Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

Προσωπογραφίες λογοτεχνών από ομοτέχνους τους

                            «ΤΟ  ΠΟΙΗΜΑ  ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ»

Προσωπογραφίες λογοτεχνών από ομοτέχνους τους.

Σήμερα η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ παρουσιάζει τον Νίκο Καρούζο συγκρίνοντάς τον παραδόξως με τον Άγγελο Σικελιανό

Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 26/7/1998

     Λέει κάπου ο Καρούζος (στο βιβλίο «Η τελευταία συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Αν. Θέμελη», εκδόσεις Ύψιλον 1991): «Το ξέρετε το ωραίο: Ρωτούν έναν Ασιάτη, φωτισμένο άνθρωπο: «Πώς πέρασες χθες;». Κι αυτός, ωσάν το χτες να είναι έτη φωτός πίσω του, λέει: «Χτες; Δεν θυμάμαι να υπήρξα χτες. Τώρα υπάρχω». Αυτό φαίνεται, μοιάζει με παραδοξολόγημα’ δεν είναι όμως. Είναι η βαθύτερη υπαρξιακή αλήθεια». Το παρόν του Καρούζου είναι φτιαγμένο σύμφωνα με μια πολύ εκλεπτυσμένη τεχνολογία θανάτου που αυτόματα καταργεί και παρελθόν και μέλλον και τα μετατρέπει όλα σε απόλυτο παρόν. Είναι το παρόν που είναι δυναστικό, όχι ο χρόνος. «Αυτό που ονομάζουμε «χρόνο» είναι μια ανάγκη της σκέψης για να επιβάλλει στα φαινόμενα μια οργάνωση. Είναι ένα μέσο. Τίποτ’ άλλο» (στο ίδιο βιβλίο).

      Αυτή η ποιητική ένταση του παρόντος στον Καρούζο είναι ίσως αυτή που δίνει τη μοναδική γεύση της ποίησής του. Ακόμη  όταν αναφέρεται σε ιστορικά πρόσωπα-στον Μάρκο Αυρήλιο, στον Βαρβαρόσα κλπ.-δηλαδή στο παρελθόν, και αδιάλειπτα «αναπνέοντας την ποιότητα της ανυπαρξίας» (ίσως ακριβώς γι’ αυτό), κινείται πάντα στην αιωνιότητα του παρόντος της ζωής. «Όσο κρατήσει η ζωή κρατά κι ο θάνατος» (Καρούζος).

      Είμαι στους Δελφούς. Απέναντί μου το βουνό μοιάζει να ξεκινάει από την κορυφή των φρυδιών μου και να κατρακυλάει ως το κατωχείλι μου. Ένας γάιδαρος δεμένος στο δέντρο, ορθός κι ακίνητος. Θα κοιμάται σκέφτηκα και μετά: να που για αυτόν ο ύπνος δεν είναι αδιάρρηκτα δεμένος με το «ξάπλωμα»… ίσως μόνον ο θάνατος να σημαίνει «πλαγιάζω» για κείνον… Όμως, είναι δύσκολο να αφαιρέσεις από αυτόν τον τόπο τον μυθολογικό του μανδύα. Ο Απόλλωνας και ο Σικελιανός ηχεί λίγο σαν Θεός και η ενσάρκωσή του ο Χριστός… Γύρω, παντού, τα λόγια, οι στίχοι του Σικελιανού, του ποιητή που βάζει την ποίηση στην υπηρεσία της «ιδέας». Η γλώσσα με τα στολίδια της τα φανταχτερά (τα επίθετα), τις κινήσεις τις χορευτικές (τα ρήματα) και τους λουλουδιασμένους εξώστες (τα επιρρήματα), η γλώσσα ολόκληρη με τις αλήθειες και τις ψευτιές της, έχει επιστρατευτεί για να πείσει τους ανθρώπους ότι ο Ποιητής συνέλαβε ή μάλλον ενσαρκώνει την «ιδέα» που θα δώσει νόημα στο άλγος του θανάτου, δηλαδή θα τους σώσει. Μια «ιδέα» αντάξια ενός φωτεινού και φωτισμένου παρελθόντος που δεν έσβηνε ποτέ: την αρχαία Ελλάδα. Και μέσα σε αυτό τον χώρο εγώ διαβάζω Καρούζο! Τι αντίφαση! Αλλά «βρισκόμαστε πάντα στην αντίφαση: την ακρόπολη της λογικής» (Καρούζος).

      Δεν πρόκειται να επιχειρήσω εδώ μια συγκριτική θεώρηση των δύο ποιητών Και άσκοπο το κρίνω και ανάξιο θεωρώ τον εαυτό μου. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η εμμονή του ενός (του Σικελιανού) σε ένα λαμπερό παρελθόν που ο ποιητής βιώνοντάς το ασταμάτητα το μετατρέπει σε ένα απαστράπτον παρόν ενώ ο άλλος (ο Καρούζος) βιώνοντας φανατικά ένα μαύρο μέλλον-τον θάνατο-το μετατρέπει κι αυτός σε ένα απόλυτο, δυναμικό παρόν. Μήπως, λοιπόν, ένα παράξενα πάμπλουτο παρόν είναι ο πραγματικός χώρος της ποίησης; Τι κι αν ο Σικελιανός χρησιμοποιεί την ποίηση για να φτάσει την «ιδέα» κι ο Καρούζος για να εκφράσει τη θνητότητα; «Όλα μου είναι άχρηστα σκέφτηκα, εκτός από τη ζωή μου» λέει ο Καρούζος και στη «Νεολιθική Νυχτωδία στη Κροστάνδη» (1985): «Κι επί τέλους τι νομίζεις πως είναι τα ιδανικά; Είναι όπως αλευρώνουμε τα ψάρια πριν από το τηγάνισμα». Το παρόν είναι ισοπεδωτικό ή όπως λέει αλλού: «Η πιο μεγάλη ώρα της ζωής υπάρχει σαν τις άλλες». Ποιο παρόν όμως; Το εκλογικευμένο παρόν, λέω εγώ. Και λέει ο Καρούζος: «Άλλωστε ο χρόνος δεν υπάρχει, η μνήμη κάνει να υπάρχει. Εάν εγκαταλειφθεί η μνήμη-και δεν εννοώ να πάθει κανείς αμνησία, εννοώ να μη δίνει κανείς οιαδήποτε σημασία στη μνήμη-, εάν περιφρονηθεί ως παράγοντας της Ύπαρξης, τότε αυτομάτως γίνεσαι άνθρωπος του απόλυτου παρόντος… Το παρόν είναι η θεία βλακεία…. Και είναι θεία επειδή μόνον το παρόν υπάρχει και μόνο αυτό αναφέρεται στο Θεό».

     Απέναντι, στην πλαγιά, το γαϊδούρι είχε φύγει. Ένα κούτσουρο βλέπω τώρα, που από μακριά μοιάζει με κερασφόρο ζώο, καθισμένο αναπαυτικά. Όσο πιο πολύ το κοιτάω τόσο πιο πολύ αμφιβάλλω για το αν είναι ζώο ή κούτσουρο. Έτσι είναι και με το απόλυτο παρόν, σκέφτομαι. Όσο πιο έντονα συγκεντρώνεσαι σε αυτό τόσο λιγότερο ξέρεις αν είναι παρόν ή αν ανήκει ήδη στο παρελθόν.

      Σκέφτομαι επίσης τον Σικελιανό όταν βάζει την ποίηση και την φύση που ανασαίνει μέσα στην ποίησή του να νεύουν ναι, πως ναι, έχουν νόημα όλα αυτά, ένα νόημα που απορρέει από την ψυχή του ποιητή. Και όταν λέει ο Σικελιανός «ω, προαιώνια μυστικά θαμμένη. Ενότητα βαθιά μου, δε θα σε σαρκώσω στο τέλος;», ο Καρούζος απαντάει: «Δεν τα κατάφερα να ενσαρκώσω το τίποτα». Ή αλλού πάλι ο Καρούζος: «Έγραψα ποίηση-με άλλα λόγια συνεργάστηκα με το μηδέν». Αλλά τι ποίηση πρέπει να είναι αυτή που τη δέχεται για συνεργάτη του το μηδέν; Φαντάζομαι τι λίγη υπομονή θα έχει αυτός ο συνεργάτης (ή μήπως είναι εργοδότης;) το μηδέν, αφού μόνο αυτό ξέρει! «Τελείωνε, λοιπόν, θα λέει, φτάσε στο μη ον!». Φαντάζομαι, επίσης, ότι οι λέξεις που ποιητικά συμπράττουν με το μηδέν θα βρίσκονται σε ένα σημείο όπου η αντίφαση δεν είναι πια αντίφαση αλλά κίνηση προς μια νοηματική πληρότητα. «Οργή θα λέω τ’ όνειρο την Άνοιξη μακρά θυσία» (Καρούζος). Αλλά τι είναι αυτή η «θλίψη πάντα του φθαρτού μες στην καρδιά μας». (Καρούζος); Μήπως αυτή είναι η ακατάσχετη πηγή της ποίησης; Και ποια είναι η σχέση αυτής της θλίψης με το αυξανόμενο παρόν που λέγεται ηλικία; «Χρόνος αδηφάγος που σε κάνει αυξανόμενο νεκρό» (Καρούζος). Άχ! Να ‘ταν αλήθεια αυτό που λέει ο Σικελιανός: «Ό,τι ο χειμώνας έπαιρνε μου τόδινε η ψυχή»! Εμένα μου φαίνεται πως η ψυχή ρουφάει χειμώνα με ακόμη μεγαλύτερη γρηγοράδα κι από το σώμα… Εδώ στον χώρο αυτόν τον μυστικό, στους Δελφούς, όπου η φύση και ο μύθος εξαντλούν όλα τα περιθώρια πειθούς για κάποια «ελπίδα» αιωνιότητας, εγώ μένω με τον Καρούζο, μέσα μου βλοσυρή, ξέροντας καλά πως καλά πως κανένας Θεός δεν θα εκμεταλλευτεί ποτέ τη φωνή μου…

     Να όμως ξαφνικά ένα κοπάδι γίδια πλημμυράει την πλαγιά, τρέχει πίσω από τις τελευταίες ανταύγειες της ημέρας… Να που η φύση ξέρει πώς να τελειώσει το ποίημα της ημέρας καλύτερα από μας…

         Δελφοί, 11.7.1998

ΚΑΤΕΡΙΝΑ  ΑΓΓΕΛΑΚΗ  ΡΟΥΚ, εφημερίδα Το Βήμα 26/7/1998.

Για την αντιγραφή Γ. Χ. Μ.

Πειραιάς, 2 Ιουνίου 2021

ΥΓ. Εσείς με Μιθριδάτη, Εμείς με Μητσοτάκη και Μπέσσυ Αργυράκη θα σας εκσυγχρονίσουμε Ραγιάδες-Ραγιάδες.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου