Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Ενας παλαιοβιβλιοπώλης- ποιητής του παλαιού Πειραιά

 

                      Ένας  παλαιοβιβλιοπώλης του Πειραιά γράφει ποιήματα

     Οι Πειραιώτες που πήγαιναν να εξοφλήσουν τον λογαριασμό τηλεφώνου τους στο κτήριο του ΟΤΕ, επί της οδού Καραολή και Δημητρίου, περνούσαν από μπροστά του. Από το δικό του βιβλιο-βασίλειο. Το «νεώσοικο» με τα χιλιάδες παλαιά βιβλία και περιοδικά. Ένας στενόμακρος χώρος  που, ίσα-ίσα μπορούσες να περάσεις, να περιεργασθείς, να ξεφυλλίσεις ένα βιβλίο. Να το αγγίξεις, να νιώσεις την θέρμη του, να αισθανθείς την μυρωδιά της μούχλας του, να αφήσεις τα ίχνη των δακτύλων σου στην σκόνη που το περιτύλιγε, να διαβάσεις τον τίτλο του να αναγνωρίσεις τον συγγραφέα του. Αντικρίζοντας τα διαφορετικού μεγέθους και όγκου μικρά και μεγάλα βιβλία το ένα πάνω στο άλλο δίχως οργάνωση, να βρίσκονται τοποθετημένα σε διπλές και τριπλές σειρές, να γειτνιάζουν σε μια επικίνδυνη ισορροπία, λες και ακροβατούσαν μέσα στην σιωπή του ανήλιαγου χώρου σαν πεπειραμένοι ακροβάτες, δεν τολμούσες ακόμα και να ήθελες, να τα αγγίξεις. Ήσουν βέβαιος καθώς θαύμαζες την λεπτή και ετοιμόρροπη ισορροπία τους, και από τις δύο πλευρές του στενόμακρου διαδρόμου, ότι αν τολμούσες να τα πειράξεις θα σου πέσουν στο κεφάλι, θα σε πλακώσουν, θα δημιουργήσουν μια μικρή αντάρα που ενόχλησες την ησυχία τους, την ραστώνη τους. Ένα σύννεφο σκόνης θα απλωθεί και θα σε πνίξει, θα σου τσούξει τα μάτια. Θα σηκωθεί μια οχλοβοή εξιστόρησης της δικής τους ζωής, θα αφυπνιστούν από το προσωπικό τους παρελθόν ακινησίας. Από τις μέρες που άτομα αδιάφορα και ξένα προς την ανθρώπινη γνώση,-που ακούν την λέξη βιβλίο και βγάζουν σπυράκια, που δεν γνωρίζουν τι σημαίνει η λέξη βιβλιόφιλος,- έσπευσαν ανακουφισμένα να τα ξεφορτωθούν πουλώντας τα μπίρ-παρά στον παλαιοβιβλιοπώλη, και εκείνος, αγοράζοντάς τα, τα στοίβαξε στο μαγαζί του περιμένοντας τον μελλοντικό αγοραστή τους.  Ήταν ο τρόπος εκδήλωσής τους να σου προκαλέσουν το ενδιαφέρον να τα πλησιάσεις, να ζητήσεις από τον παλαιοβιβλιοπώλη να στα δείξει, να σου μιλήσει για αυτά, να αρχίσεις μια συνομιλία μαζί τους. Να μάθεις τον συγγραφέα τους, να ακούσεις την ιστορία τους, να πληροφορηθείς την ημερομηνία έκδοσή τους, το θέμα τους, που τυπώθηκαν πότε κυκλοφόρησαν. Αν έχουν διαβαστεί ξανά ή παρέμειναν με άκοπες σελίδες στα ράφια μιας βιβλιοθήκης ως ντεκόρ. Δίπλα σε μπιμπελό και είδη καπνικής κομψοτεχνίας. Να απελευθερωθούν από την αχρησία τους, να ξεφύγουν από την μοναξιά τους που τους εγκλώβισε η έλλειψη ενδιαφέροντος νέων περαστικών τυχαίων βιβλιόφιλων. Το παλαιοβιβλιοπωλείο αυτό στο κέντρο του Πειραιά, που συνήθως τις πρωινές ώρες ήταν με κατεβασμένα ρολά, (άνοιγε μετά τις 10 και μισή με 11) ανήκε στον Θανάση Ζαφειρόπουλο. (1929-2008). Μια λεπτοκαμωμένη, μάλλον κοντούτσικη καλόκαρδη φυσιογνωμία που δέσποζε για δεκαετίες στον χώρο του παλαιού βιβλίου στον Πειραιά. Ένας ευγενής χαρακτήρας, ένας πειραιώτη με καλλιτεχνικές ανησυχίες, έγραφε ποιήματα και σκιτσάριζε στιγμιότυπα και πρόσωπα της πόλης, με τα μεγάλα του μυωπικά γυαλιά να καλύπτουν μέρος του στρογγυλού και ροδοκόκκινου προσώπου του. Από την πρώτη στιγμή που τον αντίκριζες και άνοιγες κουβέντα μαζί του, ένιωθες το πάθος του, την αγάπη του για τα βιβλία. Το ενδιαφέρον του πέρα από τις εμπορικές του δοσοληψίες. Το μεράκι του να σε πείσει να αγοράσεις ένα, να σου προτείνει έναν τίτλο που είχε διαβάσει και του άρεσε, να σε ρωτήσει αν γράφεις, όπως έγραφε και εκείνος ποιήματα και τα δημοσίευε στον τοπικό τύπο και τα περιοδικά. Να σου μιλήσει για παλαιούς πειραιώτες ποιητές και συγγραφείς που είχε στα νιάτα του γνωρίσει. Τον ποιητή Νίκο Χαντζάρα, τον Χρήστο Λεβάντα, τον Κώστα Σούκα και άλλους πνευματικούς ανθρώπους της πόλης μας και των Φιλολογικών της Σωματείων που ήταν τακτικό μέλος τους. Πειραιώτες λογίους που καλλιέργησαν τα πειραϊκά γράμματα. Οι παλαιότερες γενιές βιβλιόφιλων είχαν στέκι το παλαιοβιβλιοπωλείο του, το οποίο ανήκε στον πατέρα του Αρχόντη Ζαφειρόπουλο το οποίο κληροδότησε στον γιο του Θανάση. Από εκεί περνούσαν οι διανοούμενοι και λόγιοι του Πειραιά αλλά και απλοί καθημερινοί βιοπαλαιστές πειραιώτες που αναζητούσαν ένα λησμονημένο βιβλίο, το τεύχος ενός παλαιού περιοδικού, ένα ταλαιπωρημένο σχολικό σύγγραμμα. Στο παλαιοβιβλιοπωλείο του Θανάση Ζαφειρόπουλου δεν θα συναντούσες σπάνιες εκδόσεις, συλλεκτικούς τίτλους, βιβλία εξαντλημένα και ακριβοπληρωμένα, πολυτελή λευκώματα, σύγχρονες εκδόσεις που έβρισκε ο πειραιώτης βιβλιόφιλος σε άλλα στέκια, βιβλιο- παλαιοβιβλιοπωλεία. Ντάνες τα βιβλία και τα περιοδικά στοιβαγμένα φύρδην μίγδην στον δικό του χώρο, τίτλοι παραπεταμένοι, απαξιωμένοι. Σκόρπια, άτακτα ριγμένα χάμω βιβλία και περιοδικά, πατημένα, λερωμένα, που έπρεπε να ψάξεις αρκετά για να βρεις αυτό που αναζητούσες. Και όμως, αυτά τα «άχρηστα» για τους πολλούς βιβλία, δήλωναν υπερήφανα την παρουσία τους στον περαστικό. Τίτλοι παλαιοί ξένων μυθιστορημάτων, λαϊκές εκδόσεις με μουτζουρωμένες από το μελάνι σελίδες, τόμοι με μισοσπασμένες ράχες, με σελίδες να έχουν αφαιρεθεί από παιδικά σχολικά χέρια. Βιβλία με κιτρινισμένα λουλουδιών ανθάκια ανάμεσα στις σελίδες τους που άφηναν την στάμπα τους πάνω στις λέξεις. Ελλιπείς σειρές εγκυκλοπαιδειών,-συνήθως παιδικών- συγγραφικές δημιουργίες γεμάτες σκόνη και μούχλα από τον χρόνο. Βιβλία με τρυφερές αιώνιας αγάπης αφιερώσεις, με άκοπες σελίδες, ντυμένα με μπλε κόλλες, με χαρτί εφημερίδας, χωρίς εξώφυλλο, που τους έλλειπε ένα δεκαεξασέλιδο ή σελίδες τυπωμένες ανάποδα. Ακόμα και σχολικά τετράδια έβρισκες. Ξένοι παλαιοί τίτλοι των εκδόσεων Δαρεμά, βιβλία τσέπης,  δεκάδες Βιπεράκια. Αισθηματικά, "Η μαρκησία των αγγέλων". Βιβλία των εκδόσεων Άγκυρας. Εκδόσεις Φλίπερ, Δελφίνι, αρχαίοι συγγραφείς των εκδόσεων Πάπυρος, τεύχη εγκυκλοπαιδειών, που αναστέναζαν μέσα στην σκοτεινή του χώρου μοναξιά, από έλλειψη ενδιαφέροντος των σύγχρονων περαστικών πειραιωτών. Που περνούσαν από μπροστά τους αδιάφοροι, ξένοι, δίχως να νοιαστούν για τις εμπειρίες και την πείρα που έκρυβαν μέσα τους. Τίτλοι βιβλίων Ιστορίας και Μυθιστορίας, παιδικά περιοδικά και εικονογραφημένα κλασικά, δεκάδες σχολικά βιβλία που βιάζονταν να τα ξεφορτωθούν οι μαθητές με ανακούφιση. Μισά Άπαντα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, ταξιδιωτικά του Νίκου Καζαντζάκη των εκδόσεων Δίφρος πλάι στον Τιραμόλα και τον Λούκυ Λουκ. Δίπλα σε Μίκυ Μάους δέσποζε το όνομα του Ρείμόν Καρτιέ και της ευρωπαϊκής ιστορίας του. Ολιγοσέλιδοι και πολυσέλιδοι άγνωστοι τίτλοι παλαιών γαλλικών μυθιστορημάτων περίμεναν υπομονετικά, "Η γέφυρα των στεναγμών", "Ο αρχησιδηρουργός", "Η κυρία με τας καμέλιας", "το σιδηρούν προσωπείο" κ.ά. ακουμπούσαν πάνω στους ογκώδεις τόμους έργων του Ουϊνστον Τσώρτσιλ. Σε άδετους τόμους που είχε  εκδώσει η ελληνική στρατιωτική υπηρεσία για τις πολεμικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία. Χιλιάδες βιβλία που ίσως, και να είχαν βαρεθεί να συνομιλούν μεταξύ τους, με τον μπάρμπα Θανάση που έστεκε άγρυπνος φύλακάς τους, προστάτης τους, φρουρός άγγελός τους, και είχαν αφεθεί στην μοίρα τους. Πάμπολλες φορές είχα επισκεφτεί το μαγαζί του, από τα χρόνια ακόμα που η σημερινή Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου στέγαζε το παλαιό Ταχυδρομείο της πόλης, και στο πεζοδρόμιό του βρίσκονταν ένα φορτωμένο με βιβλία και μικρά Βίπερ περίπτερο. Παιδικά περιοδικά και βιβλία για μικρά παιδιά που λιάζονταν ακουμπώντας τα ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου στον τοίχο του Ταχυδρομείου επί της Φίλωνος. Ενώ άλλες φορές, χαίρονταν και αυτά μαζί με τους μικρούς μπόμπιρες και τις παιδικές φωνούλες που διασκέδαζαν στην απέναντι μάντρα που είχε στηθεί πρόχειρα το Λούνα Παρκ. Αλλά και από την πλαϊνή πλευρά του νεοκλασικού κτηρίου του παλαιού Ταχυδρομείου επί της Καραολή και Δημητρίου υπήρχε ένα δεύτερο περίπτερο που πωλούσε παλαιά βιβλία και παιδικά περιοδικά. Πολλές φορές, θέλοντας να πειράξω τον Θανάση Ζαφειρόπουλο του έλεγα: « Έ! μην παραπονιέσαι, έχεις παρέα. Το στέκι σου βρίσκεται στον δρόμο των ποικίλων γνώσεων. Δημιουργήσατε και οι τρεις σας, την Πειραϊκή «Μονμάρτ». Εκείνος έβαζε τα γέλια και ζητούσε να μου διαβάσει ένα ποίημά του που μόλις είχε γράψει, ένα μικρό του σημείωμα που δημοσιεύτηκε σε πειραϊκό έντυπο, που είχε βγάλει φωτοτυπία και το έδινε στους πελάτες. Απλή έως απλοϊκή η  φωνή του. Παραδοσιακή ποίηση θα χαρακτηρίζαμε την ποίηση του Θανάση Ζαφειρόπουλου, μιας πνοής που έρχεται από το παρελθόν. Δίχως μεγάλα ανοίγματα,  νοσταλγικές μνήμες και εικόνες αίσθησης ανθρωπιάς και μελαγχολίας. Με θεματολογία που ποικίλη. Ποιήματα μικρές ιστοριούλες ανθρωπιάς και ανθρώπινων στιγμών συγκίνησης. Παραμυθιακού χαρακτήρα. Εικόνες του παλαιού Πειραιά, νόστος και πίκρας ατμόσφαιρα. Μια ποιητική πνοή που συνομιλεί με το παρελθόν, με άλλες φωνές, εγκιβωτίζοντας μέσα της στίχους και λόγια δάνεια.  Ένας αυθεντικός, τρυφερός λόγος, πηγαίος. Εσωτερική χαμηλόφωνοι ρυθμοί, τόνοι ηρεμίας. Μια διαρκής νοσταλγία για κάτι χαμένο απλώνεται στους στίχους του. Κάτι που πάει να πραγματοποιηθεί και δεν πετυχαίνεται. Μια σχέση μια κατάσταση. Ποιήματα που πηγάζουν από τα βάθη της ψυχής ενός αυθεντικού, ανήσυχου για τα σκαλοπάτια της τέχνης πειραιώτη, που δεν έχανε εκδήλωση της πόλης που να μην παρευρεθεί. Φρόντιζε να παρακολουθεί από κοντά τις διαλέξεις των πειραιωτών και άλλων λογοτεχνών. Ήταν ο δικός του χώρος, η προέκταση του χώρου του βιβλιοπωλείου του. Αν δεν λαθεύω, εκτός από τα σκόρπια ποιήματά του που διαβάζουμε σε περιοδικά και μικρά κείμενά του στην τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» ο βιβλιοπώλης ποιητής Θανάσης Ζαφειρόπουλος, ο ένθερμος πειραιώτης, δεν εξέδωσε δικό του βιβλίο. Τα συγγραφικά του σκόρπια ίχνη τα βρίσκουμε μόνο στα διάφορα έντυπα της πόλης. Συνέχισε επάξια την εμπορική-πνευματική κληρονομιά που του άφησε ο πατέρας του διατηρώντας μια κάπως ανοργάνωτη φωλιά του βιβλίου, βιβλίων που πλημμύριζαν το πεζοδρόμιο μπροστά από το μαγαζί, μέχρι σχεδόν αφήσει την ματαιότητα του κόσμου τούτου.

     Στο μικρό και σύντομο σημείωμα αντιγράφω ορισμένα παραδοσιακής φόρμας ποιήματά του, που φανερώνουν την ευαισθησία του, την τρυφεράδα του, τα διαβάσματά του, την άδολη αγάπη του για τα γράμματα. Την καλλιτεχνική του φλέβα, το όποιο ταλέντο του πειραιώτη παλαιοβιβλιοπώλη.

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΒΙΒΛΙΟΠΩΛΗ

Ι

Πολλές φορές, μόνος στο μαγαζί του

καθώς τις στοίβες τα βιβλία συγυρίζει,

κάποια απ’ αυτά του τραβούν την

προσοχή του,

τα εξετάζει και τα ξεφυλλίζει.

 

Δεσίματα κομμένα. Ξεφτισμένα.

Με γράμματα σβησμένα, ελλιπή,

φύλλα παλιά, σαρακοφαγωμένα.

Κίτρινα, π’ απ’ τον χρόνο έχουν φθαρεί.

 

«… Τώ ευσεβεστάτω, υψηλοτάτω αυθέντη

και ηγεμόνει της Μολδοβλαχίας

Βοεβόδα, τω εκ των Μαυροκορδάτων…»

γράφει το τρίγλωσσον, εκδόσεις «Αουστρίας».

«… Τώ μεγαλειοτάτω Βασιλεί των Γάλλων

Φιλίππω Λουδοβίκω,-κάπως έτσι-

γράφει το «ελληνογαλλικό» του Βυζαντίου

του χίλια οκτακόσια σαράντα έξη.

ΙΙ

Πολλές φορές ο συγγραφέας του βιβλίου

πού «Τιμής ένεκεν» κάπου είχε δωρίσει

το βλέπει στο παλαιοβιβλιοπωλείο

όπου οι «γνωστοί» του τόχουνε πουλήσει.

Άλλοτε πάλι, στη γωνιά κάποιας σελίδας

τρεμάμενα μιά πένα έχει γράψει

λίγες ευχές σε κάποιο αγαπημένο

πρόσωπο και του λέει «να το διαβάσει»

Και τέλος οι ευχές και τα βιβλία

ίσως με κυνισμό και δίχως θλίψη

μέσα στο μαγαζί, πάνω στα ράφια

μαζί με τ’ άλλα έχουν καταλήξει.

Φιλολογική Στέγη, χρόνος ΙΓ΄, τόμος ΙΔ΄, τχ. 25/Άνοιξη 1978, σ.226

Ο ΜΠΑΡΜΠΑ –ΙΩΣΗΦ

Λέει ο Βενέζης για της Λήμνου έναν ψαρά

που με τις τράτες ψάρευε στο Αιγαίο

κι έκανε όνειρα για να στεφανωθεί

με τη Μαρία-είχαν αίσθημα ωραίο.

 

Αλλοίμονο φτωχός αυτός κι εκείνη πιο φτωχιά

«τη νύχτα στην ακρογιαλιά μιλούσαν με τ’ αστέρια»

Μπορείς, για σκέψου, στο λαιμό να πάρεις τέτοια ναι

χωρίς δραχμή, με μόνο εφόδιο τα δυο σου χέρια;

 

Έφυγε. Πήγε ο δυστυχής, Σμύρνη, Αϊβαλί,

πιό μέσα στην Ανατολή, πάνω στα Κιμεντένια,

να κάνει και αυτός λεφτά, ως έκαναν πολλοί

-κι είν’ η Μαρία στο νησί μοναδική του έννοια.

 

Χίλιες στερήσεις’ μάζεψε κι αυτός λίγα λεφτά

μα του τα πήραν οι ληστές, κλαίει κι αναστενάζει.

Με μετανάστη τη Μαριώ παντρέψαν στο χωριό.

Στα ξένα γέρασε ο ψαράς, τα δέντρα να μπολιάζει…

 

Αχ, μερικά φτωχόπαιδα πώς μοιάζουν του ψαρά!

Ώσπου να στρώσουν μια δουλειά γοργοπερνούν οι χρόνοι,

οι κοπελιές παντρεύονται, αλλάζει κι η καρδιά,

με τραγική κατάληξη να ζουν στο τέλος μόνοι.

Φιλολογική Στέγη, χρόνος 22ος, τόμος ΣΤ΄, τχ. 39-40/Άνοιξη 1987, σ.29

ΤΙ  ΩΦΕΛΕΙ;

Τι ωφελεί να χαράζω κι άλλες ρίμες για Σένα

αφού πείσμα αμοιβαίο μας χώρισε πια;

Ενός ονείρου άχνα είναι τα περασμένα

που αφήνουν μια πίκρα και κενό στην καρδιά.

 

Δεν αξίζω να γράψω άλλους στίχους για Σένα

να χαλάω μολύβια, να γεμίζω χαρτιά

όσα γίνανε τότε είναι πια περασμένα

κι οι πληγές σαν τις ξύνουν, ματώνουν ξανά.

 

Πώς θα πάψω να γράφω άλλους στίχους για Σένα

δεν μπορώ και δεν ξέρω να το βρω το γιατί

μα χωρίς να το θέλω, δίχως να προσπαθήσω

το μολύβι μονάχο, τρέχει πια στο χαρτί.

Φιλολογική Στέγη έτος 28ο, τόμος Ζ΄, τχ. 59/Άνοιξη 1993, σ.351

ΟΝΕΙΡΟ…

Σαν έρθει ο καλός της να την παντρευτεί

Θα κάνει ένα πλούσιο τραπέζι,

θα έρθουν όλοι, φίλοι, συγγενείς

κι η μουσική χαρούμενα θα παίζει…

 

(-Θα με καλέσετε κι εμένα, δεσποινίς;

Εγώ θα λείψω από τέτοιο πανηγύρι;

-Εσύ να έρθεις’ κάποιος άλλος δεν θα ‘ρθει,

θα με πειράξει-κι ο καλός μου θα τον δείρει…)

 

Χρόνια ελπίζει, μας δεν φαίνεται γαμπρός,

κρύος αγέρας τα μαλλιά της τ’ άσπρα παίζει,

κι άλλες ρυτίδες της «δωρίζει» ο καιρός,

στον… άλλο κόσμο θα μας κάνει το τραπέζι…

Φιλολογική Στέγη χρόνος 24ος, τόμος Ζ΄, τχ. 47/1,2,3, 1989, σ.34 

ΤΟ  ΣΤΕΡΝΟ  ΜΠΑΡΚΟ

     (Μια ανάμνηση από τον «Τινάνειο» κήπο εκείνου του καιρού)

Εκοιμόταν στα παγκάκια του «Τινάνειου»

ξαπλωνόταν στο γρασίδι, μες στα δέντρα

νύχτα-μέρα βλαστημούσε και εμάλωνε

λίγα λόγια-και δεν σήκωνε κουβέντα.

 

Σε μουρμούρικο σκοπό συχνά τραγούδαγε

(του μαγείρεψαν και έφαγε δυο φίδια…)

και στους φύλακες του κήπου που τον διώχνανε

εκαυχιόταν για τα τόσα του ταξίδια.

 

Αργά ξύπνησε μια μέρα και εφώναξε

πως την  ώρα λάθος δείχνει το «Ρολόϊ»

κι όλο έλεγε, μουντζώνοντας το κτίριο:

-Θα μπαρκάριζε κι έχασε το βαπόρι!

 

Ψειριζότανε, ροχάλιζε και κάπνιζε

ένα μαύρο και βαρύ καπνό στο πάρκο’

Παγωμένο μες στο κάρο σαν τον ρίχνανε

«το στερνό»-λέγαν- «του Ρέμπελου το μπάρκο»

Φιλολογική Στέγη χρόνος 25ος, τόμος Ζ΄, τχ. 49-50-51/Άνοιξη 1990, σ.124

  ΣΟΥΝΙΟ

Βουβοί οι μάρτυρες τ’ αρχαίου μεγαλείου.

Σπασμένα μάρμαρα, μετόπες και κολώνες,

θυμάρι, πέτρες, πεύκα και μελίσσια,

ο τόπος ο ίδιος κι ας περάσανε αιώνες.

 

Ο ήλιος δύει και τον πόντο χρωματίζει.

Χρυσή πορφύρα σαν ταμπλό παλιού ζωγράφου.

Τ’ ακροθαλάσσι στα νερά του καθρεφτίζει

κίονες άσπρους απ’ την κορυφή του βράχου.

 

Στης γης τα σπλάχνα άδεια ειν’ τα μεταλλεία

-το μέταλλο το ακριβό πού τάχα νάναι;-

Μες στα ερείπια των ναών σαν σουρουπώνει

η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας σεργιανάνε.

 

Όχι!  Δεν μείναν μόνοι οι Θεοί οι αρχαίοι!

Ούτε πεθάναν! Όσοι μελετούνε

μες τα βιβλία τους, στη σκέψη, στην καρδιά τους

τους ξεχασμένους τους Θεούς τους λειτουργούνε.

 

Μπρός στα χαλάσματα ξενόγλωσσοι επισκέπτες

όλο κατάνυξη τριγύρω τους κοιτάνε,

ψιθυριστά σκύβοντας πάνω στα χαρτιά τους.

Κι αυτοί είναι Έλληνες. Τη γλώσσα ας μη μιλάνε…

Φιλολογική Στέγη χρόνος 23ος, τόμος ΣΤ΄, τχ. 44/4,5,6,1988, σ.248

ΤΟ ΔΩΡΟ ΜΙΑΣ ΦΙΛΗΣ

Παλιά μποτίλια από κολόνια, ξεχασμένη

μες στα βιβλία μου ηύρα, στη γωνιά

κι αμέσως πήγα λίγα χρόνια πίσω

έκανε τότε- το θυμάμαι-παγωνιά.

 

Την είχε φέρει κάποια φίλη την ημέρα

πού ήταν η γιορτή μου-και εγώ

έβαζα πριν συναντηθούμε δυό σταγόνες

θαρρείς με τσιγγουνιά και με φειδώ.

 

Είπα να την φυλάξω την μποτίλια

μά είχε σπάσει-τη φοβάμαι τώρα πια-

μπορεί να μου ματώσει και τα χέρια,

την είδα μόνο και μου μάτωσε η καρδιά.

Φιλολογική Στέγη χρόνος 21ος, τόμος Ε΄, τχ. 36/Καλοκαίρι 1986, σ.467.

ΔΙΑΤΤΟΝΤΕΣ

     Περνάμε σαν διάττοντες αστέρες

      με την δική του λάμψη ο καθένας

Και ξάφνου φτάνουν τα μαντάτα;

-Θυμάστε, ο τάδε, που ερχόταν;

Διάβηκε της ζωής τη στράτα!

-Τι λές; Αυτός; Και από τι;

 

Για κείνον, μια στιγμή, μιλούνε

κάτι απ’ αυτόν θα θυμηθούν,

ύστερα κάτι άλλο θα πούν

και τον ξεχνούνε…

Φιλολογική Στέγη χρόνος 17ος, τόμος Ε΄, τχ. 29/Φθινόπωρο 1982, σ.48

ΑΝΑΜΟΝΗ

Θαρθεί μια μέρα απ’ τα ξένα να την πάρει

σαν θαλασσοδαρμένος ναυτικός

Τη νύχτα μόνη που κοιτάει το φεγγάρι

αυτόνε συλλογιέται διαρκώς.

 

Όταν ο άνεμος τα δέντρα ξεριζώνει

κι έχ’ η σελήνη μες στα σύννεφα κρυφτεί,

μ’ αφρούς το κύμα την προβλήτα κουκουλώνει,

κλαίει και προσεύχεται γι’ αυτόν γονατιστή.

 

Μα σαν αράζουν τα καράβια στο λιμάνι,

τρέχει’ μες στον κόσμο χάνεται κι αυτή’

«κανείς για μένα και με τούτο το καράβι,

δεν έχει έρθει», κλαίει και φεύγει μοναχή.

 

Από μικρή αυτό το όνειρο έχει κάνει

μ’ αυτό μεγάλωσε, μ’ αυτό ακόμη ζει

γέρασε, άσπρισε, εγέμισε ρυτίδες

θαρθεί ο Χάρος και θα φύγουνε μαζί.

Φιλολογική Στέγη χρόνος ΙΕ΄, τόμος Δ΄, τχ. 27/Καλοκαίρι 1980, σ.377-378.

ΕΛΕΓΕΙΟ Σ’ ΕΝΑΝ ΠΕΙΡΑΙΩΤΗ

Στο Ταχυδρομείο του Πειραιά, κάτω απ’ τα δέντρα

κι από το μέρος της οδού Καραολή

είναι παρατημένη η καρέκλα

του αιτησιογράφου Παντελή.

 

Τρύπια, δεμένη με χαρτόνια και με σπάγκους

-μ’ έντυπα, φάκελλα σε μιά σκισμένη τσάντα’

τον περιμένει, πάνω καθισμένη

για να της δώσει απ’ ό,τι φάει και μιά γάτα.

 

Γράμματα, ξένες γλώσσες, σχολαρχεία

σε «θέσεις» διάφορες εστάθηκε καλός,

στον Πόλεμο όμηρος-Χαϊδάρι, Γερμανία-

κ’ έξω απ’ την «Πόστα» εκατάληξε κι αυτός.

 

Άρρωστος, γέρος με βροχές και με χιονιάδες

τρέμοντας, βήχοντας στο «πόστο» του στεκόταν

τους τακτικούς του περιμένοντας πελάτες

-και κάπου-κάπου στην καρέκλα του κοιμόταν…

…………………………………..

Στο ταχυδρομείο του Πειραιά, κάτω απ’ τα δέντρα

κι από το μέρος της οδού Καραολή

είναι παρατημένη η καρέκλα

του αιτησιογράφου Παντελή.

 

Παλιά καρέκλα, την επήρε ο σκουπιδιάρης

-μαζί κ’ η σάκα με καρμπόν και με χαρτιά-

άδικα ψάχνει να τον βρεί κάθε πελάτης,

αυτός κοιμάται στην «Α ν ά σ τ α σ η» βαθιά.

Φιλολογική Στέγη, χρόνος ΙΓ΄, τόμος Δ΄, τχ. 24/Άνοιξη 1977, σ.148.

     Το μικρό αυτό Ανθολόγιο των στίχων του πειραιώτη βιβλιοπώλη ποιητή, Θανάση Ζαφειρόπουλου, έγινε από τα τεύχη του περιοδικού Φιλολογική Στέγη που έχω στην κατοχή μου. Πράγμα που σημαίνει ότι και σε άλλα τεύχη του περιοδικού δημοσιεύεται συνεργασία του. Βλέπε πχ. τεύχος 26/Χειμώνας 1979, σ. 315 και το ποίημά του «ΟΥΔΕΝ ΚΑΚΟΝ…», Το ποίημά του αφιερωμένο στον πειραιώτη ποιητή Νίκο Καββαδία, «ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΝΙΚΟ ΚΑΒΒΑΔΙΑ», σ. 122, τεύχος 122/12, 1983 που δεν αντέγραψα. Δεν αντέγραψα επίσης, τις αναμνήσεις του από την συνάντησή του με τον ποιητή του μεσοπολέμου Νίκου Χαντζάρα. Βλέπε «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Ν. ΧΑΝΤΖΑΡΑ» που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» 12 Ιανουαρίου 1979. Το καλογραμμένο αυτό κείμενο αναδημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα του περιοδικού στον ποιητή Νίκο Ι. Χαντζάρα, τεύχος 31/12, 1984, χρόνος 19ος, τόμος Ε΄, σελίδα 201.

      Η πόλη του Πειραιά, ευτύχησε να έχει σημαντικές ποιητικές φωνές, άλλες μεγάλης πνοής άλλες λιγότερο ενδιαφέρουσες, όμως τα χώματα της πόλης γέννησαν ποιητές. Φωνές που δεν είναι και τόσο γνωστές στο πειραϊκό κοινό. Ποιητές κουρείς( στην οδό Νοταρά), ποιητές περιπτερούχους  (ο ιδιοκτήτης του Περιπτέρου στην διασταύρωση Σωτήρος Διός και Ηρώων Πολυτεχνείου, βιβλιοπώλες ποιητές όπως ο Θανάσης Ζαφειρόπουλος.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

ΥΓ. Τραγικός και πικρός των ημερών μας ο λόγος του εκδότη των εκδόσεων «Στιγμή» Αιμίλιου Καλιακάτσου, στο «Μονόγραμμα». «Δεν με στεναχωρεί που έδωσα για παλιοσίδερα το παλαιό μου τυπογραφείο-τα μηχανήματα-αλλά του ότι δεν υπήρξε ούτε ένα νέο άτομο να μου ζητήσει να του μάθω, να του διδάξω την τέχνη μου. Του Τυπογράφου. Αν αυτό δεν είναι σύγχρονη εικόνα-κατάσταση του πολιτισμού μας τότε τι είναι;

ΥΓ. Κρίμα που δεν βρέθηκαν 10 βουλευτές ώστε να ψηφιστεί το νομοσχέδιο και να ψηφίζουν οι Έλληνες του Εξωτερικού. Αλλά διπλό κρίμα στους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας μας, στην Ακαδημία και τα Λογοτεχνικά Σωματεία και Λέσχες που δεν ανέδειξαν δυναμικά το ζήτημα. Δεν έστειλαν μια επιστολή διαμαρτυρίας σε όλους τους βουλευτές των κομμάτων του ελληνικού κοινοβουλίου, και ιδιαίτερα, στον πολυγραφότατο και γνωστό συγγραφέα, κύριο Βασίλη Βασιλικό. Ποιοι απαξιώνουν ποιους;                         

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου