Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

ΡΕΝΟΣ

Λόγος   για   τον   Καποδίστρια

πού τον φοβήθηκε η Δικτατορία

και δεν τον άφησε να τον ακούση η Κέρκυρα *

Ανάτυπο απ’ τα ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ (τεύχος 2, σελίδες 148-164). Άμφισσα, Οκτώβρης 1974, σελίδες 24, διαστάσεις 14Χ21, δραχμές 20.

ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ Βγαίνουμε τρείς φορές το χρόνο μόνο με ουσιαστική ύλη. Εκδότης-διευθυντής: Δρόσος Κραβαρτόγιαννος. Άμφισσα. Τυπογραφείον. Κ. Κουλουφάκος, Καλλέργη 5, Αθήνα, τηλ. 646-818.

     Η Κέρκυρα έδωσε στην Ελλάδα τον πρώτο κι αξεπέραστο ακόμα ποιητή, το Σολωμό, τον πρώτο κι ανεκτίμητο ακόμα κυβερνήτη: τον Καποδίστρια. Κι όπως ο Σολωμός πρωτόπλασε με ποίηση μεγάλη τη γλώσσα της  καρδιάς μας, πρωτοχαράζοντάς μας νοήματα θεμελιακά, ελεύθερα και ιδανικά της πιό άξιας ανθρώπινης ζωής, έτσι και ο Καποδίστριας, σχεδόν απ΄ το μηδέν πρωτοστάτησε δω πολιτεία, κ’ έβαλε τους πιό βασικούς μας θεσμούς, και τη ζωή του μόλις ξεσηκωμένου έθνους στα πιό σωστά κανάλια.

     Είναι τύχη μεγάλη για την έπειτ’ άτυχη πάλι Ελλάδα, που αρχίζει η ζωή και το πνεύμα της τόσο σωστά, στεριωμένα: Πρώτα, με μιά πράξη αλόγιστου Ξεσηκωμού-πού δε συζητάει, δεν αναμετράει πόνο ή θάνατο, δε διστάζει πιά για τον αφανισμό ή τη λευτεριά, αφήνοντας τους «συνετούς» τους αναβλητικούς, τους «γνώστες» και τους «φρόνιμους» να λεν πώς «είναι τρέλλα» (μαζί με τον Κοραή, και τον ίδιο τον Καποδίστρια)- κ’ ύστερα, πού δυό αληθινά σπουδαίοι και πολιτισμένοι της, μορφωμένοι όξω απ’ το σκοτάδι της σκλαβιάς, κι από αιώνες άρχοντες- όχι μόνο στους τίτλους, μα στην καρδιά, στο νου αληθινοί-της δίνουν Γλώσσα, Ποίηση και Πολιτεία!

     Δεν είναι άρχοντες που απέχουν’ δεν είναι ψευτοφιλελεύθεροι των σαλονιών, που κάνουν την τιμή του φτωχού λαού να συγκαταβαίνουν με λόγια κι άνεργη συμπάθεια στο μαύρο ριζικό του. Ειν’ άρχοντες, αληθινοί, πού ξέρουν πώς ο Άρχος πάντα ξανακερδίζει τους τίτλους της γνήσιας ευγένειας κρατώντας ψηλά το κεφάλι κατά των δεσποτών και των επιδρομέων, πολεμώντας πρώτος μπροστά, λεοντόκαρδος, ακατάδεχτος μόνο για εχθρούς, ταπεινός του λαού του υπηρέτης, πρωτοπολέμαρχος και πρωτοθυσιαζόμενος, όπου βρεθή, όπου ταχτή-αυτός είν’ ο Άρχοντας!

     Λόγου χάρη-θέλετε ένα παράδειγμα: είναι τόσο μεγάλο!:-ο Μεγαλέξανδρος!... Με τις περισσότερες πληγές: μπροστά! Με το λιγότερο ύπνο απ’ όλους: μπροστά! Απ’ όλους ο πιο αφύλαχτος, ο πιο νέος, ο πιο λεοντόκαρδος: μπροστά! Κι ο πιο σοφός απ’ όλους, κι ο πιο αισθαντικός των δικαίων όλων, κι ο πιό εμπνευσμένος –θεός μπροστά πιά, όχι άνθρωπος!.. Αυτό είν’ ο ΄Άρχοντας΄ και γι’ αυτόν όλοι πέφτουν-πού γι’ αυτούς ορμά μπροστά πάντα, πιο αυταπαρνημένος!...

     Θυμηθείτε πώς όπου πρωτάρχισε Αρχοντιά, έτσι πρωτάρχισε κ’ έτσι μόνο πρωτοαγαπήθηκε. Οι φτωχοί κ’ οι αδύναμοι, οι πολλοί κ’ οι αμόρφωτοι, οι απλοί κ’ οι καλοί οι ανήμποροι, σκόρπιοι στη γη και φυτεμένοι, ριζωμένοι με νου κοινό στο μόχθο και την ανάγκη, δεν λατρεύουν τον άρχοντα για τα χρυσά και τα «φορέματά» του, την πανοπλία και τη συνοδεία με τα κοντάρια και τ’ άλογα, πατά λατρεύουν, σέβονται, τιμούν, αναγνωρίζουν ανώτερο και περήφανο εκείνον μόνο που βρίσκει τη δύναμη, την καρδιά και το νου, την ελευθερία νάναι το σηκωμένο τους κεφάλι, το άσκυφτο, το άφοβο, το γνωστικό!

     Αυτό είν’ η μόνη υγιής σχέση του ατόμου με τους πολλούς. Κ’ η σχέση αυτή μονάχα επαληθεύεται, κάτω απ’ όποια ντύματα, φορέματα και νοήματα καιρών που πέρασαν και καιρών πού θάρθουν.

     Μόνο όποιος είν’ αυτό λοιπόν είν’ άρχοντας, με δικαίωμα φυσικό πάνω στους τίτλους του. Οι Ινδοί στις Βέδες λένε, πώς ευγενής αληθινά είν’ εκείνος πού με την ύπαρξή του ευγενίζει τους αγενείς! Κ’ η ευγένεια τα φυσικά ακλουθάει καθώς το θέλει ο ποιητής’ δηλαδή είναι της φύσης δόξα, υπεροχή’ της αλήθειας δύναμη, λάμψη-όχι της επιφάνειας!

     Η ευγένεια-να το ξέρετε-διαφεντεύει, δε συνεργάζεται! Πρώτη ευγένεια στον κόσμο, ανέκαθεν; Η Ελευθερία, κ’ η διεκδίκησή της’ η αυτενέργεια μες στη ζωή, κ’ η προστασία της’ ο φωτισμένος νους, κι ανοιχτομάτης, που φωτίζει μόνο κ’ ελευθερώνει, αφώτιστους και δούλους!

     Όλα τ’ άλλα είναι μικρότητες και φτώχειες. Όλα τ’ άλλα είναι τίτλοι κούφιοι κι άρματα σκουριασμένα, προγόνων πού άξιζαν μ’ απογόνους ανάξιους!

     Αν δούμε τη ζωή του Καποδίστρια μ’ ένα στενό πρόστυχο πνεύμα που βρίζει στους καιρούς μας τις αξίες-κ’ έχει καταγωγή αγενή, χθαμαλή, δειλή και σκυμμένη, γονατισμένη μπρός στον αγώνα της ζωής και της κοινής αξιώσεως όλων για ζωή ελεύθερη κι αξιότερη-θα πούμε: Τι ανάγκη είχε αυτός, με την πιο λαμπρή καταγωγή, τα πιό ευγενή φυσικά χαρίσματα-και τί χρήμα, τί σχέσεις, τί παράδοση, τί άστρο λαμπρό της Τύχης στη ζωή του: τί υπουργός του Τσάρου πασών των Ρωσιών, τί πρώτη μορφή αντίκρυ του Μέττερνιχ (ρωμιός τετραπέρατος, πολύστροφος σατανικός του Καλού και της Ελευθερίας, να διαφεντεύη μοίρες του κόσμου), τί στεριωτής, υπερασπιστής της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας, της δικαιότερης κ’ ελευθερώτερης οργανώσεως του βίου των πιό άσχετων με την καταγωγή των λαών (των Παραδουνάβιων και της Πολωνίας, της Ελβετίας κι αυτής της Γαλλίας)-τί ανάγκη είχε αυτός ν’ αφήση το προσκήνιο της πιό προσδιοριστικής ιστορίας της Ευρώπης και του κόσμου, των ναπολεόντειων κι αντιναπολεόντειων εκείνων καιρών, των μεγάλων επαναστάσεων και των μεγάλων διαφωτισμών, των μεγάλων σχεδίων και των επικών ενεργειών, πού έθεταν τα θεμέλια της νέας κ’ ενιαίας Δύσεως, της καθολικότητας και παγκοσμιότητας πιά των κινήσεων κι ωριμάνσεων ως τον αιώνα τούτο-ν’ αφήση όλα τα πρόσωπα και τους τρόπους ζωής, όπου ανθούσε και τιμόταν η έξοχη καλλιέργειά του, η μοναδική και χιλιοαναγνωρισμένη-, να τ’ αφήση όλα, και νάρθη να πεθάνη όχι καν για τους άμεσους συμπατριώτες του, όχι διόλου γι’ ανθρώπους της τάξης και των ποιοτήτων του, αλλά για φτωχούς, άξεστους, αφώτιστους, θολωμένους ως και για την αληθινή ελευθερία, κι αλληλοσπαραζόμενους αρματολούς και παλληκάρια κ’ έρμα σπίτια τους καμμένα, ορφανισμένα!...

     Κάποτε, την πιό καίρια αλήθεια για κάποιον τη δίνει ο μεγαλύτερος εχθρός του: Έχετε και τον κόμη Καποδίστρια, λέει κρίσιμη στιγμή ο Μέττερνιχ, εκνευρισμένος απ’ όσα με χίλια στιλέτα του σκαρώνει κατά της μαύρης καρδιάς της Ιερής Συμμαχίας του- ενεργών μέσα απ’ αυτήν ο διαλεκτικός Καποδίστριας (αφού ως και εισφορές επήρε, του ίδιου του Μέττερνιχ και των πιό δεσποτικών ηγεμόνων, πού γραμμή πήγαν όχι δα στων «Φίλων των Μουσών» τη «νόμιμη» Εταιρία, αλλά στην άλλη, στη Φιλική, ο αθεόφοβος!)-, έχετε διπλωμάτην παράδοξον-πόσων αλήθεια «υπηκοοτήτων»; Και ποιάς πράγματι πατρίδας;-πού σε κάθε υπόθεση δε βλέπει παρά με το βλέμμα Έλληνος!... Δηλαδή, ό,τι  φοβερότερο για τον άγρυπνο κόνδορα της δεσποτείας: Με το βλέμμα γεννημένου επαναστάτη!...

     (Άχ, αυτό το βλέμμα Έλληνος-επαναστάτη σ’ όλο το μάκρος της Ιστορίας του, αν το καλοσκεφτήτε-πόσο ανησύχησε πάντα τους κόνδωρες και τους λέοντες των εξουσιών…)

          Και σ’ εσέ καταγυρμένος,

γράφει ο Σολωμός- σε κακούς (μα πόσο αληθινούς στην οργή τους) στίχους-γι’ αυτόν τον «Μεττερνίχο»:

          έκρωζ’ έκρωζε ο σκασμένος,

          να σε βλάψη, αν ημπορή!...

Μα ήξερε ασφαλώς τι έλεγε ο υπέρ Άλφα Δύο εκείνος αρχικαγκελλάριος της πολυόμματης Αυστρίας, για τον κόμη με την ασύλληπτη σκοτεινή δραστηριότητα-πού όλα τα νήματα φτάναν σ’ αυτόν, μα κανένα ο ίδιος δεν κρατούσε!- και το επιβεβαιώνει ο βασιλιάς της Αγγλίας, της πιό αντιελεύθερης τότε δύναμης στον κόσμο, γράφοντας στον Τσάρο: Έχετ’ εδώ και τον Καποδίστριαν, επαναστάτην που αποτροπιάζομαι, και που μόνον βλάβην σκευωρεί διαρκώς κατά πάσης καταστάσεως πραγμάτων-αλλά πάντως δεν θα ωφελήση την υπόθεσίν του, με όσο σκοτεινώς αποπειράται…

     Και όμως! Εις πείσμα και του βασιλέως της Αγγλίας-μα και ποιών βασιλέων όχι;;; της Γαλλίας; Της Πρωσσίας; Της Αυστρίας; Ή του υπερβασιλέως Μέττερνιχ;- και παρά το συνθλιπτικό βάρος μιάς μόλις επιβληθείσης  «τάξεως πραγμάτων» στην Ευρώπη-φανατικότατα αντιδραστικής: υπέρ κάθε δεσποτείας, κ’ αιμοβόρας ανίερα (όσο ήταν «Ιερή» των δυναστών), κατά κάθε απόπειρας, διαφωτισμού κ’ ελευθερίας, λαϊκής ή ατομικής, ομαδικής και πολιτικής ή προσωπικής και πνευματικής-, παρά ταύτα (και πόσα άλλα) ο τα πάντα κινών κόμης ωφέλησε και παραωφέλησε την απεγνωσμένη «υπόθεσή» του: τη δικιά μας θεότρελη «υπόθεση», της εις πείσμα όλων υποστάσεως κ’ ελευθερίας!

      Γράφουν ακόμα το λίγα τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας στον αγνώμονα Τόπο μας για τον κυβερνήτη κόμη Καποδίστρια… Ίσως γιατί σε καιρούς πού πιά πέρασαν τα σκοτάδια-ή το νομίσαμε, το θελήσαμε, πιστεύοντας στην ικανότητα των φτιαχτών πλασμάτων (είδος «σκιάχτρων», να μας φυλάξουν) οι καταφοβισμένοι!- μοιάζουν «ωφέλεια» η λησμοσύνη, το θάψιμο και το παράχωμα της πικρής παράδοσης…. Συνηθίζουν να λεν: «Δώστε χαρά στα παιδιά! Βεβαιότητα, γαλανούς ουρανούς!». Μα είναι οι καιροί μας σκληροί, κι όχι, δε δέχουνται τους λειασμένους, τους κατεργασμένους μύθους! Οι νέοι, τα παιδιά, ψάχνουν πιά-και καλά κάνουν!-με σουβλιά και νυστέρια τους πολύ «ανέφελους» ουρανούς ίσα-ίσα, μπρός και πίσω! Δε θέλουν άλλα ψέματα και «βεβαιότητες», πού σκαν σα σαπουνόφουσκες! Δε θέλουν άλλες γλυκασμένες, θέλουν ωμές τις τραχειές αληθινές παραδόσεις!... Λοιπόν, να μάθουμε πιά να γνωρίζουμε το αληθινό-το μόνο που μας μένει (κι αλήθεια μας διδάσκει)-όχι τα φτιαχτά, τα «γλυκούλια», σαν παιδική μας αιωνίως κρεβατοκάμαρα! Δεν είναι ο κόσμος «μανούλα» να μας «φυλάξη»! Κρόνος είναι ο Χρόνος, με σιδερένια δόντια, και λιανίζει έθνη, κόσμους ολάκερους  στον καιρό μας-σ’ όλους τους καιρούς, στο μαύρο βάθος, πού το ξεχάσαμε! Κι αν δεν γνωρίζουμ’ αντρίκεια όλους τους χάρους και τα σκοτεινά περάσματα, όλες τις διαστάσεις και τα βάρη ασήκωτα των αδυνάτων («ιστορικώς» κι «αντικειμενικώς» αδυνάτων πόσες φορές!) πού όμως γίναν, άρχισαν, μπήκαν σ’ ένα κάποιο δρόμο κάποτ’ εδώ παραταύτα (ο άνθρωπος όλος ειν’ ένα «παραταύτα» στου θεού και του διαβόλου το πείσμα!) κι από μια χούφτα μόνο γης, πάμφτωχη όσο κι αν πολυδύναμη, σ’ ένα κόσμο μόνο εχθρό, μόνο εναντίον, λυσσαλέο, για λίγους άσαρκους αγωνιστές, ελεύθερους κι ας πολιορκημένους, από ‘ναν έτσι αυταπαρνημένο κυβερνήτη σκιών-πού τόξερε και πώς θα τον σκοτώσουν οι παθιασμένες σκιές, που πάλευε να στυλώση κόσμο, φώς, προγόνους θεμελιωτές!-αν δεν γνωρίζουμε, θα πάθουμε!...

   Λαός που δε ζη την Ιστορία του, την αληθινή του Παράδοση, λέει ένας μεγάλος επαναστάτης κ’ ελευθερωτής συνειδήσεων, ξαναπληρώνει την ίδια Ιστορία, την ίδια προδομένη Παράδοση, όσο να τη μάθη, με ποταμούς αιμάτων!... (Και αν δεν είναι πιό ωμή αλήθεια.)

     Μελετώντας κανείς τη δράση του Καποδίστρια τρομάζει και αποθαρρύνεται! Ακολουθώντας τον καταπόδι στους θεοσκότεινους δρόμους π’ ανιχνεύει-για να βοηθήση να σώση, να προλάβη ετοιμόσβηστη την τόσο απεγνωσμένη υπόθεσή μας-τρέμει στην ιδέα μην ξαναχάναμε ποτέ το λίγο αυτό πού τόσο δύσκολα, τόσο παράλογα κατορθώθηκε!... (Είναι τέτοιες οι δυνάμεις, φίλοι, και τόσο δε μας θέλουν την ανυπόταχτη ύπαρξη!)

     Άς παρακολουθήσουμε ένα-ένα τα βήματά του…

     Πρώτα-πρώτα, τον πιό κρυφό πυρήνα του, την πιό κλειστή-περιφραγμένη ολάκερη ζωή-γωνιά της συνείδησής του:

     Τίποτα δεν ξεφανερώνει, για πάρα πολλά χρόνια, την καθαρή προσωπική του επιθυμία- την πάντα παιδική, που δε γερνάει, και στον πιό πολύπειρο, τον πιό πολύπαθο άνθρωπο, αν  η φλόγα του δε σβήση… Τίποτα βέβαιο, χειροπιαστό, μες σε τόση δράση, που να δηλοί, μονοσήμαντο! Κι όμως, αν επιμείνη κανείς-μη ξεχνώντας πώς τις «αποδείξεις» πρωτίστως εξαφανίζει, αυτός των προσκηνίων και των παρασκηνίων σιωπηρός συντονιστής-όλ’ αυτά τα νήματα, τα λογικά, τόσο σκληρά αντικειμενικά, τόσο αυστηρά υλιστικά συχνά- που δεν αφήνουν ούτε ανάσα στον παραμικρό ρομαντισμό, ιδεαλισμό ή ελπίδα-, αυτό το ξηρό κι ανάλγητο πνεύμα καθαρού και απαθούς πάντοτε λογισμού των δυνάμεων, των δεδομένων, των προϋποθέσεων, των αντιθέσεων, των μόνο σαφών γραμμών ενεργείας ή επιρροής και των απειροελάχιστων πιθανοτήτων-αυτά όλα τα νήματα, λογισμού σχεδόν μαθηματικού (και συχνά διαβολικού, τετραπέρατου, αμείλικτου, που τσακίζει κόκκαλα όσο κι ονειροπάρματα), μαζί με τόσο θολές, αδιερεύνητες, διπλοσήμαντες και πολυσήμαντες συχνά, ενέργειες και αντενέργειες την ίδια στιγμή, κι άξαφνα στροφές, πλαγιοδρομίες και αντιπλεύσεις μέχρις εμβολισμού, με δηλωμένο τώρα σκοπό κ’ επιδίωξη (μα γι’ αυτό και πολύ συζητήσιμο, αν περί αυτών όντως πρόκειται, κι όχι περί όλως άλλων!)-όλ΄ αυτά (τα σαν σχέδια, σαν τρομερός κι άσφαλτος μηχανισμός) που οδηγούν: πού ενώνονται όλα; Σε ποιάν «άλογη» πρώτη φλόγα-ιδέα κι όνειρο-οίστρο μέσα στην κλειστή καρδιά του;..

     Είν’ η εποχή… κ’ η πίεση φοβερή των κατεστημένων μηχανισμών! Στα φρούρια της δεσποτείας, π’ απλώνοντ’ απ’ τα Ουράλια ως το Γιβραλτάρ, τσάκιζαν σκελετούς, ως να μαρτυρήσουν-και το σκοτάδι δούλευε παγερό, αμείλικτο! Ο λογισμός, η θέληση ελευθερίας, το πείσμα που θα τάβαζε «για Ελευθερία, για Λογισμό, για Φώς κι Ανάσα» με τέτοιο πολυμήχανο Σκοτάδι, έπρεπε νάναι πιό σκληρό, πιό αμείλικτο, πιό ευρηματικό, νοήμον, διαλεκτικό, πλαστουργό,  (μες απ’ όλες τις αντιθέσεις) του Άλλου-πιό σατανικό στη συγκάλυψή του!

     Και δεν είναι το μόνο τέτοιο πρόσωπο τότε ο Καποδίστριας…. Τ’ ήταν, παράλληλα, οι Ζωσιμάδες, λογουχάρη;… Ξέρουμε; Πειστήκαμε; Με ποιούς αποφώλιους μηχανισμούς ενεργούσαν, έτσι που το  φώς να βλέπη μόνο το θεάρεστο έργο, σκέτο, μόνο το έργο αρετής νικηφόρο, κι όχι ποτέ τους θεόκρυφους δρόμους, τη βουβή θανάσιμη πάλη της ανώνυμης ευποιϊας τους ως νάβγη πέρα;…

      Και με τους Ζωσιμάδες συνδεόταν ο Καποδίστριας-κ’ ίσως και μ’ αυτούς κινούσε πλείστα νήματα, όσο ήταν «ανήμπορος για Ελευθερία» υπουργός του υπερδεσπότη Τσάρου…

     Αν ήταν αλήθεια αυτό που φαίνονταν-πού έτσι ψυχρά, λογουχάρη, και με τόσο αποθαρρυντική λογική παγώνει και προσγειώνει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (όμως γιατί αλήθεια; «για να τον συντρίψη» πράγματι τον καλό αισιόδοξο; ή προς το να δείξη τις ρωγμές θανάσιμων απειλών που άνοιγε στο εγχείρημά του η φλόγωση της ελπίδας του για «υψηλή βοήθεια» έξω από κάθε πραγματικότητα;)-αν ήταν αλήθεια «κατά» του επαναστατικού σκοπού (κι όχι, απλώς, του ονειροφανταστικού οίστρου, που θάβει έτσι στράφι τα παλληκάρια), τότε γιατί έκανε συγχρόνως το πάν να τον βοηθήση (πού δεν μπόρεσε!), κ’ ύστερα να τον σώση, όλους να τους σώση πού έπιασαν τα νύχια της Δεσποτείας (και δεν το μπόρεσε! πόσες φορές δεν το μπόρεσε! και πόσες, ο διαβολικός, το κατάφερε! ή: γι’ άλλους τα κατάφερε! για παράλλους!, ώσπου και τον εαυτό του έρριξ’ αδίσταχτα στη στερνή φωτιά, όταν πιά βαριά ρετσινωμένες καρδιές-δαδιά μόνο γύρευε!...)

     Και, τάχα, δεν το μπόρεσε να τον παγώση τελείως τον Υψηλάντη; ή και τον άφησε να τραβήξη στο φλογερό θάνατο;… (Γιατ’ ήξεραν να στήνουν μύθους κοσμοποιούς εκείνοι, μύθους οργανωτές ψυχών και στροβίλων, πού έσερναν εντέλει την Ιστορία στην πλαστουργό τους δίνη!...).

     Τ’ αδέρφια του είναι φιλικοί, τι άλλο θέτε; Όλοι οι συγγενείς του φιλικοί! Η παράδοση της οικογένειάς του επαναστατική κι ανυπόταχτη: Διωγμένοι ήρθαν στην Κέρκυρα οι Capo dIstria πρίν έξη αιώνες! Κι ο ίδιος, σα στέλνεται, το 1807, απ’ την Επτανησιακή Κυβέρνηση, να οργανώση την άμυνα της Λευκάδας κατά του Αλή-τους Σουλιώτες, το Φώτο Τζαβέλα και τον Κίτσο Μπότσαρη, τον Κολοκοτρώνη, νέο, και τον Αναγνωσταρά, μπορεί και τον Καραϊσκάκη,  στο σώμα του Κατσαντώνη, κι άλλους-δεν τους μιλάει μόνο για της Λευκάδας την περιορισμένη αντίσταση, αλλά ξανοίγει μπρός τους όλο το πλάτος και το βάθος του μελλούμενου Ξεσηκωμού, με φλόγα και σύλληψη που τους ορκίζει, τους δένει να ξανασυναντηθούνε για Κείνον, σα θ’ ανάψη! Κι από τότε η μορφή του βιδώνεται σ’ όλες τις γενναίες καρδιές’ από τότε τ’ όνομά του πιό πολιτισμένου έλληνα, του πιό άρχοντα και μαζί φυσικού ηγέτη της Επανάστασης, φέρνει γύρο σ’ όλα τα χείλια, σ’ όλα τα βουνά, σ’ όλες τις μυστικές  κουβέντες για το ελεύθερο αύριο!...

     Λοιπόν εκεί, στους αγωνιστές, στους καπεταναίους, δεν κρύφτηκε! Αλλού, παντού, δεκαετίες ολάκερες, όχι μόνο δε δείχτηκε, αλλά παραπλάνησε, έπεισε «μακιαβελλικώτατα» πώς «για το ενάντιο ίσα-ίσα συνεργεί τάχα!...

     Μόνο το Μέττερνιχ δεν ξεγέλασε, με την ψευδή του θέση, ο κόμης. Εκείνος, σαν πρωτεργάτης άλλωστε της Καταστολής παντού, έβλεπε τον ηγέτη της Επανάστασης σα νάτανε κρυστάλλινα ρούχα του υπουργού των Εξωτερικών του Τσάρου! (Μα κι ο Καποδίστριας τον έβλεπε: σα νάταν τσιγαρόχαρτο πολύ πρόχειρης περιτύλιξης, όλη η Ιερή Συμμαχία του, κι από μέσα όχι η «τάξις» κ’ η «ομαλότης» παρά η Αυστρία μόνο, και το έσχατο γράπωμά της στη διάσταση «μεγάλης δυνάμεως» με το ζόρι!...)

     Υπάρχουν άνθρωποι, που απ’ την αρχή ως το τέλος της ζωής τους είναι φλογεροί, κ’ ένα με τη φλόγα τους’ πού και το βάθος κ’ η κάθε στιγμή τους βεβαιώνουν άμεσα τόνα τ’ άλλο! Είν’ οι πυρπολητές-οι Κανάρηδες, οι Παπαφλέσσες, οι Διάκοι-,, οι θεότρελοι πυρπολητές, πού τα βάζουν με μι’ αρμάδα μόνοι, σ’ αστραπιαία στιγμή, και την καίνε!

       Χωρίς αυτούς, δε θα υπήρχαν επαναστάσεις, κ’ η Ιστορία δε θάχε λάμψη. Μόνο μ’ αυτούς, όλ’ η Ιστορία θάταν καπνός!

     Δεν είν’ αυτό ο κόμης Καποδίστριας. Και δεν έχει, σ’ όλη τη ζωή του, αντίρρηση, να πούν όλοι-αν τους ξεγέλασε-πώς «δεν καίει φλόγα μέσα του καμιά»! Να πουν, πώς «είν’ ένα σκληρό διαμάντι-νους και τίποτ’ άλλο»!... Μα το διαμάντι, ξέρετε, σαν καίγεται, δεν αφήνει στάχτη. Λοιπόν, τέτοια διαμάντια, είναι παγωμένες οι σκληρότερες φλόγες! Γι’ αυτό θέλουν πυρές μεγάλες ν’ αναλωθούν!...

     Είναι λοιπόν κ’ εκείνοι π’ ολάκερη ζωή ενεργούν σαν μόνο η φλόγα να μην υπάρχη στον κόσμο, μόνο η φλόγα να μην κινή την Ιστορία, μόνο η φλόγα να μην έχη πέραση στ’ ανθρώπινα-κ’ είναι στεγνοί, λογικοί οστεοθραύστες και κρανιοθραύστες των ρομαντικών, παγεροί καταιονιστές των ιδεαλιστών, «φωτοσβέστες» τάχα- γιατί μη πυροτεχνιστές, απλώς-όπως τον είπαν όταν τον γύρευαν, μες στην τύφλα μας, και… Ακαδημία ακόμη- η Ακαδημία μας έλειπε! (πού αληθινή δεν αποχτήσαμε!)-κι απαντούσε ο μετρημένος άνθρωπος: Πρώτα να μάθη το Έθνος την αλφαβήτα κ’ ύστερα το Γοργία!...

     «Φωτοσβέστης» λοιπόν, γιατί δεν ίδρυσε Ακαδημία-να συντάσσουν από τότε το λεξικό-φάντασμα της Ελληνικής, που θα τελειώση σε τριακόσια χρόνια!-και δεν έκανε «Πανεπιστήμια» κι «Ανώτατες» σχολές-οι «Ανώτατες» μας μάραναν, που δεν έχουμε τις στοιχειώδεις επαρκείς ούτε σήμερα!- για να δίνη αέρα περσότερο, από τότε, σε μυαλά απογειωμένα, ενώ προσγειωμένα χρειάζονταν-και χρειάζεται ακόμα-ο Τόπος, πηγμένα, στεριωμένα, εδραία σ’ αυτό το χώμα και την ανάγκη και την ψυχή του!...

     Αλλ’ ανάλογες είναι κ’ οι γενικώτερες «κρίσεις»-τάχαα «κρίσεις» (μωρίες, απλώς)- κάποιων-κάποιων γι’ αυτόν: «Φωτοσβέστη»-οι τότε ανόητοι-και «φασίστα» πολλοί σημερνοί!... Γιατί «φασίστα»;… Γιατί τον σκότωσαν οι κοτζαμπάσηδες ίσα-ίσα; Και γι’ αντιλαϊκά προνόμια, π’ αδίσταχτα τους αφαιρούσε, όποιοι κι αν ήταν;… «Φασίστας», γιατί δεν άφηνε τους καπετανέους στ’ όνομα του «Αγώνα» να καταληστεύουν και να συνεχίζουν τ’ αρματολίκια εις βάρος τώρα των ίδιων των ρωμιών, ν’ αρπάζουν ασύδοτοι τους φόρους, να ρουφάν ανενόχλητοι το αίμα όσων τάχα «ελευθέρωσαν»;… «Φασίστας», γιατί δε δέχτηκε ποτέ την παραμικρή αποζημίωση απ’ το ελληνικό δημόσιο, κι’ έπιν’ ένα χορτόζουμο μονάχα και χρέωσ’ όλα του τα προσωπικά χτήματα στην Κέρκυρα για να βουλώση κάποια απ’ τις χιλιάδες τρούπες της ΨωροΚώσταινας;… Γιατί «φασίστας»; Γιατί τους έκοψε όλους τους λουφέδες, κι απαιτούσε και κυνήγαγε, ο τίμιος άνθρωπος, νάναι αληθινές οι καταστάσεις σιτηρεσίου και μισθοδοσίας των παλληκαριών, όχι να τσεπώνουν οι καπετάνιοι, ταΐζοντας τάχα νεκρούς, μισθοδοτώντας και φαντάσματα, και βουρκόλακες, σαν τις «Νεκρές ψυχές» του Γκόγκολ… γι’ αυτά «φασίστας»;…

    Ά, η άκριτη «κοινή βοή»-που διαβουκολούν οι αχρείοι, κι ανεξέλεγκτα κολλάει  τις «ρετσινιές»- τί άδικη, τί ασύστατη, για όσους δεν την λογαριάζουν μπρός στο χρέος τους!... Να λέμε «αντιελεύθερους» τους ελευθερωτές, «φιλελεύθερους» τους φριχτότερους κ’ υποκριτικώτερους δυνάστες, «φωτοσβέστες» τους φόρους; Τον Καποδίστρια, βρε, «φωτοσβέστη», π’ ακόμα στα σκολειά του πηγαίνουμε, τα ντουβάρια, κι ο ελληνισμός ο πλείστος της διασποράς στα δικά του ακόμα, τα τόσα που έστησε, για να μας μολώση στέρεα ο σωστός άνθρωπος την άπηχτη εθνική προαίρεση με γνήσια ελληνική παιδεία, και το κατάφερε (ενώ δεν έχουμε καταφέρει τίποτα σοβαρότερο, και σε τόση διάσταση, όλοι μας οι ανεπρόκοποι περ’ απ’ αυτόν ως σήμερα, σαν κράτος «συγκροτημένο» τάχα «και στις άλλες αναλογίες μας!»).

     Αλλ’ άς δούμε πάλι τον άνθρωπο, στη βαθύτερη ιδιοσυστασία του, πούδινε δήθεν «λαβή» στους άδικους να τον αδικούν κι αφού τον σκότωσαν:

     Θερμοκέφαλος, στη θέση του, θα ωρκιζόταν «κυβερνήτης» αδίσταχτα με την «υπόσχεση»-την πιο «φυσική» κι «αυτονόητη» υπόσχεση κυβερνήτη προς λαό-πώς θα διαφυλάξη την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Χώρας. Μα ο κόμης με τον ψυχρό ακριβή νου-πού δε λυγίζει γιατί δεν μπορεί να εξαπατά, να βαυκαλίζη, και δεν εξαπατά, γιατί εννοεί να ξυπνήση (πού έτοιμο είναι το Έθνος να γυρίση στ’ άλλο πλευρό, ψευτολεύθερο ως τώρα)-ο ανυποχώρητος κυβερνήτης αρνιέται να ορκιστή το φυσικότερο των όρκων, όταν αναλαμβάνη, λέγων, απλώς, με μαθηματικό λογισμό, αμείλικτο:

-Δεν δύναται τις να «διαφυλάξη» ό,τι δεν «παρέλαβε»!...

     Πείσμα; Στενοκεφαλιά; Σκληρότητα; να δώση ένα κουρελάκι αισιοδοξίας επιτέλους, «γαλανής προοπτικής», σ’ όλα τα μεγάλα και δύστυχα εκείνα παιδιά με τις φουστανέλλες, ώρα που πρωτόρχεται και τον έλπιζαν μεσσία τόσα χρόνια (ξέροντας πώς όταν θάφτανε θάχαν τελειώσει τα πιό πικρά τους βάσανα);…

     Μά όχι! Δεν έχουν, δυστυχώς, διόλου τελειώσει… κι ο κυβερνήτης ψέματα δε λέει!

     Τι δίδαγμα αυτό, για όλους τους κατοπινούς που μας κυβέρνησαν, και μόνο αυτό, πρωτίστως, δεν ετήρησαν: Μόνο αλήθεια, κι όλη την αλήθεια, πάντα στο λαό το κράτος’ αλλιώς δε διδάσκει την αρετή το κράτος’ διδάσκει τη διπλή προσωπικότητα, τη διπλή ταυτότητα, τη διπλή πραγματικότητα και πλάσμα «πραγματικότητας», πού τ’ όλο ανοιγόμενο χάσμα τους, 150 χρόνια τώρα, ακόμα πληρώνουμε! Αυτό είναι το χάσμα της Γλώσσας και της Ψυχής, της Αξίας και της ψευταξίας, του «Άσπρου» και του «Μαύρου» μας εδώ-του τόσο τζάμπα σπαταλημένου αίματος, γιατί δεν συνηθίσαμε στη σκληρή αλήθεια, στην αλύγιστη ευθύτητα, στην αντρεία!...

     Δε θέλει ο κυβερνήτης νάναι η «γλυκειά μανούλα». Θέλει νάναι ο σαν πραγματικότητα αληθινός πατέρας, και θέλει στα παιδιά να πή πώς ούτε ο τόπος που πατούν δεν είναι βέβαιος κάτω απ’ τα πόδια τους και να μην είναι βέβαια για φτερά όταν σε πόδια δε στάθηκαν ακόμα!

      Ειν’ ένας παγερός καταβρεχτήρας στη διάπυρη κι αποκαπνίζουσα Ελλάδα του 1828, για να την ατσαλώση ακριβώς σαν πρωτοφτάνη ο κυβερνήτης.

     Βαθιά θαμμένη μέσα του η φλόγα. Και την υπηρετεί σ’ όλη του τη ζωή του-από πού; Απ’ τους πιό τρομερούς και ωργανωμένους κατασβεστήρες του καιρού του!... Κοιτάξτε τον: Αντιγάλλος, νεώτατος, στην Κέρκυρα, όχι γιατί κόμης κι αριστοκράτης με αντιναπολεόντειο μίσος ευγενούς, αλλά κατά βάθος: γιατί ο Ναπολέων κι ο δεσποτικός ιμπεριαλισμός του είναι προδότης ουσίας της Γαλλικής Επανάστασης! Για τους ίδιους λόγους επαναστατικής ουσίας δηλαδή, που ένας Μπετόβεν, τον ίδιο καιρό (και μές στο ίδιο ευρωπαϊκό πνεύμα), ξε αφιερώνει την υπέροχη Ηρωική του μαινόμενος για την «προδοσία» του Ναπολέοντα, όχι «φορέα» πιά «παγκόσμιας επανάστασης», όπως τον πρωτόδε μ’ ενθουσιασμό και του την αφιέρωσε, αλλά «δυνάστη ωμού» και «πυρήνα απώτερης αντεπανάστασης».

     Σ’ αυτό μέσα το κύκλωμα ιδεών και ροπών της ευρωπαϊκής συνείδησης ωριμάζει σταθερά ο Καποδίστριας.

     Και δεν είχε σπουδάσει νομικός- δηλαδή αλυσοδέτης σχέσεων-αλλά γιατρός: δηλαδή σωτήρας ανθρώπων, υφ’ οποιαδήποτε συνθήκη!... Τον αποφυλακίζουν (δεσμώτη, με καταδίκη σε θάνατο απ’ τους Γάλλους) οι Ρώσοι κ’ οι Τούρκοι (σύμμαχοι τη στιγμή εκείνη), μά το λειτούργημα που ασκεί, σε οχτώ μέρες, είναι διεύθυνση νοσοκομείου! Δεν τον νοιάζει ότι στρατιωτικού, ούτε πού Τούρκων! Νοσοκομείου-για σωσμό ανθρώπων, έστω και τούρκων- οργανωτής και ιθύντωρ, εικοστριώ μόνο χρονώ!

     Στέλνεται στην Κεφαλονιά «αυτοκρατορικός επίτροπος», αμέσως μετά, και ναι μέν καταστέλλει-και με το καλό και με το ζόρι-τους ρέμπελους και τους ξεσηκωμένους ισονομιστές αγρότες, αλλά δεν ευνοεί την μάλιστα στην Κεφαλονιά δεσποτικότατη αρχοντία: κανένα απ΄ τα καταπατηθέντα προνόμια δεν προστατεύει! Κι αργότερα, παραιτείται κι απ’ την Επτανησιακή Πολιτεία, προφανώς αηδιασμένος-η θέση του (κατ’ ουσίαν «υπουργού των Εξωτερικών» της) δεν ήταν καθόλου μικρή-, όταν οι αντιλαϊκοί ξαναπαίρνουν τ’ απάνω και πάν να ξαναστήσουν τις ταξικές εκμεταλλεύσεις τους, ευνοημένοι πρόσκαιρα απ’ τον πανευρωπαϊκό άνεμο αντίδρασης.

     Γιατ’ είναι γνήσιος άρχοντας, που ξέρει πώς ο λαός δικαιούται, και μόνο όταν δικαιώνεται, στέκουν κ’ οι άρχοντες απάνω δίκαια!

     Βρίσκεται σύμβουλος του Τσάρου! (Δηλαδή: Γρανάζι δεσποτείας-και μάλιστα: στην πατρίδα του-όχι! Σύρριζα στο νου του δεσπότη, ναι! Άλλη υπόθεση!...) Αλλ’ ας δούμε:

     Σύμβουλος ποιανού;… Του πιό αντιδραστικού ηγεμόνα στον κόσμο! Φύσει και καταγωγή: γιατ’ οι Τσάροι είναι Ρως, δηλαδή Φιλανδοί, κ’ οι Ρώσοι είναι Σλάβοι, δηλαδή σκλάβοι! Θέσει: γιατί ο Τσάρος είναι Ρομανώφ, και ο Τσάρος πασών των Ρωσιών-όλες δε οι Ρωσίες βράζουν αιώνες και βουρλίζονται από μυριάδες φυσικούς μηδενιστές και τρομοκράτες, πού καίν,  σκοτώνουν, τινάζουν ό,τι απάνω, μόνο και μόνο γιατ’ είν’ απάνω, χωρίς να το πολυσυζητούν! Ό,τι  είν’ απάνω δεσπόζει’ κ’ η Αναρχία εκεί: φυσική ανάσα-όχι ο κομμουνισμός («νέο φρούτο», επείσακτο)-κ’ η δεσποτεία: γαιώδες βάρος!...

     Στον Τσάρο, λοιπόν, σύμβουλος!... Και με ποιά θέση πάντα;… Τη μόνη λογική-συντηρητική, συντηρητικότατη, αλλ’ όχι αντιανθρώπινη κι αντιρρεαλιστική: Φυσώντας τη φωτιά δεν την σβήνετε! Ρίχνοντας νερό στο φλεγόμενο αίμα εγκάτων της Ιστορίας, το ξανάβετε παραπάνω! Χαλκεύοντας αλυσίδες, σπέρνετε σφυριά’ κ’ οι λαοί ηρεμούν, όταν δικαιώνονται. Επομένως, «Ιερή Συμμαχία», έστω’ προς «ειρήνην», λέτε, και «τάξιν βίου», της Ευρώπης και πασών των Ρωσιών, και του κόσμου όλου. Αλλά, λοιπόν, προς αυτόν το σκοτεινό σκοπό ακριβώς, η «Συμμαχία» όχι όπως τη νοεί ο Μέττερνιχ, που δεν αποσκοπεί στην τάξη, παρά στην αυστριακή συντήρηση, την τόσο κλονούμενη ωστόσο, κ’ εσωτερικά της «μωσαϊκή», πού μόνο με τις λόγχες και τα δόντια κρατιέται, χωρίς και να συγκολλάται οργανικά! Η «Συμμαχία»: ίσα-ίσα προς θεσμοθέτηση κι οριοθέτηση των εθνών και των κυβερνήσεων, έτσι ώστε την τάξη να τη θελήσουν οι λαοί, κ’ επειδή θα τη θέλουν να μην την κλονίζουν, επειδή θα είναι δίκαιη κι αποκρινόμενη στα πράγματα να μην την ανατρέπουν, όχι επειδή τάχα θα τη φοβούνται-πού ποτέ δεν τη φοβούνται, μέχρι τέλους, κι αργά ή γρήγορα την ανατινάζουν!...

     Ο αρχαιοθρεμμένος, ο κλασσικοθρεμμένος, ο από γνώση όχι άγνοια της Ιστορίας πολιτικός, θυμόταν βλέπετε τον Ξέρξη! Ήξερε πώς η θάλασσα δεν αλυσοδένεται-ούτε, αν θυμώση, μαστιγώνεται’ ήξερε πώς η θάλασσα, με νου και φρόνηση έμπειρα διαπλέετε! Και τότε μόνο είναι κ’ ενωτική, όχι χωριστική, είναι φίλη κι όχι εχθρά! Πώς η θάλασσα κυβερνιέται-το ίδιο κ’ οι λαοί-δεν βιάζεται!...

     Ένας επικίνδυνος διαλεκτικός λοιπόν-ένας που ήξερε λαμπρά το Γοργία (και τον Πρωταγόρα)-και που με νού  κοφτερό-μά όχι μόνο κοφτερό, παρά και πλαστουργό, δημιουργό-μπορούσε εμπνευσμένα, μέσα σε κάθε δεδομένο σχήμα, ακόμα κι αν συνετέθη για την άλφα επιδίωξη, να βάλη αυτός και την πλήν άλφα!...

     Καθήστε να σκεφτήτε σαν πρόβλημα διαλεκτικό το μέγα πάθημα του υπερπανούργου Μέττερνιχ από ‘ναν φύσει επαναστάτη έλληνα: Νάχη στήσει, νάχη χαλκεύσει τον πιό μελετημένο μηχανισμό σύνθλιψης των επαναστατημένων, των εξανισταμένων, των οποίων αποπειρώμενων ποτέ να ξεσηκωθούν κατά του παγκόσμιου Κατεστημένου (κ’ ειδικώτερα της Ευρώπης), μα να, εν ονόματι  του αυτού σκοπού-της «εννόμου τάξεως» του «ήρεμου βίου», της «ήρεμα» κατά συνέπεια (και «συνέπεια» λογικώς ατράνταχτη) «διακυβερνήσεως» των καθηλωμένων-να παίρνη τον Τσάρο μαζί του, όχι άλλον (όχι κανένα δευτερότερο της άκρατης δεσποτείας), πόσες φορές, και να του ανατρέφη το παιγνιδάκι ποιός επιτέλους; Ένας «άπατρις», εδώ που τα λέμε, κόμης, ένας «ευγενής» χωρίς δούλους, ένας πού δεν έχει τίποτα να χάση απ’ την ανατροπή της τάξης του κόσμου, της Ευρώπης, των Βαλκανίων, των κοινωνιών των «καλά κρατούντων», και των αντιδραστικών- συντηρητικών κυβερνήσεων, και που όλα τα δίνει μάλιστα ο ρέμπελος για να υπονομεύση, να εκμοχλεύση, να ροκανίση, να φθείρη, να βάλη μίνες ν’ ανατρέψη, ν’ αποτινάξη το σύμπαν, για ν’ αρπάξη μια χούφτα γης για λίγους τρελλούς και ξυπόλητους της ελευθερίας, «που καλύτερα στο κάτω-κάτω ζούν και κάτω απ’ το κρεββάτι του Μεγάλου Ασθενούς, παρά που πιό πειναλέοι και πιό ασυμμάζευτοι θα τρωγλοδυτούν άθλιοι στα κατσάβραχά τους!... (Αυτή ν’ η τρομερή «θέση» του Μέττερνιχ, στο διαλεχτό παιγνίδι όπου διαρκώς τ’ αναποδογύριζε τα σχήματα, τη διάταξη, την τακτική και τη στρατηγική, κλέβοντας πολυμήχανα  την παρτίδα, όπως μπορούσε, με κάθε μέσο, ο από τ’ όνειρο της γαλάζιας εκείνης θάλασσας του Οδυσσέα Καποδίστρια έλκων την ψυχρή φλόγα της ανήμερης-κι από μάκρος, και σε βάθος χιλιετιών-Ανυποταγής!)

      Όταν οι Κανάρηδες ολόισα τράβαγαν με μιά φλόγα στο χέρι να κάψουν μιάν αρμάδα, τι βόλτα, τι γύρο τεράστιο έκανε, μές από τι σκοτάδια και νήματα του νού, με καμμιά φλόγα φανερή (ξόν απ’ τα μάτια ίσως) ο τρομερά ρεαλιστής κόμης, που ήξερε να φυλακίζη τη φλόγα στο θάλαμο, και να κινή τα έμβολα των εχθρικών μηχανισμών άσφαλτα κατά κεί: κατά το ελάχιστο, «τρελλό» προσωπικό του όνειρο: μιά χούφτα Ελλάδα κ’ Έλληνες ελεύθερους, στο πείσμα όλων σας, δυνάστες! Μιά χούφτα Έλληνες κι αλωνάκι’ Ελλάδα ελεύθερη, όχι όπως θαρρείται, σταυρωτήδες, ευκολόπνιχτη, σαν ανάψη φλόγα-πού θα την ανάψουν οι «τρελλοί» μου, έγνοια σας, όσο κι αν τους «ορμηνέψω»!-παρά με τα νήματα όλα και τα μυστικά τα δίχτυα (και του δικού  σας μηχανισμού) στα χέρια μου, ναι, ναι, με τα ηνία όλα των αντιθέσεών σας στη δούλεψη της «τρέλλας» μας ζεμένα πειθήνια και μαθηματικώτατα προϋπολογισμένα, υποταγμένα αναπόφευχτα, έτσι πού να μην προλάβετε να τη σβήσετε, φωτοσβέστες!..

     Αυτό ‘ναι το πράγματι «ανίερο» κύτταρο του Καποδίστρια. Και τέτοιους, με πόσο «δίκιο» -απ’ τη «θέση» του-αποτροπιάζονται, αν φύτρωναν τάχα σε κάθε υπόδουλο λαό, σά δεσπότης του κόσμου ο βασιλιάς της Αγγλίας!

     Αυτόν ο Τσάρος-δεσπότης της Ευρασίας, ως το απώτατο κρύσταλλο του Βερίγγειου και τα βόρεια κράσπεδα των Ιμαλαϊων- να πώς αποχαιρετά: Στη θέση σας το έκαμνα ό,τι κάμνατε. Στη δική μου κάμνω αυτό που κάμνω…

     Τα λόγια αυτά δεν λέγονται από απλόν ηγεμόνα προς τον «επ’ αορίστω αδεία» αναχωρούντα τετιμημένο υπουργό του των Εξωτερικών, αλλά πράγματα-και προφανέστατα –από συνείδηση δεσπότη προς ηγέτη ανατροπέων. Γι’ αυτό κι ο Καποδίστριας, απ’ τη στιγμή εκείνη ξέρει πώς το διαλεκτικό παιγνίδι του ως «υπερφαναριώτη» της Πετρούπολης έχει τελειώσει.

     Και τότε η δράση του γίνεται ολοσκότεινη. Δεδομένα, αποδεκτά, δεν υπάρχουν’ μ’ αν δεν κινή αυτός όλα τα νήματα, όλα τα χρήματα τότε πώς φτάνουν στην Ελλάδα για βόλια, κι όχι για… Μούσες, που τάχα μαζεύονταν; Πώς όλα τα σπουδαία πρόσωπα της Ευρώπης λαλούν συνέχεια για τη μικρή «τρελλήν υπόθεση» της ελευθερίας «εκεί κάτω στην Ελλάδα»; Και πώς επαπειλεί ταραχές και περιπλοκές στους Άγγλους, κ’ ευθύς ταραχές, φωτιές, περιπλοκές παντού ξανάβουν;… Ποιός κινεί τα νήματα όλης της Revolt, πού απολήγει στην Ελληνική Επανάσταση; Της Συντήρησης ξέρουμε ποιός’ της Εξανάστασης όχι ο από χρόνια κατεξοχήν αντίπαλός του; Θάταν τουλάχιστον παράδοξο!...

     Η Ελβετία του χρωστάει τη διάσωση από κατάληψη, την ακεραιότητα του εδάφους, το φίλιωμα των καντονίων, τους λαμπρούς ομοσπονδιακούς της θεσμούς: πρότυπα ομοσπονδισμού στον κόσμο!... Είναι μια χώρα μικρή, πού κατοικούν οι σκληρότεροι πολεμιστές των αρχαιοτέρων ευρωπαϊκών φύλων, στις νάπες της παλιάς κεφαλής της γηραιότερης ηπείρου. Και, βαθύτατα πολιτισμένη και προηγμένη αυτή, του χρωστάει ωστόσο του Καποδίστριά μας ανεκπλήρωτη ευγνωμοσύνη, γιατί κανένα όφελος δεν είχε, ξένος εκείνος, να της πορίση τέτοια πρώτα και στέρεα του ανεξάρτητου και θεσμικά ελευθερώτατου εθνικού της βίου περαιτέρω… Κανένα όφελος; Μά τί όφελος, τι αντίδωρο! Αυτή που έκρυψε πάντα τους πιό ψηλά προσφεύγοντας και πιό ψηλά ατενίζοντας επαναστάτες-ναι, ναι! οι παγωμένοι αυτοί Ελβετοί!-και πάντα έδωκε άσυλο στους ανυπόταχτους της ελευθερίας, μιά μικρή χώρα τέλεια ουδέτερη, παράξενη και βαθύτατ’ απλή συνάμα, με τον εθνικό της ήρωα να σημαδεύη το μήλο πάνω στο κεφάλι του παιδιού του για την ελευθερία της-αυτή πάντα σημαδεύοντας ένα μήλο τόσο δύσκολο: της ανεξαρτησίας, της απάθειας και της μή συμμετοχής με κανέναν τρόπο σ’ όλα τα πάθη της βίας που συγκλονίζουν γύρα της αιώνες τη φλεγόμενη Ευρώπη-αυτή του αντιδωρίζει τη φιλοξενία, ενώ βεβαιότατα και ξέρει πώς από κεί, απ’ τις παγωμένες χούφτες των βουνών της, κινεί όλα τα νήματα, και με την κάσσα του βαθύπλουτου ευπατρίδη Ευνάρδου της ολάνοιχτη απεναντί του!...

     Αυτός, ο «ικέτης», κάθεται σ’ ένα φτωχόσπιτο δυό δωματίων ο πράγματι ασκητής, άλλοτε υπουργός του Τσάρου, πού αλλού «πολυτελέστερα», πάρε σε σκήτη λιτή δυό δωματίων; (ή μη δεν αρκούνταν κ’ εκεί στο πικρό χορτόζουμό του; ή μήν άλλαξε τάχα ποτέ τις βαθύτατα οργανικές του συνήθειες, ο σοφώτατος κι απέριττος άντρας τέτοιας αυταρκέστατης φυσικής ευγένειας;)-κι αντίκρυ του τ’ αρχοντικό του λαμπρού Ευνάρδου, κ’ η κάσσα διάπλατη στη διάθεσή του!...

     Ποιός, δηλαδή, απέναντί του, με την αγκαλιά ευγνώμονη για την πατρίδα του διάπλατη;… Μπορεί και το alter ego του, από πολλά χρόνια πίσω!... Μύρια νήματα ενεργειών για την Ελλάδα, όσο είναι υπουργός του Τσάρου, όπως κι αν τα πιάσετε και τ’ ακολουθήσετε, δεν οδηγούν σ’ αυτόν, αλλά στον Ευνάρδο! Μά πώς ο Ευνάρδος θέλει τόσα, κάνει τόσα, ξέρει τόσα, για μιάν υπόθεση τόσο «πενιχρή» επιτέλους, σαν «επένδυση» όποιας κάσσας του;… Μυστήρια πράματα! Όλα τα νήματα τελειώνουν στον Ευνάρδο, χρόνια μακρά, καθώς τ’ ανηφορίζης απ’ όλες τις «θεόσταλτα πληρούμενες» ανάγκες της κρυφά συσπειρωνόμενης Ελλάδας-φαίνεται η Πίνδος πράγματι, και τα ρέστα βουνίσια αρθρώματα της θεογύμνιας μας, νάχουν σωστή βουνομάνα τις χρυσοπάρυφες Άλπεις! αλλά κινούνται αυτά τα νήματα τόσο σωστά, και μαδιούνται τόσο «εύστοχα» οι χρυσές εκείνες παρυφές των παγωμένων Άλπεων-όπου ακριβώς, κι όσο ακριβώς χρειάζεται κάθε άρθρωση της Ετοιμασίας εδωκάτω-πού μόνο αντιΜέττερνιχ μπορεί να τα κινή έτσι όλα σωστά και συντονισμένα «ως διά μαγείας»!...

     Η Κέρκυρα, το νησί που είδε τόσους και τόσα, μά ποτέ δεν έμεινε αξημέρωτη σκλαβιά πάνω ολοκληρωτικά-κι αυτό είν’ έξοχη κλήρα, μεγάλη ευλογία, για καλλιέργεια, πολιτισμό κ’ ελευθερία-, η Κέρκυρα που μπόρεσε να μείνη ημερωμένη-και να κερδίση πάντα απ’ όλους τους πρόσκαιρους καταχτητές της τα σταθερά τους άξια, όσα είχαν, μαγεύοντάς τους  να της τα δίνουν ήμερα και με τη θέλησή τους- απόδωσε η μάγισσα στη μάννα της ό,τι από πανάρχαια είχε λάβει: τη γλώσσα της καρδιάς και την πιό φρόνιμη κυριαρχία του νου πάνω στη ζωή: την πολιτεία!

      Σα φτάνη ο Καποδίστριας όμως στην Ελλάδα τί του «παραδίνουν»- πού του ζητάν και να ορκιστή «να διαφυλάξη»-οι λίγοι της αγωνιστές;… Η «ελεύθερη» γη-πού δε σαρώνει δηλαδή ο Ιμπραήμ κ’ οι Τούρκοι (άλλο ποιοί άλλοι διαρκώς ρημάζουν και σαρώνουν αλληλοκτόνα!) –είναι μόνο το Ναύπλιο, ο Πόρος, η Αίγινα, ο Ισθμός-σωστός ισθμός!- και τα Μέγαρα, ως την Ελευσίνα! Δεν υπάρχει Αθήνα- γύρο στην Ακρόπολη κάνουν αμέριμνοι άσβεστη τα «θεία» μάρμαρα του «Χρυσού Αιώνα» σε καμίνια οι «απόγονοι του Περικλέους», ξυπόλητοι  κ’ εκβαρβαρωμένοι-, ούτ’ Αττική, Εύβοια, Ρούμελη, Ακαρνανία!... Μά δεν υπάρχει κάν Μωριάς! Υπάρχει μόνο ένα «ελεύθερο» αλωνάκι, απ’ τον Αργολικό ως τον Κορινθιακό, και δέκα σκόρπια νησιά απ’ όλο το «Αρχιπέλαγος»-μορ’ τί σού είμαστε! μιά σταγόνα, και τη βαφτίζουμε πλουσιοπάροχα, με μεγαλόπρεπο όνομα υπερωκεανού: Αρχιπέλαγος! (τί μασκαράδες! τί ευφάνταστοι για να υπάρξουμε, αφού η συνθήκη της ύπαρξής μας, η αληθινή, δε μας προικίζει με τίποτα το σοβαρό βιώσιμο!)-στο έλεος των κουρσάρων, των Τούρκων και των Αιγυπτίων!...

     Η Επανάσταση, η «μεγάλη» Ελληνική Επανάσταση, έχει βαστάξει εφτά μαρτυρικά χρόνια, έχει χύσει ποταμούς αιμάτων, και τώρα ξεψυχάει… Δεν ειν’ αλήθεια πώς «μόνο απ’ τις διχόνοιες μας»’ αλήθεια είναι περσότερο πώς απ’ τη φτώχεια μας-την κάθε λογής-κι’ απ’ το πού δε μας θέλουν την ελευτεριά-δε μας την ήθελε ποτέ κανείς, μήν πλανιέστε, μή βαυκαλίζεστε!-ούτ’ οι Άγγλοι, ούτ’ οι Γάλλοι-μες στη γαλλική πρεσβεία σχεδιάζονταν η δολοφονία του Καποδίστρια, τί σας το κρύβουνε;-ούτ’ οι Ρώσοι-πού μας στερνοπρόδωσαν τόσες φορές, κι αμετανόητοι εμείς, από χαζοΟρθοδοξία (πώς έχουν, τάχα, κάποια σχέση μ’ όσους πρωτοβάφτιζαν οι Βυζαντινοί μας στα παγωμένα τους ποτάμια κει ψηλά!)-κι ούτε δα οι Αυστριακοί, χειρότεροι κι από τους Τούρκους, μήτε κανείς, κανείς, καμιά εθνική πολιτική «ισχυρού» δε μας θέλησε ποτέ τη λευτεριά, και κανείς πράγματι δε μας ασφάλισε-καθώς ισχυρίζουνται οι ψεύτες-πρίν μας τα ξαναρπάξη ο Τούρκος κι ο Ιμπραήμ τα λίγα μέτρα γής πού προλαβαίναμε με τόσο αίμα να μισολευτερώνουμε, παρά κοίταζαν όλοι, παραξενεμένοι και υπολογίζοντες, το… «αξιοπερίεργο φαινόμενό» μας: λαός μιά φούχτα, να τα βάζη με την ασιατική αυτοκρατορία πούφταν’ ως τη Βιέννη και την έτρεμ’ όλη η Ευρώπη κ’ η Ρωσία, παρά και πού Μεγάλος Ασθενής!... (Τί Ασθενής; Κακά ν’ τα ψέματα! Φοβερός Ασθενής, αθάνατος μοβόρος! Ακόμα κακό ψόφο δεν έχει μήτ’ η σκορπιοουρά του, τ’ απολειφάδι!..)

     Κ’ έτσι, όταν και το στερνό μας βόλι έχη σωθή, και δε μας μένη άλλο από ‘να σπάνιο πρόσωπο να ρίξουμε στη μάχη-αυτό το πρόσωπο, τον Καποδίστρια, πού μόνος στάθηκε άξιος ν’ αντικρύση τόσα χρόνια ένα Μέττερνιχ, κ’ ένα σωρό ηγεμόνες μισητές της ελευθερίας των λαών, μέσα στην πιό αποφασιστική συμμαχία τους κατά των συνειδήσεων και του πνεύματος ανταρσίας, κατά των ατόμων και των ψυχών, των φιλελεύθερων εθνικών ομάδων και συνόλων-όταν αυτός φτάνη εδώ λοιπόν, και γυρεύη τις πρώτες αναφορές και κατατοπίσεις για το τί βρίσκει, τί του «παραδίνουν» τάχα, με ποιά «δεδομένα» θ’ αρχίση στου Κρανίου Τόπο του σταυρού του και του δικού μας του σταυρού τ’ ανασήκωμα ως τη στερνή πνοή-«και την ανάσταση», λεν οι πιστοί, «και την ανάσταση» οι αισιόδοξοι!- να τί ακούει φριχτά:

     Ο υπουργός των Οικονομικών:

-Δεν υπάρχει δημόσιο ταμείο!... Προεξοφλήσαμε και τη δεκάτη από τα νησιά, και δεν έχουμε να πληρώσουμε ούτε τις επισκευές στο σπίτι που θα μείνετε!... Το διόρθωσαν μαστόροι και καλφάδες απλήρωτοι, βερεσέ!... Τους τα χρωστάμε!...

     Ο υπουργός των Στρατιωτικών:

-Το κράτος είν’ αυτό που βλέπετε! Να, ως τα Μέγαρα απέναντι, Σαλαμίνα, Ισθμός και Ναύπλιο!... Μιά λεκανίτσα όλη-όλη, με ρέπια γύρα κ’ ευκολόσβηστους αφρούς… Στο πέλαγο κουρσάροι, στην Ελλάδα Τούρκοι, στο Μωριά ο Μπραϊμης…

      Κι ο υπουργός της Δικαιοσύνης:

-Δεν υπάρχουν δικαστήρια, δεν υπάρχουν ούτε νόμοι… Ο «Αρμενόπουλος» μόνο… Και πολύς είναι!

-Δουλέψτε με τον «Αρμενόπουλο!» Δεν έχει τόση σημασία με τί. Με κάτι! Το προχειρότερο, πού να το γνωρίζουν όλοι… Οιοσδήποτε κώδιξ κοινός συνιστά δίκαιον!..

     Κι ο υπουργός της Παιδείας:

-Δεν υπάρχουν σχολεία, δάσκαλοι, βιβλία, μέσα!...

     (Ενώ υπάρχουν τάχα επαρκή, και μετά ενάμιση αιώνα «ελεύθερου» και «πολιτισμένου» έλληνος βίου μας;… Σωπάτε! Θα το πιστέψουμε και δε θα πιστεύουμε τα μάτια μας, ούτε την τύφλα μας!)

     Και πάλι ο υπουργός των Στρατιωτικών:

-Δεν υπάρχει ούτε στρατός!

     Και των Ναυτικών:

-Ούτε στόλος!... Δυό καράβια έχει το κράτος, δίχως τόπια και δαύτα, μπαρούτια, τσούρμα-τίποτες!... Μήδε για μπουρλότα!....

      Δηλαδή τί του «παράδινε» του κόμη Καποδίστρια-του κερκυραίου, του πολιτισμένου, του διάσημου, του τρομερού ανταγωνιστή της Ιερής Συμμαχίας-τί του «παράδινε» η Ελλάδα, μ’ όσα κορμιά κι αν θυσίασε η έρμη, για να της στρώση ζωή:… Τί να στρώση, πώς να στήση, πώς εθνική ζωή, χωρίς λεφτά, χωρίς όπλα, χωρίς σκολειά, χωρίς κορμιά κάν και καρδιές μονιασμένες;…

     Ελάτε τώρα, μήν  είμαστ’ άκαρδοι και γυρεύουμε της Ελλάδας της δύστυχης να μολογήση τί δέν του «παρέδωσε», τί μηδέν του «παρέδωσε», του δολοφονημένου απ’ το μηδέν της, για να της στήση το άπαντο!... Το άπαντο, μ’ ακούτε; Του «παραδίνονταν» αλωνάκι δέκα τσιγάρων δρόμου, όλο κι όλο, από Ταίναρο κατσάβραχο ίσαμε…-ου! να μήν πούμε κ’ ίσαμε πόσο λίγο! Τί να τους κάνω, θάλεγε κάποιος, και τους Κολοκοτρώνηδες αυτούς, και τους Μιαούληδες πού καίγανε το στόλο, και τους Δημήτριους Υψηλάντηδες, τους τόσο τίμιους μά στενούς…-όλους, τί να τούς κάνω, θάλεγ’ η πιό σκληρή συνείδηση του Έθνους, πού τ’ άφηκαν όλα εδώ καμμένα, τόσοδα αλωνάκι; Ελλάδα ήταν αυτή; Για στίγμα (μ’ όλες τις σημαίες) στο χάρτη-ποιο χάρτη; Μήδε το ίδιο της το βουνίσιο κορμί δε σημειώνεται, στους πιό τέλειους χάρτες του Άγγλου, κείνον τον καιρό τον άγριο!

     Όμως αυτός, δεν πέρσεψε η ανάσα του για όλη, άμα τη μισή μας την άφηκε! Και με τί δόντια, τί αγωνία την άρπαξε, για να μας την αφήση!

Με τί ραδιουργία και δολοπλοκία κι απατεωνιά κι ωμό ξεγέλασμα και έτσι θέλω, έναντι δυνάμεων κυνικών-τί Γαλλίας, τί Αγγλίας, πούστρεψε τα κανόνια της και τίς μπομπάρδες της, κ’ έστελνε ωμότατα τελεσίγραφα και παράγγελνε: Από τη Ρούμελη και την Ακαρνανία, ποτάμι αίμα κι αν χύσατε, ν’ αποσυρθήτε αμέσως!...

     Καί ποιοί τον σκότωσαν δηλαδή; Πού βρήκαν το έρεισμα, να τον σκοτώσουνε σαν το σκυλί, οι πειραγμένοι άρχοντες Μαυρομιχαλέοι… Ο τύραννος δεν ήταν από πίσω; Ο νέος τύραννος; Η κοσμοκράτειρα δεσποτική Αγγλία, κ’ η ωμότερη αυτοκρατορική Γαλλία, με τους χαφιέδες και τους πράκτορες εδώ, τους φαρισαίους και τους πουλημένους και τους νέους προσκυνημένους;…

     Και μόνο η Ελλάδα έσωσε μολαταύτα και την έκανε; Μόνο Ελλάδα;…

     Βρε, ανθρωπινή την έκανε, όχι ζούγκλα πού την «παράλαβε», στην πατούσα της Ευρώπης, της ετερόφωτης από δαύτην, την άλλοτε!...

     Και λεφτά βρήκε, και στρατό έστρωσε, και σκολειά φύτεψε, και θεσμούς θεμελίωσε-και στρατιώτες έκανε στοιχειωδώς τους κουρελήδες, και στρατηγούς, (μέ κάποια ντροπή πότε-πότε) τους καταχραστές των σιτηρεσίων, κ’ έλληνες ξαναβάφτισε τους προσκυνημένους-κ’ υπόμενε, υπόμενε, ανέχονταν τον έσχατο παλιοπροδότη, να του παζαρεύη το κάθαρμα απ’ το Μακρυνόρος, αν θα την προδώση ξανά την Ελλάδα ή αν θα την «υπηρετήση» πιά, πού τόσες φορές την είχε προδομένη!-και να κλέβουν και να λέη «δεν πρέπει», και να κουρσεύουν και να λέη «η Ελλάδα συγχωρεί», και στο μεταξύ να πίνη ένα λαχανόζουμο μονάχα ο ίδιος, και να υποδεικνύη πώς δεν πρέπουν τα καλά φορέματα και τα βαριά μαλάματα στους χτές κουρελήδες καπετανέους και στις χτές κουρελούδες καπετάνισσες…

     Ποιόν δολοφόνησε αυτό το Έθνος;

     Τόν πιό πανούργο του πολεμιστή μες στη φωλιά των λύκων της Ιερής Συμμαχίας! Τον πιό Οδυσσέα του, όταν μόνο Οδυσσέας ήτανε δυνατός-Αχιλλέας δεν ήταν!

     Ποιόν δολοφόνησε το Έθνος;

     Τον πιό περήφανο άρχοντα πολεμιστή του, πού σαν τελειώνη ο ρόλος του Οδυσσέα, τα πετάει αδίσταχτα όλα στα μούτρα του Τσάρου πασών των Ρωσιών, και τα ρούχα τα χρυσά, και τ’ αξιώματα, και τις θέσεις τις λαμπρές, τις πανίσχυρες, και φεύγει, πάει αρχιστράτηγος του Δούρειου Ίππου του απανταχού Φιλελληνισμού, και μαστορεύει τις ντούγιες του ατσάλινες, και τον κάνει χρυσότοκο Δούρειο Ίππο, τον κάνει τρομερή λαλιά, τρομερή πίεση στις συνειδήσεις όλων: σε βουλές, σε βήματα, σε τύπο και λογοτεχνία και ποίηση μεγάλη της Ευρώπης της πιό προωθημένης και καλλιεργημένης, λαλιά-ρομφαία διεκδικούσα ελευθερία για την Ελλάδα, πού δεν την εύρισκαν ούτε στο χάρτη οι χαιρέκακοι εχθροί της κ’ έλεγαν: πού ν’ την; Πού είν’ οι σκιές, τα φαντάσματα του επαναστάτη κόμη;…

      Κι όταν τους ανάγκασε όλους να τον φέρουν κυβερνήτη εδώ-κι άς ήξεραν πώς φέρνουνε το δυναμίτη στ’ αντιελεύθερα σχέδιά τους, όχι το δούλο τον πειθήνιο!- μή σας νοιάξη μες από τί δολιχοδρομίες, μη ρωτάτε, μη μάθετε, μη σας το διδάξουνε ποτέ τα ντροπιάρικα σκολεία μας μες από τί συστροφές, τί πανουργίες έναντι των συνθλιπτικά πιεζουσών δυνάμεων, κατάφερ’ ο τίγρης, ο αδούλωτος, και τους Γάλλους να εκμεταλλευτή, και τους Άγγλους ν’ αντιτάξη στους «πανέξυπνους» Γάλλους, και τους Ρώσους να εμπλέξη σα βουβάλια και να καταφέρη οιστρηλατώντας κατά της Πύλης-δούλεψαν τότε όλες οι μήνες π’ από χρόνια είχε φυτέψει ο σατανάς-κ’ εξερράγη ο Ρωσοτουρκικός!...

     Μή ρωτάτε, αφού φοβάστε την αλήθεια τη διεξοδική της πιό  πικρής παράδοσης, αλλά κρατήστε τουλάχιστο μόνο τούτο: Πώς, στο πείσμα όλων, ο κυβερνήτης έκανε κ’ Ελλάδα το αλωνάκι, κ’ ελεύθερη Ελλάδα κι ανθρώπινη στοιχειωδώς Ελλάδα, πρώτη φορά με δικά της έσοδα, πρώτη φορά με δικιά της φώτιση, πρώτη φορά με δικιά της τίμια πολιτεία-πρώτη φορά, κι ακούστε με, κι αφήστε τους παλιούς εκείνους, τους Άρχοντές μας!... (Δέν είναι «μας», δεν υπάρχει «μας» κανένα που να μας σώζη!... Εμείς τότε πρωταρχίσαμε, με τον Καποδίστρια πρώτο κυβερνήτη μας, πρώτη πολιτεία πολιτισμένων-και χωνέψτε τι μας δώρισε, ποιόν δολοφονούμε ακόμα με την άδικη «κρίση» μας!...)

     Αυτόν να μή σκοτώσουν;

     Αυτόν να μή λερώνουν;

      Αμ’ αν τέτοιους δε σκοτώναμε, δε λερώναμε στην κακοριζικιά μας, πώς αλλιώς θα φυλάγαμε την κόλασή μας;

     Μά θα στρώση κάποτε αυτός ο Τόπος! Μήν κοιτάτε πού η συνείδησή του το λέει σκληρά…  Μάλιστα να χαίρεστε πού τα λέει σκληρά και σκοτεινά η πιό υπεύθυνη συνείδησή του… Θάρθουν φωτεινά και καρπερά, σαν το υνί μπή βαθιά και βοτανίση τον αξύπνητο τόπο, ανεβάζοντας πάνω τ’ άβλαβα χώματα….

      Τότε θ’ αρχινάν, σας βεβαιώνω, απ’ τον Καποδίστρια.

     Κι από κάτι σαν κι αυτά τα «σκληρά» των πιό φιλοτίμων.

*Διάλεξη πού μού ζητήθηκε από το Δήμο των Κερκυραίων, «για εναρκτήρια των εορτών του Έτους Καποδίστρια» (1-2-69), αλλά δεν έγινε, γιατί τη φοβήθηκαν οι τοπικές αρχές του νησιού κ’ η ανώτατη εξουσία, όταν έθεσα τον όρο πώς, σαν «εναρκτήρια» θάναι πράγματι ο πρώτος λόγος πού θ’ ακουστή, χωρίς να προλογίση κανείς άλλος, και μάλιστα «επίσημος». Τούτο, γιατί προγραμμάτισαν ξαφνικά-κι αφού μού την είχανε ζητήσει, κ’ είχα δεχτή (η μάνα μου είναι κερκυραία: Ζαμπέλλη), και την είχα γράψει-«ν’ ανοίξη», λέει, «το Έτος Καποδίστρια»-δηλαδή να πή τα γνωστά του, σαν «επίσημος», πρό της διαλέξεως-το τότε… Χρυσό Μυστρί μας!  Είπα «όχι», δε δέχομαι, ούτε κάν να παρίσταται το Χρυσό Μυστρί μας! Αλλιώς, να σας τα πή και για τον Καποδίστρια το Χρυσό Μυστρί σας, πούναι και Χρυσό Αηδονάκι, πούτανε μαζί και Χρυσό Μυστρί μας, οι παρακατιανοί;-και την κόλλησα και δαύτη με τ’ άλλα στο Προσωπικό Αρχείο μου. Δημοσιεύεται τώρα εδώ χωρίς καμμίαν αλλαγή, και καθώς την ξαναβλέπω βρίσκω-να τα χρόνια πώς μας… «συνετίζουν», τους «λογοτέχνες που χρειάζονται… ξύλο», κατά το Χρυσό μας το Μυστράκι εκείνο (δηλώσεις του της 5-5-69), «Τάιμς» του Λονδίνου της 6-5-69, γιατί εδώ απαγορεύτηκε η δημοσίευση πώς… «χρειάζομαι ξύλο» απ’ το Χρυσό Παπαγαλάκι μας)-ναι, λοιπόν, βρίσκω «συνετισμένος», πώς δεν είχανε δά κι άδικο να τη φοβούνται τη διάλεξή μου αυτή, για το μοναδικό μας Καποδίστρια, όσοι βάσιμα κάτι υποψιάζονται στην τόση «ανωτερότητά» τους. (Γράφτηκε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Γενάρη ’69 κ’ είναι προφορικός λόγος.)

ΑΠΟ ΤΑ ΕΝΑΡΙΘΜΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ: 263

    Τά φριχτότερα εγκλήματα γίναν υπέρ του Θεού κ’ υπηρέτησαν το Διάβολο, υπέρ του Δικαίου κ’ υπηρέτησαν  το Άδικο, χάριν της «γλυκυτάτης» Ελευθερίας, του υπάτου Καλού, κ’ υπηρέτησαν την πικρότερη Δουλεία, το ύπατο Κακό!... Αύριο, θα γίνουν υπέρ της Ανθρωπότητας, και θα εξαφανίσουν  και τα τελευταία ίχνη ανθρωπιάς’ μεθαύριο, χάριν της Μεγαλειοτάτης Επιστήμης και θ’ απανθρωπέψουν και τους ρέστους εγκεφάλους’ αντιμεθαύριο… -δεν έχει αντιμεθαύριο!

ΡΕΝΟΣ  ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ

Σημείωση:

     Θα εορτάσουμε φέτος τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και την Απελευθέρωσή μας από τον οθωμανικό ζυγό. Θεώρησα ότι κατάλληλο κείμενο για να ανοίξω την αυλαία των εορταστικών σημειωμάτων, είναι η παλαιά ομιλία του φιλόλογου, ανθολόγου και συγγραφέα αλησμόνητου Ρένου Αποστολίδη, που αντιγράφω. Ο Ρένος Αποστολίδης υπήρξε μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή περίπτωση στα ελληνικά γράμματα τον προηγούμενο αιώνα. Πλήθος-για να μην γράψω το σύνολο-των προηγούμενων γενεών, των ελλήνων ποιητών και διηγηματογράφων του οφείλουν την «αναγνώρισή» τους. Οι δύο σειρές των Ανθολογιών του,-«ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ», 3 ΤΌΜΟΙ ΠΟΙΗΣΗ σελίδες 1800 και 3 ΤΟΜΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ σελίδες 1600-είναι μάλλον ότι σημαντικότερο στον χώρο των ελληνικών ανθολογιών έχουν να επιδείξουν τα νεοελληνικά μας γράμματα. Η προσωπική του φροντίδα και επιμέλεια, το φιλολογικό του ενδιαφέρον, η άοκνη προσπάθειά του στην συγκέντρωση του υλικού, (ανέκδοτου και μη ανεκδότου ποιητικού και διηγηματικού υλικού) το ορθό ποιητικό του κριτήριο, η λελογισμένη αξιολόγηση των δημιουργών με συγκεκριμένες ποιητικές και διηγηματικές μονάδες, η συμμετοχή στις Ανθολογίες του, Νέων σε ηλικία ποιητών και διηγηματογράφων δίπλα σε μεγαλύτερους ηλικιακά συγγραφείς, τα ποιήματα που επιλέγει, (πολλά από αυτά διαπιστώνουμε ότι προέρχονται από τον τόμο της Ανθολογίας που είχε κυκλοφορήσει ο πατέρας του Ηρακλής Αποστολίδης), η διαρκής αγωνία του για την ελληνική γλώσσα, την χρήση της, η αγάπη του για την δημοτική, μα, και του πολυτονικού συστήματος, η μεταφορά λέξεων της δημοτικής παράδοσης μέσα στα σύγχρονα κείμενα κλπ., καθιστούν τις δύο σειρές των Ανθολογιών του υπόδειγμα ανθολόγου και φιλολόγου. Η συμμετοχή ποιητών στις Ανθολογίες του, θεωρούνταν και ίσως θεωρείται ακόμα, ως το διαβατήριο αναγνώρισης για έναν δημιουργό των ελληνικών γραμμάτων. Όμως, ο Ρένος Αποστολίδης, δεν υπήρξε μόνο ένας σημαντικός ανθολόγος-συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, αλλά και σπουδαίος συγγραφέας και μεταφραστής. Τα βιβλία του προκαλούσαν πάντα το ενδιαφέρον τόσο του αναγνωστικού κοινού όσο και των κριτικών και ιστορικών της ελληνικής λογοτεχνίας. Οι επανειλημμένες επανεκδόσεις των έργων του δηλώνουν το συνεχές αναγνωστικό ενδιαφέρον. Είναι μεγίστη ακόμα, η συμβολή του στην ελληνική βιβλιογραφία της ιστορικής περιπέτειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η συν επιμέλεια με τους γιούς του, (Ήρκο και Στάντη) του έργου του JOHAN GUSTAV DROYSEN, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ» και «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια Ρένος Ηρακλής Αποστολίδης, Τράπεζα Πίστεως 1988 και εφημερίδα Ελευθεροτυπία 1993. Τόμοι 4. Κλασική είναι και η επιμέλεια και επιστημονική και φιλολογική έκδοση των Ποιημάτων του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, Αθήνα 2003. Στο γνωστό και σημαντικό μυθιστόρημά του «Πυραμίδα ΄67» βασίστηκε ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης για να σκηνοθετήσει την ταινία του «Εμφύλιος μέσα μας». Ο επτανήσιος Ρένος Αποστολίδης (Αθήνα 2/3/1924-10/3/2004)υπήρξε συγγραφέας πάνω από 30 τίτλων μικρών και μεγάλων βιβλίων, εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών που έγραφε και εξέδιδε μόνος του και εκατοντάδων δημοσιευμάτων και άρθρων. Στην πολυκύμαντη ενεργό πολιτική του σταδιοδρομία, για ένα διάστημα διετέλεσε πολιτικός και κοινωνικός σχολιαστής σε τηλεοπτική εκπομπή καναλιού την δεκαετία του 1980 αν δεν κάνω λάθος. Το εύρος της σκέψης του ήταν μεγάλο, η γραφή του αιχμηρή, ο λόγος του καίριος, κέντριζε τις κουρασμένες συνειδήσεις μας, οι δημόσιες παρεμβάσεις και δηλώσεις του προκαλούσαν πάντα το έντονο ενδιαφέρον, την θετική ή αρνητική κριτική των ακροατών του ή των αναγνωστών των κειμένων του. Βλέπε πχ. τις αρνητικές του κρίσεις για το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Σαν την «Σωκρατική» αλογόμυγα ο λόγος του Ρένου Αποστολίδη προκαλούσε την προσοχή, ερέθιζε τα κοινωνικά και πολιτικά αντανακλαστικά της ζωής μας. Ο Ρένος δεν ήταν χλιαρός, είχε ή φανατικούς φίλους ή φανατικούς εχθρούς. Τον Ρένο τον αποδεχόσουν όπως εκείνος σου πρότεινε ή τον αρνιόσουν δίχως σχολιασμό. Αν δεν είναι υπερβολικός ο συσχετισμός, τις προηγούμενες δεκαετίες στην πολιτική και συγγραφική σκηνή στην χώρα μας, δύο αντρικές φωνές και μία γυναικεία ακούγονταν, διαβάζονταν και σχολιάζονταν με μεγάλο πάθος και αναγνωστική αφοσίωση. Η φωνή του Βασίλη Ραφαηλίδη, η φωνή του Ρένου και η φωνή της Μαλβίνας Κάραλη. Τρία δυνατά ελληνικά, ελεύθερα μυαλά και προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης, από διαφορετικά πεδία αναφορών και προέλευσης το καθένα. Δεν ήταν απλά της «μόδας» αλλά βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη του δημοσιογραφικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Ο λόγος και η γραφή τους δημιουργούσε συζητήσεις, πνευματικές ζυμώσεις, αψιμαχίες, τάραζε τα λιμνάζοντα νερά των ελλήνων και τον εφησυχασμό μας. Στις φωνές αυτές οφείλουμε να προσθέσουμε και μία ακόμα, αυτή του θεολόγου, φιλόσοφου και σχολιαστή Χρήστου Γιανναρά. Οι Έλληνες αυτοί στοχαστές, λόγιοι και διανοούμενοι –όπως και ορισμένοι άλλοι-κατόρθωσαν με τα δημοσιεύματά τους και τις δημόσιες παρεμβάσεις τους, να καταστήσουν οικεία στο μεγάλο ελληνικό κοινό σημαντικά ζητήματα και προβληματισμούς που αφορούσαν θέματα της ελληνικής ταυτότητας και ελληνικής αυτοσυνειδησίας. Έθεσαν με απλό και εύληπτο τρόπο σύγχρονα ερωτήματα σχετικά με το τι είναι, ποια είναι η μοντέρνα των καιρών μας ελληνικότητα και που διαφοροποιείται από προγενέστερη χρονικά έκφρασή και εικόνα της. Ποιες οι ουσιαστικές, αυθεντικές  ρίζες της ελληνικής μας παράδοσης και πολιτισμού. Ποια η εθνική μας αυτοσυνειδησία σαν Έλληνες κλπ. Έθεσαν προβληματισμούς για την χρήση ή την απαξίωσης της ελληνικής γλώσσας, το μέλλον του ελληνισμού, τι είναι πατρίδα, πώς ορίζεται ένα έθνος μέσα στον σύγχρονο ανοιχτών συνόρων παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Τι ρόλο οφείλει να διαδραματίσει η Ελλάδα μέσα σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο και ρευστό διεθνές πολιτισμικό γίγνεσθαι. Την επανεύρεση των εθνικών μας ιστορικών ριζωμάτων. Την προβολή της σπουδαιότητας της ελληνικής παιδείας στους σύγχρονους μοντέρνους καιρούς και την συνεισφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό. Ανοιχτά μυαλά, ελεύθερες σκέψεις, δημοκρατικές προσωπικότητες που σημάδεψαν την εποχή τους και μπορούν ακόμα να μας σταθούν σηματωροί. Να το επαναλάβουμε, τα πεζά και τα άρθρα του Ρένου Αποστολίδη άφησαν εποχή. Ένας έλληνας της γενιάς του πάντα επί των επάλξεων. Ο Ρένος Αποστολίδης, εξέφρασε ένα υγιές ρεύμα της αστικής πολιτικής και κοινωνικής διανόησης της ελληνικής πραγματικότητας, που υφίστανται θα τολμούσα να σημείωνα, «κρατικό διωγμό». Μακριά από εθνικιστικούς σοβινισμούς και παλαιο-μαρξιστικές κατεδαφίσεις, αποδόμησης των ιστορικών αρχών και διδαχών της φυλής μας, πρότεινε την ανάπτυξη και καλλιέργεια της πολιτικής σκέψης των Ελλήνων μέσω της παιδείας και ιδιαίτερα της κλασικής. Ο Ρένος μας τσιγκλούσε διαρκώς και ποικιλοτρόπως θέλοντας να μα καταστήσει κοινωνούς των κοινωνικών του οραματισμών. Να απολαύσουμε μαζί του την ευωχία της ελληνικής παιδείας. Τα μηνύματα που αυτή εξακολουθεί να κομίζει. Οι Έλληνες αυτοί του προηγούμενου αιώνα, δεν ήσαν οι λόγιοι των γραφείων και των κλειστών σαλονιών, ήσαν όπως μας μίλησε ο πολιτικός υπαρξιστής γάλλος φιλόσοφος, Ζαν Πωλ Σάρτρ οι διανοούμενοι των χαρακωμάτων. Δηλαδή της  δημόσιας παρέμβασης και πράξης. Με τα κείμενά τους, τα βιβλία τους, τον δημόσιο λόγο τους παρενέβαιναν στα κοινά. Έδιναν τις απαντήσεις ή προτάσεις τους. Ο Ρένος Αποστολίδης υπήρξε ένας διανοητής της πράξης, ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με ακραίες ορισμένες φορές θέσεις του. Οι κρίσεις του προϋπέθεταν βαθιά παιδεία και διαλεκτικό φιλελεύθερο συλλογισμό.

    Στο κείμενο που αντιγράφω, από το ανάτυπο του περιοδικού, δεν υμνεί τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, δεν εικονογραφεί την αγιογραφία του, αντίθετα, προσπαθεί να μας υπενθυμίσει τα δικά μας λάθη, της φυλής μας φρικτά πάθη, μίση και φριχτές επιλογές, που οδήγησαν στον θάνατο, τον πρώτο έλληνα Κυβερνήτη. Και δεν στέκεται μόνο σε αυτό, μας μιλά για τους απαξιωτικής φύσεως χαρακτηρισμούς που σύγχρονοι «ελληναράδες» συγγραφείς αποκαλούσαν τον εθνικό κυβερνήτη «φασίστα», γιατί, γιατί διέθεται όραμα για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης και υποτυπώδους γεωγραφικά, λιλιπούτειας χώρας. Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια είτε έγινε για λόγους εκδίκησης-βεντέτας, και «οικονομικούς λόγους» είτε εκτελέστηκε από μια ομάδα δυσαρεστημένων αντικαποδιστριακών ελλήνων της εποχής, προκάλεσε ανήκεστο βλάβη στην κατοπινή ιστορική πορεία, οργάνωση και ομαλή εξέλιξη της ανοικοδόμησης και λειτουργίας του ελληνικού κράτους, που βάδιζε στα τυφλά μετά την απελευθέρωσή του από τον τούρκικο ζυγό. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του που υπαγόρευσε στον δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη, ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα δικά του Απομνημονεύματα, ο Ν. Σπηλιάδης και ο Φωτάκος στις ιστορικές τους καταγραφές των αγωνιστών του 1821, ο Φιλήμονας και ο Αναστάσιος Γούδας στις δικές τους ιστορίες, ο Σπυρίδων Τρικούπης στην ιστορία της επανάστασής του, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, και αρκετοί άλλοι σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο Διονύσιος Κόκκινος, μας παράσχουν σημαντικές πληροφορίες και ιστορικά στοιχεία για τον ρόλο της οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, του Γεώργιου και του Κωνσταντίνου, γιού και αδερφού του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που δολοφόνησαν τον Ιωάννη Καποδίστρια. Την οικογένεια των αγωνιστών Μανιατών του 1821 που κατέτρεξε ο Ιωάννης Καποδίστριας και τα αδέρφια του, φυλάκισε, στην επιθυμία του να οργανώσει όπως εκείνος ονειρευόταν μια δημόσια ελληνική διοίκηση. Να θέσει τις βάσεις των θεσμών της ελληνικής πολιτείας. Οι μαρτυρίες του Δημητρακάκη και του Κορφιωτάκη, πολιτικών και δημόσιων λειτουργών της εποχής (μάλλον άγνωστους στους περισσότερους έλληνες) είναι χαρακτηριστικές για τον ενεργό συμβολή της οικογένειας αυτής των Μανιατών στην δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Μια προσωπική, ελληνική βεντέτα, κόστισε την αλλαγή της ιστορικής και πολιτικής πορείας, εξέλιξη μιάς μικρής χώρας, με ολέθρια ιστορικά αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια. Ο Ιωάννης Καποδίστριας χάθηκε άδικα, και μαζί του χάθηκε και η ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης Ελλάδας. Η μοίρα της Ιστορίας με την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια δεν στάθηκε σκοτεινή και ζοφερή απέναντι σε έναν έλληνα, Κερκυραίο, πολιτικό και διπλωμάτη αλλά, απέναντι σε ένα ολάκερο έθνος, το Ελληνικό. Το ηχηρό σκοτεινό ράπισμά της ίσως πληρώνουμε ακόμα και σήμερα σαν λαός και σαν έθνος. Έτσι τα λόγια του Ρένου είναι σοφά, δίκαια, καθόλου υπερβολικά στον έλληνα αυτόν. Μέσω της ομιλίας του, που δεν εκφωνήθηκε εντέλει, όπως μας λέει ο ίδιος στο σημείωμά του, καταφέρεται και εναντίον της τότε στρατιωτικής χούντας και των εκπροσώπων της. Βλέπε τον αντιπρόεδρό της με το μυστρί.

        Η γλώσσα του είναι αποκαλυπτικά πλούσια όπως με ευκολία διαπιστώνει ο των ημερών μας αναγνώστης. Χρησιμοποιεί πολλές σύνθετες λέξεις τις οποίες ο ίδιος δημιουργεί. Πολλές από τις λέξεις του δεν τις συναντάμε στα ελληνικά λεξικά, τουλάχιστον με τον ορθογραφικό τύπο που μας τις προτείνει. Στην ομιλία του χρησιμοποιεί πολλά επίθετα που παραδόξως, δεν βαραίνουν την πρόταση ανεξάρτητα αν ορισμένα ξενίζουν. Οι παράγραφοί του είναι γεμάτοι με πολλές μικρές και μεγάλες παρενθέσεις, θαυμαστικά και αποσιωπητικά. Δεν γνωρίζω πώς θα ακούγονταν ο προφορικός αυτός λόγος του αλλά στην αντιγραφή έχει δυσκολίες στην μεταφορά του. Η γραφή του βασίζεται στους ορθογραφικούς και συντακτικούς κανόνες της εποχής πράγμα που σημαίνει ότι όποια προσπάθεια του κειμένου να χτενιστεί αποβαίνει μοιραία στην σύνολη εικόνα του. Θα του κατέστρεφε το προσωπικό του ύφος. Το άφησα όπως το διάβαζα, με τα ωμέγα του αντί τα όμικρά του, τα δύο του λλ, τα ήτα των υποτακτικών του, τις λέξεις μέσα στα εισαγωγικά τους, κλπ. Εξάλλου, ο ίδιος υπήρξε σπουδαίος φιλόλογος που σημαίνει ότι αν το επιθυμούσε στην μεταφορά του στο περιοδικό «ΤΑ ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ» το 1974, θα διόρθωνε τις ενδεχόμενες αβλεψίες. Κάτι επίσης το οποίο δεν έπραξα, γιατί θα δημιουργούσε τεχνικά προβληματάκια στην φόρμα των σελίδων, είναι ότι ο Ρένος πάμπολλες λέξεις του μας τις δίνει με αραιό διάστημα ανάμεσά τους. π.χ π α ρ α π λ ά ν η σ ε, π ρ ώ τ α, κλπ. Όλη η τυπωμένη ομιλία είναι γεμάτη από κενά. Αν το έπραττα στην αντιγραφή θα ήταν δύσκολο να γίνει αντιληπτή η οργάνωση και έκθεση του λεκτικού υλικού από τον συγγραφέα. Όπως και νάχει, πέρα από την ορθογραφία του, πέρα από τις λέξεις και τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Ρένος Αποστολίδης, οι σκέψεις και οι απόψεις του, οι κρίσεις και οι θέσεις του, είναι αυτές που μετράνε και μας κάνουν να αποδεχόμαστε το ανεξάρτητο του φρονήματός του, την ανοιχτή και ελεύθερη σκέψη του, την βαθιά του ιστορική γνώση και πατριωτική συνείδηση.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021. Διακόσια χρόνια μετά.                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου