Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Η ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΑΔΑΜ-ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ

 

          Η  ΓΛΥΠΤΙΚΗ  ΤΗΣ  ΕΥΔΟΚΙΑΣ  ΑΔΑΜ – ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ

     Δύο κυρίως, είναι οι τρόποι με τους οποίους η γλυπτική χειρίζεται την ανθρώπινη μορφή: είτε την προτείνει ως όχημα της ψυχής, οπότε προσδίδει έμφαση στον συναισθηματικό σάλο ή την πνευματικότητα του εικονιζόμενου, είτε τη θεωρεί ως αισθητικό αντικείμενο, εύπλαστο, ικανό να σαρκώσει τα παντοειδή σχήματα που υποβάλλει η καλλιτεχνική βούληση. Υπάρχει, φυσικά, και η σύνθεση των δύο απόψεων.

     Η γλυπτική της Βλαβιανού σαφώς ανήκει στην πρώτη αφού αντικείμενο της είναι ο δοκιμαζόμενος άνθρωπος, η δε θεματική και οι χειρισμοί της κατευθύνονται από την πρόθεση να καταγράψουν βιώματα και πράξεις που άφησαν τη χαραυγή τους στο πρόσωπο και το σώμα. Αδροί, ενίοτε και τραχείς, αλλά συγχρόνως άπειρα ευγενείς, μόνοι ή σε μικρές ομάδες, οι άνθρωποί της δεν ενδιαφέρουν για την ατομικότητά τους αλλά για τις καταστάσεις που προσωποποιούν, τις οποίες και ερμηνεύουν με δυναμικές όψεις. Τα γλυπτά, καθώς συμπαρατίθενται, προξενούν την εντύπωση ενός χρονικού ζωής όπου έχουν αποτυπωθεί η ελπίδα, ο μόχθος, ο κάματος, η μοναξιά, η μητρότητα, το πένθος. Διαφαίνεται ακόμη η φυγή προς το όνειρο, ενώ σε πολλά ενυπάρχει η αποκρυπτόμενη, η αίσθηση του τραγικού.

     Αναγκαίος όρος για την εκτίμηση των γλυπτών είναι οι μικρές διαστάσεις τους. Και τούτο όχι για να μετριάσει ο θεατής τις προσδοκίες του ή να αποδώσει στο ελλιπές μέγεθος τυχόν αδυναμίες, αλλά για να σταθμίσει το γεγονός ότι ο μικρός όγκος βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις δυνατότητες που εγκλείει και την υποβολή που ασκεί. Οι μεμονωμένες μορφές και τα συμπλέγματα έλκουν με την εναργή εκφραστικότητά τους, παραπέμπουν ευθέως στα φυσικά και ενίοτε μνημειώδη μεγέθη, εκθέτουν με ένταση και αμεσότητα την ιδέα που τα συνέχει.

      Οξυδερκής παρατηρητής, η Βλαβιανού, επιχειρεί να συλλάβει στην πλαστική μορφή το αντίκρισμα του εσωτερικού κραδασμού: ψηλαφεί το βασανισμένο περίγραμμα, τα τεντωμένα νεύρα, τα τραβηγμένα μάγουλα, θωπεύει τρυφερά τη μητρική περίπτυξη. Με θαυμαστή ετοιμότητα αποτυπώνει τον αυθορμητισμό και τη γνησιότητα του αισθήματος, ενώ αποκλείει την υπονομευτική διείσδυση του γλυκασμού. Επάνω στο μέταλλο ή τον γύψο έχει συγκρατήσει την απόχρωση της στιγμής, την ευγλωττία της χειρονομίας, τη συναισθηματική πυκνότητα του μορφασμού. Από τα γλυπτά της αναδύεται ο άνθρωπος αφοπλιστικά εξομολογητικός.

     Ρεαλιστικό, το ύφος της γλύπτριας σώζει την καθαρότητα και το δυναμισμό της μορφής, ενώ η άνεση με την οποία τείνει προς την αφαίρεση και την υπόμνηση της χειρονομίας (ενδεικτικά, ως σήμα γραφής, τα ίχνη από τα δάχτυλα της επάνω στο έργο) δημιουργούν προσβάσεις προς ένα νεωτερικό ιδίωμα.

ΜΑΝΟΛΗΣ  ΒΛΑΧΟΣ, Καθηγητής  Πανεπιστημίου Αθηνών.

