Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Βιθέντε Φερναντέθ, Νάσος Βαγενάς, Απόστολος Σαχίνης, Θ. Παπαθανασόπουλος, Άρης Μαραγκόπουλος, για τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη

ΒΙΘΕΝΤΕ  ΦΕΡΝΑΝΤΕΘ

Ο  ΣΕΦΕΡΗΣ  ΕΙΝΑΙ  ΜΙΑ  ΜΥΗΣΗ  ΣΤΗΝ  ΕΛΛΑΔΑ…

Της Αγγελικής  Βασιλάκου

Φωτό: Κώστας Δρίμτζιας

Περιοδικό ΕΝΑ τεύχος 25/17-6-1992, σελίδες 92-94

     Μετέφρασε τις «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» του Γιώργου Σεφέρη και έζησε μέσα από τις λέξεις του το κλίμα εκείνης της λογοτεχνικής παρέας του ’30 που περνούσε τα ολοσέληνα βράδια στην Ακρόπολη. Γεύτηκε αυτό το βιβλίο σαν ένα κύμα νεότητας του νομπελίστα ποιητή μας και τιμήθηκε για την εργασία του αυτή με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης της Ισπανίας. Περισσότερο, όμως, από ένας μεταφραστής ο Βιθέντε Φερνάντεθ είναι ένας καλός «πρεσβευτής» της Ελλάδας στην πατρίδα του.

         «Αυτό είναι το βιβλίο;» «Ναι, δεν είναι ωραία έκδοση; Κοίταξε το εξώφυλλο, το δέσιμο, τους χαρακτήρες των γραμμάτων…» και καθώς μιλάει το βιβλίο βρίσκεται στα χέρια μου.

     Είναι οι «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», οι έξι νύχτες με πανσέληνο, τότε που η Ακρόπολη έμενε ανοιχτή μέρα και νύχτα. Ένα βιβλίο που γράφτηκε από τον Γιώργο Σεφέρη το ’54 και μεταφράστηκε στα ισπανικά από τον Βιθέντε Φερνάντεθ, που τιμήθηκε την περασμένη εβδομάδα με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης της Ισπανίας. Έξι πρόσωπα, λοιπόν, φωτογραφημένα μπροστά από τη φωτισμένη Ακρόπολη στο εξώφυλλο. Νύχτα. Μία από τις έξι νύχτες που ο Γιώργος Σεφέρης ιστορεί στο βιβλίο του. Στο κάτω μέρος γράφει «Εκδόσεις Μοντατόρι».

     «Είναι οι Μοντατόροι της Ισπανίας», απαντά ο Βιθέντε Φερναντέθ με άπταιστα ελληνικά, «που κυκλοφόρησαν ήδη το βιβλίο σε δύο εκτυπώσεις, μία στη Μαδρίτη και μία στην πόλη του Μεξικού. Ενώ προετοιμάζεται ακόμη μία για το Μπουένος Άιρες».

-Στη δεύτερη κιόλας σελίδα, ανοίγοντας την ισπανική έκδοση του «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», διαβάζουμε: «Το βιβλίο αυτό έγινε εντός του προγράμματος ενίσχυσης της λογοτεχνικής μετάφρασης του Υπουργείου Πολιτισμού». Τι σημαίνει αυτό;

-Ένα είδος υποτροφιών που έχει θεσπίσει το Υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας με σκοπό την ενίσχυση της λογοτεχνικής δημιουργίας. Υποτροφίες, δηλαδή, που δίνονται τόσο σε μεταφραστές, όσο και πεζογράφους, ποιητές ή δοκιμιογράφους. Το συγκεκριμένο βιβλίο, για παράδειγμα, εγκρίθηκε πρώτα από μιά επιτροπή του Υπουργείου και η μετάφραση του χρηματοδοτήθηκε γενναία θα λέγαμε (με ενάμισι σχεδόν εκατομμύριο δραχμές)!

     Και δεν γίνεται η πρώτη φορά που γίνεται αυτό. Το ίδιο πρόγραμμα βοήθησε στο να γίνει η μετάφραση βιβλίων όπως το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή από τη Νατιβιλιδάδ Γκάλμπεθ και η «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνού, βιβλία που βραβεύτηκαν το ’87 και το ’90 αντίστοιχα. Επίσης η ελληνική μετάφραση ισπανικών βιβλίων όπως οι «Παραδειγματικές Νουβέλες» του Θερβάντες και το «Λα Ρεχέντα» του Λεοπόλδο Άλας, του επονομαζόμενου Κλαρίν.

-Τώρα γιατί γίνεται αυτό;

-Γιατί δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος μύησης σε μια χώρα από αυτόν. Να μυηθείς, δηλαδή, στο πνεύμα της μέσα από τη λογοτεχνία της. Μακάρι, λοιπόν, την εποχή της «Αθήνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας» να είχε φτιαχτεί ένα πρόγραμμα μετάφρασης πενήντα βασικών έργων της ελληνικής λογοτεχνίας σε πέντε γλώσσες! Θα ξέραμε πολύ περισσότερα πράγματα για την Ελλάδα! Θα ‘μεναν πολύ περισσότερα πράγματα. Το λέω αυτό πιο πολύ και για τη Θεσσαλονίκη, που, απ’ τη  στιγμή που θα γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα, πρέπει την επόμενη χρονιά να διαφέρει από κείμενο που ήταν πρίν!

-Να μιλήσουμε και για τη δική σας μετάφραση;

-Αρχικά ήμουν μεταξύ των σαράντα φιναλίστ καλύτερης μετάφρασης του ’91-ανάμεσά τους ήταν και η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Πέρασα στους δέκα, στη λίστα, δηλαδή, που ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού στις εφημερίδες και στη μεγάλη γιορτή του βιβλίου της Μαδρίτης, και τέλος πήρα την περασμένη εβδομάδα το βραβείο ex aequo, από μισό δηλαδή με τον Λαουρεάνο  Ραμίρεθ που μετέφρασε τους «Μανδαρίνους» του Βου Τζίνζινγ.

-Ποια άλλα βιβλία ήταν μεταξύ των δέκα;

-Τα ποιο σημαντικά ήταν μια νέα μετάφραση της «Ιλιάδας», το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» στα καταλανικά, ένα βιβλίο του Χάντκε…

-Εσείς πώς αισθανθήκατε όταν μάθατε ότι πήρατε το βραβείο;

-Χάρηκα. Ήταν όμως και κάτι άλλο. Βλέπεις, αυτό το βιβλίο του Σεφέρη εδώ, στην Ελλάδα, το έχουν διαβάσει απειροελάχιστοι. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι το θεωρούν κακό βιβλίο (!). Λίγοι ήταν εκείνοι που με ενθάρρυναν να το μεταφράσω. Και τώρα που βραβεύτηκε μπορώ πια να πω να που αυτό το βιβλίο αξίζει!

-Πότε ήρθατε στην Ελλάδα και γιατί;

-Το ’81. Είχα τελειώσει τη Φιλοσοφική στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και δίδασκα την ισπανική γλώσσα για ξένους, κυρίως Αγγλοσάξονες. Το α έρθω στην Ελλάδα σήμαινε για μένα να συνεχίσω να κάνω μια δουλειά που αγαπώ σε έναν τόπο διαφορετικό. Μυθικό.

-Ποια ήταν η εικόνα που είχατε για την Ελλάδα, θυμάστε;

-Είχα μια αίσθηση της Ελλάδας κυρίως μέσα από τον Χέλντερλιν, από τα ποιήματά του και τον «Υπερίωνα».

-Στο μεταξύ εγκατασταθήκατε μόνιμα εδώ. Λίγο ο γάμος σας το ’83 στη Μυτιλήνη με την Άρτεμη Δημητριάδου, λίγο το σχολείο που ανοίξατε ένα χρόνο μετά με τη Νάτι Γκάλμπεθ και την Ισαβέλλα Λόπεθ, το «Θερβάντες». Δεν νιώσατε να διαφοροποιείται αυτή η αρχική εικόνα;

-(Γελάει). Ναι, τώρα πια σε αυτή την εικόνα εισβάλλουν οι φίλοι και οι δικοί μου άνθρωποι, οι μαθητές μου ακόμη που έδειξαν τόσο ενδιαφέρον για τα ισπανικά γράμματα. Νιώθω να γίνεται ένας πραγματικός διάλογος μεταξύ μας. Είναι ένας διάλογος εφ’ όλης της ύλης, όπως λένε και οι πολιτικοί. Σε βαθμό που πολλές φορές λέω ότι για να είσαι νεοελληνιστής σήμερα, πρέπει να είσαι δάσκαλος της ισπανικής στην Ελλάδα (!)

-Νομίζω ότι το Ινστιτούτο έχει προχωρήσει και σε εκδόσεις ή μήπως κάνω λάθος;

-Σπρωγμένοι από την αγάπη της έρευνας και παραγωγής ύλης σε θέματα διδακτικής της ισπανικής γλώσσας, αρχίσαμε το ’85 τη σύνταξη ενός ελληνοϊσπανικού λεξικού, που θα κυκλοφορήσει σύντομα σε δύο τόμους.

-Αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι τώρα μαθαίναμε τα ισπανικά μέσω αγγλικών ή γαλλικών κυρίως λεξικών-για όσους δε είχαν την άνεση του ισπανοϊσπανικού- νομίζω ότι αυτή η έκδοση θα μας λύσει πολλά προβλήματα. Ιδιαίτερα στον τομέα της μετάφρασης…

-Πού είναι ένας τομέας που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Το «Θερβάντες» ετοιμάζει, μάλιστα, σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Αίολος», που έχουν αναλάβει την παραγωγή και τη διακίνηση των βιβλίων, τις εξής εκδόσεις: «Ναύτης στη στεριά» του Ραφαέλ Αλμπέρτι, «Ηλιόπετρα» του Οκτάβιο Παθ, καθώς και μια ανθολογία μεξικανικής ποίησης σε μετάφραση Ούγο Γουατιέρεθ Βέγα (του πρέσβη του Μεξικού), που πρόκειται να κυκλοφορήσουν πρίν από το καλοκαίρι.

-Εκτός από τις «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», τι άλλα βιβλία έχετε μεταφράσει;

-Ποιήματα και διάφορα άλλα κείμενα. Το ’86 κυκλοφόρησε στη Βαρκελώνη ένα δοκίμιο του Κώστα Τσιρόπουλου. «Το σημείο της στίξης», σε μετάφραση δική μου και τώρα ετοιμάζω έναν τόμο, επιλογή από τις «Μέρες» του Σεφέρη.

-Με όλη αυτή τη δραστηριότητα έχω την εντύπωση πως οι εικόνες που είχατε για την Ελλάδα θα αμβλύνονται ολοένα και περισσότερο, καθώς όλο και περισσότερο γνωρίζεστε και ανακατεύεστε μαζί μας….

-Κι όμως, όταν σκέφτομαι τη σύγχρονη Ελλάδα, αυτή που εγώ γνωρίζω, έχω πάντα μια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μου…

-Που είναι…

-Στην οδό Ανδριανού. Στην αρχαία αγορά με τις γραμμές του τρένου ανάμεσα και στο βάθος η Ακρόπολη, η Στοά του Αττάλου, το Θησείο δεξιά. Αν με ρωτάς, αυτή είναι η εικόνα!

-Να απομακρυνθούμε λίγο από την οδό Ανδριανού, για να μεταφερθούμε σε μια άλλη περιοχή, στο Μετς και συγκεκριμένα στους δρόμους του Γιώργου Σεφέρη, στην επίσκεψή σας στο σπίτι του, όπου γνωρίσατε και τη Μαρώ;

-Ναι. Τον Σεφέρη τον είχα γνωρίσει λίγο πρίν έρθω. Μερικά ποιήματά του, δηλαδή. Το ’82 η Τασία Χατζή μου έκανε δώρο όλα του τα ποιήματα, από τον «Ίκαρο». Από τότε τα διαβάζω συνέχεια. Συστηματικά. Όπως διαβάζεις τα βιβλία των ποιητών που σου αρέσουν και δεν τελειώνουν ποτέ.

     Θυμάμαι ότι από τη στιγμή που  μπορούσα να διαβάζω ελληνικά, τα πρώτα πράγματα που διάβαζα ήταν τα ποιήματα του Σεφέρη, κόμικς και οι στίχοι των τραγουδιών του Σαββόπουλου.

     Τις «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» μου τις είχε χαρίσει η Άρτεμις, η γυναίκα μου. Με γοήτευσαν, αποφάσισα να τις μεταφράσω και έτσι κάποια στιγμή γνώρισα τη Μαρώ.

-Τι σας είπε όταν σας πρωτοείδε;

-Ότι ο Σεφέρης αγαπούσε πάρα πολύ αυτό το βιβλίο. Κρατούσε, μάλιστα, το χειρόγραφο κλεισμένο σε ένα πολύ ωραίο κουτί, ζωγραφισμένο με μια γοργόνα, που το ‘χε δίπλα του στο γραφείο του. Η Μαρώ μου το’ δειξε αυτό το κουτί και μου είπε ότι χάρηκε πολύ όταν άκουσε για τη μετάφραση του βιβλίου στα ισπανικά, πού μόνο στα γερμανικά έχει μεταφραστεί μέχρι τώρα.

     Μου έδειξε ακόμα την κάμαρα όπου κλεινόταν ο Σεφέρης όταν ήθελε να τελειώσει ένα βιβλίο του. Κλεινόταν εκεί για δυο τρείς μέρες, του άφηναν νερό και φαί μπροστά του απ’ την πόρτα κι έβλεπαν μόνο τον καπνό να ανεβαίνει πίσω απ’ αυτήν.

-Είχατε πολλές δυσκολίες στη μετάφραση;

-Πέρασαν μήνες που ήταν σαν να ήμουν στην παρέα. Όπως πέρασαν και πολλές φαντασιώσεις απ’ το μυαλό μου με αυτές τις βραδιές με πανσέληνο στην Ακρόπολη. Μερικές φορές όταν είχε πανσέληνο πήγαινα μέχρι του Φιλοπάππου κι έβλεπα από κει την Ακρόπολη. Την πρώτη γραφή της μετάφρασης την έκανα κυρίως στη Μυτιλήνη όπου ήμασταν για καλοκαίρι, κι όταν έφυγε η Άρτεμις για δεκαπέντε μέρες κι έμεινα να τελειώσω, ήμουν όλη τη μέρα μέσα στην ιστορία. Με τη Σαλώμη που φεύγει. Με την Μπίλιω που έρχεται.

-Γιατί νομίζετε ότι υπάρχει αυτή η δυσπιστία του κοινού στην Ελλάδα γι’ αυτό το μυθιστόρημα του Σεφέρη;

-Πρώτα απ’ όλα ελάχιστοι από τους ανθρώπους που διαβάζουν το έχουν διαβάσει. Λέγεται πως είναι ένα μυθιστόρημα, κι όλοι αγαπούν τα ποιήματα του Σεφέρη. Ξέρουν, όμως, ότι αυτό το μυθιστόρημα επικοινωνεί και με τα ποιήματα και με τις μέρες (τα ημερολόγια); Εγώ νομίζω ότι αυτό το βιβλίο λειτουργεί για τον Σεφέρη κάπως σαν Εργαστήριο. Γράφοντάς, το επεξεργάζεται και τις ιδέες του. Για τον Μακρυγιάννη, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τόσα άλλα θέματα. Οι «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» πιο πολύ κι από ένα μυθιστόρημα είναι η φωτογραφία του Εργαστηρίου του Γιώργου Σεφέρη. Και για αυτό πρέπει να το διαβάσεις σαν ανοιχτό έργο. Δεν έχεις άλλο τρόπο.

-Ο Σεφέρης γιατί νομίζετε ότι το αγαπούσε;

-Πιστεύω ότι με αυτό το βιβλίο ο Σεφέρης ήταν πάντα νέος. Το πιάνει το καλοκαίρι του ’26-’30, οπότε το αφήνει, για να το κλείσει τελικά δουλεύοντας το από το πρώτο εξάμηνο μέχρι το καλοκαίρι του ’54. Μεσολαβούν, δηλαδή, κάπου είκοσι πέντε χρόνια από τότε που το άρχισε μέχρι την τελική γραφή. Κι όταν το ξαναπιάνει, έχει πάλι την ίδια διάθεση που είχε το καλοκαίρι του ’26. Μιλάει με τον ίδιο τρόπο για την κατάσταση του διανοούμενου και του ποιητή, για το νόημα της ζωής.

     Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που όλα αυτά τα χρόνια δεν το έδωσε για έκδοση. Κρατούσε το χειρόγραφο κοντά του, δίπλα του πάντα. Για μια νέα πιθανότητα επέμβασης άραγε ή για μια ακόμη επιστροφή στη Νεότητα;

Βιθέντε Φερνάντεθ, “Seis noches en la Acropolis”, Yorgos SEFERIS, Narrativa Mondadori. Περιοδικό «ΕΝΑ» τεύχος 25/17-6-1992, σελίδες 92-94.

--

«ΕΞΙ  ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ»

Αφιέρωμα και της «Φιγκαρό» στον Σεφέρη

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 12/3/1994

     Και η γαλλική «Φιγκαρό» μετά το ειδικευμένο «Λιρ» και τον «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» έρχεται να χαιρετίσει την έκδοση στα γαλλικά του μοναδικού μυθιστορήματος του Γιώργου Σεφέρη «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη».

«Δεν πρόκειται ακριβώς για μυθιστόρημα ούτε για καθαρό αφήγημα. Πρόκειται μάλλον για σημειώσεις, στοχασμούς, αποσπασματικές διηγήσεις» σημειώνει η Φιγκαρό που αποκαλύπτεται μπροστά στον Έλληνα νομπελίστα ποιητή. Σημειώνει ειδικότερα ότι κάποιες περιγραφές του, κάποιοι στοχασμοί του, κάποιες ιδέες του συγγενεύουν με εκείνες σπουδαίων Γάλλων όπως ο Ανατόλ Φρανς, ο Αντρέ Ζιντ ή ο Πολ Βαλερί. «Μόνο που κανείς από τους τρείς δεν θρηνεί για την κατάσταση της Γαλλίας. Ο Σεφέρης, που τους ανταγωνίζεται, τρέμει με την ιδέα ότι η πατρίδα του, η Ελλάδα, δεν θα καταφέρει ποτέ να ορθοποδήσει μετά την παρακμή της. Αυτό το ρίγος δίνει σε τούτο το βιβλίο μία άλλη, ιδιαίτερη διάσταση».

     Η Φιγκαρό σημειώνει επίσης ότι το έργο αυτό γράφτηκε στη δεκαετία του ’20, εκδόθηκε στη δεκαετία του ’60 και άργησε πολύ να μεταφραστεί. «Ο Σεφέρης άφησε πίσω του ένα έργο πυκνό αν και όχι ογκώδες. Τα ποιήματά του μπορούν να συγκριθούν για την παιδεία που αποκαλύπτουν, με εκείνα του Έλιοτ και του Ρίλκε. Και πάντως στο έργο αυτού του πολύ καλλιεργημένου συγγραφέα μαντεύει κανείς τη νοσταλγία για μια μεγάλη Ελλάδα.

--

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ, ΤΟΝ ΡΟΪΔΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ

Οι σπάνιες στιγμές…..

Εφημερίδα  LE MONDE/ ΤΑ ΝΕΑ 30/7/1994

     Η ελληνική λογοτεχνία γι’ άλλη μια φορά φιλοξενείται στις σελίδες του λογοτεχνικού ενθέτου της εφημερίδας «Λε Μοντ». Το μοναδικό μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη «συγκατοικεί» με το πρώτο του Αλέξη Πανσέληνου και την κριτική για την πολιτική σάτιρα του Εμμανουήλ Ροϊδη.

ΠΑΡΙΣΙ.

     Στο περιθώριο μιάς λαμπρής διπλωματικής καριέρας, δίπλα στο μεταφραστικό του έργο και στις ποιητικές συλλογές του, ο Γιώργος Σεφέρης σφράγισε τη νιότη του με τις «Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη» (σε μετάφραση Ζιλ Ορτλίμπ, εκδόσεις Calmannlevy).

     Ο Σεφέρης μυθιστοριογράφος! Έκπληξη για την κριτικό της γαλλικής εφημερίδας, που παραθέτει τα λόγια του συγγραφέα, την επομένη της απονομής του βραβείου Νόμπελ, αν τον ενδιαφέρει εκτός από την ποίηση και το μυθιστόρημα: «Ποτέ! Σ΄ ένα μυθιστόρημα υπάρχουν πολλές λέξεις κι είναι πολύ φλύαρο».

     Πρόκειται για ένα κείμενο της νεότητάς του, ξεχασμένο σε ένα φάκελο για πολλά χρόνια, που ο Σεφέρης τακτοποίησε τις σελίδες του για να γίνουν αναγνώσιμες και που τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1971, εκδόθηκαν στην Ελλάδα και σήμερα μεταφράστηκαν στα γαλλικά. Ο Ντενί Κολέρ, μεταφραστής και ειδικός του Σεφέρη, δίνει τη γνώμη του για την λογοτεχνική αξία του έργου: για έναν αυστηρό κριτικό, το μυθιστόρημα αυτό είναι ελλιπές. Όμως, όταν αγαπάμε έναν συγγραφέα μπορούμε να αντισταθούμε στην επιθυμία να γνωρίσουμε ό,τι προέρχεται από αυτόν;

     Οι «Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη» βρίθουν από λογοτεχνικές αναφορές με τις οποίες ο ώριμος Σεφέρης ασχολήθηκε αργότερα. Ο Αντρέ Ζίντ, ο Πολ Βαλερί, αλλά και ο Όμηρος, ο Δάντης, ο Μάρκος Αυρήλιος… περιλαμβάνουν τα σπέρματα όλων των μεγάλων θεμάτων του λογοτέχνη. Ο δεσμός με τη Γαλλία και η αμφιταλάντευση ανάμεσα στις δύο κουλτούρες η φωνή της Ελλάδας, δυνατή, πού όμως καταλήγει σε κάποια απογοήτευση: «Υπήρχαν πάντα δύο ράτσες. Εκείνη του Σωκράτη κι αυτή των κατηγόρων. Έχω όμως την εντύπωση πώς απέμεινε μόνο η δεύτερη…».

--

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗ

Οι «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» του Σεφέρη στα γαλλικά

Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 30/7/1994

     «Ξέρω πως με το φώς πρέπει να ζήσω. Παρακάτω δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω». Κι όμως τα κατάφερε. Ο Γιώργος Σεφέρης, που τόσο συχνά αμφέβαλε στις «Μέρες» του για τη ζωή και την ποίηση, έφερε στην Ελλάδα το πρώτο της Νόμπελ. Ήταν το εισιτήριο της ποίησής του για το εξωτερικό. Ο Σεφέρης διαβάστηκε, αγαπήθηκε, ξεπέρασε τα σύνορα μιας μικρής γλώσσας.

     Προχθές κυκλοφόρησαν στη Γαλλία οι «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», το νεανικό πεζό του Σεφέρη που γράφτηκε πριν από την πρώτη  του ποιητική συλλογή, τη «Στροφή», μεταξύ 1926 και 1928. Ένα έργο που έμεινε στο συρτάρι, αφού ο συγγραφέας του δεν το προόριζε για έκδοση, για να εκδοθεί τελικά τρία χρόνια μετά το θάνατό του και να επαναθέσει για χιλιοστή φορά το ερώτημα για το κατά πόσον  πρέπει να μένουν σεβαστές οι επιθυμίες του δημιουργού μετά θάνατον. Με αφορμή τη γαλλική μετάφραση η εφημερίδα Μοντ αναρωτιέται σε κύριο άρθρο της «Είναι ο Σεφέρης πεζογράφος;»

    Η απάντηση που δίνει η συντάκτρια του άρθρου Φλοράνς Νουαβίλ είναι σαφώς αρνητική Διαπιστώνει την ασυνέχεια των χαρακτήρων και τον αρκετά ασαφή σχεδιασμό ενός βιβλίου όπου «ο κεντρικός ήρωας είναι η Ακρόπολη» σύμφωνα με τον Σεφέρη. Ωστόσο παραδέχεται ότι οι «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» περιέχουν εν σπέρματι όλα τα μεγάλα θέματα του ποιητή. «Τη σύνδεσή του με τη Γαλλία, το δισταγμό ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, τη δυσκολία της συμφιλίωσης με το χρόνο».

     Πράγματι ο Γιώργος Σεφέρης δεν ήταν πεζογράφος. Από το 1931 που εκδόθηκε η «Στροφή» δόθηκε ολόψυχα στην ποίηση. Καθημερινά έγραφε στο ημερολόγιό του για τον πόνο και την ανάγκη της «στιχοποιίας». «Μιάς άσκησης σ’ ένα δοσμένο θέμα» όπως την αποκαλούσε. «Τέτοιες ασκήσεις χρειάζονται. Γιατί ένας πιανίστας βαράει το πιάνο του τόσες ώρες την ημέρα;».

     Ακόμη κι όταν διαπίστωνε κούραση κι απογοήτευση-«έχουν σκληρύνει θλιβερά τα δάχτυλά μου για το γράψιμο των στίχων»-δοκίμαζε τις λέξεις του, τους αναπάντεχους συνδυασμούς τους. Για την «Κίχλη» έγραφε: «Δεν ξέρω αν είναι καλό.  Ξέρω πως τέλειωσε. Τώρα πρέπει να στεγνώσει»…

--

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ  ΩΣ  ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

……………….

    Δεν είναι απαραίτητη, βέβαια, όλη αυτή η ημερολογιολογία για ν’ αντιληφθεί κανείς ότι το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη είναι ένα αποτυχημένο μυθιστόρημα ή ότι δεν είναι μυθιστόρημα. Ακόμα και αν δεν γνωρίζαμε τον τρόπο συγγραφής του, ακόμα κι αν δεν υπήρχε το αντίστοιχο ημερολόγιο του Σεφέρη για να επιβεβαιώσει την υποψία μας ότι η βιωματική του ύλη δεν είναι ικανοποιητικά επεξεργασμένη, θα αισθανόμασταν ότι έχουμε μπροστά μας ένα κείμενο με μυθιστοριογραφικές φιλοδοξίες ανεκπλήρωτες. Θα αισθανόμασταν, επίσης, ότι οι φιλοδοξίες αυτές μένουν ανεκπλήρωτες, γιατί ο συγγραφέας δεν κατορθώνει να ελευθερωθεί όσο έπρεπε από μιά κεντρομόλο δύναμη που τον κρατάει προσκολλημένο στον εαυτό του, από μιάν έλξη ανάλογη μ’ εκείνη πο΄ τον τραβάει στο ημερολόγιο και που προσιδιάζει λιγότερο στον μυθιστοριογράφο και περισσότερο στον ποιητή (15). Γιατί το ημερολόγιο, με τη συνεχή απόπειρα ενδοσκόπησης του συγγραφέα του, συντίθεται από μιά συγκινησιακή ύλη περισσότερο συγγενική με την ποιητική (μιάν ύλη που απορρέει από προσωπικότερα συναισθήματα και καταστάσεις), παρά με την μυθιστορηματική, που βασίζεται σε συλλογικότερα βιώματα και αντικειμενικότερα γεγονότα. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ο Στράτης Θαλασσινός του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη είναι, όπως ο Σεφέρης εκείνης της εποχής, ένας ποιητής που επιχειρεί να γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα έξι νυχτερινές επισκέψεις στην Ακρόπολη, (16) χωρίς να το κατορθώνει.(17) Δεν είναι, ακόμη, χωρίς σημασία, ότι ο ποιητής αυτός γράφει ημερολόγιο, ότι το ημερολόγιό του, (πού ένα μέρος του ταυτίζεται με το ημερολόγιο του Σεφέρη) αποτελεί μέρος του δομικού υλικού του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, και, τέλος, ότι τον Στράτη Θαλασσινό, που ομολογεί ότι τον κατέχει το σύνδρομο του Νάρκισσου, (18) τον προβληματίζει δεδηλωμένα η έννοια της ημερολογιακής γραφής. (19) Παρ’ όλα τα πρόσωπα που κινούνται στο Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Σεφέρη να γυρίσει το βλέμμα του προς τα έξω, το κείμενο δεν κατορθώνει να χειραφετηθεί από τον προσωπικό χαρακτήρα του. Οι ήρωές του δεν αποχτούν ζωντανή μορφή’ εξαφανίζονται κάτω από τη βαρειά σκιά του πρωταγωνιστή, η εγωκεντρική διάθεση του οποίου δεν του επιτρέπει ν’ αποκολληθεί από καταστάσεις που εμποδίζουν τη μυθιστορηματική ανάπτυξη της αφήγησης. Αλλά ακόμη και οι διάλογοι του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη έχουν ανεπαρκή μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Θηρεύοντας την έξυπνη παρατήρηση ή το λαϊκό αξιοπερίεργο διακρίνονται από μιάν ανεκδοτολογική υφή, πού συχνά τους εμποδίζει να ενταχθούν φυσιολογικά στην υπόθεση του έργου’ πράγμα που μας κάνει να υποπτευόμαστε ότι και ένα μέρος από τις διαλογικές σελίδες του πεζογραφήματος είναι παρμένο από το πρώτο ημερολόγιο του Σεφέρη. Την υπόθεση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι αρκετοί από τους διαλόγους βρίσκονται σε ημερολογιακές εγγραφές του Στράτη Θαλασσινού και, ακόμη, το ότι, σε αντίθεση προς το Μέρες του 1925- 1931, που περιέχει ψήγματα μόνο διαλόγου, τα υπόλοιπα λογοτεχνικά ημερολόγια του Σεφέρη (εκτός από εκείνο των ετών 1931-1934, που αποτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος από γράμματα) περιλαμβάνουν πολλές διαλογικές σελίδες.

     Αλλά για ποιό λόγο ένας ποιητής γράφει ημερολόγιο, αφού η ποίηση είναι, από τη φύση της, το αυθεντικότερο ημερολόγιο της ανθρώπινης ψυχής; Και ακόμη: για ποιό λόγο ένας ποιητής που γράφει και ημερολόγιο αισθάνεται την ανάγκη να εκφραστεί και με το μυθιστόρημα; Η γνώμη μου είναι πώς κάθε φορά πού ένας ποιητής αποφασίζει να στραφεί και προς την πεζογραφία, θα πρέπει να βρίσκεται σε μιάν εκφραστική κρίση’ να νιώθει πως οι ποιητικοί του τρόποι, είναι ανεπαρκείς για ν’ αποδώσουν όλο το πλάτος και την πολυπλοκότητα της συγκίνησής του. Και πράγματι, δεν είναι δύσκολο να διαγνώσουμε στον Σεφέρη ήδη του τέλους της δεκαετίας του ’20 την ισχυρή εκδήλωση ενός ποιητικού διχασμού, πού δεν θα το συνοδεύει σε όλη την ποιητική του πορεία. Πρόκειται γι’ αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως ταλάντευση του Σεφέρη ανάμεσα σε δύο εκφραστικές ροπές, ανάμεσα σε μιά «μουσική» και σε μιά ρεαλιστική τάση. (20) Η πρώτη, την οποία αισθάνεται οικεία, αλλά ταυτόχρονα έχει συνειδητοποιήσει την εκφραστική της περιοριστικότητα, καθοδηγείται από τη μαθητεία του στην τεχνοτροπία του γαλλικού Συμβολισμού, και κυρίως στην πιό εκλεπτυσμένη εκδοχή της, εκείνη της καθαρής ποίησης του Πώλ Βαλερύ. Η δεύτερη πηγάζει από τις ενορμήσεις της πραγματιστικής ιδιοσυγκρασίας του, που αναζητούν, ιδίως έπειτα από την επιστροφή του στην Ελλάδα των μέσων της δεκαετίας του ’20, μιάν αμεσότερη ποιητική έκφραση. Ο διχασμός αυτός, πού η έντασή του πολύ σύντομα θα μειωθεί με έναν, στο εξής, αυξομειούμενο συγκερασμό των δύο τάσεων, θα καταλήξει την περίοδο αυτή με την κατίσχυση της «καθαρής» κατεύθυνσης του Σεφέρη, όπως το δείχνει η σύνθεση της πρώτης του ποιητικής συλλογής (Στροφή, 1931). Το μεγαλύτερο τμήμα εκείνου του μέρους της ρεαλιστικής του επιδίωξης, που δεν κατόρθωσε να βρεί μιάν ικανοποιητική ποιητική μορφή, θα διοχετευθεί στο ημερολόγιο για να μεταπηδήσει από εκεί στο Έξι νύχτες στην Ακρόπολη αναζητώντας καταλληλότερη καλλιτεχνική έκφραση. Είναι τόση η ένταση της ρεαλιστικής επιθυμίας, ώστε ένα από τα θέματα του πεζογραφήματος, όπως διατυπώνεται με την περιγραφή της συγγραφικής δραστηριότητας του Στράτη Θαλασσινού, είναι ο ίδιος ο ποιητικός διχασμός του Σεφέρη και η απόπειρα εκτόνωσής του με την καταφυγή στο μυθιστόρημα. Το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη θα γίνει έτσι  ένα κείμενο αυτοαναφορικό, μιά απόπειρα μεταμυθιστορηματικής γραφής, κι αυτό είναι ίσως το μόνο μοντέρνο στοιχείο του.

     Προχωρώντας ακόμη περισσότερο θα έλεγα ότι αισθάνεται κανείς πώς ο ποιητικός διχασμός του Σεφέρη είναι το κατάλοιπο ενός βαθύτερου διχασμού, όχι ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις ενός λογοτεχνικού είδους αλλά ανάμεσα σε δύο διαφορετικά είδη. Σήμερα μιλάμε κυρίως για τον ποιητή Σεφέρη, γιατί το δημιουργικό του έργο, που έχουμε μπροστά μας, είναι ένα έργο ποιητικό. Αν όμως μας ζητούσαν να μιλήσουμε για τον Σεφέρη του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’20 έχοντας στα μάτια μας τη λογοτεχνική του δραστηριότητα μόνο εκείνης της εποχής, θα ήταν δύσκολο να μην καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η πεζογραφία τον διεκδικούσε εξίσου επίμονα με την ποίηση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν το κύριο ποιητικό πρότυπο του Σεφέρη είναι αυτόν τον καιρό ο Βαλερύ, ο άλλος μεγάλος του δάσκαλος είναι ο Αντρέ Ζίντ. (21) Από την άποψη αυτή η ενασχόληση του Σεφέρη με το ημερολόγιο αποκτά μιάν ιδιαίτερη σημασία. Το ημερολόγιο φαίνεται να λειτουργεί σαν μιά πράξη συμβιβαστική ανάμεσα στην ποίηση και το μυθιστόρημα, σαν ένας τρόπος γραφής που του επιτρέπει να ικανοποιεί αρκετές από τις πεζογραφικές του ανάγκες χωρίς τον φόβο ότι προδίδει την ποιητική του ιδιοσυγκρασία. (22)

     Ένα ίχνος του ειδολογικού διχασμού του Σεφέρη, αυτή την εποχή, είναι η απόπειρά του να γράψει και ποιήματα με μυθιστορηματική επίχρωση’ αυτό μαρτυρεί το «Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη» (1928), όπου ο Σεφέρης χρησιμοποιεί το όνομα του πρωταγωνιστή ενός μυθιστορήματος του Πιραντέλλο ως προσωπείο (23) για να εκφράσει αντικειμενικότερα συναισθήματα. Μυθιστορηματικής τεχνικής είναι και η παρουσία του Στράτη Θαλασσινού σε ποιήματά του των αρχών της δεκαετίας του ’30. Αλλά το πιό εύγλωττο υπόλειμμα της κατεσταλμένης επιθυμίας του Σεφέρη για μυθιστόρημα είναι η ονομασία του δεύτερου βιβλίου του (1935), πού είναι και το σημαντικότερο έργο του ελληνικού μοντερνισμού. Το ποιητικό αυτό έργο έχει τον τίτλο Μυθιστόρημα.

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ, Η  ΕΙΡΩΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, εκδόσεις στιγμή 1994, σελίδες 227-239.

--

29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1974:  ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, 1974, σ. 273.

     Είναι η μόνη ολοκληρωμένη προσπάθεια του Σεφέρη να γράψει πλατύ αφηγηματικό κείμενο. Το πρώτο σχέδιο του έργου, η πρώτη γραφή του, τοποθετείται στα 1926-1928 σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου του Σεφέρη’ η τελική συγγραφική επεξεργασία του στα 1954. Αρχικά, στα 1926-28, ο Σεφέρης χαρακτήρισε το έργο του μυθιστόρημα (βλ. σ. 255-56)’ ωστόσο γρήγορα κατάλαβε πώς πρόκειται για κάτι διαφορετικό, και ήδη από το 1954, το άφησε ελεύθερο από ειδολογικούς χαρακτηρισμούς-κι’ έτσι ακριβώς εκδίδεται και κυκλοφορεί σήμερα, στα 1974. Φαίνεται πώς πρόκειται περισσότερο για ημερολόγιο: εύκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, και χωρίς να γνωρίζει πολλές λεπτομέρειες, πώς αποτελεί ένα τμήμα του εκδεδομένου ή του ανέκδοτου ακόμα ημερολογίου του Σεφέρη, που άρχισε να δημοσιεύεται με τίτλο Μέρες του 19..-19.. Ωστόσο αυτό επιβεβαιώνεται από όσα γράφει ο επιμελητής της έκδοσης στις σελίδες 256 και 260, στηριγμένες στις ίδιες τις σημειώσεις του ποιητή: Ο Σεφέρης χρησιμοποίησε εγγραφές του ημερολογίου του για το αφήγημά του (σ. 258)’ επίσης ο Σεφέρης σκέφτηκε για μια στιγμή να ενσωματώσει τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη στις Μέρες του…. (βλ. σ. 260). Όλα αυτά μας κάνουν περίπου βέβαιους πώς εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή, με φανερό αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, γραμμένο ωστόσο σε μορφή διαφορετική: όχι μόνο στο πρώτο πρόσωπο, αλλά και στο τρίτο-με διαλόγους και προσπάθεια διαγραφής προσώπων. Αλλά τα πρόσωπα στο έργο σχεδιάζονται πολύ αχνά’ είναι περισσότερο σκιές, παρά αυτόνομες υπάρξεις’ είναι παραπληρώματα του Στράτη, του αφηγητή και κεντρικού «ήρωα», κι’ εκφράζουν, κατά κάποιο τρόπο, πιό πολύ τον ίδιο το συγγραφέα και την ευαισθησία του, παρά τον αφηγηματικά ανεξάρτητο εαυτό του. Οι διάλογοι επίσης δεν είναι επιτυχημένοι’ παρατηρείται μιά αδεξιότητα του Σεφέρη σ’ αυτούς, πράγμα που μαρτυρά πώς δεν ήταν γεννημένος πεζογράφος. Εξάλλου ο ίδιος, με τη γραφίδα του Στράτη, σημειώνει: «… Νομίζω πώς δεν ξέρω να διηγηθώ. Ακόμη χειρότερο, δεν μπορώ να περιγράψω. Έχω πάντα την εντύπωση πώς όταν ονομάσεις κάτι, του φτάνει για να υπάρξει.. Γι’ αυτό, υποθέτω, όταν επιχειρήσω μιά περιγραφή, μού φαίνεται πώς οι λέξεις χάνουν το βάρος τους, διαλύονται στην άκρη της πένας. Και πώς να γεμίσεις ένα βιβλίο χωρίς περιγραφές;» (σ. 7). Τα διαλογικά μέρη του έργου είναι πολύ μέτρια, με πολλές ασημαντολογίες: τα πρόσωπα μιλούν για να μιλούν, χωρίς να μας λένε τίποτα το ουσιαστικό.

      Αντίθετα τα ημερολογιακά στοιχεία, τα μέρη όπου μας δίνεται στο πρώτο πρόσωπο το ημερολόγιο του Στράτη, είναι κατά πολύ ανώτερα’ εδώ βρίσκεται ο γνήσιος και ο καλύτερος Σεφέρης. Έτσι, αν στην αρχή ταλαντευόταν κανείς, προκειμένου να χαρακτηρίσει το έργο, ανάμεσα στο ερωτικό αφήγημα και το προσωπικό ημερολόγιο, στο τέλος είναι σίγουρος πώς πρόκειται για ένα ημερολόγιο με ζεστούς αισθησιακούς τόνους. Άλλωστε τα δύο βασικά γνωρίσματα του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, που αποτελούν και τις κύριες αρετές του έργου, είναι ο στοχασμός και ο αισθησιασμός: και τα δυό υποκειμενικά και ατομικά στοιχεία του ποιητή, πρόσφορα δηλαδή περισσότερο για ημερολογιακή ανάπτυξη και εκμετάλλευση, παρά για αφηγηματική, μυθιστοριογραφική’ και τα δυό ολότελα δικαιωμένα, και σωστά ενσωματωμένα και αφομοιωμένο στο έργο. Περιθωριακά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πώς «Η πρώτη νύχτα», στην αρχή του έργου, χωλαίνει’ πώς υπάρχουν εκεί πολλοί αδικαίωτοι διάλογοι και πολλή ασημαντολογία. Αυτό ίσως να συμβαίνει, γιατί το έργο δεν έχει «ζεσταθεί» ακόμα, γιατί δεν ξεκαθαρίζουν αμέσως οι  προθέσεις και οι διαθέσεις του συγγραφέα. Αντίθετα προς το τέλος του υπάρχουν ωραιότατες αισθησιακές σελίδες-ιδίως οι σελίδες πού περιγράφουν τη διαμονή των δυό ερωτευμένων, του Στράτη και της Μπίλιως, στο νησί.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΣΑΧΙΝΗ, ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ, τόμος Α΄, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1978, σελίδες 175-177.

--

«ΕΞΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ»

[ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Σ’ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ-ΚΛΕΨΥΔΡΑ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ]

……………………..

     Αλλά τι αντιπροσωπεύει ο Σεφέρης ως πεζογράφος; Βρίσκεται στο ύψος του ποιητή; Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να τα θέτουμε κάθε φορά που ένας ποιητής με γενικότερα αναγνωρισμένες πραγματώσεις στο χώρο του λυρικού λόγου, επιχειρεί να προσπελάσει τον σκληρό και όχι τόσο οικείο του χώρο όπου ενεδρεύουν τα ειδικά προβλήματα της πεζογραφίας. Ο Πέτρος Χάρης, αναφερόμενος στην πεζογραφία του Σεφέρη («Νέα Εστία» 15-10-1972), όταν οι «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» ήταν ακόμη αδημοσίευτες, κάνει μια γενικότερη εύστοχη κατά πάντα διαπίστωση: «Η πεζογραφία των ποιητών, και ποιητών μεγάλων, είναι συχνά το αδύνατο μέρος της εργασίας τους. ή και το αντίστροφο: οι στίχοι των πεζογράφων, και σπουδαίων πεζογράφων, σπάνια, σπανιότατα αντέχουν και στην επιεικέστερη κρίση. Αν μάλιστα με αυστηρά κριτήρια ξεχωρίζουμε τα είδη του λόγου, αν δηλαδή εννοούμε πεζογραφία μόνο το διήγημα και το μυθιστόρημα με καθαρά και ανόθευτα τα γνωρίσματά τους, θα έχουμε λιγότερες ακόμα εξαιρέσεις.». Ο Σεφέρης θα πρέπει να το πούμε από την αρχή του μελετήματος τούτου, ανήκει στις εξαιρέσεις. Παρ’ όλο τον συχνά ημερολογιακό χαρακτήρα του μυθιστορήματος του, καταφέρνει να χαρίζει στην αφήγησή του μια άνετη κοίτη και να περιγράφει με αρκετή επιτυχία τα συμπτώματα της «αρρώστιας της Αθήνας και της αρρώστιας από την Αθήνα», καθώς ο ίδιος ορίζει τη βασική άρθρωση του έργου του.

Παρ, όλο πού, «κεντρική ιδέα» είναι η διαπίστωση των παραπάνω νοσηρών καταστάσεων (Μέρες 1925-1931, εγγραφή Κυριακής Νοέμβρη 1927, σελ. 94 επ.) και «όχι η παρουσίαση του τάδε ή του τάδε τύπου» εν τούτοις ο συγγραφέας στήνει μπροστά μας, και μάλιστα με θαυμαστή κάποτε ενάργεια, ζωντανά πρόσωπα όπως του Στράτη και της Σαλώμης που περί το τέλος του έργου μεταμορφώνεται σε Μπίλιω.

     Τα πρόσωπα του έργου είναι τα όργανα που θα χρησιμοποιήσει ο συγγραφέας για να επισημάνει το είδος και την έκταση της αρρώστιας μιάς κοινωνίας (της αθηναϊκής και γενικότερα της ελληνικής μετά τη μικρασιατική καταστροφή), πού ωστόσο δεν έπαυε να είναι και δική του αρρώστια. Γι’ αυτό ασχολείται με βασανιστική επιμονή στη θεατρική θάλεγα (με την πιό ουσιαστική σημασία που μπορεί να έχει η λέξη αυτή) οικοδόμηση τουλάχιστον των πρωταγωνιστών του έργου, αν και όλα τα πρόσωπα είναι με τον τρόπο τους πρωταγωνιστές και συμβάλλουν αποφασιστικά στη δέση και στη λύση της υπόθεσης.

………………………….

     «Η αρρώστια της Αθήνας, η αρρώστια από την Αθήνα», θέλει να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος τούτου ο Σεφέρης. Θάπρεπε να προσθέσει και την αρρώστια που κουβαλούσαν μέσα τους τα πρόσωπα του έργου και προπαντός ο πρωταγωνιστής αυτού του πολύπλευρα ερωτικού εφιάλτη, ο Στρατής, δηλαδή ο ίδιος ο μυθιστοριογράφος. Από τις άλλοτε λυπημένες κι άλλοτε αγχωτικές  σελίδες του μυθιστορήματος, παρελαύνει ένας κόσμος ανάπηρων πού βασικό του πιστεύω είναι ότι μόνον οι άλλοι φταίνε για την κατάντια του και πώς ο ίδιος είναι το θύμα. Ο κόσμος αυτός δεν κάνει τίποτε το θετικό για τη σωτηρία του, εκτός από του να κοροϊδεύει τις κοινωνικές εκδηλώσεις της εποχής του, νομίζοντας πώς έτσι βοηθάει στην κατεδάφιση των σκουριασμένων ιδεωδών που έθρεψαν τους ανθρώπους της μεγάλης καταστροφής. Παραδομένος ο κόσμος αυτός στον πιό τραγικό και αδιέξοδο μηδενισμό, τρέφει την αυταπάτη πώς επαληθεύοντας κάθε στιγμή το σώμα του διά της ερωτικής οδού, δίνει στους άλλους και στον εαυτό του την καλύτερη απόδειξη πώς υπάρχει. Και οι έρωτές του είναι καθαρά επιδερμικοί και στείροι. Το σκουλήκι του θανάτου που αλωνίζει ολοφάνερα την «Έρημη χώρα» του Έλιοτ, προχωρεί σταθερά και στην έρημη χώρα των ανθρώπων της Αθήνας μετά τη μεγάλη καταστροφή του ελληνισμού της Ιωνίας.

     Έτσι, βλέποντας την εσωτερική επένδυση των ανθρώπων του μυθιστορήματος, δεν αποδίδουμε καμιά ιδιαίτερη σημασία ουσίας στο σπονδυλικό «εύρημα» του συγγραφέα, δηλαδή στην ανάβαση πάνω στην Ακρόπολη, κάθε πανσέληνο, των εφτά βασικών προσώπων του έργου. Στον ιερό βράχο, παρακινημένοι από κάποια δαιμονιακής φύσης παράκρουση και κάτω από την επίδραση των ηλεκτρομαγνητικών ρευστών του σεληνόφωτος, ξεγυμνώνουν, κάποτε, όχι μόνο τα αισθήματά τους, αλλά και τα σώματά τους.

     Ελπίδες που διαψεύδονται, πόθοι που σκοντάφτουν, λαχτάρες που δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Έπειτα από κάθε νυχτερινή αναχώρηση των επισκεπτών, ένα σωρό αισθήματα και σιωπηλές λατρείες αυτοκτονούνε από τα ψηλά τείχη της Ακρόπολης. Γιατί κάθε σώμα από εκείνα που επισκέπτονται τον ιερό βράχο, έχει την ιδιαιτερότητά του, και σπάνια αποφασίζει μια αξιολόγηση που θα το λύτρωνε, οδηγώντας το στην πλατειά κοίτη της συλλογικής αμαρτίας. Ο Στράτης-Σεφέρης το έχει επισημάνει νωρίς αυτό για τούτο και διηγείται «πώς διάβασε σ’ ένα περισπούδαστο βιβλίο για κάποιον παράξενο που είχε τη μανία να συλλέγει τα νερά των ποταμών. Ακριβώς όπως συλλέγει κανείς γραμματόσημα».

     Κατά την παραβολή «στα ράφια του αλλόκοτου αυτού ανθρώπου έβλεπε  κανείς τον Γάγγη, τον Βόλγα, τον Τάμεση, τον Σηκουάνα, τον Δούναβη, τον Νείλο κλπ.  Τους έβλεπε μέσα σε μπουκαλάκια με ετικέτες». Δεν αργεί ο συγγραφέας να προβεί στη διαπίστωση ότι αυτά τα σφραγισμένα μπουκαλάκια με τα νερά τόσων ιερών ποταμών, είναι η προσωποποίηση του κλειστού κόσμου των ανθρώπων του έργου. Και αναρωτιέται: ποιός θ’ αποσφραγίσει τα εφτασφράγιστα ποτάμια να επικοινωνήσουν μεταξύ τους; Δηλαδή ποιός θα βοηθήσει ώστε τα πρόσωπα του έργου ν’ αδειάσουν, το ένα την καρδιά του μέσα στην καρδιά του άλλου και αν δεν γίνουν ένα, τουλάχιστον ν’ αποκτήσουν όμοια γνωρίσματα και κοινές επιδιώξεις; Τη λύση τη βρήκε κάποιος τους: η δύναμη που θα ξεσφραγίσει τα ανθρώπινα μπουκαλάκια τους και θα τους κάμει να επικοινωνήσουν τα νερά του ψυχισμού τους, είναι το φεγγαρόφωτο. Σε ποια στιγμή; Θα το βρει, μισολησμονημένη, η όμορφη Λάλα με το αθλητικό σώμα: Η Πανσέληνος. Τον τόπο τον ανακάλυψε ο Νικόλας «στις δύο και είκοσι πέντε μετά το μεσημέρι, στο τραμ», καθώς γυρίζει σπίτι του: Είναι η Ακρόπολη. Τόπος και χρόνος λοιπόν, για το πείραμα της συνεύρεσης τόσων ψυχών «η Ακρόπολη κατά Πανσέληνον» καθώς γράφει και το εισιτήριο της αρχαιολογικής υπηρεσίας…………………………….

ΘΑΝΑΣΗΣ  ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, περιοδικό Νέα Εστία, έτος ΝΒ΄, τόμος 103ος, τεύχος 1222 Αθήναι, 1 Ιουνίου 1978, σελίδες 720-728.

  
Σημειώσεις:

 

    Στο Προηγούμενο σημείωμα αφιερωμένο στην μνήμη του καθηγητή Γιώργου Π. Σαββίδη,  αντέγραψα το απόσπασμα του μυθιστορήματος Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη που είχε δημοσιευθεί στο παλαιό περιοδικό ποικίλης ύλης «Ο Ταχυδρόμος» του 1974 καθώς και το μικρό εισαγωγικό του κυρού καθηγητή. Στο παρόν σημείωμα μεταφέρω την συνέντευξη του ισπανού μεταφραστή Βιθέντε Φερναντέθ, που παραχώρησε στην Αγγελική Βασιλάκου στο επίσης ποικίλης ύλης περιοδικό «Ένα» του 1992. Ο Ισπανός νεοελληνιστής μετέφρασε το μυθιστόρημα του έλληνα ποιητή στα ισπανικά. Για την εργασία του βραβεύθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης της Ισπανίας. Η συνέντευξη που δίνει ο ισπανός μεταφραστής ,με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου στην χώρα του, είναι εύγλωττη των προθέσεών του. Διακατέχεται από ειλικρινή αισθήματα αγάπης και ενδιαφέροντος για την χώρα μας. Επισκέπτεται την Ελλάδα, μαθαίνει ελληνικά γνωρίζει εστίες πολιτισμού της, αρχαιολογικές τοποθεσίες, έρχεται σε επαφή με την ελληνική ποίηση,-μελετά την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη-συναντά την Μαρώ Σεφέρη, σύζυγο του νομπελίστα μας ποιητή, νυμφεύεται ελληνίδα. Δεν μας μιλά όμως μόνο για το βιβλίο του Σεφέρη που μετέφρασε, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, ένα ημερολογιακό σεριάνισμα των νιάτων του μικρασιάτη ποιητή την περίοδο του μεσοπολέμου. Την δεκαετία 1920-1930. Η μάλλον άτακτη αφηγηματική αυτή σύνθεση,-σπαράγματα μνήμης, αισθήματα νεανικά, ερωτικές διαθέσεις μεταξύ των γυναικείων και αντρικών προσώπων που αποτελούν την φιλική αυτή νεανική συντροφιά των 7 κυρίως ατόμων, κρίσεις καλλιτεχνικές, σκιαγραφήσεις χαρακτηριστικών λαϊκών αθηναϊκών τύπων της εποχής, όμορφες περιδιαβάσεις κάτω από το μυστηριακό φώς της πανσελήνου στους δρόμους της πρωτεύουσας, φιλικοί περίπατοι ξενοιασιάς και σχόλης, εύστοχοι χαρακτηρισμοί γυναικείων πορτραίτων, κρυφά φλερτ, γυναικεία ομοφυλοφιλία, επισκέψεις σε οίκους ανοχής, και φυσικά στιγμές νεανικών συζητήσεων, κάπως φλύαροι στοχασμοί μάλλον επιφανειακοί ορισμένες φορές, νοσηρή ατμόσφαιρα των συμβάντων της εποχής, μεταφορά του κλίματος αυτού στις συνειδήσεις των νέων αλλά, και τούμπαλιν, και όλες αυτές οι στιγμές και οι καταστάσεις, βρίσκονται όπως το θέλησε όχι τυχαία ο ποιητής, κάτω από τη φωτεινή και αρμονική σκιά της Ακρόπολης. Ένα παγκόσμιο μνημείο κληρονομιάς που ο μαρμάρινος αρχιτεκτονικός συμβολισμός του, κατά κάποιον τρόπο εξαγνίζει κάθε έμψυχη-ανθρώπινη νοσηρότητα. Η Ακρόπολη είναι  ο συνδετικός κρίκος που ενώνει την αρχαιότητα με τον Νέο Ελληνισμό και τον οδηγεί με την αρμονική και εμπνευσμένη φωτοχυσία της στο μέλλον της Ιστορίας του. Αυτές οι λευκές κολώνες, τα σπασμένα μάρμαρα, οι μετώπες που στέκουν άγγελοι προστάτες της ιστορίας ενός έθνους, του Ελληνικού. Πέρα από τα μελανά σημάδια της καθόλου ιστορίας και των ανθρώπων που την πολιόρκησαν την σύλησαν την επισκέπτονται. Οι Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, είναι ένα έργο που δεν έχει την δομή της μυθιστορηματικής μυθοπλασίας, είναι ασύνδετο σε πολλά του εσωτερικά σημεία, έχει όμως, τις τεχνικές εκείνες προδιαγραφές που εντάσσουν το βιβλίο στην κατηγορία των Ημερολογίων, των Ημερολογιακών καταγραφών που μας έχει κληροδοτήσει ο Γιώργος Σεφέρης. Επιρροές του έλληνα ποιητή από το ανάλογο κλίμα των ημερολογιακών έργων του γάλλου πεζογράφου Αντρέ Ζίντ, που είταν της «μόδας» την εποχή εκείνη και αγαπητός, τόσο στους ευρωπαίους όσο και στους έλληνες συγγραφείς και μορφωμένους και πολύγλωσσους λογίους. Άλλωστε, όπως ο ίδιος ο ποιητής επισημαίνει σε σελίδες του έργου, οι Έξι νύχτες στην Ακρόπολη έχουν άμεση σχέση με τις πολύτομες  Ημερολογιακές του Μέρες, ιδιαίτερα της κρίσιμης για τον ελληνισμό δεκαετίας 1920-1930. Μέρες Α΄, 16 Φεβρουαρίου 1925-17 Αυγούστου 1931, Ημερολογιακές του καταγραφές μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τον ελληνικό ξεριζωμό από τα χώματα της Μικράς Ασίας. Προσωπικά του στιγμιότυπα αφηγήσεων στα οποία δηλώνεται ξεκάθαρα η πρόθεσή του να ασχοληθεί με την συγγραφή μυθιστορήματος. Οι ειδικοί μελετητές των έργων του, κάνουν λόγο για δύο απόπειρές του να συνθέσει ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, αλλά δείχνει αδύνατος και αναγνωρίζει την αδυναμία του στην τεχνική σπονδύλωσή του, στην μαεστρία των περιγραφών των μυθιστορηματικών χαρακτήρων, στην χρήση των ανάλογων χρόνων της πλοκής και των δράσεων των ηρώων μιας μυθοπλασίας. Αναγκαίοι σχεδιασμοί, που οφείλει να διαθέτει ένας μυθιστοριογράφος. Ένας μυθιστοριογράφος μπορεί να είναι ένας «ανόητος» γραφιάς μα επιτυχημένος πεζογράφος. Ένας ποιητής αντίστοιχα, δεν μπορεί να είναι ένας «ανόητος» ποιητής, μπορεί μόνο να είναι ένας κακός ποιητής. Και ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ένας σπουδαίος έλληνας ποιητής. Οι σημειώσεις και οι εξομολογητικές καταθέσεις του ποιητή Σεφέρη μέσα στις σελίδες του βιβλίου αυτού, δεν είναι μόνο εύλογες και δηλωτικές των συγγραφικών του φιλοδοξιών, ή αν θέλετε αποπειρών, αλλά και οι αναγκαίες και αναγνωρίσιμες προθέσεις επιτυχίας ή αποτυχίας της σύνθεσης αυτής, πάνω στις οποίες βασίστηκαν οι μεταγενέστεροι κριτικοί και σχολιαστές του έργου, όταν αποφάσισαν να το επιμεληθούν και να το δώσουν στην εκδοτική κυκλοφορίας. Έλληνες και ξένοι μελετητές του ποιητή και διπλωμάτη Σεφέρη, ώστε να τεκμηριώσουν τις θέσεις και τις κρίσεις τους, ότι ο Γιώργος Σεφέρης είναι πρωτίστως ποιητής και όχι μυθιστοριογράφος. Και όπως φαίνεται από τις ομογνωμούσες αρνητικές κρίσεις, «αποτυχημένος» μυθιστοριογράφος. Άλλο ποιητικός λόγος και άλλο πρόζα. Αντίθετα τα πολύτομα Ημερολόγιά του (Οι Ημερολογιακές του Ημέρες, οι Πολιτικές του ημερολογιακές εξομολογήσεις) διαβάστηκαν και εξακολουθούν πιστεύω να διαβάζονται με την ίδια ικανοποίηση και ευχαρίστηση όχι μόνο από τους αναγνώστες της ποίησής του αλλά και από τους έλληνες ιστορικούς που ερευνούν τις κρίσιμες αυτές για την ελληνική ιστορία και διπλωματία, πολιτική σκηνή. Ο ποιητής από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 έως και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960 είναι επιμελημένα, συστηματικά και κατ’ επανάληψη προσεκτικά αυτοβιογραφούμενος. Είναι ο διπλωμάτης ποιητής που, παρά το ολιγόλογο του ποιητικού του λόγου, οι Ημερολογιακές του καταγραφές, οι τόμοι της προσωπικής του αλληλογραφίας, το πολιτικό του Ημερολόγιο, η μυθιστορία του, οι Δοκιμές του, οι άλλες του εξιστορήσεις και μεταφράσεις, μας αποκαλύπτουν μια ογκωδέστατη πνευματική εργατικότητα ενός έλληνα ποιητή που συνεχώς εξαιτίας των εργασιακών του υποχρεώσεων διαρκώς ταξίδευε. Οι εργασίες του συμπληρώνουν τον κύριο στόχο του που είναι η Ποίηση. Οι υπόλοιπες συγγραφικές και Ημερολογιακές εργασίες του, τα σχόλια και οι προσωπικές του κρίσεις και εξομολογήσεις δεν επικαλύπτουν την ποιότητα του ποιητικού του λόγου, αντίθετα, την ξεκλειδώνουν και μας αποκαλύπτουν έναν ποιητή παθιασμένης αγάπης για την Ελλάδα και την πορεία του Ελληνισμού. Το ελληνικό φιλότεχνο κοινό που θέλει να ξεφύγει από τις κάπως «ξηρές» ιστορικές αναφορές και τα «σχηματικά» συμβάντα που έχει ο λόγος και η  γραφή των καθαρόαιμων ιστορικών. Η Ιστορικές καταγραφές του Γιώργου Σεφέρη θα τολμούσα να σημείωνα ότι λογοτεχνίζουν δίκαια, προσωπικά και πονεμένα, με αρκετή δόση ελληνικής θλίψης για λάθη και παραλήψεις των υπευθύνων ηγετών της φυλής μας. Θυμάμαι τις απόψεις του φιλόσοφου και κοινωνιολόγου Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που στο δικό του Ημερολόγιο της περιόδου της Κατοχής και της Ελληνικής Αντίστασης ενάντια στον ξένο κατακτητή, μιλούσε ανοιχτά για την δειλία, την έλλειψη θάρρους και πολιτικών πρωτοβουλιών και κινήσεων του τότε πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσουδερού. Ο διπλωμάτης ποιητής Γιώργος Σεφέρης, αντιμετωπίζει και εκείνος παρόμοιες δύσκολες καταστάσεις και αναγκάζεται λόγω της θέσης του να σχοινοβατεί μεταξύ της ηθικής του συνείδησης και ακεραιότητας και της σκληρής πολιτικής πραγματικότητας. Τον κυνισμό και την κωφότητα ελλήνων πολιτικών και άλλων δημόσιων στελεχών των κυβερνητικών σχημάτων και προσώπων που εργάζεται. Με σιγουριά και βεβαιότητα θα γράφαμε επίσης ότι οι δίτομες Δοκιμές του, (στα κατοπινά χρόνια κυκλοφόρησε και τρίτος τόμος) διαβάστηκαν (όχι μόνο από την δική μου γενιά) και εξακολουθούν να διαβάζονται με ικανοποίηση και ευχαρίστηση, και να επηρεάζουν νεότερες ελληνικές συνειδήσεις λογίων, διανοουμένων, στοχαστών, ποιητών που αναζητούν τις ουσιαστικές πνευματικές σταθερές των εθνικών παραδόσεων της Ιστορίας μας. Τους ιστορικούς και ιστοριοδίφες που ενδιαφέρονται ειλικρινώς και ουσιαστικά  για το πλαίσιο ζητημάτων που αφορούν την ιστορική και πολιτιστική αυτοσυνειδησία του Έθνους μας. Οι Δοκιμές του και οι πνευματικές φυσιογνωμίες που επιλέγει να ερευνήσει και να αναδείξει μέσα στις δοκιμιακές του εργασίες, και τα πρόσωπα που προβάλει-προτείνει ως εθνικά σύμβολα της καθόλου ελληνικής ιστορίας, έχουν προκαλέσει τα τελευταία χρόνια ερμηνευτικούς σχολιαστικούς τριγμούς, αρνητικούς σχολιασμούς και κρίσεις, όσον αφορά την Σεφερική σκοπιμότητα και τις επιλογές του. Τους εθνικούς οραματισμούς ενός έλληνα ποιητή που ανήκει στην Γενιά του 1930, στην πρωτοπορία της ελληνικής διανόησης, των ελλήνων εισηγητών του μοντερνισμού στην χώρα μας. Αντίθετα, αν δεν κάνω λάθος, η Ημερολογιακές του Ημέρες, δεν έχουν μάλλον όσο τους αξίζει σχολιαστεί και εξετασθεί, αν και γνωρίζω αρκετά βιβλιογραφικά σημειώματα από σημαντικούς έλληνες κριτικούς που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες και τα περιοδικά τις αντίστοιχες περιόδους που κυκλοφόρησαν. Να μνημονεύσω μόνο την κριτική του άγγλου συγγραφέα Lawrence  Durrell που δημοσιεύτηκε στο φιλολογικό παράρτημα των «Τάϊμς της Νέας Υόρκης», που αναδημοσιεύτηκε στην ημερήσια εφημερίδα «Το Βήμα» της 14/7/1974. Με τίτλο «ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗ». ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ: «Ημέρες του 1945-1951». Αγγλική μετάφραση του Αθανάσιου Αναγνωστόπουλου. Εισαγωγή του Γουώλτερ Κάϊζερ. Εκδόσεις του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Θα προσπαθήσω να την δημοσιεύσω σε επόμενο σημείωμα. Ο πλούτος των πληροφοριών και των στοιχείων που μας παράσχει ο Γιώργος Σεφέρης σε αυτούς τους Ημερολογιακούς του τόμους είναι και τεράστιος και πολύτιμος από πολλές πλευρές. Από όποια οπτική και να εξετάσεις τα λεγόμενά του. Χρονολογικές καταγραφές, ατομικές του σημειώσεις, προσωπικές του κρίσεις, υπαρξιακά του διλήμματα, διπλωματικές του θέσεις, πολιτικές του επιλογές, εθνικές της συνείδησής του στάσεις, εκατοντάδες μικρά και μεγάλα κοινωνικά συμβάντα στα οποία μετέχει ή έρχεται σε άμεση ή έμμεση επαφή. Ιδέες του, οραματισμοί του, σκέψεις τους, ιδιοσυγκρασιακοί και άλλοι του χαρακτηρισμοί για ιστορικά και πολιτικά πρόσωπα της εποχής του, για διανοούμενους και λογοτέχνες, παράγοντες του δημόσιου βίου που ο Σεφέρης το διάστημα που χρημάτισε διπλωμάτης γνώρισε. Δημόσιες αποφάσεις πολιτικών αντρών που τον ενοχλούν. Η ελληνική κοινωνική μας παθογένεια περνά μπροστά από τα μάτια του, του ζητούν πολλές φορές να μετέχει σε αυτήν. Με πίκρα και θλίψη περιγράφει ή αφηγείται την κοντόφθαλμη πολιτική δράση και πνευματική στενοκεφαλιά των συμπατριωτών του. Που παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να ενδιαφέρεται βαθειά για αυτούς και με ειλικρίνεια στοχασμών και προθέσεων. Αμέτρητες πληροφορίες για ελληνικές τοποθεσίες που επισκέπτεται, συναναστρέφεται από κοντά απλούς καθημερινούς βιοπαλαιστές, αγράμματους έλληνες, που έρχεται σε επαφή κατά την διάρκεια των ταξιδιών του. Βλέπει τις συνήθειες τους και τους τρόπους οργάνωσης της ζωής τους, τις ριζωμένες παλαιές αντιλήψεις τους, τις κοινωνικές συμπεριφορές και εκδηλώσεις τους, τα ήθη και τα έθιμά τους, τις λατρευτικές τους συνήθειες, τα της μεταφυσικής πιστεύω τους. Ακούει την λαϊκή θυμοσοφία των αγροτών αλλά και των περιπλανώμενων τύπων των μεγάλων πόλεων της πρωτεύουσας. Πχ. οι στραγαλάδες κλπ. Εκατοντάδες μικρολεπτομέρειες  αυθεντικής ζωής της ανθρώπων της ελληνικής φυλής, μείζονος και ελάσσονος-σήμερα-κοινωνικές καταστάσεις-,ιστορικά γεγονότα και θρησκευτικές συνήθειες ελλήνων, πολιτιστικά αγαπημένα τους δρώμενα και πολλά άλλα συμβάντα της ελληνικής γης παρελαύνουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Η μαγευτική εικόνα της ανόθευτης λαϊκής μεσογειακής αρχιτεκτονικής, εν γένει η ρυμοτομία του ελληνικού χώρου, που προσδιορίζεται από το ελληνικό φως και τις γονιμοποιές σκιές του, το θαλάσσιο στοιχείο που περικλείει σαν κουκούλι ανθρώπους και τοποθεσίες, άνθρωπος και χώρος μέσα στον χρόνο σπονδυλώνουν τον σκελετό της ιστορίας του ελληνικού γένους. Χιλιάδες εικόνες περνούν μπροστά από τα μάτια μας, όχι σαν αρχαία ανάμνηση, αλλά σαν ζώσα και ενεργή ελληνική πραγματικότητα ζωής και συνείδησης. Η γραφή του λυρική το ύφος του ποιητικό, ο λόγο του εύληπτος, καθαρός σαν γάργαρο νερό. Η σκέψη του απαλλαγμένη από διανοουμενίστικες ακροβασίες, σκοτεινούς εννοιολογικούς δαιδάλους επεξηγήσεων ή παρεξηγήσεων. Πλείστες φορές με συγκεκαλυμμένο τρόπο, ευθύβολο όμως βλέμμα κρίσεων, έμμεσες άλλοτε αναφορές «τυλιγμένες» μέσα σε λογοτεχνικά και άλλα αποσπάσματα, ειρωνεία, σάτιρα, σκωπτική διάθεση, λεπτός σαρκασμός, αηδία και απόγνωση, όπως και στο παρόν μυθιστόρημα, όμως ένας εξομολογητικός λόγος ενός διπλωμάτη και ποιητή που σφύζει από ένθερμο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, τον Ελληνισμό. Μια αφηγηματική γραφή αυθεντική, δοσμένη με ειλικρίνεια, αγάπη, σεβασμό, πόνο ψυχής και αγωνία για την διαχρονική μοίρα αυτού του τόπου, αυτής της έρημης πατρίδας που οι Αρχαίοι Θεοί πλούτισαν τους κατοίκους της με αναρίθμητες αρετές αλλά και βαριές, ασήκωτες παθογένειες. Δεν είναι τυχαίο ότι στις αναγνωστικές προτιμήσεις του Γιώργου Σεφέρη βρίσκεται πάντα ο Αισχύλος. Η Αισχύλεια Μοίρα που καθορίζει βασανιστικά τις τύχες των ανθρώπων. Μια κατάρα που έχει πέσει πάνω στο σώμα της ελληνικής φυλής, η διχόνοια, ο αλληλοσπαραγμός, ο εμφύλιος διχασμός που τόσο δραματικά μας μίλησε στην Ιστορία του, ο πατέρας της Ιστορίας Θουκυδίδης. Ο σύγχρονος έλληνας αναγνώστης που δεν έχει ζήσει τα ιστορικά, πολιτικά και άλλα συμβάντα και καταστάσεις που καταγράφει ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ακόμα και αυτές τις εφηβικές της νιότης του εξομολογήσεις και χαρακτηρισμούς που έχουμε σε αυτό το ξέπνοο μυθιστόρημά του, το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, αν προστεθεί στις Ημερολογιακές του αφηγήσεις, μοιάζει σαν να βρίσκεται πάνω στον ιερό βωμό της Ακρόπολης και να κοιτάει μέσα από ένα τηλεσκόπιο τον έναστρο-με πανσέληνο αττικό ουρανό της ελληνικής ιστορίας. Ένας Ημερολογιακός θόλος πλημμυρισμένος με φεγγαρίσιους αστερισμούς και νεφελώματα που έχουν σβήσει μέσα στο διάβα του ελληνικού χρόνου. Ένα απέραντο υφαντό βιωματικών και άλλων πολιτιστικών στοιχείων είναι οι καταγραφές του. Μια γραφή πλουμισμένη με ελληνικά άστρα που λάμπουν ακόμα μέσα στην διαχρονική πορεία της ελληνικής ιστορίας, σιμά με άλλα που έχουν σβήσει και παρατηρούμε τις τελευταίες των αιώνων εκλάμψεις του φωτός τους. Από τα απομνημονεύματα του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή ως τα Απομνημονεύματα ενός διπλωμάτη του Άγγελου Βλάχου, δεν θα συναντήσουμε ίσως ποιο αυθεντικό και ειλικρινή στοχαστικό Ημερολογιακό λόγο μέσα στην ελληνική γραμματεία. Και το νόμπελ να μην είχε κερδίσει ο Γιώργος Σεφέρης, δεν θα έπαυε να είναι ένα ανέσπερο φώς της ελληνικότητας, του γένους των ελλήνων.

     Ο ισπανός φιλέλληνας μεταφραστής, Βιθέντε Φερναντέθ αγάπησε από την πρώτη στιγμή την ποίηση του Σεφέρη, επισκέφτηκε την οικία του στην οδός Άγρας, συνομίλησε με την σύζυγο του ποιητή, την Μαρώ η οποία είναι ένα από τα νεανικά γυναικεία πρόσωπα που αναφέρει ο ποιητής στο έργο του, η χειραφετημένη «Σφίγγα», φίλη της παρέας και μοντέλο για τον καλλιτέχνη που θέλει να σχεδιάσει τον Οιδίποδα. Η τελική συγκεφαλαίωση του χαρακτήρα της Σαλώμης. Η σκέψη του Στράτη είναι διαρκώς από τότε στην μετέπειτα σύντροφό του και τελικά σύζυγό του. Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητάς της εξεικονίζεται με αδρές πινελιές παρατήρησης ή τα χαρίσματά της συγκεφαλαιώνουν τις αρετές πλευρών των υπόλοιπων γυναικείων υπάρξεων, ιδιαίτερα της Σαλώμης. Τίποτα στις παρατηρήσεις και κρίσεις του δεν είναι συμπτωματικό και άστοχο, μη ελέγξιμο. Πηγές της πεζογραφίας του είναι η ίδια η Αθηναϊκή κοινωνία και τα μέλη της. Η νοσηρότητα της ατμόσφαιρά της και η στάση των ανθρώπων της εποχής απέναντι σε αυτήν την κατάσταση. Ακόμα και οι άντρες είναι γεμάτοι (καμπύλες). Συμπεριφορές και τρόποι ζωής, υπερφίαλες Αθηναϊκές υπάρξεις αλλοτριωμένες συνειδήσεις, άτομα χωρίς φρόνημα της εποχής του περνάν μπροστά από το φασματοσκόπιο της γραφής του. Ας μου επιτραπεί η έκφραση ότι, οι χαρακτήρες αυτοί των ανθρώπων είναι από την πάστα που θα ονομάζαμε καράβλαχοι, μπουρτζόβλαχοι ξιπασμένοι πρωτευουσιάνοι. Είναι η πινακοθήκη του Νέου Ελληνισμού και της ιστορικής του πραγματικότητας. Μια πραγματικότητα που θλίβει και πονά τον Σεφέρη. Είναι ο μισοαστικοποιημένος επαρχιώτης έλληνας που άφησε την στάνη του για να ζήσει στο στενάχωρο μικρό διαμέρισμά του στην πρωτεύουσα. Οι περιγραφές αυτές, είναι ο λογοτεχνικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας. Η εικονογράφηση των περίεργων συμπεριφορών των μελών της. Τα παρατσούκλια τους που καθρεφτίζουν πλευρές ή την ίδια την προσωπικότητά τους.  Η Αθήνα και το τότε περιβάλλον της, δεν είναι η ειδυλλιακή κάπως εικόνα της που έχουμε στον αθηναιογράφο ποιητή Γεώργιο Δροσίνη. Το αλφάβητο των περιγραφών του Σεφέρη προσομοιάζει μάλλον προς εκείνο του παλαιού Κώστα Καιροφύλλα. Η της εφηβική ψυχής του αυτή να το επαναλάβουμε μυθιστορία, αυτή η αποσπασματική «αναμνησιολογική» περιγραφή, οι Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, είναι η αυθεντικότερη αν δεν λαθεύω, απεικόνιση των ελλήνων προγόνων μας τα χρόνια αυτά. Είναι οι κοινότητες των Ελλήνων που εξάντλησαν το Μακρυγιαννικό τζιβαερικό του εμείς της παράδοσης σε αγορά βελάδας και ημίψηλα. Ο εκμαυλισμός των ελλήνων σε ευρωπαίους ραγιάδες. Η οθωμανική κατάκτηση μετατράπηκε αργά και σταθερά σε φράγκικη κατάληψη. Η φωνή του Γιώργου Σεφέρη είναι μια κραυγή απόγνωσης και αγωνίας, βλέποντας τους  νεοέλληνες από οικοδεσπότες να μετατρέπονται σε εσωτερικούς μετανάστες μέσα στο μικρό κακοτράχαλο αυτό γεωγραφικό οικόπεδο που ονομάζεται Ελλάδα. Μια αντίστοιχη ιστορική πορεία Τιτανικού. Ένα αχρονολόγητο χρονολογημένο με τις φάσεις της σελήνης χρονικό μικρών μονολόγων και εσωτερικών αφηγήσεων, διασταυρώσεις χαρακτήρων και φιλικών περιπάτων, νύχτιος πίνακας επικοινωνίας όταν το ηλιοβασίλεμα της εθνικής συνείδησης της φυλής μας είχε αρχίσει να φαίνεται στα μάτια του ποιητή. Πόσα μαθαίνει ο σύγχρονος αναγνώστης για την Ελλάδα διαβάζοντας το έργο του Γιώργου Σεφέρη.

     Ο Βιθέντε Φερναντέθ, στην δική του συνέντευξη μιλά και για άλλους τίτλους ελληνικών βιβλίων που μεταφράστηκαν εκείνη την περίοδο στα ισπανικά. Πχ. το μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή, Το τρίτο στεφάνι, σε αλλόγλωσσους τίτλους που μεταφράζει κλπ. Η συνέντευξή του είναι μια φωνή αγάπης, εκτίμησης, θαυμασμού τόσο στον νομπελίστα μας ποιητή όσο και στην χώρα μας. Το μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, όπως μας δείχνουν τα αποκόμματα των εφημερίδων που είχα φυλάξει στις σελίδες του βιβλίου, έχει μεταφραστεί και κυκλοφορήσει και στα γαλλικά. Αντιγράφω τις σχετικές  γενικές ανώνυμες του τύπου πληροφορίες που γνωρίζω εν τάχει. Με το μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη έχει ασχοληθεί επισταμένως και το έχει αναλύσει,-το έχει εξετάσει μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της περιόδου που αναπτύσσεται το φιλολογικό ενδιαφέρον για την Ημερολογιακή γραφή συγγραφέων στο ευρωπαϊκό και ελληνικό στερέωμα, ο ποιητής και πανεπιστημιακός Νάσος Βαγενάς. Την αρχή των Ημερολογιακών καταγραφών έκανε τον προηγούμενο αιώνα ο γάλλος πεζογράφος Αντρέ Ζίντ, ο οποίος έσπειρε τον σπόρο που καρποφόρησε με επιτυχία διεθνώς. Το είδος αυτό της λογοτεχνίας- γραφής, έγινε αγαπητό και υιοθετήθηκε από εκατοντάδες συγγραφείς παγκοσμίως.  Ο ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου Νάσος Βαγενάς, έχει ασχοληθεί με το έργο αυτό του Σεφέρη τόσο στην διδακτορική του διατριβή, Ο Ποιητής και ο Χορευτής, (κριτική μελέτη) εκδόσεις Κέδρος 1979, όσο και σε μεταγενέστερο βιβλίο του, βλέπε το κείμενό του, «ΕΞΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΩΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ» σελίδες 227-239, στον τόμο Νάσος Βαγενάς, Η ΕΙΡΩΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1994. Στην σελίδα 372 των «Πρώτων δημοσιεύσεων» σημειώνονται τα εξής: «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη: Το ημερολόγιο ως μυθιστόρημα»: Ανακοίνωση στο Συμπόσιο «Το ελληνικό μυθιστόρημα, 1 μ. Χ. -1985» του Kings College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (24-26 Μαρτίου 1986), Διαβάζω τεύχος 142 (23 Απριλίου 1986), σελ. 79-84΄ και στα πρακτικά του Συμποσίου (The Greek Novel, A. D. 1-1985, edited by Roderick Beaton, Croom Helm, London- New York- Sydney 1988, σ. 54-62). Από τον τόμο Ειρωνική Γλώσσα, αντιγράφω παραπάνω. Ο τόμος χωρίζεται σε τρείς ενότητες όπου παρουσιάζονται παλαιότερα δημοσιεύματα και εργασίες του Βαγενά. Στην Γ΄ ενότητα υπάρχει ένα ακόμα δημοσιευμένο κείμενο που αναφέρεται στον Σεφέρη: «Ο Καβάφης της κριτικής και ο Καβάφης του Σεφέρη», σελίδες 243-273. Που όπως και πάλι μας πληροφορεί ο συγγραφέας, το κείμενο είναι διάλεξή του στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 10/11/1991, και περιοδικό Αριάδνη 6/1993, σ. 247-263. Από τα άλλα δημοσιεύματα του τόμου ξεχωρίζουμε και πάλι τα άρθρα στο Βήμα για «Το μυστήριο της «Φοινικιάς», σελ. 149-156, της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του Κωστή Παλαμά, που ο Βαγενάς κλείνει το άρθρο του με την εξής διαπίστωση: «Όμως κυρίως η αδυναμία μας να βρούμε μιάν απάντηση στο πρώτο ερώτημα, το αναφερόμενο στο αίνιγμα της γένεσής της, είναι αυτό που  ορίζει το μυστήριο της «Φοινικιάς». Όπως και να έχει το πράγμα, η «Φοινικιά» είναι το μόνο πραγματικά μεγάλο ποίημα του Παλαμά’ τόσο αριστουργηματικό, ώστε, παρά τη βραχύτητά του, να εξασφαλίζει τον τίτλο του μεγάλου δημιουργού σ’ έναν ποιητή, πού το υπόλοιπο, τεράστιο σε έκταση έργο του, παρά τις υψηλόπνοες προθέσεις του, φαίνεται να έχει γραφτεί από έναν ελάσσονα». Για το μυθιστόρημα του Σεφέρη υπάρχει και το κείμενο του συγγραφέα και μεταφραστή Θανάση Παπαθανασόπουλο στο περιοδικό «Νέα Εστία», τόμος 103, τεύχος 1222/1/6/1978, σελ. 720-728, βλέπε «ΈΞΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ» (ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Σ’ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ-ΚΛΕΨΥΔΡΑ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ), Αντιγράφω απόσπασμα. Επίσης, ο κριτικός Απόστολος Σαχίνης, στο βιβλίο του «Τετράδια Κριτικής» εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα Αύγουστος 1978, σελίδες 175-177. Αντιγράφω την κρίση του Απόστολου Σαχίνη. Με τον κεντρικό τίτλο-«μαρκίζα» ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ, κυκλοφόρησαν μια σειρά βιβλίων του Απόστολου Σαχίνη από το εκδοτικό οίκο της Εστίας, πρώτη σειρά, δεύτερη κλπ. Στον παρόντα τόμο δεν αναγράφεται η λέξη Α΄ τόμος, αυτό γράφεται στην αριστερή σελίδα με τα βιβλία «Του Ίδιου Συγγραφέα». Τα Τετράδια Κριτικής είναι μια σειρά βιβλίων που περιλαμβάνουν τις προσωπικές κρίσεις και βιβλιοκριτικές του Απόστολου Σαχίνη από τα εκατοντάδες διαβάσματά του. Παρουσιάζονται τίτλοι βιβλίων ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Όχι μόνο βιβλίων που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά αλλά και τίτλων που κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό και διάβασε ο κριτικός. Παλαιές και Νέες εκδόσεις. Στον τόμο του 1978 κρίνονται επίσης α)το βιβλίο  14 Ιανουαρίου 1976: Γιώργου Σεφέρη, Μέρες Β΄, 24 Αυγούστου 1931-12 Φεβρουαρίου 1934, 1975, σ. 141. σ. 187-190., και β) 22 Σεπτεμβρίου 1973: Ιγνάτη Τρελού, [Γιώργου Σεφέρη], Οι ώρες της «Κυρίας Έρσης», 1973, σ. 112., σ. 163-165. Ας αντιγράψουμε και τους υπόλοιπους ελληνικούς τίτλους βιβλίων που κρίνει ο Α. Σ.: -Κωστή Μπαστιά, Ο Παπαδιαμάντης.- Νίκου Καζαντζάκη, Ο Βραχόκηπος.-Λιλής Ιακωβίδη, Κωστής Παλαμάς, η έξοδος.-Στρατή Τσίρκα, Ο Καβάφης και η εποχή του.-Μανώλης Γιαλουράκης, Ο Καβάφης του κεφαλαίου Τ.-Άλκης Θρύλου, Κωστής Παλαμάς.-Κωστή Παλαμά, Φοινικιά.- Αιμίλιου Χουρμούζιου, Ο Παλαμάς και η εποχή του, Α΄.-Αντρέα Καραντώνη, Γύρω στον Παλαμά, Β΄.- Άγγελου Δόξα, Παλαμάς,.-Αντρέα Καραντώνη, Γύρω στον Παλαμά, Α΄.-Αιμίλιου Χουρμούζιου, Ο Παλαμάς και η εποχή του, Β΄.-Αιμίλιου Χουρμούζιου, Ο Παλαμάς και η εποχή του, Γ΄. Και στα Τετράδια Κριτικής του Απόστολου Σαχίνη προβάλει μπροστά μας η Παλαμική σύνθεση «Η Φοινικιά».15 Νοεμβρίου 1971: Κωστή Παλαμά, Φοινικιά, από Άπαντα 3, [1963], σ. 127-139. Σελίδες 147-150. Αρχίζει την κρίση του ο Απόστολος Σαχίνης: «Η Φοινικιά, γραμμένη στα 1900, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του Παλαμά. Θαυμάσιο ποίημα, ενώνει και ζευγαρώνει σ’ ένα αψεγάδιαστο σύνολο την άρτια στιχουργία, τη μουσική του στίχου και της ποιητικής έκφρασης, και τη γόνιμη φυσιολατρεία με το βαθύτερο νόημα, το φιλοσοφικό βάθος, την ανησυχία του στοχασμού…».   Στο αρχείο μου, έχω καταγράψει και την κριτική του Άρη Μαραγκόπουλου, «Σαλπάροντας ένα βράδυ από την Ακρόπολη», εφημερίδα Το Βήμα 27/2/2000, με προγενέστερη ημερομηνία δημοσίευσης. Η ίδια κριτική (;) υπάρχει αναρτημένη στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα του «Βήματος» με ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 2008, όπου μεταφέρω παρακάτω. Καθώς και τις κρίσεις του συγγραφέα Απόστολου Θηβαίου από το λογοτεχνικό περιοδικό και τις εκδόσεις “Vakxicon” τχ. 19/9, 2012, που διάβασα στο διαδίκτυο. Με τις πληροφορίες αυτές έχουμε μια επαρκή εικόνα για το έργο και την διαδρομή που ακολούθησε μέσα στο χρόνο το μυθιστόρημα Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη. Είτε με θετικό είτε με αρνητικό σχολιασμό το μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη, παρέμεινε και παραμένει στην επιφάνεια του αναγνωστικού χρόνου, των όποιων ενδιαφερομένων για την ελληνική ποίηση και το έργο του Γιώργου Σεφέρη ειδικότερα.

Ακρόπολη

ΑΦΙΕΡΩΜΑ : Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ Σαλπάροντας ένα βράδυ από την Ακρόπολη

ΑΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ Οι Εξι νύχτες στην Ακρόπολη αποτελούν ομολογουμένως το νόθο τέκνο μιας μακρόχρονης κύησης. Νόθο, με την έννοια ότι δεν έγινε ποτέ αποδεκτό ως ισότιμο λογοτέχνημα του σεφερικού corpus από την κοινότητα των λογίων και από την κριτική. Μακρόχρονη η κύηση, εφόσον η πρώτη σύλληψη και γραφή έγινε

ΑΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

 Εφημερίδα ΤΟ  ΒΗΜΑ 24 Νοεμβρίου 2008, 23:01

 

Σαλπάροντας ένα βράδυ από την Ακρόπολη | tovima.gr

 

Οι Εξι νύχτες στην Ακρόπολη αποτελούν ομολογουμένως το νόθο τέκνο μιας μακρόχρονης κύησης. Νόθο, με την έννοια ότι δεν έγινε ποτέ αποδεκτό ως ισότιμο λογοτέχνημα του σεφερικού corpus από την κοινότητα των λογίων και από την κριτική. Μακρόχρονη η κύηση, εφόσον η πρώτη σύλληψη και γραφή έγινε όταν ο Σεφέρης βρισκόταν στα 26 του χρόνια και η οριστική σχεδόν 30 χρόνια μετά (1954). Η δημοσίευση του έργου καθυστέρησε επίσης πολύ: έγινε 20 χρόνια μετά τη γραφή του 1954 και τρία χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, με επιμέλεια του καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη (Ερμής, 1974). Ωστόσο το ότι ο ποιητής δουλεύει και ξαναδουλεύει ένα κείμενο στο μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής του, και μάλιστα με πρωτοφανές πάθος (Μέρες Στ’, Ικαρος, 1986, σελ. 119-120 και 134)· το ότι επίσης ο ήρωας Στράτης, που πρωταγωνιστεί στο πεζογράφημα, εξελίσσεται σταδιακά (κατ’ άλλους ήδη από το 1924, κατ’ άλλους από το 1931) σε προσωπείο του ποιητή που διατρέχει εκ παραλλήλου ποίηση και ημερολόγια (Δ. Μεντή, Στράτης Θαλασσινός και Μαθιός Πασκάλης / Δύο προσωπεία του Γ. Σεφέρη, περιοδικό «Ποίηση», αρ. 13/99, σελ. 189, σημ. 6) είναι γεγονότα που υπογραμμίζουν το διαρκές ενδιαφέρον του Σεφέρη για το μυθιστόρημά του.
Η ιστορία: Ο άρτι αφιχθείς από την Εσπερία Στράτης συναντιέται με μια παρέα αθηναίων φίλων που αποφασίζουν να επισκέπτονται την Ακρόπολη επί έξι συνεχείς πανσελήνους. Η συνάντησή του με δύο γυναίκες είναι καταλυτική. Η ερωτική σχέση σκηνοθετείται ως δοκιμασία ψυχής: η πρώτη γυναίκα περισσότερο ως όραμα (Σαλώμη) και λιγότερο ως καθημερινότητα (Μπίλιω), καθοδηγεί τις ερωτικές και διανοητικές ισορροπίες του Στράτη στα όρια ζωής και θανάτου· η δεύτερη (Λάλα), βαθμιαία «μεταστοιχείωση» της πρώτης, τον ελευθερώνει στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η Ακρόπολη, ως μυθικός τόπος, πέρα από χρόνο και τόπο, ανάμεσα στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού και στο αχνό της πανσελήνου, μεταμορφώνεται σε ονειρικό τόπο δοκιμασίας και κάθαρσης κατά το πρότυπο του δαντικού Καθαρτηρίου.

Δαντική αλληγορία

Εφόσον, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής (Δοκιμές Β´, Ικαρος, 1981, σελ. 249), «γνώρισε» τον Δάντη στα 35 του χρόνια για πρώτη φορά, είναι φανερό ότι το νεανικό κείμενό του δουλεύτηκε με τη δαντική αλληγορία στην ωριμότερη επεξεργασία του 1954. Η δαντική ατμόσφαιρα διαποτίζει όλο το κείμενο ­ με τη γήινη, σωματική διάσταση που της αποδίδει ο Σεφέρης όταν αναλύει τη Θεία Κωμωδία, μία δεκαετία μετά την ολοκλήρωση του μυθιστορήματός του, το 1966: «…με την κόλαση και τον παράδεισο που μας δόθηκε να ζήσουμε…» (ό.π. σελ. 282). Η αθηναϊκή πολιτεία της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα παίρνει έτσι για τον ποιητή τη θέση της δαντικής Φλωρεντίας του 1300· «… η Ακρόπολη αγκυροβολημένη· έτοιμη να σαλπάρει», γίνεται το νησιωτικό βουνό του Πουργατόριου· οι άνθρωποι κινούνται ανάερα, σαν νεκρές ψυχές, όποτε δεν είναι μνήμες, σκιές, φαντάσματα· όνειρα και λιποθυμίες επαναλαμβάνονται σύμφωνα με τον ίδιο μυητικό ρόλο που κατέχουν στη Θεία Κωμωδία· η τοπογραφία ζωγραφίζεται επανειλημμένως με δαντικές αποχρώσεις· και ο λόγος, εκτός από τα δηλωμένα δαντικά δάνεια (Μνήμες Dante, ό.π., σελ. 271-273), βρίθει μεταφορών στο πνεύμα και στο γράμμα του ιταλικού αρχετύπου. Η σκοτεινή Σαλώμη κάποτε γίνεται ο Βιργίλιος του ποιητή, κάποτε αποκτά το φως της Ματίλντα, και όταν εξαφανίζεται, καθώς επίσης ο Βιργίλιος στο Καθαρτήριο, αφήνει τη θέση της σε μια ατθίδα Βεατρίκη, τη φωτεινή Λάλα. Το στοίχημα είναι προφανές: μέσα στο σκοτάδι της πνευματικής σύγχυσης  που ακολουθεί τη μικρασιατική καταστροφή, ο ποιητής θα βάλει τις αδελφές ψυχές να κοιταχτούν «όπως συνηθίζουμε το βράδυ να κοιταζόμαστε στο νέο φεγγάρι» (Κόλαση, XV, 18). Αλλωστε οι Εξι Νύχτες με πανσέληνο, στην ημερολογιακή τους ανακύκλωση, αποτελούν μια αχνή υπόμνηση της θωμιστικής γεωμετρίας του Δάντη. Διαβάζονται δηλαδή ως ανωφερής κλίμακα δοκιμασίας του ποιητή (και μαζί τού αναγνώστη): «αυθεντικοί ήρωες μπορούν να υπάρξουν» μέσα από τον ίδιο τον δημιουργικό εαυτό μας, με την προϋπόθεση ότι αυτός τολμά να αντικρίσει την πραγματικότητα στα μάτια των συνανθρώπων του, όσο «κολασμένοι» και αν είναι (ή του φαίνονται) οι τελευταίοι ­ και αυτή βεβαίως είναι μια πέρα για πέρα δαντική θεώρηση του κόσμου.

Οι απόψεις των μελετητών

Στο καθ’ όλα γήινο Καθαρτήριο του Εξι νύχτες στην Ακρόπολη τη Βασιλεία των Ουρανών κερδίζει εν τέλει ο δημιουργός εκείνος που «μεταχειρίζεται τους μάταιους ίσκιους σαν πράγμα στερεό» (Καθαρτήριο, ΧΧΙ, 136). Ο Στράτης εγγράφεται έτσι στη χορεία των ηρώων / προσωπείων του τύπου του Αντρέ Βαλτέρ (Ζιντ), του Α. Ο. Μπαρναμπούθ (Λαρμπό), του Στίβεν Ντένταλους (Τζόις), ή των Μπερνάντο Σοάρες, Ρικάρντο Ρέις κ.ά. (Πεσόα), που η καταγραφή της προοδευτικής καλλιτεχνικής τους Οδύσσειας συνιστά αντίστοιχη μυητική διαδικασία για τον αναγνώστη. Ο Στράτης, το ίδιο όπως το ποιητικό του alter ego στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’ (1944), είναι ένας πρόσφυγας στον τόπο του ο οποίος «πρέπει να ρωτήσει τους νεκρούς για να μπορέσει να προχωρήσει παρακάτω».
Ο Νάσος Βαγενάς δικαιολόγησε, λίγα χρόνια μετά την έκδοση του σεφερικού μυθιστορήματος (Ο ποιητής και ο χορευτής, Κέδρος, 1979, σελ. 138), την πανθομολογούμενη τότε αποτυχία του σεφερικού πεζογραφήματος με το γεγονός ότι «η αφήγηση παραμένει στο επίπεδο της ημερολογιακής εξομολόγησης χωρίς να κατορθώνει να γίνει μυθιστορηματική». Ο ίδιος αργότερα συνέδεσε αυτό το επιχείρημα με την εγγενή, κατά την άποψή του, αδυναμία του ημερολογίου να συγκροτήσει αμιγή λογοτεχνία (Το Ημερολόγιο ως μυθιστόρημα, περιοδικό «Διαβάζω», 142, 23.4.1986, τώρα στο Η ειρωνική γλώσσα, Στιγμή 1994, σελ. 227-229). Η βαλερική επίδραση κατά τον τρόπο του Κυρίου Τεστ και κατά τον τρόπο των ηρώων του Ζιντ και του Λαρμπό που αναφέραμε είναι βεβαίως σαφής. Το βιβλίο φέρει άλλωστε προκλητικά τα σημάδια της ημερολογιακής πηγής του: ο καθ’ όλα επιμελής Σεφέρης δεν έκανε απολύτως τίποτε για να τα κρύψει… (εν αντιθέσει π.χ. με τον Λαρμπό που κατέστρεφε μεθοδικά σελίδες του προσωπικού του ημερολογίου καθώς τις ενσωμάτωνε στο ημερολόγιο του ήρωά του).
Νεότεροι μελετητές όπως η Νάτια Χαραλαμπίδου (Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, «Καθημερινή», Αφιέρωμα στον Γ. Σεφέρη, 13.10.1996, αλλά και στο Greek Modernism and Beyond, Rowman & Littlefield Publishers, 1997, σελ. 163-176) και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ (Ο βυθός του καθρέφτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998, σελ. 241-258), κρίνουν το πεζογράφημα ως «φιλόδοξο πειραματισμό» ενώ εκ παραλλήλου επανεξετάζουν κάποιες μοντερνιστικές τεχνικές και επιρροές του από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία (εσωτερικός μονόλογος, «ανανέωση» της συμβολιστικής παράδοσης, mise en abyme κ.ά.)· αλλά οι επισημάνσεις τους δεν επηρεάζουν θετικότερα την αρνητική πρόσληψη του μυθιστορήματος ­ άλλωστε δεν έχουν αυτή την πρόθεση. Το βιβλίο ωστόσο έχει σαφή πλοκή με αρχή, μέση, τέλος, κάποια πρόσωπα, έναν πολύ συγκεκριμένο δραματικό χρόνο, και οπωσδήποτε τεχνικές μυθοπλασίας ­ με κεντρική την αναφερθείσα δαντική αλληγορία (για την οποία ακόμη μένει να γίνει συστηματική έρευνα) ­ που το καθιστούν ενδιαφέρον. Βεβαίως δεν πρόκειται για συμβατικό μυθιστόρημα. Το πρώτο πρόσωπο διαδέχεται το τρίτο, την αφήγηση η ημερολογιακή εγγραφή, ενώ η ποιητικότητα της γραφής είναι έντονη. Τα πρόσωπα επίσης είναι περισσότερο δαντικές σκιές ιδεών παρά ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, αντιπροσωπεύουν άλλοτε μια ατμόσφαιρα εποχής, π.χ. των διανοουμένων που πλήττουν, άλλοτε απλώς σκιαγραφούν τύπους της επίγειας Κωμωδίας, όπως π.χ. ο «ερμαφρόδιτος» Λογκομάνος (Καθαρτήριο, XXVI, 73-82). Αυτή ακριβώς υπήρξε όμως η έμπνευση, η πρόθεση και το θέμα ενός έργου που θέλει να διαβαστεί ως ερωτική ιστορία ­ αλλά με τη δαντική έννοια του όρου. Trasumanar per verba· ο περίφημος νεολογισμός του Δάντη εμπρός στη Βεατρίκη (Παράδεισος, Ι, 70) για τη μεταστοιχείωση του ανθρώπου σε κάτι που τον υπερβαίνει, για την αδυναμία μετάδοσης αυτής της εμπειρίας με τον λόγο, καθορίζει υπογείως και την ερωτική / μυητική / ποιητική υπόσταση του μυθιστορήματος. Φυσικά όλα αυτά τηρουμένων των αναλογιών. Ο Σεφέρης μεταχειρίζεται το δαντικό κείμενο όπως ακριβώς ο Τζόις το ομηρικό στο Ulysses. Η περίφημη διατύπωση της «μυθικής παραλληλίας» του Τ. Σ. Ελιοτ, την οποία ήδη από το 1946 ο Σεφέρης υιοθετεί στο δοκίμιό του «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Ελιοτ· παράλληλοι», διαγράφει με σαφήνεια τα όρια οποιασδήποτε σύγκρισης ανάμεσα στα δύο κείμενα ενώ ταυτοχρόνως υποδεικνύει μια διαφορετική ανάγνωση του σεφερικού μυθιστορήματος.

Ο κ. Αρης Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας.

--

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη - Ανάγνωση του Γιώργου Σεφέρη

Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, Ποίηση, Γιώργος Σεφέρης, Εκδόσεις Ερμής, 1998

 

«Ένας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του,
πρόκειται να βλαστήσει.
Ένας Έλληνας που γυρίζει στον τόπο του,
πρόκειται να βλαστημήσει.»
(Γιώργος Σεφέρης/ «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη»)


Υπάρχουν έργα, προϊόντα του χρωστήρα ή της γραφίδας, για τα οποία δεν μπορεί να υπάρχει μια καθορισμένη αίσθηση. Η απόπειρα εξαγωγής συμπερασμάτων, η διάθεση τούτα να αντιστοιχηθούν με καθορισμένα πρότυπα ή ακόμα να ενταχθούν σε είδη και αυστηρά καθορισμένες φόρμες συνιστά μια ματαιότητα. Οι δημιουργοί τους, συχνά ενσωματώνουν σε αυτά μια ακαθόριστη ή δειλή ακόμα στην αλήθεια της θεώρηση φιλοσοφική ή κοινωνική. Η αδυναμία να υπάρχει μια επιβεβαιωμένη κριτική απέναντι στα συγκεκριμένα δημιουργήματα της καλλιτεχνικής προσδοκίας αποδεικνύει με τον επιο εμφατικό τρόπο, όχι φυσικά την ανεπάρκεια των μελετητών, μα ακόμα περισσότερο τη συγκεχυμένη ιδεολογική οπτική των ίδιων των δημιουργών. Κανείς ανιχνεύει μες σε αυτά τα έργα μια πρόθεση, μια διακριτική αναφορά, ένα ίχνος της προσωπικής ηθικής του προσώπου, μα δεν είναι σε καμιά περίπτωση εφικτή η απόλυτη τεκμηρίωση της καλλιτεχνικής παραγωγής. Το επιχείρημα πως τούτα τα έργα, ειδικά του λόγου δεν έχουν τίποτε να πουν δεν μπορεί να ευσταθεί. Υφίσταται η πιθανότητα να μην είναι διαυγής και ικανή η θεώρηση του δημιουργού, μα δεν μπορεί να εκκλείπει παντελώς μια κάποια ευαισθησία ή αντίληψη της κοινωνικής φαινομενολογίας, άλλοτε διατυπωμένης σε εθνικό και άλλοτε πάλι σε υπερεθνικό ή αλλιώς, οικουμενικό επίπεδο.

Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν μπορεί να είναι μια στείρα υπόθεση, μια ματαιοδοξία ενός καλλιεργημένου και μόνο ψυχισμού. Σε κάθε έργο ενυπάρχουν αδιαμφισβήτητα, ίσως όχι τα προσόντα μα συγκεκριμένες αφορμές και αιτίες, ικανές να δικαιολογήσουν τον κόπο του ίδιου του προσώπου. Ο χρονικός ορίζοντας της αποτελεσματικότητας ενός έργου, η ωρίμανσή του, καθώς έρχεται με την πάροδο των ετών μπορεί να αποκαλύψει πτυχές του και αναφορές, οι οποίες κατέχουν τη δυνατότητα πολλές φορές να καταξιώσουν ένα έργο του λόγου και να αμφισβητήσουν την υποκειμενικότητα ενός ορισμένου κύκλου ανθρώπων ή ακόμα μιας ολόκληρης εποχής. Ο αλεξανδρινός, Κωνσταντίνος Καβάφης, με αφορμή την κριτική για το βιβλίο του Χάρντυ, αναφέρει σχετικά: «Τα βιβλία δεν πρέπει να έχουν αναγκαστικά ένα σκοπό εμπρός τους. Τόσο ανίδεος είναι ο κριτικός από καλλιτεχνική φιλοσοφία, ώστε να μην ξέρει ούτε αυτό; Η πιστή αποτύπωση της ζωής, αποθησαυρισμένη μες σε ένα μεγάλο έργο, ίσως να φαίνεται άχρηστη για ένα μεγάλο, χρονικό διάστημα, αλλά είναι βέβαιο πως με τον καιρό θα φέρει καρπούς. Κάτι βγαίνει στο τέλος. Σε μερικά χρόνια ή σε πάρα πολλά χρόνια.»1 Στην άποψη αυτή του Καβάφη μπορεί κανείς να εντοπίσει ένα από τα πιο καίρια στοιχεία του πνευματικού ανθρώπου. Μιλούμε για εκείνη την πρισματική οπτική, αυτή που μπορεί να τίθεται σε λειτουργία μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο κριτικός, ο μελετητής ή ο αδιάφορος αναγνώστης δεν παύουν, στο μέτρο του δυνατού ο καθένας και ανάλογα με το βαθμό καλλιέργειας να τηρούν μια ανεκτική στάση, μια διάθεση αποδοχής έργων, των οποίων η στόχευση μπορεί να αποτελεί ένα αίνιγμα, μια κατάσταση αδιόρατη, μια δύσκολη υπόθεση.

Σε τούτη την κατηγορία λοιπόν, θα ήταν σκόπιμο να κατατάξουμε το μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», δημοσιευμένο  το 1974, τρία χρόνια μετά το θάνατο του νομπελίστα ποιητή, επιμελημένο από τον Γ.Π. Σαββίδη. Το κατά συνθήκην μυθιστόρημα, όπως έχει επαναλειμμένα επισημανθεί από έγκριτους ανθρώπους του λόγου, όπως ο Νάσος Βαγενάς, καθώς και άλλους μελετητές ή κριτικούς συνιστά μια συρραφή σκόρπιων σημειώσεων και δακτυλογραφήσεων, οι οποίες βρέθηκαν στο αρχείο του ποιητή. Η έκπληξη αλλά και το ενδιαφέρον των μελετητών για το αναπάντεχο αυτό έργο του ποιητή Σεφέρη επέφερε, καθώς ήταν φυσικό πλήθος κριτικών θεωρήσεων και μελετών, μέσω των οποίων βαλόταν με τρόπο ευθύ η μυθιστορηματική ανεπάρκεια του Σεφέρη, ενώ παράλληλα σημειωνόταν η αδυναμία του ίδιου του έργου να ενταχθεί σε σύνολα και είδη λόγου. Άλλωστε το ενδιαφέρον των κριτικών και των μελετητών, εντοπίζεται ακριβώς σε ένα πρώτο επίπεδο, ένταξης ενός έργου σε καθορισμένες κατηγορίες, ικανές να αποτελέσουν οδηγό και να ορίσουν από μόνες τους το μέτρο και τα σταθμά εξέτασής του.

Πέρα όμως από τούτη τη φιλολογική κριτική, θα ήταν σκόπιμο να αποπειραθεί κανείς να εμβαθύνει και να εξετάσει το ιδεολογικό υπόβαθρο, κάτω από το οποίο τούτο το έργο ολοκληρώθηκε. Η διατύπωση τεχνικών και θεωρητικών υποδείξεων ικανοποιεί σαφώς τους σκοπούς της φιλολογικής επιστήμης. Μα ένα έργο, προκειμένου να εκτιμηθεί η συνεισφορά του ή εκείνο το «καινούριο» και το «αδοκίμαστο» που προτείνει είναι αναγκαίο να διαβαστεί με την ίδια, ανοιχτή ψυχή που προαναφέραμε. Να εκτιμηθεί το δομικό, φιλοσοφικό υλικό του, να αντιστοιχηθεί ίσως με τον εσώτερο, «εκκινητικό» λόγο, ο οποίος έθρεψε στην ψυχή του δημιουργού την τάδε ή τη δείνα πλοκή, να συζητηθεί με άλλα λόγια το περιεχόμενο του έργου, δίχως καθρέφτες παραμορφωτικούς, χωρίς την αγωνία του κριτή να αναδείξει το σφάλμα του ποιητή, μα να εντοπίσει τις κορυφές του και σε εκείνες να σταθεί για να παρατηρήσει ανεπηρέαστος τα «νέα εδαφη», τα οποία προτείνει ο ίδιος ο ποιητής ή ο διηγηματογράφος.

Ήδη, κατά τις πρώτες σελίδες του βιβλίου δεν είναι δύσκολο κανείς να σημειώσει ένα βασικό χαρακτηριστικό του διηγηματογράφου Σεφέρη. Μα δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για την επιβεβαίωση της ποιητικής φύσης, μια πλευράς του την οποία δεν μπορεί να περιορίσει. Αντίθετα ο δημιουργός μοιάζει να παραδίνεται στον ποιητικό οίστρο, παραλείποντας τα σύμβολα και εισάγοντας παράλληλα την αίσθηση, την πιο ειλικρινή και βαθύτερη αίσθηση, ανιχνεύσιμη στο σύνολο του ποιητικού του έργου. Πρόκειται για εκείνη την αισθητική του λιτού ελληνικού οράματος, έτσι όπως είχε κατοχυρωθεί μες στη δημιουργία. Αφορά την ποιητική δημιουργία, η οποία αποβλέπει στη διατύπωση και την ένταση της ιδέας και σε καμία περίπτωση δεν αρκείται σε εικονοποιητικές προσεγγίσεις, υποβλητικές μα αδύναμες απέναντι στις ψυχικές επιταγές. Η τριτοπρόσωπη, αφηγηματική γραφή, η οποία θα αντικατασταθεί από το πρώτο, ενικό πρόσωπο, τον εαυτό συνιστά ίσως απόδειξη της βαθμιαίας ενσωμάτωσης του δημιουργού στον ίδιο το λόγο, δίχως να μπορεί ο ίδιος να αποστασιοποιηθεί από την απαίτηση του μυθιστορηματικού είδους. Ο Σεφέρης σταδιακά θα ενδυθεί πλήρως τις αδυναμίες, τις αγωνίες, τον ερωτισμό και την τραγική μοναξιά της περσόνας του έργου, του Στρατή. Η ημερολογιακή γραφή επιτρέπει τούτο να επιτυγχανθεί με φυσικό, αυθόρμητο τρόπο, καθώς συμβαίνει στις καταγραφές των προσωπικών λευκωμάτων ή ακόμα και στα ίδια τα ημερολόγια του ποιητή, μια συνήθεια με φιλολογικό πια ενδιαφέρον, μια ασχολία η οποία συνεισφέρει στην αποκωδικοποίηση της εργογραφίας και των πιο καίριων ιδεών του.

Ολόκληρο το έργο ακολουθεί το μοτίβο μιας ημερολογιακής γραφής, αποτυπώνοντας  γεγονότα και σκέψεις. Η ουσία της ημερολογιακής γραφής τίθεται σε δευτερεύουσα σημασία, καθώς στο τέλος του έργου δεν υφίσταται πια ως παράγοντας ο χρόνος, αλλά τα πρόσωπα. Στα πρότυπα των υπερεαλιστών δημιουργών και την κατάλυση κάθε συμβατικής και αποδεκτής έννοιας, έτσι και ο Σεφέρης κατορθώνει με τη γραφή του να εμπλέξει το παρόν και το παρελθόν, να προβεί σε κειμενικές και χρονικές παλινδρομήσεις. Η γραφή σε ύφος ημερολογιακό αποτελεί ένα ιδιαίτερα κοινό τόπο στην διηγηματογραφία και το θέατρο. Πέρα από τη δυνατότητα που παρέχει να προσδιορίζει επακριβώς το χρόνο, αυτός ο τύπος γραφής, τον οποίο υιοθέτησε και ο νομπελίστας ποιητής συνιστά μια μέθοδο διάσωσης του έργου, σε επίπεδο ιστορικό πια, αφού μες στους κόλπους του ο μελλοντικός αναγνώστης διαπιστώνει και παρακολουθεί μια παλαιά εποχή, με διαφορετικά ζητήματα ή καθολικά θέματα με ορίζοντα χρονικά απροσδιόριστο.

Ο νεαρός Στρατής, το ίδιο πρόσωπο που διαπιστώνει στις αρχές του έργου την ανάγκη της νεοελληνικής κοινωνίας να εντάξει στους κόλπους της τα νέα ρεύματα, να ακολουθήσει τις νέες εποχές, να αντιμετωπίσει πια οριστικά τα ζητήματα μιας λανθάνουσας, εθνικής συνείδησης, ο αβέβαιος μύστης της ερωτικής τελετουργίας, μετατρέπεται προς το τέλος του έργου σε ένα τραγικό πρόσωπο, καθώς από το συλλογικό περνούμε στο ατομικό επίπεδο. Ετούτη η αντίστροφη πορεία, διαφορετική και αντίθετη από εκείνη, την οποία πρεσβεύει ο μυθιστορηματικό ρεαλισμός, η κυκλική τροχιά και η εμπλοκή του μέρους μες στο όλο και αντίστροφα χαρακτηρίζει το έργο και τεχνικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως εντείνει το αίσθημα της μοναξιάς, του ατομικού περιθωρίου. Η ελληνική ύπαιθρος, η εμπεδωμένη απόστασή της από τις τάσεις και τις καινοτομίες επεκτείνεται στο ίδιο το πρόσωπο. Ο Στρατής, κινούμενος ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό, αναζητά την αντοχή, για να σταθεί μες στον κόσμο των ανθρώπων.

Το διήγημα «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» χαρακτηρίζεται, όπως προείπαμε από σημαντικές αδυναμίες στην κατάστρωση της πλοκής, τέτοιες ώστε δίκαια μπορούμε, είτε να χαρακτηρίσουμε το έργο καθολικά προβληματικό ή να εντοπίσουμε σε αυτό την υποκειμενικότητα του συγγραφέα, την πρόθεσή του ακόμα να θέσει υπό αμφισβήτηση τις παραδοσιακές, συγγραφικές αρχές της μυθιστορίας. Το ζήτημα της σταθερότητας στον κεντρικό πυρήνα του έργου  γίνεται διακριτό σε ένα βαθύτερο επίπεδο, δικαιολογώντας μια μελλοντική κατάταξή του στην ίδια θέση με δημιουργίες, όπως το «Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» του Πεντζίκη, μες στο οποίο η μνήμη εξελίσσεται με τον ίδιο δαιδαλώδη τρόπο με τον οποίο υφίσταται μες στα όρια του ατομικού πνεύματος. Ο Σεφέρης επιδιώκει την προβολή των ιδεών και των ορισμένων συναισθημάτων, επηρεασμένος βαθύτατα από διαπιστώσεις πάνω στο ίδιο το «σώμα» της ελληνικής κοινωνίας. Καθώς ο Μαρσέλ Προυστ και οι εισηγήσεις του προς ένα άλλο είδος μυθιστορήματος, έτσι και ο Σεφέρης διαμορφώνει ένα τελείως προσωπικό ύφος, μες στο οποίο ανάμεσα στα άλλα, διακρίνεται, αν δεν επικρατεί ολοκληρωτικά,η αγωνία και το αδιέξοδο του ελληνικού τοπίου, ως έκφραση κοινωνική και πολιτική.

Με την αναφορά στον Γκρέκο, ήδη από την αρχή του κειμένου ο Σεφέρης αποκαλύπτει το μοντέλο μες στο οποίο θα κινηθεί. Για εκείνον ο ελληνισμός των διαρκών χλευασμών και της πολιτικής αστάθειας, η ελληνική κοινωνία της ελιτίστικης θεώρησης συνιστούν βασικά και εμπεδωμένα ζητήματα. Η αδυναμία του εντόπιου στοιχείου να εκτιμήσει τις νέες τάσεις, να τις εντάξει μες στα πλαίσια της πνευματικής δημιουργίας, καθώς και το ζήτημα των «κλειστών» πολιτιστικών συνόρων θα απασχολήσει βαθιά τον Σεφέρη. Τούτη την αναφορά του θα επεκτείνει και θα εξιδεικεύσει ακόμη περισσότερο, με την παράθεση ενός αποσπάσματος του λόγου του Μάρκου Αυρήλιου, μες στον οποίο υφίσταται διάφανα μια σαφής περιγραφή της ελληνικής κοινωνίας , η οποία μες στα πλαίσια ενός νεοσύστατου, αστικοποιημένου τοπίου, αδυνατεί να διαχειριστεί τη νέα εποχή, επιδιδόμενη σε ανώφελες κενοδοξίες . Μες σε αυτές εξαντλείται, λοιπόν διαπιστώνει ο Σεφέρης το ανθρώπινο στοιχείο, μες σε τούτο το αδιέξοδο δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν επιδιώξεις λιγότερο ατομικές και περισσότερο, την ίδια στιγμή συλλογικές. «Πομπής κενοσπουδία, επί σκηνής δράματα, ποίμνια, αγέλαι, διαδορατισμοί, κυνιδίοις οστάριον ερριμένον, ψωμίον εις τας των ιχθύων δεξαμενάς, μυρμήκων ταλαιπωρίαι και αχθοφορίαι...ότι τοσούτου άξιος έκαστος έστιν, όσου άξια έστι ταύτα περί α εσπούδακεν.»2 Δεν θα μπορούσε με τρόπο πιο εύστοχο και διαχρονικό, να αποδοθεί πληρέστατα η προβληματική, ελληνική κοινωνία, από ότι με την εκφορά του Αυρήλιου, η οποία συμπυκνώνει τις προβληματικές της εσωτερικής ζωής με θαυμαστή οικονομία και ακρίβεια. Μες στην ίδια την ελληνική κοινωνία, ο Σεφέρης εντοπίζει και αποκαλύπτει το συγκρουσιακό χαρακτήρα του ελληνικού στοιχείου, την ανάδελφη μοίρα του, την κατά συνέπεια, ολοκληρωτική απουσία ενός πνεύματος συλλογικότητας. Η απόδοση στον πληθυσμό του στοιχείου της αδιαφορίας, ενός ελιτίστικου, πλούσιου αυτισμού με άλλα λόγια μοιάζει να ενδιαφέρει τον Σεφέρη σε πιο υπερεθνικά κλιμάκια. Έτσι καθορίζει τον ελληνικό λαό, αλλά και κάθε έθνος, έρμαιο και αδιάφορο απέναντι στην πολιτική και ισχυρή σκοπιμότητα. «Χρειάζεται κουράγιο στην πατρίδα», σημειώνει ο Γιώργος Σεφέτης εντείνοντας ακόμη περισσότερο το σχολιασμό του για την Ελλάδα της διαρκούς μεταβατικότητας, της αποξένωσης, της ριζωμένης έχθρας. Μες σε αυτό το περιβάλλον ο Στρατής κι οι φίλοι του δεν μπορούν παρά να αντιταχθούν σε αυτήν την επιταγή της οικουμενικής αντικοινωνικότητας. Ο σχολιασμός του ίδιου του δημιουργού, μέσα από τα πρόσωπα του έργου, δεν συνιστούν παρά μια ένδειξη της υπό διαρκή κλονισμό ελληνικότητας. Μέσω αυτών ο Σεφέρης οριοθετεί το παρόν του, διαπιστώνει την αφετηρία όλων των προβληματικών διαστάσεων, προσδιορίζει τη στειρότητα των ατομικών ονείρων, τα οποία δεν μπορούν να ευδοκιμούν μες σε ένα τέτοιο αντιπολιτιστικό κλίμα. Η χώρα παραδομένη στις φλόγες της ιστορίας της, οι άνθρωποι φλέγονται και εκείνοι αδύναμοι να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, να διαφύγουν της επικαιρότητας και να αποκτήσουν την πολυπόθητη «συνοχή», εκείνη που μπορεί να ερμηνευτεί ως μια καθορισμένη και διατυπωμένη εθνική ταυτότητα. Οι επιρροές του Δάντη, τα παραθέματα τα οποία εμπεριέχονται στο λόγο του Σεφέρη, επιβεβαιώνουν την αγωνία του δημιουργού να θέσει το σπόρο της προηγμένης, δυτικής σκέψης μες στα ελληνικά πρότυπα. Η ευρωπαϊκή παιδεία και ο κοσμοπολίτικος βίος του Σεφέρη δεν αρκείται στην απομόνωση και τον ανώφελο εθνικισμό των συμπατριωτών του. Έχοντας επίγνωση της διάθεσής του να στηρίξει την ελληνικότητα, μέσω του λόγου και των έργων του, μπορούμε κάλλιστα να ερμηνεύσουμε τις «Νύχτες» ως ένα κάλεσμα για μια νέα, δημιουργική εποποιία σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής σκέψης και πράξης.

Οι θεωρήσεις του έργου είναι βέβαια πολλές. Τόσο τεχνικά, όσο και από άποψη περιεχομένου μπορούμε να αντλήσουμε ένα πλήθος θεματικών, οι οποίες άλλοτε διαχρονικές και άλλοτε επίκαιρες, -κυρίως το πρώτο-, μπορούν να αποτελέσουν το πρίσμα για την εκτίμηση του έργου. Εκείνο όμως που καθολικά διατρέχει το έργο, εκείνο που το καθιστά περισσότερο ενδιαφέρον, πέρα από τη μοναδική του παρουσία στην ποιητική ενασχόληση του Σεφέρη δεν είναι άλλο από την πρόθεση του δημιουργού να εκτιμήσει την ανάγκη του έθνους να ξεπεράσει τον οικειοθελή αποκλεισμό του και να στραφεί πια, με ένα οξυμένο αισθητήριο προς όλες τις κατευθύνσεις, όλες όσες μπορούν να συνεισφέρουν στον εμπλουτισμό της εγχώριας, ιδεολογικής και πνευματικής παράδοσης. Από τούτο το πρίσμα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το έργο του Σεφέρη «ελληνικό», με τη διάσταση, την οποία απέδωσε στον όρο ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Το σύμβολο του τίτλου το καθιστά, δίχως αμφιβολία τέτοιο.

Παραπομπές: 1. ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ, «Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
2. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, «ΕΞΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ», ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Γ.Π. ΣΑΒΒΙΔΗ, ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, «ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ»

Απόστολος Θηβαίος

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ  VAKXIKON. Gr. Τεύχος 19/9, 2012.

      

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Η ασέληνος νύχτα της ελληνικής πολιτικής σκηνής και της ζωής μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου