανό κοστούμι, ενώ εκείνος ήταν ντυμένος ευρωπαϊκά. Η Fredrica-με διερμηνέα τον έξοχο αμερικανό Ιωάννη Hill πού με την ισάξια σύζυγό του ίδρυσε τόσα σχολεία στην Ελλάδα-είπε, ότι είναι ευτυχής αντικρίζοντας τον άνδρα πού για τα έργα του της είχε μιλήσει τόσο, όταν ήταν νέα, ο πατέρας της.

     Ο Κανάρης απάντησε, ότι «ευχαριστεί τον Θεό που επέστρεψε σ’ ένα μικρό ναυτικό ενός ελληνικού νησιού από τα πιό μικρά να κάμη για την πατρίδα του κάτι που έκαμε τον απελευθερωτικό της αγώνα συμπαθή σε χώρες τόσο μακρινές»!

     «Ήταν αληθινά μιώ ωραία απάντηση», γράφει η  Fredrika. Και όταν το ρώτησε, αν αισθάνθηκε σε κάποια στιγμή της ζωής του φόβο, ο Κανάρης αποκρίθηκε:

     «Ένα τέτοιο πράγμα δεν μπαίνει ποτέ στο νού μας. Ο κίνδυνος μας διεγείρει. Το τουφεκίδι και η μάχη μοιάζουν με μουσική».

     Ο σεμνός ήρως δεν έδωσε, όπως βλέπουμε, την απάντηση για λογαριασμό μόνο του εαυτού του. Εχρησιμοποίησε το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού. Μίλαγε για λογαριασμό των Ελλήνων γενικά. Αλλά, όταν ήρθε ο λόγος για τους γιούς του πού υπηρετούσαν στο Ναυτικό, δεν μπόρεσε ν’ αποφύγη νάναι κι αυτός Ρωμιός. Διατύπωσε το παράπονό του για την καθυστέρηση της προαγωγής των γιών του και τάβαλε με την Κυβέρνηση!            

      Λόγος εκφωνηθείς κατά την πανηγυρική συνεδρία της 23ης Μαρτίου 1963, στην επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας (Πρακτικά, τομ. 38, σελ. 167 εφ.)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, σελίδες 84-117. Στον τόμο

ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΦΙΛΩΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  Κ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤΗΝ  ΑΚΑΔΗΜΙΑ  ΑΘΗΝΩΝ. Επιμέλεια: Ν. Π. Σοϊλεντάκης. Εκδόσεις: Γιαλλελής, Αθήνα 1989. Νούμερο 3.

Σημείωση:

     Μεταφέρω την παλαιά ομιλία του πρώην πρωθυπουργού και συγγραφέα Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που εκφώνησε όπως μας γράφει το 1963 στην Ακαδημία Αθηνών. Θεωρώ ότι η ομιλία του, 58 χρόνια μετά, είναι ακόμα επίκαιρη. Έχει δηλαδή κάτι να μας υπενθυμίσει, να μας διδάξει. Η Ομιλία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου περιλαμβάνεται στον τόμο «Ομιλίες στην Ακαδημία Αθηνών» με πρόλογο του πρώην πρωθυπουργού Ξενοφώντος Ε. Ζολώτα και εισαγωγή του Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου, τότε προέδρου της Εταιρείας Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ο τόμος χωρίζεται στο Γενικό και στο Ειδικό Μέρος όπου περιλαμβάνεται το κείμενο της Ομιλίας του ακαδημαϊκού αντρός.

     Με προσοχή διαβάζουμε και χαιρόμαστε τις 23 ενότητες του προφορικού κειμένου του. Ο έλληνας πολιτικός διαβάζει το δίτομο έργο της Σουηδής συγγραφέως Fredrica Bremer, «Ελλάς και οι Έλληνες», (προφανώς στην αγγλική του απόδοση), ενθουσιάζεται από τις περιγραφές της κατά τα δύο ταξίδια της στη χώρα μας, και με αφορμή την ανάγνωσή του έργου της ξετυλίγει τους δικούς τους στοχασμούς και σκέψεις σχετικά με την μοίρα του Ελληνισμού και την διαδρομή του μέσα στον χρόνο και την Ιστορία. Ο Κανελλόπουλος ευφραίνεται με τις σκέψεις και διαπιστώσεις μιάς διηγηματογράφου άγνωστής του, αλλά όπως ο ίδιος σημειώνει και παντελώς άγνωστη στο ελληνικό κοινό. Μιάς περιηγήτριας που προέρχεται από τον παγωμένο Βορρά, με εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία και κουλτούρα από τον άνθρωπο της ηλιόλουστης συνήθως Μεσογειακής λεκάνης.  Συγκινείται από τις προσωπικές της καταγραφές, την σκιαγράφηση των χαρακτήρων γνωστών και επίσημων ατόμων της εποχής, συμμετέχει με κρίσεις και σχολιασμούς του, στους κοινωνιολογικούς και ιστορικούς εστιασμούς της, διευρύνοντας τα γνωστικά πεδία των αναφορών των ξένων για τους Έλληνες μέχρι των ημερών του. Παρατηρεί που εστιάζει το βλέμμα της, μεταφέρει αποσπάσματα από τις σκέψεις της, τα γραφόμενά της, από τις κρίσεις τρίτων, που σχολιάζει συνήθως με έκπληξη η Σουηδή συγγραφέας και ταξιδεύτρια. Λεχθέντα και χαρακτηρισμοί, συνομιλίες με τρίτους που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα των Ελλήνων, τις συμπεριφορές και συνήθειές μας σαν Λαός, την σχέση μας με την παιδεία, την ιστορία, την παράδοση τους υπόλοιπους ευρωπαίους.. Έλληνες και Ξένοι που συνάντησε, πολιτικοί και καθημερινά άτομα, έλληνες και ξένοι επίσημοι παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας και μας εκθέτουν τις απόψεις και τις κρίσεις τους για την χώρα μας, τους ξεχασμένους και αλλόθρησκους κατοίκους της ελληνικής γης. Έλληνες υπουργοί και διπλωμάτες λόγιοι όπως ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Βαυαροί και γυναίκες και άντρες της υψηλής κοινωνίας, σημαίνοντα άτομα της εποχής της δημιουργίας του ελληνικού κρατιδίου. Θεόφτωχοι και αγράμματοι Έλληνες που επιδιώκουν διακαώς να σπουδάσουν και να μορφώσουν τα παιδιά τους (ακόμα και σήμερα λένε οι έλληνες γονείς, «να σπουδάσεις να μην γίνεις σαν και μένα»), η Κοινωνία της εποχής και των δημόσιων στελεχών της ελληνικής πολιτείας, αποτελούν την αχαρτογράφητη ύλη των σελίδων του δίτομου έργου της Σουηδής διηγηματογράφου. Ένα ελληνικό υλικό παρατηρήσεων και σχολιασμών με το οποίο οικοδομεί τις περιηγητικές της αναμνήσεις. Το δίτομο έργο της Σουηδής ταξιδεύτριας, εντάσσεται μέσα στην ατμόσφαιρα της εποχής, δηλαδή της ανάπτυξης του ευρωπαϊκού ρομαντικού φιλελληνισμού του 18 και 19ου αιώνα στην δύση. Το ενδιαφέρον των ρομαντικών λογίων και συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών για τον αγώνα των ελλήνων υπέρ της εθνικής τους ανεξαρτησίας και απελευθέρωσης από τον τούρκικο ζυγό. Την γνωριμία τους με τους κατοίκους της ελληνικής γης, που προέρχονται από τους αρχαίους έλληνες ποιητές και τραγικούς, τους φιλοσόφους και ρήτορες, στρατηλάτες και εφευρέτες επιστήμονες. Το ελληνικό πνεύμα και η καλλιτεχνία όπως τα διδάχθηκαν στα κολλέγια και τα πανεπιστήμιά τους, τον καιρό της αθωότητας και ανεμελιάς της εφηβείας τους. Των ονειροπολήσεών τους. Ο ευρωπαϊκός περιηγητισμός είναι εκείνος που διαμόρφωσε την εικόνα του σύγχρονου ελληνισμού στα μάτια και τις συνειδήσεις των κατοίκων του δυτικού κόσμου. Ο στρατιωτικός και εγερτήριος εθνικός αγώνας των ελλήνων για εθνική ανεξαρτησία και ίδρυση ενός ελεύθερου ελληνικού κράτους, στην πανάρχαια γη των προγόνων τους, συμβάδισε παράλληλα με το ενδιαφέρον των ξένων επισκεπτών στην χώρα μας και για την χώρα μας. Είναι οι περιηγητές που σχημάτισαν το ρομαντικό και ειδυλλιακό πορτραίτο της νεοτέρας Ελλάδος. Την εικόνα που έπλασαν οι φιλέλληνες για τους σύγχρονους Έλληνες, που δεν κυκλοφορούσαν με χλαμύδες και σανδάλια αλλά φορούσαν φουστανέλες και τσαρούχια. Δεν μιλούσαν με ερασμιακή προφορά αλλά βλάχικα. Δεν διάβαζαν τον Σοφοκλή αλλά τραγουδούσαν και μετέφεραν τις αγωνιστικές τους εμπειρίες στις βουνοκορφές τραγουδώντας κλέφτικα και δημοτικά τραγούδια, χορεύοντας σε προαύλια εκκλησιών και μοναστηριών. Έστηναν τα γλέντια τους στις πλατείες των χωριών κερνώντας κρασί τους επισκέπτες. Μοιρολογούσαν τους νεκρούς τους και τσουρομαδιόντουσαν οι γυναίκες όπως μας περιγράφει ο παππούς μας ο Όμηρος. Ο σκληρός και δίκαιος αγώνας των ελλήνων για απελευθέρωση, αναδείχθηκε από τις περιγραφές τους στους δικούς τους λαούς τους διανοούμενους, και τους πολιτικούς τους. Τα ταξιδιωτικά τους κείμενα και οι αφηγήσεις τους, οι περιγραφές ιστορικών στιγμών και ανδραγαθημάτων, της γεωγραφίας (της στενόμακρης αυτής πετρώδους περιοχής των βαλκανίων) και πνευματικής κληρονομιάς του ελλαδικού χώρου, όπως απεικονίστηκε από τους φιλέλληνες ταξιδευτές άντρες και γυναίκες, διαμόρφωσε καταλυτικά και ίσως αμετάκλητα για πολλές δεκαετίες, την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Την φυσιογνωμία των ελλήνων, της επίσημης πολιτικής διοίκησής τους, τις ριζωμένες νοοτροπίες, τα ήθη και τα έθιμα των σύγχρονων Ελλήνων και Ελληνίδων. Των Ελλήνων που έβοσκαν τα πρόβατά τους δίπλα σε αρχαίες σπασμένες κολώνες και ιερούς ναούς, σχεδίαζαν την ζωή βασιζόμενοι στις αφηγήσεις των παππούδων τους. Κοινά τα χνάρια των αποτυπώσεων. Ελεύθερη Ελλάδα, Ελεύθεροι και Ανεξάρτητοι Έλληνες, ήταν το όραμα των Ελλήνων και των ξένων φιλελλήνων για αυτούς, που επισκέφτηκαν την πατρίδα μας και συντάχθηκαν και πολέμησαν μαζί μας στον δίκαιο αγώνα μας τα χρόνια εκείνα. Οι περιγραφές των κειμένων και αφηγήσεών τους συνθέτουν  τις αυθεντικές περιηγητικές οπτικές της ελληνικής πραγματικότητας τον 19ο αιώνα των ελλήνων και του γεωγραφικού χώρου. Τα ηλιοβασιλέματα και οι ελληνικές του ηλίου ανατολές εξάλειφαν κάθε σκιά που έπεφτε πάνω στα μάρμαρα που επέλεξαν οι αρχαίοι έλληνες αρχιτέκτονες για να οικοδομήσουν την Ακρόπολη. Τις ιερές κολώνες που έσπαγαν οι πολεμιστές του 1821 για να πάρουν το μολύβι και με αυτό να φτιάξουν βόλια για τα καριοφίλια τους. Αναρίθμητοι συγγραφείς και ποιητές γράφουν ποιήματα και ύμνους για τους έλληνες. Οι νέες και παλαιότερες γενιές των ευρωπαίων ρομαντικών, άγγλων, γάλλων, γερμανών, κλπ. ξεσηκώθηκαν υπέρ του αγώνα των ελλήνων. Εξίσου πολυάριθμοι ζωγράφοι απεικονίζουν στα έργα τους στιγμές και εικόνες, στιγμιότυπα του ελληνικού βίου. Τις ενδυματολογικές συνήθειες, τα μουσικά όργανα της εποχής. Την αρχιτεκτονική των σπιτιών τους, τα χαγιάτια τους, τα χάνια και τις εκκλησιές τους. Είναι η ιστοριογραφία της σύγχρονης ελλάδος με την πένα και τον χρωστήρα των ευρωπαίων περιηγητών. Παράλληλα με τις ταξιδιωτικές αναμνήσεις, αναπτύσσεται και η συγγραφή των ταξιδιωτικών οδηγών των νέων χωρών. Είναι η ακόρεστη επιθυμία των ευρωπαίων να γνωρίσουν τα κοντινά τους βαλκάνια, να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο και τους ανθρώπους της ανατολής και τα μυστήριά της. Την ίδια περίοδο ανθεί και η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Το άνοιγμα νέων δρόμων του εμπορίου. Οι δρόμοι του μεταξιού και του τσαγιού. Στο πολύτομο σημαντικό έργο του «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα» ο συγγραφέας Κυριάκος Σιμόπουλος μας δίνει ένα ευρύ και ποικίλο πανόραμα των  ταξιδιωτικών αυτών πολύχρωμων εμπειριών.-Σημαντικά γεγονότα και ασήμαντες μικρολεπτομέρειες λεπτομέρειες,  άνθρωποι της επαρχίας και των υπό διαμόρφωση πόλεων, το ελληνικό έρημο ακόμα τοπίο, και η παρθένα ελληνική φύση που ξεπροβάλλουν από τα δάση της αρχαίες νεραΐδες και ξωτικά, νύμφες των λιμνών. Οι Αρχαίοι Θεοί συνεχίζουν να συνομιλούν ακόμα με τους ανθρώπους. Διαπλάθουν συνήθειες και συμπεριφορές τους. Ο τραγοπόδαρος θεός Πάνας συνοδεύει με το σουραύλι του τους μικρούς βοσκούς των λόφων, ενώ το καντήλι μπροστά στην εικόνα του Προφήτη Ηλία φέγγει τις νύχτες και προστατεύει τις ζωές τους. Εκατοντάδες ήθη και έθιμα περιγράφονται με εκπληκτική και θαυμαστή άνεση από του ξένους ταξιδιώτες που επισκέπτονται την Ελλάδα. Υδατογραφίες απεικονίζουν λησμονημένες αρχαιότητες και πέτρινα σπαράγματα του αρχαίου κλασικού κόσμου και ελληνικού πολιτισμού. Το μελάνι και το πινέλο ξαναγράφουν την Ιστορία της εποχής τους όπως δεν την αποτυπώνουν ίσως οι σελίδες των «καθαρόαιμων» ιστορικών. Οι περιηγητές είναι οι ενθουσιώδεις ξεναγοί της Ιστορίας και της Αρχαιολογίας ενός τόπου. Το ρομαντικό βλέμμα που λειαίνει τις κόχες των ιστορικών αποτυπώσεων ίσως και αιματηρών κρίσεων.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος συνομιλεί με το έργο της Σουηδής περιηγήτριας ενώ ταυτόχρονα εμπλουτίζει την ανάγνωσή του με δικές του προσωπικές σκέψεις, με στίχους ποιητών, με κοινωνιολογικές τους σύντομες αναλύσεις. Ιδεαλιστής ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αναζητά την πορεία του Θεού μέσα στην Ιστορία. Θέτει προβληματισμούς και εκθέτει ερωτήματα. Το βιβλίο τον βοηθά να εκφράσει απόψεις και θέσεις του για τον Ελληνισμό και την διαδρομή του μέσα στον χρόνο. Διαπιστώνει αρετές και παθογένειες της φυλής μας αλλά, με βλέμμα συγκαταβατικό θα τολμούσα να έγραφα, φιλεύσπλαχνο. Διανθίζει τις σκέψεις του με αποσπάσματα από την ιστορία της ελληνικής επανάστασης του Διονυσίου Κόκκινου, από ιστορικά μυθιστορήματα του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη και άλλα του διαβάσματα. Όπως οι ιστορικές μονογραφίες του Σπύρου Μελά, ή άλλων ξένων ταξιδευτών όπως ο Pouqueville. Ο πολιτικός και ιστορικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, επιθυμεί να αναδείξει όχι μόνο το θάρρος και την απαράμιλλη αντρεία των αγωνιστών του 1821 αλλά και το ηρωικό τους ήθος και συμπεριφορά. Στέκεται σε αυτήν την λεπτή και τόσο αδιόρατη λεπτή γραμμή παράδοσης που χωρίζει τον Έλληνα από τον Ρωμιό και τις δημόσιες εκδηλώσει του χαρακτήρα τους. Τις πρακτικές τους που πολλές φορές τονίζουν τι διαφοροποιεί τον Έλληνα από τον Ρωμιό παρά τι τον ενώνει. Αντλεί παραδείγματα από πρόσωπα και περιστατικά της αρχαίας ιστορίας για να απαλείψει κάθε μελανό σημείο ή αρνητική σκιά για ήρωες του 1821 την παραμικρή υποψία περί προδοσίας τους. Η αρχαία ιστορία και οι πρωταγωνιστές της φορτίζουν την σύγχρονη θετικά, παραδειγματικά και ενώνει το παρελθόν του Ελληνισμού με το αγωνιστικό παρόν των ηρώων του 1821, ενώ συμβαδίζουν προς το μέλλον.  Οι θέσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου για το «θαυμάσιο τρίπτυχο: ανώνυμο σύνολο, λόγιοι και καπεταναίοι» δηλαδή για το καθόλου ελληνικό σώμα της Ιστορίας του Ελληνισμού, είναι νομίζω θέσεις που δεν προσέχθηκαν όσο έπρεπε από τους αναγνώστες του έργου του έλληνα κοινωνιολόγου. Και σε άλλα του κείμενα ο Κανελλόπουλος μας μιλά με μεγάλο σεβασμό, ξεχωριστό τρόπο για τον ανώνυμο λαό. Αυτό το ανώνυμο σύνολο που είναι ο «ωτακουστής» της λαϊκής ψυχής της Ιστορίας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

 

 

      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου