Μνήμη Γιώργου Π. Σαββίδη
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ
Από το ανέκδοτο
μυθιστόρημα «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη»
Του ΓΙΩΡΓΟΥ Π. ΣΑΒΒΙΔΗ
Περιοδικό Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ αριθμός φύλλου 1068/26
Σεπτεμβρίου 1974, σελίδα 31(;), 33, 79.
Ο «Ταχυδρόμος» που έως τις 15
Απριλίου 1967 είχε συχνά το προνόμιο να δημοσιεύσει ανέκδοτες συνεργασίες του
Γιώργου Σεφέρη, παρουσιάζει με ιδιαίτερη τιμή και συγκίνηση στους αναγνώστες
του τον Μονόλογο του Στρατή από το ανέκδοτο μυθιστόρημα «Έξι νύχτες στην
Ακρόπολη» πού θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Ερμής».
Στις 26 Μαϊου 1926 (λίγο πρίν από την ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου), ο επίδοξος λογοτέχνης Γιώργος Στ. Σεφεριάδης, πρόσφατα εγκαταστημένος στην Αθήνα ύστερα από 8 χρόνια σπουδές στο Παρίσι και το Λονδίνο, άρχισε να γράφει ένα μυθιστόρημα «με κεντρική ιδέα την αρρώστια της Αθήνας». Το έργο εγκαταλείφθηκε ατελείωτο γύρω στα 1930, ενώ ο νέος συγγραφέας ήταν αφοσιωμένος στη σύνθεση ενός μείζονος ποιήματος με τίτλο «Ερωτικός Λόγος» και στην ετοιμασία της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Η συλλογή, πού κυκλοφόρησε τον Μάϊο 1931, είχε τον τίτλο «Στροφή» και μας εγέννησε τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη.
Όμως ο θαμμένος σπόρος του μυθιστορήματος αποδείχτηκε απροσδόκητα ζωτικός και επίμονος. Έτσι, στις 9 Ιανουαρίου 1954, ο Σεφέρης, επιστρέφοντας στην πρεσβεία της Βηρυτού ύστερα από την αποκαλυπτική πρώτη του γνωριμία με τον κόσμο της Κύπρου, ξανάπιασε τα παλιά εκείνα χαρτιά του-και μέσα σε 7 μήνες ολοκλήρωσα το έργο που τιτλοφορείται «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». Μιάν ιδέα του δημιουργικού πυρετού μέσα στον οποίο συντελέστηκε τούτη η εργασία, μας δίνει η ακόλουθη περικοπή από τα ανέκδοτα σημειωματάριά του:
15 Αυγ. ‘54
Σήμερα, ανήμερα της Παναγίας, τέλειωσα την «Ακρόπολη». Εργάστηκα από την
αρχή του χρόνου σαν τρελός-στον ύπνο και στον ξύπνο. Σπάνια θυμούμαι να μου
έγινε τέτοιο πράγμα: λίγες βδομάδες στη Νότιο Αφρική [δηλ. το φθινόπωρο-
χειμώνα του 1941] και τον καιρό που έγραφα τον «Ερωτικό Λόγο». Αφάνταστη ορμή.
Κοιμόμουν τέσσερεις ώρες και δεν ένιωθα κούραση-δεν είναι λίγο σε τούτο εδώ το
κλίμα.
Τώρα, 48 χρόνια μετά το ξεκίνημα της πρώτης γραφής και 20 χρόνια μετά το τέλος της δεύτερης, οι «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» παραδίδονται επιτέλους στην δημοσιότητα, φανερώνοντάς μας μιάν ακόμη ανυποψίαστη διάσταση του ποιητή Σεφέρη. Έργο νεανικό και ταυτόχρονα απολύτως ώριμο, ερωτικό μυθιστόρημα και κοινωνικό ντοκουμέντο, γραμμένο με μεικτή τεχνική, αντικειμενική αφήγηση και ημερολογιακές σημειώσεις του κεντρικού προσώπου, του νέου ποιητή Στράτη. Απευθύνεται προπάντων σε νέους αναγνώστες και από αυτούς κυρίως προσδοκάει την καταξίωσή του, ως λογοτέχνημα που αρχίζει την δημόσια ζωή του στην αναγεννημένη Ελλάδα του 1974.
Το απόσπασμα που πρωτοδημοσιεύεται εδώ (με την ευγενική συγκατάθεση της Κυρίας Μαρώς Γ. Σεφέρη και των εκδόσεων «Ερμής»)είναι ίσως η μόνη εκτενής ενότητα του έργου η οποία θα μπορούσε να δημοσιευτεί αυτοτελώς, επειδή ακριβώς της λείπει η εξωτερική «δράση». Βασικά πρόκειται για ένα είδος επιστολής «εις εαυτόν», που χαρακτηρίζει πολύ έντονα την ψυχολογία του Στράτη στην Αθήνα του 1926, σε αντιπαράθεση προς τις πρόσφατες παριζιάνικες εμπειρίες του. Συνάμα είναι, κατά τη γνώμη μας, μιά από τις ωραιότερες εκφράσεις του «καημού της Ρωμιοσύνης» που κατέχει τον Σεφέρη από το 1922 ίσαμε τον θάνατό του.
Γ. Π. Σ.
Ένας βαρύς βρόντος χτύπησε το ναρκωμένο μυαλό του Στράτη και τόνε ξύπνησε. Είχε πέσει ένα φουρούσι με το χοντρό κοντάρι της κουρτίνας. Σηκώθηκε, το παραμέρισε, και τίναξε τα χέρια του που είχανε γεμίσει σκόνη. Είχε βραδιάσει αδύνατα ηλεχτρικά φώτιζαν τη βλάστηση του Μουσείου. Το πιάνο της γειτονιάς μπερδευότανε με τα σιδερικά των τράμ. Πήγε κι’ άδειασε πάνω του δυό κουβάδες νερό και κάθισε στο τραπέζι του.
Από την κορυφή μιάς στοίβας βιβλία πήρε ένα φάκελο. Κοίταξε κάμποση ώρα τις ταχυδρομικές σφραγίδες, τον άνοιξε και διάβασε:
Παρίσι, 27 Απριλίου
Αγαπητέ Στράτη.
Σχεδόν δυό μήνες που έλαβα το γράμμα σου τώρα μόνο βρίσκω καιρό να σ’ απαντήσω. Δούλεψα πολύ για τη διατριβή μου τούτο το χρόνο. Το θέμα μου μ’ ενδιαφέρει υπερβολικά, πιστεύω να σ’ αρέσει. Πλατωνικές ιδέες στην ποίηση των συμβολιστών. Αυτές τις μέρες γράφω το κεφάλαιο για τον Μαλλαρμέ. Κρίμα που δεν είσαι εδώ. Θα ήθελα τόσο τη γνώμη σου. Συχνά θυμούμαι το πάθος πού σε είχε πιάσει να γυρίσεις. Δεν ήθελε ν’ ακούσεις κανέναν. Έλεγες πώς δεν υπάρχει άλλη σωτηρία, πώς σου λείπει το χώμα. Όμως το χώμα υπάρχει εκεί που μπορούμε να δουλέψουμε, νομίζω. Εδώ είμαι ξένος κι όμως ελπίζω κάτι να κάνω πώς να γίνει αυτό στην Ελλάδα όπου καταστρέφουν τα πάντα σαν τις ακρίδες; Εσύ, νομίζω, μου το έγραφες….
Τ’ απόγευμα ήμουν με τη Ν. στο Λουξεμβούργο. Χαριτωμένη άνοιξη’ φύγαμε για την εσπερινή τυμπανοκρουσία. Χτες επήγε ν’ ακούσει τον Βασιλιά Δαβίδ και συνάντησε, έπειτα από μήνες, τη Φ. «Κοίταξε να την κρατήσεις την ευτυχία σου», της είπε, «Είναι μεγάλο πράγμα να έχεις κάποιον κοντά σου’ εγώ δεν έχω πιά ούτε το σκυλί μου». Έχει αλλάξει πολύ από το τελευταίο της ατύχημα. Το χέρι της είναι καλύτερα, αλλά είναι ζήτημα αν θα μπορέσει ποτέ να ξαναπαίξει.
Σου τα γράφω αυτά γιατί ξέρω πόσο την αγάπησες. Τότε πού βλεπόμασταν ήταν από τις πιό σπουδαίες γυναίκες που γνώρισα. Ποιός ξέρει πού την πάει η μοίρα της τώρα.
Προσπάθησα να σου γράψω χωρίς γαλλισμούς ή γαλλικές λέξεις…
Ο Στράτης έριξε το γράμμα μέσα στο συρτάρι του και το σπρωξε δυνατά. Ακούμπησε το μέτωπό του στις παλάμες του κι έκλεισε τα μάτια. Είχε βγει από τη συναυλία και περπατούσε στην όχθη του ποταμού. Προχωρημένο δειλινό. Τα βαριά οχήματα διάβαιναν σέρνοντας πίσω τους τραντάγματα. Είχανε παίξει Φράνκ, τη Συμφωνία σε ρε. Ο ρυθμός του Allegro non troppo ανέβαινε ολοένα, πύργωνε και σωριάζουνταν θρύψαλα πάνω στις γλιτσερές πλάκες, μέσα στην απέραντη πολιτεία μαζί του. Ένας πόθος να εκφραστεί του φούσκωνε την καρδιά. Ένιωθε τη φωνή του άναρθρη ως τη συντέλεια των αιώνων’ και πάλι η μουσική και πάλι οι λέξεις σκληρές στο στόμα του σαν τα χαλίκια. «Μακριά στη Δύση πρίν δύο χρόνια…», «Μακριά στην Ανατολή πρίν δύο χρόνια…», ψιθύρισε, «…. Στεκάμενα νερά που δεν ξέρουν που να πάνε… μέσα στο μουγκό φεγγάρι…». Κοίταξε τις τέσσερες γωνιές της κάμαρας. Μπροστά του η ντουλάπα με τον καθρέφτη, δεξιά το χαλασμένο κρεβάτι, στην αριστερή γωνιά το εικονοστάσι, ένα από τα ελάχιστα απομεινάρια της παιδικής του ζωής. Έπειτα το παράθυρο με το γκρεμισμένο κοντάρι και η βιβλιοθήκη. Έκανε μια χειρονομία για να πάρει ένα βιβλίο. Το χέρι γύρισε πίσω αδειανό. Με τ’ άλλο χέρι πήρε την πένα κι έγραψε:
Σαν έμεινε μόνος στην Ακρόπολη ο
Στρατής ανέβηκε σε μια πέτρα και είπε:
Αναρίθμητο φώς του φεγγαριού!
Συντρίμμια, σκαλωσιές!
Ω τσακισμένες κολόνες.
Ω μεγάλη ακαταστασία,
Ω φυγή!
Η Σφίγγα, η Λάλα, ο Καλλικλής, έφυγαν.
Ο Νώντας, ο Νικόλας, έφυγαν.
Έφυγε και η Σαλώμη.
Δικαιοσύνη!
Ήτανε τρυφερές οι γυναίκες που αγάπησα μόνο που ο χωρισμός τις έντυνε με τη σιδερένια φορεσιά του, βιαστικά.
Δεν είμαι ακόμη ελεύθερος, γι’ αυτό μιλώ. Με δεσμεύουν τα λευκά τούτα σχήματα, περισσότερα λευκά κι από τον Γρηγόριο τον Ακραγαντινό στην εκκλησιά στο Δαφνί. Μα όταν θα μείνω σε λίγο ανεμπόδιστος στη μοναξιά μου, θα ζήσω πάλι, το ξέρω, σιωπηλός σαν πρώτα, γιατί δε θ’ αποφασίζω τι να πρωταγγίξω, και όλα θα ξαναγίνουν μαγεία.
Τι ήμουν σαν έσερνα τα πόδια μου μέσα στις σκοτεινές μεγάλες πολιτείες. Τι ήμουν σαν πηγαινορχόμουνα στενάχωρα ανάμεσα Ομόνοια και Σύνταγμα. Ένας ίσκιος ίσως ένα όνειρο των άλλων.
Οι απανωτές βαριές οικοδομές, και το πλήθος που δεν ξέρεις, που δε σε ξέρει. Πού έχει μοναδική δουλειά να παλιώνει τα ρούχα του, τη σκέψη του, την καρδιά του. Και σύ να κοιτάζεις: ένα παλτό που από χτές δε φοριέται, μια ρυτίδα που το πρωί δε φαινότανε, μιάν αγάπη που τώρα δα ήταν ακόμη αιώνια. Ένα πάλιωμα πεισματάρικο σαν την ψιλή βροχή και να συλλογίζεσαι πώς αν μιλούσες όλοι αυτοί θ’ άρχιζαν τα ουρλιάσματα σαν τα μωρά-να τρέμουν τα χείλια σου και να διαβαίνεις.
Να διαβαίνεις μέσα στις τρελές σκηνοθεσίες, σιδερένια γιοφύρια που ξεκολνούν και προχωρούν σαν καράβια’ δεξαμενές με σιντριβάνια που απλώνουνται και γίνουνται ωκεανοί’ γυναίκες που λιώνουν μέσα στη λάσπη των δρόμων’ άντρες πού μεταμορφώνουνται σε οικοδομές με χίλιες κάμαρες βρώμικες. Και ένας γρήγορος πυρετός από ηλεχτρισμό και πείνα να κυκλοφορεί.
Ποιός τα είδε αυτά τα δημόσια θεάματα;
Ίσως μονάχα εσύ, καλέ μου φίλε, που ξεψύχησες μιάν αυγή του Φλεβάρη, καθώς η κολλημένη στα τζάμια σου νύχτα άρχιζε να ξασπροθωρίζει σαν το καμένο χαρτί. Ήσουν αξούριστος, σκεπασμένος με κάτι παμπάλαια σακάκια, τα πουκάμισα του φιδιού, καθώς έλεγες. Μ’ έβαλες να σου διαβάσω ένα ποίημα που δεν ήξερα:
Ευλογημένη η άγονη αμμουδιά
όπου όλα είναι γυμνά σαν τη θάλασσα…
-σε πήραν οι λυγμοί. Έσφιξες τα δόντια και ψιθύρισες: «Δεν είναι τίποτε… μια επίθεση της μοίρας με δακρυγόνα». Αγκομαχούσες. Είπες ακόμη: «Σαν τελειώσω, θέλω να με πετάξεις από το παράθυρο. Δε θα πέσω στο δρόμο…»
Ζούσες μέσα σε θαύματα’ είχες δίκιο ίσως να πιστεύεις πώς ένα ακόμη θαύμα θ’ ακολουθούσε το θάνατό σου συγγενικά. Μα πώς το ξέχασες πώς δεν μπορεί να βασιζόμαστε στις υποσχέσεις που μας δίνει ο κόσμος, αφού αλλάζει κάθε φορά που γεννιέται ή πεθαίνει ένας άνθρωπος. Τέλειωσες και ούτε κάν εγώ ακολούθησα την ταφή σου. Σ’ άφησα βιαστικός σα να κυνηγούσα την τελευταία σου πνοή που κατεβαίνει τις σκάλες.
Βγήκα. Τα φανάρια καθρεφτίζουνταν ζευγαρωτά στο νοτισμένο δρόμο. Ακούμπησα στο πεζούλι του ποταμού. Η πράσινη αυγή ξεχωρίζει στο βάθος. Στην κουπαστή μιας μαούνας φύτρωσε ένας άνθρωπος κι άρχισε να πλένει τα χέρια του τα παρακολουθούσα που τυλίγουνταν το ένα με τ’ άλλο σαν τα μπροστινά πόδια της μύγας. Πέρασε μια παρέα εργάτες κι εργάτισσες, χαρούμενη. Με νόμισαν μεθυσμένο γλεντζέ και μ’ έβρισαν. Ένιωσα τον εαυτό μου τόσο μονάχο σα να ήμουν ο τελευταίος κύκλωπας μιάς χαμένης Οδύσσειας.
Η εκκλησιά με τους αποκεφαλισμένους πύργους ξεχώριζε δεξιά μου. Η αυγή μαλακιά σαν το πούπουλο, έσμιγε το πρόσωπό μου. Τα σπίτια καθαρισμένα από τις ματιές του κόσμου δείχναν ένα ήμερο χαμόγελο. Μια ακαταμάχητη στοργή μου έγλειφε το λαιμό, μιά γενική καλοσύνη. Τότες έκλεισε μιά πόρτα κι άκουσα βήματα στο πεζοδρόμιο. Πώς κλυδωνίζεται ξαφνικά η ψυχή από ένα τίποτα. Οι αγρυπνισμένοι γέροι που ψάχνουν μέσα στην σκοτεινή κάμαρα το γιατρικό τους’ τα ζευγάρια που τ’ αποκάρωσε ο ύπνος σε μιά τυχαία ερωτική στάση οι παρθένες και οι έφηβοι πού ονειρεύονται με το χέρι στη φύση’ τα μωρά με τα μάγουλα πρησμένα από το νυχτερινό κλάμα-σε κρεβάτια στενά φαρδιά, ξυλένια, σιδερένια, σε στρώματα, σε ξαφνικά ντιβάνια, σε κούνιες, άρχισαν να χορεύουν μπροστά μου σαν πλεούμενα που παλεύουν μέσα στην πιό ιδιότροπη ταραχή. Όταν ησύχασαν, είχα την εντύπωση πως επιθεωρούσα ένα απέραντο νεκροτομείο.
Φέγγει το φεγγάρι, και η ράχη του Υμηττού είναι απαλή σαν τη σπλάχνιση παρθένας. Από την πολιτεία κάτω βγαίνει μια ψιλή φωνή φλογέρας που υπογραμμίζει- υπογραμμίζει τι; Ξαναγυρίζουν λίγες φράσεις και ίσως, το πολύ-πολύ, δυό-τρείς χειρονομίες. Βασανίζομαι. Φορές, μέσα στην κλειστή κάμαρα παιδεύομαι για να λογαριάσω εκείνα τα περασμένα. Φουσκώνουν σαν την κρυστάλλινη σφαίρα. Για να διακρίνεις κάτι πρέπει να καρφώσεις τα μάτια ώρες και ώρες. Έπειτα μένω καταδιωγμένος και άρρωστος, εβδομάδες ολόκληρες σκιάχτρο και σκάνδαλο για τους συνανθρώπους μου, μ’ έναν τρελό πόνο, πέρα μακριά στην πολιτεία εκείνη σαν το σακάτη που τον πονεί το αποκομμένο του πόδι.
Ήμουν ακουμπισμένος στο μουράγιο, όταν όλοι εκείνοι οι κοιμισμένοι μ’ έφεραν να κοιτάξω μιάν ανθρωπότητα πού μ’ έδιωχνε. Έπειτα σαν να έσβησαν όλα, πέρασε μπρός στα μάτια μου το είδωλο του Παρθενώνα σου, ώ Αθηνά, χρώμα κουφέτου, τριανταφυλλί και φιστικί, κι αποφάσισα να γυρίσω.
Ένας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας σπόρος που πάει να βλαστήσει ένας Ρωμιός που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας άνθρωπος που πάει να βλαστημήσει. Ελλάδα, σε κράτησα πάνω μου κατάσαρκα’ με δαιμόνισσες. Και τους συντρόφους που πίστευαν μαζί μου στις ρίζες και στο γυρισμό τους βλέπω ν’ αλλοιώνουνται μέρα τη μέρα θα λεγα χημικά. Ο ένας απελπίστηκε γρήγορα’ ξανάφυγε και θα φεύγει σ’ όλη του τη ζωή. Ο άλλος διασκεδάζει τις κυρίες με φράσεις που είχε μισήσει χτες έγινε υπουργός. Ο άλλος λέει πως είναι ο ίδιος η ψεύτικη κόρη του Ερεχθείου, το χωματένιο αντίγραφο μιάς ύπαρξης ζωντανής που έμεινε στην ξενιτιά. Πόσοι ακόμη. Κι εκείνος εκεί, αφού σήκωσε γύρω του τον πρώτο φράχτη, ένιωσε πως του χρειάζουνταν άλλος ένας για τα αισθήματα που τριγύριζαν απέξω και άλλος, και άλλος. Τόσο που δεν ακούγεται πιά η καρδιά του’ αν την κόψεις θα παρουσιάσει την όψη κρεμμυδιού.
Είμαστε το τσούρμο μιάς σκούνας που ταξιδεύει ξυλάρμενη, πόσα χρόνια. Πεινάμε. Άλλοι χάνουν το λογικό τους, άλλοι σκοτώνουνται μοναχοί τους, άλλοι γυρίζουν στην κατάσταση της πεταλίδας. Ένας κάποτε ανεβαίνει στο κατάρτι και μας φαίνεται πώς φωνάζει για ωραίες ακρογιαλιές’ άγνωστα κομμάτια του κόσμου. Τα βλέπουμε. Και κατεβαίνει πάλι ανάμεσό μας και είναι ο μόνος που βεβαιώνει πως δεν υπάρχει τίποτε, παρά βράχος, μάρμαρο, και το αρμυρό νερό. Τότε τον πετάμε στη θάλασσα θυμωμένοι.
Γκρεμίσαμε τόσα και τόσα’ μπορούμε να μετρηθούμε, χαλάσματα.
Καληνύχτα.
Εδώ τέλειωσαν τα τσιγάρα του Στράτη. Ξαναδιάβασε τα χαρτιά του’ σήκωσε τους ώμους και σημείωσε στο τέλος:
«Ταύτα και αυλαία, αγαπητή Σαλώμη-ΑΥΛΑΙΑ».
Πήρε ένα φάκελο, τα ‘κλεισε, έγραψε τη διεύθυνση, ήπιε ένα ποτήρι νερό, μαντάλωσε τα παραθυρόφυλλα, ξαναπλάγιασε κι έσβησε το φώς.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Σημειώσεις:
Στο παρόν σημείωμα θέλησα να μνημονεύσω και να γράψω για έναν καθηγητή και επιστήμονα, υποδειγματικό επιμελητή εκδόσεων νεοελλήνων ποιητών, μελετητή και αρθρογράφο, κριτικό παρουσιαστή σημαντικών ξενόγλωσσων και ελληνικών βιβλίων, τον Γιώργο Π. Σαββίδη. Το όνομά του ήρθε και πάλι στην επιφάνεια της μνήμης μου καθώς διαβάζω τις μεταφράσεις του στο λογοτεχνικό περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά» (το ονοματεπώνυμό του γράφεται χωρίς το ενδιάμεσο πατρώνυμο που υιοθέτησε αργότερα), ενώ κρατώ στα χέρια μου ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο που εκδόθηκε από το «ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», Γ. Π. Σαββίδης 20 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ. Με την εκδοτική επιμέλεια της Άννας Καραπάνου. Παραγωγή Εκδόσεις Ευρασία 2016, σελίδες 78, τιμή 5 ευρώ. Το τομίδιο περιλαμβάνει πέντε εισηγήσεις για τον καθηγητή Γ. Σαββίδη. Α) Κατερίνα Γκίκα, Για τις Καβαφικές εκδόσεις του Γ. Π. Σαββίδη, σελ. 11-, Β) Νάσος Βαγενάς, Ο Γ. Π. Σαββίδης και οι Cavafistas, σελ. 33-,. Γ) Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Λογοτεχνία και δημοσιογραφία: ο επιφυλλιδογράφος Γ. Π. Σαββίδης, σελ. 61-,. Δ) Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Φιλότης, σελ. 73-. Ο τόμος συνοδεύεται με διευκρινιστικό πρόλογο και ασπρόμαυρη φωτογραφία του καθηγητή που κοσμεί και την σύνθεση του εξώφυλλου. Φωτογραφία του εξώφυλλου Nina Simpkins 1978.
«Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, σε
συνεργασία με το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, διοργάνωσαν τον Δεκέμβριο του
2015 εκδήλωση αφιερωμένη στα 20 χρόνια από τον θάνατο το Γ. Π. Σαββίδη. Η
εκδήλωση αυτή εντάσσεται σε μια σειρά εκδηλώσεων με τις οποίες το Ίδρυμα της
Βουλής επιθυμεί να τιμήσει τη μνήμη ορισμένων σημαντικών προσώπων που
προσέφεραν πολλά στην πνευματική, επιστημονική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας.
Μέσα από τις εισηγήσεις των ομιλητών, που
περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση, αναδεικνύεται το πλούσιο έργο του μελετητή
και καθηγητή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γιώργου Π. Σαββίδη, ο οποίος εισέφερε
πολλά στον τρόπο μελέτης της νεοελληνικής ποίησης, ενώ επίσης με υποδειγματικό
τρόπο επιμελήθηκε εκδόσεις ποιημάτων σημαντικών Νεοελλήνων ποιητών.».
Στις 11 Μαρτίου συμπληρώνονται 92 χρόνια από τη γέννησή του, και 26 από την εκδημία του. (Αθήνα 11/3/1929-Λόγγο Αιγίου 11/6/1995). Δεν ήθελα να τιμήσουμε και να τιμηθούμε από τον Γιώργο Π. Σαββίδη των σημαντικότατων Καβαφικών Εκδόσεων, που τόσο αγαπήσαμε. Οι εξαιρετικές του επιμέλειες και καθοδηγητικές εργασίες του καθηγητή Σαββίδη στην έκδοση, την κυκλοφορία, την επιστημονική φροντίδα και την ανάγνωση των Καβαφικών ποιημάτων, ανέκδοτων δημοσιευμάτων του αλεξανδρινού ποιητή, μας είναι εδώ και δεκαετίες γνωστές, αγαπητές και χρήσιμες στα πεδία των ερευνών της Καβαφικής πολιτείας. Οι επανεκδόσεις των Καβαφικών ποιημάτων των εκδόσεων Ίκαρος, που φέρουν την σφραγίδα του Γιώργου Π. Σαββίδη, (δύο τόμοι των Καβαφικών χρονολογικά ποιητικών κύκλων, μα και των πεζών και ανεκδότων του) δηλώνουν το αμέριστο ενδιαφέρον του ελληνικού και όχι μόνο φιλότεχνου κοινού και των αναγνωστών του ποιητικού λόγου, εντός και εκτός Ελλάδος. Ήθελα επίσης, να αποφύγω, να διαβώ το μονοπάτι της επιμέλειας και της έκδοσης των Απάντων του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, του Άγγελου Σικελιανού, του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και άλλων Ελλήνων ποιητών που επιμελήθηκε με ζέση και ειλικρινή φροντίδα, επιστημονική κατάρτιση μα και ποιητικό αλάνθαστο κριτήριο ο δημοκράτης και αντιχουντικός παλαιός καθηγητής. Ο συγγραφέας Γιώργος Π. Σαββίδης, ο διευθυντής του λογοτεχνικού νεωτερικού περιοδικού Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, των αρχών της δεκαετίας του 1950, του συνεργάτη του πρωτοποριακού για την εποχή του περιοδικού Εποχές, της δεκαετίας του 1960, των σύγχρονων, μετά την μεταπολίτευση του 1974, τόμων του περιοδικού Μολυβδοκονδυλοπελεκητή. Λογοτεχνικών Περιοδικών που ανήκαν στην πρώτη γραμμή του αναγνωστικού και ερευνητικού ενδιαφέροντος των χρόνων που κυκλοφόρησαν, που με την θεματική τους ύλη, τους συνεργάτες και την ποιότητα των κειμένων και μεταφράσεων τροχιοδρόμησαν τα ελληνικά γράμματα και ίσως, όρισαν και ορισμένους από τους δείχτες που περιστράφηκε η πνευματική κίνηση των κατοπινών φιλότεχνων ελληνικών γενεών. Τον προσανατολισμό των φιλολογικών ενδιαφερόντων του διδακτικού προσωπικού της μέσης και ανωτάτης εκπαίδευσης στην χώρας μας. Όπως αντίστοιχα το ποικίλης ύλης περιοδικό Ο Ταχυδρόμος που ο Γ. Π. Σ. υπήρξε για διάστημα διευθυντής του, διεύρυναν τα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά, καθώς και τα τουριστικά ενδιαφέροντα των νεοελλήνων, αναπτύσσοντας το ενδιαφέρον των ευρωπαίων κατοίκων στο να γνωρίσουν καλύτερα την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδος. Δεν ήθελα να καταφύγω στην πλούσια αρθρογραφία του καθηγητή του αριστοτέλειου πανεπιστήμιου θεσσαλονίκης, που είναι δημοσιευμένη στον ημερήσιο τύπο, όπως «Το Βήμα», «Τα Νέα», και διάσπαρτη σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, βλέπε ενδεικτικά «Νέα Εστία», (Η Νέα Εστία και η παλαιότερη Διάπλαση των Παίδων είναι νομίζω τα μακροβιότερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά των ελληνικών γραμμάτων. Χαριτολογώντας θα λέγαμε, τα πλέον κορακοζώητα) μικρά ή εκτενή δημοσιεύματά του και σχόλια, που απηχούν τους προβληματισμούς και τις ανάγκες, τον παλμό της εποχής τους και των νεότερων ελλήνων, πάμπολλα κείμενα και δημοσιεύματα (που υπέγραψε είτε με το όνομά του ή με διάφορα ψευδώνυμα όπως ΓΥΨ, Ευτυχίδης, Κριτίας, Φλαγγίνης) που τα μεταγενέστερα χρόνια, συνάχθηκαν, ταξινομήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε αυτοτελείς τόμους και αποτελούν την Εργογραφία του Γ. Π. Σαββίδη. Σχετικά βλέπε τον τόμο Γ. Π. Σαββίδης, «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ», εκδόσεις Πορεία-Αθήνα 1994 και ειδικότερα τις σελίδες 339-387 που περιλαμβάνουν το «Σχεδίασμα Εργογραφίας Γ. Π. Σαββίδης (1951-1993)». Παρενθετικά να υπενθυμίσουμε την βιβλιογραφική συμβολή του συγγραφέα και βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Δεν κατέφυγα σε βιβλία του που έχω διαβάσει και κοσμούν την βιβλιοθήκη μου. Βλέπε τους ενδεικτικούς τίτλους: «ΠΑΝΩ ΝΕΡΑ» (Δεκαεννέα δημοσιογραφικές περιδιαβάσεις και δύο παλαιά ορόσημα καθώς και άγνωστα κείμενα του Αυγέρη, του Καβάφη, του Σεφέρη κ. ά.», «ΕΦΗΜΕΡΟΝ ΣΠΕΡΜΑ» (1973-1978), (Επιφυλλίδες, βιβλιοκρισίες, ομιλίες κυρίως με φιλολογικές και εικαστικές αφορμές, καθώς και άγνωστα κείμενα του Παλαμά, του Καβάφη, του Σεφέρη κ. ά.», εκδόσεις Ερμής 1978. «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΠΗΝΟΡΑ» (Από τον Πάουντ στον Σινόπουλο) εκδόσεις Ερμής 1981, «καστανόχωμα» εκδόσεις Καστανιώτη 1989. «ΦΥΛΛΑ ΦΤΕΡΑ» (Δοκιμές και Δοκιμασίες 1989-1993) εκδόσεις Ίκαρος 1995. «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ» (Ανθολογία Κυπριολογικών δημοσιευμάτων του Γ. Π. ΣΑΒΒΙΔΗ» εκδόσεις Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού-Αθήνα 1997. «ΕΔΩΔΥΜΑ ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ» (Ελάσσονα και ανέκδοτα κείμενα και ποιητικές μεταφράσεις 1945-1995», εκδόσεις Ερμής 2000. «ΜΕ ΜΙΑ ΠΙΝΕΖΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ» (Η Κυπριακή εμπειρία του Γ. Π. ΣΑΒΒΙΔΗ), εκδόσεις Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2001, τέλος, τον τόμο «ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ Γ.Π. ΣΑΒΒΙΔΗ» (Διήμερο στη μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη), εκδόσεις Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1998. Προσπέρασα λόγο χρόνου και αναγκαίας εκ μέρους μου προετοιμασίας, των Βιβλιοκριτικών και άλλων πληροφοριών για το έργο του, που έχουμε μετά την εκδημία του και την σύνταξη των χρονικών ορίων της βιβλιογραφίας του. Ταλαντεύτηκα να αντιγράψω τις κατά καιρούς συνεντεύξεις του, αλλά και έναν άλλο τομέα της συγγραφικής του διαδρομής που με ενδιέφερε, μιλώ για τα κείμενά του και τα άρθρα του για την Έβδομη Τέχνη. Προβληματισμοί και θέσεις του, κρίσεις του, για τον Ελληνικό Κινηματογράφο, που αποτελούν κατά την γνώμη μου, ένα ενδιαφέρον ζήτημα, μάλλον όχι και τόσο προσεγμένο από τους κριτικούς, της ελληνικής κινηματογραφοφιλίας στην πατρίδα μας. Γνωρίζω μόνο το άρθρο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, «Ο Γ. Π. Σαββίδης πάει σινεμά» στην λογοτεχνική επιθεώρηση The Athens Review of Books τεύχος 60/3, 2015. Η σχέση της ελληνικής λογοτεχνίας, των ελλήνων παλαιότερων και νεότερων συγγραφέων με την τέχνη και την τεχνική του Κινηματογράφου, είναι ένα ανοιχτό και ακόμα και στις μέρες μας θέμα προς εξέταση μέσα στην ελληνική γραμματεία, και στις θέσεις και τα γραπτά αρκετών ελλήνων δημιουργών. Βλέπε Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Σεφέρη, Γιάννη Κοντό, Μάριο Πλωρίτη κλπ. Δεν μιλώ για τις κινηματογραφικές ή σεναριακές διασκευές των ελληνικών πεζογραφημάτων ή διηγημάτων, για τους σκηνοθέτες συγγραφείς όπως είναι ο πειραιώτης Τάκης Σπετσιώτης, η ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης κ. ά., μιλώ για τις τεχνικές που χρησιμοποιεί η κινηματογραφική τέχνη και πως αυτές οι τεχνικές ή ορισμένες από αυτές, υιοθετούνται και χρησιμοποιούνται από τους νεότερους μυθιστοριογράφους ή διηγηματογράφους, αλλά και από αμιγώς ποιητές. Στο ίδιο πλαίσιο συζήτησης και έρευνας ανήκει επίσης ο χώρος των σήριαλ της τηλεόρασης και οι μελέτες και τα βιβλία που γράφτηκαν από έλληνες συγγραφείς και δοκιμιογράφους. Βλέπε το ξενόγλωσσο τόμο για τον ελληνικό κινηματογράφο του κριτικού, ποιητή, μεταφραστή του καθηγητή Βρασίδα Καραλή.
Γράφοντας αυτό το σημείωμα για τον Γ. Π. Σαββίδη, προσπάθησα να ξεφύγω από ένα φιλολογικό του μνημόσυνο, επετειακής αναφοράς στην μνήμη του. Που ούτως ή άλλως, η παρουσία του είναι διαχρονικά παρούσα με πολλούς τρόπους. Κατέφυγα σε μια προσωπική περιπέτεια της μνήμης μου, που τρία διαφορετικά ασύνδετα μεταξύ τους συμβάντα, σε ξεχωριστές χρονικές στιγμές το καθένα, τον επανέφερναν και πάλι στην επικαιρότητα του σεντουκιού της σκέψης μου. Το πρώτο, χρονικά συμβάν, ήταν μία ευχαριστήρια εκ μέρους του κάρτα που μου ταχυδρόμησε, όταν εξέδωσα μια μικρή μελέτη για τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο. Ο κυρός καθηγητής μου απέστειλε μία ευχαριστήρια κάρτα (απεικόνιζε το πορτραίτο μιας γυναίκας ζωγραφισμένο από τον Μοντιλιάνι. Αυτόν τον εξαίσιο της γενιάς των «καταραμένων» ζωγράφο) που τον ανέφερα στην βιβλιογραφία της εργασίας μου. Και, με εύλογη προσωπική απορία, μου υποδεικνύει ένα λαθάκι που διέλαθε της προσοχής μου, -τότε-κατά την διάρκεια της τύπωσης του βιβλίου. Στα ονοματεπώνυμα βάζω παύλα (-) ακριβώς κάτω από την αναγραφή τους, του δεύτερου βιβλίου που ακολουθεί από τον ίδιο συγγραφέα. Έτσι υπάρχει μία (-) μετά την αναφορά του δικού του ονόματος και βιβλίου του, στον αμέσως επόμενο τίτλο βιβλίου. Ο Γιώργος Π. Σαββίδης μεταξύ άλλων, το πρόσεξε και μου το επεσήμανε στην κάρτα που μου έστειλε, γράφοντάς μου-μαζί με θερμά ευγένειας λόγια και το εξής: «Δεν θυμάμαι να είναι δικός μου αυτός ο τίτλος». Του ανταπάντησα ζητώντας του συγνώμη για το τυπογραφικό λάθος και για του ότι βρήκε το χρόνο και ασχολήθηκε με έναν νεοσσό μελετητή της λογοτεχνίας εν έτη 1989/1990. Αυτά τα αδιόρατα lapsus manus που ξεφεύγουν ακόμα και από το εμπειρότερο μάτι ενός επαγγελματία διορθωτή, είναι που σου δηλώνουν ότι τέλειο κείμενο και έκδοση δεν υπάρχει, όσο και αν κόπτονται οι μετρ της ορθογραφικής σχολαστικότητας. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν αγόραζα και διάβαζα τα βιβλία του, τα κείμενά του στις εφημερίδες «Τα Νέα», «Το Βήμα» και σε σύγχρονα της εποχής μου λογοτεχνικά περιοδικά. Το όνομα του Γιώργου Π. Σαββίδη επιβάλλεται να σημειώσω, ότι έρχονταν σχεδόν πάντα στις τηλεφωνικές και όχι μόνο συνομιλίες που είχα, μετά την γνωριμία μου, με την ποιήτρια, μεταφράστρια, επιμελήτρια βιβλίων και ραδιοφωνικό παραγωγό αλησμόνητη Μαρία Κυρτζάκη. Η Μαρία Κυρτζάκη δεν έπαυε να αναφέρεται σε αυτόν, όχι μόνο με θερμά λόγια αλλά και μια ειλικρινή διάθεση προσωπικής της ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του. Αν δεν λαθεύω, ο καθηγητής Γ. Π. Σ. είχε προσέξει πρώτος την ποιητική της φανέρωση. Να μνημονεύσω ακόμα, ότι η Μαρία Κυρτζάκη-στις νυχτερινές συνήθως συζητήσεις μας-δεν έπαυε να μιλά θετικά και για τις αναγνωστικές και εκπαιδευτικές οφειλές της γενιάς της στον ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά. Έλεγε ότι μέσα από τις σελίδες της δικής του Ιστορίας της Ελληνικής Λογοτεχνίας, έμαθε η γενιά της τον ελληνικό διαφωτισμό και τα έργα του, και δεν είχε άδικο. Όταν κατόπιν γνώρισα από κοντά τον φιλόλογο και ποιητή Σταύρο Βαβούρη, αυτόν τον πραγματικά σημαντικό φιλόλογο και ποιητή, ο Σταύρος μου μιλούσε εξίσου επαινετικά-πράγμα που έκανε μάλλον σπάνια τα τελευταία χρόνια της δύσκολης ζωής του- για τον Γιώργο Π. Σαββίδη. Ιδιαίτερα ο Σταύρος Βαβούρης αναφέρονταν με ευγνωμοσύνη στην σύζυγό του Γ. Π. Σαββίδη, την Λένα Σαββίδη η οποία υπήρξε συμφοιτήτριά του στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αδερφή του εκδότη Χρήστου Λαμπράκη, του γνωστού εκδοτικού συγκροτήματος. Μιλούσε για τα αγνά φοιτητικά τους χρόνια με νοσταλγία και χαρά, όπως και για τα μεταγενέστερα, όταν η Λένα Σαββίδη, ανέλαβε προσωπικά την έκδοση των ποιημάτων του, και του συμπαραστάθηκε σε δύσκολες στιγμές του. Αν η προφορική των ακουσμάτων μου μνήμη δε με απατά, το ζεύγος Σαββίδη, ο εκδότης Χρήστος Λαμπράκης και ο πειραιώτης συγγραφέας Άγγελος Βογάσαρης, ήσαν συμφοιτητές. Το όνομα Γιώργος Π. Σαββίδης μέσα από αυτούς τους διαύλους γνωριμιών έρχονταν στην σκέψη μου. Και ίσως και πέρα από τις δικές μου αναγνωστικές και συγγραφικές περιπέτειες. Οι επιμέλειες επίσης των Απάντων Νεοελλήνων ποιητών μας θυμίζουν ευχάριστα την παρουσία του.
Μου δίνεται η ευκαιρία σήμερα, (έστω και κατ’ ελάχιστο) στις τραγικά δύσκολες μέρες που διαβιούμε σε πολλαπλά, πολιτικά και κοινωνικά επίπεδα εμείς οι Έλληνες, με μια παγκόσμια πρωτόγνωρη πανδημία που πλήττει ολόκληρο τον πλανήτη και απειλεί υγειονομικά το ανθρώπινο είδος, να του αφιερώσω ένα σημείωμα σε αυτήν την μικρή ιστοσελίδα, τα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Σε έναν έλληνα επιστήμονα και συγγραφέα, πανεπιστημιακό και επιμελητή των έργων ελλήνων ποιητών και όχι μόνο, που σημάδεψε θετικά και φωτισμένα, δημιουργικά και ανανεωτικά πρόσημα, όπως μας δείχνει η αρθρογραφία γύρω από το όνομά του. Οι εργασίες και τα βιβλία που μας κληροδότησε, δημιουργούν και σήμερα ένα πολύχρωμο σύμπαν πολιτιστικών ενδιαφερόντων. Θέλησα να μην καταφύγω σε βιβλιογραφικές καταγραφές, σε δελτάρια-σεντόνια σημειώσεων και πληροφοριών, άλλωστε αυτό έχει πραγματοποιηθεί από άλλους δημόσιους φορείς, από επιστήμονες και βιβλιογράφους εμπειρότερους και καταλληλότερους της δικής μου μετριότητας, και με την οφειλόμενη επιστημονική φροντίδα και σεβασμό. Δεν θέλησα επίσης, για την ώρα, να ασχοληθώ με συγκεκριμένες εργασίες του, ανατρέχοντας στις πολλές και σημαντικές έρευνες και παρεμβάσεις του που αφορούν Καβαφικά ζητήματα και διαδρομές Καβαφικών εκδόσεων και επανεκδόσεων. Έχει τέτοιο εύρος και τόση ποικιλία διαχρονικά, η Βιβλιογραφία για τον Αλεξανδρινό ποιητή, πού ας μου επιτραπεί, αν και βιωματικά και ιδιοσυγκρασιακά μου πηγαίνει η ποίησή του, κουράζει αυτή η συνεχής αναφορά και ασχολία γύρω από το όνομά του και το έργο του. (Τί ήθελε να πει εδώ ο Ποιητής, τι ήθελε να δηλώσει παρακάτω, που πάει το τάδε σημείο στίξεως και τι δηλώνει αυτή του η ειρωνεία, ο σαρκασμός. Ποιες οι ιστορικές συνιστώσες των ποιημάτων του κλπ.). Ο πραγματικά και ειλικρινά σημαντικός ποιητή της ελληνικής περιφέρειας, πέτυχε να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ειδημόνων της ποίησης στα μετά τον θάνατό του χρόνια παρά ενόσω βρίσκονταν στην ζωή. Αυτός ο παμπόνηρος γέροντας της Αλεξάνδρειας, ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, που δεν έκρυψε τις ερωτικές του προτιμήσεις, δηλαδή την ομοφυλοφιλία του, την οποία κατέστησε ποιητική εικονογραφία υψηλών αισθητικών προδιαγραφών. Την τοιχογραφία της ζωής, που βίωσε σαν «αριστοκράτης εστέτ» το γήρας του σώματός του και την παρακμή της δικής του ατομικής ηδονής, μια παρακμή που την κατέστησε ποιητικό είδωλο στο ταμπλό των εικόνων και των λέξεων του έργου του, πέτυχε να «εκπαραθυρώσει» από τα ποιητικά ύψη τον Κωστή Παλαμά. Ο ολιγογράφος ποιητικά Καβάφης, (154 ποιήματα) που οφείλει πολλά στον αρχαίο επιγραμματοποιό και ποιητή Καλλίμαχο και τους ιστορικούς της αρχαίας ελληνιστικής περιόδου δεν ευτύχησε να δει να εκδίδονται τα Άπαντά του ενόσω ζούσε. Αντίστοιχα και ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Για τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, αυτόν τον παρ’ ολίγον ιστορικό, έχουν ασχοληθεί και ασχολούνται χιλιάδες συγγραφείς και ποιητές ανά την υφήλιο. Η ογκωδέστατη και διαρκώς εμπλουτιζόμενη βιβλιογραφία του, στην ελληνική και σε πολλές ξένες γλώσσες παγκοσμίως, δηλώνουν ένα συνεχές ενδιαφέρον που εκπλήσσει και κάπως τρομάζει. Ενώ φαίνεται ότι όλα έχουν λεχθεί για αυτόν τον έλληνα ποιητή και το έργο του, αίφνης από το απρόβλεπτο «πουθενά» παρουσιάζεται ένα βιβλίο, δημοσιεύεται μία μελέτη, γράφεται ένα άρθρο για τον ίδιο και την ποίησή του, που σε αφήνει ενεό. Δεν θέλησα επίσης να πάω μέσω του αυτόχειρα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, που η συμβολή στην αναστύλωση και έκδοση των Απάντων του από τον Γ. Π. Σαββίδη είναι καθοριστική και καίρια. Λέγονται και γράφονται τα τελευταία χρόνια πολλά για το άτομα Καρυωτάκη, τις πολιτικές του θέσεις, την στάση που κρατούσε στην εποχή του σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα καθώς και σε πρόσωπα που γνώρισε. Για την δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα. Γράφονται ακόμα περισσότερα για την φιλοσοφία και τον οραματισμό της ποίησής του, τις ιδέες του, το σατιρικό του βλέμμα, αυτό το παιγνιώδες, βιτριολικό σαρκασμό του, που πληγώνει και «αφανίζει» από την ποιητική επικαιρότητα ονόματα ελλήνων και ελληνίδων ποιητών και ποιητριών. Μια ποίηση του μεσοπολέμου αντιπροσωπευτική της ατμόσφαιρας της εποχής της, που μας είναι ακόμα σε πολλές της πτυχές αχαρτογράφητη. Γράφονται άρθρα και δοκίμια, εκδίδονται βιβλία και δημοσιεύονται αντιρρητικά κείμενα,-υπέρ ή κατά- βγαίνουν κριτικής αγάπης «εγχειρίδια», της Καρυωτακικής «αγάπης μαχαιριές», για να παραλλάξω έναν γνωστό μελοποιημένο στίχο, μεταξύ Καρυωτακιστών,-εν ενεργεία κριτικών συγγραφέων κάτω από το αυλάκι, και ομότιμων πανεπιστημιακών από την βόρεια ελλάδα. Γυρίζονται τηλεοπτικά σήριαλ με την ζωή του αυτόχειρα της Πρέβεζας, για τον ποιητή του μεσοπολέμου που υποδόρια ή φανερά αιμοδότησε τις κατοπινές του ελληνικές ποιητικές φωνές και νεότερες γενιές δημιουργών. Αν περνούσα από το Καρυωτακικό μονοπάτι που άνοιξε ο Γ. Π. Σ. θα χρειαζόταν άλλους είδους προσέγγιση της μνήμης του.
Αρκετές συζητήσεις διεξάγονται τις τελευταίες δεκαετίες, στα περιοδικά σαλόνια και στις σελίδες των εφημερίδων για την θετική ή αρνητική συμβολή της θρυλικής Γενιάς του 1930 και των δημιουργών της στα ελληνικά γράμματα. Γίνεται προσπάθεια από μερίδα σύγχρονων κριτικών, από σημαντικές συγγραφικές πένες να αποκαθηλωθεί από το εικονοστάσι του λογοτεχνικού εορτολογίου των ελληνικών γραμμάτων η Γενιά του 1930, η λεγόμενη αστική λογοτεχνική και πνευματική παρουσία, μέσα στην καθόλου ελληνική γραμματεία. Να αμαυρωθεί η συγγραφική και δοκιμιακή της περιπέτεια, οι ιδέες και η ιδεολογία της, ο οραματισμός των εκπρόσωποι της Γενιάς του 1930 όσον αφορά την ιστορική μοίρα του έθνους μας, της ιστορικής παράδοσης του Νέου Ελληνισμού. Γράφονται κείμενα που παραγνωρίζουν πολλούς από τους συγγραφείς τους και το έργο του. Αναζητούνται φιλολογικά και ιστορικά τεκμήρια ώστε να αποσιωπηθεί η ιδεολογία του έργο τους, να σκοτισθεί η συγγραφική τους παρουσία (ως αναχρονιστική, οπισθοδρομική) σύμφωνα με τα ερμηνευτικά σχήματα αποδομισμού της ιστορικότητας του Ελληνισμού, αποψίλωσης των ιδανικών και αξιών της φυλής μας, αναίρεση των όποιων επιτευγμάτων και ιστορικών αρετών της. Να αγνοηθούν οι πνευματικοί αγώνες και καλλιτεχνικές ζυμώσεις, η συγγραφική και δοκιμιακή προσφορά συγγραφέων και ποιητών, κριτικών φωνών της Γενιάς του 1930. Ότι κόμισαν με το έργο τους στην ελληνική γραμματεία. Μια σύγχρονη σπουδή άρνησης,-στοχευμένης απαξίωσης προσώπων και παρεμβάσεων ελλήνων δημιουργών, που προέρχεται κυρίως, αν όχι και μοναδικά, από εναπομείναντες φωνές της νέο-αριστερής- μεταμοντέρνας κριτικής στην χώρα μας. Κριτικές φωνές που δεν αμφισβητείται το στίγμα της συγγραφικής τους δεινότητας, που σηματοδοτούνται μόνο από τα πολιτικά ή ιδεολογικά ρεύματα παρελθόντων ετών (μιας χαμένης μάχης και διάψευσης πολιτικών οραματισμών) παρά από τις ενδομαχητικές δυναμικές αντιθέσεις εντός του σώματος της λογοτεχνίας και των οραματικών της συνόρων και προσδοκιών αποδοχής της από την μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Ο ερευνητικός λογοτεχνικός εστιασμός μετατοπίστηκε από την ίδια την αξία και την σημασία της γραφής, στο πεδίο της ιδεολογικής απαξίωσης, των οραμάτων της γραφής του αντίπαλου ιδεολογικού στρατοπέδου, και των πεζογράφων και ποιητών που εξέφρασαν ή εξακολουθούν να εκφράζουν την επίσημη εθνική φωνή της πολιτιστικής παράδοσης της ελλάδας. Καλοπροαίρετες εργασίες και παρεμβάσεις, θέλουμε να πιστεύουμε, που κατά την ταπεινή μας άποψη, δημιουργούν «καινούργια» εσωτερικά εμφύλια χάσματα, αν δεν κάνω λάθος, λες και δεν μας φτάνουν τα αγκαθωτά χάσματα στους κομματικούς και ιδεολογικούς χώρους της πολιτικής σκηνής, του δημόσιου κομματικού λόγου στην πατρίδα μας, που χωρίζουν το ελληνικό έδαφος σε δικός μας και των άλλων. Δυό όμοροι γηγενείς ξένοι στο ίδιο έδαφος καταγωγής. Ένας πολιτικός μανιχαϊσμός που ίσως να μην είναι και τόσο παράτολμο ή ερμηνευτικά λανθασμένο αν πούμε ότι είναι ο ξύλινος λόγος, ο διχαστικός λόγος των σημερινών ελλήνων πολιτικών και άλλων δημόσιων ή δημοσιογραφικών φορέων, που δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τους στενούς κομματικούς σκοπούς των κομματικών ακροατηρίων που τον εκφέρουν σαν πολιτική αντιπρόταση είτε από την μεριά της αντιπολίτευσης είτε από την κυβερνητική εκδοχή της δικής τους πρότασης. Η σύγχρονη ελληνική δημοκρατία έχει εγκλωβιστεί μέσα στα κομματικά τζάκια παλαιότερων ιδεολογιών εκδοχών και ατόμων, που προέρχονται από την εποχή του εμφύλιου ελληνικού σπαραγμού. Καταστάσεις και θέσεις που δεν σημαίνουν σχεδόν τίποτα στην μοντέρνα τηλεοπτικών σχεδιασμών μοντέλο άσκησης της εξουσίας. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό και άγονο πλαίσιο της δημόσιας πολιτικής ομολογίας και της νοσηρής ιδεολογικής της επένδυσης, υπάρχουν φωνές, που ζητούν να περικλείσουν και τον λογοτεχνικό οραματισμό παλαιότερων ελληνικών γενεών και ιδιαίτερα της Γενιάς του 1930 σε αυτό το στενάχωρο πλαίσιο. Η Γενιά αυτή θεωρείται το κακό χωρίς το αναγκαίο στα ελληνικά γράμματα. Από τη μία οι εναπομείναντες εαμοτραφείς κριτικοί σύντροφοι, οι ποιο αυθεντικοί «οπαδοί» της καθαρότητας των λογοτεχνικών κανόνων και αρχών του Γκέοργκ Λούκατς, για το τι είναι η «ψυχή» του λογοτεχνικού φαινομένου και ποιους σκοπούς οφείλει να εξυπηρετεί, και από την άλλη, οι περισσότερο παραδοσιακοί, οι ερμηνευτές των απόψεων του Γιώργου Θεοτοκά και των συζητήσεων για την ποίηση μεταξύ του Γιώργου Σεφέρη και του Κωνσταντίνου Τσάτσου. Ένας Διάλογος που παραμένει ακόμα ανοιχτός στο σύγχρονο της ελλάδος Ελεύθερο Πνεύμα. Μια διαμάχη με αρκετές φωνές φάλτσες που εμποδίζουν μάλλον το ξεπέρασμα των ιδεολογικών χαρακωμάτων. Το σαράκι του διχασμού του Ρωμέϊκου διοχετεύεται από την πολιτική να το επαναλάβουμε, στην λογοτεχνία. Αυτός της Λογοτεχνίας «Εσωτερικός Αγώνας» για να θυμηθούμε και το ιστορικό πόνημα του Τάκη Σταματόπουλου. Κολοκοτρώνης ή Μακρυγιάννης, Νίκος Εγγονόπουλος ή Οδυσσέας Ελύτης. Φιλικοί Αγωνιστές ή Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Νικόλαος Κάλλας ή Τάκης Σινόπουλος. Εμμανουήλ Ροϊδης ή Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Ιμπραήμ ή ο Γέρος του Μοριά σκότωσε περισσότερους αντιμαχόμενους έλληνες η τούρκους αμάχους. Κώστας Βάρναλης ή Γιώργος Σεφέρης, και πάει λέγοντας, στο κομβόι αυτό των διχαστικών των Ελλήνων αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων. Μέχρι Εμείς οι Έλληνες, «να γίνουμε Άγγελοι να βγάλουμε φτερά…» ώστε αναγκαστικά να συνυπάρξουμε μεταξύ μας και μεταξύ των άλλων λαών. Δανειζόμενος την φράση του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, «να ιδρύσουμε σύλλογο σεληνιαζομένων» βλέπε σελίδα 28 του έργου του «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», Εμείς οι Έλληνες, διαχρονικά μέσα στην Ιστορία είμαστε ένα Έθνος «σεληνιαζομένων». Διχαστικά φευγάτοι πέρα για πέρα «ντανταϊστές» της πράξης. Ενώ λίγο πιο μπροστά στην σελίδα 27 σημειώνει ο Σεφέρης: «Μάλιστα, αγαπητοί μου φίλοι, ο καθένας από μας είναι ένας ποταμός, ένας αυτοτελής ποταμός, από τις πηγές του μέχρι τις εκβολές του’ ένας ακοινώνητος ποταμός μέσα σ’ ένα σφραγισμένο μπουκαλάκι. Έτσι, τίθεται αναπόφευκτα ένα ερώτημα’ τόσο αγωνιώδες που ξεπερνά το μικρό μας κύκλο και σχετίζεται αξιοπρόσεχτα με τίς ιδιοτροπίες της φυλής μας, τούτο: «Ποιός θ’ αποσφραγίσει τους σφραγισμένους ποταμούς; Ποιός θα ξεβουλώσει τα βουλωμένα μπουκαλάκια; Ποιός, φίλοι μου, θ’ αναμείξει λίγες σταγόνες από το ρεύμα του Ιορδάνη, αν υποθέσουμε πως αυτός είναι ο Νώντας, με λίγες σταγόνες από το ρεύμα του Σκάμανδρου, αν υποθέσουμε πώς αυτός είναι ο Στράτης, ή από το ρεύμα του Βραμαπούτρα, αν υποθέσουμε…..». Ερωτήματα ανοιχτά στον χρόνο, σύγχρονα, επαναλαμβανόμενα, γεμάτα αγωνία, πίκρα, θλίψη, ιστορικό στεναγμό, πόνο ψυχής που βγαίνουν από χείλη ελλήνων ποιητών, από το στόμα σοβαρών λιγομίλητων λογίων, που προσπαθούσαν στην εποχή τους να ερμηνεύσουν τις κοινωνικές παθογένειες αυτού του «ασυνάρτητου Ρωμέίκου». Ο Γιώργος Σεφέρης, ο ποιητής που όπως ο ίδιος εξομολογείται με φειδώ: «Ναι, μου φαίνεται πιο άσεμνο να ξεγυμνώσω τη συγκίνησή μου παρά το σώμα μου», γράφει δεκαετίες τώρα, κάτι ουσιαστικό για την δημόσια εικόνα και τον λόγο των πολιτικών της εποχής του μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, τον ελληνικό ξεριζωμό και την συμφορά που βρήκε το γένος μας. Βλέπε σελίδα 18 του μυθιστορήματός του: «Θα ‘πρεπε οι πολιτικοί μας να κρατούσαν μιάν ολυμπιάδα σιωπής ύστερ’ από το χαλασμό του Έθνους, του είπα». Λόγια σοφά, πονεμένα, που είθε να υιοθετούνταν από τους πολιτικούς μας σε κάθε ιστορική και πολιτική περιπέτεια της χώρας μας, όπως η σημερινή που περνάμε. Όμως, για να είμαστε λογοτεχνικά «έντιμοι» απέναντι στους σύγχρονους κριτικούς αντιρρησίες πολιτικής συνείδησης της Γενιάς του 1930 και των ιδεών της, των συγγραφέων της, από τα λογοτεχνικά περιοδικά του μεσοπολέμου, ύστερα της αιματηρής περιόδου 1940-1950, είχε αρχίσει ένας «πόλεμος», μια πνευματική αμάχη μεταξύ των λογοτεχνικών γενεών, μια σκληρή αντιπαράθεση από νεότερους ηλικιακά συγγραφείς και λόγιους, ποιητές, που εστίαζαν τα βέλη τους εναντίον της Γενιάς του 1930. Θεωρώντας τις απόψεις και τις θέσεις τους ξεπερασμένες, «αντιδραστικές», και τους δημιουργούς της άτομα που «έθαψαν» προηγούμενους έλληνες δημιουργούς και έργα. Ήταν οι νέοι σε ηλικία συγγραφείς που προέρχονταν από το επαναστατικό κλίμα της εποχής, των ιδεολογικών αναταραχών και σκοπεύσεων. Ήσαν οι λογοτέχνες και τα έντυπά τους που θεωρούνταν προοδευτικοί, αριστεροί, μαρξιστές, επαναστατικής πνοής και φρονήματος, που όφειλαν με την πένα τους, την γραφή τους να εμψυχώσουν και να στηρίξουν τον λαό, να μιλήσει η ποίησή τους για τα καθημερινά προβλήματα του κοσμάκη. Η τέχνη για την τέχνη ήταν εκφυλισμός, παραπλάνηση, αντιδραστική προπαγάνδα της αστικής τάξης. Η τέχνη όφειλε να είναι προλεταριακή να εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων, να είναι κατανοητή, εύληπτη, παραδοσιακή, κόκκινη. Η Ρώσικη επανάσταση του 1917 σαν φουρτουνιασμένος αέρας είχε απλωθεί πάνω από την ευρωπαϊκή ήπειρο και είχε πουντιάσει τους κατοίκους της. Το ίδιο συνέβει και στην χώρα μας. Οι έλληνες διανοούμενοι και στοχαστές είχαν διχασθεί σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ο «πάντα προδομένος λαός» κατά τον ποιητή Κώστα Βάρναλη επιβάλλονταν να επιλέξει το στρατόπεδο της πνευματικής και καλλιτεχνικής του αναφοράς. Η κριτική, ιδεολογική και συγγραφική οξύτητα εκατέρωθεν των εκπροσώπων ήταν ισχυρή και απόλυτη. Το ίδιο και τα περιοδικά τους. Οι πνευματικοί και καλλιτεχνικοί εκπρόσωποι της Γενιάς του 1930, τα ηγετικά και άλλα πρόσωπα που την στελέχωναν-όπως μας δείχνει η γνωστή φωτογραφία στην μάζωξή τους-, με την σειρά τους, απαξίωναν τους συγγραφείς και τους διανοούμενους της άλλης πλευράς, μιλούσαν όχι κολακευτικά για τα έργα και τις πνευματικές και καλλιτεχνικές τους δημιουργίες. Απέρριπταν την παραδοσιακή ποίηση των προηγούμενων από αυτήν γενεών. Των ποιητών της ρίμας και της ομοιοκαταληξίας, που στην ποιητική τους θεματολογία μιλούσαν για «τον ασπασμό των αγγέλων προς τ’ άστρα», και για τους έρωτες του γιάννου με την φρόσω την τσελιγκοπούλα. Οι νέοι ιστορικοί ορίζοντες καθώς και οι κοινωνικές αλλαγές που επέφερε ο Μεγάλος πόλεμος στις συνειδήσεις και τις ζωές και κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις των ευρωπαίων πολιτών, έφερε και τις πάμπολλες ανατροπές στον χώρο της ποίησης, της λογοτεχνίας, της τέχνης γενικότερα. Στην πατρίδα μας, η Γενιά του 1930 μια κατεξοχήν Βενιζελοτραφής και Βενιζελογενής γενιά, δεν μπορούσε παρά να εκφράζει την κεντρική συγκεφαλαιωτική ιδέα και οραματισμό ολόκληρου του ελληνικού έθνους. Σκοπός της ήταν η ανεύρεση των «υγειών» στοιχείων του Ελληνισμού και της ιστορικής «καθαρότητας» παράδοσης του γένους των Ελλήνων. Ξεμάκρυναν από τις βουκολικές φωνές των προγενέστερων, διαχώρισαν την θέση τους από τον μεγαλοιδεατισμό του δασκάλου Κωστή Παλαμά, άφησαν κατά μέρους τον ουρανομήκη εθνικό οραματισμό του αρχαιολάτρη Άγγελου Σικελιανού, αρνήθηκαν τις θεουργικές, προφητικές φανερώσεις σε πρόσωπα ελλήνων παραμυθάδων του γένους όπως ήταν η φωνή του Νίκου Καζαντζάκη, που φιλοδόξησε να δημιουργήσει μια νέα θρησκεία, ένα νέο ανθρώπινο πιστεύω, γράφοντας με την Ασκητική του και την Οδύσσειά του, το νέο ανθρώπινο μανιφέστο της πίστης του ανθρώπινου όντος. Αρνήθηκαν την παγερή και σκληροπυρηνική ιδεολογία της μαρξιστικής θεώρησης του κόσμου, των κλειστών κοινωνικών συστημάτων. Της μονόπαντης προσέγγισης και επίλυσης των προβλημάτων του ανθρώπου. Οι λογοτέχνες της Γενιάς του 1930, υιοθέτησαν πιό ρεαλιστικούς δρόμους προσέγγισης του κόσμου, των ανθρώπων και των άλυτων προβλημάτων τους. Η Γενιά του 1930 έχει το «προνόμιο» να μπορεί να κοιταχθεί στον καθρέφτη της Ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων συλλογικά και ατομικά. Όλοι για έναν σκοπό και ένας για τον κοινό σκοπό όλων. Είναι φυσικό οι λογοτέχνες της να θέλουν να στεριώσουν μέσα στο βαλτώδες και ρευστό ελληνικό τοπίο την δική τους αξιολογική κλίμακα πνευματικής και καλλιτεχνικής πρότασης. Είναι εύλογο να έρχονται σε αντιπαράθεση με τους ομογάλακτους όσον αφορά την κληρονομιά του ελληνικού παρελθόντος, συναδέλφους τους λογοτέχνες και διανοούμενους που αφού αποδέχτηκαν την μαρξιστική υλιστική θεωρία σαν ερμηνεία της ιστορίας και σαν στάση ζωής, περιχαρακώθηκαν στα κόκκινα κάστρα τους και κάθε άλλο χρώμα σημαίας απαγορεύονταν. Η εποχή και η ιστορία της, γέννησε τις έριδες και τους διχασμούς, τους εμφύλιους εφιάλτες, σήμερα όμως, ούτε η εποχή ούτε η ιστορία μπορεί να επαναλάβει τα ίδια σφάλματα. Οι νέες συνθήκες και τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας επιβάλουν κοινή αντιμετώπιση της οικονομικής εξαθλίωσης των λαών, του φαινομένου της φτώχειας, του ρατσισμού, της αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών και της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων. Δεν μπορούμε να μιλάμε για Ποίηση σαν να διαβάζουμε νέα αγγελτήρια θανάτου, για να παραφράσω τον στίχο του Εγγονόπουλου που γράφτηκε σε μια διχαστική εποχή για την πατρίδα μας.
Ένας από τους έλληνες μεγάλους μας ποιητές που στις μέρες μας γίνεται προσπάθεια να αποκαθηλωθεί από τον λογοτεχνικό χρόνο, από ορισμένους κριτικούς και συγγραφείς, να αμαυρωθεί η παρουσία του στις συνειδήσεις των σύγχρονων ελλήνων αναγνωστών και φιλότεχνων, είναι ο πρώτος νομπελίστας μας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης. Γράφονται και δημοσιεύονται διάφορα από αρκετούς. Εκδίδονται μελέτες που στέκονται αρνητικά απέναντί του, ιδιαίτερα όσον αφορά την επαγγελματική του σταδιοδρομία σαν διπλωμάτης, τον ρόλο του στο Κυπριακό ζήτημα, την εμπλοκή του στην ελληνική πολιτική σκηνή, για θέσεις του πάνω στο τι είναι και τον ρόλο της ποίησης και της τέχνης. Ζητάμε να δούμε με άλλο μάτι τα πνευματικά σύμβολα και ηρωικά της ελληνικής ιστορίας πρότυπα που ανέδειξε με τις ομιλίες του, τα Γραπτά του, τις Δοκιμές του. Δεν αποδεχόμαστε τις θέσεις του για την πορεία και την συνέχεια του Νέου Ελληνισμού, στο τι μας λέει για την χρήση της ελληνικής γλώσσας, για παλαιότερα κλασικά έργα ελλήνων συγγραφέων, για την κυπριακή γραμματεία, τον κινηματογράφο, τις εικαστικές του κρίσεις, τα μουσικά του ακούσματα, την χρήση μουσικών όρων στην ποίησή του, το θεατρικό σύμβολο-πρόσωπο Ματθίας Πασκάλ, του ιταλού θεατράνθρωπου Λουϊτζι Πιραντέλο που συναντάμε σε πολλές του ποιητικές συνθέσεις κλπ. Αρνούμαστε τις απόψεις και τα διαβάσματά του για σταθμούς της ευρωπαικής λογοτεχνίας σταθμούς και κόμβους του ευρωπαϊκού πνεύματος. Την σχέση του με την ορθόδοξη εκκλησία, την θρησκεία, την μεταφυσική. Ο Καβάφης, ο Ερωτόκριτος, ο Βαλερύ, η γη της μικρασίας, ο ξεριζωμός, ο πόλεμος, η κατοχή, ο λαϊκός μας πολιτισμός και η παράδοση, οι ανόθευτες από την σύγχρονη τεχνολογία συνειδήσεις των ανώνυμων καθημερινών ελλήνων, η ελληνική και κυπριακή γη, συναντώνται διαρκώς μέσα στην σκέψη και τα γραπτά του τον στοχασμό του. Του έλληνα ποιητή, που οι ιστορικές δοκιμασίες και περιπέτειες της Ελλάδας, τον σημάδεψαν καταλυτικά και ανεξίτηλα. Ο μικρασιάτης ποιητής έμεινε θα τολμούσαμε να γράφαμε-όπως και πλήθος άλλων ελλήνων λογίων ένας «ελεύθερος πολιορκημένος» σε όλη του την ζωή. Ένας άλλος εξόριστος μικρασιάτης, ο πεζογράφος Ηλίας Βενέζης, είχε δηλώσει ότι δεν ήθελε να επιστρέψει ξανά στα γενέθλια χώματα της Μικράς Ασίας. Δεν ταξίδεψε ποτέ ξανά στα αιματοβαμμένα αυτά ελληνικά χώματα. Ο Γιώργος Σεφέρης, έφερε τα χώματα αυτά μέσα στην συνείδησή του. Παρέμεινε δέσμιός τους. Είμαστε τυχεροί που τα τελευταία χρόνια εκδόθηκε η ογκώδης αλληλογραφία του, τα πολιτικά του ημερολόγια περιόδων που δεν είχαν μέχρι τώρα εκδοθεί. Εκδόσεις που μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα το πολύτομο έργο του, (ποιητικό, δοκιμιακό, μεταφραστικό, στοχαστικό, πολιτικό, ιστορικό, γλωσσικό, θεωρητικό…) μπορούμε να εμβαθύνουμε ανετότερα στην σκέψη του, να αφουγκραστούμε ευκολότερα τα υπαρξιακά του διλήμματα, τις εγγενείς του φοβίες, να αποκωδικοποιήσουμε τον πολιτικό του οραματισμό, να αναγνωρίσουμε δίχως ενστάσεις τον εθνικισμό του, ορισμένες του παλινωδίες που εκφράζει για την Ρωμιοσύνη, τις εσωτερικές πληγές της φυλής μας, τα εγωιστικά μας πάθη. Να γίνουμε προσεκτικότεροι στις κρίσεις μας όταν μελετούμε τις αφηγήσεις και εξομολογήσεις του. Το τι μας λέει για τους Έλληνες και τον Κόσμο, τους ανθρώπους της εποχής του, τις συνήθειές τους, τα λάθη τους.
«Στην Ελλάδα υπήρχαν πάντα οι δύο ράτσες’ η
ράτσα του Σωκράτη και η ράτσα του Άνυτου και της συντροφιάς του. Η πρώτη κάνει
το μεγαλείο του τόπου’ η δεύτερη βοηθεί την πρώτη αρνητικά. Αλλά τώρα, μου
φαίνεται, πώς μόνο τούτη απόμεινε-η πρώτη χάθηκε και πάει». Βλέπε σελίδα 16 της
αφήγησης της πρώτης νύχτας του μυθιστορήματος «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη»
Η ατομική, των
νιάτων της γενιάς μου αναγνωστική εμπειρία, περνά μέσα από τους διαύλους της Ποίησής
του, τα μονοπάτια των Δοκιμών του, ιδιαίτερα, των βιωματικών καλογραμμένων και
προσεγμένων πάντα Ημερολογίων του. Οι πολύτομες Ημέρες του βρίσκονταν κατά
διαστήματα μέχρι και σήμερα, που γέρνω και γερνώ που λέει σε στίχο της η Κική
Δημουλά, στο αναγνωστήριό μου. Είναι τα επαναλαμβανόμενα διαβάσματά μου. Πολλές
φορές όταν θέλω να διαβάσω την Ιστορία με τα μάτια ενός μη ιστορικού ή τα
κοινωνικά γεγονότα πρόσφατων ελληνικών περιόδων καταφεύγω με στοχαστική διάθεση
στις Ημέρες του. Είναι μία αναγνωστική ανακούφιση το διάβασμά τους, ένας στωικός
νοτισμός της σκέψης μας. Η αίσθηση ενός αναγνώστη των ημερών μας που βλέπει μια
ελληνική ψυχή τρικυμισμένη από αγωνία και πικρή θλίψη για τον ελληνισμό και τα
ιστορικά του αδιέξοδα. Μια ελληνική φωνή που δεν κραυγάζει, δεν επαίρεται για
τις πνευματικές της περγαμηνές, δεν κομπάζει για τις πνευματικές της δάφνες,
για τις περιδιαβάσεις της σε ευρωπαϊκά και άλλα σύγχρονα μονοπάτια σκέψης. Μα
με σιγαλό πόνο, ειλικρινή εξομολογητική πνοή, διάθεση καταλλαγής, μιλά συνεχώς για την τραγική μοίρα της πατρίδα
του, της κοινής μας εστίας, που λέγεται Ελλάδα. Αγωνιά και νιώθεις ότι
αισθάνεται και ο ίδιος υπεύθυνος για την κατάντια της πορείας αυτής της χώρας.
Για τις λανθασμένες διπλωματικές και άλλες επιλογές των πολιτικών της. Για
κοινωνικές παθογένειες αιώνων που δεν λένε να ξεριζωθούν. Ο διπλωμάτης ποιητής
δεν βρίσκει τρόπους να φανεί χρήσιμος στην λύση των δεκάδων προβλημάτων, παρά
την επιθυμία του. Ο λόγος του δεν θα ακουστεί, ή μάλλον, θα είναι μια φωνή ξένη,
αλλόκοσμη μέσα στην γενικευμένη κακοφωνία των καιρών του. Διαβάζουμε στα πεζά
του την επιθυμία του συμβάλει στην οικοδόμηση του Νέου Ελληνισμού, μια πρόταση
πολιτισμού αντίβαρο στην ξενόφερτη μεγαλομανία και επιδειξιομανία των νέων
ρωμιών. Αισθάνεται τους κραδασμούς της ελληνικής παράδοσης του τόπου του που
σβήνει αργόσυρτα και σταθερά κάτω από τον άγριο βουητό των νέων ηθών και τρόπων
ζωής. Αφουγκράζεται τις ξένες διεθνιστικές ιδεολογίες των ανθρώπων να θεριεύουν,
και συνειδητοποιεί με πίκρα τον άκριτο μιμητισμό τους από τους συμπατριώτες του.
Βλέπει τα ίχνη της ιστορικής διαδρομής του Ελληνισμού να χάνονται μέσα σε ένα
σύννεφο σκόνης ενός κόσμου χωρίς έρμα, δίχως πυξίδα οραματισμών και στόχων. Ο
ποιητής Γιώργος Σεφέρης, υπήρξε μια ξεριζωμένη ελληνική φωνή της Μικράς Ασίας
που ίσως να μην ξεπέρασε ποτέ της τον ξεριζωμό της. Τον βίαιο διωγμό του
Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Το δράμα της Προσφυγιάς και της ξενιτιάς της φυλής
του. Και πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό άλλωστε, μέσα στις ψυχές των μικρασιατών ελλήνων, πώς γίνεται ο
βαθύς και βουβός πόνος να μετατραπεί σε υπερεαλιστικά αισιοδοξίας μανιφέστα, ή
άγριες και ακατέργαστες θεωρίες σοσιαλιστικού ρεαλισμού για την λογοτεχνία. Πως
μπορούμε να ζητάμε από έναν έλληνα Μικρασιάτη να ξεχάσει, να λησμονήσει την
γενέθλια ενός Έλληνα πατρίδα των
παιδικών του χρόνων, την πολιτιστική και εδαφική παράδοση αιώνων που
αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ανεπιστρεπτί. Ποιός Μικρασιάτης συγγραφέας λησμόνησε
ποτέ του την προσφυγιά και γιατί; Λησμόνησαν οι έλληνες αριστεροί και
κομμουνιστές τις εξορίες και τα βασανιστήρια που υπέστησαν μετά τον εμφύλιο
πόλεμο από τις αντίπαλες νικητήριες δυνάμεις; Όχι. Η μνήμη παραμένει άσβεστη
στον επώνυμο και ανώνυμο έλληνα άνθρωπο, τον λόγιο και τον εργάτη έλληνα
μικρασιάτη. Η προσφυγιά βρίσκεται μέσα του, τον ακολουθεί όπως η Καβαφική
Πόλις. Αλησμόνητες πατρίδες ελληνικής ιστορίας εστίες και πολιτισμού άνθη. Που
λάθη και αστοχίες ελλήνων πολιτικών, ξένα ευρωπαϊκά και άλλα συμφέροντα, τόσο
της δυτικής όσο και της ανατολικής τότε ευρώπης, συνηγόρησαν και συνέβαλαν να εκδιωχθούμε
σαν Λαός, σαν Εθνότητα από τα εδάφη αυτά. Το ποτάμι της Ιστορίας όμως δεν
γυρίζει πίσω. Η Μνήμη όμως, επιβάλλεται, αν θέλουμε να συνεχίσουμε σαν Έθνος. Νιώθεις
έντονα διαβάζοντας τις πολύτομες Ημέρες του Γιώργου Σεφέρη, τον κρυφό του
σπαραγμό και αναστεναγμό, την ανάγκη του για ουσιαστική επαφή με τους γύρω του,
για έναν αληθινό φίλο, έναν πνευματικό και της ψυχής συνοδοιπόρο. Αισθάνεσαι
την υπαρξιακή του ερημιά, παρά του ότι, ο ποιητής, εργάστηκε σαν διπλωμάτης και
έρχονταν σε επαφή με κόσμο, άτομα της δημόσιας πολιτικής ζωής. Ο Σεφέρης
αισθάνεται παγιδευμένος μέσα σε αυτήν την πολυκοσμία, αποζητά την γαλήνη και το
διάβασμα, τους περιπάτους μέσα στην φύση ή την πόλη. Δεν γνωρίζω πως νιώθουν οι
σύγχρονοι ποιητές διπλωμάτες ή πρεσβευτές, όπως παραδείγματος χάριν ο ποιητής
και συγγραφέας Γιώργος Βέης, αλλά οι παλαιότεροι έλληνες λόγιοι και στοχαστές, διανοούμενοι
και ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης, οι πολιτικοί και φιλόσοφοι Παναγιώτης
Κανελλόπουλος και Κωνσταντίνος Τσάτσος, βίωναν πολύ διαφορετικά την δημόσια
αυτή έκθεσή τους. Το ρήγμα είναι έντονο μεταξύ της αλήθειας των λόγων ενός
ποιητή και του κυνικού και ξύλινου λόγου των πολιτικών. Υπάρχει ένα κενό μεταξύ
πολιτικής και ποίησης που ίσως δεν γεφυρώνεται και ίσως ούτε ξεπερνιέται. Πολλά
αυτοβιογραφικά κείμενα ελλήνων συγγραφέων που συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική,
δηλώσεις τους, μας δηλώνουν ξεκάθαρα τον εσωτερικό αυτόν διχασμό τους. Να
μνημονεύσουμε ενδεικτικά συγγραφείς που ασχολήθηκαν ενεργά με την πολιτική,
όπως ο συγγραφέας ιστορικών έργων Γιάννης Καψής. Ο πεζογράφος Σπύρος Πλασκοβίτης.
Ο ποιητής Τηλέμαχος Χυτήρης, ο ποιητής Γιάννης Κουτσοχέρας. Η πειραιώτισσα
ποιήτρια και δικαστικός Ρούλα Κακλαμανάκη. Η τραγωδός Άννα Συνοδινού, ο
αντιστασιακός συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης, για να σταθώ σε ενδεικτικά ονόματα
των σύγχρονων καιρών. Ακόμα και η δημόσια συγνώμη και παραίτηση του ναξιώτη
αριστερού και αγωνιστή πολιτικού Μανόλη Γλέζου, του συγγραφέα Γλέζου, είναι
πολύ πρόσφατο ισχυρό παράδειγμα που φανερώνει τις πλείστες δυσκολίες που
αντιμετωπίζει ένας «διανοούμενος», ένας ποιητής, ένας λόγιος, στην προσπάθειά
του να συμμετάσχει ενεργά στην πολιτική, να μπορέσει να αντέξει τις πολιτικές
παλινωδίες των πολιτικών, τις κομματικές ανακολουθίες της ελληνικής πολιτικής
σκηνής, στην φιλοδοξία των πολιτικών όλων των παρατάξεων να ανέλθουν στην
εξουσία και να παραμείνουν σε αυτήν με κάθε μέσο και τρόπο. Με όποιο ατομικό
τίμημα. Τα βιβλία του συγγραφέα Πέτρου Τατσόπουλου κομίζουν και συνηγορούν στην
αλήθεια των γραφομένων μου. Ποιος αλήθεια θα μας «σώσει» από τους αυτόκλητους
«σωτήρες μας».
Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης μάλλον, όπως μας δείχνουν οι αφηγήσεις και οι
εξομολογήσεις του, δεν κατάφερε να γεφυρώσει τον διχασμό αυτόν. Έζησε μέχρι το
τέλος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας σε ένα διαρκές δίλημμα. Των δικών
του οραμάτων για τον Ελληνισμό και την πολιτική ίσως αναγκαία κυνική βούληση
των ελλήνων πολιτικών της εποχής του που συνεργάστηκε μαζί τους. Ίσως μόνο ο
συγγραφέας και πολιτικός Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας κατόρθωσε να συγκεράσει τον
συγγραφέα με τον πολιτικό του εαυτό. Η μεταθανάτια ποιητική έκδοση του Γιάννη
Ρίτσου «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» δηλώνει
με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την διάψευση της αλήθειας των πολιτικών οραμάτων
ενός μεγάλου ιδεολόγου ποιητή. Ο ποιητικός λόγος και όχι τα «Μεγάλα
Επαναστατικά του κομματικά Χαίρε», είναι που δικαιώνουν τον ποιητή της
Ρωμιοσύνης. Ο Γιώργος Σεφέρης δυστυχώς έφυγε από την ζωή χωρίς να προλάβει να
δει την πατρίδα του να απαλλάσσεται από την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία. Η
προσωπική μου μνήμη θυμάται έντονα την ασπρόμαυρη εικόνα της τηλεόρασης να
δείχνει την παλλαϊκή συγκέντρωση την ημέρα της κηδείας του. Την πρώτη
μεγαλειώδη αντιστασιακή συγκέντρωση ενάντια στην χούντα. Του πιστεύω και του
μυστρί.
Μέσα σε αυτήν την ήρεμη θύελλα των συλλογισμών μου κατέφυγα σε ένα κείμενο του Γιώργου Π. Σαββίδη που δημοσιεύθηκε στο παλαιό πολιτικό και ποικίλης ύλης περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» αριθ. Φύλλου 1088/26-9-1974, και το απόσπασμα που παραθέτει του ποιητή, που αιτιολογείται από τον καθηγητή Σαββίδη. Κατέβασα από το ράφι της βιβλιοθήκης μου και διαβάζω ξανά τις «ΕΞΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ» το μοναδικό μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο ΕΡΜΗΣ τον Σεπτέμβριο του 1974, σελίδες 274, διαστάσεις 13,5Χ20, τιμή 200 δραχμές με την φιλολογική επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη, σε 4.400 αντίτυπα όπως αναγράφεται στον κολοφώνα της έκδοσης. Το βιβλίο τυπώθηκε στο τυπογραφείο «ΜΑΝΟΥΤΙΟΣ» του Χρήστου Γ. Μανουσαρίδη σε τυπογραφική επιμέλεια Εμμανουήλ Ι. Μοσχονά. Το εξώφυλλο σχεδίασε ο Δημήτρης Μυταράς. Ενώ το εισιτήριο στο οπισθόφυλλο συνοδεύει το χειρόγραφο του ποιητή και χρονολογείται από τη νύχτα 26-27 Μαϊου 1926. Το μυθιστόρημα περιέχει τις Έξι νύχτες που εξελίσσεται η δράση του έργου. Πρώτη νύχτα σ. 3. Δεύτερη νύχτα, σ.59. Τρίτη νύχτα σ. 95. Τέταρτη νύχτα σ. 139. Πέμπτη νύχτα σ. 169. Έκτη νύχτα σ 215. Και το ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Σημείωμα του Επιμελητή, σ, 255. Σημειώσεις σ. 263. Ημερομηνίες και φεγγάρια του 1928. Μνήμες Dante.
Το προεισαγωγικό σχόλιο του Γιώργου Π. Σαββίδη δεν το δανείζομαι από βιβλία του αλλά από το περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» όπως το διέσωσα στο αρχείο μου, γιαυτό βάζω ερωτηματικό στην αναφορά της πρώτης σελίδας 33, λόγω φθοράς του χαρτιού μετά από τόσα χρόνια. Ο ποιητής δεν αποπειράται για πρώτη φορά να γράψει μυθιστόρημα, στο έργο του Ημέρες όπως μας λέει ο Γιώργος Π. Σαββίδης δηλώνονται οι τίτλοι έργων που ο Σεφέρης ήθελε να συνθέσει. Οι δυσκολίες είναι πολλές και ίσως αξεπέραστες. Άλλη η τεχνική ευφυία του να γράφεις ποίηση και άλλη η τεχνική μαεστρία να καταφύγεις στην συγγραφή πεζού λόγου. Ο ίδιος ο ποιητής μας λέει με ειλικρίνεια:
Διαβάζω λοιπόν ξανά τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη αυτό το προσωπικό ημερολόγιο μιας τρελοπαρέας , μιας ανέμελης νεανικής συντροφιάς 7 φίλων αντρών και γυναικών, που ο Στράτης-ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, σχεδιάζει την τοιχογραφία του χαρακτήρα τους. Της Σαλώμης και της ερωτικής της συντρόφου της Λάλας, (βλέπουμε με πόση διάκριση μα και άνεση ο ποιητής εικονογραφεί την γυναικεία ομοφυλοφιλία), του ζωγράφου Φούστου που κρίνει τον έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, που επέλεξε την Μαριγώ (την Σφίγγα) για μοντέλο, την κατοπινή χειραφετημένη σύζυγο του ποιητή. Τον σοβαρό και διαβαστερό Νικόλα που ζητά την συντροφιά του ο ποιητής, του Νώντα και του Καλλικλή. Πρόσωπα της πρώτης επιφάνειας της εξομολογητικής αυτής μυθιστορηματικής περιπέτειας. Ενώ υπάρχουν οι χαρακτήρες και οι φυσιογνωμίες λαϊκών τύπων της Αθηναϊκής κοινωνίας. Χαρακτηρισμοί πολιτικών και δημόσιων φυσιογνωμιών που δίνονται με λεπτό σαρκασμό, τσουχτερή ειρωνεία, έναν κλαυσίγελο που θυμίζει σπαρταριστές εικόνες του Γεωργίου Σουρή. Το Αθηναϊκό τοπίο της εποχής συμπλέκεται με τους ανθρώπινους χαρακτήρες και όλα μαζί σχηματίζουν ένα θαυμάσιο μυθιστορηματικό πανόραμα καταστάσεων, γεγονότων, ιστορικών μνημών, στοχασμών και κρίσεων του ποιητή. Το μυθιστόρημα που κέντρο του είναι η Ακρόπολη, εμπλουτίζεται αποτελεσματικά με στίχους από ξένους ποιητές που ο ποιητής αγαπά και βρίσκονται στα ημερήσια διαβάσματά του. Κρίσεις του για φιλοσόφους χριστιανούς στοχαστές όπως ο Μπλαζέ Πασκάλ , ξενόγλωσσοι και ελληνικά γραμμένοι στίχοι που ανανεώνουν την μυθιστορηματική πνοή και πριμοδοτούν τις σκέψεις του ποιητή. Παρά την δήλωσή του ότι δυσκολεύεται στις περιγραφές, οι πεζές εικόνες του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, είναι θεσπέσιες. Ο ποιητής γίνεται μυθιστοριογράφος και ο πεζογράφος διοχετεύει στο πεζό του κείμενο την ποιητική του φλέβα. Συνήθως, οι ποιητές, δυσκολεύονται να γράψουν πρόζα. Στην δεδομένη όμως συγγραφική περίπτωση ο στόχος επιτεύχθηκε. Οι προσωπικές εξομολογήσεις του ποιητή Γιώργου Σεφέρη είναι τα υποστηλωτικά μάρμαρα της πρόζας του. Η Αθήνα, η εποχή του μεσοπολέμου, μετά την μικρασιατική καταστροφή, οι τρελοπαρέα, οι φανεροί και κρυφοί έρωτες, η επίσκεψη σε πορνεία, η ζωή, οι σκέψεις και οι συνειδήσεις νέων και χαρακτήρες αθηναίων, ζωντανεύουν μέσα σε αυτό το πνευματικό και πολιτιστικό σεργιάνι σε ταβέρνες, αρχαιολογικούς χώρους, σε δρόμους και σοκάκια, σε περιοχές που φωτίζονται από το φώς της σελήνης. Σεληνιαζόμαστε και εμείς μαζί τους και απολαμβάνουμε τις παντοειδής τσάρκες της φυσικής τους παρουσίας και των σκέψεών τους. Αντιγράφω το δημοσίευμα του παλαιού περιοδικού στην μνήμη των προσώπων που γνώρισαν και υπήρξαν φοιτητές του Γ. Π. Σαββίδη και φυσικά στην παρουσία του ίδιου του παλαιού πανεπιστημιακού και του έργου του.
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ:
Το πεζογράφημα του Γιώργου Σεφέρη, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, σώζεται στο αρχείο του σε τρία αντίγραφα: ένα χειρόγραφο και δύο δακτυλόγραφα. Το χφο, στο οποίο παρεμβάλλονταν και μερικές δακτυλογραφημένες σελίδες, είναι καθαρογραμμένο και αντιπροσωπεύει μιά πρώτη τελική μορφή του έργου, στην οποία αργότερα ο ποιητής πρόσθεσε με το χέρι του διορθώσεις ενσωματωμένες είτε περασμένες στα δφα, τα οποία αντιπροσωπεύουν την οριστική μορφή. Τα δύο αυτά δφα (αριθμημένα από τον ίδιο: ½ και 2/2) είναι σχεδόν πανομοιότυπα, αν εξαιρέσει κανείς μικροδιορθώσεις με μολύβι ή μελάνι, καθώς και δύο χειρόγραφους πίνακες στο 1/2 , για τους οποίους θα γίνει λόγος παρακάτω.
Το κείμενο τούτης της έκδοσης βασίστηκε στο δφο 1/2, επίσης έγινε αντιβολή προς το χφο, με αποτέλεσμα να ξεκαθαριστούν ορισμένα αμφίβολα σημεία, κυρίως οφειλόμενα σε δακτυλογραφική παραδρομή. Η ορθογραφία ενοποιήθηκε σύμφωνα με την γραμματική της Δημοτικής, η στίξη συστηματοποιήθηκε όπου ήταν απαραίτητο, και τα παραθέματα ελέγχθηκαν κατά το δυνατόν.
Και στα δύο δφα προτάσσει το ακόλουθο σημείωμα του Σεφέρη:
Το Γενάρη (’54), γυρεύοντας να ταχτοποιήσω παλιά χαρτιά, βρήκα ένα φάκελο χειρογράφων των χρόνων 1926-1928. Ήταν κομμάτια από μιά αφήγηση αρκετά προχωρημένη, από «μυθιστόρημα», όπως το έλεγα τότε. Αυτά μου έδωσαν την παράτολμη ιδέα να τα συναρμολογήσω και να τα συγκολλήσω με τέτοιο τρόπο πού να μπορούν να διαβαστούν. Έτσι με συνεπήρε η παρούσα εργασία που δεν προορίζω για δημοσίευση. Δουλεύοντάς την, προσπάθησα να μείνω αυστηρά πιστός στα χαρτιά εκείνα και ν’ αποκλείσω ιδέες και αισθήματα, πού θα μου είχαν δημιουργήσει πρόσωπα ή πράγματα ύστερα από το ’30. Ο καιρός της δράσης είναι τα χρόνια ’25-’27 τα φεγγάρια είναι του 1928’ έκανα γλωσσικές διορθώσεις για λόγους ομοιομορφίας.
Περιττό να τονίσω πώς όλα τα πρόσωπα είναι πλάσματα της φαντασίας.
15 Αυγούστου 1954
Στο χφο, το αντίστοιχο σημείωμα διαφέρει σημαντικά και προσθέτει ουσιαστικές πληροφορίες:
Άρχισε καλοκαίρι 1926 (νύχτα 26 Μάη) συνεχίστηκε και έσβησε περί το 1930.
Δεύτερη γραφή: Βηρυτός 9 Ιανουαρίου-15 Αυγούστου 1954.
Η βάση είναι το ’25-’26 και η Έξοδος ως το ’27. Υπάρχουν περιστατικά αργότερα, αλλά τίποτε μετά το ’30. Οι ημερομηνίες, οι μέρες της εβδομάδας, και τα φεγγάρια είναι του ’28. Η Μεγάλη Εβδομάδα τοποθετημένη αυθαίρετα (;). Η ψυχολογία μένει στα χρόνια ’25-’28.
Αυτό είναι: Από δω και πέρα θα μπορούσε να καταστραφεί ή να γίνει εύκολα (αν υπήρχε ο υλικός καιρός) πέντε τόμοι.
Βηρυτός, 15 Αυγούστου 1954.
Μιάν ιδέα του δημιουργικού πυρετού μέσα στον οποίο συντελέστηκε η δεύτερη γραφή μας δίνουν τρείς ανέκδοτες εγγραφές του ποιητή στο ημερολογιακό του σημειωματάριο «Βηρυτός (Ι) 1.1.53-15.8.54».
Τρ[ίτη, 19] Γεν[‘αρη 19]54
6.30 πρωί. Σηκώθηκα ξεκούραστος, έξω νύχτα ακόμη. Πολλά καράβια στη
θάλασσα’ φωτισμένα’ περιμένουν να ‘μπουν στο λιμάνι.
Είμαι ξεκούραστος’ κάθομαι στο
τραπέζι της δουλειάς.
…………………….
Εδώ και δέκα μέρες οργασμός γραφής-ονειροπαρμένος, οραματιζόμενος, δε μ’
αγγίζει τίποτε, δεν μπορώ να στρέψω στο μεροκάματο. Συλλογιζόμουν ότι έτσι θα
φύγω από το χαμαλίκι, όχι ύστερα από μία απόφαση αλλ’ ανεπαίσθητα έτσι
ρουφημένος από την αληθινή ζωή.
Σά[ββατο, 23 ή 30
Γενάρη 1954]
Αν μπορούσε κανείς να φανταστεί από πού περνώ γράφοντας την Ακρόπολη.
Driving power –tremendous.
Θεέ μου-να γράφεις είναι ωραίο, αλλά να μην μπορεί να ξαναπεράσεις στα
καθημερινά.
15 Αυγ[ούστου 19]54
Σήμερα ανήμερα της Παναγίας, τέλειωσα την Ακρόπολη. Εργάστηκα από την
αρχή του χρόνου σαν τρελός-στον ύπνο και στον ξύπνο. Σπάνια θυμούμαι να μου
έγινε τέτοιο πράγμα: λίγες βδομάδες στη Νότιο Αφρική και τον καιρό που έγραφα
τον Ερωτικό Λόογο. Αφάνταστη ορμή. Κοιμόμουν τέσσερεις ώρες και δεν ένιωθα
κούραση-δεν είναι λίγο σε τούτο εδώ το κλίμα.
Άμεση μαρτυρία για την πρώτη γραφή μας δίνει η ακόλουθη εγγραφή στις
Μέρες του 1925-1931:
Κυριακή, Νοέμ/βρης
1927]
Δεν είναι διόλου υποχρεωτικό να είναι μόνο έξι ή εφτά πρόσωπα στην
Ακρόπολη’ μπορεί να είναι άπειρα, μερμηγκιαζόμενα. Αυτά τα άλλα πρόσωπα, σε
καθεμιά από τις νύχτες, δεν είναι ανάγκη να είναι καν τα ίδια. Εικόνες
ονοματιζόμενων ή ανώνυμων, ή το όνομα μ’ ένα χτυπητό χαρακτηριστικό και τ’ άλλα
στο σκοτάδι, ή πολλά ονόματα κατά σειρά μαζί χωρίς άλλο τίποτα, λ.χ. ο
Χλέπουρας, ο Βυζανιάρης, ο Γεβαφρενακόπουλος κλπ. Κεντρική ιδέα είναι η
αρρώστια της Αθήνας, η αρρώστια από την Αθήνα, όχι η παρουσίαση του τάδε ή του
τάδε τύπου.
Στη μετάβαση στο σινεμά (κάθοδος στον Άδη) περνούν μπροστά στα μάτια του
Χ. ένα σωρό πράγματα αλλοπρόσαλλα που δίνουν ωστόσο τον τόνο…
Μην ξεχνάς τη μαλθακότητα του φεγγαρόφωτου.
Ο αναγνώστης που θα ενδιαφερθεί να συγκρίνει τούτη την εγγραφή με την
αντίστοιχη του ημερολογίου του Στράτη (εδώ, σελ. 35), παρακαλείται να σημειώσει
ότι πιό έμμεσες μαρτυρίες αποτελούν πλήθος άλλες εγγραφές στις Μέρες του
1925-1931, τις οποίες ο Σεφέρης χρησιμοποίησε, ατόφιες είτε παραλλαγμένες, στο
πεζογράφημά του, όχι μόνο στο ημερολόγιο του Στράτη μα και στην αφήγηση.
Η λεπτομερειακή αντιπαραβολή όλων αυτών των παράλληλων περικοπών
πεζογραφήματος και ημερολογίου δεν έχει τη θέση της εδώ. Μαζί με τις παραλλαγές
του κειμένου των δύο δφων και του χφου, ανήκει σε ένα «κριτικό υπόμνημα» του
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, που τουλάχιστον προσώρας δεν προτίθεμαι να το
καταπιαστώ.
Περιορίζομαι να προσθέσω εδώ ένα αφανές παράδειγμα. Πρόκειται για ένα
λυτό φύλλο, γραμμένο με το χέρι του ποιητή και αριθμημένο 2/26 δις, πού βρήκα
τοποθετημένο ανάμεσα στις σελίδες του χφου’ αρχικά, φαίνεται πώς ανήκε στις
Μέρες του 1925-1931 και (αν κρίνω από την χαρακτηριστική αρίθμησή του)
πιθανότατα στις πρώτες εγγραφές του
1926’ όμως, αφού ενσωματώθηκε ξαναγραμμένο στο δφο του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη
(βλ. εδώ σελ. 71), τελικά παραλείφθηκε από το οριστικό δφο του Μέρες του
1925-1931:
Προσπάθησα να θυμηθώ λεπτομέρειες των πρώτων χρόνων μου στο Παρίσι (Rue de la Sorbonne, πλάι στο Cluny):
Αλλιώτικο κρύο’ δάκρυα τα Χριστούγεννα του 1918’ η Susanne και η Jeanne’ πρωτοχρονιάτικη μοναξιά’ ένα τριαντάφυλλο στη ξώπορτα μέσα στην νύχτα.
Η σλάβικη και εβραίικη ατμόσφαιρα που είχε κάποτε η pension. Εκείνη η Εβραιοπούλα με τη φοβερή άσπρη και θαμπή σάρκα, σιγανομίλητη,
μελαγχρινή, που διάβαζε την Παλαιά Διαθήκη στο εβραίικο κείμενο η απογοήτευσή
μου σαν είδα πώς το βιβλίο διαβαζότανε το πίσω μπρός. Η Πολωνέζα και τα
τραγούδια της. Οι Δίδες Τ: η μιά έπαιζε βιολί ένα βράδυ είχανε σκεπάσει τα φώτα
για να μας παίξει. Κατοικούσαν ένα ισόγειο στο Passy’ οι φίλοι τους μαζεύουνταν κάποτε
μασκαρεμένοι’ ο «κλασικισμός» τους (;), το ψυχικό τους φτιασίδι. Η Εβραιοπούλα
μ’ είχε ρωτήσει ποιο στίχο του Ruy Blas προτιμώ. Της αποκρίθηκα: “Je vis avec les loups pas avec
serpents….”. Η
γριά
Mademoiselle de Coeur και
ο
Comte de St. Germain που
έπασχε από αμνησία’ το γέρικο
ειδύλλιό τους. Η φοιτήτρια που έμενε στο πλαϊνό μου δωμάτιο’ μορφινομανής ή κάτι τέτοιο’
με ξυπνούσε τη νύχτα με φοβερά παραμιλητά’ όταν χτυπούσα τον τοίχο και την
ξυπνούσα, μου έλεγε το πρωί: ευχαριστώ.-Η πρώτη μου επαφή με τη λάσπη μιάς
μεγάλης πολιτείας’ αποτρόπαιες κατοικίες ένα απόγεμα, ψάχνοντας μιά
παραδουλεύτρα, προς το μέρος του δρόμου St. Andre des Arts.- Avenue de l’ Observatoire’ μια carte-postale: “Vers le Bonheur”- Μουσείο του Λουξεμβούργου
(“Le reve”)- Rue des Anglais, Rue du Chat qui peche. Εκκλησιές, εκκλησίες:
St. Sulpice (“messe de minuit”), Notre -Dame (εσπερινός το
Πάσχα, στην πάνω γαλαρία). Parvis Notre-Dame,
Pie-qui-chante, Pocardi, Balzak. Μουζικάντες στις αυλές και στους δρόμους (Rue de Cluny).
Μοναξιά’ κρύο’ αγωνία’ αίσθημα της ειρωνείας της ζωής:
προσευχή στον Verlaine, στο Λουξεμβούργο. Ομίχλες και
βροχή. Ηρωική πορεία μέσα στο χαλάζι, τον Απρίλη. Το Ζ της Ιλιάδας. Το χρήμα
που εξευτελίζει κλπ. κλπ.
Το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο μυθιστόρημα που ο Σεφέρης επιχείρησε να γράψει. Ενδεικτικά αναφέρω ότι, πάλι στις Μέρες του 1925-1931, ως επίμετρο του 1925, παρατίθενται σελίδες από «σημειώσεις για ένα μυθιστόρημα» με τίτλο Στο απέραντο σκάκι της Κονκόρντας, γραμμένες στο Λονδίνο το 1924. Αφ’ ετέρου, στο αρχείο του ποιητή, σώζεται η πρώτη γραφή ενός μυθιστορηματικού «χρονικού της Κύπρου» με τίτλο Βαρνάβας Καλοστέφανος, ποου άρχισε να γράφεται στην Βηρυτό στις 18 Αυγούστου 1954 (δηλαδή τρείς μέρες μετά το τέλος της δεύτερης γραφής του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη) και συνεχίστηκε με διακοπές τουλάχιστον ως την Πρωτοχρονιά 1955. Και τα δύο είχαν επίσης ως κεντρικό πρόσωπο είτε αφηγητή τον Στράτη (Θαλασσινό), που μας είναι ήδη γνωστός από ποιήματα του 1931-32.
Ωστόσο, αξιοσημείωτο μου φαίνεται πώς το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη είναι, από όσο γνωρίζουμε, το μόνο μυθιστορηματικό πεζογράφημα που ο Σεφέρης θέλησε ή πάντως μπόρεσε να ολοκληρώσει. Τούτη η διαπίστωση θα αρκούσε ίσως για να δικαιολογήσει την δημοσίευση αυτού του κειμένου, είκοσι χρόνια μάλιστα μετά την αποπεράτωσή του, έστω και παρά την φαινομενικά ρητή δήλωση του ποιητή στο προλογικό σημείωμα των δφων: «Έτσι με συνεπήρε η παρούσα εργασία που δεν προορίζω για δημοσίευση».
Αλλά η δήλωση εκείνη δεν μπορεί, πιστεύω, με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ότι εκφράζει την οριστική και αμετακίνητη γνώμη του Σεφέρη. Δεν πρόκειται να επικαλεστώ αναμνήσεις μου από συζητήσεις μαζί του πάνω σε τούτο το θέμα, στο οποίο επανερχόμουν επίμονα κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Μου αρκεί να αναφέρω ότι πάνω από το προλογικό σημείωμα του 1/2 ο Σεφέρης έχει γράψει με το χέρι του: «Τούτο αλλάζει αν ενσωματωθεί στις Μέρες»-σημείωση που διευκρινίζεται από μιάν άλλη, στη σελίδα του δφου 2/2: «Επίμετρο στα ημερολόγια;».
Μά το πιο εύγλωττο τεκμήριο βρίσκεται στην τελευταία σελίδα του χφου. Πρόκειται για τις ακόλουθες εκδοτικές οδηγίες:
Για το τύπωμα
Προτιμώ ως σχήμα την έκδοση του Journal του Stendhal (Divan) η mise en page είναι
περίπου καλή.
Για στοιχεία προτιμώ τα απλά των 10 του
Τετραδίου Γυμνασμάτων, χωρίς διάστιχα ή μ’ ένα ελάχιστο διάστιχο (γίνει
δοκιμή)- Αν δεν βρίσκουνται τα ίδια στοιχεία (Βιέννης) προτιμώ οπωσδήποτε απλά.
Τα φεγγάρια και Ο θα σημειώνουνται στο έξω
περιθώριο στο ύψος της αρχής της σχετικής εγγραφής.
Οι στίχοι με κυρτά.
Σε τούτη την
έκδοση προσπαθήσαμε να συμμορφωθούμε όσο το δυνατόν πιστότερα στις οδηγίες
αυτές: το σχήμα μόνο μεγάλωσε κάπως, για
να γίνει το βιβλίο πιο εύχρηστο και για να εξομοιωθεί με την προηγούμενη
σεφερική έκδοση του «Ερμή» (Οι Ώρες της
Κυρίας Έρσης»).
Τώρα στο Επίμετρο, ακολουθούν:
α) Σημειώσεις μου πραγματολογικές είτε ερμηνευτικές ξενόγλωσσων κυρίως φράσεων και παραθεμάτων, περιορισμένες στο ελάχιστο απαραίτητο. Γι’ αυτό και δεν επιχείρησα να επισημάνω, παρά ευκαιριακά, παράλληλα χωρία του πεζογραφήματος και των Ποιημάτων ή και των Δοκιμών.
β) Ο πίνακας με τις ημερομηνίες και τα φεγγάρια του 1928, που βρίσκεται στο δφο 1/2 και δείχνει εναργέστερα την χρονολογική δομή του έργου. Στην αρχή του χφου υπάρχει συνοπτικότερη παραλλαγή του ίδιου πίνακα, από όπου δανείστηκα τα σημάδια που δηλώνουν την τεχνική δομή: αφήγηση, ημερολόγιο κλπ.
γ) Ο πίνακας με τις «Μνήμες Dante” επίσης από το δφο 1/2 , πού μας φανερώνει μιάν ανυποψία στην υποδομή του έργου. Και τούτου του πίνακα παραλλαγή υπάρχει στο χφο, χωρίς ουσιαστικές διαφορές-εκτός από μιά σημείωση με μολύβι, στο τέλος, άσχετη με τον Ντάντε:
Οι βιογραφίες μας μαθαίνουν προπάντων
πώς η ιστορία μιάς ζωής είναι κάτι
ασύλληπτο.
Emily Dickinson
Η σημείωση αυτή-ίσως ο Σεφέρης, κάποια στιγμή, να την προόριζε για επιγραφή σε όλο το έργο-είναι, θαρρώ, η καλύτερη προειδοποίηση για όσους αναγνώστες θα ένιωθαν τον πειρασμό να διαβάσουν το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη σαν εξωραϊσμένη αυτοβιογραφία ή σαν roman a clefs.
Οπωσδήποτε, κάτι
ανάλογο, μά οικουμενικότερο, εκφράζει η
επιγραφή που ο ποιητής τελικά προτίμησε να τοποθετήσει στο κατώφλι των δφων
(ενώ στο χφο χρησιμεύει ως κατακλείδα του έργου). Πρόκειται για ένα στίχο από
το Πουργατόριο, τον οποίο ο ίδιος παλαιότερα είχε μεταφράσει ως εξής: «μεταχειρίζομαι τους ίσκιους σαν πράγμα
στερεό» (βλ. Δοκιμές, Α΄ σελ. 294 επίσης Β΄, σελ. 260). Και σχεδόν
ταυτόχρονα με την δεύτερη γραφή του Έξι
νύχτες στην Ακρόπολη, τον ενσωμάτωσε στο ποίημα «Ελένη»: «Κι ο Πάρης μ’ έναν
ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο».
Σχολιάζοντας τον
στίχο του Ντάντε, ο Σεφέρης ετόνιζε: «Για
τον ποιητή, όλο το ζήτημα είναι να μεταχειριστεί τον κόσμο των φαντασμάτων που
τον περιστοιχίζουν, σα να ήταν σώματα στερεά. Λίγοι το πετυχαίνουν’ και γι’
αυτό σπάνια το παρατηρεί ο αναγνώστης».
Αθήνα, 24 Αυγούστου 1974. Γ. Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Σελίδες 255-262.
Στις Σημειώσεις που ακολουθούν, δεν
υπάρχουν παραπομπές για το αυτοτελές απόσπασμα του (Στράτη του Κλαζομενέα σελ.
31, Πρώτη Νύχτα), σελίδες 97-104 της Τρίτης Νύχτας που δημοσιεύεται στο
περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος». Τα επεισόδια της ΤΡΙΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, συνεχίζονται και στις
υπόλοιπες σελίδες 105-137.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου