Η
ποίηση του Γ.
Ιωάννου
Της
ΕΛΕΝΑΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ, «Χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1987
Εφημερίδα
Η ΑΥΓΗ 25/6/1989
Επιχειρώντας
μιαν επανάγνωση-ή και πρώτη ανάγνωση- των ποιημάτων του Γ. Ιωάννου, ο γνώστης
της πεζογραφίας του θα τον αναγνωρίσει αμέσως. Ως προς το βίωμα, η διάθεση αλλά
και τη θεματική. Διότι τα ποιήματα του Γ. Ιωάννου ως προς τα τρία αυτά στοιχεία
αποτελούν σπέρματα του πεζογραφικού του έργου το οποίο ο συγγραφέας αρχίζει να
δημοσιοποιεί έναν μόλις χρόνο (1964) μετά από την έκδοση και της δεύτερης
συλλογής του «Τα χίλια δένδρα».
Βιωματικός-όχι μόνο φύσει αλλά και θέσει όπως αποδείχθηκε αργότερα- ο Γ.
Ιωάννου καταθέτει στα ποιήματά του το βίωμά του γυμνό και απέριττο. Είναι αυτό
που συνομιλεί με τον εαυτό του σαν να μη θέλει να ακούσουν οι άλλοι οι οποίοι
καραδοκούν να του τονίσουν τα αισθήματα ενοχής για την ερωτική του ιδιοτυπία.
Στα «Ηλιοτρόπια» η ενοχή μοιάζει εφηβική αφού δεν έχει περάσει στην ωριμότητα
της αυτογνωσίας. Πλανιέται στην ατμόσφαιρα ως φοβική διάθεση, ούτε ο ίδιος ο
ποιητής δεν τολμά να αναμετρηθεί με ό,τι κρύβεται πίσω της. Ποιήματα
ατμόσφαιρας- καβαφικών αποχρώσεων-θα ονομάζαμε τα «Ηλιοτρόπια» τα οποία
λειτουργούν δίκην ποιητικών αναπνοών. Μονοπυρηνικά, διαρθρωμένα γύρω από μιάν
εικόνα. Μόλις αρχίζουν, τελειώνουν. Ο άψογα όμως δουλεμένος απέριττος, διάφανος
στίχος του με τους κυματιστούς ρυθμούς, προσδίδει σ’ αυτά μια θαυμαστή ενότητα
ύφους και ποιητικής συγκίνησης.
Στα
«Χίλια δένδρα» τα ποιήματα από μπουμπούκια γίνονται λουλούδια. Ωριμάζουν δηλαδή
από κάθε άποψη. Η φόρμα τους ανοίγει, αποκτά αφηγηματικούς ρυθμούς.
Οργανώνονται μεν και αυτά γύρω από μιαν εικόνα, μια κατάσταση, ένα γεγονός,
αλλά το αναπτύσσουν και το ολοκληρώνουν. Η ποιητική φράση αποκτάει
αποφασιστικότητα και ακρίβεια έτσι ώστε το ποίημα να μην λειτουργεί μόνον ως
διάθεση. Στα «Χίλια δένδρα» εμφανίζονται τα δύο βασικά στοιχεία τα οποία
επιμελώς θα καλλιεργήσει με την πεζογραφία του ο Γ. Ιωάννου. Ο χρόνος-ως μνήμη-και
ο χώρος-εκείνος της παιδικής και εφηβικής ηλικίας στη Θεσσαλονίκη. Συνάρτηση
των δύο αυτών δομικών στοιχείων του συνολικού έργου του Ιωάννου, η θεματική του
η οποία κατατίθεται κατά κανόνα στα «Χίλια δένδρα» με εξαιρέσεις στα
«Ηλιοτρόπια». Όσο για το βίωμα του ποιητή- ερωτικό εν πολλοίς-έχει πλέον
προσεγγίσει στα «Χίλια δένδρα» την αυτογνωσία. Η ιδιότυπη ερωτική επιθυμία, την
οποία πλέον γνωρίζει και αποδέχεται, του γεννά οδυνηρά συναισθήματα ενοχής και
αποκοπής από το γύρω του περιβάλλον και βέβαια βαθιάς μοναξιάς. Και στα «Χίλια
δένδρα» οι στίχοι παραμένουν λιτοί, απέριττοι, χαμηλόφωνοι χωρίς καμιά ρητορεία
ή φόρτιση, με έντονες τις καβαφικές δονήσεις.
Δεν
γνωρίζουμε πότε ο Γ. Ιωάννου έγραψε το ποίημα «Δούλος Ιερός του Έρωτα» (α΄
έκδοση 1980) αλλά το σίγουρο είναι πως η συγγραφή του πρέπει να έχει γίνει
πολλά χρόνια μετά τα «Χίλια δένδρα». Εδώ το βίωμα είναι εντελώς διαφορετικό.
Καμιά ενοχή πλέον, κανένα κλείσιμο, κανένας φόβος. Ακέραιος ερωτικά ο ποιητής,
μακριά από την πόλη των εφηβικών και νεανικών ενοχών του τη Θεσσαλονίκη,
καταθέτει το βίωμά του και αποφασιστικά. Δεν συνομιλεί πια με τον εαυτό του
αλλά απευθύνεται άμεσα στο ερωτικό αντικείμενο. Το ποίημα αποτελείται από
τέσσερις ενότητες με πέντε στροφές η κάθε μια. Η κάθε ενότητα ανταποκρίνεται
και στην αντίστοιχη φάση, της ποιητικά «αφηγούμενης» ερωτικής ιστορίας και από
την άποψη αυτή φέρει έντονα την πεζογραφική σφραγίδα του δημιουργού της (το
αντίθετο δηλαδή με ό,τι συνέβαινε στα πρώτα του πεζογραφήματα «Για ένα
φιλότιμο»). Στην πρώτη ενότητα ο ομιλών καταθέτει τη γενική ερωτική του διάθεση
και πίστη στον έρωτα, στη δεύτερη αποκαλύπτει τα συναισθήματα προσμονής του
ερωτικού συντρόφου καθώς και τις ενέργειες που προετοιμάζουν το ερωτικό σμίξιμο,
στην τρίτη επέρχεται η πολυπόθητη συνάντηση και τα ανάλογα συναισθήματα που
γεννάει και στην τέταρτη η απομάκρυνση του ερωτικού συντρόφου, προκαλεί νέες
αγωνίες και καημούς για επαναπροσέγγιση. Η τελευταία ενότητα παραπέμπει σαν
δομή και εκφορά λόγου στα ανάλογα ρεμπέτικα ή λαϊκότροπα τραγούδια. Γενικά όμως
το πολύστιχο αυτό ποίημα δεν δημιουργεί την ίδια διάθεση και την ατμόσφαιρα των
πρώτων ποιημάτων του Γ. Ιωάννου. Ωστόσο διατηρεί τη λιτότητα και το απέριττο
του ποιητικού ύφους που καλλιέργησε, όσο καλλιέργησε, ο ποιητής Γ. Ιωάννου.
«Παραναγνώστης- Επαρκής
Αναγνώστης- Φιλολογικός Αναγνώστης»
Σημειώσεις:
Συνεχίζω
τα σημειώματα (που είχα αρχίσει το 2018) για το έργο και την παρουσία του
ποιητή και πεζογράφου, αρθρογράφου και χρονικογράφου, μεταφραστή Θεσσαλονικιού
Γιώργου Ιωάννου. Του πιο επίμονου και διακριτικού ίσως εραστή της πολυπολιτισμικής
Θεσσαλονίκης. Με την αυτοκρατορική βυζαντινή ατμόσφαιρα και τον λαϊκό χαρακτήρα
της. Την Πόλη που όσοι την έζησαν, την αγάπησαν, δεν την απαρνήθηκαν ποτέ. Μια
ζωντανή μνήμη χιλιετιών, χοάνη ιστορικών και πολιτιστικών θραυσμάτων. Θεωρώ πλεονασμό
να αναφέρω ότι διαβάζω ξανά τα βιβλία του και τις διάφορες μελέτες, δοκίμια,
βιβλιοκριτικές που έχουν δημοσιευτεί, τα άρθρα από αποκόμματα εφημερίδων και
περιοδικών, ορισμένων αφιερωμάτων που έχω διαφυλάξει σε φάκελο για την
συγγραφική του διαδρομή. Αντιγράφω σε αυτήν την νέα ανάρτηση μέρος ή
αποσπάσματα από τις θέσεις της ποιήτριας και κριτικού Έλενας Χουζούρη για τον
ποιητή Γιώργο Ιωάννου, που τυγχάνει να γνωρίζω και έχω διαβάσει σε βιβλία της,
σε δημοσιεύσεις της, σε συνεντεύξεις της με τον λογοτέχνη, σε εφημερίδες και
περιοδικά, σε τηλεοπτικές εκπομπές που έχει επιμεληθεί. Τις απόψεις που
διατυπώνει και τις θέσεις που εκφράζει μέσω των ερωτήσεων σε συνέντευξή της
με τον ποιητή και πεζογράφο. Βλέπε πχ. περιοδικό «Πάνθεον» τχ. 724/ 28-4-1981.
Έλενα Χουζούρη: «Μια αποκαλυπτική συνομιλία. ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: ΝΑ ΔΩΣΩ ΤΗΝ
ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ». Μία άκρως ενδιαφέρουσα
συνομιλία, (μία συνομιλία 3 ωρών) στην οποία ο Ιωάννου διατυπώνει με
κατηγορηματικό και ξεκάθαρο τρόπο τι προσπαθεί να πετύχει με τα Πεζογραφήματά
του, όπως, επίσης μας δίνει και τον ορισμό του συγγραφικού είδους σε σχέση με
το διήγημα, το χρονογράφημα κλπ. Διαβάζουμε:
««Το κυριότερο που προσπαθώ να κάνω» μας
λέει ο συγγραφέας, ξεκινώντας έτσι την τρίωρη περίπου συνομιλία μας εκεί στο
σπίτι του της οδού Δεληγιάννη, «είναι να δώσω την εποχή μου και την κοινωνία
στην οποία ζω, μέσα από τον εαυτό μου. όπως δηλαδή την βλέπω εγώ και όπως την
αισθάνομαι και με όποια συναισθήματα, ιδέες και ψυχολογικές καταστάσεις μου
δημιουργεί. Κυρίως με ενδιαφέρει να δώσω την εικόνα και την αίσθηση των
ανθρώπων αυτής της κοινωνίας και εποχής με τους οποίους συζώ. Και όχι μόνον
τους πολύ κοντινούς, αλλά και αυτούς που είναι για μένα μιά φευγαλέα εικόνα.
Αλλά επειδή τώρα πιά, έχουν περάσει αρκετά τα χρόνια, μπορώ να πω ότι μιλώ και
για πάρα πολλά πρόσωπα που εγνώρισα και καταστάσεις που δημιούργησαν οι
άνθρωποι της εποχής μου και που τώρα δεν υπάρχουν πιά. Βλέπετε, όσο
μεγαλώνουμε, ένα σημαντικό μέρος των ανθρώπων που ζήσαμε, αγαπήσαμε, μισήσαμε ή
φοβηθήκαμε, δεν υπάρχει πιά, και τελικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το πράγμα
παίρνει κι ένα χαρακτήρα απολογισμού ή κατά κάποιο τρόπο μνημοσύνου. Όλα αυτά,
δεν προσπαθώ να τα δώσω με κανένα «αντικειμενικό» τρόπο, δεν μ’ ενδιαφέρει,
άλλωστε, άλλα μέσα από τις υποκειμενικές μου εντυπώσεις, οι οποίες θεωρώ ότι
είναι και οι πιό αληθινές για κάθε άνθρωπο».».
Αυτό
είναι το στίγμα του χαρακτήρα και του βλέμματος του Γιώργου Ιωάννου, ο ίδιος
πάντα υπήρξε ειλικρινής απέναντί μας. Σε κάθε του αφήγημα, σε κάθε δημόσια εξόμολόγησή
του-συνέντευξή του, αφηγήσεις του, στα Πεζογραφήματά του, στον καθαρό Ποιητικό
του λόγο, μας μιλά σχεδόν πάντα, για τον σταθερό και απαραίτητο πυρήνα
ιστορικής και προσωπικής του βιωματικής αλήθειας, γύρω από τον οποίο υφαίνει τον
πλούσιο και πολύχρωμο καμβά της γραφής του. Μια γραφή ανιχνευτική ποικίλων
καταστάσεων, γεγονότων, περιστατικών και περιπετειών ζωής. Ο Ιωάννου, σαν
ραβδοσκόπος ανιχνευτής αναζητά το μέσα των λαϊκών ανθρώπων μετάλλευμα και το
φέρνει με χαρά στην επιφάνεια. Ο γενέθλιος τόπος του, η Θεσσαλονίκη, με τα
μυστικά της και τις ερωτικές της μυρωδιές, τις βαριές αλλά τρυφερές αντρίκες
ανάσες της είναι ο τόπος που δεν θα ξεχάσει ποτέ, ακόμα και όταν εγκαταστάθηκε
μόνιμα για επαγγελματικούς λόγους στην άλλη, μεγαλύτερη και πλουσιότερη σε
εμπειρίες και ερωτικά και άλλα μυρωδικά χοάνη, την Αθήνα. Την πρωτεύουσα των
άλλων προσφύγων των απανταχού Ελλήνων. Η ευαισθησία του παραμένει η ίδια, καθώς
και το νοσταλγικό και παρατηρητικό πάντα βλέμμα του. Ο Γιώργος Ιωάννου, ο
βραβευμένος και ενδέχεται και ο πλέον προτιμητέος πεζογράφος του αναγνωστικού
ανώνυμου κοινού, δεκάδες τα αφιερώματα για το έργο του και την φυσική του
παρουσία μέχρι σήμερα,-και όχι αδίκως-θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και
ισχυρότερες λογοτεχνικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της
Θεσσαλονίκης. Της γενέθλιας Πόλης του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Νίκου Αλέξη
Ασλάνογλου, του Γιώργου Βαφόπουλου, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, της Ζωής
Καρέλλη, της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου, της Ρούλας Αλαβέρα, της Έλενας
Χουζούρη, του Πέτρου Ωρολογά, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη,
του Βασίλη Βασιλικού, του Καρόλου Τσίζεκ, της Χαράς Χρηστάρας, του Γιώργου
Θέμελη, του Νίκου Μπακόλα, του Ηλία Πετρόπουλου, για να συνενώσω λίγο τις
γενιές και τις παραδόσεις, τα ρεύματα των Θεσσαλονικέων δημιουργών (κάπως
αυθαίρετα λόγω του σημειώματος). Αν και, η Θεσσαλονίκη, του αγίου Δημητρίου και
του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, της Εβραϊκής κοινότητας, των βυζαντινών και
ρωμαϊκών τειχών και των τουρκομαχαλάδων, της εξόριστης κυβέρνησης του
Ελευθερίου Βενιζέλου και της δολοφονίας του έλληνα Βασιλιά Γεωργίου του Α΄ και
του αριστερού βουλευτή, μαραθωνοδρόμου της πορείας ειρήνης του Γρηγόρη
Λαμπράκη, δεν έπαψε ποτέ να μας εκπλήσσει με τα ποικίλα πνευματικά και
καλλιτεχνικά άνθη που παράγει. Την ανθρωπογεωγραφία της προσφυγιάς της.
Το
ενδιαφέρον και η «στοργική» εξέταση και περιήγηση στην συγγραφική παρουσία του
Γ. Ι. από την ποιήτρια και κριτικό, νομικό Έλενα Χουζούρη, είναι διαχρονικό και
σταθερό, όπως φανερώνουν τα συχνά δημοσιεύματά της και τα δύο βιβλία της που
κυκλοφόρησε για το έργο του. Διαχρονικό το ενδιαφέρον της επανέρχεται συχνά
στα γραπτά του. Ας κάνουμε μία μικρή ενδεικτική περιδιάβαση στα κατά καιρούς
δημοσιεύματά της και στις πληροφορίες που έχω κατορθώσει να συγκεντρώσω. Πέρα
από την οσάνω συνέντευξη στο περιοδικό «Πάνθεον» και την Βιβλιοκριτική της
στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Αυγή» που αντιγράφω, η Έλενα Χουζούρη σαν
συγγραφέας δημοσιεύει: 1. Στο περιοδικό που διεύθυνε ο Μελωδός των Ονείρων μας
Μάνος Χατζιδάκις «Το Τέταρτο» τχ. 11/, 3, 1986 το δισέλιδο καλογραμμένο
κείμενο: «ΓΛΥΚΕΙΣ ΟΙ ΗΛΟΙ, ΕΙ ΛΙΑΝ ΟΔΥΝΗΡΟΙ.- Η ΛΑΪΚΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ
ΙΩΑΝΝΟΥ». Και τελειώνοντας το κείμενό της αναφέρει: «Έπειτα από χρόνιες
περιπλανήσεις σε λαϊκές γειτονιές, σε λαϊκά σινεμά, σε υποψιασμένες πλατείες,
έπειτα από συμβιώσεις και συνάξεις σε δωμάτια λαϊκών ξενοδοχείων, ο Ιωάννου
φτάνει να φιλιωθεί με τον εαυτό του και με τους χώρους που επιθυμεί. Εκεί
αγάλλεται η ψυχή μου και αυτούς δοξάζει «Γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν οδυνηροί».
2. Στο λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε ο ποιητής Κώστας Παπαγεωργίου, στο
«Γράμματα και Τέχνες» Μηνιαία Επιθεώρηση Τέχνης, Κριτικής και Κοινωνικού
Προβληματισμού, Αφιέρωμα στον Γ. Ι. τχ.
39/ 3, 1985 «Η Θεσσαλονίκη στην πεζογραφία του Γ. Ι.» σ.8-12. 3. Στο ίδιο
περιοδικό που αφιερώνει σελίδες για τον
Γ. Ι. τχ. 62/3,4,1991. σ.14-18. «Η Θεσσαλονίκη Πόλη της περιπλάνησης στον χώρο
και τον χρόνο». 4. Στο ποικίλης ύλης περιοδικό «Ένα» τχ. 10/ 6-3-1986, σ.70-71,
«Γιώργος Ιωάννου, μια έντονη απουσία». 5. Έχει την συνπαραγωγή μαζί με τον
ποιητή και κριτικό Κώστα Παπαγεωργίου, της εκπομπής «Μνήμη Γιώργου Ιωάννου,
Ένας χρόνος από το θάνατό του». βλέπε και περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» τχ.
835/15-21/2/1986, σ.49. 6. Ένα χρόνο μετά στις 9/4/1987, προβάλλεται στην ΕΡΤ-1
η εκπομπή Περισκόπιο, «Εις μνήμην Γ. Ιωάννου», η Έλενα Χουζούρη είχε την
επιμέλεια. 7. Δημοσιεύει στο λογοτεχνικό περιοδικό των Νιάρχου- Φωστιέρη, την
«Λέξη» τχ. 65/6, 1987, σ. 506-, «Η Ποίηση στην Πεζογραφία του Γ. Ιωάννου». 8.
Το περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Εντευκτήριο» τχ. 10/3,1990, σ.55-60, αφιερώνει
σελίδες για τον Γ. Ι. η Χουζούρη μετέχει με το κείμενο «Ο «περιπλανώμενος»
αφηγητής Γ. Ι.». 9. Το περιοδικό της πολιτικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», η
γνωστή Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 25/2/2000, πραγματοποιεί αφιέρωμα στον Ιωάννου, η
Χουζούρη συμμετέχει με «Νεωτερικότητα στη δομή-παράδοση στη γλώσσα». Ενώ, στον
τόμο Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου,-«Με τον ρυθμό της ψυχής» εκδ. Κέδρος 2006,
στις σ. 162-171 δημοσιεύει το κείμενο «Η Μυθολογία του Λαϊκού». Και, στον
συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε ανθολόγησε τα κείμενα και έγραψε την εισαγωγή ο
Πειραιώτης πανεπιστημιακός και συγγραφέας Δημήτρης Κόκορης, «ΓΙΑ ΤΟΝ
ΙΩΑΝΝΟΥ»-Κριτικά κείμενα, εκδ. Αιγαίον-Λευκωσία 2013, αναδημοσιεύεται απόσπασμα
«Από το «εγώ» στο «εμείς». Η Θεσσαλονίκη του Γ. Ιωάννου. Περιπλάνηση στο χώρο
και το χρόνο, εκδ. Πατάκη, 1995, σ.282-286. Παρενθετικά να υπενθυμίσουμε ότι, ο
πειραιώτης συγγραφέας Δημήτρης Κόκορης, από όσο γνωρίζω, μας έχει δώσει δύο
ακόμα άρθρα του για τον Γ. Ι. Το «Σημειώσεις για την ποίηση του Ιωάννου»,
σ.383-392, στο περιοδικό που εκδίδεται στην Κέρκυρα, «Ο Πόρφυρας» τχ. 89/1,2,3,
1999 και το κείμενο «Βίωμα θανάτου στον Γ. Ιωάννου» ποιητική και πεζογραφική
εκδοχή, σελ. 22-23, στο αφιέρωμα της πρωινής πολιτικής εφημερίδος «Η Καθημερινή»
στο περιοδικό «Επτά Ημέρες» Κυριακή 13/2/2005, Γ. Ιωάννου: Ένας συγγραφέας με
«Το δικό μας αίμα». Ο Γιώργος Ιωάννου, δημοσιογράφησε στην εφημερίδα με κείμενά
του, τα οποία η «Καθημερινή» εξέδωσε με τίτλο «Εύφλεκτη Χώρα». Παρεμπιπτόντως, στο δημοσιογραφικό κύκλο τον
παρότρυνε να μπει και να γράψει ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας
«Πρωινή» και του περιοδικού «Θέατρο» Κώστας Νίτσος. Τα Πεζά Κείμενα στην
«Πρωινή» κυκλοφόρησαν κατόπιν από τις εκδόσεις Ορέστης 1981, με τίτλο
«ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ». Ενώ στο «Θέατρο» δημοσιεύτηκε ένα θεατρικό του. Βλέπε και προηγούμενα σημειώματά μου.
Επανερχόμενος, όπως εύκολα διαπιστώνουμε, η ποιήτρια και κριτικός Έλενα
Χουζούρη δεν παύει να ενδιαφέρεται για την μνήμη του Γιώργου Ιωάννου. Δεν
μένει μόνο στα δημοσιεύματα, συνεχίζει το συστηματικό και εκ του σύνεγγυς
ενδιαφέρον της με την κυκλοφορία δύο βιβλίων της. Το 1995 στις εκδόσεις Πατάκη
εκδίδεται το μελέτημά της «Η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου» Περιπλάνηση στο χώρο και
το χρόνο, σελίδες 142, την επιμέλεια είχε ο Ηλίας Καφάογλου, ενώ το βιβλίο
συνοδεύεται με φωτογραφικό παράρτημα του Γ. Ι, και μία δισέλιδη στατιστική
καταγραφή με τίτλο «Ποσοτική εμφάνιση της Θεσσαλονίκης στο έργο του Γ. Ιωάννου». Έχουμε συνολικά 2 ποιητικά και 5
πεζογραφικά βιβλία. Για την έκδοση έγραψαν θετικά ο κριτικός και ποιητής Βασίλης Κ.
Καλαμαράς, εφ. Ελευθεροτυπία 12/10/1995, «Η περιπλάνηση του Γ. Ιωάννου». Ο
κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ίδια εφημερίδα, 24/1/1996. Ο Γιώργος Ξ.
Μαντζουράνης, στην εφημερίδα Η Αυγή 10/3/1996. Ανωνύμως στην εφημερίδα
Εξόρμηση, Κυριακή 10/12/1995, «Συγγραφείς και μύθοι…». Στο περιοδικό Διαβάζω
τχ. 361/1996. Στο τχ. 363/1996. Μικρές
αναφορές έχουμε στις εφημερίδες Η Ναυτεμπορική 10/12/1995, Η Καθημερινή
17/12/1995, Τα Νέα 23/4/1996. Και ακόμα, στην εφημερίδα Η Καθημερινή 9/5/1995,
σε επιμέλεια του Παντελή Μπουκάλα, έχουμε προδημοσίευση του βιβλίου της Έλενας
Χουζούρη. «Ο Γιώργος Ιωάννου και η μυθολογία μιας πόλης». Αναφορά στο έργο του,
δέκα χρόνια από το θάνατό του. Δέκα χρόνια μετά την έκδοση Πατάκη, θα κυκλοφορήσει
το μελέτημά της «ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ «Σαν σπόρος αγκαθιού…», εκδόσεις Ηλέκτρα 2005,
σ. 102, στην σειρά «Βίοι Αγίων-Υπόγειες -Διαδρομές» υπεύθυνος της σειρά ήταν ο
Κώστας Καναβούρης, ενώ την επιμέλεια είχε η Χριστίνα Μανταίου. Ο τόμος
περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: Η Γενέτειρα/ Η Ανάδοχος/ Επιστροφή στη
Γενέτειρα/ Χρονολόγιο.
Με τις παραπάνω πληροφορίες και στοιχεία από την
δική μου επισκόπηση των κειμένων και των βιβλίων για τον Γ. Ιωάννου από την
Έλενα Χουζούρη, μάλλον μέχρι σήμερα περατώνεται το ενδιαφέρον της.
Η προσεκτική ανάγνωση της κριτικής της ματιάς και των θέσεών της που εκφράζει, δεν δηλώνουν απλά το αγαπητικό ενδιαφέρον μιάς μυθιστοριογράφου, συγγραφέως παιδικών βιβλίων, συντοπίτισσας του ποιητή Γιώργου Ιωάννου- η Έλενα Χουζούρη μπορεί να μεγάλωσε και να σταδιοδρόμησε στην πρωτεύουσα, γεννήθηκε όμως στην συμπρωτεύουσα, την Θεσσαλονίκη-η οποία θεωρεί «υποχρέωσή της» να γράψει και να μας μιλήσει για μία σημαντική ποιητική και πεζογραφική φωνή της γενέθλιας Πόλης, αυτό διακρίνεται από την πρώτη στιγμή που θα προσεγγίσουμε τα κριτικά της κείμενα. Η Έλενα Χουζούρη υπερβαίνει αυτή την πρώτη θα σημειώναμε προσέγγιση, έστω και αν με περισσή φροντίδα και επιμέλεια εξετάζει το της γενέθλιας Θεσσαλονίκης πρόσωπο και διαδρομή του Γιώργου Ιωάννου. Από τις πιο γενικές του ως τις πιο μικρές του λεπτομέρειες και βαδίσματα, όπως με ευκολία ανιχνεύουμε, βλέπουμε από τα δημοσιεύματα, τα κείμενα (ποιητικά και πεζά), τα σχόλια, τις αναφορικές προσωπικές του μνήμες και αναμνήσεις, οικογενειακά και φιλικά περιστατικά, συναντήσεις και συναναστροφές με δεκάδες πρόσωπα του πνευματικού χώρου. Τα βιβλία του είναι διάσπαρτα από σήματα και στίγματα του τόπου και των ανθρώπων της Θεσσαλονίκης των εφηβικών και νεανικών και όχι μόνο χρόνων του. Οι δύο κεντρικές μελέτες της Έλενας Χουζούρη είναι να επαναλάβουμε: «Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ» Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, επιμέλεια Ηλίας Καφάογλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1995, σελ. 142. Και, «γιώργος ΙΩΑΝΝΟΥ «Σαν σπόρος αγκαθιού»», στην σειρά «ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ ΥΠΟΓΕΙΕΣ- ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ», επιμέλεια Χριστίνα Μανταίου, εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα 2005, σελ. 102. Όπως επαληθευτικά μπορώ να γνωρίζω, κριτικές και ορισμένες θέσεις της, δημοσιεύματα της Έλενας Χουζούρη που έχουν δημοσιευτεί σκόρπια σε διάφορα έντυπα, έχουν μεταφερθεί και σε συγκεντρωτικούς τόμους δοκιμίων της, χτενισμένες. Όπως παραδείγματος χάρη η βιβλιοκριτική της για «Τα χίλια δένδρα» που αντιγράφω από την εφημερίδα «Η Αυγή» 25/6/1989, η οποία συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Έλενα Χουζούρη, «ΕΞ ΑΓΧΙΣΤΕΙΑΣ. ΚΡΙΤΙΚΕΣ- ΚΡΙΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ-ΔΟΚΙΜΕΣ», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα , 2004, σελ. 38-41. Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου με τις «ΚΡΙΤΙΚΕΣ». Το όνομα του Ιωάννου μνημονεύεται και στην σελίδα 103, κριτική της Χουζούρη για την ποιητική συλλογή του «Μιχάλη Εφταγωνίτη, Θάνατος και Ανάσταση της Πολιτείας, εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1991». Γράφει μιλώντας μας για το πρόσωπο των πόλεων στην εξέλιξη της μυθοπλασίας ελλήνων και ξένων συγγραφέων. «Οι πόλεις που πέρασαν στη δικαιοδοσία του λογοτεχνικού μύθου είναι πολλές. Το Παρίσι του Μπωντλέρ, του Μπαλζάκ, του Ουγκώ ή του Αραγκόν, το Λονδίνο του Ντίκενς και του Πόε, το Δουβλίνο του Τζόυς, η Νέα Υόρκη του Ντος Πάσσος, η Αλεξάνδρεια του Καβάφη ή του Φόρστερ, η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου και του Μπακόλα, η Κέρκυρα του Θεοτόκη και ο κατάλογος συνεχίζεται». Εύστοχη η αναφορά της ποιήτριας και κριτικού η οποία δηλώνει την Πόλη ως λογοτεχνικό γεγονός. Ας προσθέσουμε στον κατάλογο των ονομάτων, τον συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ και την Αλεξάνδρεια, τους μετρ των αστυνομικών μυθιστορημάτων Άγκαθα Κρίστι και Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόϋλ και το Λονδίνο κλπ. Αλλά και από την πόλη μας, τον Πειραιά, τις περιπτώσεις του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Χαντζάρα, του Βασίλη Λαμπρολέσβιου, του μυθιστοριογράφου Χρήστου Λεβάντα και άλλων. Καθώς και του σύγχρονου πεζογράφου Διονύση Χαριτόπουλου, του ποιητή Γιάννη Κακουλίδη κλπ. Γραπτά όπου το πρόσωπο της Πόλης (του Πειραιά) είναι παρών με πολλούς τρόπους μέσα στο λόγο, τα δημοσιεύματα και τη γραφή τους.
Εδώ, ας μας επιτραπεί μία μικρή
παρένθεση, στην σελίδα 207 «Πρώτες δημοσιεύσεις» αναγράφεται «εφημερίδα Αυγή της
Κυριακής, 9.1.1988». Βλέπουμε ότι η ημερομηνία δημοσίευσης διαφέρει από την
δική μου (25/6/1989) που έχω αναγράψει πάνω στο απόκομμα του φύλου της εφημερίδας.
Εδώ συμβαίνουν τρία πραγματάκια. Πρώτον, ή εγώ έκανα λάθος κατά την αντιγραφή
της ημερομηνίας από το φύλλο της εφημερίδας, δεύτερον, είναι τυπογραφικό λάθος
της έκδοσης Γαβριηλίδη του βιβλίου κατά την μεταφορά, και τρίτον, ενδέχεται η
εφημερίδα να «συνήθιζε» να μεταφέρει και δεύτερη φορά διάφορες κριτικές συνεργατών
της. Δεν μπορώ να σκεφτώ τέταρτη εκδοχή μια και μία αντιπαραβολή των δύο
δημοσιευμάτων δεν μας φανερώνει να έχουν επέλθει αλλαγές. Εκτός του ότι οι
τίτλοι των έργων στην μεταφορά τους στην έκδοση είναι μέσα σε εισαγωγικά. Για
να μην ξινίσουν τα πρόσωπα ορισμένων, να διευκρινίσω το εξής. Αυτός δεν είναι
ένας άχρηστος σχολαστικισμός, ή ένα υπερβολικό ψείρισμα-όταν μάλιστα, γνωρίζω,
ότι διαφεύγουν από ορισμένα κείμενα που γράφω ορθογραφικά λαθάκια. Στην
αναγνωστική μου σκέψη εδώ και χρόνια, έρχεται ένας «δοκιμαστικός όρος» για τον
οποίο μας μίλησε ο κυρός καθηγητής Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης. Από όπου αντλώ και
τον τίτλο των Σημειώσεών μου στην αρχή του άρθρου μου. Στο κείμενο αυτό,
«Παρανάγνωση- Ανάγνωση- Φιλολογική Ανάγνωση» Νεκρόδειπνος-«Σοφία και άλλα» ο δοκιμιογράφος,
Ομηριστής συντοπίτης του Ιωάννου, Δ. Ν. Μαρωνίτης, στην ομιλία-κείμενο
«ΠΑΡΑΝΑΓΝΩΣΗ- ΑΝΑΓΝΩΣΗ- ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ» Νεκρόδειπνος- «Σοφία και άλλα».
Φιλολογική ανάγνωση ενός ποιήματος», Βλέπε τον τόμο «ΠΙΣΩ ΜΠΡΟΣ» Προτάσεις και
υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα
1986, σελ. 183-197. (στο κεφάλαιο για την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου). Στο
πυκνογραμμένο και ειδικό αυτό κείμενο όχι μόνο για εκπαιδευτικούς (είναι Ομιλία
του που δόθηκε στο συμπόσιο «Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση
Εκπαίδευση», άνοιξη του 1978. Δημοσιεύτηκε στον τόμο που εξέδωσαν τα
Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη τον Δεκέμβριο του 1978), ο πανεπιστημιακός προσπαθεί να
διασαφηνίσει –για την ακρίβεια να συζητήσει τους όρους που θέτει προς εξέταση.
Γράφει: «Θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω ,
θεωρητικά κάπως, τους δοκιμαστικούς όρους «παρανάγνωση- ανάγνωση-φιλολογική
ανάγνωση»: να ελέγξω την ευστοχία τους, τη σημασία τους, τη χρήση τους και τη
χρησιμότητά τους.» Και συνεχίζει: «Στόχος
μου είναι να συζητήσω τους όρους για την ανάγνωση της ποίησης με τέτοιον τρόπο,
ώστε να φανούν οι γέφυρες που οδηγούν από την ιδιωτική προσέγγιση στη συλλογική
διδασκαλία της ποίησης: από την ελεύθερη, δηλαδή, και προσωπική σχέση πού
αποκαθιστά, όποιος εντρυφά στα ποιήματα, με την ποίηση, στη συστηματική πιά
προβολή της μέσα σε εκπαιδευτικό πλαίσιο…». Αν βγούμε έξω από το
εκπαιδευτικό πλαίσιο, ή το αντικαταστήσουμε με το πλαίσιο των γενικών ανώνυμων
ή επώνυμων αναγνωστών του ποιητικού λόγου στις ευρύτερες διαστάσεις και
παραμέτρους του διαχρονικά, τότε δικαιούμαστε να εκφράσουμε την άποψη ότι
εφόσον η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη υπάγεται στην τρίτη κατηγορία του
όρου, δηλαδή εξετάζει και κρίνει τα κείμενα και τα βιβλία από την οπτική του φιλολογικού
αναγνώστη, τότε χωρίς διάθεση συσχετισμών, η μακροχρόνια τριβή μας με την
ποίηση και την ανάγνωση εκατοντάδων ποιητικών συλλογών και δοκιμίων, τα
«κοιτάσματα» συσσωρευμένων διαβασμάτων μας, μπορούμε να κατατάξουμε και την
δική μας αναγνωστική και κριτική παρουσία στην δεύτερη κατηγορία, δηλαδή του
επαρκούς αναγνώστη. Έχουμε τουλάχιστον κλείσει τον πρώτο κύκλο του ορισμού της
παρανάγνωσης. Εδώ και η επισήμανση για την αναγραφή της ημερομηνίας. Αλλά ας
επανέλθουμε στην κριτική ματιά της Έλενας Χουζούρη πάνω στο ποιητικό και
πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ιωάννου.
Σε ένα
πρώτο επίπεδο, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την ευχή η κριτική φωνή της Έλενας
Χουζούρη να συσχετιστεί με τις άλλες γυναικείες κριτικές φωνές που ασχολήθηκαν
με το έργο του Γ. Ιωάννου. πχ. της εκπαιδευτικού Ελευθερίας Κρούπη- Κολώνα,
βλέπε το βιβλίο της «Ο Έρωτας και ο
Θάνατος στη Λογοτεχνία του Γ. Ι.», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1992. Ή της Anna Zimbone, «Ρεαλιστική παράσταση και ποιητική ενόραση
στην πεζογραφία του Γ. Ιωάννου», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008. Ιδιαίτερα
τις σελίδες 31-62, όπου εξετάζονται «Τα Ποιήματα». Αλλά και με κείμενα και
αναλύσεις της Νένας Ι. Κοκκινάκη, της Σοφίας Ιακωβίδου, της Γεωργίας Πατερίδου,
της Αντιγόνης Βλαβιανού η οποία επιμελήθηκε βιβλίο του και το περιοδικό του.
Αλλά και άλλων γυναικείων φωνών, όπως είναι η ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου
που διερευνά την μεταφραστική του πλευρά, δίχως να παραγνωρίζουμε και τις
δεκάδες αντίστοιχες ισότιμες κριτικές και δοκιμιακές αντρικές φωνές. Ο ποιητής
πχ. Δημήτρης Καραμβάλης έχει ασχοληθεί σε αρκετά άρθρα του με την Ποίησή του.
Συναριθμώ και τα δύο φύλα μια και η οπτική των διαβασμάτων και σημειωμάτων του
υποφαινόμενου συμπεριλαμβάνει και τα δύο φύλα. Δεν είναι μία ιστοσελίδα
εκφράσεων και δικαιωμάτων των γυναικείων φεμινιστικών σπουδών ούτε μία queer ιστοσελίδα. Αλλά μία ανοιχτή
λογοτεχνική ιστοσελίδα σε όλα τα ρεύματα της τέχνης, με προτίμηση στον ποιητικό
λόγο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα ευχόμασταν ο κριτικός λόγος της ποιήτριας και
κριτικού Έλενας Χουζούρη, να συσχετιστεί με τους ομοτέχνους της Θεσσαλονικείς
δοκιμιογράφους και κριτικούς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιστορία και την
διαδρομή της λεγόμενης Σχολής της Θεσσαλονίκης και των εκπροσώπων της. Όπως ο
Ξενοφών Α. Κοκόλης και άλλοι. Αν και σε σχόλια στο «Φυλλάδιό» του ο Ιωάννου
αρνείται να δεχτεί τον όρο Σχολή της Θεσσαλονίκης. Στο ποιους ή ποιές και πως
και σε πιο βαθμό αισθηματοποιήθηκε η γενέθλια πόλη τους, η Θεσσαλονίκη μέσα
στο έργο τους. Ποιητικό, πεζογραφικό ακόμα θα τολμούσαμε και δοκιμιακό. Σε πια
κομβικά σημεία της συγγραφικής του διαδρομής και σε ποιες
χρονολογικές-ημερολογιακές εξομολογήσεις και αφηγήσεις τους βλέπουμε να
εικονογραφείται ψηφιδωτό το ψηφιδωτό η Εικόνα της πόλης μέσα στην γραφή τους,
και πια προσωπικά τους βιώματα εκφράζει και αντιπροσωπεύει, η βιωματική αυτή
της μνήμης προσωπική Εικόνα του καθενός ή κάθε μίας. Και σε ένα τρίτο επίπεδο,
διαβάζοντας και εξετάζοντας τα κείμενα, τα δημοσιεύματα και τα βιβλία της
ποιήτριας Έλενας Χουζούρη, να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε την εξέλιξη της
κριτικής της οπτικής και αν, γράφω αν, η γραφή και η σκέψη, το ύφος και η
μεθοδολογία του συντοπίτη της ποιητή και πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου, έχει
επηρεάσει και την δική της πρωτογενή συγγραφική παραγωγή. Με μία λυρική διάθεση
θα γράφαμε, πόσο συναντήθηκαν οι «ρυθμοί της ψυχής» του ποιητή με εκείνη της
ποιήτριας κριτικού. Από τα μέχρι σήμερα διαβάσματά μου, πέρα από τις θετικές
κριτικές τρίτων, που έχουν δημοσιευτεί για τα βιβλία της-πάνω στον Ιωάννου-δεν
έχω συναντήσει την άποψη του Γιώργου Ιωάννου για την Έλενα Χουζούρη. Στην
συζήτησή τους στο περιοδικό «Πάνθεον» σημειωτέων δεν συμπεριλαμβάνεται στις 28
συγκεντρωμένες συνεντεύξεις του που κυκλοφόρησαν αυτόνομα σε βιβλίο, "Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής", (Συνεντεύξεις 1974-1985) Κέδρος 1996 δεν
διατυπώνεται κανένα σχόλιο του Ιωάννου για την ποιήτρια και δημοσιογράφο, ραδιοφωνικό
παραγωγό. Μόνο η συμπαθητική και διακριτική πάντα φωνή της Χουζούρη, με σχεδόν
καθόλου παρεμβάσεις της. Μπορεί να υπάρχει και να μην το γνωρίζω. Πέρα όμως από
αυτά τα «κουλτουριάρικα» και τεχνικής φύσεως διευκρινιστικά, σημασία έχουν για
τον επαρκή αναγνώστη τα ίδια τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου και τα αντίστοιχα
κριτικά της Έλενας Χουζούρη. Είτε αυτόνομα τα διαβάσουμε είτε συσχετιστικά η απόλαυση είναι μεγάλη. Γιατί ο λόγος της Έλενας Χουζούρη πέραν των άλλων,
διαθέτει μία καθαρότητα και μία θα τολμούσα να πω θερμότητα. Τα κριτικά της
κείμενα διαθέτουν την δική τους κριτική γυναικεία θερμοκρασία, δίχως να σε καίνε
ή να σε κάνουν να έχεις την αίσθηση ότι σαν κοινός, επαρκής αναγνώστης, -δεν σε
κάνει να αισθάνεσαι άβολα, άσχημα,- ότι δεν διαθέτεις τις ανάλογες γνώσεις
της. Η γραφή της είναι προσηλωμένη στο κείμενο ή το βιβλίο που εξετάζει και
κρίνει, δίχως να στριφογυρνά στα πέριξ του διακοσμητικού του σκηνικού ή
ατμοσφαιρικού περιβλήματος θεωρητικών και θολών αναλύσεων. Μπορεί να την
διακρίνει μία διακριτική εμφανή ή λιγότερη εμφανή ιδιοσυγκρασιακή ματιά, (ίσως
όσο αφορά την συμπρωτεύουσα) αλλά, δεν απεμπολεί την σοβαρότητα και την
απόσταση που οφείλει να έχει ένας κριτικός από το βιβλίο ή το κείμενο που έχει
μπροστά του. Και κάτι, για την δική μου αναγνωστική αντίληψη πολύ θετικό, το
οποίο αναγνωρίζουμε στον κριτικό λόγο της Έλενας Χουζούρη. Αν εξετάσουμε
συνολικά τις κριτικές της παρεμβάσεις και έχουμε μία επαρκή εποπτεία των
γραπτών ή προφορικών ή ραδιοφωνικών της παρουσιάσεων, η Χουζούρη, δεν «συντρίβει»
τον λογοτέχνη, δεν κατακρημνίζει το
κείμενο ή το βιβλίο στα συγγραφικά εκδοτικά τάρταρα, όπως έχουμε σε κριτικές
περιπτώσεις όπου ο ή η κριτικός, απορρίπτει συλλήβδην το έργο, ή προβάλλει πάνω
του τις δικές του θεωρητικές απόψεις και θέσεις. Το μοντέλο ερμηνείας των
σπουδών του. Ορισμένες φορές μάλιστα, σύγχρονες ξενοσπούδαστες κριτικές φωνές,
μεταφέρουν κριτικά μοντέλα τα οποία δεν αντιστοιχούν στα ελληνικά κριτικά
δεδομένα και το δικό μας κριτικό πρόσωπο και φωνές της μέχρι σήμερα παράδοσης
μας (Ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει «υποφέρει» από τέτοια ερμηνευτικά
μοντέλα). Κριτικές φωνές σαν του Κλέωνος
Παράσχου, του Γιάννη Χατζίνη, του Μήτσου Παπανικολάου, του Πέτρου Χάρη, του
Μιχάλη Μερακλή, του Κώστα Στεργιόπουλου, του Κώστα Κουλουφάκου, του Γιάννη
Δάλλα, του Τάκη Σινόπουλου, του Κίμωνα Φράιερ και πολλών άλλων, θεωρώ ότι
στέκονται ισάξια δίπλα στις ξένες, ευρωπαϊκές και αμερικάνικες μοντέρνες φωνές
και μπορούν ακόμα και σήμερα να προτείνουν αναγνωστικές λύσεις κατά την δική
μας περιπέτεια της ανάγνωσης. Η Έλενα Χουζούρη συνβηματίζει εσωτερικά με το
βιβλίο, ίσως και να ενώνει την φωνή του συγγραφέα με την δική της, δίχως να
χάνει καμία φωνή την αυτονομία της, την ετερότητά της. Παρά την διαφορετική χρονική τους απόσταση.
Χρειάζεται ειδική εξέταση της συνόλου συγγραφικής κριτικής παρουσίας για να
γράψουμε αν η Έλενα Χουζούρη οικοδομεί μία δική της κριτική θεωρία εξέτασης των
έργων, όπως πχ. έχουμε στις περιπτώσεις του κριτικού Κώστα Βούλγαρη (με τα
θετικά ή τα αρνητικά της) ή στην περίπτωση του παλαιού κριτικού Κώστα
Σταματίου, ο οποίος μάλλον περισσότερο ήταν «κριτικός σχολιογράφος», ή του
Δημοσθένη Κούρτοβικ, ο οποίος μας μιλά καθώς διαβάζει και κρίνει ένα βιβλίο και
για την χρησιμότητα στη ζωή μας που μπορεί να έχει μία νέα κυκλοφορία ενός
συγγραφικού προϊόντος. Ή ο κριτικός λόγος παρουσίασης στο Κανάλι της Βουλής, της
μυθιστορηματικής κυρίως παραγωγής, από την χαμογελαστή πάντα συγγραφέα
Σταυρούλα Παπασπύρου η οποία δεν μας μιλά μόνο για την έκδοση αλλά την συνδέει
με άλλες συγγραφικές δραστηριότητες του ξένου συγγραφέα και με τα διάφορα
ιστορικά συμπαρομαρτούντα της εποχής του. Ή πάλι, η κριτική φωνή της φιλολόγου
Ανθούλας Δανιήλ η οποία εντάσσει το εξεταζόμενο βιβλίο, την νέα έκδοση, σε ένα
πολύχρωμο πολιτιστικό πλαίσιο και περιβάλλον από διάφορα είδη και κλιμάκια των
τεχνών. Προσωπικών της διαβασμάτων και περιπλανήσεων. Ούτε επίσης όπως ο εκπαιδευτικός Γιάννης Κουβαράς
που μας δίνει το κλίμα και το συγγραφικό στίγμα του βιβλίου-της έκδοσης,
υιοθετώντας χρήσιμους οδοδείχτες
προερχόμενους ή συμπληρωματικούς από την αρχαία γραμματεία ή την ποιητική
επικράτεια όμορων φωνών και γενεών με τον συγγραφέα. Σε άλλο εύρος κριτικής
θεώρησης και ρητορικής κινούνται τόσο ο κριτικός Αλέξης Ζήρας όσο και ο
Παντελής Μπουκάλας οι οποίοι είναι ακόμα-και ευτυχώς ενεργοί. Δίχως διάθεση
αρνητική ή έλλειψη σεβασμού, αν συναχθούν τα κριτικά σημειώματα και τα
δοκιμιακά του κυρίου Αλέξη Ζήρα, έχουμε μία μικρή εγκυκλοπαίδεια κριτικού
λόγου της εποχής μας μετά την μεταπολίτευση και σταθερούς οδοδείχτες και
κόμβους μιάς νεότερης ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά ίσως αυτό το
κενό μέχρι σήμερα, το καλύπτει η τρίτομη ανθολογία Κριτικού λόγου του Γιάννη
Γουδέλη και η πολύτομη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του Αλέξανδρου
Αργυρίου. Μία επίσης ιδιαίτερη κριτική περίπτωση είναι η θρησκευτικής χροιάς
κριτική φωνή του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Στην γενική χρήσιμη συγγραφική κριτική
περιφέρεια κινούνται οι φωνές του ποιητή και βιβλιογράφου Δημήτρη
Δασκαλόπουλου, ενώ σε άλλα θεμέλια οι κριτικές φωνές του κυρού καθηγητή Γιώργου
Σαββίδη και του εργατικού πάντα Γιώργου Ανδρειωμένου. Θέλω να πω, ότι σημασία
δεν έχει τόσο μάλλον, η καταφατική ή η αρνητική κρίση, όσο τι σχεδιάζει ή
προσπαθεί να διαμορφώσει ο ή η κριτικός πίσω από τα θετικών ή αρνητικών
προσήμων γραφόμενά του. Ο κριτικός οφείλει να μας αφυπνίσει συναισθήματα,
αναμνήσεις, σκέψεις, όνειρα, να ενεργοποιήσει κριτικές δυνάμεις μέσα μας, να
απεγκλωβίσει αν αυτή υφίσταται από την ακινησία του το κείμενο, το βιβλίο.
Εξάλλου, χρειάζεται ιδιαίτερη μαεστρία και τέχνη ώστε αυτή η «Δωρική σοβαρότητα
και Ιωνική αλαφράδα» του Ιωάννου για την οποία μας μιλά ο συγγραφέας Τόλης
Καζαντζής, βλέπε εφημερίδα «Η Αυγή» 24/2/1985, ο «ραψωδός» της Θεσσαλονίκης και
των φτωχών και κατατρεγμένων, να αποκρυπτογραφηθεί. Τα κείμενά του μόνο στο περιοδικό «Αντί» να διαβάσουμε, από
το κείμενο «Θεσσαλονίκη- Αθήνα, Μια ερωτική σύγκριση» έως το κείμενό του για το
«Αμφί» το περιοδικό του ΑΚΟΕ θα εκπλαγούμε με το άνοιγμα των φτερών της αγκάλης του που σκεπάζει ότι
είναι απλό, λαϊκό, κατατρεγμένο από την κοινωνία και τον μικροαστισμό της και
καθωσπρεπισμό της. Κάτι που μου αρέσει
στον κριτικό της λόγο ακόμα, όπως και σε άλλες ελληνίδες κριτικές φωνές, η
Έλενα Χουζούρη, δεν «μαρμαρώνει» το κείμενο-πεζό ή ποιητικό-για να αναδειχθεί η
δική της φωνή. Μέσα από την ροή του λόγου της διασώζει κυρίως την φωνή του
συγγραφέα και όχι του κριτικού. Η δική της παρουσία και συμβολή γίνεται μέσω
μιάς ηθικής της κριτικής και αισθητικού πουδραρίσματος, πέρα από συντεχνίες.
Έχουμε πάμπολλα σύγχρονα-των τελευταίων δεκαετιών μας παραδείγματα όπου οι
κριτικές αυτονομούνται από το κείμενο που αναφέρονται ή το συγκαλύπτουν. Καθώς
διαβάζουμε τις κριτικές αυτές αισθανόμαστε να λανθάνει η φωνή του συγγραφέα, αν
δεν λαθεύω. Ελπίζω, να μην είναι υπερβολικός ο τόνος των απόψεών μου ο οποίος
προέρχεται από την αναγνωστική μου εμπειρία κατά την ανάγνωση των κριτικών της Έλενας
Χουζούρη και των βιβλίων της. Ούτε σκοπό έχουν οι θέσεις αυτές να υποσκελίσουν
τις κριτικές φωνές άλλων, σύγχρονων αντρικών και γυναικείων κριτικών φωνών.
Προσπαθώ απλά να «δημιουργήσω» ένα τεχνικό κριτικό σύνορο – συμβατικών αναφορών,
ώστε να κατανοήσω ορθότερα και επαρκέστερα τις σύγχρονες κριτικές φωνές ενώ
παράλληλα, να επανεξετάσω τις παλαιότερες του προηγούμενου αιώνα, ιδιαίτερα την
κριτική φωνή του ποιητή Κωστή Παλαμά-και να δω πόσο είναι ακόμα και σήμερα
σύγχρονες, επίκαιρες, λειτουργικές. Προσφέρουν λύσεις σε αναγνωστικές μας δυσκολίες. Μιλά
σήμερα η κριτική φωνή της πολυγραφότατης Άλκης Θρύλου, ή διαβάζονται μόνο τα
χρήσιμα και χρηστικά Θεατρικά της σημειώματα. Ή πάλι, πόσες κριτικές φωνές της
Γενιάς του 1970 που, αν δεν κάνω λάθος ανήκει και η ποιήτρια και κριτικός Έλενα
Χουζούρη, μπορούν να σταθούν αυτόνομα ως κριτικές παρουσίες. Μια και το
τελευταίο διάστημα υπάρχει ένα συχνό και σταθερό ενδιαφέρον για την συνολική
συγγραφική παρουσία και εικόνα της Γενιάς αυτής.
Επανερχόμενος,
η ποιητική αυτόνομη παρουσία του Γιώργου Ιωάννου, εξετάζεται και στο Γ
Κεφάλαιο: «Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΩΣ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ», ιδιαίτερα στις σελίδες 45,
46, 47, 48,49, του βιβλίου της «Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου». Ενώ στο Α
Κεφάλαιο με τίτλο η «Γενέτειρα», στους «Βίους Αγίων» εξετάζει στις σελίδες
34,35, 36,37, 38 την Ποίηση του Γ. Ιωάννου, ενσωματώνοντας μέσα στο κείμενό της,
υιοθετώντας τες, τις θέσεις του πειραιώτη πανεπιστημιακού στην Αυστραλία
Βρασίδα Καραλή, οι οποίες δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο αφιέρωμα του
περιοδικού «Διαβάζω» τχ. 452/6, 2004, σ.75-80 στο «Ο Γιώργος Ιωάννου και η
ποίηση της ενσυνείδητης αμαρτωλότητας». Η ματιά της διαφέρει από την θεώρηση
της Annas
Zimbone
στο
δικό της μελέτημα. Αναρωτιέται η Έλενα Χουζούρη και ξεδιπλώνει τις σκέψεις της:
«Πότε
αρχίζει να γράφει; «Ποιήματα, όπως και τόσοι άλλοι νέοι, έγραφα από μικρός» μας
πληροφορεί . Σ’ αυτή τη φράση διακρίνουμε μια αιδημοσύνη. Σαν να θέλει να
υποβαθμίσει τη ροπή που από μικρός έδειξε να έχει προς τη γραφή, εξομοιώνοντάς
την με των «τόσων άλλων νέων». Γιατί όπως θα δείξει η μετέπειτα πορεία του στα
γράμματα, η ανάγκη της δημιουργικής έκφρασης ήταν κάτι πολύ περισσότερο από
σύμπτωμα της νεανικής ηλικίας. Ήταν το χάρισμα της δημιουργίας που εμφανίζεται
και σε παρασέρνει στα δικά του μονοπάτια, τα οποία ακολουθείς πιστά σε όλη σου
τη ζωή. Για τον ευαίσθητο και μοναχικό νεαρό με την ερωτική ιδιαιτερότητα, που
ξυπνούσε σιγανά αλλά σταθερά μέσα του και απαιτούσε το δικό της μερίδιο, η
ποίηση θα πρέπει να λειτουργούσε σαν βάλσαμο, σαν μια παρηγοριά μέσα στην
ακατανοησία και την σκληρότητα που πολλές φορές ήταν αναγκασμένος να ζει. Μαζί
όμως με την ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του, πρέπει να σιγοκαίει και η
τελειομανία του, αυτή που θα τον οδηγήσει να παιδεύει μέχρις εσχάτων κάθε λέξη
και κάθε πρόταση. Από μικρός, λοιπόν, δεν δίσταζε να καταστρέφει ό,τι δεν τον
ικανοποιούσε από τα πρωτόλεια εκείνα ποιηματάκια του που, επιπροσθέτως, πρέπει
να πλημμύριζαν από συναισθήματα ώστε να συγκινούν μέχρι δακρύων τις γυναίκες
του σπιτιού, αλλά και τις γειτόνισσες. «Τα ποιήματα εκείνα, που είχαν
συγκινήσει μέχρι δακρύων τις γυναίκες του σπιτιού, αλλά και τις συγκάτοικές
μας, τα ‘καψα αργότερα όλα. Μονάχα κάτι λίγους στίχους τους θυμάμαι, μα τους
κρατάω για τον εαυτό μου. Μέχρι που πήγα στο στρατό, συνέχισα να γράφω και να
καίω. Μεγάλη μανία είχα με το κάψιμο, φυλλαράκι δεν ήθελα ν’ απομείνει. Πέρασα
από αγωνίες κι αμφιβολίες φριχτές. Με τίποτα δεν έμενα ικανοποιημένος.».
Εδώ η
Έλενα Χουζούρη ενσωματώνει τις απόψεις που έχει εκφράσει και μας εξομολογείται
ο Γιώργος Ιωάννου στο αυτοαναφορικό του αφήγημα «Εις εαυτόν». Κείμενο
απαραίτητο στην κατανόηση της ιδιοσυγκρασίας και του έργου του, στο οποίο
αναφέρονται όλοι όσοι ασχολούνται με τα βιβλία και την γραφή του. Βλέπε το
βιβλίο με τα Πεζογραφήματα, «η πρωτεύουσα των προσφύγων» σελ. 208-278.
Συνεχίζει παρακάτω η Έλενα Χουζούρη:
«Θα καταπιαστεί και πάλι με την ποίηση λίγα
χρόνια αργότερα, αφού θα έχει απολυθεί από τον στρατό και θα έχει πιάσει
δουλειά ως φιλόλογος στην Αλεξάνδρεια, ένα χωριό τότε, όχι μακριά από την
Θεσσαλονίκη, γνωστό και ως «Γιδάς». Εκεί με «άλλη φωνή» πια, με ισχυρότερη ίσως
αυτοπεποίθηση, με δικό του-κατάδικό του-χώρο, έστω και νοικιασμένο, ανάμεσα σε
αθώα χωριατόπαιδα και σ’ ένα περιβάλλον φυσικό, σχεδόν ευτυχισμένος, άρχισε να
σιγογράφει τα ποιήματα με τα οποία θα κάνει την είσοδό του στα γράμματα. Τα
τιτλοφορεί Ηλιοτρόπια και δεν θα καλύπτουν όταν θα τυπωθούν περισσότερο από ένα
δεκαεξασέλιδο. Αυτό όμως είναι αρκετό για να φανεί μια νέα αξιοσημείωτη ποιητική
φωνή. Στα ποιήματα αυτά, όπως και εννιά χρόνια αργότερα (1963) στη δεύτερη
ποιητική του συλλογή με τίτλο Τα Χίλια Δέντρα (η ελληνική ονομασία του Σέιχ
Σου), ο νεαρός ποιητής ωθεί τις κρυφές του συναισθηματικές και ερωτικές ανάγκες που πασχίζουν να αρθρώσουν
μια ελάχιστη φωνή, να διεκδικήσουν μία ανάσα, καθώς καταπνίγονται από χίλιες
μύριες ενοχές, φόβους και αναστολές. «Νιώθω σαν σπόρος αγκαθιού/ με γαντζωμένο
το κεντρί/ στην αγκαθένια την καρδιά μου», γράφει στα Ηλιοτρόπια, δίνοντας όλο
το μέγεθος της άφατης ερημιάς μέσα στην
οποία παράδερνε στα νεανικά του χρόνια η ψυχή του, καθώς το κορμί του ξυπνούσε και
τα αιτήματά του προκαλούσαν βαθιές ενοχές στον ποιητή. Η «αμαρτωλότητα»,
σύμφωνα με τον Βρασίδα Καραλή, έχει αρχίσει να ρίχνει τους σπόρους της που θα
φυτευθούν και θα βλαστήσουν στο μετέπειτα έργο του…….», σ.34-36.
Η
Χουζούρη, ορμώμενη από μία παρατήρηση του συγγραφέα Edmund Keely για
την Καβαφική Αλεξάνδρεια, προβαίνει σε μία εύστοχη αναγνωστική για εμάς τους
αναγνώστες προτροπή και δική της επισήμανση. Γράφει:
«Θα υποστήριζα, λοιπόν, ότι στα κείμενα του
Γιώργου Ιωάννου υπάρχουν δύο πόλεις: α) η πόλη του αφηγητή και β) η πόλη του
αναγνώστη. Δε ποιά από τις δύο πρέπει να περιπλανηθεί ο μελετητής; Βασικά στη
δεύτερη. Ωστόσο, ο μελετητής είναι πρώτα και κύρια ένας καλός αναγνώστης, ο
οποίος όσο και αν ακολουθεί κάποιες συγκεκριμένες μεθοδολογικές υποδείξεις, δεν
παύει να μεταφέρει στο δικό του κείμενο πια και τις προσωπικές του διαθέσεις,
τα προσωπικά του βιώματα. Μόνο έτσι, άλλωστε, η ματιά του μπορεί να είναι
δημιουργική και απελευθερωτική. Αλλιώς, θα παραμείνει στο επίπεδο της στείρας
ανατομίας του κειμένου. Η περιπλάνηση, επομένως, του αφηγητή στους χώρους της
Θεσσαλονίκης γίνεται και περιπλάνηση του μελετητή-αναγνώστη. Καθένας κρατάει
για τον εαυτό του τις ανακαλύψεις του, ώσπου κάποια στιγμή συναντώνται. Η
μεγάλη τους διαφορά είναι ο χρόνος. Χρόνος της βίωσης, χρόνος της γραφής και
χρόνος της ανάγνωσης. Θα υποστήριζε κανείς πως το κείμενο διαφοροποιείται από
τον ένα χρόνο στον άλλο.» σελ. 45 του βιβλίου της «Η Θεσσαλονίκη του Γ.
Ιωάννου».
Ορθές
σκέψεις, αναγνωστικός φανός για να διαβάσουμε και περιδιαβούμε το έργο όχι μόνο
του Ιωάννου. Ενώ, για την παρουσία της γενέθλιας πόλης του την Θεσσαλονίκη στις
δύο ποιητικές του συλλογές, μας λέει παρακάτω:
«Η γενέθλια πόλη εμφανίζεται στα κείμενα του
Γιώργου Ιωάννου από την πρώτη του ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια. Η πρώτη αυτή
εμφάνιση είναι μεταφορική. Η πόλη όχι μόνο δεν κατονομάζεται, αλλά εκφέρεται
μεταφορικά μέσα από το στίχο. «[…], κι η πολιτεία άσπρο άλογο/ στη θάλασσα
κατάστηθα [.] […] για να υπογραμμίσει το κλίμα της μοναξιάς και της ερωτικής
ανυδρίας το οποίο κυριαρχεί στο ποίημα. Η πόλη παίρνει τη μορφή του άσπρου
αλόγου, αλλάζει όψη, μεταμορφώνεται, μετατρέπεται σε πόλη της ποίησης, πόλη που
μιλά μέσα από ποιητικά σύμβολα….» Ενώ στην δεύτερη ποιητική συλλογή γράφει:
«… η πόλη λειτουργεί σαν απειλητική σκιά,
με όγκους οι οποίοι περισσότερο μαντεύονται παρά αποκαλύπτονται, θέτουν
αινίγματα, δημιουργούν αποχρώσεις, εξάπτουν τη φαντασία, ανοίγουν λογαριασμούς.
Η πόλη μιλά ψιθυριστά πίσω από τους
στίχους. Είναι μία πόλη γεμάτη μοναξιά….» σελ. 46.
Την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Ιωάννου και
πολλά ποιήματα από την δεύτερη, τα έχω μεταφέρει και παρουσιάσει σε προηγούμενα
σημειώματα αυτού του μήνα. Ας μεταφέρουμε λίγους ακόμα κριτικούς σπινθήρες της
Έλενας Χουζούρη για την Ποίηση του Ιωάννου, με τις ελάχιστες «ερωτικές
συνεντεύξεις» του, που δεν του έλειπαν, όπως μας αναφέρει σε δημοσιογραφικό
χρονογράφημά του στην εφημερίδα «Πρωινή». Τώρα συγκεντρωμένα στο βιβλίο του
«Κοιτάσματα» πεζά κείμενα, εκδόσεις Ορέστης 1981.
-στην συλλογή Ηλιοτρόπια ο τίτλος της παραπέμπει
στους Εβραίους της Κατοχικής Θεσσαλονίκης, «Η μνήμη λειτουργεί φαντασιακά και
όχι λυτρωτικά, όπως θα συμβεί αργότερα». Σ.47
-«Αν στα Ηλιοτρόπια η παρουσία της πόλης είναι
εντελώς μεταφορική και υπαινικτική, στα Χίλια Δένδρα κάνει τη ρητή της εμφάνιση
από τον τίτλο ακόμη.», σ.47
-«Στα Χίλια Δένδρα τα σημεία της πόλης έχουν μια
λειτουργία εσωτερική, κλειστή, η αναφορά τους εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο
από τις συγκινησιακές φορτίσεις του ποιητή». σ. 47
-«Οι συγκινησιακές, όμως, φορτίσεις οδηγούν σ’ έναν
υποβόσκοντα ερωτισμό, ο οποίος κατακλύζει τους χώρους της πόλης στους οποίους
κινείται ο ποιητής. Έτσι, οι αναφορές στους χώρους λειτουργούν ως προσχήματα
για να εκφραστεί αυτός ακριβώς ο ερωτισμός.» σ.47-48.
Με τα ίσως
όχι ελάχιστα παραπάνω που αντιγράφουμε από τις μελέτες και την βιβλιοκριτική
στην εφημερίδα, μπορούμε και εμείς ως επαρκείς αναγνώστες να εκφράσουμε την θέση
ότι οι χρόνοι και οι χώροι, οι διαδρομές σε εσωτερικές αισθήσεις πλησιάσματος
του Άλλου, του ξένου, μέσα από αυτό το διπλό βλέμμα της πρωτογενούς αφήγησης
και της κριτικής εξήγησης να αισθανθούμε αυτήν την έκφραση ερωτικής διάθεσης
του Γιώργου Ιωάννου, και να νιώσουμε τους ερωτικούς τριγμούς περιπλάνησης της
ίδιας της γενέθλιας Πόλης, της Θεσσαλονίκης, αλλά και των ερωτικών σοκακιών και
δρόμων, πλατειών της Αθήνας που μας περιγράφει και περπάτησε, μετά την μόνιμη
εγκατάστασή του στην πρωτεύουσα των προσφύγων του έρωτα και του πρόσφυγα έρωτα.
Αυτού του μεγάλου κεφαλαιοχωριού που ονομάζεται Αθήνα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Πέμπτη 28/9/2023