Περιοδικό Φιλολογική Στέγη, χρόνος 40ος, περίοδος Β΄, τόμος Η΄, τχ. 4/4,5,6, 2005, σ. 181-182.

Σημειώσεις:

     Στις 22 του Απρίλη 2021, πέρασα στην ιστοσελίδα μου την βιβλιοκριτική του πειραιώτη ομότιμου καθηγητή πανεπιστημίου Μανόλη Βλάχου (παλαιού και καλού-σημαντικού γνώριμού μου από τα γυμνασιακά μου χρόνια), για την εργασία του επίσης πειραιώτη Κώστα Θεοφάνους : «Η Καλλιτεχνική Ιστορία του Πειραιά 1884-1984» στο περιοδικό τεύχος 36/4,5,6,1986, σ. 473-475. Θέλοντας με τον τρόπο αυτόν (έχω δημοσιεύσει και άλλες του εργασίες δημοσιευμένες στον αθηναϊκό τύπο και περιοδικά τέχνης) να χαράξω τα τεχνοκριτικά ίχνη του πειραιώτη καθηγητή και μέλους της «Φιλολογικής Στέγης». Να υπενθυμίσω την συνεισφορά του στις Εικαστικές Τέχνες και καλλιτεχνικές δραστηριότητες της πόλης μας. Μια και παλαιότερες καταγραφές και δημοσιεύματα του περιοδικού της, πηγές του τοπικού τύπου της εποχής κάνουν λόγο για την σταθερή του συμμετοχή και συμβολή στην διοργάνωση των ετήσιων πανελλήνιων εκθέσεων που διοργανώνονταν στον Πειραιά από το Σωματείο. Χωρίς να παραβλέπω την συνεισφορά του Αργύρη Κωστέα, του Κώστα Θεοφάνους, του Βελισσάριου Μουστάκα αλλά και ούτε να μετρώ με το υποδεκάμετρο τις δημόσιες παρεμβάσεις τους.

Ο καθηγητής και τεχνοκριτικός Μανόλης Βλάχος (γεννήθηκε το 1931) είναι κατά την γνώμη μου- ο σημαντικότερος τεχνοκριτικός της γενιάς του και ο αξιολογότερος του Πειραιά. Συγγραφέας εξαιρετικών μονογραφιών για θαλασσογράφους-καραβογράφους της πόλης, Ιωάννης Κούτσης και Κωνσταντίνος Βολανάκης, εκδόσεις Ολκός. Αυστηρός αλλά δίκαιος, σοβαρός τεχνοκριτικός και προσεκτικός βιβλιοκριτής. βλέπε κείμενό του «Η νεώτερη ελληνική ζωγραφική» έκδοση της συλλογής της Τραπέζης Ελλάδος. Επιλεκτικός πάντα αρθρογράφος εικαστικών θεμάτων και προβλημάτων και όχι μόνο. Επιμελητής πολυτελέστατων και σημαντικών εκδόσεων (δίγλωσσων) πολύμοχθων και πολύχρονων εργασιών, μνημειακών έργων, εξαντλημένα εδώ και χρόνια όπως η «Ελληνική Θαλασσογραφία», το συγκλονιστικό στην σύλληψή του και ίσως μοναδικό στην ευρωπαϊκή τέχνη τόμο του Louis Dupre”, Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη», που κυκλοφόρησε με την χορηγία του ομίλου του Σ. Ιωάννη Λάτση. Την πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη σπουδή του πάνω στο έργο του Χιώτη καλλιτέχνη «Νίκος Γιαλούρης, σχέδια και χαρακτικά». Έχει μεταφράσει και συμμετάσχει με κείμενό του στην σειρά τέχνης «Τόπος και Εικόνα».  Υπήρξε επιμελητής Εκθέσεων εντός και εκτός της πόλης του Πειραιά που συζητήθηκαν θετικά και σχολιάστηκαν επαινετικά. Στον δημιουργικό του βίο ήταν πάντα ένας επιλεκτικός αρθρογράφος. Επέλεγε τα κείμενα, τα έργα για τα οποία θα μας μιλήσει, τους καλλιτέχνες και τα έντυπα που θα δημοσιεύσει. Έχει υπογράψει αναγνωρίσιμα και σημαδιακά εικαστικά σημειώματα και προλόγους Εκθέσεων σύγχρονων και παλιότερων ζωγράφων, και έχει δώσει αρκετές ομιλίες πέραν των συνόρων της πόλης.

     Τα κείμενά του χαρακτηρίζονται από μια θα σημειώναμε βασανιστική παρατήρηση του θέματος σε όλες του τις λεπτομέρειες, μιας ενδελεχή σπουδή πάνω σε εικαστικές δημιουργίες από τον χώρο της ελληνικής παράδοσης. Αναλύσεις και ερμηνείες που στερέωσαν τις γνώσεις μας, συμπλήρωσαν την σχετική επάρκειά μας. Καλλιτεχνικές δημιουργίες που προσδιόρισαν την αισθητική μας καλλιέργεια, την οπτική μας. Κείμενα και τεχνοκριτικές που εκθέτουν την ποιότητά τους δίχως υφολογική πρόκληση, που απλώνονται μπροστά μας κάνοντάς μας να θαυμάσουμε την μαθηματική τους οργάνωση, την μεθοδικότητα της σκέψης του συγγραφέα, την ισορροπία τους, το εύρος των κατατιθέμενων στοιχείων που τεκμηριώνουν το ζητούμενο. Μια πειθαρχημένη σκέψη και γραφή, άρθρα με ιδιαίτερη γλωσσική φροντίδα, πλούσιο λεξιλόγιο και όρους της σύγχρονης τέχνης. Ο Μανόλης Βλάχος λαμβάνει υπόψη του, συμμερίζεται τα όποια κενά των γνώσεών μας, ενώ ταυτόχρονα κρατά επάξια την δική του επιστημοσύνη και καθαρότητα λόγου. Ένας λόγος σφιχτός αλλά όχι στεγνός, κομψός μέσα στην απλότητα και οικειότητα της φιλολογικότητάς του. Μικρές προτάσεις, ορολογία προερχόμενη από όμορους κλάδους επιστημών, βασικές επιστημονικές πληροφορίες και παραπομπές που προέρχονται από το πεδίο της ελληνικής γραμματείας και της παράδοσης των εικαστικών τεχνών που προϋποθέτουν γνώση της ιστορικής διαδρομής της ελληνικής ζωγραφικής και τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ρεύματα που εμφανίστηκαν στον δυτικό κόσμο τους προηγούμενους αιώνες. Τις διάφορες εκδοχές αναπαραγωγής των προτάσεών της μέσα στην ιστορία και τον χρόνο. Ελάχιστες άγνωστες λέξεις θα συναντήσουμε στα κείμενά του. Η σύνταξή του οργανωμένη ακολουθεί πάντα τους οδηγητικούς κανόνες της γραμματικής της δημοτικής γλώσσας. Ένας λόγος ήρεμος ακόμα και αν το θέμα και το είδος που εξετάζει (ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, μεταλλοτεχνία, σχέδιο, υφαντική) έχει στοιχεία νευρικότητας, έντασης, ενίοτε και ανατολίτικης υπερβολής. Όπως η σπουδή του για το χαλί. Μια φροντισμένη εξέταση, εξονυχιστική θέαση της εικαστικής, γλυπτικής, χαρακτικής πορείας από έναν Πειραιώτη που δεν λησμόνησε την πόλη του δεν ξέχασε τις ρίζες του. Αφομοίωσε οργανικά την παράδοσή του. Στο παρόν σημείωμά του, μας αναλύει με διακριτικότητα τον ψυχισμό του καλλιτέχνη, μας σκιαγραφεί την ξεχωριστή περίπτωσή του, την γλυπτική παρουσίαση της Ευδοκίας Αδάμ-Βλαβιανού. 

Όσοι είχαν την τύχη να επισκεφτούν την Έκθεση 16/4/2005 και να θαυμάσουν από κοντά τα εξαίρετα μινιμαλιστικά μικρά γλυπτά της, τις μικρές της φόρμες των γυναικείων φιγούρων της αλλά μεγάλης καλλιτεχνικής πνοής και έμπνευσης, θα θυμούνται την γαλήνια αν και πικρή αίσθηση που ένιωθες καθώς αυτά στέκονταν αγέρωχα μέσα στην ταπεινότητά τους και την εύγλωττη σιωπή τους. Εκθέματα που μας περιέβαλλαν όπως τα περιεργαζόμασταν καθώς βαδίζαμε με χαροποιό διάθεση ανάμεσά τους στην ευρύχωρη και ζεστού κλίματος ατμόσφαιρα αίθουσα της Πειραϊκής Δημοτικής Πινακοθήκης. Την πρόσκλησή τους σε έναν δίχως διδακτισμούς-εκ μέρους τους-, πέρα από στυλ και μείξεις τεχνοτροπιών, διάλογο. Αυτά επιδίωκαν την συνομιλία τους μαζί μας, και μέσω ημών με την σύγχρονή τους πραγματικότητα του κόσμου που εκτίθονταν. Οι γλυπτικές της και όχι μόνο φόρμες αποτύπωναν το εσωτερικό άγχος του ανθρώπινου σώματος, την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ανθρώπινο σώμα δοκιμάζοντας τις αντοχές του στον χρόνο, τις κοινωνικές και άλλες καταστάσεις ζωής, των εμπειριών του. Μας έδειχναν την εσώψυχη θλίψη της γυναικείας παρουσίας, την σωματική κύρτωση από τους ατίθασους και σκληρούς ρυθμούς της ζωής. Την κύφωση της γυναικείας σωματότητας και της αίσθησης της όπως το αντιλαμβανόταν το βλέμμα που την παρατηρεί.  Μια γλυπτική περιπέτεια που μας μιλούσε από μόνη της για τον εαυτό της, απαντούσε στις χαμηλές ερωτήσεις μας για τις επιρροές της, τους τρόπους επεξεργασίας του γύψου ή του μέταλλου στον χρόνο. Ένας συμβολισμός που ξεπερνούσε αν δεν λαθεύω, την εξπρεσιονιστική μας αντίληψη για την εικόνα όπως την αναγνωρίζουμε στην ιστορική διαδρομή της τέχνης τον προηγούμενο αιώνα που μετά από τόσες καταστροφικές πολεμικές συρράξεις και ιδεολογικές ανακατατάξεις, ζητούσε να απομακρυνθεί από τον ρομαντικό και ρεαλιστικό συμβολισμό του 19ου αιώνα που ο Κόσμος κινούνταν σε ένα πιο ιδεαλιστικό και ονειρικό περιβάλλον. Και τα άτομα σε μεγαλύτερη αρμονία και σχέση με την Φύση.  Η τέχνη της Ευδοκίας Αδάμ-Βλαβιανού διέθετε την αυτονομία της, είχε την καλλιτεχνική της αυτάρκεια, δεν χρειάζονταν να καταφύγει σε δάνειες αναφορές έργων. Σε υπομνηματίσεις άλλων περιόδων ή σχολών. Όσοι και όσες την επισκέφτηκαν θα θυμούνται την ξεχωριστή της ταυτότητα, τον χαρακτήρα της μα και τις δυνατότητές της. Καθόλου ανταγωνιστική, την διέκρινε μάλλον, μια γλυπτική εσωστρέφεια χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ανοίγονταν σε νέους ορίζοντες. Ίσως η όποια ιδιαιτερότητά της βρίσκονταν στο βαθμό άγχους και πίκρας, ερημιάς που συσσώρευε μέσα της. Στις χυτές φόρμες της ύλης της. Στα όχι και τόσο ευδιάκριτα πρόσωπα των μικρών γλυπτών της. Σε αυτά τα χαραγμένα με βαθειά και σκοτεινή πείρα ζωής καθηλωτικά στο βλέμμα μας γλυπτά της. Αυτήν την τεχνική της γλύπτριας δεξιοτεχνία μας αποκαλύπτει η "Ομιλία" του Μανόλη Βλάχου στα εγκαίνια της έκθεσης της 14 Απριλίου 2005 στο Παλαιό Ταχυδρομείο. Μια Έκθεση που εγκαινιάστηκε στις 16/5/2005 με ομιλίες του τότε δημάρχου Χρήστου Αγραπίδη, της διευθύντριας της Ελληνογαλλικής Σχολής “JEANNIE DARC”, αδερφής Αλβέρτας, και του τότε, κυρού-δυστυχώς- διευθυντή της Δημοτικής Πινακοθήκης Πειραιά Γιάννη Ρούσσου. Προβάλλει στην επιφάνεια τα μυστικά της, τα όνειρά της, τους στόχους της, μας αποκρυπτογραφεί την πλαστικότητα των χειρονομιών της με τις οποίο διαχειρίζεται το υλικό της. Το αποκαρδιωτικό και θλιμμένο βλέμμα της. Την "υπεροχή" των πυκνών και  σκοτεινών σκιών πάνω στην γλυπτική επιφάνεια. Μας μιλά για τις χαρακτηριστικές πλαστικές της μεθόδους με τις οποίες χαράσσει το όραμά της πάνω στο τρυφερό ή σκληρό υλικό της. Το "πλάθει" το "ζυμώνει". Ακόμα και για τις δαχτυλιές της που αφήνει πάνω του μας μιλά ο πειραιώτης connoisseur. Ποιος δεν θυμάται τον "περιορισμένο" όγκο που οι μορφές ζητούσαν να καταλάβουν στον χώρο, σαν να ντρέπονταν να απλωθούν, διαισθανόσουν ότι ζητούσαν να αυτοπεριοριστούν, να μην εκτεθούν πέρα των ορίων που είχαν τοποθετηθεί, τα όριζε το βλέμμα μας.

     Καθαρή ματιά, πεντακάθαρη ανάλυση από τον πειραιώτη ειδήμονα, προσέγγισε με αγάπη και σεβασμό τις δημιουργίες της Ευδοκίας Αδάμ- Βλαβιανού. Γλυπτικές φόρμες που εκφράζουν με έκδηλο τρόπο την απουσία επικοινωνίας μεταξύ των σύγχρονων ανθρώπων πέρα από ηλικία και φύλο. Τα εκθέματά της διακρίνονταν για την ταυτότητα της γυναικείας φιγούρας, την θηλυκότητα των προθέσεών της, την αγχώδη κατάστασή της γυναικείας παρουσίας. Καθόλου άγνωστη στην αντίληψή μας.

     Τα κείμενα και οι τεχνοκριτικές παρατηρήσεις, οι επισημάνσεις του εμπειρογνώμονα να επαναλάβουμε Μανόλη Βλάχου, δεν τα διακρίνει μια σύγχρονη των ημερών μας τάση προς μια στενόκαρδη φορμαλιστική ανάλυση, μιας θα λέγαμε “purivisibilismo”, μιας δηλαδή άρτια και προσεκτικά διατυπωμένης περιγραφικής εικονογραφίας που περιορίζει το έργο μέσα στα στενά πλαίσιά του χρόνου της δημιουργίας του και μόνο. Χωρίς το βλέμμα του κριτικού να του παράσχει το ανάλογο χρονικό οξυγόνο για να μπορέσει να αναπνεύσει και να μας υποβάλλει την παρουσία του στο μέλλον. Ο Μανόλης Βλάχος με την μεγάλη του πείρα και εμπειρία, αυτογνωσία, ειλικρίνεια των προθέσεών του καθώς πλησιάζει-εξετάζει ένα έργο τέχνης, την αρχιτεκτονικά δομημένη γραφή του, την ατομική του αγάπη και ενδιαφέρον συμβαδίζει με τον χρόνο της περιπέτειας του ή της δημιουργού. Σπουδάζει και πάλι μαζί της το ίδιο το αντικείμενο που εκείνη έπλασε, σμίλευσε, σε συνδυασμό με τις άμεσες η έμμεσες προεκτάσεις του στο βλέμμα μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς ,

Τετάρτη 9/6/ και Πέμπτη 10/6/2021.

Να συμπληρώσω επίσης, ότι στο παρόν τεύχος του περιοδικού, νούμερο 4, δημοσιεύεται η «Ομιλία» του Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη που εκφώνησε στην συμπλήρωση 6 χρόνων από την εκδημία του Κώστα Παπαμιχαηλίδη (1916-24/4/1999) που δόθηκε στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο». Ο Κώστας Ι, Παπαμιχαηλίδης αυτός ο πάντα διακριτικός και σεμνός πειραιώτης, (εργάζονταν στην ΔΕΗ) ως Κ. Ι. Π. με τις «Επιλογές» του στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», είτε ως έφορος του "Πειραϊκού Συνδέσμου", είτε ως μέλος του «Ροταριανού Ομίλου Πειραιώς» συνέβαλε με τις γνώσεις και τα διαβάσματά του, με σεμνότητα και ήθος στην ανάδειξη και προβολή των πειραϊκών γραμμάτων και πολλών γνωστών μας πειραϊκών φωνών στην πόλη του Πειραιά. Η μνήμη του τιμήθηκε την Τετάρτη 18 Μαϊου 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου