Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021

ΣΠΛΕΝΤΙΤ ένας παλαιός κινηματογράφος του Πειραιά

                    Τ Ο  «Σ Π Λ Ε Ν Τ Ι Τ»

                       (και η ιστορία του)

Του Κ. Ι. Παπαμιχαηλίδη

Περιοδικό Φιλολογική Στέγη χρόνος 22ος, τόμος ΣΤ΄, τχ. 39-40/Άνοιξη (Ιανουάριος- Ιούνιος) 1987, σελίδες 86-88

     Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε, στην αρχική του μορφή, στην εφημερίδα «Φωνή του Πειραιώς». Αναδημοσιεύεται στη «Φ.Σ.» συμπληρωμένο με αρκετά πρόσθετα στοιχεία.

       Η Φυσιογνωμία μιας ακόμα περιοχής του Πειραιά αλλάζει. Άλλη μία κινηματογραφική αίθουσα, από τις δεκάδες στο λεκανοπέδιο της Αττικής που έκλεισαν, χάνεται για τον κεντρικό Πειραιά. Μετά το «Χάϊ Λάϊφ» έκλεισε και το «Σπλέντιτ»-από τους παλαιότερους καλούς πειραϊκούς κινηματογράφους. Ο οικοπεδικός του χώρος προ πολύ αγοράστηκε από τις επιχειρήσεις «Μαρινόπουλος» και θα στεγάσει, μετά την ανοικοδόμησή του, πολυκατάστημα της φίρμας «Πριζουνίκ Μαρινόπουλος». Αλλά αυτός ο χώρος, συνδεδεμένος με το όλο περιβάλλον του Πασαλιμανιού από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας φιλοξένησε σπάνια θεάματα. Πρώτα, θέατρο θερινό, του «Διονυσιάδη», με ποικίλους θιάσους με τους γνωστότερους ηθοποιούς της εποχής. Η είσοδός του ήταν ακριβώς δίπλα στο σημερινό κινηματογράφο «Απόλλων» (1). Μετά, στη συμβολή της λεωφόρου Γρηγορίου Λαμπράκη (τότε Ελευθερίου Βενιζέλου… ύστερα Βασιλίσσης Σοφίας) και Μπουμπουλίνας, ήταν ένας χειμερινός κινηματογράφος, το «Πάνθεον» του Μαγκανιώτη, λαϊκού θεάματος με ταινίες «κάου-μπόϋ» κ. ά. Τελάλης διαλαλούσε τα σε επεισόδια παιζόμενα έργα, τα «σήριαλ» της εποχής. Ο Μαγκανιώτης, ύστερα από χρόνια, μετέφερε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στην Τρούμπα, στη Φίλωνος αρχικά, με τα «Ηλύσια» και κατόπιν στο «Φώς», στη ΙΙ Μεραρχίας- λαϊκούς κινηματογράφους.

     Το «Πάνθεον» του Πασαλιμανιού περιέρχεται τότε στους αλησμόνητους αδερφούς Γιαμαλίδη, το Στάμο και τον Αλέκο που το μετατρέπουν σ’ ένα ευπρεπή κινηματογράφο και το μετονομάζουν «Σπλέντιτ». Κι από την οθόνη του προβάλλουν ταινίες επιλεγμένες από την-τότε-σε άνθηση γαλλική και γερμανική κινηματογραφική παραγωγή-κάποτε και την αμερικάνικη. Στις γαλλικές ταινίες πρωταγωνιστούν έξοχοι ηθοποιοί: Χάρυ Μπώρ (ο Γάλλος Βεάκης), Πιέρ Μπλανσάρ, Μισέλ Μοργκάν, Ζαν Γκαμπέν, Ζαν Μυρά, Ντανιέλ Νταριέ, Τίνο Ρόσσι, Βίβιαν Ρομάνς. Οι θαυμάσιοι κωμικοί Μπουμπούλ (Ζώρζ Μιττόν) και Ζυλ (Αρμάν Μπερνάρ). Στη γερμανική παραγωγή την πρώτη θέση κατείχαν ο Εμίλ Γιάννικς και ο Κόραν Φάιτ, η Μπριγκίτε Χόλμ, η Μάρλεν Ντήντριχ. Αλησμόνητες επίσης ήταν οι γερμανικές «φιλμοπερέτες», μεταφρασμένες από τον Πώλ Μενεστρέλ, με τους χαριτωμένους ηθοποιούς Βίλυ Φρίτς, Λίλιαν Χάρβεϋ, Βίλυ Φόρστ, Μάγδα Σνάιντερ, Γκέοργκ Αλεξάντερ, Λιάνα Χάιντ, Πάουλ Κέμπ, Κάτε φον Νάγκυ, Ζάν Κιεπούρα, Μάρθα Έγκερθ κ. ά. Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να παρατηρήσω ότι αν υπήρχαν στις αποθήκες των εισαγωγέων αυτά τα φίλμς (οι γερμανικές οπερέτες), πόσο χρήσιμη θα ήταν σήμερα, μέσα στην «ξεραΐλα» των τηλεοπτικών προγραμμάτων των δύο ΕΡΤ, η προβολή τους!

       Οι αδελφοί Γιαμαλίδη, με το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, παρουσιάζουν επίσης από τη σκηνή του «Σπλέντιτ», στην περίοδο του μεσοπολέμου, το Αργεντινό πολυμελές μουσικό συγκρότημα του Εντουάρντο Μπιάνκο, του «βασιλιά του ταγκό». Απ’ αυτή τη χρονική περίοδο ο Μπιάνκο έρχεται συχνά στη χώρα μας και κάποτε συνεργάζεται  με τον Αλέκο Σακελλάριο, γράφοντας τη μουσική, στη μουσική κωμωδία «Η Αρζεντίνα», που παίζεται στο θέατρο «Κεντρικόν» της Αθήνας, με πρωταγωνιστές τον Πέτρο Κυριακό και τη Λουϊζα Ποζέλλι. Από αυτό το έργο είναι τα θαυμάσια τραγούδια «Μοναξιά» και «Παλιά γειτονιά».

       Οι ιδιοκτήτες του οικοπέδου (2), μετά από καιρό, επί της οδού Μπουμπουλίνας και μέχρι το ύψος, περίπου, του μέσου των οδών Ανδρούτσου και Υψηλάντου, χτίζουν μιά σειρά καταστημάτων. Σ’ ένα εγκαθίσταται το κουρείο-κομμωτήριο του Γεράσιμου Μαρίνου, σε άλλα η μαγειρο-ταβέρνα του Ανάργυρου Μανουσαρίδη, το εδωδιμοπωλείο του Γιώργου Μαλτίδη, το οπωροπωλείο του Γ. Σωτηρόπουλου κ. ά.

     Στην ταράτσα των μαγαζιών και της χειμερινής αίθουσας λειτουργεί θερινός κινηματογράφος, στενότερος του «Σπλέντιτ» . Με την πάροδο των χρόνων ο χώρος του θερινού θεάτρου χτίζεται και δημιουργείται η σήμερα κατεδαφιζόμενη χειμερινή αίθουσα του «Σπλέντιτ» . Το παλιό γίνεται καφεζαχαροπλαστείο του Κουτσόμυλου, που τους θερινούς μήνες η ακάλυπτη είσοδος του κινηματογράφου μετατρέπεται από τον επιχειρηματία αυτόν σε Βαριετέ. Πέρασαν απ’ αυτό: Ο Αττίκ, η Ποζέλλι και άλλα αστέρια του είδους. Κάποτε η είσοδος στεγάζεται. Είναι μεγαλοπρεπής και με φουαγιέ. Το καφεζαχαροπλαστείο το παίρνουν οι αξέχαστοι Πειραιώτες Δημ. Αυδής και Παναγιώτης Κωστάλας, και το μετονομάζουν «Σπλέντιτ» . Ο Αυδής και ο Κωστάλας, μετά την αναμόρφωση της μικρής πλατείας, στο Πασαλιμάνι, που έγινε το περίφημο «Αβγό», με το υδροκέφαλο «Ρολόϊ», στρώνουν καρεκλοτράπεζα, δημιουργώντας μια ξεχωριστή νότα στη μέχρι τότε όψη του Πασαλιμανιού και σερβίρουν εκλεκτής ποιότητας πάστες και παγωτά.

     Με τη διαμόρφωση του όλου χώρου μεταφέρεται το θερινό στενόμακρο «Σπλέντιτ» στην ευρύχωρη ταράτσα, τη μέχρι σήμερα. Και η ζωή ακολουθεί το δρόμο της. Πόσες γενιές δεν διασκέδασαν σ’ αυτά τα θεάματα! Οι νέοι Πειραιώτες σε λίγο καιρό θα βλέπουν ένα τσιμεντένιο μεγαθήριο… καλαίσθητο (;)-και που να ξέρουν τι ήταν πρώτα εκεί!

     Γι’ αυτό, φίλοι μου αναγνώστες, παλιοί και νέοι, κάτοικοι αυτής της πόλης, έριξα τούτες μου τις θύμισες στο χαρτί. Έτσι για να θυμούνται οι παλιοί (όσοι έμειναν…) και να μαθαίνουν οι νεότεροι…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

(1). Το θέατρο Διονυσιάδη άρχισε να λειτουργεί στα τέλη του περασμένου αιώνα. Επίσης ο Διονυσιάδης διατηρούσε και καφενείο, δίπλα, από το υπαίθριο θέατρό του, στο οποίο σύχναζαν τακτικά οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου (Νιρβάνας, Στρατήγης, Πορφύρας, Βουτυράς κ. ά.). Βλέπε σχετικά Γιάννη Χατζημανωλάκη: «Χρονικό της πειραϊκής πνευματικής ζωής. 1835-1973», Πειραιάς, 1973 (σελ. 35, 83)

(2). Τελευταία ιδιοκτήτρια από την οποία αγόρασαν το ακίνητο οι επιχειρήσεις «Μαρινόπουλος», ήταν η παλιά Πειραιώτισσα Αικατερίνη Παούρη, το γένος Παπαλεονάρδου.

Κ. Ι. ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Περιοδικό Φιλολογική Στέγη, τεύχη 39-40/Άνοιξη 1987, σελίδες 86-88.

Σημειώσεις:

Τα κείμενα του Κ. Ι. Παπαμιχαηλίδη άρχισα να τα γνωρίζω και να τα διαβάζω από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν κατεβαίνοντας στον Πειραιά για δουλειές ή σπουδές, προμηθευόμουν την εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» του Παύλου Πέτσα. « Η Φωνή» ήταν στο κέντρο, στην οδό Νοταρά, και η στάση του λεωφορείου του παλαιού 21 (τώρα 909) Άγιος Βασίλειος-Αγία Σοφία, βόλευε. Το τέρμα ήταν στην οδό Καλλέργη. Παλαιότερα, πριν τα έργα του Τραμ, η λεωφόρος Βασιλέως Γεωργίου ήταν διπλής κατευθύνσεως. Το 21 έκανε στάση στο πλάι του Τινάνειου Κήπου, κατόπιν έστριβε δεξιά την Ηρώων Πολυτεχνείου (πρώην Βασιλέως Κωνσταντίνου, πρώην Σωκράτους, όπως την ήξεραν οι γηγενείς γηραιοί πειραιώτες). Η επόμενη στάση ήταν στην πλατεία Κοραή. Στο Δημαρχείο όπως λέγαμε. Η διαδρομή εξυπηρετούσε ένα μικρό και σύντομο πέρασμα από τα γραφεία και το τυπογραφείο της εφημερίδας που βρίσκονταν και από τις δύο πλευρές της οδού Νοταρά. Το μικρό γραφείο της εφημερίδας (κάπως πρόχειρα στημένο) στεγάζονταν στο κτήριο που εκδίδονταν το περιοδικό «Ναυτικά Χρονικά», ενώ το τυπογραφείο ήταν στην απέναντι πλευρά της Νοταρά. Σε ένα παμπάλαιο ψηλοτάβανο οίκημα. Έβλεπες τις τεράστιες τυπογραφικές μηχανές να τις δουλεύουν οι δύο τυπογράφοι με τα δάχτυλα των χεριών τους μαύρα από το σκούρο μελάνι, να ετοιμάζουν το «κασέ» με τα γράμματα, να στρώνουν τα φύλλα του λεπτού χαρτιού, και ένιωθες ότι βρισκόσουν σε ένα άλλο κλίμα καθώς πνιγόσουν από την μυρωδιά του μελανιού, άκουγες τους αργούς ήχους των μηχανών και την ρόδα να γυρίζει αργά-αργά, καθώς «έπεφταν» τα γράμματα στην σειρά και σχηματίζονταν «ανάποδα» οι γραμμές. Μια εμπειρία ονειρική για έναν νέο που είχε συνήθεια να αγοράζει και να διαβάζει εφημερίδες. Παρόμοιο εκτυπωτήριο- σε καθαρότερο και πιο σύγχρονο περιβάλλον, συνάντησα για δεύτερη φορά στο τυπογραφείο και εκδοτικό οίκο «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου, και άλλες δύο φορές στην αίθουσα των καλαίσθητων εκδόσεων «Στιγμή» του Αιμίλιου Καλιακάτσου. Από την ημερήσια τοπική εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», πέρασαν τα σημαντικότερα ονόματα του Πειραιά και όχι μόνο, τα μεταπολιτευτικά χρόνια για να σταθώ στην δική μου γενιά. Παλαιοί και νέοι λογοτέχνες και ποιητές, δημοσιογράφοι και ιστορικοί, δοκιμιογράφοι και αρθρογράφοι, εικαστικοί, ιερείς, πολιτευτές και υποψήφιοι δημοτικοί παράγοντες, ανεξαρτήτου πολιτικού πιστεύω και ιδεολογικής προτίμησης. Η εφημερίδα άνοιγε ελεύθερα τις σελίδες της σε κάθε πειραϊκή συγγραφική φωνή που είχε να πει κάτι, να δημοσιεύσει κάτι για ζητήματα που αφορούσαν την πόλη, πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα και όχι μόνο. Και με τυπογραφικές συνθήκες κάπως δύσκολες. Άνοιγε τις σελίδες της στα πνευματικά σωματεία ή φορείς του Δήμου που προανήγγειλαν τις καλλιτεχνικές τους εκδηλώσεις, δημοσίευαν τα προγράμματα των εκθέσεων ζωγραφικής, των ομιλιών τους, των εκδρομών που διοργάνωναν, των συνεστιάσεων τους, τις θεατρικές παραστάσεις που οργάνωναν. Ονόματα που πέρασαν και δημοσίευαν για δεκαετίες από τις σελίδες της υπήρξαν: Γιάννης  Χατζημανωλάκης, Τούλα Μπούτου, Αντώνης Ζαρίφης, Στέλιος Γεράνης, Παύλος Μπαλόγλου, Τάκης Χαρλαύτης, Γιάννης Φύτρας ( που έγραφε το καθημερινό-επίκαιρο χρονογράφημα), Στέλιος Μπινιάρης, Αλέκος Χρυσοστομίδης, Μαντώ Κατσουλού, Παναγιώτης Τσουτάκος, Γιάννης Καραμήτσος, Φάνης Μούλιος, Μόσχος Κεφάλας, Ρένα Μαντά, Δημήτρης Γιατράκος, Δαμιανός Στρουμπούλης, Χρίστος Αδαμόπουλος, Γιάννης Παυλάκης, Κώστας Παντελάκης, Γιώργος  Σιέττος, Ευάγγελος Σαββόπουλος, Άγγελος Βογάσαρης, Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, Χάρης Χρόνης, Βασίλης Λαμπρολέσβιος, Μιχάλης Πετρίδης, Γιώργος Μακρής, Κώστας Θεοφάνους, Βελισσάριος Μουστάκας, Γιάννης Σκορδίλης, Γιώργος Μετσόλης, Πότης Κατράκης, Θανάσης Ζαφειρόπουλος, Αργύρης Κωστέας, Περσεφόνη Κωστέα, Γιάννης Ιωαννίδης, Διονύσης Κουλεντιανός, Δημήτρης Φερούσης, Γιάννης Σωτηρίου, Κώστας Παπαμιχαηλίδης…., και μια σειρά άλλων ονομάτων, που απαρτίζουν μαζί με τις προηγούμενες γενιές των πειραιωτών λογοτεχνών και ιστορικών, Ιωάννης Μελετόπουλος, Άγγελος Κοσμής, Αντώνης Τρούλλος, Κώστας Σούκας, Νίκος Χαντζάρας, Γρηγόρης Θεοχάρης, Γιώργος Κόμης, Χρήστος Λεβάντας, Παύλος Νιρβάνας, και.... την πινακοθήκη της Πειραϊκής Σχολής Λογοτεχνίας. Στην «Φωνή» μέχρι σχεδόν-αν δεν κάνω λάθος-τις αρχές της δεκαετίας του 1980 δημοσίευαν κείμενά τους και Αθηναίοι συγγραφείς, κριτικοί, βλέπε τις περιπτώσεις του Δημοσθένη Ζαδέ, του Δημήτρη Γιάκου, του Μιχάλη Σταφυλά, του Θάνου Κωτσόπουλου κ. ά. Σε καθημερινή βάση δημοσιεύονταν στην δεύτερη σελίδα ποιήματα πειραιωτών δημιουργών. 

Μνημονεύω εξακολουθητικά την τοπική αυτή εφημερίδα, για πολλούς λόγους. Πρόλαβα και τις δύο εκτυπωτικές της εκδοχές κυκλοφορίας. Με το χέρι και στην ηλεκτρονική της μορφή. Η οικογένεια Πέτσα, όταν από την δεκαετία του 1970 αν δεν κάνω λάθος πήρε στην κατοχή της τον παλαιό αυτόν πειραϊκό τίτλο, όπως μαθαίναμε, προσκάλεσε κοντά της το σύνολο σχεδόν των Πειραιωτών λογοτεχνών. Ο Παύλος Πέτσας ήταν (και είναι, ζει ο άνθρωπος) ένας καλός οικογενειάρχης και ένας μάλλον «αδέξιος» στα οικονομικά εκδότης. «Η Φωνή του Πειραιώς» υπήρξε μια εφημερίδα με πολύ καλό επιτελείο δημοσιογράφων και συγγραφέων που γράφοντας και δημοσιεύοντας στις σελίδες της, διέσωσαν ένα μεγάλο μέρος της πειραϊκής πνευματικής παράδοσης. Δημοσίευε τα πάντα ακόμα και όταν δεν συμφωνούσε με το περιεχόμενο ή την ιδεολογική τοποθέτηση του συγγραφέα. Κυκλοφορούσαν ασφαλώς και άλλοι τίτλοι τοπικών εφημερίδων, που είχαν τους σταθερούς αναγνώστες και συνεργάτες, όμως, ο Παύλος Πέτσας, ένας μειλίχιος και αγχωτικός για την δουλειά του άνθρωπος, ποτέ-τουλάχιστον όσο μπορώ να γνωρίζω-δεν απαίτησε κανενός είδος ανταλλάγματα από τους πειραιώτες που του ζητούσαν να δημοσιεύσουν ένα μικρό ή μεγάλο κείμενο ή άρθρο στις σελίδες της εφημερίδας. Ακόμα και όταν κακοί χειρισμοί μάλλον στα οικονομικά της έφεραν την πτώχευσή της, ποτέ δεν ζήτησε από τους πειραιώτες να μην γράψουν ή δημοσιεύσουν στην εφημερίδα που φυλλορροούσε και παράπαιε οικονομικά. Και ας έπρεπε να στηρίξει την οικογένειά του, (2 κόρες και 1 γιο, εγγόνια). Έζησα σχεδόν από κοντά τις δυσκολίες της κυκλοφορίας της, και λυπήθηκα πάρα πολύ όταν αναγκάστηκε να την κλείσει, όταν του έκαναν κατάσχεση στα μηχανήματα. Σε καινούργιες μηχανές που μόλις σχεδόν είχε αγοράσει. Και όμως, κανένας και καμία από όλους αυτούς τους Πειραιώτες που για τόσες δεκαετίες βρήκαν τις σελίδες της «Φωνής» ανοιχτές, δεν έγραψε μία «καλή» κουβέντα για την παραδοσιακή αυτή εφημερίδα. Μια κίνηση από ανθρώπους του πνεύματος και δημοσιογράφους του Πειραιά προς τον Δήμο, μια έκκληση να βοηθηθεί το έντυπο και να μην σταματήσει την κυκλοφορία της. Κανένας, ακόμα και αυτοί που τα δημοσιεύματά τους αναγνωρίζουμε ότι είναι εκατοντάδες μέσα σε μισό αιώνα, δεν έκαναν μια κίνηση σωτηρία της. Αν γράψω, μετά τόσα χρόνια για την αχαριστία των ανθρώπων θα είμαι ο κακός, και θα μου σούρουν περισσότερα από όσα λένε εναντίον μου. Εγωτικά άτομα οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες είτε είναι μεγάλου συγγραφικού εκτοπίσματος είτε είναι μικρού. Αλλά και άτομα του Πειραιά δεν πάνε πίσω. Οι δε αρμόδιοι φορείς του Δήμου, ας μην μιλήσουμε. Δεν φρόντισαν να στηρίξουν τον τοπικό τύπο και τα έντυπα της πόλης. Χάθηκαν σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο ευκαιρίες. Μικρή η πόλη μας, μόνο να κατηγορούν ξέρουν δίχως να θέλουν να προσφέρουν παρά μόνο για την δική τους συγγραφική ή δημοσιογραφική φήμη. Παθογένειες και νοοτροπίες που δεν ξεριζώνονται ή δεν θέλουν να ξεριζωθούν. Με τα γνωστά αποτελέσματα.

     Μέσα σε αυτό το πειραϊκό συγγραφικό περιβόλι των παλαιών δεκαετιών, διαβάζουμε και ξεχωρίζαμε τα εμπεριστατωμένα πάντα κείμενα του Κ. Ι. Μιχαηλίδη, της δικής του ηλικιακά εποχής και γενιάς. Ο ίδιος σαν μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, μαζί με την σύζυγό του, προέβαιναν σε γενναιόδωρες οικονομικές δωρεές τόσο προς την Στέγη, όσο και σε διάφορα ποσά που δίδονταν για την βράβευση νέων πειραιωτών δημιουργών και μαθητών της πόλης.

     Είχα διαβάσει την πρώτη μορφή του κειμένου στην εφημερίδα και την είχα φυλάξει για να την δημοσιεύσω στα ενδιάμεσα φύλλα του βιβλίου μου «Πειραϊκό Πανόραμα». Του το είχα πει. Με ευχαρίστησε. Δεν κατόρθωσα όμως, δεν πρόλαβα στο διάστημα των εργασιών μου, να ερευνήσω και να τεκμηριώσω με τα στοιχεία που είχα συγκεντρώσει τα σχετικά με το παλαιό θέατρο Διονυσιάδου, τα χρονικά στίγματα των κινηματογράφων και των αλλαγών τους. Πληροφορίες για τις μπακαλοταβέρνες και  τα ζαχαροπλαστεία της πρώτης εποχής  του ανοίγματος του «Σπλέντιτ» εποχή Μεσοπολέμου. Τα πειραϊκά σινεμά αποτελούσαν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, που ήθελε ειδική έρευνα και προσοχή, εφόσον το είχα συνδέσει με την παραγωγή ελληνικών ταινιών, που είχαν γυριστεί με την επικράτηση του ομιλούντος κινηματογράφου και σε πλάνα τους, σκηνές τους, καρέ τους, σενάριά τους, υποθέσεις τους μας δείχνουν, απεικονίζουν και μας μιλούν για την πόλη του Πειραιά, τις περιοχές του, την ατμόσφαιρα του λιμανιού του, την ανθρωπογεωγραφία των κατοίκων του, των δραστηριοτήτων τους, τις σχέσεις μεταξύ τους. Ανθρώπινους χαρακτηριστικούς τύπους μιας εργατούπολης που βάδιζε πολλές φορές μέσα στην ιστορική της πορεία χωρίς πυξίδα. Το προσωπικών του αναμνήσεων αυτό κειμενικό καταθετήριο του Κ. Ι. Παπαμιχαηλίδη έμενε «ξεκρέμαστο» και έτσι δεν το «εκμεταλλεύτηκα». Παρότι γνώριζα και την δεύτερη ολοκληρωμένη και συμπληρωμένη μορφή του, και το κυριότερο, μου άρεσε. Για την ιστορία των πειραϊκών κινηματογράφων είχα ενημερωθεί από παλαιά δημοσιεύματα-αναφορές, άρθρα πειραϊκών εφημερίδων του μεσοπολέμου και των κατοπινών δεκαετιών. Όπως και από σώματα του αθηναϊκού τύπου και διάφορα έντυπα. Ένα-δύο από αυτά τα δημοσιεύματα, έχω δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα μου παλαιότερα αν δεν με απατά η μνήμη. Για τον κινηματογράφο «Σπλέντιτ» στο Πασαλιμάνι γνώριζα ότι λειτουργούσε από την περίοδο του Μεσοπολέμου, σαν χειμερινός και σαν καλοκαιρινός. Σε μία από τις προβολές του που είχα παρακολουθήσει αρχές δεκαετίας του 1980 (αστυνομική ταινία) ρώτησα, κάποιον υπεύθυνο του χώρου, πότε πρωτο-λειτούργησε. Ο άνθρωπος ευγενέστατος  με ευχαρίστηση με πληροφόρησε για την έναρξη των προβολών του. Αν η μνήμη δεν με απατά την δεκαετία του 1930.Το ίδιο είχα πληροφορηθεί και από παλαιούς πειραιώτες που είχαν δει ταινίες σαν έφηβοι της δεκαετίας 1930-1940 ταινίες τόσο στον χειμερινό όσο και στο καλοκαιρινό του χώρο. Θυμόντουσαν επίσης καλά, και το υπερπολυτελές καφενείο που υπήρχε δίπλα στον σινεμά και μαζεύονταν ο νεανικός πειραϊκός ανθός της εποχής. Όσο για την παρουσία της Αικατερίνης Παούρη η οποία κατάγονταν από την Ύδρα (1899-1986), τελευταία ιδιοκτήτρια του κτηριακού συγκροτήματος, όλοι μας γνωρίζαμε ότι το πρόσωπό της, σωστότερα η προσωπογραφία της, αποτελούσε το ζωγραφικό πρότυπο με την ανάλογη ενδυμασία που συναντούσαμε καθημερινά στα τότε καφετιά χιλιάρικα της  δραχμής που κυκλοφορούσαν. Νομίζω κυκλοφορούσαν δύο τύποι χαρτονομισμάτων. Μία με την φιγούρα της Αικατερίνης Παούρη και μία με την κεφαλή του αρχαίου Θεού Απόλλωνα και τον δισκοβόλο. Σε ένα από τα δύο τηλεφωνήματά μου με την πειραιώτισσα ποιήτρια Μαρία Παπαλεονάρδου, που κατοικούσε στην Αθήνα, με ενημέρωσε για την συγγένεια που είχε με την ευκατάστατη παλαιά πειραιώτισσα Παούρη. Το επίθετο Παούρη το συνάντησα ξανά στο γραφείο του πανελλήνιου σοσιαλιστικού κινήματος στην Αγία Σοφία.

     Ο κινηματογράφος «Σπλέντιτ» λόγω της θέσης του, στο κέντρο στο Πασαλιμάνι, ήταν γνωστός και αναγνωρίσιμος μια και όλοι οι νέοι και οι νέες των δεκαετιών μετά την δικτατορία, οι πειραϊκές οικογένειες, περνούσαν από μπροστά του καθημερινά. Είτε για να κάνουν την γνωστή περατζάδα στην παραλία,-προς την πλευρά της Πλατείας Αλεξάνδρας είτε προς την αντίθετη πλευρά που είναι το Ναυτικό Νοσοκομείο.  Άλλοι έδιναν το ραντεβού τους στο λεγόμενο «Αβγό» που ήταν απέναντι από τον κινηματογράφο σχεδόν. Είτε πάλι γιατί κατέβαιναν στην παραλία να φάνε πίτσα και μακαρονάδα στο γωνιακό μαγαζί, -ΙΙ Μεραρχίας, που είχε ανοίξει-τότε- η «Αμέρικαν πίτσα». Νέοι και Νέες που σπούδαζαν στο Γαλλικό Ινστιτούτο, Οικία Στρίγκου, νυν ίδρυμα Βιβλιοθήκης Αικατερίνης Λασκαρίδη. Στην μεγάλη και ζεστή αίθουσά του διοργανώνονταν οι εκδηλώσεις πολλών Φιλολογικών Σωματείων της Πόλης, κυρίως της Φ.Σ. Εκθέσεις Ζωγραφικής, Ομιλίες, Διαλέξεις, Προβολές. Είτε γιατί φοιτούσαν στην ανωτέρα ναυτική σχολή Μαρκοζάνη (για καπετάνιους) που βρίσκονταν σχεδόν δίπλα από το σινεμά. Στην παραδίπλα πολυκατοικία βρίσκεται η οικία της οικογένειας Παντελή και Αριστέας Μπούτου (πρώην Θοδωρή Λαμπράκη). Της γνωστής μας διηγηματογράφου. Ίσως ακόμα, κάποιοι θα θυμούνται ότι απέναντι σχεδόν από τον κινηματογράφο, στο κάτω μέρος του δρόμου, στην θαλάσσια προβλήτα που έδεναν τα ιδιωτικά γιότ, ήταν αγκυροβολημένες δύο βαρκούλες με κουπιά. Οι βάρκες, ήσαν ιδιοκτησία δύο μεγάλης ηλικίας ψαράδων, οι οποίοι με δέκα ή είκοσι δραχμές, (αν θυμάμαι καλά) σε πήγαιναν περατζάδα γύρω-γύρω από το λιμάνι. Μια βαρκάδα που είχα κάνει αρκετές φορές είτε μόνος μου είτε με φιλική παρέα. Ιδιαίτερα αν είχε πανσέληνο η εμπειρία ήταν μαγευτική. Οι δύο βαρκούλες είχαν μικρές λάμπες υγραερίου στην πρύμνη που τις άναβαν μόλις σουρούπωνε, και καθώς κωπηλατούσαν οι πειραιώτες ψαράδες μαζεύονταν γύρω από τα κουπιά δεκάδες ψάρια που τα έβλεπες να πηδούν στην επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας σαν να ήθελαν να πιάσουν μαζί μας κουβεντολόι. Ο Πειραιάς μιας άλλης ατμόσφαιρας και εποχής ανθρώπινων σχέσεων και διαφωνιών και συγκρούσεων, το ότι είμασταν νέοι και ξέγνοιαστοι, ονειροπόλοι και «επαναστάτες» πρόσφερε τα εχέγγυα στην πειραϊκή ιστορία να αφήσει τα ίχνη της αβίαστα. Πόλη, τοποθεσίες, άνθρωποι, τέχνη, ψυχαγωγία ένα.

     Ορισμένοι από τους κινηματογράφους που αναφέρει ο Κ. Ι. Παπαμιχαηλίδης, λειτουργούσαν μέχρι πρόσφατα, Καπιτόλ, Παλλάς, Χάϊ- Λάιφ. (δύο κινηματογραφικές αίθουσες υπόγειες. Κατέβαινες σκαλάκια) Οι δε άλλοι κινηματογράφοι επί της Κολοκοτρώνη, της ΙΙ Μεραρχίας κλπ. λειτουργούσαν δείχνοντας αισθησιακές ταινίες, όπως η «Βαρβάρα» στα Καμίνια.

Ελαχιστότατες αίθουσες έχουν μείνει που λειτουργούν στον Πειραιά, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ενώ από τις θεατρικές, έμεινε μόνο η ανάμνησή τους. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά κέρδισε το χρόνο όπως δείχνουν οι σύγχρονες καλλιτεχνικές περιπέτειες των ημερών μας. Τα καλοκαιρινά Βεάκειο και Δελφινάριο, αναζητούν ίσως την ταυτότητά τους. Ελπίζω οι θίασοι και οι θεατρικές ομάδες της πρωτεύουσας που κατεβαίνουν στην πόλη μας και παρουσιάζουν τα έργα και τις παραγωγές τους στις σκηνές του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, να το πράττουν για την θεατρική παιδεία και καλλιέργεια των Πειραιωτών και όχι για την χρήση του σύγχρονου και πολυτελούς Δημοτικού. 

ΥΓ. Και μια μικρή παράκληση. Εφόσον υπάρχουν Πειραιώτες και Πειραιώτισσες που δεν με εκτιμούν και με κατηγορούν σε άλλους πίσω μου, η μπροστά μου, σας παρακαλώ, μην αναδημοσιεύετε κείμενά μου και εργασίες μου παραλείποντας «εσκεμμένα» το όνομά μου. Είναι τόσο αστείο και παιδιάστικο αυτό. Για κάποιον που διαβάζει καταλαβαίνει αμέσως το ύφος ενός συγγραφέα. Αν σας αρέσει κάτι χρησιμοποιήστε το κείμενο αλλά βάζοντας στο τέλος το όνομά του συντάκτη. Αυτό απαιτεί η στοιχειώδης δημοσιογραφική ή συγγραφική εγκυρότητα και εντιμότητα. Διαφορετικά, δεν καταλαβαίνω αφού δεν εκτιμάτε ένα άτομο-και καλά κάνετε είναι δημοκρατικό και κοινωνικό σας δικαίωμα,-να χρησιμοποιείται τα κείμενά του παραλείποντας το όνομά του, ή σβήνοντάς το.  Ας είναι τουλάχιστον ας είναι αμοιβαίες οι αντιπάθειες. Δεν ζήτησα τίποτα για πάρτη μου, να διασώσω την μνήμη των ατόμων της γενιάς μου και αυτών που γνώρισα από κοντά από τις παλαιότερες γενιές αγωνίζομαι χρόνια. Συνομίλησα μαζί τους, συνέφαγα μαζί τους, συμφώνησα ή διαφώνησα μαζί τους, πολλές φορές τσακώθηκα για κουλτουριάρικα θέματα, αλλά, διαβάζοντάς των Εκείνων κείμενα και βιβλία, προσπαθώ να κατανοήσω τις ενέργειές τους-περισσότερο εκείνες που δεν συμφωνούσα-τότε που βρίσκονταν εν ζωή- δουλεύω αφιλοκερδώς χωρίς να ζητώ τίποτα, κοπιάζω και φωνάζω χρόνια να διατηρήσω την μνήμη, την φήμη και το έργο τους. Των πειραιωτών δημιουργών. Και εσείς με πετροβολάτε, τι να πω!!  Κάνω αυτό που μάλλον δεν πράττουν οι σύγχρονοι διανοούμενοι και δημοσιογράφοι, λόγιοι του Πειραιά. Μπορείτε αν θέλετε και εσείς να στρώσετε το κορμάκι σας κάτω και να δουλέψετε, να αναδείξετε με εργασίες σας, το έργο των παλαιών πειραιωτών φυσιογνωμιών που και εσείς ζήσατε από κοντά και μάλιστα, είχατε στενότερες φιλικές και προσωπικές σχέσεις από ότι διατηρούσα εγώ. Κρατήστε τα βραβεία σας, κρατήστε τις αμοιβαίες σας καλλιτεχνικές συνεργασίες, τις ποζάτες φωτογραφίες των συνεστιάσεών σας. Αλλά βρε παιδιά του Πειραιά!! Η Πειραϊκή ιστορία και παράδοση, δεν ξεκινά ούτε από εμένα ούτε από εσάς. Προϋπήρξε και θα υπάρξει και μετά, αν δεν την παραβλέπετε.

Καθώς έγραφα το ΥΓ, στο ραδιόφωνο ακούγονταν το αιώνιο κλασικό τραγούδι των Αλέκου Σακελλάριου και Μάνου Χατζιδάκι: «Νιάου, Νιάου βρε γατούλα με την ροζ  μυτούλα γατούλα μου μικρή….. 

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Δευτέρα, 7 Ιουνίου 2021.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου