Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

ΕΝΑΣ ΑΝΤΙΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΣ ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ

                  «Μια  μέρα…»

     ΒΑΣΙΛΗΣ   ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

ΕΝΑΣ  ΑΝΤΙΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΣ  ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΠΟΥΔΩΝ. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΙΔΡΥΤΗΣ: ΣΧΟΛΗ ΜΩΡΑΪΤΗ, Αθήνα 1986. Διαστάσεις 14Χ 21, σελίδες 20, δραχμές 200

     Η συνήθης θερινή εκστρατεία μου στα Γαλλικά Αρχεία απέφερε, το περασμένο καλοκαίρι, και ένα απρόσμενο, περίεργο και ενδιαφέρον κέρδος: ένα κείμενο με χαρακτηριστικά διηγήματος και απομνημονεύματος, γραμμένο το 1834 στο Παρίσι,  πράγμα που εξηγεί ίσως γιατί βρέθηκε στα εκεί αρχεία’ ένα κείμενο που, με ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πηγή για τη μελέτη του συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος στο οποίο αναφέρεται, δηλαδή της δολοφονίας του Καποδίστρια. Έχει τον ουδέτερο τίτλο «Μικραί σημειώσεις διά μεγάλο συμβάν» και υπογράφεται από τον Μάρκο Φιλαλήθη, Διευθυντή του Γυμνασίου την εποχή της δολοφονίας του Κυβερνήτη, όπως ο ίδιος αναφέρει. Παρά τις προσπάθειές μου, πού δεν ήταν εξαντλητικές, ομολογώ, δεν μπόρεσα να ταυτίσω τον συντάκτη του κειμένου με υπαρκτό πρόσωπο’ ίσως πρόκειται για ψευδώνυμο. Αντίθετα, τα ιστορικά πρόσωπα που αναφέρονται στο περίεργο κείμενο είναι, στο βαθμό που είμαι σε θέση να γνωρίζω, πραγματικά. Οι λογοτεχνικές προθέσεις του κειμένου δεν πρέπει, κατά την αναρμόδια γνώμη μου, να θεωρηθούν ιδιαιτέρως επιτυχείς: το ύφος είναι αρκετά ακατέργαστο και έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι κάποιος ψυχολογικά επηρεασμένος από το γεγονός της δολοφονίας θέλησε να συντάξει ένα κείμενο περισσότερο για να «παίξει» με τα συναισθήματα και τις ιδέες του παρά γι α να «αναφέρει» κάπου κάτι. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι οι κοινωνικές παρατηρήσεις του είναι συχνά καίριες.

     Απόψε δεν έχω να κάνω άλλο από το να σας διαβάσω αυτό το κείμενο, με την ελπίδα ότι η συμβολή μου δε θα θεωρηθεί εντελώς ανύπαρκτη.

     Με τον ανακριτήν κ. Ν. Γ. Παγκαλάκην με συνέδεεν αρτιγενής φιλία, αφ’ ότου δηλαδή αμφότεροι είχομεν εγκατασταθή, δι’ υπηρεσιακούς λόγους, είς την πρωτεύουσαν’ ανήκον βλέπετε και εγώ, ως Διευθυντής του Γυμνασίου, είς την καλήν κοινωνίαν. Είμεθα άλλωστε και ολιγάριθμοι οι της καλής κοινωνίας, όλοι σχεδόν Ανώτεροι Κρατικοί Υπάλληλοι, Στρατιωτικοί και Πολιτικοί’ λέγω «σχεδόν», διότι υπήρχον εγκατεστημένοι και ολίγοι μή κατέχοντες κρατικόν αξίωμα, αλλ’ ανήκοντες εις την ισχυράν τάξιν των αρχόντων, γαιοκτήμονες όντες και ολίγοι έμποροι. Η πρωτεύουσα δεν είχεν προφθάσει να συγκεντρώση τας βασικάς οικονομικάς λειτουργίας της χώρας’ ήτο κυρίως διοικητικόν κέντρον, εξ ού και η συρροή νέων κατοίκων εις αναζήτησιν μιάς κρατικής θέσεως, ιδίως εις τον Στρατόν και την Αστυνομίαν.

     Η ζωή μας εις την ιδιότυπον πρωτεύουσαν μας των πέντε χιλιάδων κατοίκων, μέρους αυτών συχνά μετακινουμένων, ήτο ήρεμος, ήγουν μονότονος’ συναθροίσεις εις τάς κατοικίας εγίνοντο σπανίως, με την ευκαιρίαν ονομαστικών εορτών, βαπτίσεων ή γάμων- άλλωστε ολίγαι οικίαι ήσαν κατάλληλοι διά κοινωνικάς συναθροίσεις-, ενώ αι συναντήσεις εγίνοντο εις τα καφενεία, τα ευρισκόμενα εις τάς δύο μεγάλας πλατείας, την Κεντρικήν και του Κυβερνείου, ως και εις τάς δύο μακράς και στενάς οδούς, αίτινες παραλλήλως διέσχιζον την πόλιν από βορειοανατολικήν είς νοτιοδυτικήν κατεύθυνσιν. Την μονοτονίαν του βίου διέκοπτον αι εμφανίσεις του Κυβερνήτου και της συνοδείας του, ως και εκείναι των πρέσβεων, οσάκις έμελλον να κάμουν επισήμους επισκέψεις ή να συμμετάσχουν εις επισήμους εκδηλώσεις.

     Του κανόνος τούτου του μονοτόνου βίου δεν ήτο δυνατόν να έχωμεν εξαιρεθή ημείς, ο φίλος μου Ανακριτής και εγώ, οίτινες, άγοντες αμφότεροι την ώριμον ηλικίαν των τριάκοντα πέντε ετών, συνηντώμεθα συνηθέστατα εις καφενείον της πλατείας του Κυβερνείου, το λεγόμενον «του Μπογιατζή». Αι συζητήσεις μας περιεστρέφοντο σχεδόν αποκλειστικώς εις τα της τρεχούσης πολιτικής καταστάσεως’ ωμιλούσαμεν διά την συμπεριφοράν των ξένων έναντι του Κυβερνήτου και της Ελλάδος, διά τους φυλακισμένους είς τον Ιτσκαλέ Μαυρομιχαλαίους, διά τάς περιέργους κινήσεις μερικών αρχόντων, του Καλαμογδάρτου, του Λόντου, του Παπαλεξόπουλου, του Ζαϊμη και άλλων. Συνεζητούσαμεν διά ζητήματα κυρίως της αρμοδιότητος του Ανακριτού’ τά της ιδικής μου αρμοδιότητος ουδόλως απησχόλουν την σκέψιν του. Μας είχεν όμως ενώσει η αγάπη και ο θαυμασμός αμφοτέρων προς τον Κυβερνήτην, ιδίως κατά τάς ημέρας του Σεπτεμβρίου 1831, ότε αι πληροφορίαι των Αστυνομικών Αρχών περί μυστικών συσκέψεων των Αντικαποδιστριακών επληθύνοντο.

     Υπό τάς διαταγάς του Αστυνόμου ήτο ο Πολιτάρχης Ναυπλίου. Η Πολιταρχία ήτο Υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρησιν τής τάξεως είς την πρωτεύουσαν. Ως Πολιτάρχης υπηρετεί ο Παναγιώτης Χρυσανθόπουλος ή Κακλαμάνος, ανήρ εύσωμος αλλά μετρίου αναστήματος, ολίγον αγροίκος εις την συμπεριφοράν, παρ’ ότι κεκτημένος τάς προσφερομένας γραμματικάς γνώσεις. Καθ’ ά έκρινεν ο φίλος μου Ανακριτής, η πιστή εκτέλεσις του καθήκοντος δεν περιλαμβάνετο είς τα πρωταρχικά μελήματα του Πολιτάρχου . Περισσότερον ενδιεφέρετο να εξυπηρετήση ισχυρούς προστάτας του ή να υπακούση είς επιθυμίας ισχυρών της κοινωνίας εν αναμονή οφέλους τινός, ακόμη και παραβαίνων το υπηρεσιακόν καθήκον του ή δρών εν γνώσει του είς βάρος της τάξεως και των συμφερόντων της κρατικής εξουσίας. Ανάλογος, αλλά αντιστρόφος, ήτο και η στάσις του έναντι των υφισταμένων του’ εφρόντιζεν να διορίζη εις την Πολιταρχίαν στρατιώτας πιστούς εις το πρόσωπόν του και την εξουσίαν του, ετοίμους να εκτελέσουν τάς διαταγάς του, πράγμα, άλλωστε, το οποίον δεν εθεωρείτο αυτονόητον εις την λειτουργίαν των εισέτι χαλαρώς οργανωμένων Στρατιωτικών και Αστυνομικών Υπηρεσιών.

     Είς Ναύπλιον ευρίσκοντο, φυλακισμένος είς τον Ιτσκαλέ ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, και εις κατ’ οίκον περιορισμόν είς των υιών του  και είς των αδελφών του, οι αργότερον δολοφονήσαντες τον Κυβερνήτην. Και οι τρείς εκρατούντο διά την αντικαποδιστριακήν δράσιν των. Διά την φύλαξιν των δύο υπό περιορισμόν, οίτινες δεν είχον το δικαίωμα να εξέρχωνται της οικίας των παρά μόνον διά να εκκλησιάζωνται, υπεύθυνος ήτο ο Πολιτάρχης. Παρ’ ότι πρακτικώς ήτο σχεδόν αδύνατον, λόγω ελλείψεως του απαιτουμένου αριθμού ανδρών, οι δύο φρουροί των υπό περιορισμόν Μαυρομιχαλαίων ώφειλον να εναλλάσσωνται ανά εικοσιτετράωρον δι’ ευνοήτους λόγους.

    Αι σχέσεις του Πολιτάρχου Κακλαμάνου με την οικογένειαν Μαυρομιχάλη δεν ήσαν γνωσταί είς εμέ’ αλλά και ο φίλος μου Ανακριτής με διεβεβαίωσεν ότι ηγνόει εάν υπήρχον οιασδήποτε μορφής σχέσεις παλαιόθεν, πρό της συλλήψεως δηλαδή των Μαυρομιχαλαίων Ως πιθανώτερον πρέπει να θεωρηθή ότι ο Κακλαμάνος ασμένως εδέχθη τάς προτάσεις των διά συνεργασίαν εις τά αντικαποδιστριακά σχέδιά των, χωρίς βεβαίως να αποκλεισθή και η μέσω τρίτων, του Καλαμογδάρτου ή του Λόντου επί παραδείγματι, μύησις του Πολιτάρχου εις την αντικαποδιστριακήν συνωμοσίαν. Είναι φανερόν ότι η κάλυψις της σχεδιαζόμενης δολοφονίας υπό της Πολιταρχίας διευκόλυνε την όλην επιχείρησιν, αν μάλιστα λάβωμεν υπ’ όψιν ότι και η ηγεσία του τακτικού στρατού ήτο μυημένη είς την συνωμοσίαν.

     Είς αυτάς τάς γενικάς παρατηρήσεις κατέληξα εκ των υστέρων, εις την προσπάθειάν μου να εξηγήσω-και με την βοήθειαν του φίλου μου Ανακριτού-τάς γνωστάς εις εμέ από ποικίλας πληροφορίας κινήσεις του Πολιτάρχου Κακλαμάνου, ιδίως κατά τάς παραμονάς της δολοφονίας του Κυβερνήτου. Οφείλω βεβαίως να προσθέσω ότι ουδέποτε είχον καλλιεργήσει το αστυνομικόν διαμόνιον εις εμέ’ η μικρά κοινωνία της πρωτευούσης, αι φθάνουσαι μέχρις εμέ πληροφορίαι και όσα ο ίδιος παρετήρησα, τυχαίως, εβοήθησαν την περιέργειάν μου. Βασικόν ρόλον είς την ανασυγκρότησιν συγκεκριμένων γεγονότων έπαιξαν αι πληροφορίαι τάς οποίας παρέσχεν εις εμέ ο ανεψιός μου, υιός της μεγαλυτέρας αδελφής μου, Ιωάννης Καραγιάννης, όστις υπηρετεί είς την Πολιταρχίαν, υπό τάς διαταγάς του Κακλαμάνου. Το καϋμένο το παιδί, κατεδικάσθη και αυτός συνένοχον της δολοφονίας του Κυβερνήτου, ενώ ουδέν κακόν έπραξεν, εκτός εάν είναι κακόν πράγμα η υπακοή εις τάς διαταγάς των ανωτέρων.

     Αισθάνομαι λοιπόν ιδιαιτέραν χαράν, διότι είμαι εις θέσιν να περιγράψω μίαν των εικόνων-διότι ασφαλώς ήσαν πολλαί-από τάς κινήσεις των συνωμοτών και πραγματικών δολοφόνων του Κυβερνήτου. Διότι είναι δυνατόν να διερωτάται κανείς’ ποίοι πράγματι εδολοφόνησαν; Οι δύο Μαυρομιχάλαι ή όσοι τους ώθησαν προς την πράξιν των, οργανώσαντες και τάς κινήσεις των;

    Το εσπέρας της 26ης Σεπτεμβρίου, ημίσειαν περίπου ώραν πρό της δύσεως του ηλίου, εις το καφενείον του Μπογιατζή, όπου ως προείπον εσύχναζον, έπινεν τον καφέν του, ως και εγώ, ο Πολιτάρχης Κακλαμάνος. Ήτο ακόμη ενωρίς και η πελατεία του καφενέ ήτο αραιά: ο Κακλαμάνος, εγώ και δύο ή τρείς εισέτι άνθρωποι, γέροντες, παίζοντες την κολιτσίναν των. Αντιθέτως, είς την πλατείαν του Κυβερνείου δεκάδες κάτοικοι της πρωτευούσης, με τά καθαρά ενδύματά των, -ήσαν υπάλληλοι ως επί το πλείστον-απελάμβανον την εσπερινήν δροσιάν περιπατούντες ανά δύο, ανά τρείς ή κατά μόνας’ άλλοι συνεζήτουν όρθιοι. Μετ’ ολίγον θα εκάθηντο και αυτοί εις τα καφενεία ή τα μαγειρεία της πλατείας και των πλησιέστερων δρόμων.

     Ο Κακλαμάνος δεν είχεν καλά-καλά αποτελειώσει τον καφέν του ότε νεαρός στρατιώτης της Πολιταρχίας τον επλησίασεν και του είπεν, χαμηλοφώνως αλλ’ ακουόμενος, ότι τον ζητεί μία γυναίκα και να υπάγη εις την οικίαν της. Ο Κακλαμάνος, χωρίς να εκδηλώση την παραμικράν έκπληξιν, ως εάν ανέμενε την είδησιν, ανεχώρησεν, συνοδευόμενος υπό του στρατιώτου, και κατηυθύνθη προς την θέσιν Πέντε Αδέλφια, ευρισκομένην είς την αντίθετον άκραν της πόλεως, κάτωθι του φρουρίου Ιτσκαλέ.

     Θα ήμην ευτυχής εάν είχον δυνηθή να ίδω την συνέχειαν, ή τουλάχιστον εάν δεν είχον από διημέρου στερηθή την συντροφίαν του Ανακριτού, όστις ελαφρώς γριππιασμένος, επροτίμησε να παραμείνη είς την οικίαν του. Η περιέργειά μου διά την παράξενον εις εμέ αναχώρησιν του Κακλαμάνου ικανοποιήθη αργότερον εκ των λεπτομερειών του ανακριτικού υλικού, διά τάς οποίας ενημερώθην φιλικώς.

     Μετέβη λοιπόν ο Κακλαμάνος είς την οικίαν της γυναικός, είς την οποίαν, ως ο ίδιος ισχυρίσθη είς την ανάκρισιν, επώλησεν εν ωρολόγιον και κατόπιν, αφού εγνωρίσθησαν καλώς, τον προσεκάλεσεν να παραμείνη διά το δείπνον ομού μετ’ άλλων τριών γυναικών και τριών ανδρών οίτινες κατέφθασαν αργότερον’ ισχυρίσθη επίσης ότι παρέμεινεν εκεί όλοι, με τάς γυναίκας, έως τα εξημερώματα, τρώγοντες, πίνοντες, άδοντες και χαριεντιζόμενοι.

     Ό,τι ισχυρίσθη ο Κακλαμάνος είς την ανάκρισιν ήτο κατά το ήμισυ ακριβές. Επιθυμών να αποκρύψη το έτερον ήμισυ της αληθείας, το οποίον ως θα διαπιστώσωμεν έκ της συνεχείας της αφηγήσεως ήτο λίαν ενοχοποιητικόν, και γνωρίζων ότι δεν ηδύνατο να αποκρύψη το γεγονός ότι ούτε είς την Πολιταρχίαν και προπάντων ούτε είς την Καζάρμαν όπου ευρίσκετο ο κοιτών του επέστρεψε καθ’ όλην την νύκτα, έπλασε τον μύθον του μέχρι πρωίας γλεντοκοπήματος’ ο μύθος ήτο άκρως αληθοφανής, εάν λάβωμεν υπ’ όψιν ότι εις Ναύπλιον είχον τότε συρρεύσει πολλαί «γυναίκες» και ότι αι σχέσεις των μετά των στρατιωτικών γενικώς ήσαν πάντοτε και διά διαφόρους λόγους αγαθαί.

     Το έτερον λοιπόν ήμισυ της αληθείας πολύ απέχει από τους ενώπιον του Ανακριτού και του Αστυνόμου ισχυρισμούς του. Περί το μεσονύκτιον, ότε η πόλις ευρίσκετο εν άκρα ησυχία και μόνον άσματά τινα ηκούοντο μακρόθεν, ο Κακλαμάνος, εν ευθυμία διατελών, ήγουν ελαφρώς τρικλίζων, εγκατέλειψε την οικίαν της γυναικός και ανηφορήσας τα στενοσόκκακα τα οδηγούντα είς την κάτωθι του Ιτσκαλέ συνοικίαν έφθασεν έμπροσθεν της οικίας όπου έζων υπό περιορισμόν οι δύο Μαυρομιχάλαι, χωρίς να γίνη αντιληπτός από κανένα. Από την ανάκρισιν έγινε γνωστόν ότι η νυκτερινή αύτη επίσκεψις του Πολιτάρχου είς την οικίαν των Μαυρομιχαλαίων ΄δεν ήτο η πρώτη, ουδέ η δευτέρα, ουδέ κάν η τρίτη!

     Η μεγάλη εξωτερική θύρα υπήκουσεν αμέσως είς την ώθησιν του Πολιτάρχου. Παρέμενεν πάντοτε ανοικτή ή υπεχώρησεν είς γνω΄ριμον επισκέπτην; Πάντως, οι δύο φρουροί, ο ανεψιός μου Καραγιάννης και ο συνάδελφός του, στρατιώται αμφότεροι της Πολιταρχίας, ως είπομεν, ευρίσκοντο είς την θέσιν των, είς την μικράν αυλήν όπισθεν της εισόδου και έμπροσθεν της σκάλας της οδηγούσης είς τα άνω δωμάτια όπου διέμενον οι Μαυρομιχάλαι. Πρό ολίγου είχον και αυτοί αποφάγει και εκάπνιζον συζητούντες και χασμώμενοι αρειμανίως. Τα εδέσματα συχνά προσεφέροντο υπό των υπ’ αυτών φρουρουμένων, μετά των οποίων άλλωστε είχον συνδεθή και υπό των οποίων είχον καταστή  γνώσται των τεκταινομένων. Η αρειμάνιος κατάστασίς των δεν εδείκνυε να έχωσιν ταραχθή από ό,τι ολίγον προηγουμένως είχον ακούσει διά στόματος του ενός Μαυρομιχαλαίων: «Κοντός ψαλμός’ αύριον τρώμε τον Κυβερνήτην». Εγνώριζον από την ιδίαν πηγήν ότι ο Πολιτάρχης ήτο σύμφωνος με την σχεδιαζομένην δολοφονίαν και ότι είχε την ευθύνην να εξασφαλίση την διαφυγήν των δολοφόνων.

     Αυτός ήτο φαίνεται ο λόγος διά τον οποίον ο Κακλαμάνος δεν ενήλασσεν τους φρουρούς, ως ήτο υποχρεωμένος να κάμη. Ότε μάλιστα ημέρας τινάς πρό της δολοφονίας, ο Αστυνόμος επληροφορήθη ότι φρουροί των Μαυρομιχαλαίων ήσαν καθημερινώς οι ίδιοι και τους αντικατέστησεν ο ίδιος, ο Κακλαμάνος εφρόντισεν , μετά διήμερον μόλις, να εγκαταστήση και πάλιν τον Καραγιάννην και τον συνάδελφόν του, Δημήτριον ονομαζόμενον, εάν ενθυμούμαι καλώς. Οι δύο αυτοί φρουροί, έμπιστοι του Κακλαμάνου και υπάκουοι εις τάς εντολάς των Μαυρομιχαλαίων, διησφάλιζον την άνετον νυκτερινήν επικοινωνίαν των τριών.

     Αφού εχαιρέτησεν ο Κακλαμάνος τους στρατιώτας-«γειά σας, ρέ ντερβίσηδες»-ήρξατο ανερχόμενος την κλίμακα τρικλίζων εισέτι ελαφρώς. Παρ’ όλον ότι η θύρα της σάλας έκλεισεν όπισθεν του Κακλαμάνου άμα τη είσόδω του, διά τους δύο φρουρούς και ιδιαιτέρως διά τον ευφυέστερον τούτων, τον ανεψιόν μου Καραγιάννην, η ακρόασις της συνομιλίας δεν ήτο δυσχερής.

     Την νύκτα εκείνην δεν απέμενον πλέον περιθώρια, ούτε διά τον Κακλαμάνον, ούτε διά τους Μαυρομιχάλας, ειμή διά την ρύθμισιν πρακτικών τινών λεπτομερειών, ιδίως της  αρμοδιότητος του Πολιτάρχου’ την πρωίαν της επομένης, ημέραν Κυριακήν, θα εγίνετο η μοιραία «συνάντησις» του Κυβερνήτου μετά των Μαυρομιχαλαίων είς την εκκλησίαν, τον μόνον τόπον όπου ούτοι είχον το δικαίωμα, φρουρούμενοι πάντοτε, να μεταβαίνουν και να προσεύχωνται διά την σωτηρίαν της ψυχής των.

    Ολίγον κατ’ ολίγον, βοηθούντος και του εξαιρετικής ποιότητος οίνου, η συζήτησις έγινεν ζωηροτέρα και αι πρακτικαί λεπτομέρειαι παρεχώρησαν την θέσιν του είς γενικώτερα πολιτικά ζητήματα’ όχι πώς τον Κακλαμάνον απησχόλει ο τρόπος διακυβερνήσεως της χώρας ή η ασκούμενη πολιτική’ τον απησχόλει το προσωπικόν του όφελος’ η ωφέλεια εκ της συμμετοχής τους εις την δολοφονίαν του Κυβερνήτου. Εάν την αρχήν κατελάμβανον μετά την δολοφονίαν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ως έλεγον οι συνομιληταί του, πάει καλά’ εάν όμως «οι φραντσέζοι»… Διότι του είχον είπει: «και τότε βλέπομεν, ή τον πατέρα μας βάζομεν ή τους φραντσέζους» και είχον φροντίσει να τον καθησυχάσουν ότι οι φραντσέζοι θα ήσαν υπό τον έλεγχον των συνωμοτών.

     Κατόπιν τούτου η συζήτησις περιεστράφη και πάλιν εις τα πρακτικά ζητήματα και εις την εκτέλεσιν του συγκεκριμένου σχεδίου, το οποίον ήτο απλούν. Έναντι της αμοιβής των 5.000 ταλλήρων, ο Κακλαμάνος ώφειλε να τοποθετήση είς καίρια σημεία ωρισμένων οδών πιστούς στρατιώτας του, οι οποίοι θα εμπόδιζον οιανδήποτε προσπάθειαν διά σύλληψιν των δολοφόνων και θα διευκόλυνον την φυγήν των προς τα υψηλότερα σημεία του Ναυπλίου και εκείθεν προς Πρόνοιαν.

     Η συζήτησις εκράτησεν περί τάς τρείς ώρας, οπότε ο Κακλαμάνος ανεχώρησεν. Αναχωρών ήτο σαφές εκ της εκφράσεως του προσώπου του ότι ήτο ολιγώτερον ικανοποιημένος παρ’ ό,τι ότε αφίχθη’ πιθανόν να συνησθάνετο ευθύνην ή και φόβον, καθώς ο χρόνος εφαρμογής των υπεσχημένων επλησιάζεν. Εν τούτοις, δεν παρεξέκλινεν από τους κανόνας της συνωμοτικής δράσεως δι’ ό και κατηυθύνθη και πάλιν προς την οικίαν της αυτής γυναικός, όπου το γλέντι εσυνεχίζετο με ηυξημένην πλέον έντασιν, πράγμα το οποίον διευκόλυνε τον Κακλαμάνον να λησμονήση επ’ ολίγον τάς ευθύνας τάς οποίας είχεν επωμισθή. Οι χαριεντισμοί με μίαν των γυναικών, την ώραν που αι άλλαι τρείς εσιγοτραγουδούσαν, προσέδιδεν ευθυμίαν είς την σκέψιν και την καρδίαν του, παρά το προκεχωρημένον της ώρας και την φυσικήν κόπωσιν.

     Ολίγον πρίν εξημερώση τα άσματα είς την οικίαν της γυναικός ηκούοντο ασθενώς και οι χαριεντισμοί είχον παραχωρήσει την θέσιν των εις το χασμουρητόν και την μαλθακότητα. Ουχί πάντως δι’ αυτόν τον λόγον, αλλά διά να βεβαιωθή ότι τίποτε δεν ήλλαξεν είς το προκαθωρισμένον σχέδιον, ο Κακλαμάνος ηγέρθη, εχαιρέτισεν υποσχεθείς να επανέλθη μίαν των προσεχών ημερών, και βαρύθυμος, αλλά με βήμα ταχύ και ολίγον αγωνιώδες, κατηυθύνθη και πάλιν προς την οικίαν των δύο Μαυρομιχαλαίων, ακολουθήσας το αυτό ως και προηγουμένως δρομολόγιον.

     Αυτήν την φοράν οι δύο φρουροί εκοιμώντο τυλιγμένοι εις τάς κάπας των και ουδέ κάν αντελήφθησαν την είσοδον του Κακλαμάνου, όστις τους εξύπνησεν φιλοδωρήσας αυτούς με μίαν  ισχυράν κλωτσιάν είς τα οπίσθια εκάστου, εξεδήλωσε την δυσαρέσκειάν του με βαθύ μουγκρητόν, και ειπών «έ, τράκο σήμερον, να σε ιδώ Καραγιάννη», κατηυθύνθη είς την σάλαν των Μαυρομιχαλαίων, οίτινες είχον ήδη ετοιμάσει την γιορτινήν ενδυμασίαν των διά την εκκλησίαν και είς τάς δύο πιστόλας των. Η νέα επίσκεψις του Κακλαμάνου διήρκεσεν ημίσειαν περίπου ώραν’ ήδη η ημέρα, η 27η Σεπτεμβρίου 1831, είχεν αρχίσει να κάμνη την δειλήν εμφάνισίν της, αλλά οι συνήθεις αυτήν την ώραν καθημερινοί θόρυβοι της πόλεως δέν ηκούοντο, διότι ήτο ημέρα Κυριακή.

     Ο Κακλαμάνος ώφειλε να απομακρυνθή από την συνοικίαν όπου διέμενον οι Μαυρομιχάλαι, πρίν αρχίση οιαδήποτε κίνησις είς την πόλιν και τον ίδη κανέν μάτι. Διά να αποφύγη δε υποψίας είς περίπτωσιν καθ’ ήν θα συνήντα τινά καθ’ οδόν, επέλεξε διά την επιστροφήν του προς την πλατείαν του Κυβερνήτου δρομολόγιον αντίθετον προς το κανονικόν: διήλθεν εκ νέου έμπροσθεν της οικίας της γνωστής μας πλέον γυναικός, ελοξοδρόμησεν αριστερά προς την Καζάρμαν, την ευρισκομένην είς Πέντε Αδέλφια, όπου εκοντοστάθη σκεπτόμενος να αναζητήση τον στρατηγόν Γεράρδον, διοικητήν του Τακτικού Στρατού, και μετανοήσας με την σκέψιν ότι ήτο Κυριακή και πολύ πρωί διά να ευρίσκεται εκεί ο στρατηγός, έστρεψεν και ηκολούθησεν την ερημικήν παραλιακήν οδόν, ήτις ευρίσκεται μακράν της οικίας των Μαυρομιχαλαίων, ώστε ακόμη και αν συνηντάτο με κάποιον, να δίδη την εντύπωσιν ότι είχε μεταβή δι’ εκτέλεσιν υπηρεσίας εις την Καζάρμαν Πέντε Αδέλφια, ή, το πολύ-πολύ, ότι επέστρεφεν από Σαββατιάτικην ολονύκτιον διασκέδασιν μετά κοινής τινός γυναικός.

     Ουδέν όμως κακόν συναπάντημα του συνέβη, και μόνον είς την πλατείαν του Κυβερνείου είχον εμφανισθή τρία-τέσσερα άτομα κατευθυνόμενα προς του Μπογιατζή τον καφενέν, όστις μόλις είχεν ανοίξει, πρό της ανατολής του ηλίου κατά το σύνηθες, και ο ιδιοκτήτης του επεδίδετο εισέτι είς το σκούπισμα του καταστήματός του. Του Μπογιατζή ο καφενές ευρίσκετο διαγωνίως έναντι του Κυβερνείου, ώστε πάς θαμών ήτο εύκολον να ιδή τον Κυβερνήτην εισερχόμενον και εξερχόμενον, πράγμα το οποίον, ειδικώς την ημέραν εκείνην, ενδιέφερεν απολύτως τον Κακλαμάνον.

     Προηγουμένως όμως ο Κακλαμάνος είχεν και άλλα ζητήματα να ρυθμίση, αλλά καθώς ήτο ενωρίς εκάθισεν και παρήγγειλεν ρούμι, το οποίον έπιεν μονομιάς, και κατόπιν παρήγγειλεν και άλλο, και άλλο, και έν τέταρτον, οπότε ήρχισεν ανησυχών, διότι ουδείς των στρατιωτών του ενεφανίζετο, ως προφανώς είχε διατάξει την προτεραίαν. Πρό του προβλήματος τούτου, αιφνιδίως ανακύψαντος, ο Κακλαμάνος εγκατέλειψε τον καφενέν και κατηυθύνθη, σχεδόν δρομαίος, όσον βεβαίως η ολονύκτιος οινοποσία και το πρωινόν ρούμι του επέτρεπον, προς την Καζάρμαν της Πολιταρχίας εις αναζήτησιν των τεσσάρων στρατιωτών του, τους οποίους, μαζί με τους δύο φρουρούς των Μαυρομιχαλαίων, επρόκειτο να χρησιμοποιήση είς την εκτέλεσιν του σχεδίου.

     Είς την Καζάρμαν δεν εύρεν παρά τον ένα μόνον εκ των τεσσάρων στρατιωτών, όστις τον επληροφόρησεν ότι οι άλλοι είχον κοιμηθή είς τάς οικίας των. Ανήσυχος ο Κακλαμάνος τον διέταξεν να λάβη το όπλον του και να μεταβή είς τάς οικίας των συναδέλφων του, να τους εξυπνήση και να τους οδηγήση, ενόπλους και αυτούς, είς τον καφενέν, όπου αμέσως επέστρεψεν και συνέχισε να πίνη ρούμι. Ήτο πλέον ημέρα, και μόνον το ύψος του Παλαμηδίου, το οποίον εχρησιμοποιείτο ως Καζάρμα των Ατάκτων Στρατευμάτων, εμπόδιζε τον ήλιον να φωτίση την πλατείαν του Κυβερνείου. Ευτυχώς διά τον Κακλαμάνον οι στρατιώται έφθασαν ολίγον πρό της αναχωρήσεως του Κυβερνήτου διά την εκκλησίαν.

     Μετ’ ολίγον ο Κυβερνήτης κατήλθεν από του Κυβερνείου και ακολουθούμενος από την μόνιμον συνοδείαν του κατηυθύνθη προς την εκκλησίαν του Αγίου Σπυρίδωνος, όπου εκκλησιάζετο. Η οδός ήτις οδηγεί είς τον Άγιον Σπυρίδωνα διήρχετο εις ευθείαν γραμμήν έμπροσθεν του Κυβερνείου. Είς την θέαν του Κυβερνήτου, ο Κακλαμάνος ηγέρθη και αναμείνας επ’ ολίγον έσπευσε να ακολουθήση την πομπήν, ακολουθούμενος και ούτος υπό των τεσσάρων στρατιωτών του.

     Η πράξις αυτή του Κακλαμάνου ήτο πρωτοφανής’ ουδέποτε άλλοτε είχε συνοδεύσει τον Κυβερνήτην μεταβαίνοντα εις την εκκλησίαν. Κατά το πρωτόκολλον, αι Αρχαί μετέβαινον είς την εκκλησίαν ικανόν χρόνον από της εκεί μεταβάσεως του Κυβερνήτου και τον συνώδευον επισήμως επιστρέφοντα, αλλ’ ουδέποτε μεταβαίνοντα. Ο Κακλαμάνος όμως ώφειλεν εγκαίρως να ελέγξη εάν στρατιώται του ευρίσκοντο είς τάς προκαθωρισμένας θέσεις των, διά να διευκολύνουν την φυγήν των Μαυρομιχαλαίων.

     Ότε ο Κυβερνήτης έφθασεν είς τον Άγιον Σπυρίδωνα, οι δύο Μαυρομιχάλαι ευρίσκοντο ήδη εκεί, ιστάμενον είς την είσοδον της πλαίνής θύρας, δι’ ής εγίνετο πάντοτε η είσοδος και η έξοδος του εκκλησιάσματος, παρεμέρισαν ολίγον και εχαιρέτισαν τον Κυβερνήτην δι’ ελαφράς υποκλίσεως. Ο Κακλαμάνος έφθασεν αμέσως κατόπιν, διεπίστωσεν ότι οι Καραγιάννης και Δημήτριος ευρίσκοντο είς τάς θέσεις των όπισθεν των Μαυρομιχαλαίων αλλ’ είς τάς δύο γωνίας της οδού διαφυγής των και, αφού ετοποθέτησεν τους στρατιώτας πού τον ηκολούθουν είς αναλόγους θέσεις, ανεχώρησεν δι’ άλλης οδού, με κατεύθυνσιν την Πολιταρχίαν ή την Καζάρμαν. Μετ’ ολίγον επρόκειτο να επιστρέψη.

     Πράγματι, μετά μίαν ώραν περίπου, όσον ήτο γνωστόν ότι διήρκει η Θεία Λειτουργία και ο εκκλησιασμός του Κυβερνήτου, ο Κακλαμάνος, διά της οδού Χορδία, της δευτέρας εσωτερικής μεγάλης οδού της παραλλήλου προς εκείνην ήτις οδήγει εις τον Άγιον Σπυρίδωνα, έσπευσεν προς την εκκλησίαν’ του απέμενεν να διανύση απόστασιν εκατόν περίπου μέτρων, ότε ηκούσθησαν οι κατά του Κυβερνήτου πυροβολισμοί και τίνες κραυγαί. Αίφνης ο Κακλαμάνος κατελήφθη υπό εξάλλου ενθουσιασμού, ανέσυρε την πιστόλαν του και κραυγάσας «βαρείτε μωρέ, χαράμι να σας γίνη» επυροβόλησεν και ο ίδιος τετράκις είς τον αέρα, είς απόστασιν πλέον μικροτέραν των τριάκοντα μέτρων από του κρισίμου σημείου, την στιγμήν καθ’ ήν ο μέν Κυβερνήτης έπιπτε νεκρός, οι δε Μαυρομιχάλαι έσπευδαν να εξαφανισθούν διά των στενών σοκακίων, πλήν ο είς επυροβολείτο υπό του σωματοφύλακος του Κυβερνήτου.

      Ευρισκόμενος είς το βάθος της εκκλησίας και αναμένων να απομακρυνθή η επίσημος πομπή ίνα εξέλθω, κατά την συνήθειάν μου, δεν επρόφθασα να ίδω την σκηνήν των πυροβολισμών’ ευρισκόμην όμως είς την έξοδον της εκκλησίας την στιγμήν κατά την οποίαν ο Κακλαμάνος είχε πλησιάσει τον νεκρόν του Κυβερνήτου και διέτασσε τους στρατιώτας του να συγκεντρωθώσιν, ίνα αποχωρήσωσιν. Ήτο δε τοιούτον το μίσος του κατά των κυβερνητικών και είς τοιαύτην κατάστασιν μέθης και εξαλλοσύνης ευρίσκετο, ώστε ιδών Ζαχαρόπουλόν τινά να σύρη τον φονευθέντα Κωνσταντίνον Μαυρομιχάλην, εξεμάνη και του εφώναξεν: «Να μωρέ, και ο Τουρκανατολίτης παλληκάρι’ θάρθη ώρα πού θα σε σέρνω εγώ εσένα, ισαλά».

    Το κατ’ εμέ, ως αυτόπτου πλέον μάρτυρος, μού είναι δύσκολον να πιστεύσω ότι ο Κακλαμάνος και οι στρατιώται του δεν ηδύνατο να φονεύσωσιν ή ακόμη και να συλλάβωσιν τους δολοφόνους. Βεβαίως, το δεύτερον θα ήτο δυσχερέστερον και σφαλώς υπέκρυπτε τον κίνδυνον να φωνευθώσιν ούτοι υπό των Μαυρομιχαλαίων. Ο ισχυρισμός του Κακλαμάνου είς την ανάκρισιν ότι δεν εκινήθη, κατά των φονέων διά να μην κινδινεύση, θα ήτο αληθοφανής, εάν δεν εγίνετο γνωστή η συνωμοτική σχέσις του με την προσχεδιασθείσαν δολοφονίαν και ο ειδικός ρόλος, όστις του είχεν ανατεθή υπό των ηγετών της συνωμοσίας.

    Είναι άγνωστον εάν και πότε ο Κακλαμάνος έλαβον τα 5.000 τάλληρα. Άλλωστε, μικράν σημασίαν θα απέδιδον είς τούτο . Διότι διά των κινήσεών του εντός χρονικού διαστήματος μικροτέρου του εικοσιτετραώρου ο Πολιτάρχης απέβλεπεν κυρίως είς την σύσφιξιν και επιβεβαιώσιν δεσμών κοινωνικής φύσεως, των δεσμών της παροχής υπηρεσιών είς τον κοινωνικώς ισχυρόν, οίτινες ήσαν και οι περισσότερον αποδοτικοί. Ο Κακλαμάνος έφερεν είς πέρας την αποστολήν του, πεπεισμένος διά την αξίαν των επί προσωπικού επιπέδου πολιτικών αντιθέσεων. Επιστρέψας είς την Πολιταρχίαν και εξαποστείλας τους στρατιώτας του να διασκεδάσουν, ησθάνετο περισσότερον ασφαλής παρ’ ό,τι προηγουμένως.

      Ήτο η Κυριακή 27η Σεπτεμβρίου 1831. Παρήλθον σχεδόν τρία έτη έκτοτε, και εάν απεφάσισα να αφηγηθώ μερικά από τά συμβάντα του τελευταίου πρό της δολοφονίας εικοσιτετραώρου, τα οποία εγνώριζον ήδη από την εποχήν εκείνην, δεν το πράττω ίνα αποκαλύψω αγνώστους πτυχάς των γεγονότων, διότι δεν είναι πλέον άγνωστοι, αλλά κυρίως διά να είπω πόσον ο Κακλαμάνος είχεν, από την πλευράν του, δίκαιον να υπακούη περισσότερον είς τους κοινωνικούς ισχυρούς και ολιγώτερον είς τάς κατά νόμον υποχρεώσεις του, αφού τελικώς ο νόμος δεν ηδυνήθη να φθάση έως της τιμωρίας των πραγματικών ενόχων, των οργανωσάντων δηλαδή την συνωμοσίαν, μηδέ και αυτού του Κακλαμάνου, εκτελεστικού όντος είς την ουσίαν οργάνου.

               Έγραφον ‘εν πλήρει ψυχραιμία είς Παρισίους

                    κατά Ιούλιον του έτους 1834.

     Αυτό είναι το κείμενο που είχα να σας παρουσιάσω’ η μέρα του Πολιτάρχη Κακλαμάνου είναι περισσότερο νύχτα! Φυσικό, αν λάβουμε υπόψη ότι οι συνωμότες κινούνται στο «σκότος».

     Το κείμενο ομιλεί σαφώς για την ενοχή του Κακλαμάνου. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληγε και η σχετική αναφορά του αρμόδιου Ανακριτή προς την προϊσταμένη του Αρχή. Σας την διαβάζω και τελειώνω:

       Εκλαμπρότατε,

           Συγχωρήσατέ με την τόλμην να υποβάλω ευσεβεστάτως προς την Υ. Ε. αντίγραφον επιστολής μου περί την δικογραφίαν του απίστου Κακλαμάνου. Το πρωτότυπον έπεμψα χθές προς τον κ. Γλαράκην με την ελπίδα ότι ήθελεν είναι είς Άργος διά να την θέση υπ’ όψιν της Υ. Ε.

      Με βαθύτατον σέβας.

         Εν Ναυπλίω την 14 Νοεμβρίου 1831

           Ευπειθέστατος

           Ν. Γ. Παγκαλάκης.

ΒΑΣΙΛΗΣ  ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, ΕΝΑΣ ΑΝΤΙΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΣ ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ. Εκδόσεις Εταιρεία Σπουδών, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1986.

Σημειώσεις:

     Στο δεύτερο αυτό σημείωμα, μεταφέρω το κείμενο (με χαρακτηριστικά διηγήματος και απομνημονεύματος, γραμμένο το 1834 στο Παρίσι), όπως μας λέει ο έλληνας  ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς (25/9/1935-12/11/2017) που το ανακάλυψε στα Γαλλικά Αρχεία και μας το παρουσίασε στον τόμο «Μια μέρα….» των εκδόσεων της Σχολής Μωραϊτη. Η εκπαιδευτική και πολιτιστική προσφορά της Σχολής Μωραΐτη στον τόπο μας, είναι παλαιά, διαρκής, καταξιωμένη και αναγνωρισμένη όχι μόνο από το διδακτικό και εκπαιδευτικό προσωπικό που συνεργάστηκε μαζί της αλλά, και τον ευρύτερο πανεπιστημιακό και επιστημονικό χώρο της χώρας μας. Καθώς και τους αποφοίτους της Σχολής πάνω από μισό αιώνα λειτουργίας και εκπαιδευτικής αγωγής της, των νεότερων ηλικιακά ελλήνων και ελληνίδων γενεών. Σημαντικοί έλληνες φιλόλογοι και ιστορικοί, δάσκαλοι της θεατρικής τέχνης, θεολόγοι, καθηγητές άλλων ειδικοτήτων, υπήρξαν συνεργάτες της και διέπρεψαν ο καθένας στο επιστημονικό πεδίο που θήτευσε και δίδαξε στην επαγγελματική και επιστημονική τους σταδιοδρομία και εξέλιξη πέρασαν από τις σχολικές αίθουσές της.  Η Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας-Σχολή Μωραΐτη, «οργανώνει εδώ και αρκετά χρόνια «Επιστημονικά Συμπόσια» και εκδίδει τα αντίστοιχα Πρακτικά. Όπως και σειρές «Διαλέξεων» και Πρακτικά «Διημέρων». Μέχρι σήμερα από όσο γνωρίζω και έχω διαβάσει έχουν κυκλοφορήσει πάνω από δέκα τόμοι των Επιστημονικών Συμποσίων. Ενδεικτικά αναφέρω τους: «Ιστορική πραγματικότητα και Νεοελληνική πεζογραφία (1945-1995), 1997. «Ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα», 2001. «Οι χρήσεις της αρχαιότητας από το νέο ελληνισμό», 2002. «Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη ελλάδα», 2007. «Τα όρια των ειδών στην τέχνη σήμερα», 2009. «Χαμηλές φωνές» στη λογοτεχνία» 2009. «Μυστικισμός και τέχνη. Από το θεοσοφισμό του 1900 στη «νέα εποχή», 2010 και άλλοι. Μέρος της σειρά των εκδόσεων της Σχολής, είναι και ο τόμος «Μιά μέρα…» Από τον οποίο, «ξεκαρφιτσώθηκε» και κυκλοφόρησε αυτόνομα το μικρό ανάτυπο του Βασίλη Κρεμμυδά που παρουσιάζω δεύτερο στην σειρά, μετά την παλαιά ομιλία του Ρένου Αποστολίδη. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο ιστορικός κυρός Βασίλης Κρεμμυδάς υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, Υπεύθυνος Προγράμματος των εκδόσεων της Σχολής, και «κατ’ έθιμον» έγραφε και το «εισαγωγικό σημείωμα των τόμων. Παρενθετικά να τονίσουμε ότι μεταξύ άλλων, ο τόμος «Μύθοι και Ιδεολογήματα στη Σύγχρονη Ελλάδα» (23 & 24 Νοεμβρίου 2005), Εταιρεία Σπουδών, Αθήνα 2007, τιμή 19 ευρώ, παρουσιάζει συγγενικό και ερευνητικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον, σχετικά με επιστημονικές εργασίες και έρευνες που έχουν άμεση σχέση με ιστορικά ζητήματα που αφορούν τον εορτασμό μας για τα 200 χρόνια της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Να αναφέρω από τα περιεχόμενα το «Ο «Χορός του Ζαλόγγου» Πληροφοριακοί πομποί, πομποί αναμετάδοσης, δέκτες πρόσληψης» του Αλέξη Πολίτη. Το κείμενο «Ιστορική κουλτούρα και κατασκευασμένη μνήμη: τα κρυφά σχολειά» του Παναγιώτη Στάθη. Η ομιλία «Η μυθολογική θεμελίωση του νέο-ελληνικού κράτους» του Στέφανου Πεσμαζόγλου κλπ. Οι εργασίες και τα βιβλία του ιστορικού Βασίλη Κρεμμυδά κυκλοφορούν από διάφορους εκδοτικούς οίκους.

     Η παλαιά αυτή προσωπική αφήγηση της δολοφονίας του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος, (1827-1831) παρουσιάζει ακόμα και σήμερα μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον για το πώς διεξήχθηκαν και εξελίχθηκαν τα πολιτικά και ιστορικά πράγματα στην χώρα μας. Η αφήγηση γίνεται από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες των ημερών και των στιγμών της εν ψυχρώ δολοφονίας του Ιωάννη Καποδίστρια 27 Σεπτεμβρίου 1831, μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα από τον γιό και αδερφό,- Γεώργιο και Κωνσταντίνο-, του ισχυρού προύχοντα, κοτζαμπάση της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (1765-1848). Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας και οι αγωνιστές ήρωες του 1821 που συντάχθηκαν μαζί του,-όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ήρθαν αντιμέτωποι με τα κατεστημένα τζάκια της εποχής τους, τα διάφορα φέουδα του Μοριά και των Νήσων, μα και με τις ξένες πολιτικές δυνάμεις της εποχής, που ήθελαν να ποδηγετήσουν την πολιτική του, της ανοικοδόμησης, για την ακρίβεια, την απαρχής οικοδόμησης της ελεύθερης Ελλάδος από τον Καποδίστρια που τον θεωρούσαν «πράκτορα» των πολιτικών και επεκτατικών συμφερόντων του τότε Τσάρου της ομόδοξης Ρωσίας. Ότι ο Κυβερνήτης προωθούσε τα δικά του και μόνο διπλωματικά και οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα σε βάρος των άλλων ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής. Βλέπε Ιερή Συμμαχία, Αγγλία, Γαλλία, Μέτερνιχ κλπ. Ο αγωνιστής  Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης που ο Καποδίστριας φυλάκισε, διετέλεσε πρώτος πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Στράφηκε εναντίον της πολιτικής και των θέσεων του Ιωάννη Καποδίστρια, όταν εκείνος ανέλαβε την εξουσία και αμφισβήτησε και απείλησε την μέχρι τότε εξουσία και κυριαρχία των κοτζαμπάσηδων και των ναυτικών προυχόντων των νησιών, βλέπε Υδραίους και Ανδρέα Μιαούλη, στην μετεπαναστατική Ελλάδα.  Οραματιζόμενος ένα σύγχρονο ευρωπαϊκών προδιαγραφών ελληνικό κράτος που θα έβρισκε αργά και σταθερά τον ελεύθερο βηματισμό του και θα έθετε τις βάσεις της ανοικοδόμησής του και της ιστορικής του συνέχειας και εθνικής και πολιτιστικής παράδοσης. Για να πετύχει τον στόχο του, ο έλλην διαφωτιστής,-δεν είναι τυχαίο που το βάρος της πολιτικής του έπεσε στην ίδρυση σχολείων και πανεπιστημίου, στην οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, έπρεπε να περιορίσει αν όχι να εξαλείψει τα οικονομικά και διοικητικά και άλλα προνόμια των παλαιών οικογενειών του Μοριά και των Νησιών. Που είχαν προσφέρει όχι με μεγάλη επιθυμία στον αγώνα ενάντια της αποτίναξης του Τούρκικου ζυγού, και τώρα ζητούσαν να έχουν οικονομικό μερίδιο στις αποζημιώσεις. Με το πέρας της επανάστασης τα παλαιά τζάκια και οι φατρίες, οι οικογένειες των προυχόντων πίστεψαν ότι θα αναλάμβαναν οι ίδιοι το κενό της εξουσίας που άφηνε πίσω της η Υψηλή Πύλη. Ο Κερκυραίος Εθνικός Κυβερνήτης ερχόμενος στην ελεύθερη Ελλάδα προσπάθησε να οργανώσει το υποτυπώδες και κατεστραμμένο ελληνικό κρατίδιο που τα σύνορά του έφταναν μέχρι τον Σπερχειό. Και τα σύνορα της επικράτειάς του περιελάμβαναν τον Μοριά και ορισμένα από τα νησιά του Αιγαίου. Η συγκεντρωτική διακυβέρνηση –ενός αντρός αρχή-του Καποδίστρια ενόχλησε, έφερε έχθρες και αντιπάθειες, δημιούργησε αντικαποδιστριακούς θύλακες ένοπλης ή άλλης αντίστασης. Οι συνωμοσίες και οι ανταρσίες των καπεταναίων εναντίον του, των θέσεών του και των κυβερνητικών του επιλογών, ήσαν στην ημερήσια διάταξη φανερά ή λιγότερο φανερά τα ελάχιστα χρόνια που κράτησε το τιμόνι της εξουσίας στην Ελλάδα. Ακόμα και μέρος του τύπου της εποχής στράφηκε εναντίον του. Ένας από τους αντιπάλους και έκδηλα εχθρός του, υπήρξε και ο Μανιάτης  Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο οποίος συλλαμβάνεται το Πάσχα του 1830 για «αντικρατική» αντίσταση και δράση. Αμφισβήτηση της Καποδιστριακής εξουσίας. Του «ξενόφερτου» Κυβερνήτη που τον θεωρούσαν ένα είδος δικτάτορα που περιόριζε τις μέχρι τότε εξουσίες τους. Ο Πετρόμπεης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις φυλακές του Ίτσκαλέ. Σε κατοίκον περιορισμό τέθηκαν και άλλα μέλη της οικογένειάς του. Ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης που σχεδίασε και μετείχε στην δολοφονία του Κυβερνήτη στο Ναύπλιο, προσπάθησε να έρθει σε ένα είδος συνεννόησης με τον Καποδίστρια αλλά αυτό δεν έγινε αποδεκτό με τα ολέθρια και τραγικά κατόπιν ιστορικά διεξαχθέντα. Το σύνολο σχεδόν των ελλήνων ιστορικών μας μιλούν για το πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορική μοίρα της πορείας της ελευθερωμένης ελλάδας αν δεν δολοφονούνταν τόσο άδικα ο φωτισμένος αυτός έλληνας, ο επτανήσιος κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος μόνος του, σαν άλλος Άτλαντας σήκωσε στους ώμους του, χωρίς βοήθεια και οικονομικούς πόρους, με δεδηλωμένους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, την φιλοδοξία της αναγέννησης της κατεστραμμένης και διαλυμένης, της κατασπαραγμένης από εμφύλιες έριδες Ελλάδος. Μιάς μικρής υποδουλωμένης στους Οθωμανούς χώρας για πάνω από 400 χρόνια, της οποίας καταχρηστικά αποδέχονταν την ελευθερία της οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής. Ο θεμελιωτής της απελευθερωμένης Ελλάδος έπεσε άδοξα, αλλά η προσπάθειά και ο οραματισμός του είναι ακόμα παρών. Του οφείλουμε την ύπαρξή μας σαν κράτος. Για την δικαιοσύνη της Ιστορίας, να αναφέρουμε έναν τίτλο βιβλίου που εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, του οποίου ο συγγραφέας επιχειρεί να δικαιολογήσει την οικογένεια των Μανιατών Μαυρομιχαλαίων και των θέσεών τους και των δίκαιων προθέσεων. Υποστηρίζοντας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την οικογένειά του, λέγοντάς μας ότι η δολοφονία του Κυβερνήτη εξυφάνθηκε από ξένες ευρωπαϊκές δυνάμεις, και ότι οι αυτόπτες μάρτυρες που μας εξιστορούν τα της δολοφονίας του Καποδίστρια, μας δίνουν την προσωπική τους μεροληπτική εκδοχή. Δεν είναι δηλαδή αξιόπιστοι. Το βιβλίο έχει τίτλο «Μαυρομιχαλαίοι και Καποδίστριας» (Η αιτία του φόνου), συγγραφέας του είναι ο επόπτης μέσης εκπαιδεύσεως Ανάργυρος Γ. Κουτσιλιέρης, και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο του Στράτη Φιλιππότη, Αθήνα 1982, σελίδες 160, δραχμές 200. Ο συγγραφέας ερευνά τα απομνημονεύματα των αγωνιστών και διάφορες άλλες γνωστές μας πηγές και εξάγει τα συμπεράσματά του, που είναι μία συνηγορία υπέρ των Μαυρομιχαλαίων και των σκοτεινών τους πράξεων. Το βιβλίο εκτός από την υπόθεση Καποδίστρια, σελίδες 1-137, περιλαμβάνει επίσης και την μικρότερη εργασία του «Λακωνία και Εθνική Ελευθερία» που είναι μία Ομιλία του στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς 16.3.1980. σελίδες 138-152. Και το κείμενο «Σχέσεις Μανιατών και Κρητικών κατά τον περασμένο αιώνα», σελίδες 153-160.

     Τα δημοσιεύματα, τα άρθρα οι ιστορικές εργασίες και η έρευνα για τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια, είναι πάμπολλες και διαρκώς εμπλουτίζονται. Από τον μυθιστοριογράφο Τάσο Αθανασιάδη και το βιβλίο του «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ» ΛΥΡΙΚΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΠΌ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, εκδόσεις Εστία 1972 Τρίτη έκδοση. Πρώτη Αετός 1947, δεύτερη Γεωργίου Φέξη 1962, έως τον τόμο του Γρηγορίου Δαφνή «ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ» Η γέννηση του ελληνικού κράτους, εκδόσεις Κάκτος 2018, η βιβλιογραφική έρευνα είναι εκτενής και ευτυχώς. Και από την εργασία του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου, «Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» έως την ιστορική σειρά «Φοβερά Ντοκουμέντα» και τον τόμο «Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ» ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, που συνέγραψε ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς, βλέπε εφημερίδα «Τα Νέα» 2011 το ενδιαφέρον για τον βίο, το έργο και την πολιτική, τον οραματισμό του Ιωάννη Καποδίστρια παραμένει θερμό από ιστορικούς, ιστοριοδίφες, δημοσιογράφους, ερευνητές και αναγνώστες. Είναι κρίμα που δυό σημαντικές ελληνικές φυσιογνωμίες, ο Ρήγας Φερραίος και ο Ιωάννης Καποδίστριας έφυγαν με άδοξο τρόπο πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν τους εθνικούς τους οραματισμούς. Και ούτε είναι τυχαίο ότι οι δύο αυτές εθνικές μας προσωπικότητες όπως και ο πατρό Κοσμάς ο Αιτωλός, πρέσβευαν και αγωνίζονταν για την εκπαίδευση και την παιδεία του γένους των υπόδουλων φτωχών ελλήνων. Η Παιδεία ήταν ο αγωγός της συνέχειας του Γένους μας.   

  Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021.

   Η Ελληνίς των πλουσίων ιστορικών της μνήμης στιγμών του Έθνους προεδρεύουσα εφώναξε: Από το «Περνώ ένα δράμα» στο «Burn Rubber On Me».         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου