Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Το έργο του Γιώργου Ιωάννου μέσα από το βλέμμα της ποιήτριας και κριτικού Έλενας Χουζούρη

 

Η ποίηση  του  Γ.  Ιωάννου

Της ΕΛΕΝΑΣ  ΧΟΥΖΟΥΡΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, «Χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1987

Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ 25/6/1989

     Επιχειρώντας μιαν επανάγνωση-ή και πρώτη ανάγνωση- των ποιημάτων του Γ. Ιωάννου, ο γνώστης της πεζογραφίας του θα τον αναγνωρίσει αμέσως. Ως προς το βίωμα, η διάθεση αλλά και τη θεματική. Διότι τα ποιήματα του Γ. Ιωάννου ως προς τα τρία αυτά στοιχεία αποτελούν σπέρματα του πεζογραφικού του έργου το οποίο ο συγγραφέας αρχίζει να δημοσιοποιεί έναν μόλις χρόνο (1964) μετά από την έκδοση και της δεύτερης συλλογής του «Τα χίλια δένδρα».

     Βιωματικός-όχι μόνο φύσει αλλά και θέσει όπως αποδείχθηκε αργότερα- ο Γ. Ιωάννου καταθέτει στα ποιήματά του το βίωμά του γυμνό και απέριττο. Είναι αυτό που συνομιλεί με τον εαυτό του σαν να μη θέλει να ακούσουν οι άλλοι οι οποίοι καραδοκούν να του τονίσουν τα αισθήματα ενοχής για την ερωτική του ιδιοτυπία. Στα «Ηλιοτρόπια» η ενοχή μοιάζει εφηβική αφού δεν έχει περάσει στην ωριμότητα της αυτογνωσίας. Πλανιέται στην ατμόσφαιρα ως φοβική διάθεση, ούτε ο ίδιος ο ποιητής δεν τολμά να αναμετρηθεί με ό,τι κρύβεται πίσω της. Ποιήματα ατμόσφαιρας- καβαφικών αποχρώσεων-θα ονομάζαμε τα «Ηλιοτρόπια» τα οποία λειτουργούν δίκην ποιητικών αναπνοών. Μονοπυρηνικά, διαρθρωμένα γύρω από μιάν εικόνα. Μόλις αρχίζουν, τελειώνουν. Ο άψογα όμως δουλεμένος απέριττος, διάφανος στίχος του με τους κυματιστούς ρυθμούς, προσδίδει σ’ αυτά μια θαυμαστή ενότητα ύφους και ποιητικής συγκίνησης.

     Στα «Χίλια δένδρα» τα ποιήματα από μπουμπούκια γίνονται λουλούδια. Ωριμάζουν δηλαδή από κάθε άποψη. Η φόρμα τους ανοίγει, αποκτά αφηγηματικούς ρυθμούς. Οργανώνονται μεν και αυτά γύρω από μιαν εικόνα, μια κατάσταση, ένα γεγονός, αλλά το αναπτύσσουν και το ολοκληρώνουν. Η ποιητική φράση αποκτάει αποφασιστικότητα και ακρίβεια έτσι ώστε το ποίημα να μην λειτουργεί μόνον ως διάθεση. Στα «Χίλια δένδρα» εμφανίζονται τα δύο βασικά στοιχεία τα οποία επιμελώς θα καλλιεργήσει με την πεζογραφία του ο Γ. Ιωάννου. Ο χρόνος-ως μνήμη-και ο χώρος-εκείνος της παιδικής και εφηβικής ηλικίας στη Θεσσαλονίκη. Συνάρτηση των δύο αυτών δομικών στοιχείων του συνολικού έργου του Ιωάννου, η θεματική του η οποία κατατίθεται κατά κανόνα στα «Χίλια δένδρα» με εξαιρέσεις στα «Ηλιοτρόπια». Όσο για το βίωμα του ποιητή- ερωτικό εν πολλοίς-έχει πλέον προσεγγίσει στα «Χίλια δένδρα» την αυτογνωσία. Η ιδιότυπη ερωτική επιθυμία, την οποία πλέον γνωρίζει και αποδέχεται, του γεννά οδυνηρά συναισθήματα ενοχής και αποκοπής από το γύρω του περιβάλλον και βέβαια βαθιάς μοναξιάς. Και στα «Χίλια δένδρα» οι στίχοι παραμένουν λιτοί, απέριττοι, χαμηλόφωνοι χωρίς καμιά ρητορεία ή φόρτιση, με έντονες τις καβαφικές δονήσεις.

      Δεν γνωρίζουμε πότε ο Γ. Ιωάννου έγραψε το ποίημα «Δούλος Ιερός του Έρωτα» (α΄ έκδοση 1980) αλλά το σίγουρο είναι πως η συγγραφή του πρέπει να έχει γίνει πολλά χρόνια μετά τα «Χίλια δένδρα». Εδώ το βίωμα είναι εντελώς διαφορετικό. Καμιά ενοχή πλέον, κανένα κλείσιμο, κανένας φόβος. Ακέραιος ερωτικά ο ποιητής, μακριά από την πόλη των εφηβικών και νεανικών ενοχών του τη Θεσσαλονίκη, καταθέτει το βίωμά του και αποφασιστικά. Δεν συνομιλεί πια με τον εαυτό του αλλά απευθύνεται άμεσα στο ερωτικό αντικείμενο. Το ποίημα αποτελείται από τέσσερις ενότητες με πέντε στροφές η κάθε μια. Η κάθε ενότητα ανταποκρίνεται και στην αντίστοιχη φάση, της ποιητικά «αφηγούμενης» ερωτικής ιστορίας και από την άποψη αυτή φέρει έντονα την πεζογραφική σφραγίδα του δημιουργού της (το αντίθετο δηλαδή με ό,τι συνέβαινε στα πρώτα του πεζογραφήματα «Για ένα φιλότιμο»). Στην πρώτη ενότητα ο ομιλών καταθέτει τη γενική ερωτική του διάθεση και πίστη στον έρωτα, στη δεύτερη αποκαλύπτει τα συναισθήματα προσμονής του ερωτικού συντρόφου καθώς και τις ενέργειες που προετοιμάζουν το ερωτικό σμίξιμο, στην τρίτη επέρχεται η πολυπόθητη συνάντηση και τα ανάλογα συναισθήματα που γεννάει και στην τέταρτη η απομάκρυνση του ερωτικού συντρόφου, προκαλεί νέες αγωνίες και καημούς για επαναπροσέγγιση. Η τελευταία ενότητα παραπέμπει σαν δομή και εκφορά λόγου στα ανάλογα ρεμπέτικα ή λαϊκότροπα τραγούδια. Γενικά όμως το πολύστιχο αυτό ποίημα δεν δημιουργεί την ίδια διάθεση και την ατμόσφαιρα των πρώτων ποιημάτων του Γ. Ιωάννου. Ωστόσο διατηρεί τη λιτότητα και το απέριττο του ποιητικού ύφους που καλλιέργησε, όσο καλλιέργησε, ο ποιητής Γ. Ιωάννου.

   «Παραναγνώστης- Επαρκής Αναγνώστης- Φιλολογικός Αναγνώστης»

Σημειώσεις:

     Συνεχίζω τα σημειώματα (που είχα αρχίσει το 2018) για το έργο και την παρουσία του ποιητή και πεζογράφου, αρθρογράφου και χρονικογράφου, μεταφραστή Θεσσαλονικιού Γιώργου Ιωάννου. Του πιο επίμονου και διακριτικού ίσως εραστή της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης. Με την αυτοκρατορική βυζαντινή ατμόσφαιρα και τον λαϊκό χαρακτήρα της. Την Πόλη που όσοι την έζησαν, την αγάπησαν, δεν την απαρνήθηκαν ποτέ. Μια ζωντανή μνήμη χιλιετιών, χοάνη ιστορικών και πολιτιστικών θραυσμάτων. Θεωρώ πλεονασμό να αναφέρω ότι διαβάζω ξανά τα βιβλία του και τις διάφορες μελέτες, δοκίμια, βιβλιοκριτικές που έχουν δημοσιευτεί, τα άρθρα από αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, ορισμένων αφιερωμάτων που έχω διαφυλάξει σε φάκελο για την συγγραφική του διαδρομή. Αντιγράφω σε αυτήν την νέα ανάρτηση μέρος ή αποσπάσματα από τις θέσεις της ποιήτριας και κριτικού Έλενας Χουζούρη για τον ποιητή Γιώργο Ιωάννου, που τυγχάνει να γνωρίζω και έχω διαβάσει σε βιβλία της, σε δημοσιεύσεις της, σε συνεντεύξεις της με τον λογοτέχνη, σε εφημερίδες και περιοδικά, σε τηλεοπτικές εκπομπές που έχει επιμεληθεί. Τις απόψεις που διατυπώνει και τις θέσεις που εκφράζει μέσω των ερωτήσεων σε συνέντευξή της με τον ποιητή και πεζογράφο. Βλέπε πχ. περιοδικό «Πάνθεον» τχ. 724/ 28-4-1981. Έλενα Χουζούρη: «Μια αποκαλυπτική συνομιλία. ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: ΝΑ ΔΩΣΩ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ». Μία άκρως ενδιαφέρουσα συνομιλία, (μία συνομιλία 3 ωρών) στην οποία ο Ιωάννου διατυπώνει με κατηγορηματικό και ξεκάθαρο τρόπο τι προσπαθεί να πετύχει με τα Πεζογραφήματά του, όπως, επίσης μας δίνει και τον ορισμό του συγγραφικού είδους σε σχέση με το διήγημα, το χρονογράφημα κλπ. Διαβάζουμε:

 ««Το κυριότερο που προσπαθώ να κάνω» μας λέει ο συγγραφέας, ξεκινώντας έτσι την τρίωρη περίπου συνομιλία μας εκεί στο σπίτι του της οδού Δεληγιάννη, «είναι να δώσω την εποχή μου και την κοινωνία στην οποία ζω, μέσα από τον εαυτό μου. όπως δηλαδή την βλέπω εγώ και όπως την αισθάνομαι και με όποια συναισθήματα, ιδέες και ψυχολογικές καταστάσεις μου δημιουργεί. Κυρίως με ενδιαφέρει να δώσω την εικόνα και την αίσθηση των ανθρώπων αυτής της κοινωνίας και εποχής με τους οποίους συζώ. Και όχι μόνον τους πολύ κοντινούς, αλλά και αυτούς που είναι για μένα μιά φευγαλέα εικόνα. Αλλά επειδή τώρα πιά, έχουν περάσει αρκετά τα χρόνια, μπορώ να πω ότι μιλώ και για πάρα πολλά πρόσωπα που εγνώρισα και καταστάσεις που δημιούργησαν οι άνθρωποι της εποχής μου και που τώρα δεν υπάρχουν πιά. Βλέπετε, όσο μεγαλώνουμε, ένα σημαντικό μέρος των ανθρώπων που ζήσαμε, αγαπήσαμε, μισήσαμε ή φοβηθήκαμε, δεν υπάρχει πιά, και τελικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το πράγμα παίρνει κι ένα χαρακτήρα απολογισμού ή κατά κάποιο τρόπο μνημοσύνου. Όλα αυτά, δεν προσπαθώ να τα δώσω με κανένα «αντικειμενικό» τρόπο, δεν μ’ ενδιαφέρει, άλλωστε, άλλα μέσα από τις υποκειμενικές μου εντυπώσεις, οι οποίες θεωρώ ότι είναι και οι πιό αληθινές για κάθε άνθρωπο».».

     Αυτό είναι το στίγμα του χαρακτήρα και του βλέμματος του Γιώργου Ιωάννου, ο ίδιος πάντα υπήρξε ειλικρινής απέναντί μας. Σε κάθε του αφήγημα, σε κάθε δημόσια εξόμολόγησή του-συνέντευξή του, αφηγήσεις του, στα Πεζογραφήματά του, στον καθαρό Ποιητικό του λόγο, μας μιλά σχεδόν πάντα, για τον σταθερό και απαραίτητο πυρήνα ιστορικής και προσωπικής του βιωματικής αλήθειας, γύρω από τον οποίο υφαίνει τον πλούσιο και πολύχρωμο καμβά της γραφής του. Μια γραφή ανιχνευτική ποικίλων καταστάσεων, γεγονότων, περιστατικών και περιπετειών ζωής. Ο Ιωάννου, σαν ραβδοσκόπος ανιχνευτής αναζητά το μέσα των λαϊκών ανθρώπων μετάλλευμα και το φέρνει με χαρά στην επιφάνεια. Ο γενέθλιος τόπος του, η Θεσσαλονίκη, με τα μυστικά της και τις ερωτικές της μυρωδιές, τις βαριές αλλά τρυφερές αντρίκες ανάσες της είναι ο τόπος που δεν θα ξεχάσει ποτέ, ακόμα και όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα για επαγγελματικούς λόγους στην άλλη, μεγαλύτερη και πλουσιότερη σε εμπειρίες και ερωτικά και άλλα μυρωδικά χοάνη, την Αθήνα. Την πρωτεύουσα των άλλων προσφύγων των απανταχού Ελλήνων. Η ευαισθησία του παραμένει η ίδια, καθώς και το νοσταλγικό και παρατηρητικό πάντα βλέμμα του. Ο Γιώργος Ιωάννου, ο βραβευμένος και ενδέχεται και ο πλέον προτιμητέος πεζογράφος του αναγνωστικού ανώνυμου κοινού, δεκάδες τα αφιερώματα για το έργο του και την φυσική του παρουσία μέχρι σήμερα,-και όχι αδίκως-θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και ισχυρότερες λογοτεχνικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της Θεσσαλονίκης. Της γενέθλιας Πόλης του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, του Γιώργου Βαφόπουλου, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, της Ζωής Καρέλλη, της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου, της Ρούλας Αλαβέρα, της Έλενας Χουζούρη, του Πέτρου Ωρολογά, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, του Βασίλη Βασιλικού, του Καρόλου Τσίζεκ, της Χαράς Χρηστάρας, του Γιώργου Θέμελη, του Νίκου Μπακόλα, του Ηλία Πετρόπουλου, για να συνενώσω λίγο τις γενιές και τις παραδόσεις, τα ρεύματα των Θεσσαλονικέων δημιουργών (κάπως αυθαίρετα λόγω του σημειώματος). Αν και, η Θεσσαλονίκη, του αγίου Δημητρίου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, της Εβραϊκής κοινότητας, των βυζαντινών και ρωμαϊκών τειχών και των τουρκομαχαλάδων, της εξόριστης κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου και της δολοφονίας του έλληνα Βασιλιά Γεωργίου του Α΄ και του αριστερού βουλευτή, μαραθωνοδρόμου της πορείας ειρήνης του Γρηγόρη Λαμπράκη, δεν έπαψε ποτέ να μας εκπλήσσει με τα ποικίλα πνευματικά και καλλιτεχνικά άνθη που παράγει. Την ανθρωπογεωγραφία της προσφυγιάς της.

     Το ενδιαφέρον και η «στοργική» εξέταση και περιήγηση στην συγγραφική παρουσία του Γ. Ι. από την ποιήτρια και κριτικό, νομικό Έλενα Χουζούρη, είναι διαχρονικό και σταθερό, όπως φανερώνουν τα συχνά δημοσιεύματά της και τα δύο βιβλία της που κυκλοφόρησε για το έργο του. Διαχρονικό το ενδιαφέρον της επανέρχεται συχνά στα γραπτά του. Ας κάνουμε μία μικρή ενδεικτική περιδιάβαση στα κατά καιρούς δημοσιεύματά της και στις πληροφορίες που έχω κατορθώσει να συγκεντρώσω. Πέρα από την οσάνω συνέντευξη στο περιοδικό «Πάνθεον» και την Βιβλιοκριτική της στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Αυγή» που αντιγράφω, η Έλενα Χουζούρη σαν συγγραφέας δημοσιεύει: 1. Στο περιοδικό που διεύθυνε ο Μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις «Το Τέταρτο» τχ. 11/, 3, 1986 το δισέλιδο καλογραμμένο κείμενο: «ΓΛΥΚΕΙΣ ΟΙ ΗΛΟΙ, ΕΙ ΛΙΑΝ ΟΔΥΝΗΡΟΙ.- Η ΛΑΪΚΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ». Και τελειώνοντας το κείμενό της αναφέρει: «Έπειτα από χρόνιες περιπλανήσεις σε λαϊκές γειτονιές, σε λαϊκά σινεμά, σε υποψιασμένες πλατείες, έπειτα από συμβιώσεις και συνάξεις σε δωμάτια λαϊκών ξενοδοχείων, ο Ιωάννου φτάνει να φιλιωθεί με τον εαυτό του και με τους χώρους που επιθυμεί. Εκεί αγάλλεται η ψυχή μου και αυτούς δοξάζει «Γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν οδυνηροί». 2. Στο λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε ο ποιητής Κώστας Παπαγεωργίου, στο «Γράμματα και Τέχνες» Μηνιαία Επιθεώρηση Τέχνης, Κριτικής και Κοινωνικού Προβληματισμού,  Αφιέρωμα στον Γ. Ι. τχ. 39/ 3, 1985 «Η Θεσσαλονίκη στην πεζογραφία του Γ. Ι.» σ.8-12. 3. Στο ίδιο περιοδικό που αφιερώνει σελίδες για τον Γ. Ι. τχ. 62/3,4,1991. σ.14-18. «Η Θεσσαλονίκη Πόλη της περιπλάνησης στον χώρο και τον χρόνο». 4. Στο ποικίλης ύλης περιοδικό «Ένα» τχ. 10/ 6-3-1986, σ.70-71, «Γιώργος Ιωάννου, μια έντονη απουσία». 5. Έχει την συνπαραγωγή μαζί με τον ποιητή και κριτικό Κώστα Παπαγεωργίου, της εκπομπής «Μνήμη Γιώργου Ιωάννου, Ένας χρόνος από το θάνατό του». βλέπε και περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» τχ. 835/15-21/2/1986, σ.49. 6. Ένα χρόνο μετά στις 9/4/1987, προβάλλεται στην ΕΡΤ-1 η εκπομπή Περισκόπιο, «Εις μνήμην Γ. Ιωάννου», η Έλενα Χουζούρη είχε την επιμέλεια. 7. Δημοσιεύει στο λογοτεχνικό περιοδικό των Νιάρχου- Φωστιέρη, την «Λέξη» τχ. 65/6, 1987, σ. 506-, «Η Ποίηση στην Πεζογραφία του Γ. Ιωάννου». 8. Το περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Εντευκτήριο» τχ. 10/3,1990, σ.55-60, αφιερώνει σελίδες για τον Γ. Ι. η Χουζούρη μετέχει με το κείμενο «Ο «περιπλανώμενος» αφηγητής Γ. Ι.». 9. Το περιοδικό της πολιτικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», η γνωστή Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 25/2/2000, πραγματοποιεί αφιέρωμα στον Ιωάννου, η Χουζούρη συμμετέχει με «Νεωτερικότητα στη δομή-παράδοση στη γλώσσα». Ενώ, στον τόμο Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου,-«Με τον ρυθμό της ψυχής» εκδ. Κέδρος 2006, στις σ. 162-171 δημοσιεύει το κείμενο «Η Μυθολογία του Λαϊκού». Και, στον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε ανθολόγησε τα κείμενα και έγραψε την εισαγωγή ο Πειραιώτης πανεπιστημιακός και συγγραφέας Δημήτρης Κόκορης, «ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ»-Κριτικά κείμενα, εκδ. Αιγαίον-Λευκωσία 2013, αναδημοσιεύεται απόσπασμα «Από το «εγώ» στο «εμείς». Η Θεσσαλονίκη του Γ. Ιωάννου. Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, εκδ. Πατάκη, 1995, σ.282-286. Παρενθετικά να υπενθυμίσουμε ότι, ο πειραιώτης συγγραφέας Δημήτρης Κόκορης, από όσο γνωρίζω, μας έχει δώσει δύο ακόμα άρθρα του για τον Γ. Ι. Το «Σημειώσεις για την ποίηση του Ιωάννου», σ.383-392, στο περιοδικό που εκδίδεται στην Κέρκυρα, «Ο Πόρφυρας» τχ. 89/1,2,3, 1999 και το κείμενο «Βίωμα θανάτου στον Γ. Ιωάννου» ποιητική και πεζογραφική εκδοχή, σελ. 22-23, στο αφιέρωμα της πρωινής πολιτικής εφημερίδος «Η Καθημερινή» στο περιοδικό «Επτά Ημέρες» Κυριακή 13/2/2005, Γ. Ιωάννου: Ένας συγγραφέας με «Το δικό μας αίμα». Ο Γιώργος Ιωάννου, δημοσιογράφησε στην εφημερίδα με κείμενά του, τα οποία η «Καθημερινή» εξέδωσε με τίτλο «Εύφλεκτη Χώρα».  Παρεμπιπτόντως, στο δημοσιογραφικό κύκλο τον παρότρυνε να μπει και να γράψει ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Πρωινή» και του περιοδικού «Θέατρο» Κώστας Νίτσος. Τα Πεζά Κείμενα στην «Πρωινή» κυκλοφόρησαν κατόπιν από τις εκδόσεις Ορέστης 1981, με τίτλο «ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ». Ενώ στο «Θέατρο» δημοσιεύτηκε ένα θεατρικό του. Βλέπε και προηγούμενα σημειώματά μου. Επανερχόμενος, όπως εύκολα διαπιστώνουμε, η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη δεν παύει να ενδιαφέρεται για την μνήμη του Γιώργου Ιωάννου. Δεν μένει μόνο στα δημοσιεύματα, συνεχίζει το συστηματικό και εκ του σύνεγγυς ενδιαφέρον της με την κυκλοφορία δύο βιβλίων της. Το 1995 στις εκδόσεις Πατάκη εκδίδεται το μελέτημά της «Η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου» Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, σελίδες 142, την επιμέλεια είχε ο Ηλίας Καφάογλου, ενώ το βιβλίο συνοδεύεται με φωτογραφικό παράρτημα του Γ. Ι, και μία δισέλιδη στατιστική καταγραφή με τίτλο «Ποσοτική εμφάνιση της Θεσσαλονίκης στο έργο του Γ.  Ιωάννου». Έχουμε συνολικά 2 ποιητικά και 5 πεζογραφικά βιβλία. Για την έκδοση έγραψαν θετικά ο κριτικός και ποιητής Βασίλης Κ. Καλαμαράς, εφ. Ελευθεροτυπία 12/10/1995, «Η περιπλάνηση του Γ. Ιωάννου». Ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ίδια εφημερίδα, 24/1/1996. Ο Γιώργος Ξ. Μαντζουράνης, στην εφημερίδα Η Αυγή 10/3/1996. Ανωνύμως στην εφημερίδα Εξόρμηση, Κυριακή 10/12/1995, «Συγγραφείς και μύθοι…». Στο περιοδικό Διαβάζω τχ. 361/1996.  Στο τχ. 363/1996. Μικρές αναφορές έχουμε στις εφημερίδες Η Ναυτεμπορική 10/12/1995, Η Καθημερινή 17/12/1995, Τα Νέα 23/4/1996. Και ακόμα, στην εφημερίδα Η Καθημερινή 9/5/1995, σε επιμέλεια του Παντελή Μπουκάλα, έχουμε προδημοσίευση του βιβλίου της Έλενας Χουζούρη. «Ο Γιώργος Ιωάννου και η μυθολογία μιας πόλης». Αναφορά στο έργο του, δέκα χρόνια από το θάνατό του. Δέκα χρόνια μετά την έκδοση Πατάκη, θα κυκλοφορήσει το μελέτημά της «ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ «Σαν σπόρος αγκαθιού…», εκδόσεις Ηλέκτρα 2005, σ. 102, στην σειρά «Βίοι Αγίων-Υπόγειες -Διαδρομές» υπεύθυνος της σειρά ήταν ο Κώστας Καναβούρης, ενώ την επιμέλεια είχε η Χριστίνα Μανταίου. Ο τόμος περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: Η Γενέτειρα/ Η Ανάδοχος/ Επιστροφή στη Γενέτειρα/ Χρονολόγιο.

Με τις παραπάνω πληροφορίες και στοιχεία από την δική μου επισκόπηση των κειμένων και των βιβλίων για τον Γ. Ιωάννου από την Έλενα Χουζούρη, μάλλον μέχρι σήμερα περατώνεται το ενδιαφέρον της.

      Η προσεκτική ανάγνωση της κριτικής της ματιάς και των θέσεών της που εκφράζει, δεν δηλώνουν απλά το αγαπητικό ενδιαφέρον μιάς μυθιστοριογράφου, συγγραφέως παιδικών βιβλίων, συντοπίτισσας του ποιητή Γιώργου Ιωάννου- η Έλενα Χουζούρη μπορεί να μεγάλωσε και να σταδιοδρόμησε στην πρωτεύουσα, γεννήθηκε όμως στην συμπρωτεύουσα, την Θεσσαλονίκη-η οποία θεωρεί «υποχρέωσή της» να γράψει και να μας μιλήσει για μία σημαντική ποιητική και πεζογραφική φωνή της γενέθλιας Πόλης, αυτό διακρίνεται από την πρώτη στιγμή που θα προσεγγίσουμε τα κριτικά της κείμενα. Η Έλενα Χουζούρη υπερβαίνει αυτή την πρώτη θα σημειώναμε προσέγγιση, έστω και αν με περισσή φροντίδα και επιμέλεια εξετάζει το της γενέθλιας Θεσσαλονίκης πρόσωπο και διαδρομή του Γιώργου Ιωάννου. Από τις πιο γενικές του ως τις πιο μικρές του λεπτομέρειες και βαδίσματα, όπως με ευκολία ανιχνεύουμε, βλέπουμε από τα δημοσιεύματα, τα κείμενα (ποιητικά και πεζά), τα σχόλια, τις αναφορικές προσωπικές του μνήμες και αναμνήσεις, οικογενειακά και φιλικά περιστατικά, συναντήσεις και συναναστροφές με δεκάδες πρόσωπα του πνευματικού χώρου. Τα βιβλία του είναι διάσπαρτα από σήματα και στίγματα του τόπου και των ανθρώπων της Θεσσαλονίκης των εφηβικών και νεανικών και όχι μόνο χρόνων του. Οι δύο κεντρικές μελέτες της  Έλενας Χουζούρη είναι να επαναλάβουμε: «Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ» Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, επιμέλεια Ηλίας Καφάογλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1995, σελ. 142. Και, «γιώργος ΙΩΑΝΝΟΥ «Σαν σπόρος αγκαθιού»», στην σειρά «ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ ΥΠΟΓΕΙΕΣ- ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ», επιμέλεια Χριστίνα Μανταίου, εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα 2005, σελ. 102. Όπως επαληθευτικά μπορώ να γνωρίζω, κριτικές και ορισμένες θέσεις της, δημοσιεύματα της Έλενας Χουζούρη που έχουν δημοσιευτεί σκόρπια σε διάφορα έντυπα, έχουν μεταφερθεί και σε συγκεντρωτικούς τόμους δοκιμίων της, χτενισμένες. Όπως παραδείγματος χάρη η βιβλιοκριτική της για «Τα χίλια δένδρα» που αντιγράφω από την εφημερίδα «Η Αυγή» 25/6/1989, η οποία συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Έλενα Χουζούρη, «ΕΞ ΑΓΧΙΣΤΕΙΑΣ. ΚΡΙΤΙΚΕΣ- ΚΡΙΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ-ΔΟΚΙΜΕΣ», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα , 2004, σελ. 38-41. Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου με τις «ΚΡΙΤΙΚΕΣ». Το όνομα του Ιωάννου μνημονεύεται και στην σελίδα 103, κριτική της Χουζούρη για την ποιητική συλλογή του «Μιχάλη Εφταγωνίτη, Θάνατος και Ανάσταση της Πολιτείας, εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1991». Γράφει μιλώντας μας για το πρόσωπο των πόλεων στην εξέλιξη της μυθοπλασίας ελλήνων και ξένων συγγραφέων. «Οι πόλεις που πέρασαν στη δικαιοδοσία του λογοτεχνικού μύθου είναι πολλές. Το Παρίσι του Μπωντλέρ, του Μπαλζάκ, του Ουγκώ ή του Αραγκόν, το Λονδίνο του Ντίκενς και του Πόε, το Δουβλίνο του Τζόυς, η Νέα Υόρκη του Ντος Πάσσος, η Αλεξάνδρεια του Καβάφη ή του Φόρστερ, η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου και του Μπακόλα, η Κέρκυρα του Θεοτόκη και ο κατάλογος συνεχίζεται». Εύστοχη η αναφορά της ποιήτριας και κριτικού η οποία δηλώνει την Πόλη ως λογοτεχνικό γεγονός. Ας προσθέσουμε στον κατάλογο των ονομάτων, τον συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ και την Αλεξάνδρεια, τους μετρ των αστυνομικών μυθιστορημάτων Άγκαθα Κρίστι και Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόϋλ και το Λονδίνο κλπ. Αλλά και από την πόλη μας, τον Πειραιά, τις περιπτώσεις του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Χαντζάρα, του Βασίλη Λαμπρολέσβιου, του μυθιστοριογράφου Χρήστου Λεβάντα και άλλων. Καθώς και του σύγχρονου πεζογράφου Διονύση Χαριτόπουλου, του ποιητή Γιάννη Κακουλίδη κλπ. Γραπτά όπου το πρόσωπο της Πόλης (του Πειραιά) είναι παρών με πολλούς τρόπους μέσα στο λόγο, τα δημοσιεύματα και τη  γραφή τους. 

Εδώ, ας μας επιτραπεί μία μικρή παρένθεση, στην σελίδα 207 «Πρώτες δημοσιεύσεις» αναγράφεται «εφημερίδα Αυγή της Κυριακής, 9.1.1988». Βλέπουμε ότι η ημερομηνία δημοσίευσης διαφέρει από την δική μου (25/6/1989) που έχω αναγράψει πάνω στο απόκομμα του φύλου της εφημερίδας. Εδώ συμβαίνουν τρία πραγματάκια. Πρώτον, ή εγώ έκανα λάθος κατά την αντιγραφή της ημερομηνίας από το φύλλο της εφημερίδας, δεύτερον, είναι τυπογραφικό λάθος της έκδοσης Γαβριηλίδη του βιβλίου κατά την μεταφορά, και τρίτον, ενδέχεται η εφημερίδα να «συνήθιζε» να μεταφέρει και δεύτερη φορά διάφορες κριτικές συνεργατών της. Δεν μπορώ να σκεφτώ τέταρτη εκδοχή μια και μία αντιπαραβολή των δύο δημοσιευμάτων δεν μας φανερώνει να έχουν επέλθει αλλαγές. Εκτός του ότι οι τίτλοι των έργων στην μεταφορά τους στην έκδοση είναι μέσα σε εισαγωγικά. Για να μην ξινίσουν τα πρόσωπα ορισμένων, να διευκρινίσω το εξής. Αυτός δεν είναι ένας άχρηστος σχολαστικισμός, ή ένα υπερβολικό ψείρισμα-όταν μάλιστα, γνωρίζω, ότι διαφεύγουν από ορισμένα κείμενα που γράφω ορθογραφικά λαθάκια. Στην αναγνωστική μου σκέψη εδώ και χρόνια, έρχεται ένας «δοκιμαστικός όρος» για τον οποίο μας μίλησε ο κυρός καθηγητής Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης. Από όπου αντλώ και τον τίτλο των Σημειώσεών μου στην αρχή του άρθρου μου. Στο κείμενο αυτό, «Παρανάγνωση- Ανάγνωση- Φιλολογική Ανάγνωση» Νεκρόδειπνος-«Σοφία και άλλα» ο δοκιμιογράφος, Ομηριστής συντοπίτης του Ιωάννου, Δ. Ν. Μαρωνίτης, στην ομιλία-κείμενο «ΠΑΡΑΝΑΓΝΩΣΗ- ΑΝΑΓΝΩΣΗ- ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ» Νεκρόδειπνος- «Σοφία και άλλα». Φιλολογική ανάγνωση ενός ποιήματος», Βλέπε τον τόμο «ΠΙΣΩ ΜΠΡΟΣ» Προτάσεις και υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1986, σελ. 183-197. (στο κεφάλαιο για την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου). Στο πυκνογραμμένο και ειδικό αυτό κείμενο όχι μόνο για εκπαιδευτικούς (είναι Ομιλία του που δόθηκε στο συμπόσιο «Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση», άνοιξη του 1978. Δημοσιεύτηκε στον τόμο που εξέδωσαν τα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη τον Δεκέμβριο του 1978), ο πανεπιστημιακός προσπαθεί να διασαφηνίσει –για την ακρίβεια να συζητήσει τους όρους που θέτει προς εξέταση. Γράφει: «Θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω , θεωρητικά κάπως, τους δοκιμαστικούς όρους «παρανάγνωση- ανάγνωση-φιλολογική ανάγνωση»: να ελέγξω την ευστοχία τους, τη σημασία τους, τη χρήση τους και τη χρησιμότητά τους.» Και συνεχίζει: «Στόχος μου είναι να συζητήσω τους όρους για την ανάγνωση της ποίησης με τέτοιον τρόπο, ώστε να φανούν οι γέφυρες που οδηγούν από την ιδιωτική προσέγγιση στη συλλογική διδασκαλία της ποίησης: από την ελεύθερη, δηλαδή, και προσωπική σχέση πού αποκαθιστά, όποιος εντρυφά στα ποιήματα, με την ποίηση, στη συστηματική πιά προβολή της μέσα σε εκπαιδευτικό πλαίσιο…». Αν βγούμε έξω από το εκπαιδευτικό πλαίσιο, ή το αντικαταστήσουμε με το πλαίσιο των γενικών ανώνυμων ή επώνυμων αναγνωστών του ποιητικού λόγου στις ευρύτερες διαστάσεις και παραμέτρους του διαχρονικά, τότε δικαιούμαστε να εκφράσουμε την άποψη ότι εφόσον η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη υπάγεται στην τρίτη κατηγορία του όρου, δηλαδή εξετάζει και κρίνει τα κείμενα και τα βιβλία από την οπτική του φιλολογικού αναγνώστη, τότε χωρίς διάθεση συσχετισμών, η μακροχρόνια τριβή μας με την ποίηση και την ανάγνωση εκατοντάδων ποιητικών συλλογών και δοκιμίων, τα «κοιτάσματα» συσσωρευμένων διαβασμάτων μας, μπορούμε να κατατάξουμε και την δική μας αναγνωστική και κριτική παρουσία στην δεύτερη κατηγορία, δηλαδή του επαρκούς αναγνώστη. Έχουμε τουλάχιστον κλείσει τον πρώτο κύκλο του ορισμού της παρανάγνωσης. Εδώ και η επισήμανση για την αναγραφή της ημερομηνίας. Αλλά ας επανέλθουμε στην κριτική ματιά της Έλενας Χουζούρη πάνω στο ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ιωάννου.

     Σε ένα πρώτο επίπεδο, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την ευχή η κριτική φωνή της Έλενας Χουζούρη να συσχετιστεί με τις άλλες γυναικείες κριτικές φωνές που ασχολήθηκαν με το έργο του Γ. Ιωάννου. πχ. της εκπαιδευτικού Ελευθερίας Κρούπη- Κολώνα, βλέπε το βιβλίο της «Ο  Έρωτας και ο Θάνατος στη Λογοτεχνία του Γ. Ι.», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1992. Ή της Anna Zimbone,  «Ρεαλιστική παράσταση και ποιητική ενόραση στην πεζογραφία του Γ. Ιωάννου», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008. Ιδιαίτερα τις σελίδες 31-62, όπου εξετάζονται «Τα Ποιήματα». Αλλά και με κείμενα και αναλύσεις της Νένας Ι. Κοκκινάκη, της Σοφίας Ιακωβίδου, της Γεωργίας Πατερίδου, της Αντιγόνης Βλαβιανού η οποία επιμελήθηκε βιβλίο του και το περιοδικό του. Αλλά και άλλων γυναικείων φωνών, όπως είναι η ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου που διερευνά την μεταφραστική του πλευρά, δίχως να παραγνωρίζουμε και τις δεκάδες αντίστοιχες ισότιμες κριτικές και δοκιμιακές αντρικές φωνές. Ο ποιητής πχ. Δημήτρης Καραμβάλης έχει ασχοληθεί σε αρκετά άρθρα του με την Ποίησή του. Συναριθμώ και τα δύο φύλα μια και η οπτική των διαβασμάτων και σημειωμάτων του υποφαινόμενου συμπεριλαμβάνει και τα δύο φύλα. Δεν είναι μία ιστοσελίδα εκφράσεων και δικαιωμάτων των γυναικείων φεμινιστικών σπουδών ούτε μία queer ιστοσελίδα. Αλλά μία ανοιχτή λογοτεχνική ιστοσελίδα σε όλα τα ρεύματα της τέχνης, με προτίμηση στον ποιητικό λόγο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα ευχόμασταν ο κριτικός λόγος της ποιήτριας και κριτικού Έλενας Χουζούρη, να συσχετιστεί με τους ομοτέχνους της Θεσσαλονικείς δοκιμιογράφους και κριτικούς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιστορία και την διαδρομή της λεγόμενης Σχολής της Θεσσαλονίκης και των εκπροσώπων της. Όπως ο Ξενοφών Α. Κοκόλης και άλλοι. Αν και σε σχόλια στο «Φυλλάδιό» του ο Ιωάννου αρνείται να δεχτεί τον όρο Σχολή της Θεσσαλονίκης. Στο ποιους ή ποιές και πως και σε πιο βαθμό αισθηματοποιήθηκε η γενέθλια πόλη τους, η Θεσσαλονίκη μέσα στο έργο τους. Ποιητικό, πεζογραφικό ακόμα θα τολμούσαμε και δοκιμιακό. Σε πια κομβικά σημεία της συγγραφικής του διαδρομής και σε ποιες χρονολογικές-ημερολογιακές εξομολογήσεις και αφηγήσεις τους βλέπουμε να εικονογραφείται ψηφιδωτό το ψηφιδωτό η Εικόνα της πόλης μέσα στην γραφή τους, και πια προσωπικά τους βιώματα εκφράζει και αντιπροσωπεύει, η βιωματική αυτή της μνήμης προσωπική Εικόνα του καθενός ή κάθε μίας. Και σε ένα τρίτο επίπεδο, διαβάζοντας και εξετάζοντας τα κείμενα, τα δημοσιεύματα και τα βιβλία της ποιήτριας Έλενας Χουζούρη, να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε την εξέλιξη της κριτικής της οπτικής και αν, γράφω αν, η γραφή και η σκέψη, το ύφος και η μεθοδολογία του συντοπίτη της ποιητή και πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου, έχει επηρεάσει και την δική της πρωτογενή συγγραφική παραγωγή. Με μία λυρική διάθεση θα γράφαμε, πόσο συναντήθηκαν οι «ρυθμοί της ψυχής» του ποιητή με εκείνη της ποιήτριας κριτικού. Από τα μέχρι σήμερα διαβάσματά μου, πέρα από τις θετικές κριτικές τρίτων, που έχουν δημοσιευτεί για τα βιβλία της-πάνω στον Ιωάννου-δεν έχω συναντήσει την άποψη του Γιώργου Ιωάννου για την Έλενα Χουζούρη. Στην συζήτησή τους στο περιοδικό «Πάνθεον» σημειωτέων δεν συμπεριλαμβάνεται στις 28 συγκεντρωμένες συνεντεύξεις του που κυκλοφόρησαν αυτόνομα σε βιβλίο, "Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής", (Συνεντεύξεις 1974-1985) Κέδρος 1996 δεν διατυπώνεται κανένα σχόλιο του Ιωάννου για την ποιήτρια και δημοσιογράφο, ραδιοφωνικό παραγωγό. Μόνο η συμπαθητική και διακριτική πάντα φωνή της Χουζούρη, με σχεδόν καθόλου παρεμβάσεις της. Μπορεί να υπάρχει και να μην το γνωρίζω. Πέρα όμως από αυτά τα «κουλτουριάρικα» και τεχνικής φύσεως διευκρινιστικά, σημασία έχουν για τον επαρκή αναγνώστη τα ίδια τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου και τα αντίστοιχα κριτικά της Έλενας Χουζούρη. Είτε αυτόνομα τα διαβάσουμε είτε συσχετιστικά η απόλαυση είναι μεγάλη. Γιατί ο λόγος της Έλενας Χουζούρη πέραν των άλλων, διαθέτει μία καθαρότητα και μία θα τολμούσα να πω θερμότητα. Τα κριτικά της κείμενα διαθέτουν την δική τους κριτική γυναικεία θερμοκρασία, δίχως να σε καίνε ή να σε κάνουν να έχεις την αίσθηση ότι σαν κοινός, επαρκής αναγνώστης, -δεν σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα, άσχημα,- ότι δεν διαθέτεις τις ανάλογες γνώσεις της. Η γραφή της είναι προσηλωμένη στο κείμενο ή το βιβλίο που εξετάζει και κρίνει, δίχως να στριφογυρνά στα πέριξ του διακοσμητικού του σκηνικού ή ατμοσφαιρικού περιβλήματος θεωρητικών και θολών αναλύσεων. Μπορεί να την διακρίνει μία διακριτική εμφανή ή λιγότερη εμφανή ιδιοσυγκρασιακή ματιά, (ίσως όσο αφορά την συμπρωτεύουσα) αλλά, δεν απεμπολεί την σοβαρότητα και την απόσταση που οφείλει να έχει ένας κριτικός από το βιβλίο ή το κείμενο που έχει μπροστά του. Και κάτι, για την δική μου αναγνωστική αντίληψη πολύ θετικό, το οποίο αναγνωρίζουμε στον κριτικό λόγο της Έλενας Χουζούρη. Αν εξετάσουμε συνολικά τις κριτικές της παρεμβάσεις και έχουμε μία επαρκή εποπτεία των γραπτών ή προφορικών ή ραδιοφωνικών της παρουσιάσεων, η Χουζούρη, δεν «συντρίβει» τον λογοτέχνη,  δεν κατακρημνίζει το κείμενο ή το βιβλίο στα συγγραφικά εκδοτικά τάρταρα, όπως έχουμε σε κριτικές περιπτώσεις όπου ο ή η κριτικός, απορρίπτει συλλήβδην το έργο, ή προβάλλει πάνω του τις δικές του θεωρητικές απόψεις και θέσεις. Το μοντέλο ερμηνείας των σπουδών του. Ορισμένες φορές μάλιστα, σύγχρονες ξενοσπούδαστες κριτικές φωνές, μεταφέρουν κριτικά μοντέλα τα οποία δεν αντιστοιχούν στα ελληνικά κριτικά δεδομένα και το δικό μας κριτικό πρόσωπο και φωνές της μέχρι σήμερα παράδοσης μας (Ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει «υποφέρει» από τέτοια ερμηνευτικά μοντέλα).  Κριτικές φωνές σαν του Κλέωνος Παράσχου, του Γιάννη Χατζίνη, του Μήτσου Παπανικολάου, του Πέτρου Χάρη, του Μιχάλη Μερακλή, του Κώστα Στεργιόπουλου, του Κώστα Κουλουφάκου, του Γιάννη Δάλλα, του Τάκη Σινόπουλου, του Κίμωνα Φράιερ και πολλών άλλων, θεωρώ ότι στέκονται ισάξια δίπλα στις ξένες, ευρωπαϊκές και αμερικάνικες μοντέρνες φωνές και μπορούν ακόμα και σήμερα να προτείνουν αναγνωστικές λύσεις κατά την δική μας περιπέτεια της ανάγνωσης. Η Έλενα Χουζούρη συνβηματίζει εσωτερικά με το βιβλίο, ίσως και να ενώνει την φωνή του συγγραφέα με την δική της, δίχως να χάνει καμία φωνή την αυτονομία της, την ετερότητά της. Παρά την διαφορετική χρονική τους απόσταση. Χρειάζεται ειδική εξέταση της συνόλου συγγραφικής κριτικής παρουσίας για να γράψουμε αν η Έλενα Χουζούρη οικοδομεί μία δική της κριτική θεωρία εξέτασης των έργων, όπως πχ. έχουμε στις περιπτώσεις του κριτικού Κώστα Βούλγαρη (με τα θετικά ή τα αρνητικά της) ή στην περίπτωση του παλαιού κριτικού Κώστα Σταματίου, ο οποίος μάλλον περισσότερο ήταν «κριτικός σχολιογράφος», ή του Δημοσθένη Κούρτοβικ, ο οποίος μας μιλά καθώς διαβάζει και κρίνει ένα βιβλίο και για την χρησιμότητα στη ζωή μας που μπορεί να έχει μία νέα κυκλοφορία ενός συγγραφικού προϊόντος. Ή ο κριτικός λόγος παρουσίασης στο Κανάλι της Βουλής, της μυθιστορηματικής κυρίως παραγωγής, από την χαμογελαστή πάντα συγγραφέα Σταυρούλα Παπασπύρου η οποία δεν μας μιλά μόνο για την έκδοση αλλά την συνδέει με άλλες συγγραφικές δραστηριότητες του ξένου συγγραφέα και με τα διάφορα ιστορικά συμπαρομαρτούντα της εποχής του. Ή πάλι, η κριτική φωνή της φιλολόγου Ανθούλας Δανιήλ η οποία εντάσσει το εξεταζόμενο βιβλίο, την νέα έκδοση, σε ένα πολύχρωμο πολιτιστικό πλαίσιο και περιβάλλον από διάφορα είδη και κλιμάκια των τεχνών. Προσωπικών της διαβασμάτων και περιπλανήσεων. Ούτε  επίσης όπως ο εκπαιδευτικός Γιάννης Κουβαράς που μας δίνει το κλίμα και το συγγραφικό στίγμα του βιβλίου-της έκδοσης, υιοθετώντας χρήσιμους  οδοδείχτες προερχόμενους ή συμπληρωματικούς από την αρχαία γραμματεία ή την ποιητική επικράτεια όμορων φωνών και γενεών με τον συγγραφέα. Σε άλλο εύρος κριτικής θεώρησης και ρητορικής κινούνται τόσο ο κριτικός Αλέξης Ζήρας όσο και ο Παντελής Μπουκάλας οι οποίοι είναι ακόμα-και ευτυχώς ενεργοί. Δίχως διάθεση αρνητική ή έλλειψη σεβασμού, αν συναχθούν τα κριτικά σημειώματα και τα δοκιμιακά του κυρίου Αλέξη Ζήρα, έχουμε μία μικρή εγκυκλοπαίδεια κριτικού λόγου της εποχής μας μετά την μεταπολίτευση και σταθερούς οδοδείχτες και κόμβους μιάς νεότερης ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά ίσως αυτό το κενό μέχρι σήμερα, το καλύπτει η τρίτομη ανθολογία Κριτικού λόγου του Γιάννη Γουδέλη και η πολύτομη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του Αλέξανδρου Αργυρίου. Μία επίσης ιδιαίτερη κριτική περίπτωση είναι η θρησκευτικής χροιάς κριτική φωνή του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Στην γενική χρήσιμη συγγραφική κριτική περιφέρεια κινούνται οι φωνές του ποιητή και βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου, ενώ σε άλλα θεμέλια οι κριτικές φωνές του κυρού καθηγητή Γιώργου Σαββίδη και του εργατικού πάντα Γιώργου Ανδρειωμένου. Θέλω να πω, ότι σημασία δεν έχει τόσο μάλλον, η καταφατική ή η αρνητική κρίση, όσο τι σχεδιάζει ή προσπαθεί να διαμορφώσει ο ή η κριτικός πίσω από τα θετικών ή αρνητικών προσήμων γραφόμενά του. Ο κριτικός οφείλει να μας αφυπνίσει συναισθήματα, αναμνήσεις, σκέψεις, όνειρα, να ενεργοποιήσει κριτικές δυνάμεις μέσα μας, να απεγκλωβίσει αν αυτή υφίσταται από την ακινησία του το κείμενο, το βιβλίο. Εξάλλου, χρειάζεται ιδιαίτερη μαεστρία και τέχνη ώστε αυτή η «Δωρική σοβαρότητα και Ιωνική αλαφράδα» του Ιωάννου για την οποία μας μιλά ο συγγραφέας Τόλης Καζαντζής, βλέπε εφημερίδα «Η Αυγή» 24/2/1985, ο «ραψωδός» της Θεσσαλονίκης και των φτωχών και κατατρεγμένων, να αποκρυπτογραφηθεί. Τα κείμενά του μόνο στο περιοδικό «Αντί» να διαβάσουμε, από το κείμενο «Θεσσαλονίκη- Αθήνα, Μια ερωτική σύγκριση» έως το κείμενό του για το «Αμφί» το περιοδικό του ΑΚΟΕ θα εκπλαγούμε με το άνοιγμα των φτερών της αγκάλης του που σκεπάζει ότι είναι απλό, λαϊκό, κατατρεγμένο από την κοινωνία και τον μικροαστισμό της και καθωσπρεπισμό της.  Κάτι που μου αρέσει στον κριτικό της λόγο ακόμα, όπως και σε άλλες ελληνίδες κριτικές φωνές, η Έλενα Χουζούρη, δεν «μαρμαρώνει» το κείμενο-πεζό ή ποιητικό-για να αναδειχθεί η δική της φωνή. Μέσα από την ροή του λόγου της διασώζει κυρίως την φωνή του συγγραφέα και όχι του κριτικού. Η δική της παρουσία και συμβολή γίνεται μέσω μιάς ηθικής της κριτικής και αισθητικού πουδραρίσματος, πέρα από συντεχνίες. Έχουμε πάμπολλα σύγχρονα-των τελευταίων δεκαετιών μας παραδείγματα όπου οι κριτικές αυτονομούνται από το κείμενο που αναφέρονται ή το συγκαλύπτουν. Καθώς διαβάζουμε τις κριτικές αυτές αισθανόμαστε να λανθάνει η φωνή του συγγραφέα, αν δεν λαθεύω. Ελπίζω, να μην είναι υπερβολικός ο τόνος των απόψεών μου ο οποίος προέρχεται από την αναγνωστική μου εμπειρία κατά την ανάγνωση των κριτικών της Έλενας Χουζούρη και των βιβλίων της. Ούτε σκοπό έχουν οι θέσεις αυτές να υποσκελίσουν τις κριτικές φωνές άλλων, σύγχρονων αντρικών και γυναικείων κριτικών φωνών. Προσπαθώ απλά να «δημιουργήσω» ένα τεχνικό κριτικό σύνορο – συμβατικών αναφορών, ώστε να κατανοήσω ορθότερα και επαρκέστερα τις σύγχρονες κριτικές φωνές ενώ παράλληλα, να επανεξετάσω τις παλαιότερες του προηγούμενου αιώνα, ιδιαίτερα την κριτική φωνή του ποιητή Κωστή Παλαμά-και να δω πόσο είναι ακόμα και σήμερα σύγχρονες, επίκαιρες, λειτουργικές. Προσφέρουν λύσεις σε αναγνωστικές μας δυσκολίες. Μιλά σήμερα η κριτική φωνή της πολυγραφότατης Άλκης Θρύλου, ή διαβάζονται μόνο τα χρήσιμα και χρηστικά Θεατρικά της σημειώματα. Ή πάλι, πόσες κριτικές φωνές της Γενιάς του 1970 που, αν δεν κάνω λάθος ανήκει και η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη, μπορούν να σταθούν αυτόνομα ως κριτικές παρουσίες. Μια και το τελευταίο διάστημα υπάρχει ένα συχνό και σταθερό ενδιαφέρον για την συνολική συγγραφική παρουσία και εικόνα της Γενιάς αυτής.

       Επανερχόμενος, η ποιητική αυτόνομη παρουσία του Γιώργου Ιωάννου, εξετάζεται και στο Γ Κεφάλαιο: «Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΩΣ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ», ιδιαίτερα στις σελίδες 45, 46, 47, 48,49, του βιβλίου της «Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου». Ενώ στο Α Κεφάλαιο με τίτλο η «Γενέτειρα», στους «Βίους Αγίων» εξετάζει στις σελίδες 34,35, 36,37, 38 την Ποίηση του Γ. Ιωάννου, ενσωματώνοντας μέσα στο κείμενό της, υιοθετώντας τες, τις θέσεις του πειραιώτη πανεπιστημιακού στην Αυστραλία Βρασίδα Καραλή, οι οποίες δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» τχ. 452/6, 2004, σ.75-80 στο «Ο Γιώργος Ιωάννου και η ποίηση της ενσυνείδητης αμαρτωλότητας». Η ματιά της διαφέρει από την θεώρηση της Annas Zimbone στο δικό της μελέτημα. Αναρωτιέται η Έλενα Χουζούρη και ξεδιπλώνει τις σκέψεις της:

«Πότε αρχίζει να γράφει; «Ποιήματα, όπως και τόσοι άλλοι νέοι, έγραφα από μικρός» μας πληροφορεί . Σ’ αυτή τη φράση διακρίνουμε μια αιδημοσύνη. Σαν να θέλει να υποβαθμίσει τη ροπή που από μικρός έδειξε να έχει προς τη γραφή, εξομοιώνοντάς την με των «τόσων άλλων νέων». Γιατί όπως θα δείξει η μετέπειτα πορεία του στα γράμματα, η ανάγκη της δημιουργικής έκφρασης ήταν κάτι πολύ περισσότερο από σύμπτωμα της νεανικής ηλικίας. Ήταν το χάρισμα της δημιουργίας που εμφανίζεται και σε παρασέρνει στα δικά του μονοπάτια, τα οποία ακολουθείς πιστά σε όλη σου τη ζωή. Για τον ευαίσθητο και μοναχικό νεαρό με την ερωτική ιδιαιτερότητα, που ξυπνούσε σιγανά αλλά σταθερά μέσα του και απαιτούσε το δικό της μερίδιο, η ποίηση θα πρέπει να λειτουργούσε σαν βάλσαμο, σαν μια παρηγοριά μέσα στην ακατανοησία και την σκληρότητα που πολλές φορές ήταν αναγκασμένος να ζει. Μαζί όμως με την ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του, πρέπει να σιγοκαίει και η τελειομανία του, αυτή που θα τον οδηγήσει να παιδεύει μέχρις εσχάτων κάθε λέξη και κάθε πρόταση. Από μικρός, λοιπόν, δεν δίσταζε να καταστρέφει ό,τι δεν τον ικανοποιούσε από τα πρωτόλεια εκείνα ποιηματάκια του που, επιπροσθέτως, πρέπει να πλημμύριζαν από συναισθήματα ώστε να συγκινούν μέχρι δακρύων τις γυναίκες του σπιτιού, αλλά και τις γειτόνισσες. «Τα ποιήματα εκείνα, που είχαν συγκινήσει μέχρι δακρύων τις γυναίκες του σπιτιού, αλλά και τις συγκάτοικές μας, τα ‘καψα αργότερα όλα. Μονάχα κάτι λίγους στίχους τους θυμάμαι, μα τους κρατάω για τον εαυτό μου. Μέχρι που πήγα στο στρατό, συνέχισα να γράφω και να καίω. Μεγάλη μανία είχα με το κάψιμο, φυλλαράκι δεν ήθελα ν’ απομείνει. Πέρασα από αγωνίες κι αμφιβολίες φριχτές. Με τίποτα δεν έμενα ικανοποιημένος.».

     Εδώ η Έλενα Χουζούρη ενσωματώνει τις απόψεις που έχει εκφράσει και μας εξομολογείται ο Γιώργος Ιωάννου στο αυτοαναφορικό του αφήγημα «Εις εαυτόν». Κείμενο απαραίτητο στην κατανόηση της ιδιοσυγκρασίας και του έργου του, στο οποίο αναφέρονται όλοι όσοι ασχολούνται με τα βιβλία και την γραφή του. Βλέπε το βιβλίο με τα Πεζογραφήματα, «η πρωτεύουσα των προσφύγων» σελ. 208-278. Συνεχίζει παρακάτω η Έλενα Χουζούρη:

      «Θα καταπιαστεί και πάλι με την ποίηση λίγα χρόνια αργότερα, αφού θα έχει απολυθεί από τον στρατό και θα έχει πιάσει δουλειά ως φιλόλογος στην Αλεξάνδρεια, ένα χωριό τότε, όχι μακριά από την Θεσσαλονίκη, γνωστό και ως «Γιδάς». Εκεί με «άλλη φωνή» πια, με ισχυρότερη ίσως αυτοπεποίθηση, με δικό του-κατάδικό του-χώρο, έστω και νοικιασμένο, ανάμεσα σε αθώα χωριατόπαιδα και σ’ ένα περιβάλλον φυσικό, σχεδόν ευτυχισμένος, άρχισε να σιγογράφει τα ποιήματα με τα οποία θα κάνει την είσοδό του στα γράμματα. Τα τιτλοφορεί Ηλιοτρόπια και δεν θα καλύπτουν όταν θα τυπωθούν περισσότερο από ένα δεκαεξασέλιδο. Αυτό όμως είναι αρκετό για να φανεί μια νέα αξιοσημείωτη ποιητική φωνή. Στα ποιήματα αυτά, όπως και εννιά χρόνια αργότερα (1963) στη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο Τα Χίλια Δέντρα (η ελληνική ονομασία του Σέιχ Σου), ο νεαρός ποιητής ωθεί τις κρυφές του συναισθηματικές και  ερωτικές ανάγκες που πασχίζουν να αρθρώσουν μια ελάχιστη φωνή, να διεκδικήσουν μία ανάσα, καθώς καταπνίγονται από χίλιες μύριες ενοχές, φόβους και αναστολές. «Νιώθω σαν σπόρος αγκαθιού/ με γαντζωμένο το κεντρί/ στην αγκαθένια την καρδιά μου», γράφει στα Ηλιοτρόπια, δίνοντας όλο το μέγεθος της άφατης ερημιάς  μέσα στην οποία παράδερνε στα νεανικά του χρόνια η ψυχή του, καθώς το κορμί του ξυπνούσε και τα αιτήματά του προκαλούσαν βαθιές ενοχές στον ποιητή. Η «αμαρτωλότητα», σύμφωνα με τον Βρασίδα Καραλή, έχει αρχίσει να ρίχνει τους σπόρους της που θα φυτευθούν και θα βλαστήσουν στο μετέπειτα έργο του…….», σ.34-36.

       Η Χουζούρη, ορμώμενη από μία παρατήρηση του συγγραφέα Edmund Keely για την Καβαφική Αλεξάνδρεια, προβαίνει σε μία εύστοχη αναγνωστική για εμάς τους αναγνώστες προτροπή και δική της επισήμανση. Γράφει:

 «Θα υποστήριζα, λοιπόν, ότι στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου υπάρχουν δύο πόλεις: α) η πόλη του αφηγητή και β) η πόλη του αναγνώστη. Δε ποιά από τις δύο πρέπει να περιπλανηθεί ο μελετητής; Βασικά στη δεύτερη. Ωστόσο, ο μελετητής είναι πρώτα και κύρια ένας καλός αναγνώστης, ο οποίος όσο και αν ακολουθεί κάποιες συγκεκριμένες μεθοδολογικές υποδείξεις, δεν παύει να μεταφέρει στο δικό του κείμενο πια και τις προσωπικές του διαθέσεις, τα προσωπικά του βιώματα. Μόνο έτσι, άλλωστε, η ματιά του μπορεί να είναι δημιουργική και απελευθερωτική. Αλλιώς, θα παραμείνει στο επίπεδο της στείρας ανατομίας του κειμένου. Η περιπλάνηση, επομένως, του αφηγητή στους χώρους της Θεσσαλονίκης γίνεται και περιπλάνηση του μελετητή-αναγνώστη. Καθένας κρατάει για τον εαυτό του τις ανακαλύψεις του, ώσπου κάποια στιγμή συναντώνται. Η μεγάλη τους διαφορά είναι ο χρόνος. Χρόνος της βίωσης, χρόνος της γραφής και χρόνος της ανάγνωσης. Θα υποστήριζε κανείς πως το κείμενο διαφοροποιείται από τον ένα χρόνο στον άλλο.» σελ. 45 του βιβλίου της «Η Θεσσαλονίκη του Γ. Ιωάννου».

     Ορθές σκέψεις, αναγνωστικός φανός για να διαβάσουμε και περιδιαβούμε το έργο όχι μόνο του Ιωάννου. Ενώ, για την παρουσία της γενέθλιας πόλης του την Θεσσαλονίκη στις δύο ποιητικές του συλλογές, μας λέει παρακάτω:

    «Η γενέθλια πόλη εμφανίζεται στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου από την πρώτη του ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια. Η πρώτη αυτή εμφάνιση είναι μεταφορική. Η πόλη όχι μόνο δεν κατονομάζεται, αλλά εκφέρεται μεταφορικά μέσα από το στίχο. «[…], κι η πολιτεία άσπρο άλογο/ στη θάλασσα κατάστηθα [.] […] για να υπογραμμίσει το κλίμα της μοναξιάς και της ερωτικής ανυδρίας το οποίο κυριαρχεί στο ποίημα. Η πόλη παίρνει τη μορφή του άσπρου αλόγου, αλλάζει όψη, μεταμορφώνεται, μετατρέπεται σε πόλη της ποίησης, πόλη που μιλά μέσα από ποιητικά σύμβολα….» Ενώ στην δεύτερη ποιητική συλλογή γράφει: «… η πόλη λειτουργεί σαν απειλητική σκιά, με όγκους οι οποίοι περισσότερο μαντεύονται παρά αποκαλύπτονται, θέτουν αινίγματα, δημιουργούν αποχρώσεις, εξάπτουν τη φαντασία, ανοίγουν λογαριασμούς. Η πόλη  μιλά ψιθυριστά πίσω από τους στίχους. Είναι μία πόλη γεμάτη μοναξιά….» σελ. 46.

Την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Ιωάννου και πολλά ποιήματα από την δεύτερη, τα έχω μεταφέρει και παρουσιάσει σε προηγούμενα σημειώματα αυτού του μήνα. Ας μεταφέρουμε λίγους ακόμα κριτικούς σπινθήρες της Έλενας Χουζούρη για την Ποίηση του Ιωάννου, με τις ελάχιστες «ερωτικές συνεντεύξεις» του, που δεν του έλειπαν, όπως μας αναφέρει σε δημοσιογραφικό χρονογράφημά του στην εφημερίδα «Πρωινή». Τώρα συγκεντρωμένα στο βιβλίο του «Κοιτάσματα» πεζά κείμενα, εκδόσεις Ορέστης 1981.

-στην συλλογή Ηλιοτρόπια ο τίτλος της παραπέμπει στους Εβραίους της Κατοχικής Θεσσαλονίκης, «Η μνήμη λειτουργεί φαντασιακά και όχι λυτρωτικά, όπως θα συμβεί αργότερα». Σ.47

-«Αν στα Ηλιοτρόπια η παρουσία της πόλης είναι εντελώς μεταφορική και υπαινικτική, στα Χίλια Δένδρα κάνει τη ρητή της εμφάνιση από τον τίτλο ακόμη.», σ.47

-«Στα Χίλια Δένδρα τα σημεία της πόλης έχουν μια λειτουργία εσωτερική, κλειστή, η αναφορά τους εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τις συγκινησιακές φορτίσεις του ποιητή». σ. 47

-«Οι συγκινησιακές, όμως, φορτίσεις οδηγούν σ’ έναν υποβόσκοντα ερωτισμό, ο οποίος κατακλύζει τους χώρους της πόλης στους οποίους κινείται ο ποιητής. Έτσι, οι αναφορές στους χώρους λειτουργούν ως προσχήματα για να εκφραστεί αυτός ακριβώς ο ερωτισμός.» σ.47-48.

     Με τα ίσως όχι ελάχιστα παραπάνω που αντιγράφουμε από τις μελέτες και την βιβλιοκριτική στην εφημερίδα, μπορούμε και εμείς ως επαρκείς αναγνώστες να εκφράσουμε την θέση ότι οι χρόνοι και οι χώροι, οι διαδρομές σε εσωτερικές αισθήσεις πλησιάσματος του Άλλου, του ξένου, μέσα από αυτό το διπλό βλέμμα της πρωτογενούς αφήγησης και της κριτικής εξήγησης να αισθανθούμε αυτήν την έκφραση ερωτικής διάθεσης του Γιώργου Ιωάννου, και να νιώσουμε τους ερωτικούς τριγμούς περιπλάνησης της ίδιας της γενέθλιας Πόλης, της Θεσσαλονίκης, αλλά και των ερωτικών σοκακιών και δρόμων, πλατειών της Αθήνας που μας περιγράφει και περπάτησε, μετά την μόνιμη εγκατάστασή του στην πρωτεύουσα των προσφύγων του έρωτα και του πρόσφυγα έρωτα. Αυτού του μεγάλου κεφαλαιοχωριού που ονομάζεται Αθήνα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Πέμπτη 28/9/2023                    

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Μάρκος Μέσκος, Η Νεοελληνική πραγματικότητα και ο Μάνος Χατζιδάκις

 

Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

             Είτε άνθρωπος είτε ζώο είτε πράγμα,

                 όλα ξέρουν να μιλούν σε κείνον πού ξέρει να ακούει.

                                 Γ.  ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ

     Κάθε φορά σκέφτομαι τη συμμετοχή στα κοινά, τους αγώνες αλλά και το κόστος των αγώνων σε σχέση πάντοτε με τα εγγενή κακοποιά δεδομένα αλλά και μ’ αυτό που ονομάζεται, κατόπιν, αποτέλεσμα, φέρνω στο νου μου δύο εξέχουσες προσωπικότητες της Αρχιτεκτονικής των προηγούμενων δεκαετιών: Τον Πάνο Τζελέπη στην Εκάλη και τον Δημήτρη Πικιώνη στο λόφο του Λουμπαρδιάρη της Αθήνας που ποιούσαν, ο καθείς με τον τρόπο του, το όραμα της ζωής και των επιλογών τους.

      Ο πρώτος απόμακρος, αριστοκράτης αλλά και στα θεμέλια του ελληνικού λαϊκού σπιτιού (και στις περιπέτειες του κάθε Γιώργου Κοτζιούλα), από μνήμη της οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι τις εντελώς σύγχρονες οικιστικές φόρμες ενήμερος’ ο δεύτερος, σύνθετος δάσκαλος και ποιητής του Χώρου, προτίμησε να υπηρετήσει τα «εγκόσμια», να χτυπήσει τις πόρτες των πολιτειακών αρμοδιοτήτων, όχι για να πουλήσει, αλλά να προσφέρει και να διευκολύνει την πραγματοποίηση των ονείρων του, με όλες τις συμπαρομαρτούσες προσωπικές-πιθανόν- απώλειες και πίκρες…

      Στο τέλος της ζωής των έχουμε δύο πρόσωπα εξίσου σημαντικά, δύο Έργα, δύο παραδείγματα. «Θέλεις το μήλο πάρε το, θέλεις κυδώνι φάγε».

     Βέβαια, ο Μάνος Χατζιδάκις, σε κάποιον άλλο χώρο, δεν είχε το δίλλημα. Στις αφετηρίες του, θαρρείς, κουβαλάει το εποχιακό καλλιτεχνικό σύνδρομο προσώπων και πραγμάτων, αναπνέει ακόμη ο Χαλεπάς, ο Κόντογλους, ο ανώνυμος Σκαλκώτας, η Αμοργός του Γκάτσου και το «Περιγιάλι» του Σεφέρη, το λαϊκό τραγούδι. Κοντά και οι όσοι ωραίοι επίγονοί τους.

     Τελειώνοντας η δεύτερη δεκαετία του μεσοπολέμου, παρά τις όποιες φασιστικές νεοελληνικές μεθοδεύσεις, το μαγικό κλίμα επιζεί.

     Λίγο μετά οι αστραπές της Αντίστασης, η «Μελισσάνθη» και ο εμφύλιος πόνος και, ακόμη δώθε, η συντριβή των μύθων, η ισοπέδωση, η αφασία. (Η «χώρα πεθαίνει», τα συστήματα εξουσίας πολλαπλασιάζονται νυχθημερόν, ενώ οι αμετανόητοι χαζεύουν τα δειλινά και ματαίως αναζητούν την ακριβή ώρα της αποδημίας των χελιδονιών.)

     Έκτοτε, όσο περνάει ο καιρός, τα πρόσωπα γίνονται περισσότερον άγνωστα και δυσδιάκριτα, το αναρμόδιο, το πρόχειρο, το κυνικό και το ανιστόρητο είναι η καθημερινή βρώση της προσφερόμενης (ποικίλης) καλλιτεχνικής πόζας και ανάγνωσης.

     Ανάγκη ισχυρότατης πυξίδας.

     Στον κυκεώνα αυτόν της εκπορνευμένης περιοχής, ονόματα- εμπορεύματα- προαγωγοί-κέντρα ελέγχου της αγωγής ψυχών, ο ίδιος γίνεται συχνά παρελθοντολογικός κρίκος, για να αναφανούν τα ονόματα και τα «χαμένα» πρόσωπα που σήμαιναν και σημαίνουν οπωσδήποτε κάτι.

     Μουσικός (και ανεπάγγελτος), θαρρείς από τότε παλεύει, με τα δικά του όπλα φυσικά, την έκπτωση.

      Με ατέλειωτους τους νοσταλγικούς του άξονες και το ερωτικό ταμπεραμέντο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις της καλλιτεχνικής του ηγεσίας ή συμμετοχής που το αποτέλεσμα υπήρξε λαμπρόν. Στην εποχή του ρεμπέτικου λαϊκού τραγουδιού, στην εποχή που ήταν χάρτινο το φεγγαράκι, στην εποχή του Αμέρικα - Αμέρικα και της Τζοκόντας, στην εποχή του Μεγάλου Ερωτικού, του Τρίτου ραδιοφωνικού προγράμματος, ακόμα και σήμερα, στην επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας- μα κάθε δημόσια χειρονομία του είναι ανδρική και μικραίνει την απόσταση του λεγόμενου αντιπολιτευτικού μένους. Λόγω σοφίας, βεβαίως.

     Τί είναι, λοιπόν, η φωνή του Μάνου Χατζιδάκι;

     Η εγγραφή του ευανάγνωστη, εύκολα, θαρρώ, αυτοπροσδιορίζεται: Είναι ο Έρωτας χάδι και ο Έρωτας γέννα, οι ποιοτικές ευαισθησίες, η γνώση του μουσικού κόσμου, το τραγούδι του, το σεβαστό και πάντα ενδιαφέρον πρόσωπό του, μιά ισχυρή πνευματική φυσιογνωμία, αξιοπρεπής μέσα στις Συμπληγάδες.

     Αμέσως μετά, μιά καθαρή πιθαμή ψηλότερα από τα διαδραματιζόμενα σήμερα των πλαστικών προϊόντων, των ανεύθυνων και πρόχειρων ανθρώπων και των ανιστόρητων, της δημοσιογραφικής (παρα) λογοτεχνίας, του πνευματικού σοβινισμού των ποιητικών γενεών, της εξαργύρωσης των δακρύων και των θανάτων- του, κατά κρημνόν και κατά διαβόλου, κοινωνικού (συνολικά) τυφλού γίγνεσθαι.

     Στο σύγχρονο ευμετάβλητο νεοελληνικό ήθος, ο Μάνος Χατζιδάκις αποτελεί εγγύηση αντιστασιακή, και το εννοώ, παρά τη φθορά της λέξης.

     Και να συγχωρεθεί, παρακαλώ, στον υπογράφοντα που επιμένει στην κοινωνική σημασία του προσώπου του. Ανεπαρκής στις ειδικές μουσικές γνώσεις και εκτιμήσεις, αισθάνομαι, και εδώ, έξω από τα νερά μου. Μα να πω και κάτι ακόμα, εάν δηλώνει κάτι:

     Κατά καιρούς, μόλις σουρουπώνει, το φτεροκόπημα κάποιου σπάνιου πουλιού σε ξαφνιάζει, όπως ακριβώς η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που χάνεται στο θάμνο για να τραγουδήσει.

           ΜΑΡΚΟΣ  ΜΕΣΚΟΣ (1987)

Στον τόμο: Μάρκος Μέσκος, «ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σελ.173-176.


     Ένας ελληνοαμερικανός στο τιμόνι της κομματικής εξουσίας. Πηδαλιούχος ή Σκυλοπνίχτης;

Διευκρινιστικά

     Η εκλογή της ανάδειξης του νέου αρχηγού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, θέτει, πέραν των άλλων πολιτικών ζητημάτων, ένα βασικό κατά την γνώμη μου επίσης πολιτικό κεντρικό ζήτημα των σύγχρονων ελληνικών καιρών μας, της πατρίδας μας, σαν μία γεωγραφική μονάδα μέσα στο πλήθος της σύγχρονης και μοντέρνας Παγκοσμιοποιημένης Ανθρωπότητας. Την δυνατότητα ψήφου-επιστολικής και μη- των απανταχού Ελλήνων του εξωτερικού. Να συναποφασίζουν δηλαδή και να συν-διαμορφώνουν την ελληνική εσωτερική και εξωτερική πολιτική σκηνή και τις όποιες συμμαχίες τους, ομού με το υπάρχον κάθε φορά πολιτικό σύστημα της χώρας. Οι έλληνες κάτοικοι εντός Ελλάδος και οι εκτός, άνευ διακρίσεων και αποκλεισμών, να μπορούν να εκλέγουν νόμιμα τους αντιπροσώπους τους στην ελληνική βουλή και στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει αλλαγή πολιτικής στάσης και νοοτροπίας του πολιτικού κοινοβουλευτικού συστήματος της χώρας, ενός κοινοβουλευτικού συστήματος γερασμένου-που, πέρα από τις όποιες ιδεολογικές ή πολιτικές διαφορές υποστηρίζουν κάθε φορά ότι έχουν, θεωρούσαν και ακόμα θεωρούν ότι έχουν, το πολιτικό μαγαζάκι που λέγεται Ελλάδα στην εξουσία τους, τους ανήκει. Και δεν οφείλουν να λογοδοτούν σε κανέναν, παρά μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια στην διάρκεια των εκλογών. Είτε εκλεγούν είτε όχι. Μία διαχρονική ιστορική και πολιτική παθογένεια που δεν ήθελαν και δεν θέλουν ακόμα να αλλάξουν οι έλληνες εντός της ελλάδος βουλευτές μας, ή τον νόμο περί ευθύνης των υπουργών, χάνοντας την αξιοπιστία τους, και τα όποια πολιτικά και οικονομικά και κοινωνικά κεκτημένα και προνόμια έχουν οι πολιτικοί και άλλοι δημόσιοι εκλεγμένοι εκπρόσωποί μας. Απολαμβάνουν με την νομιμότητα που τους παράσχει η καθολική ψήφος μας. Οι κοινοβουλευτικοί μας εκπρόσωποι, οι νόμιμα ανά τετραετία εκλεγμένοι, είτε είναι της συμπολίτευσης είτε είναι της αντιπολίτευσης ομογνωμούν πάντα στην διατήρηση και διαφύλαξη των βουλευτικών τους προνομίων. Οι πολιτικές αψιμαχίες και άλλες εντός του κοινοβουλίου και στις τηλεοράσεις κοκορομαχίες, δεν αναιρούν ότι έχουν δημιουργηθεί με την ανοχή τους, και την πολιτική δική μας-σαν ελληνικός λαός ανοχή- πολιτικά τζάκια και ευκατάστατες κάστες οι οποίες κυβερνούν την χώρα ελέω κοινοβουλευτικών εκλογών. Οι κοινοβουλευτικές αποφάσεις και νόμοι, αλλάζουν ή τροποποιούνται ανάλογα με τις θέσεις του κόμματος που έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Συνήθως, αν εξαιρέσουμε την πρώτη κοινοβουλευτική περίοδο μετά την επτάχρονη δικτατορία, των χρόνων της μεταπολίτευσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις κυβερνούν με λιγότερο από το 50% του εκλογικού σώματος. Δηλαδή, λιγότερο από το μισό. Κοινή συναινέσει του πολιτικού συστήματος το ελληνικό κράτος έχει κυβέρνηση και αντιπολίτευση, και εμείς Κοινοβουλευτική Δημοκρατία!;!;!;!;!;.  Αν στέκουν πολιτικά οι απόψεις αυτές ενός τυχαίου, ανώνυμου φορολογούμενου έλληνα ψηφοφόρου και μάλλον συνειδητού πολίτη, το να δοθεί λοιπόν εκλογική ψήφος στους απανταχού έλληνες του εξωτερικού δίχως προϋποθέσεις και αστερίσκους, σημαίνει ότι παραχωρούν μέρος των πολιτικών τους δικαιωμάτων και δικαιοδοσιών οι εντός ελλάδος βουλευτές, σε έλληνες οι οποίοι κατοικούν και έχουν εγκατασταθεί εδώ και χρόνια μόνιμα στο εξωτερικό. Έλληνες και Ελληνίδες οι οποίοι δεν γνωρίζουν τις πολιτικές και κοινωνικές, οικονομικές ανάγκες και συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας, του ελληνικού λαού. Σίγουρα οι δυνατότητες που παράσχουν τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας μειώνουν τις γεωγραφικές αποστάσεις και εξαλείφουν κατά κάποιον τρόπο τις χρονικές συνακόλουθες. Ο ανοιχτός ή διλημματικός αυτός πολιτικός προβληματισμός, είναι ένα πολιτικό αλλά και ηθικό της πολιτικής ρητορικής και της ελληνικής κοινωνίας ( ημών σαν ψηφοφόρων) ζήτημα, αν τεθεί ως ερώτηση. Αν πρέπει ή δεν πρέπει δηλαδή και ποιά πληθυσμιακή κοινότητα, μακροχρόνιοι διαβιούντες έλληνες του εξωτερικού, που ίσως να μην μιλούν καθόλου ελληνικά ή να τα μιλούν σπαστά, να συμμετάσχουν ισότιμα με εμάς στις ελληνικές εκλογές με δικαίωμα ψήφου για τις εδώ ζωές μας. Η παροχή ψήφου στους έλληνες του εξωτερικού αλλάζει τον χάρτη, ανακατεύει την «τράπουλα» θα έγραφαν οι πολιτικοί σχολιαστές, του ντόπιου κατεστημένου πολιτικού συστήματος. Αυτών, που με τους ατομικούς τους οραματισμούς-όπως υποστηρίζουν-θέλουν να μας σώσουν. Από τί, ποτέ μου δεν κατάλαβα. Και γιατί επιμένουν τόσο, αν παρατηρήσεις τις πολιτικές και κομματικές οικογένειες της χώρας που κρατούν τα μεγάλα και μικρότερα ηνία των ζωών μας και των διοικήσεων του κρατικού μηχανισμού τον τελευταίο μισό αιώνα, απορείς για τους τόσους σωτηριολογικούς οραματισμούς τους. Αυτό, για να προλάβω τους καλοθελητές πολιτικά ανόητους, δεν σημαίνει κατάργηση του βουλευτικού πολιτεύματος και της αστικής δημοκρατίας, με προτίμηση απολυταρχικών καθεστώτων, αυτό είναι και ανιστόρητο και αστείο, στις μέρες μας, δεν το διανοείται κανένας σοβαρός συνειδητός πολίτης. Τίθεται όμως το ερώτημα αν εμείς σαν ένας Λαός με παράδοση σε μάχες και αγώνες για την ελευθερία, την ισότητα και την δικαιοσύνη-το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης- επιλέγουμε με την θέλησή μας να παραχωρήσουμε τα όποια δικαιώματά μας, μας παράσχει το αστικό καθεστώς, σε εκλεγμένους νόμιμα επαγγελματίες πολιτικούς οι οποίοι θα αποφασίσουν για εμάς δίχως εμάς, όχι μόνο για μία τετραετία αλλά για μεγαλύτερο και μακροχρόνιο πολιτικό και κοινωνικό διάστημα, μέσω των νομοθετημάτων που θα ψηφίσουν. Όταν σου λένε ότι η χώρα σου έχει υποθηκεύσει το πολιτικό και οικονομικό της μέλλον για 99 χρόνια, τι σημαίνει αλήθεια αυτό στις πολιτικές και κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους, πέρα από αυτό που σηματοδοτούν οι ίδιες οι λέξεις του αλφαβήτου και οι δύο αριθμοί. Θέλω να πω, ότι όταν μιλάνε για ναό της δημοκρατίας πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι και να αναρωτιόμαστε που κάναμε ή εξακολουθούμε να κάνουμε πολιτικά λάθη και εμείς. Εμείς σαν Λαός- εκλογικό σώμα-που δεν σκεφτόμαστε όταν πάμε να ψηφίσουμε ή δεν αντιδράμε πολιτικά όπως πρέπει στις συμμετοχικές μας, στις δημόσιες πολιτικές επιλογές και κρίσεις. Μήπως δεν έχουμε στο τέλος- τέλος σαν λαός πολιτική συνείδηση; Έστω και αν έχουμε διαβάσει τα πολιτικά του Αριστοτέλη ή τις αρχές της χάρτας του Ρήγα. Τα εκλογικά αποτελέσματα άλλα δηλώνουν, πέρα από ποιόν κομματικό ή ιδεολογικό σχηματισμό επιλέγουμε. Όπως είμαστε φουριόζοι και κυκλοθυμικοί στις ατομικές μας αποφάσεις έτσι και στην πολιτική μας ζωή. Αέρα και όποιον δεν πάρει ο χάρος, να μας μείνει να μας συντροφεύει. Έτσι, η πολιτική εκλογή ενός επιτυχημένου επιχειρηματία ελληνοαμερικανού, ο οποίος κόμισε είναι αλήθεια, έναν άλλον πολιτικό αέρα, μία πολιτική παρουσία πέρα από τα σκουριασμένα κλισέ και ξύλινο επαναλαμβανόμενο πολιτικό λόγο, τα αλαμπουρνέζικα τσιτάτα ξεψυχισμένης πνοής, που σε κάνουν όχι μόνο να χασμουριέσαι αλλά να λες πως θα απαλλαγώ από αυτήν την μουχλιασμένη αριστερίλα, (σαν και αυτά τα γαλλικά τυριά που μυρίζουν ακόμα και στις υπερπόντιες γαλλικές παλαιές αποικίες μούχλα) αυτήν την τσίκνα της επαναστατήλας δίχως αμπέχονα και στρατιωτικές μπότες, αυτόν τον αριστερό εφιάλτη των αυτοπροσδιοριζόμενων εκπροσώπων της. Καμία σχέση με τον παλαιό έλληνα πολιτικό που αποκαλούσε ο αλήστου μνήμης Ανδρέας. Ελληνικός Σοσιαλισμός ή Πασοκική βαρβαρότητα; Ιδού η αινιγματική απορία παραφράζοντας τον Σεξ σπύρο. Πάντως, όπως όλοι ομολογούν αβίαστα, χωρίς να τους κάνουν δημοσιογραφική γαργαλιστική φάλαγγα, ο ελληνοαμερικανός βοηθήθηκε στην προεκλογική του καμπάνια-λιγότερο από έναν μήνα- και προβολής, εξαιτίας των αποφάσεών του κυρίως της προσωπικής του ζωής, του οικογενειακού του περιβάλλοντος (αυτοί οι περίπατοι με το σκυλάκι, η κλειστή πόρτα του παιδικού δωματίου που έγραφε απέξω μην ενοχλείται τον πρωθυπουργό, η έκθεση των ερωτικών του επιλογών (σαν μίμηση του ευρωπαίου ομολόγου του)  και όχι η προβολή του πολιτικού του προγράμματος και στόχων, των θέσεών του και οι απαντήσεις του στα σύγχρονα εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα που ταλανίζουν την χώρα και ανακυκλώνονται διαρκώς από κακή πολιτική τους εκτίμηση. Όλα αυτά και η συνεχιζόμενη παρακολούθηση της τηλεοπτικής κάμερας, έμοιαζε σαν να ήθελαν να κλείσουν άρον-άρον μία χαμένη πολιτικά υπόθεση, γιατί, ποιος σοβαρός πολιτικός αναλυτής μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι το κόμμα της αντιπολίτευσης αύριο θα είναι κυβέρνηση και ο νοστιμούλης μηχανόβιος Κρης πρωθυπουργός, όπως με ψεύτικη σοβαρότητα έλεγαν τα δημοσιογραφικά χείλη. Ενώ από την άλλη, οι άλλοι παλαιοί κραταιοί διεκδικητές της καμαρίλας, κομματικοί εκπρόσωποι, κατακρημνίστηκαν στα κομματικά τάρταρα σαν τον σέρλο Χολμς αγκαλιασμένο με τον κακό καθηγητή Μοριάτη. Γιατί δεν κατενόησαν-θεωρώντας ότι έχουν τα κομματικά μέλη και τους φίλους τους στο εκλογικό τσεπάκι τους, (και αυτή η πρόσκληση, δείτε ροζ φως σύντροφοι, δώστε δύο ευρώ και ψηφίστε μας, τι ήτανε πάλι, προσκλητήριο για σιωπητήριο;) αυτή η γενική της ιδεολογίας φούσκα περί ποιάς αριστεράς, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα ή μάλλον η συνεχής επίκληση της, ως πολιτικός όρος, βλάπτει την μνήμη των ιδεολογικών της προγόνων. Παρά του ότι ο ελληνοαμερικανός παίδαρος επικαλέστηκε τον «αριστερό» δημοκρατικό αμερικανό πρόεδρο, αυτό το γεροντάκι των δημοκρατικών που είναι κλασικό παράδειγμα μαθημάτων της τροχαίας σε παιδιά του δημοτικού, μόλις τον δουν, να τον πιάσουν από το χέρι να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο που οδηγεί εις την άνω Ιερουσαλήμ. Παρότι ο κρητικός ελληνοαμερικανός δεν έκρυψε την πολιτική του καταγωγή και σκοπό, τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, μιντιακά συστήματα παντός καιρού και συμφερόντων, τον πατρονάρισαν και τον πρόβαλαν αδιαλείπτως και εξακολουθητικά, επίμονα, όλο το εικοσιτετράωρο χωρίς να κρατήσουν τα προσχήματα. Μόνο στις βεσπασιανές δεν τον ακολουθούσαν να εισέρχεται να ζωγραφίζει την αστερόεσσα και να άδει το φρίντομ του συγχωρεμένου του Τζωρτζ Μάικλ. Η όπως φαίνεται «προκαλούμενη» υπερπροβολή πέτυχε τον σκοπό της, τα δύο ευρώ γέμισαν το κομματικό παγκάρι, και ο νεαρός ελληνοαμερικανός μπίζνεσμαν –γες μεν-έλαβε νόμιμα το ποσοστό που τον καθιστά ηγέτη ενός κόμματος, που, όπως τα τελευταία χρόνια αποδείχτηκε ούτε πίστευε ούτε ακολουθούσε, ούτε ζούσαν οι εκπρόσωποί τους σύμφωνα με την ιδεολογία που υποστήριζαν ότι πρέσβευαν, ήσαν δηλαδή πολιτικά και ιδεολογικά ανακόλουθοι. Το ερώτημα στην εκλογή αυτή είναι ποιόν πολιτικό σκοπό είχε ο φέρελπις ευειδής και καλογυμνασμένος νέος και ήθελε να «κατσικωθεί» σε ένα κόμμα της «αριστεράς» και όχι της συντηρητικής ή υπερ συντηρητικής παράταξης. Λέγοντας μάλιστα εις άπταιστα ελληνοαμερικάνικα ότι «ψηφίστε με. εγώ γνωρίζω καλύτερα αγγλικά από τον Μητσοτάκη. Εγώ θα νικήσω τον Μητσοτάκη» και άλλα πολιτικά πομφόλυγα. Γιατί ποιος συνειδητός πολίτης πιστεύει ότι αυτά είναι πολιτικά συνθήματα. Ή όταν ο κομματικός χορός από κάτω φώναζε «είσαι ο πρωθυπουργός». Δηλαδή και το τζόκερ να κερδίσεις θα περιμένεις πρώτα να ξημερώσει να ανοίξει το προπατζίδικο να δεις την κλήρωση και τον αριθμό και μετά ανεβαίνεις τα σκαλιά του Μαξίμου και λες κέρδισα. Αν δεν σε γαβγίσει ο σκύλος που κοιμάται μέσα και τρέφει φιλικά συναισθήματα για τον Κούλη. Η εύκολη και μάλλον άνετη αυτή εκλογική επιτυχία του σημερινού νέου πολιτικού εξ αμερικής προερχόμενου,-ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την χώρα-ήταν μάλλον ένα σώου που θα έχει την ημερομηνία λήξεώς του. Το ερώτημα είναι, πώς ένα ιστορικό κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου-επίσημα από το 1968-τραγούδησε εν χορώ πιό «χαμηλά Λόλα, πιό χαμηλά..», ενώ από τα πολιτικά παρασκήνια οι ροζ συνιστώσες σιγοψιθύριζαν. Σήκωσε το, το τιμημένο, φλάμπουρο της επανίδρυσης δεν μπορούμε να περιμένουμε. Ή, τώρα που έφυγε ο Αλέξης θέλω να σου πω δυό λέξεις… ναζιάρικα. Ευτυχώς οι αμερικανοί σύμβουλοι του νέου αρχηγού δεν ξέρουν ακόμα καλά ελληνικά αλλιώς με βλέπω στο γκουαντάναμο να διαβάζω την Κυρία με τας Καμελίας. Προσφορά των Αναγνώσεων της εφημερίδος Αυγή, σε μετάφραση του «Βουλγαροκτόνου» του κριτικοκτόνου.

     Πέρα ασφαλώς από την ευτράπελη πλευρά των πολιτικών συμβάντων που ζούμε σαν πολιτικό σύστημα και σαν χώρα, όποιος δεν  βαριέται και παρακολουθεί τις συνεδριάσεις της βουλής στο Κανάλι της Βουλής, και το ευγενικό ξεκατίνιασμα των πολιτικών στα ιδιωτικά κανάλια, ενίοτε και στα κρατικά, ίσως συμφωνήσει με ορισμένα από τα γραφόμενα- γιατί δεν γίνεται μωρέ παιδιά, μωρέ κλεφτόπουλα-ελληνόπουλα, να εκφωνεί ο καλοκάγαθος δασκαλάκος-ξεπατίκωμα του Καζαντζακικού Γιάννη Κοντούλη- επίσημο λόγο από τα έδρανα της βουλής και να είναι σαν να ακούς παιδί του σχολείου να εκφωνεί λόγο σε σχολική εορτή χωρίς ακροατήριο από κάτω. Το έστριψαν οι συμμαθητές του, πήγαν πίσω από την εκκλησία σε ένα μπιλιαρδάδικο. Ή, άλλη κομψή πολιτική αρχηγός να λέει σε αντίπαλη πολιτική παράταξη «εμείς σας αγαπάμε» και να σχηματίζει την καρδούλα. Ποια είσαι κοπέλα μου η Μαρία Αλειφέρη; Είναι πολιτική στάση αυτή, από μία πραγματικά μορφωμένη και με πολιτική συνείδηση πολιτική αρχηγός. Εκτός αν κάνω λάθος, ή είμαι πικρόχολος. Ούτε ο παλαιός βουλευτής Βαϊτσης που μας προσκαλούσε να μιλήσουμε για τον έρωτα από τα έδρανα. Θυμάστε κλέη πολιτικών μας ανδρών. (τον άλλον που έκλεψε την κάλπη, θα τον έχετε λησμονήσει είναι σε παλαιότερες κοινοβουλευτικές περιόδους.). Ή, άλλος αρχηγός να παίρνει πίσω ότι προσβλητικό έσουρε σε φυλακισμένο καταδικασμένο πρώην πολιτικό για να μην χάσουν τον κρατικό μπεζαχτά; Ή, ο Ιβάν της Κρήτης ο τρομερός να τρίβει τα χέρια του κάθε φορά που απαντά στους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης. Σα να λέει, σας ρούμπωσα λαϊκά μερμήγκια. Αχ πόσο σας μισώ απαίσια στρουφάκια, δεν θα με ξεφορτωθείτε εύκολα, δήλωσε στην Σαλονίκη. Άσε ο άλλος, που τον είχανε φακελωμένο, ακόμα ψάχνει να βρει ποιος ξένος εσωτερικός ή εξωτερικός δάχτυλος του έλυσε τα πράσινα κορδόνια. Οι άλλοι πάλι, της κόκκινης στρούγκας, ας όψονται οι πλημμύρες του Θεσσαλικού κάμπου και τα προβατάκια πνίγηκαν έπαψαν να βελάζουν. Είδαμε και το χαμογελαστό παιδί, το πολιτικό νινί να ασπάζεται πριν την ψήφο ξεχνώντας την ταυτότητά του ή το ψηφοδέλτιο. Και ο ναύαρχος-«Λάμαχος», αναμένει οδηγίες για τον επαγγελματικό στρατό να περάσει τα Δαρδανέλια. Ω! τι Κόσμος μπαμπά… Φταίω εγώ, φταίει το κακό μου ριζικό… που θα μας έλεγε και ο Κώστας Βάρναλης.

      Πάντως, πέρα από τα πολιτικά παρατράγουδα που ενδέχεται να συμβούν από μία τέτοια απόφαση, το δικαίωμα ψήφου στους έλληνες ομογενείς από ιστορικής και πολιτικής πλευράς της παραδοσιακής κοινοβουλευτικής μας σκηνής, διαχρονικώς, όφειλαν εδώ και χρόνια οι διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις και επικουρικά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης-συνολικά- να συνηγορήσουν ώστε να δοθεί επιτέλους εκλογική ψήφος στους έλληνες μετανάστες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς του εξωτερικού, ανά την υφήλιο, όπου υπάρχουν και έχουν αναπτυχθεί ελληνικές κοινότητες. Οι διάφορες, ποικίλες δύσκολες, σκοτεινές περιπέτειες και τα επακόλουθα γεγονότα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, (πόλεμοι, κατοχή, δικτατορίες, εμφύλιος σπαραγμός, εξορίες…) η οικονομική εξαθλίωση και ο εξανδραποδισμός σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, από κυβερνητικά νικητήρια πολιτικά σχήματα μετά το τέλος του εμφυλίου, το ανοιχτό μεταπολεμικό τραύμα, ανάγκασαν εκατομμύρια έλληνες και ελληνίδες, ελληνικές οικογένειες-χωρίς σχεδόν τίποτα να μεταφέρουν μαζί τους- να μεταναστεύσουν στα πέρατα της οικουμένης. Να ζητήσουν να εγκατασταθούν στις ξένες, αλλόφυλες και αλλόγλωσσες, αλλόθρησκες ηπείρους, διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων και κοινωνικών προτύπων από των παραδοσιακών δικών τους. Μέσα σε αντίξοες και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, εργαζόμενοι σκληρά, μοχθώντας νυχθημερών, μα έχοντας πίστη στον εαυτό τους, φιλοδοξώντας να ζήσουν μία καλύτερη ζωή για αυτούς και τα παιδιά τους, διαθέτοντας ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα, κατόρθωσαν σιγά-σιγά να σταθούν στα πόδια τους και να οικοδομήσουν τις μικρές και μεγάλες ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Δημιουργώντας όχι δίχως κόπο και βάσανα τις δικές τους εμπορικές επιχειρήσεις ή εργαζόμενοι ως ανειδίκευτοι εργάτες, λαντζέρηδες, να σχηματίσουν τις ελληνόγλωσσες ορθόδοξες κοινότητες από τις οποίες ξεπήδησαν έλληνες που διέπρεψαν στην πολιτική, την επιστήμη, τις τέχνες και τα γράμματα, το εμπόριο και τις επιχειρήσεις, την κάθε μορφή και είδους επιχειρηματικότητα. Κρατώντας την μητρική τους γλώσσα και διατηρώντας την πίστη των προγόνων τους και τα ήθη και έθιμα καταγωγής τους, πολλές από τις πατροπαράδοτες των οικογενειών συνήθειές τους, φτιάχνοντας τις δικές τους ελληνικές εκκλησιαστικές ενορίες και ελληνικά σωματεία, ενσωματώθηκαν μέσα σε αντίξοες κοινωνικές και ατομικές συνθήκες και διεθνείς τοπικισμούς, προσαρμόστηκαν στο ξένο και άγνωστό τους περιβάλλον και μεγαλούργησαν. Στάθηκαν παράδειγμα. Μετείχαν στα πολιτικά και κυβερνητικά κοινά. Έστω και με αρνητικό ορισμένες φορές πρόσημο, όπως ο λαδιάρης Σπύρος Άγκνιου, ο αντιπρόεδρος του Ρίτσαρντ Νίξον. Μετέφεραν και διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα όπου εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν τον «τέταρτο» ας μου επιτραπεί ελληνικό πολιτισμό των σύγχρονων ιστορικών καιρών. Παράδειγμα όπως ο Κεφαλλονίτης βασιλιάς της άπω ανατολής. Καλλιέργησαν τον Ελληνικό Πολιτισμό των Ελλήνων του Εξωτερικού, της Άλλης και ίσως μεγαλύτερης Ελλάδος. Όσο για τον Ελληνισμό της Αυστραλίας έχει κυκλοφορήσει ειδικός τόμος για την προσφορά των Ελλήνων από τις εκδόσεις Παπαζήση. Ενώ η μνήμη, του κυρού αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιάκωβου είναι ακόμα ζωντανή όπως και η προσφορά του. Με την πάροδο του χρόνου κλείνοντας τα κιτάπια της επιβίωσης της πρώτης γενιάς των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στις άλλες Ηπείρους, Βόρεια και Νότια Αμερική, Αυστραλία, Αφρική, Ασία κλπ. οι επόμενες των ελλήνων γενεές εν μέρει, αφομοιώθηκαν στο ξένο φιλόξενο περιβάλλον που τους υποδέχτηκε και αλλοιώθηκε κάπως η ελληνική πολιτιστική τους ταυτότητα, ή αν θέλετε σωστότερα, ξέφτισε. Έμαθαν την γλώσσα της χώρας που εγκαταστάθηκαν, συνήθισαν στους εκεί κανόνες και ρυθμούς ζωής και διαβίωσης, απόκτησαν πολιτικά δικαιώματα και εκλέχθηκαν πολιτικοί ή κυβερνητικοί άρχοντες εκπροσωπώντας τόσο το ελληνικό όσο και το ξένο στοιχείο μέσα στην δική τους μεγάλη χοάνη και κοινότητα. Το περιβόητο ελληνικό λόμπι, που τόσο υποστηρικτικό στέκεται στα πολιτικά δίκαιά μας έναντι των ξένων επιβουλών.

Οι Έλληνες του Εξωτερικού είναι ο άλλος διεθνής της Ελληνικότητας πυλώνας του ελληνικού πολιτισμού και παρουσίας πέρα από την πατρίδα που τους γέννησε και, είτε τους εξόρισε είτε με τον τρόπο της τους έδιωξε για να είμαστε ειλικρινείς μέσα στην Βαλκάνια επαρχιωτύλα μας. Τους το οφείλαμε αυτό το εκλογικό δικαίωμα. Ας κοιτάξουμε να μην τους εκμαυλίσουμε πολιτικά εμείς από εδώ, και να μην μας αλλάξουν πολιτικά τα φώτα αυτοί από εκεί, με τις γνωστές χολιγουντιανές αμερικανιές και υπερβολές χλίδας που θάλεγε και ο Ζαμπέτας. Άλλο Χόλυγουντ και άλλο Φίνος Φιλμ. Όσο για τον κυρ Στέφανο, όπως έλεγε το Αλικάκη, «Θα το κάψουμε απόψε κυρ Στέφανε, θα το κάψουμε» με την νίκη σου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 26 Σεπτεμβρίου 2023    

 

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθολογία ποιημάτων του Γιώργου Ιωάννου από το περιοδικό Διαγώνιος

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ στο περιοδικό ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ

 

            «Φίλοι, το ξέρετε και το ξέρω. Οι στίχοι

            μοιάζουν με σαπουνόφουσκες: η μιά

            ανεβαίνει, η άλλη όχι»

            UMBERTO SABA, ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ, μετάφραση Σωτήρης Παστάκας, περ. «Πλανόδιον» τχ.7/Καλοκαίρι 1988, σ.398.

 

        Και πρίν προλάβεις να συνέλθεις από την πρόσφατη πλημμυρίδα θανατικού και καταστροφής που ζει η μοιραία πατρίδα σου, και εμείς οι έλληνες και ελληνίδες, τα δύο βίαια, δολοφονικά συμβάντα στην πόλη σου, τον Πειραιά, ακούς την είδηση του θανάτου των 5 ελλήνων στρατιωτικών που χάθηκαν όπως χάθηκαν στην Λιβύη, όπου μαζί με συναδέλφους τους και διερμηνείς, είχαν μεταβεί για να προσφέρουν βοήθεια στην πληγείσα από φυσικές καταστροφές χώρα. Και σε πιάνει απαισιοδοξία, κατάθλιψη, σφίγγεται η καρδιά σου με όλα αυτά τα σκοτεινά γεγονότα που ακούς και συμβαίνουν γύρω σου, στην χώρα σου, στον Πλανήτη. Και ανοίγεις την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, μπας και δεις ή ακούσεις κάτι ευχάριστο να ειρηνεύσεις, και ώ! του θαύματος, το μόνο που ακούς να μονοπωλεί τον χρόνο σου, να σε βομβαρδίζουνε ολημερίς, είναι η μονοθεματική ειδησεογραφική σχολιαστική ενασχόληση με μελλοντικούς εκκολαπτόμενους πολιτικούς  «πατερούληδες Barbie». Και γίνονται τα νεύρα σου σμπαράλια, και κλείνεις τηλεοράσεις και ραδιόφωνα και σιχτιρίζεις τον πολιτικό και κοινωνικό εαυτό σου, που ενώ άλλαζε ο Κόσμος γύρω σου, οι Κοινωνίες, εσύ βυθισμένος μέσα στο λευκό των σελίδων κενοτάφιο των Λέξεων που είναι τα πάσης φύσεως και είδους Βιβλία της τέχνης και του πολιτισμού, δεν κατάλαβες τίποτα. Ένας μαλακομπουκομένος αναγνώστης του ποιητικού λόγου και θιασώτης της τέχνης, όρθωσες Τείχη γύρω σου και φυλακίστηκες, που λέει ο παμπόνηρος γέρος της Αλεξάνδρειας, ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. Και θυμάσαι τον ποιητή και πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου, και αυτά που μας έχει εξιστορήσει από τα δικά του χρόνια διδακτικής εμπειρίας όταν υπηρετούσε ως έλλην εκπαιδευτικός στην Βεγγάζη. Και κλείνεις τηλεοράσεις και ραδιόφωνα και αναπολείς τους δικού σου κεκοιμημένους, τους αδικοχαμένους της πατρίδας σου μέσα στο ιστορικό διάβα της. Που, παρά την χρονική απόσταση που σας χωρίζει, είναι παρόντες με τον δικό τους μυστικό, αποκαλυπτικό τρόπο. Και θυμάσαι τους δολοφονημένους και κατατρεγμένους, τους κακουργημένους «Νεομάρτυρες» του Γένους των Ελλήνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, τους Μικρασιάτες του 1922 εκδιωχθέντες από τις πατρογονικές τους εστίες Πρόσφυγες, και κάνεις μνημόσυνο, στους αγνοούμενους και δολοφονηθέντες Έλληνες και Ελληνοκύπριους της Κυπριακής τραγωδίας του 1974-‘όταν παλικαράκι, έφηβος μαζί με άλλους, γινόσουν ένα με την λαοθάλασσα των διαδηλωτών στους δρόμους φορώντας το σήμα «Δεν ξεχνώ» και φώναζες συνθήματα για τερματισμό της ξένης εισβολής και κατοχής στην Κύπρο. Δεν υπήρξες στη ζωή σου ποτέ κήρυκας πολιτικής και γεωγραφικής απομονώσεως της πατρίδας σου, αλλά, αν αναλογιστούμε το τι βάρβαρο και αποκαρδιωτικό μας συμβαίνει από τότε που η Ελλάδα απελευθερώθηκε από την οθωμανική σκλαβιά, το 1821, υπαιτιότητα ξένων φιλικών και εχθρικών προς την μικρή αυτή χώρα λαών και κυβερνήσεων, ξενότροπες δικές μας νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες ρήμαξαν τις ζωές μας και άλλαξαν την εικόνα του ελληνικού τοπίου, μείωσαν την εμβέλεια του Ελληνισμού, τότε, πραγματικά δεν ξέρεις πίσω από πιο πολιτικό ή ιδεολογικό παραβάν να κρύψεις την συνείδησή σου για να βρεις δικαίωση. Και η γενική και της δικής σου της ζωής ιστορία συνεχίζεται δίχως εξισορροπήσεις, στο πουθενά. Και καταφεύγεις σε κάτι κουραστικό, επαναλαμβανόμενο και συνηθισμένο σε σένα το διάβασμα, την ποίηση, την πρόζα, την τέχνη. Και θέτεις ερωτήματα και δεν παίρνεις απαντήσεις, δεν βρίσκεις «λύσεις» στα τόσα αδιέξοδα, αλλά συνεχίζεις και εσύ να βολοδέρνεις με λέξεις και νοήματα, με σκέψεις και οράματα άλλων, με τεχνικές και ρεύματα της γραφής, στροφές, με στίχους που σε εξιτάρουν και σε συγκινούν, σου κρατούν την θέρμη της όποιας ευαισθησίας σου ζωντανή. Την ανθρωπιά σου, έστω και στα χαρτιά. Άχ! αυτή η Ποίηση, το άλλο μισό της μοναχικής και μοναδικότητας της Ζωής.

      Εξακολουθώ να διαβάζω, να κρατώ σημειώσεις, να σχολιάζω τα πεζά και να θέτω ερωτήματα εκ των υστέρων, να συνομιλώ με τον ποιητή και πεζογράφο Θεσσαλονικιό Γιώργο Ιωάννου και το έργο του. Να προετοιμάζω ένα ακόμα ηλεκτρονικό σημείωμα για την πολυσχιδή δημιουργία του στην ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Να προσπαθώ να κατανοήσω τις παραξενιές του, τις ιδιορρυθμίες του, τις εμμονές του, τον φουριόζικο οξύθυμο χαρακτήρα του σε ότι τον ενοχλούσαν, σε όσα συνέβαιναν γύρω του,-πολιτικά και κοινωνικά, καλλιτεχνικά καθέκαστα-δημοσιεύονταν εναντίον του. Πικρόχολα λόγια και κείμενα. Και όλα αυτά τα αρνητικά, τα κατέγραφε, τα σχολίαζε με τον δικό του ποιητικό πάντα τρόπο. Είτε στις «επιφυλλίδες» του στον ημερήσιο τύπο είτε στο περιοδικό που εξέδιδε το «Φυλλάδιο». Βαδίζω μαζί του σε μνήμες ανθρώπων και μνημεία της συμπρωτεύουσας, της πρωτεύουσας και άλλων ελληνικών περιοχών. Θλίβομαι με τα όσα τράβηξαν (εξορίες, δολοφονίες, βασανιστήρια) οι κάτοικοι Ελληνοεβραίοι της πόλης του Θερμαϊκού και όχι μόνο, κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Οι αφηγήσεις του-για τα τότε χρόνια της ελληνικής δύσκολης και σκοτεινής περιόδου-έρχονται και συμβαδίζουν με αφηγήσεις και δακρυσμένες μαρτυρίες που έχω ακούσει (και έχω διαβάσει), αναμνήσεις για τα χρόνια της Κατοχής, της πείνας στην πόλη μας, τον Πειραιά. Μία άλλη Προσφυγούπολη μέσα στο κομβόι των ελληνικών πόλεων. Όταν το μικρασιάτικο προσφυγικό στοιχείο είχε εγκατασταθεί μετά χιλιάδων βασάνων και κόπων στο πρώτο λιμάνι και τα πέριξ, έζησε μέσα σε μία εικοσαετία, μία δεύτερη καταστροφή και συμφορά. Εξαθλίωση, λοιμός, δολοφονίες, βασανιστήρια των ελλήνων αγωνιστών της αντίστασης ενάντια στον ξένο εισβολέα και κατακτητή. Και έρχονται στα διαβάσματά σου, οι μαρτυρίες, οι φωνές του «Κοινού λόγου» της Έλλης Παπαδημητρίου να ενωθούν με τις εξιστορήσεις του Γιώργου Ιωάννου, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη για την Θεσσαλονίκη των νεανικών τους χρόνων. Έρχεται η έκπληξη της μνήμης σου ακούγοντας μαρτυρικές εξιστορήσεις που δεν μπορούσες να πιστέψεις για τραγωδίες ανθρώπων, δράματα οικογενειών, δολοφονίες παιδιών, να συνδυαστεί με ανάλογες εντυπώσεις γεγονότων που άκουσες και διάβασες σε βιβλία μικρασιατών προσφύγων. Από την πένα του Στρατή Δούκα, του Στράτη Μυριβήλη, του Ηλία Βενέζη, της Ιφιγένειας Χρυσοχόου, Διδώ Σωτηρίου και τόσων άλλων ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων που έζησαν τα φριχτά αυτά δραματικά δρώμενα της Ελληνικής Ιστορίας. Τι να λησμονήσεις και ποιους, καθώς η μακρυά σειρά των σβηστών κεριών πληθαίνουν. «Τι να σου πρωτοθυμηθώ μάνα μου" είναι ο τίτλος ενός βιβλίου, χαρακτηριστικότατος της καθόλου ιστορικής πορείας του Ελληνισμού. Φουντώνουν μέσα σου οι μνήμες καθώς διαβάζεις τα βιβλία του Γιώργου Ιωάννου ακόμα και σήμερα. Σε παίρνει από το χέρι και περιδιαβαίνεις μαζί του σε λαϊκές γειτονιές, σε λασπωμένα σοκάκια, σε χαλάσματα κτιρίων και βίων ανθρώπων. Μυρίζεις τα λουλούδια και τα άνθη στους κήπους στα παρτέρια, ανακαλύπτεις κρυμμένες μικρολεπτομέρειες των χώρων που και εκείνος βάδισε και παρατήρησε πρώτος. Φώτισε κόχες ζωών και αναρωτιέσαι, μα πώς δεν τα πρόσεξες όλα αυτά τόσα χρόνια. Μια λεπτομερή αφηγηματική ψιλοβελονιά είναι η γραφή του Γιώργου Ιωάννου, ένα άλλοτε φωτεινό, άλλοτε σκοτεινό, άλλοτε ομιχλώδες όνειρο η ποιητική γραφή του. Ένας ποιητικός λόγος που δεν ξέρω αν φρονηματίζει ή μπορεί και εξακολουθεί να «διδάσκει» τους αναγνώστες των ημερών μας. Σίγουρα με βεβαιότητα όμως μπορούμε να παραδεχτούμε ότι η ποίησή του, ο ποιητικός πεζός του λόγος, αυτά τα μικρής φόρμας και έκτασης πεζογραφήματά του, οι κριτικές του και δοκιμιακές μελέτες του για πρόσωπα της ελληνικής γραμματείας που σημάδεψαν τα ελληνικά γράμματα,-ακόμα και οι εμπνευσμένες και καθόλου μελοδραματικές νεκρολογίες του- τα επικαιρικά χρονογραφήματά του και τα ολιγοσέλιδα χρονικά του, τα σύντομα αλλά καίρια σχόλια του, διαθέτουν πλούσια στοιχεία λαϊκής γνησιότητας, επεξεργασμένης αν θέλετε μαρτυρικής των απλών ανθρώπων αλήθειας, γλωσσικής καθαρότητας που τείνει να υπερβεί την πεζογραφική γραπτή απεικόνιση και να γίνει αυθεντική προφορική λαλιά, να αποκτήσει την σημαντική της ανθρώπινης προφορικής ομιλίας. Ένα λαϊκό λακιρντί λαϊκών ανθρώπων που τέρπει και ανακουφίζει, που έζησες τις προηγούμενες δεκαετίες σαν νέος και εσύ. Ένα «πανηγύρι» λαϊκών καταστάσεων και εικονογραφίας συμπεριφορών οι οποίες ήσαν κοινωνικός θεσμός. Πυρήνες ανοιχτής πολιτικής κριτικής και καυτηριασμού των κακώς κειμένων της  ελληνικής κοινωνίας και συνηθειών. Μία ανοιχτή λαϊκή αγορά ανθρωποσύναξης όπου μπορούσαν να συμβούν τα πάντα, να συναντήσεις τους πάντες, να γευθείς ότι επιθυμείς και αντέχει το βαλάντιό σου και επιτρέπει το ήθος της συνείδησής σου. Ίσως αυτός ο υπερβολικός ορισμένες φορές της νοσταλγίας τόνος του, να ενόχλησε-και γιαυτό φίλια και εχθρικά συγγραφικά, των λογίων βέλη τον χτύπησαν. Ίσως αυτή η λεπτεπίλεπτη περιπτωσιολογία των αφηγουμένων καταστάσεων που με τόση τέχνη και μαεστρία μας περιγράφει, αυτό το πολύχρωμο εικονοστάσι σκηνικό των ανθρώπων που φιλοτεχνεί, να μην γίνεται αποδεκτό στα αυτιά και στο βλέμμα των σύγχρονων και μοντέρνων αναγνωστών και κριτικών οι οποίοι έχουν συνηθίσει αλλιώς. Όσοι μετρούν με ξενόφερτα υποδεκάμετρα την ελληνική συγγραφική παραγωγή όχι γιατί την σέβονται ή την αγαπούν αλλά για να γίνουν αποδεκτοί στα ξένα κλειστά μοντέρνα σαλόνια των ειδικών περιοδικών και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Όσοι θέλουν μία λογοτεχνία παιχνίδι του πινκ πονκ μόνο για τους ίδιους. Τίποτα το σοβαροφανές και το μηδαμινό, το λαϊκίστικο δεν υπάρχει μέσα στο έργο του, τίποτα το χυδαίο και μη αυθεντικό στη γραφή του. Ο Γιώργος Ιωάννου στρέφει τη ματιά του στην ιερότητα της ζωής και την εξαγνίζει. Προσπαθεί να την μοιραστεί μαζί μας. Ο ποιητής-λογοτέχνης αποστρέφει το πρόσωπό του από το τιποτένιο, το μικροπρεπές, το ανούσιο, το ανίερο, το ευτελές, το προσπερνά είτε με οργή είτε με θλίψη, είτε με πικραμένα χείλη, το ειρωνεύεται. Ο Ιωάννου όπως η αναγνωστική επάρκειά μου τον κατανοεί, αναζητά ένα κέντρο αναφοράς. Έναν πατέρα Θεό επί της γης, σύντροφο που θα ακουμπήσει πάνω του τα βάσανα τα δικά του και των άλλων βασανισμένων. Μιά σχολαστική και εξονυχιστική παρατήρηση και εξερεύνηση των κειμένων του, ποιητικών και πεζών, θα μας φανερώσει τους κεντρικούς δείχτες αυτής της αναζήτησής του. Τις λέξεις εκείνες και τις φράσεις, τους υπαινιγμούς και συμβολισμούς, τις εξομολογητικές αναφορές τις μικρές και αδιόρατες, αλλά χυμώδεις της γραφής λεπτομέρειες οι οποίες δηλώνουν αυτήν την εναγώνια αναζήτηση. Όχι του κριτική αλλά του Καζαντζακικού συντρόφου παραστάτη και συμπαραστάτη Θεού. Δίχως να εντάσσουμε την γραφή του στους πεζογράφους της ελληνικής θρησκευτικής ή εκκλησιαστικής παράδοσης όπως έχουμε στην περίπτωση του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ή του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. Θρησκεύεται ως πιστός κάτι που έρχεται σε αντίθεση με ορισμένες πλευρές της ζωής του και τα διλήμματα τον γεμίζουν ενοχές. Ο Γιώργος Ιωάννου δεν ακολουθεί τα εξομολογητικά ίχνη των παλαιών φιλικών του προσώπων από την Θεσσαλονίκη, πνευματικοί σύντροφοι των νεανικών κατηχητικών χρόνων. Του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Δεν υιοθετεί την «παγανιστική» ορθόδοξη χριστιανική ματιά του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Ο οποίος πετά από τα πνευματικά των εθνικών ελλήνων άνθη στα της χριστιανικής θρησκείας και από εκεί στων σύγχρονων ρευμάτων της τέχνης σαν μέλισσα και διανθίζει την γραφή του. Ο λόγος του Γιώργου Ιωάννου διαθέτει την δική του υπαρξιακή βαρύτητα, στοχεύει σε άλλες οντολογικές παραμέτρους. Είναι η αμαρτωλότητα ενός νέου που χάνοντας τα στηρίγματά του τον γέμισαν ενοχές ή τουλάχιστον έτσι θεωρούσε, το οικογενειακό και εξωτερικό περιβάλλον. Έζησε με ηθικές αρχές μέσα σε ένα «ανήθικο» και εχθρικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που στο όνομα της όποιας καθαρότητας, ζητά την εξόντωσή σου. Εσωτερίκευσε ενοχές που δεν του αναλογούσαν. Ακτινογράφησε πάθη που ενδέχεται να μην τα έζησε. Σε ερωτήσεις δημοσιογράφων διαρκώς αρνείται ή δεν παραδέχεται ότι αυτοβιογραφείται στο έργο του. Η πλαστικότητα των εξομολογητικών αφηγήσεών του έχει διαφορετική πυκνότητα και συνθετικότητα από τον ποιητικό λόγο πχ. του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, που σε ορισμένους στίχους του έχεις την αίσθηση ότι ο Χριστιανόπουλος παίζει ειρωνευόμενος αλλά όχι ενοχοποιώντας την κατάσταση που βίωσε ή βιώνει. Ο Γιώργος Ιωάννου δεν «καταδέχεται» να συνθέσει περιπαικτικά στιχάκια για να τέρψη τα ελαφριά αναγνωστικά ήθη και να γαργαλίσει ερωτικά ένστικτα. (Σε σχολιασμούς του μιλά για τα γαργαλιστικά πονηρά στιχουργικά παιχνιδάκια του παλαιού φίλου του). Τα ποιήματά του είναι μικροί λυγμοί αυτομεμψίας. Εικόνες ζωής νοτισμένης στην υγρασία του έρωτα που δεν ευοδώθηκαν οι καρποί του. Η ερωτική του αφηγηματική θεματογραφία δεν προκαλεί σοκ, δεν θραύει την κρούστα των αισθησιακών ερεθισμάτων των αντρικών σωμάτων όπως έχουμε στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Στον Αλεξανδρινό ποιητή μετρ της λαγνείας και ορισμένες φορές του φωσφορίζοντος αισθησιασμού πίσω από τις πανέμορφες και κυριολεκτικές λέξεις που χρησιμοποιεί στα ποιήματά του. Στον Ιωάννου είναι υπαινικτική, ορισμένες φορές παραπλανητική όπως συμβαίνει με τίτλους πεζών του, πέρα από αυτούς με την σαφή αναφορά τους σε θρησκευτικά και εκκλησιαστικά κείμενα ή φράσεις. Βλέπε: "Το σκυλί δεν ξεχνάει", το "Σινδόνι καθαρά.." και μία σειρά άλλων τίτλων. Ο Ιωάννου στις ερωτικές του ανιχνεύσεις αναζητά μία «αδερφή ψυχή» να ακουμπήσει πάνω της να ξαποστάσει, να αναπαυτεί. Να βρει επιτέλους και αυτός το λιμάνι του, όμως η κοινωνία δεν του το επιτρέπει με τους θεσμούς της, των οικογενειακών προτύπων, από τη μία το πρότυπο της μητέρας και από την άλλη της γιαγιάς σαν κριτές των κρυφών μυστικών του. Και από την άλλη οι πανάρχαιες θρησκευτικές χριστιανικές αποκλίσεις από τις χαρές της ζωής που επιθυμούσε, οι απαγορεύσεις, τα αρνητικά ηθικά προτάγματα ενός Θεού της που τον αποκαλούν αγάπη και όμως μόνο αυτό δεν εκπορεύει με τις θείες ενέργειές του μέσα στην φύση. Όμως η ζωή ρέει γύρω μας αγνοώντας εμάς και τα όποια πολιτισμικά της ηθικής φράγματα έχουμε οικοδομήσει κυκλώνοντάς την. Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν δέχονται εύκολα ηθικά αναχώματα, όπως η ανθρώπινη μέχρι σήμερα περιπέτεια μας έχει δείξει. Ή τουλάχιστον, αλλάζουν ανάλογα με τις κοινωνικές και πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν. Η ερωτική ηθική που επαγγέλλονται τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα και οι κοινωνικές και οικογενειακές απαγορεύσεις, δεν αφορούν ούτε τους άπιστους ούτε κυρίως, τις πλούσιες και οικονομικά ανεξάρτητες, εύρωστες κάστες και ομάδες ανθρώπων- τις ελίτ των πολιτών που στηρίζονται στο δικό τους «κλειστό» αξιακό σύστημα ζωής, περιφρουρώντας τις απολαύσεις και οικονομικά τους κεκτημένα, αφορά τις αχαρτογράφητες και ανώνυμες φτωχές μάζες των ανθρώπων, όλους εμάς, σαν μία μέθοδο προσαρμογής μας, πρότυπα σύμβολα αποδοχής του καπιταλιστικού ή κομμουνιστικού αντίστοιχα πολιτικού και κοινωνικού συστήματος. Η ενοχή από το σύστημα μεταφέρεται στην ανθρώπινη μονάδα και έτσι διαιωνίζεται η ελεγχόμενη ευταξία του κοινωνικού συνόλου και λειτουργούν τα γρανάζια των κοινωνιών. Ο Γιώργος Ιωάννου, σαν άτομο μιάς άλλης γενιάς και εποχής, ενστερνίστηκε το κλίμα αυτών των ενοχών, ερωτικών και μη, δεσμεύτηκε από τις απαγορεύσεις που έθεσαν άλλοι στον εαυτό του, διατήρησε τις ενοχικές παιδικές και εφηβικές του οικογενειακές μνήμες και συνέχισε την κατοπινή του διαδρομή με το βάρος των αναμνήσεών του που δεν του αναλογούσαν. Κάτι που ίσως καθυστέρησε την ωρίμανσή του σαν προσωπικότητα, γράφω ίσως να το επαναλάβουμε. Να προσθέσουμε ότι τα άτομα τα οποία αποκλίνουν από τον γενικό ερωτικό κανόνα μέσα στην κοινωνία, στην πλειοψηφία τους, είναι-είμαστε ενοχικά άτομα, από ενοχές και απαγορεύσεις που προέρχονται είτε από το συγγενικό είτε από το κοινωνικό περιβάλλον. Ο εξωτερικός περίγυρος πάντα καθορίζει το τι είναι ηθικό και τι ανήθικο στις διαρκώς εκπαιδευόμενες γενιές των ανθρώπων, διαμορφώνοντας τις συνειδήσεις των μεγάλων μαζών. Εδώ παίζεται της σωματικής και ερωτικής αυτοδιάθεσης το σκληρό παιχνίδι, στο να μην αφομοιωθεί η επαναστατικότητα των διαφορετικών ερωτικών φωνών και επιλογών από το σύστημα. Να μην γίνουν δηλαδή και αυτές κατεστημένο και απολέσουν την δυναμική τους. Ο Ιωάννου εκτός από ποιητής και λογοτέχνης υπήρξε και σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος, εργάστηκε στο δημόσιο, τα λόγια του και τα γραπτά του ήσαν το διάστημα αυτό περιορισμένα. Ή έπρεπε να προσέχει το τι γράφει και ποιος είναι ο δημόσιος λόγος του. Ας φέρουμε στη σκέψη μας τον διπλωμάτη νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη και στο πόσο προσεχτικός και διστακτικός υπήρξε στις πολιτικές του ημερολογιακές κρίσεις και θέσεις, εξομολογήσεις για έλληνες πολιτικούς και άλλους δημόσιους παράγοντες της εποχής του. Τις ερωτικές φοβίες του Αλεξανδρινού ποιητή όσο διάστημα εργάζονταν στην Αγγλική εταιρεία ύδρευσης ως υπάλληλος. Ωστόσο, ο εξομολογητικός και αφηγηματικός λόγος του Γιώργου Ιωάννου, δεν είναι ένας λόγος θρησκευτικής αρετολογίας, μεταποίησης του ερωτικού βιώματος σε νηστευτική πρακτική ενός ενάρετου βίου. Ερωτικής μαρτυρίας μέσω της εκφραστικότητας της γραφής μιάς εξομολογούμενης καθαρότητας, η οποία γίνεται στιγμιότυπα συναισθηματικών εικόνων της ποίησης και των πεζών του. Καθώς η καθημερινή του πραγματικότητα γίνεται στιγμές ενοχικών τύψεων. Το κίνητρο-αν υπάρχει τέτοιο στην γραφή του Ιωάννου-είναι η αποτύπωση της ποιότητας και ιερότητας του καθόλου της ζωής του ανθρώπου. Του σώματος και ότι αυτό μεταφέρει πάνω του ως μνήμη, ως αίσθηση, ως ευαισθησία, ως αφή, ως προοπτική ζωής, ως τεκμήριο της αθωότητάς του αλλά και ως εξωτερική ενοχή η οποία σκοτεινιάζει την αθωότητα αυτή. Ο χώρος που κινείται ο Ιωάννου φέρει το δικό του ανθρώπινο στίγμα και ο ίδιος σφραγίζεται από την ατμόσφαιρά του και διαμορφώνει τις σχέσεις και απόψεις του, το αποτύπωμά του. Κινείται ανάμεσα στο κελί του και στην ανωνυμία του αντρικού πλήθους των σκοτεινών αιθουσών των σινεμά, κυρίως. Συγγενεύει η φωνή του με του Χριστιανόπουλου, στο βαθμό που οι πεζογραφικές του εξομολογήσεις φωτίζουν ανώνυμα νεαρά και αντρικά πρόσωπα και χαρακτηριστικές συμπεριφορές στρατιωτών, ζωής του στρατοπέδου. Όπου χώρος, ενδυμασίες, υπαινιγμοί και συναισθήματα, βλέμματα γίνονται ένα ως ταμπλό της αφήγησής του και των κρυφών επιθυμιών του.Τίποτα δεν είναι τυχαίο στον αφηγηματικό λόγο και τις περιγραφές του Ιωάννου, όλα είναι σχεδιασμένα αλλά όχι πεποιημένα, ψεύτικα, κίβδηλα, πώς θα μπορούσαν να ψευτίσουν άλλωστε αυτές οι ανθρώπινες εμπειρίες και καταστάσεις στα χέρια ενός τόσο δεξιοτέχνη και έμπειρου ποιητή, αυτά τα κινούμενα άλλοτε σε ένα κλίμα κυνικότητας και άλλοτε σε μία ατμόσφαιρα δηλωμένης ευαισθησίας τα ανθρώπινα βιώματα και βάσανα που έζησε. Καμία συγγραφική τεχνική ανισότητα δεν σκιάζει την βιωμένη αλήθεια της ζωής και της πνοής του. Τα πάντα ενορχηστρώνονται σε μία δημιουργική υποκειμενικότητα η οποία είναι και συλλογική, του όλου ανθρώπου. Πολλές φορές επαναλαμβάνεται ή μεταφέρει πεζά του σε διαφορετικές χρονικές στιγμές σε νέες εκδόσεις του. Τα φανερώματα της αισθητικής του ματιάς έχουν την ιερότητα-αν δεν είναι υπερβολή- αυτά που διαθέτουν τα λαϊκά συναξάρια. Οι λαϊκοί βίοι όχι των αγίων αλλά των «αμαρτωλών αγίων» όπως οι ήρωες του ρώσου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Το εσωτερικό βλέμμα της συγγραφικής του δημιουργίας είναι που μας οδηγεί-ή τουλάχιστον έτσι οφείλει να είναι-και όχι οι προκάτ δικές μας ιδέες και ηθική επισκόπηση του βίου του. Η απολογία των πεζογραφημάτων του αποκαλύπτει την προσωπική του αλήθεια και όχι οι εκ των υστέρων δικές μας αναγνωστικές προτιμήσεις. Ο Ιωάννου ακολουθεί μία λαϊκή εξομολογητική παράδοση (όπως στο Βυζάντιο που η εξομολόγηση και η συγχώρεση γινόταν δημόσια στο κέντρο του ναού μπροστά στους πιστούς), στον Ιωάννου ναός είναι η γραφή του, τα πεζογραφήματά του, και οι πιστοί είναι οι μελλοντικοί ενδεχόμενοι αναγνώστες του. Δεν χρησιμοποιεί αστικά ή μικροαστικά της εξομολόγησης τεχνάσματα μέσα από κλειδαρότρυπες, πίσω από καφασωτά ηθικής ύφανσης. Την αγωνία και τον πόνο του, την πίκρα και θλίψη του, τις ενοχές και την οργή του, τις αναμνήσεις και βιωμένες εμπειρίες του μας τις καταθέτει αυτό που λένε λαϊκά στην ψάθα, δηλαδή, φάτσα κάρτα μπροστά στα μάτια των αναγνωστών. Ή δημιουργεί εικόνες κοντράστ (μνήματα νεκροταφείων- ερωτικές επαφές στρατιωτών μέσα σε αυτά. Ερωτικές σκηνές- περιφορά Επιταφίου κλπ.) Είναι πέρα και πάνω από μία περιττή «φιλολογικότητα» ή "φιλολογήτιδα" που θα ερέθιζε την περιέργειά μας, τα κατώτατα ένστικτά μας. Τα πεζά του Ιωάννου και ο ελάχιστος ποιητικός του λόγος (δύο μόνο συλλογές), είναι κείμενα μιάς αντιπροσωπευτικής μας αθωότητας. Ερωτικής και ψυχικής ειλικρίνειας, που σε όλους μας μπορεί να συμβούν αυτές οι καταστάσεις, να περάσουν ως σκέψη στο μυαλό μας. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να γράψουμε ότι είναι ένας λόγος καθαρότητας των ερωτικών επιθυμιών μας με μεγάλο οντολογικό βάθος παρά τις επιμέρους πληγές και έλκη.

Ακούραστος εσωτερικός ταξιδευτής, σωστότερα περιπατητής των δύο κεντρικών πόλεων που κατοίκησε και μετεγκαταστάθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, αλλά και των άλλων τοποθεσιών που εργασιακά διέμενε μας κληροδότησε αφηγήσεις και περιστατικά, ανθρώπινες καταστάσεις και συμβάντα, αφηγήσεις, λόγια λαϊκής προσφυγιάς, μαρτυρίες ζωής και βιώματα γεμάτα ειλικρίνεια και αυθεντικότητα, τις οποίες ύφανε σε μικρής φόρμας ποιητικές ιστορίες και μας τις έδωσε στα διάφορα βιβλία που εξέδωσε. Τα βιβλία αυτά περιέχουν σπονδυλωτά μικρά ποιητικά πεζά με κέντρο αναφοράς τον άνθρωπο και τα αδιέξοδά του, το δικό του δράμα, τις ψυχής του αναταράξεις και σκαμπανεβάσματα, του σώματός του εκπληρωμένα ή ανεκπλήρωτα ερεθίσματα. Δίχως να παραγνωρίζει και την άλλη πλευρά, αυτήν των λόγιων κατοίκων και ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης, των δύο μεγάλων πόλεων τους οποίος εικονογραφεί είτε με θετικά είτε με αρνητικά χρώματα στα κείμενά του, και είναι γνωρίζει ότι ανήκει σε αυτό το σινάφι ως συγγραφέας. Πάντα όμως, διαχωρίζει τον χαρακτήρα και τις συμπεριφορές των απλών καθημερινών ανώνυμων ατόμων από τους γραμματιζούμενους. Πάντα επώνυμα και με επιχειρήματα στηριγμένα στην τέχνη και την λογοτεχνία, και αν καταφεύγει ορισμένες φορές στις ορμητικές και οργιώδεις κρίσεις το κάνει ενάντια σε καταστάσεις που βίωσε και πρακτικές τους. Σε αυτά που έγραψαν εναντίον του, ή κοροϊδεύοντάς τον. Η ανθρωποφαγία δεν είναι προνόμιο των καθημερινών ανθρώπων του λαού, των πολιτικών και των εχόντων την εξουσία, είναι και των πνευματικών ανθρώπων και των πάσης φύσεως καλλιτεχνών. Η ανθρωπογεωγραφική τυπολογία των ανθρώπων που εικονογραφεί ο Γιώργος Ιωάννου δεν περιορίζεται μόνο στους λαϊκούς τύπους της Λαϊκής Αγοράς, στους εύρωστους λαϊκούς νέους που επισκέπτονται τα Λαϊκά Σινεμά-που και εκείνος συχνάζει και παρατηρώντας φιγούρες, μορφές, αντιδράσεις, κινήσεις σωμάτων, συμπεριφορές ατόμων, ακούει στιχομυθίες, πιάνει κουβέντα με άγνωστά του άτομα, καταγράφει κοινωνικές συνήθειες ή περιγράφει ενδυματολογικές συνήθειες. Επισκέπτεται-όπως ο ίδιος μας εξιστορεί- σε διαφορετικές ώρες την πλατεία Ομονοίας, την Δημοτική Αγορά της Αθήνας για να δει από κοντά την ανθρώπινη λαϊκή ανθρωπογεωγραφία των ατόμων που συχνάζουν σε διαφορετικές ώρες σε αυτά τα μέρη, δίνουν ραντεβού, τα σημεία και τα στέκια συνάντησης των προερχόμενων από την επαρχία ατόμων, ή για διαφορετικούς λόγους και αιτίες ο καθένας. Συγχρωτίζεται με τον απλό ανώνυμο κόσμο αδιακρίτως, χάνεται μέσα στην οχλοβοή του πλήθους, αυτός ο μονήρης λογοτέχνης, ο οποίος ζούσε σε ένα μικρό σπίτι σχεδόν κελί, στην οδό Δεληγιάννη πίσω από το Πολυτεχνείο, με κατεβασμένες πάντα τις βαριές κουρτίνες του παραθύρου του-στην επιθυμία του να αγοράσει, να βρει, να προμηθευτεί ένα χορταρικό, ένα τρόφιμο, το οποίο ταιριάζει στην εορτή και σχόλη της ημέρας (βλέπε Καθαρή Δευτέρα, σύμφωνα με την προσωπική μαρτυρία του φίλου του γιατρού και συγγραφέα Γιώργου Αράγη) για να φιλέψει τα φιλικά του πρόσωπα τα οποία έχει καλέσει σε γεύμα, κρατώντας την παράδοση. Αυτός ο φιλογενής, ο πατριώτης, ο μερακλής της ζωής, ποιητής-λογοτέχνης, δεν έχει την οπτική του συντοπίτη του Ηλία Πετρόπουλου, που καταπιάστηκε με την έρευνα των πλέων λούμπεν χαρακτηριστικών και συνηθειών,  αντικειμένων της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, δεν ξεσηκώνει το βωμολοχίας λεξιλόγιο τύπων της πιάτσας. Ελάχιστες και διάσπαρτες στα κοντά 300 (;) πεζά του οι λούμπεν λέξεις, αυτές που είναι φορτισμένες με "αμαρτωλά και πρόστυχα νοήματα". Δεν στέκεται να συνθέσει ιστορίες και αφηγήσεις όπως ο Πέτρος Πικρός, καθορίζοντας τα όρια της γραφής του. Παρά του ότι διαθέτει έντονο το θρησκευτικό στοιχείο της πίστης-όπως αυτό διακρίνεται στον λόγο και την γραφή του (ριζώματα ατμόσφαιρας της περιόδου των εφηβικών Κατηχητικών συνάξεων)-δεν ακολουθεί ας το επαναλάβουμε τα συγγραφικά ίχνη του Πεντζίκη, ο ποιητικός και πεζογραφικός λόγος της Γενιάς του ακολουθεί διαφορετικά μονοπάτια. Αγαπά τον απομόναχο Παπαδιαμάντη και τον αποσυνάγωγο αυτόχειρα ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον γείτονά του όπως του άρεσε να λέει. Μιλά θετικά για το βιβλίο «Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του μικρασιάτη Στρατή Δούκα. Συμβουλεύει ρωτώντας νέους συγγραφείς που τον επισκέπτονται και επιθυμούν να τον γνωρίσουν από κοντά αν πρυτανεύει στην ζωή τους η τέχνη, δηλαδή η συγγραφή τους ή η ίδια τους η ζωή και οι εμπειρίες της. Και κλείνει προς την ζωή, αυτός ο ακαταπόνητος εργασιομανής φιλόλογος γραφιάς. Ο ποιητής πεζογράφος που άνοιξε νέους δρόμους στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας. Ο είρων αλλά και αυτοσαρκαστικός. Ο λογοτέχνης που δεν φοβάται να ομολογήσει την φιλοπατρία του, την αγάπη του για τον Παύλο Μελά, τον Ίωνα Δραγούμη, την Μακεδονία. (οι θέσεις του Ιωάννου για τον Ίδα κατά Καζαντζάκη, είναι διάσπαρτες και διατυπώνονται τόσο στα μικρά του δοκίμια όσο και στις σελίδες του περιοδικού "Φυλλάδιο" όπου διευκρινίζει και πολύ ορθά παρανοήσεις της Δραγουμικής μας ερμηνείας και ανάγνωσης. Να επαναλάβουμε την διαφορά μεταξύ εθνισμού και εθνικισμού που οφείλουμε να έχουμε στην σκέψη μας κατά την επισκόπηση έργων, προσώπων και ιστορικών καταστάσεων εκείνης της περιόδου. Ο ποιητής και λογοτέχνης, Ιωάννου που έκανε πέρα τις παρενθετικές αιτιολογήσεις των επικρατούντων μοντέλων γραφής περί διαφοράς του ποιητικού ύφους από αυτό της πρόζας-τις διαχωριστικές γραμμές- και συνένωσε τα δύο είδη. Μας έδωσε τα ποιητικά πεζογραφήματά του.

      Ας αναφερθούμε τώρα, στον ταλαντούχο ποιητή και το ποιητικό πρωτοφανέρωμά του όπως το αντιγράφουμε στην πρώτη περίοδο της κυκλοφορίας του περιοδικού «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» της Θεσσαλονίκης, του οποίου και ο ίδιος με τις πνευματικές του δυνάμεις συνέβαλε στην έκδοσή του. Εξάλλου, ο εκδοτικός οίκος που ίδρυσε ο εκδότης του ποιητής και φίλος του Ντίνος Χριστιανόπουλος, εξέδωσε και κυκλοφόρησε τα πρώτα πεζογραφήματά του, τα ποιήματα της δεύτερης συλλογής του, και δημοσίευσε σχεδόν 60 ποιήματά του, πεζά του και μεταφράσεις του, στα 6 πρώτα τεύχη του περιοδικού της χρονικής περιόδου 1959-1962, όπως αντιγράφω παρακάτω, καθώς και τα Δημοτικά Τραγούδια της Κυνουρίας. Η συνεργασία τους από μία στιγμή και έπειτα σταματάει. Υπάρχουν φυσικά αναφορές στο έργο και το όνομά του σε κριτικές και μελέτες που αφορούν και μας μιλούν για την Λογοτεχνία και του Ποιητές της Θεσσαλονίκης. Πχ. Τάσος Κόρφης, Κίμων Φράιερ, Τόλης Καζαντζής κλπ.

     Το ωραίο μικρού μεγέθους 14Χ21 ολιγοσέλιδο στην αρχή περιοδικό, κυκλοφόρησε την Πρωτοχρονιά του 1958 το πρώτο του τεύχος. Σελίδες 1-16 ήταν γραμμένο εξ ολοκλήρου από τον ποιητή και εκδότη Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ήταν εξαμηνιαίο και την καλλιτεχνική επιμέλεια είχε ο σταθερός συνεργάτης του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εικαστικός και μεταφραστής Κάρολος Τσίζεκ. Το δεκαεξασέλιδο πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε σε 300 αντίτυπα από το τυπογραφείο του Ν. Νικολαϊδη. Στο «Χρονικό της Διαγωνίου» στην πρώτη φουρνιά της ιστορίας της ο Ντίνος Χριστιανόπουλος μας μιλά για τα ζητήματα της έκδοσης, βλέπε άρθρο του στο περιοδικό, τόμος Α/ 1965, σ.79. Για την έκδοση του περιοδικού, την περιοδική κυκλοφορία του και τις δυσκολίες της έκδοσής του και τους σταθερούς συνεργάτες του, διαβάζουμε σε συνεντεύξεις του εκδότη και σε πάρα πολλές μελέτες που αφορούν την χρονική διαδρομή και εξέλιξη της Σχολής της Θεσσαλονίκης. Επιπρόσθετα, να συμπληρώσουμε ότι τον Οκτώβριο του 2004 από τις εκδόσεις «Νησίδες», κυκλοφόρησε το χρήσιμο μελέτημα του εκπαιδευτικού και εκδότη, ποιητή Γιώργου Μολυβίδη, «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» Η κριτική κατά την πρώτη πενταετία (1958-1962) με επίμετρο του Ν. Χριστιανόπουλου. Σελίδες 118, τιμή 9,50 ευρώ. Μία μεστή ερευνητική εργασία του νέου Θεσσαλονικιού συγγραφέα (γεννήθηκε στην συμπρωτεύουσα το 1963), ο οποίος διερευνά με αγάπη και επιμέλεια την ύλη των τευχών της πρώτης περιόδου του περιοδικού, δέκα τεύχη, τα κείμενα που δημοσιεύονται και τα ύφη και την θεματολογία των συμμετεχόντων όχι μόνο από την περιοχή της Θεσσαλονίκης αλλά, από όλη την ελληνική επικράτεια. Τα αξιολογικά του κριτήρια είναι ακριβοδίκαια και φωτίζουν πτυχές της τότε λογοτεχνικής περιόδου. Η ιδέα της έκδοσης ενός νέου περιοδικού στην συμπρωτεύουσα, είχε αρχίσει να κλωθογυρίζει στις σκέψεις των νέων σε ηλικία ποιητών και πεζογράφων, κριτικών της Θεσσαλονίκης. Όπως ήταν η φιλική φιλότεχνη παρέα των Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, Γιώργου Ιωάννου και Ντίνου Χριστιανόπουλου. Φιλοδοξούσαν οι νέες ποιητικές παρέες με το περιοδικό αυτό εγχείρημα, να καλύψουν το κενό που είχε αφήσει ο τερματισμός της έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού «ΚΟΧΛΙΑΣ». Το μόνο περιοδικό που κυκλοφορούσε ήταν η μακρόβια «Νέα Πορεία» του πεζογράφου Τηλέμαχου Αλαβέρα. Ενώ, ένα χρόνο μετά την έκδοση της Διαγωνίου, 1959 ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης θα εκδόσει το δικό του περιοδικό με τίτλο «ΚΡΙΤΙΚΗ». Η ταυτότητα του περιοδικού και η φιλοσοφία του, είναι διαφορετική από αυτή της Διαγωνίου παρά του ότι συστεγάζονται στην ίδια πόλη και απευθύνονται σε ένα γνωστό και «μυημένο» στα γράμματα κοινό. Ο ερχομός της Διαγωνίου και των νέων σε ηλικία συνεργατών του, έφερε μία νέα πνοή στα γράμματα της συμπρωτεύουσας, άνοιξε καινούργιους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς ορίζοντες (αναφερόμαστε στις εικαστικές και θεατρικές σελίδες του περιοδικού) και καλλιέργησε πρωτοφανέρωτες ζυμώσεις. Το περιοδικό εξαμηνιαίο στην αρχή, τετραμηνιαίο αργότερα, στις κατοπινές του περιόδους, υπήρξε αντιπροσωπευτικό των καινούργιων λογοτεχνικών αναγκών των νέων γενεών της Θεσσαλονίκης. Όπως οι παλαιότερες γενιές εκφραζόντουσαν μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Μακεδονικές Ημέρες» όπου φανερώθηκαν οι πεζογραφικές φωνές του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, του Στέλιου Ξεφλούδα, του Γεώργιου Δέλιου, του Γιαννόπουλου και άλλων. Οι κριτικές φωνές του Πέτρου Ωρολογά, του Πέτρου Σπανδωνίδη, του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, του πεζογράφου Νίκου Μπακόλα, της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη, παρά του ότι ανήκαν στις παλαιότερες γενιές της λογοτεχνικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης, βρήκαν ανοιχτές και φιλόξενες τις σελίδες της Διαγωνίου και προσμετρήθηκαν με τις νέες φωνές των Θεσσαλονικέων συνεργατών της. Όπως ήταν η ποιήτρια Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, η ποιήτρια και αστρολόγος Θεοδώρα Ντάκου, ο πεζογράφος Τόλης Καλαντζής, ο Σάκης Παπαδημητρίου, ο Περικλής Σφυρίδης, η Αλίκη Γιατράκου- Fossi, ο Κώστας Ριτσώνης, η Κλαίρη Σωτηριάδου, η Τζένη Μαστοράκη, ο Γιώργος Μοράρης και πλήθος άλλων νεότερων γενεών δημιουργών προερχόμενοι όχι μόνο από την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα. Το περιοδικό έτυχε πανελλαδικής αναγνώρισης όπως και οι εκδόσεις του. Ψυχή του πλέον ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και οι στενοί συνεργάτες του. Καθρέφτιζε το μεγαλύτερο μέρος του νεότερου πνευματικού και φιλότεχνου δυναμικού της Θεσσαλονίκης. Άξιο προσοχής είναι οι πάμπολλες μεταφράσεις στα ελληνικά ξένων ευρωπαίων, (ποιητών από την αγγλία, την γαλλία, την Γερμανία). Αμερικανών, νοτιαμερικανών καταξιωμένων ποιητών και πεζογράφων. Βλέπε ποιήματα του Αργεντινού  Χόρχε Λουϊς Μπόρχες από την Λουσίλα Ρομέρο-Τάσο Κόρφη, την ποιήτρια Αλίκη Γιατράκου-Fossi. Ο δοκιμιακός λόγος και ο κριτικός του περιοδικού, είναι πάντα σύγχρονος, επίκαιρος δίχως να αγνοείται η παλαιότερη παράδοση. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Άγγελος Σικελιανός κλπ. Σχολιάζονται ξενόγλωσσες εκδόσεις που αναφέρονται στην ελληνική ποιητική πραγματικότητα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κριτικά σημειώματα του μετέπειτα πανεπιστημιακού Παναγιώτη Μουλά, και οι οι επιρροές του από τον ποιητή και εκδότη Γιάννη Δάλλα. Τα μουσικά κείμενα και οι μουσικές περιπλανήσεις του Σάκη Παπαδημητρίου στην Τζαζ και άλλα μουσικά είδη και φυσικά, τα εικαστικά κείμενα και σημειώματα του Ηλία Πετρόπουλου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Γιώργου Π. Σαββίδη, του Καρόλου Τσίζεκ κλπ. Ας θυμηθούμε και τις διοργανώσεις Εκθέσεων για εικαστικούς καλλιτέχνες από τον Χριστιανόπουλο. Αν προσθέσουμε και μερικές σελίδες για τον ελληνικό κινηματογράφο όπως αυτές που υπογράφει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον νέο σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο, την παρουσίαση ποιημάτων του ποιητή και φιλόλογου Σταύρου Βαβούρη, δίχως να παραλείψουμε τα ποικίλα κείμενα του μικρασιάτη συγγραφέα και βιογράφου του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, τον Στρατή Δούκα και τα Βιβλιογραφικά δελτάρια του Τάσου Κόρφη και τις αναστυλώσεις του- παρουσίασε ποιήματα του πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Χαντζάρα, τους δύο ποιητές του μεσοπολέμου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και Μήτσου Παπανικολάου, μπορούμε να γράψουμε χωρίς δόση υπερβολής ότι το περιοδικό, παρά τις χρονικές του διακοπές, στο σύνολό του, σε όλη την ύλη των τευχών του που ξεφυλλίζουμε, ξεπλήρωσε και με το παραπάνω τους στόχους και τις πνευματικές φιλοδοξίες της έκδοσης και του εκδότη του. Μεγάλο μέρος της πνευματικής και καλλιτεχνικής ικμάδας (ποιητική, πεζογραφική, μεταφραστική κλπ) των νεότερων Θεσσαλονικέων γενεών και άλλων περιοχών της βορείου ελλάδος, και της Αθήνας, παρουσιάστηκε από τις σελίδες της σε όλες της τις περιόδου. Η «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» εκδίδονταν ανά πενταετία και κυκλοφορούσαν δύο τεύχη τον χρόνο, ενώ μετά το πέρας της πενταετίας σταματούσε την κυκλοφορία της κατά δύο χρόνια και συνεχίζονταν εκ νέου στην επόμενη πενταετία. Έχουμε δηλαδή τέσσερεις πενταετίες (1958-1962), (1965-1969), (1972-1976), (1979- 1983). Το περιοδικό, κατά διαστήματα κυκλοφορούσε ανάτυπα με τα κείμενα ή τα ποιήματα, εργασίες των συμμετεχόντων, ενώ παράλληλα με την ίδρυση του εκδοτικού οίκου, δραστηριοποιήθηκε και στην έκδοση των γνωστών μας βιβλίων συνεργατών της. Σε παλαιότερα σημειώματα για τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο έχουμε αναφερθεί και καταλογραφήσει τις εκδόσεις της, αντλώντας στοιχεία και πληροφορίες από τα τεύχη του περιοδικού που έχουμε στην κατοχή μας και κατορθώσαμε παλαιότερα να αγοράσουμε, τα συμπληρωματικά φυλλάδια Ευρετηρίασης των τόμων του περιοδικού,-που είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει ο ίδιος ο ποιητής-εκδότης, όταν στην δεύτερη περίοδό του έγινε τριμηνιαίο (τόμοι Α/1965, Β/1966, Γ/1967, Δ/1968, Ε/1969) και από τα καταγεγραμμένα στοιχεία των τελευταίων σελίδων των τευχών, που, παρότι δεν δίνονται πολλές φορές όλα τα στοιχεία της έκδοσης, προσανατολίζουν τον αναγνώστη ή ερευνητή για την εκδοτική πορεία του οίκοι. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση (αυτοέκδοση) της πρώτης συλλογής του ποιητή Γιώργου Ιωάννου, «ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ», Θεσσαλονίκη 1954 την οποία αντιγράψαμε σε προηγούμενο σημείωμα. Στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού ίσως να μην είταν τυχαία η ανέκδοτη ποιητική παρουσία του μετέπειτα νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Ενδέχεται με την δημοσίευση αυτή να ήθελε ο Οδυσσέας Ελύτης όχι μόνο να εκφράσει την συμπαράστασή του στην εκδοτική αυτή προσπάθεια των νέων από την Θεσσαλονίκη, αλλά να δείξει και έναν δρόμο, ποιητικά ρεύματα που όφειλε να ακολουθήσει, ο ελληνικός ποιητικός λόγος. Πάντως η παρουσία του λειτούργησε θετικά για την φήμη του περιοδικού της συμπρωτεύουσας, δίχως να αγνοούμε τις ωραίες μεταφράσεις και τα ποιήματα του Θ. Φραγκόπουλου, τα σκίτσα του εικαστικού και ηθοποιού Μιχάλη Νικολινάκου, και αρκετών συνεργατών. Ο έτερος νομπελίστας μας, ο Γιώργος Σεφέρης, δεν είχε βραβευθεί ακόμα με το βραβείο Νομπέλ. Ο παραδοσιακός άγγλος ποιητής και θεωρητικός Τόμας Στέρν Έλιοτ έτυχε ιδιαίτερης προσοχής, όπως και οι μεταφράσεις του ποιητή Κλείτου Κύρου. Ο πεζογράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης με την ποιητική του συχνή παρουσία στις σελίδες της Διαγωνίου, αν δεν λαθεύω, τότε καταξιώνεται ως ποιητής. Θέλει ειδική έρευνα για να δούμε τους κοινούς συνεργάτες των παλαιών περιοδικών «Μακεδονικές Ημέρες», «Κοχλίας», «Νέα Πορεία» και μετά της «Κριτικής» και άλλων εντύπων και περιοδικών (όπως του Ν. Αλέξη Ασλάνογλου) με τους συνεργάτες της Διαγωνίου. Ή να δούμε, κατά πόσο η «Διαγώνιος» τροφοδότησε με τους συνεργάτες της ή την ύλη της άλλα έντυπα, εντός και πέρα των πνευματικών τειχών της Θεσσαλονίκης. Και κάτι για την ιστορία παραπολιτικό, μετά από τόσες δεκαετίες. Αν διαβάσουμε προσεχτικά εν συνόλω τα διάφορα σχόλια και τις μπηχτές τόσο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όσο και του Γιώργου Ιωάννου, στην προσωποπαγή έκδοση των οκτώ μονών και διπλών τευχών του «Φυλλαδίου» και από άλλες άμεσες και έμμεσες πηγές και αναμνήσεις Θεσσαλονικέων συγγραφέων ή ατόμων που σταδιοδρόμησαν στο Πανεπιστήμιο της Πόλης, θα διαπιστώσουμε μία εσωτερική του πνευματικού της δυναμικού διχόνοια, συγγραφέων συντροφικά και φιλικά «πισωμαχαιρώματα». Λυκοφιλίες και έχθρες εκ του μη όφειλαν. Αλλά, ας κάνουμε την παρασυγγραφική νύξη δίχως να επεκταθούμε. Πάντως η γραφή του Χριστιανόπουλου όσο και του Ιωάννου είναι ορισμένες φορές σκληρή και απόλυτη, ειρωνευτική και όχι ειρηνευτική. «Από την άλλη, η ποιητική κυρίως παρουσία και η ελάχιστη πεζογραφική του Γιώργου Ιωάννου τυγχάνει της προσοχής των αναγνωστών. Ο νεαρός φιλόλογος και ποιητής Ιωάννου, (βγαίνει από το συγγραφικό του καβούκι και ανοίγει τα φτερά του) γίνεται ευρύτερα γνωστός και αγαπητός σε ένα κοινό που ξεπερνά τα όρια της Θεσσαλονίκης. Και σε αυτό συμβάλουν και οι πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του από τον οίκο της «Διαγωνίου». Το σύνολο των ποιημάτων του που δημοσιεύτηκαν στη «Διαγώνιο» θα αποτελέσουν με μικρές αλλαγές τον κορμό της ύλης, της δεύτερης ποιητικής του συλλογής που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1963, αριθμός 2, «Τα Χίλια Δέντρα» Ποιήματα. σελ.80.Είναι η πρώτη έκδοση της δεύτερης ποιητικής του συλλογής. Η δεύτερη θα πραγματοποιηθεί από τις εκδόσεις Ερμής Αθήνα 1973 με τίτλο «Τα χίλια δέντρα και κάποια άλλα ποιήματα 1954-1963». Σελ.88. Η συλλογή θα εκδοθεί εκ νέου από τις εκδόσεις Ύψιλον και από τις εκδόσεις Κέδρος. Βλέπε εφημερίδα «Τα Νέα» 14/1/1989 «Εκ Θεσσαλονίκης», και Έλενα Χουζούρη, εφημερίδα «Η Αυγή» 25/9/1989, «Η ποίηση του Γιώργου Ιωάννου. Στις εκδόσεις της «Διαγωνίου» θα συμπεριληφθούν και τα Πεζογραφήματά του «Για ένα φιλότιμο» σελ.96, αριθμός 18 Διαγώνιος 1964. Βλέπε και κριτική του Τόλη Καζαντζή, στο τεύχος του Α τόμου του 1965, και το κείμενό του: «Νίκος Μπακόλας, Γιώργος Ιωάννου, Σάκης Παπαδημητρίου» σελ. 307-, τεύχος 3/9-12, 1979 περίοδος τέταρτη. Στην σειρά των Ανατύπων της «Διαγωνίου» θα κυκλοφορήσουν και τα «Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας» σελ.10 τα οποία είχαν πρωτοδημοσιευθεί στο δεύτερο τεύχος του 1965. Ενώ τα ελάχιστα μικρά πεζά του, θα συμπεριληφθούν σε βιβλία που θα κυκλοφορήσει τα κατοπινά χρόνια. Οι συνμεταφράσεις του με τον Κάρολο Τσίζεκ από όσο γνωρίζω, δεν συμπεριελήφθησαν σε κατοπινά έργα του, όπως και αυτές μεταγενέστερα στο περιοδικό «Εκηβόλος» του Βασίλη Διοσκουρίδη, και των Επιτύμβιων Επιγραμμάτων που παρουσίασε σε τεύχη του περιοδικού του «Φυλλάδιο». Οι ωραίες και σύγχρονες γλωσσικά μεταφράσεις δίνονται δίχως την αντιπαράθεση του αρχαίου κείμενο. Εδώ συναντάμε και τα έξεργα του Ιωάννου. Θρύμματα αρχαίων λέξεων και φράσεων δηλαδή ενσωματωμένα στην νέα της γλώσσας μετάφραση. Διαβάζουμε ακόμα και τις ωραίες αποδόσεις ερωτικών επιγραμμάτων και ποιημάτων της Παλατίνης Ανθολογίας. Αυτά που συγκέντρωσε και εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Κέδρος, και προκάλεσαν αναταραχή και ερεθίσματα στους πνευματικούς και όχι μόνο αναγνωστικούς κύκλους. Ας μεταφέρουμε ένα μεταφραστικό δείγμα. 211. Τύμνεω, «Η πέτρα εδώ μιλάει/πώς τον ζωηρό απ’ τη Μελίτη σκύλο συγκρατεί,/ φύλακα εξαιρετικά πιστό του Ευμήλου./ Ταύρο τον έλεγαν, όταν ακόμα ζούσε./ Αλλά και τώρα το γάβγισμά του/ το αντηχούν αι σιωπηραί οδοί/ μέσα στη νύχτα.» «Φυλλάδιο» τχ.5-6/ 1982. Θα άξιζε στη μνήμη του ποιητή και πεζογράφου μία νέα έκδοση του καθαρού ποιητικού του λόγου-των δύο του συλλογών και των σκόρπιων του-με μία εισαγωγή και σχολιασμό σε σχέση με τα πεζογραφήματά του, και μία έκδοση συγκεντρωτική των μεταφράσεών του. Συμπεριλαμβανομένου και της «Γερμανίας» του λατίνου Τάκιτου, που, όπως ο ίδιος με ειλικρίνεια εξομολογείται ότι παρ’ ότι καθηγητής, τα Λατινικά του δεν ήταν αρκετά και καλά και ο μεταφραστικός μόχθος ήταν μεγάλος αλλά το αποτέλεσμα εξαίσιο. Την προσοχή του στο Λατινικό Κείμενο, όπως και πάλι ο ίδιος μας εξομολογείται, την οφείλει στον καθηγητή και δοκιμιογράφο Γιώργο Σαββίδη. Παλαιό του φίλο, ενώ, δεν παύει να παραπονιέται για τις οικονομικές δοσοληψίες που είχε με τις εκδόσεις Ερμής οι οποίες επανεκδίδουν τα βιβλία του δίχως να αμείβεται. Αλλά και για την ατέλεια χάρτου που χρειάζονταν για την έκδοση του «Φυλλαδίου» που δεν του ενέκριναν παράγοντες του υπουργείου. Πάντως, για τον Ιωάννου, το «Φυλλάδιο» είναι το δικό του περιοδικό. Συγκινητική είναι και η ειλικρίνειά του όταν μας λέει ότι προσπαθεί να βρει τρόπο να επιστρέψει τις συνδρομές των συνδρομητών του περιοδικού. Κάτι, που μας αποκαλύπτει την εντιμότητα του ατόμου. Ο Ιωάννου, δεν υπήρξε «δραχμοφονιάς» στις σχέσεις του, μάλλον «με τρύπιες τσέπες» στις αγορές του. Ένα ακόμα μεταφραστικό ζήτημα-εφόσον κριθεί αναγκαίο-είναι η επανέκδοση της μετάφρασής του της τραγωδίας του Ευριπίδη, «Ιφιγένεια η εν Ταύροις». Νομίζω-δίχως να είμαι ειδικός-ότι η μετάφρασή του είναι ακόμα λειτουργική και η γλώσσα ζωντανή, παρά του ότι κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 1969. Πάντως η εκτενής εισαγωγή και τα σχόλια που συνοδεύουν την έκδοση είναι χρήσιμα ακόμα σε εκπαιδευτικούς και μη. Η μετάφραση είχε πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» τχ.675/18-3-1967. Και ο ευσυνείδητος και εργασιομανής πάντα Γιώργος Ιωάννου, ο φιλόλογος και μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος, μας μεταφέρει στον δισέλιδο Πρόλογό του κάτι νόστιμο. Γράφει: «Στον πρόλογό του στις Βάκχες ο E. R. Dodds, γράφει με πολύ χιούμορ, και όχι, βέβαια, χωρίς κάποια δόση υπερβολής, τα εξής: «Όπως όλοι οι εκδότες έχω λεηλατήσει κι εγώ τους προηγούμενους μου, μερικές φορές αναγνωρίζοντάς το και άλλοτε όχι». Και κλείνει τον Πρόλογό του ο Γιώργος Ι. Ιωάννου πάλι με τα σοφά λόγια του E. R. Dodds: «Αν η αγάπη και η γνώση της ελληνικής λογοτεχνίας πεθάνουν κάποτε σ’ αυτή τη χώρα, θα πεθάνουν από την ασφυξία, που θα έχει προέλθει από τον ζήλο αυτών, που προβάλλουν αυτά τα πράγματα. Εγώ, πάντως, δεν επιθυμώ να γίνω συνεργός στο έγκλημα αυτό».        

 

       Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ   Ι Ω Α Ν Ν Ο Υ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΠΕΖΑ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

περιοδικό   Δ Ι Α Γ Ω Ν Ι Ο Σ

Εξάμηνο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό

Εκδότης: Ντίνος Χριστιανόπουλος

Γραφική επιμέλεια: Κάρολος Τσίζεκ

Τεύχη: (1/1959)-(2/1959)-(1/1961)-(2/1961)-(1/1962)-(2/Καλοκαίρι 1962)

Έτος δεύτερο, τεύχος πρώτο. Θεσσαλονίκη, Πρωτοχρονιά 1959

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΒΡΕΧΕ ΔΙΧΩΣ ΛΟΓΟ, σελ. 1

Έβρεχε δίχως λόγο όλη τη νύχτα.

Έκλαψα-χόρτασε η ψυχή μου.

Σ’ έφερα πιό κοντά.

Κράτησα επιτέλους τη μορφή σου.

 

Χαράζει τώρα στις μηλιές

κείνο σου το χαμόγελο.

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ, 1

Κάτι ζητάει φέτος το φθινόπωρο.

Σου ζήτησα μιά πρόχειρη φωτογραφία.

Αν όμως βρέχει απόψε, πάλι θα χαθείς.

Βροχές, φωτογραφίες και φθινόπωρο.

 

Αγάπη μου,

αγάπη μου χωρίς ελπίδα.

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ, 2

Όλα μπορείς να τα σωπάσεις,

Όμως ποτέ τον έρωτα’

την ώρα που ανοίγουν τ’ άστρα,

όταν αρχίζει στην καρδιά η μουσική

και κόβονται γλυκά τα γόνατα.

 

Τότε σε οδηγούν τα βήματά σου. 

Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΘΑΡΘΕΙ, 2

Δεν έχει πάλι ύπνο κι ακούει τα ρεμπέτικα

και τα σκυλιά που αγαπούν τους μεθυσμένους.

Έκλεισε κι ο μπακάλης που πουλάει κρασί.

Στα σπίτια περιμένουν οι γυναίκες.

Το τραίνο πέρασε σφυρίζοντας’ ο τελευταίος σεισμός.

 

Τ’ όνειρο που θαρθεί κι απόψε το φαντάζεται.

Λιθογραφίες της Γενοβέφας, μυρωδιές, κρασί

στο δρόμο της καρδιάς πού τρίζει μες στην κούραση.

Ξανθά παιδιά πού πήρε ο ύπνος με τα ρούχα τους

καθώς περίμεναν τα βήματα του γυρισμού του.

Και δυό μεγάλα μάτια, μάτια υπομονής, μες στο σκοτάδι.

ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ ΚΑΡΔΙΑ, 2-3

Θέλησε να χορέψει,

στέρεψαν γι’ αυτόν τα τραγούδια.

Δε βρέθηκε καρδιά για τραγούδια.

 

Τώρα βέβαια ο ήλιος τον παρακαλεί.

Το φεγγάρι ανεβαίνει-κατεβαίνει’

μελαγχολεί, πάσχει δήθεν μαζί του.

 

Όλους τους διώχνει’ όλα τα κλωτσά.

Τάφρους θα σκάψει με νερά,

φωτιές θ’ ανάψει γύρω.

Να μη ζυγώνουν τα θηρία’ να μην ακούονται.  

ΜΙΑ  ΣΤΑΥΡΩΣΗ, 3

Πίσω απ’ τ’ ανύπαρχτα τρέχει τις νύχτες.

Με σάρκα ασύλληπτη, σάρκα φανταστική

τρέφει την αίσθησή του. Και δεν υπάρχει πιά

περίπτωση για να τον βρίσουν, φόβος

για να τον δείξουν, αντίο να μη του πουν,

ή και να τον προδώσουν.

 

Μες στο κελλί ζωγράφισε μιά Σταύρωση.

Κι ό,τι δε μπόρεσε να κάνει πράξη,

το πέτυχε πιστεύοντας. Ζωγράφισε κυνήγι’

λιοντάρι πίσω απ’ το λιοντάρι σέρνεται.

Γυναίκα στρογγυλή πού όλα αυτά τα βλέπει

-ακόμα πιό απελπισμένη σταύρωση.

Ζωγράφισε έναν άγιο με κάτι στο πιρούνι

-τα μάτια των ανθρώπων πλέον έδυσαν.

 

Ώ, πόσο σας μισεί, πόσο σας μίσησε, αναίσθητοι.

ΣΕ  ΕΠΑΡΧΙΑ  ΜΑΚΡΥΝΗ, 3-4

Σε επαρχία μακρινή δημόσιος υπάλληλος.

Κονταίνει κάθε μέρα μέσα του η κραυγή

«Ζήτω η Ελευθερία»’ γιατί κι αυτή καλή

όμως γλυκό και το ψωμί-πράγματα

τόσο για την ώρα ασυμβίβαστα.

 

Διάφοροι κι απίθανοι επαγρυπνούν τριγύρω του.

Η ευτυχία ονομάζεται εδώ «εφημερίς»

-του κυβερνώντος, εννοείται, κόμματος.

Κάθε καφές κ’ ένα κανούριο όνειρο

προορισμένο σε μιάν ώρα να στεγνώσει.

 

Και μόνο τις αργίες όταν κρύβεται

στο ξένο του δωμάτιο κάπως σα να ξεχνιέται’

ίσως να ξαναζεί.

ΜΕ  ΚΥΚΛΩΝΕΙ  ΑΠΟΨΕ, 4

Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά.

Θαρρώ πώς χάθηκα για πάντα.

Με ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.

Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου’

το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

 

Ποιός ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.

 

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,

αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.

ΣΦΡΑΓΙΔΑ  ΜΟΝΑΞΙΑΣ, 4

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πιά

-να μη με βλέπουν, αυτοί που τριγυρνούνε

με μιά σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

 

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου

με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.

 

Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.

ΞΕΡΕΙ  Ο  ΘΕΟΣ, 4-5

Έκαψα πρώτα τη μορφή μου.

Γράμματα και φωτογραφίες ύστερα.

Πώς με φωνάζουν πλέον το λησμόνησα’

 

όνομα ή επίθετο δε με στολίζει.

Ασχήμισε φριχτά το πρόσωπό μου’

της αμαρτίες τους καθρέφτες έσβησα.

 

Νύχια δεν έχω, δάχτυλα-χέρια δε νιώθω.

Πάλεψα μ’ αετούς, αγγέλους πέταξα

για τούτο το κελλί’ κ’ έκοψα όλα τα σκοινιά.

 

Όμως κ’ εδώ σκαρφάλωσες,

με τα φτερά της Άνοιξης, με τ’ άνθη’

κι όλη τη νύχτα το χαμόγελό σου μου μιλά.

Άς κατέβουμε γρήγορα’ ξέρει ο Θεός τι κάνει.

ΗΡΘΕ  ΤΗ  ΝΥΧΤΑ  ΠΑΛΙ, 5

Περπατώ- φεύγουν τα περιστέρια’

τρομάζουν τα πουλιά,

πετούν με τρόπο πλάγιο.

 

Ήρθε τη νύχτα πάλι ο Τειρεσίας.

Με τ’ άλλο μ’ έκραζε το όνομα

πού είναι στου κόσμου τα χαρτιά.

Την ιστορία της ζωής μου

ύστερα τραγούδησε

από το τέλος μέχρι την αρχή.

Χτυπούσε το ραβδί του νευρικά,

στο τέλος το έμπηξε στον τοίχο

και με μάτωσε.

 

Τυφλός, αθάνατος’

και μέσα σπαρταρούσα.    

ΤΟ  ΦΩΣ  ΣΒΗΝΕΙ, 5-6

Στ’ αστέρια πάλι φόβος’

στα δέντρα νυχτερίδες-θάνατος.

Φυσάει βαθιά μες στο σκοτάδι.

Μυρίζει προδοσία, εγκατάλειψη.

 

Δέντρο δεν είμαι, ούτε σπίτι ψηλό,

γάτα με μαύρο τρίχωμα ηλεκτρισμένο.

Κι όμως σα δέντρο υψηλό και σαν αλεξικέραυνο

με λιώνουνε οι κεραυνοί.

 

Δαγκάνω την καρδιά μου-το φώς σβήνει.

Διπλώνομαι στις μαχαιριές χωρίς ανάσα.

Αυτοί που πήγα να φωνάξω,

αυτοί φταίνε.

Η  ΑΛΛΗ  ΟΨΗ, 6

Έρχεται και με σείει κάθε νύχτα

ώσπου τα φύλλα πέφτουν,

τ’ άνθη απ’ τα χέρια μου πετούν.

Ουράνια μυστικά αναζητάει.

 

Με είδε τώρα απ’ την άλλη όψη

κ’ έγινε μαύρος, έγινε καπνός.

 

Τους τρέμω τους νεκρούς, τα βλέπουν όλα’

πετούν παντού, παρίστανται και φρίττουν.

Αυτούς δεν τους γελάς, δεν το γλυτώνεις.  

ΩΣ ΤΟ ΛΑΙΜΟ, 6

Δανείστηκε τη φωνή’ μιμήθηκα το βάδισμα.

Μπήκα ως το λαιμό μέσα στην επιτήδευση.

Ποτέ σα νέος δεν τραγούδησα στους δρόμους.

Πήρα τους δρόμους νύχτα μόνο για την καρδιά,

για την καρδιά την τέλεια της νύχτας.

 

Τώρα γυρίζω για να βρω τον εαυτό μου.

ΔΕ  ΒΡΙΣΚΩ  ΦΩΝΗ, 6-7

Θέλω να σκάψω και δεν έχω γη.

Να φυτέψω-χώμα δεν υπάρχει’

ούτε φυτά, ούτε καν ένα φτυάρι.

Θέλω να φωνάξω, δε βρίσκω φωνή.

Η ομορφιά δε μ’ αγγίζει

και τόσο θέλω ν’ αγαπήσω. 

ΣΤΑΓΟΝΑ   ΑΙΜΑ, 7

Βοηθώ μονάχος τη φωτιά για να με κάψει.

Κλονίζω την υγεία μου, προκαλώ τον θάνατο.

 

Τί να την κάνω πιά τη σιγουριά;

 

Κι απόψε οι ώρες μου θα γίνουν βήματα.

Και το πρωί ας έχει κι ας μην έχει ήλιο,

ας μην έχει ζωή-σταγόνα αίμα.

ΠΑΝΤΟΥ   ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ, 7

Σα να έχω χάσει την πατρίδα μου

-παντού ξεριζωμένος.

Σα να μην έχω πιά μητέρα,

έτοιμος πάντοτε να κλάψω,

να διηγηθώ σκληρότητες ανύπαρκτες,

να αναπνεύσω περιβάλλον δυστυχίας.

 

Και μέσα μου να λιώνω από αγάπη,

να είμαι βέβαιος-αλίμονο-για την ψευτιά. 

ΑΥΤΑ  ΤΑ  ΑΣΠΡΑ  ΧΕΡΙΑ, 7

Με τις παλάμες μου τις ένοχες στο πρόσωπο,

ούτε μπορώ να κρύβομαι, ούτε και να βαδίζω.

Αυτά τα άσπρα χέρια εξίσου είναι γνωστά.

 

Κ’ έψελνα κάποτε τις Κυριακές στην εκκλησία.

Τί νάγιναν οι τόσες προσευχές;

Πού είναι ο άγγελός μου;

Τί σχέση έχω εγώ μ’ αυτή τη νύχτα;

--

Έτος δεύτερο, τεύχος δεύτερο. Θεσσαλονίκη, Καλοκαίρι 1959

Α) ΠΕΤΡ  ΜΠΕΖΡΟΥΤΣ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το κόκκινο λουλούδι, 27

Σε σκοτεινό περβάζι, μέσα σε γλάστρα γκρίζα,

τραχύς κι αγκαθωτός μόρφαζε ένας κάκτος.

Ένα πρωί

κόκκινος ένας κάλυκας πετάχτηκε απ’ τη ρίζα,

ένα λουλούδι κόκκινο.

 

Στο σπίτι ήρθε ένας ποιητής, πού είχε άλλα μάτια,

και λάτρευε τα ευωδιαστά και τα εξαίσια ρόδα.

Με δίστιχο κουδουνιστό

παίνεψε το τριαντάφυλλο κι αγέρωχα κατάκρινε

το κόκκινο λουλούδι.

 

Υπάρχουνε ψυχές τραχιές που έζησαν στη μοναξιά.

Λογής –λογής αγκάθια ως την κορφή τις σκέπασαν.

Τι κρύβαν μέσα στην καρδιά;

Αν άνθισαν καμμιά φορά κι αν άνθισαν τη νύχτα,

κόκκινο είταν το λουλούδι.    

Κύγιοβ, 27

70.000, 28

Βέρμπιτσε, 28-29

Λεωνίδας, 29-30

Στις Θερμοπύλες αντικρίζοντας το σίγουρο χαμό

-κυκλωτικά κινήθηκε η βάρβαρη στρατιά-

στα νώτα απ’ τον προδότη αποκομμένος,

ο Λεωνίδας στέκονταν.

Στού Τέσιν τις επάλξεις μπρός, στην όχθη του Όλζα,

στέκω κ’ εγώ.

Εκατό δόρατα, εκατό σπαθιά αγγίζουνε το στήθος μου’

χιλιάδες μάτια επίβουλα  λάμπουνε σαν πυρσοί.

Αίμα απ’ το μέτωπο κυλά, αίμα κυλά απ’ τα μάτια μου,

αίμα από τον αυχένα μου’ από τα στήθια αίμα χάνω.

Τα πόδια μου γλυστρούν σε μιά κόκκινη θάλασσα.

Βρέχει στα χέρια μου ένας κόκκινος Νιαγάρας.

Στέκω δω σ’ έναν απέραντο κάμπο από παπαρούνες.

Μήπως κανένας κόκκινος καπνός σηκώνεται στον ουρανό,

ή μήπως έριξε το στερέωμα στη γη κόκκινο παραπέτασμα;

Κόκκινα όλα. Την περικεφαλαία στα μάτια μου κατέβασα,

Κόκκινα είναι τ’ ακόντια, κόκκινα τα σπαθιά’

σε κόκκινα άτια πέντε καβαλάρηδες’

-σας ξέρω εγώ, κόμητες, σας ξέρω εγώ, πρίγκηπες, σας ξέρω’

για δέστε και ο Ξέρξης, να, με την πορφύρα ο Ξέρξης!-

Τί ψιθυρίζει στην ακολουθία του, τί παίρνουν από καταγής,

τί κουδουνίζει, τί κροταλίζει, τί αντηχεί στ’ αυτιά μου;

Ο θεός να σε καταραστεί’ άντε, πέρνα ξανά το Βόσπορο!

Πίσω στα πόδια μου κόψαν τους τένοντες

-θυμήθηκαν οι Πολωνοί το καρχηδόνιο τέχνασμα-‘

κόκκινος άγγελος με χάιδεψε’ πέφτει η ασπίδα από τα χέρια μου.

Στέκομαι εγώ μπροστά στο Τέσιν,

με λογχισμένα τα πλευρά, στη Γκίγκουλα ακουμπώντας,

καθώς με πρόσταξαν οι νόμοι.        

Ποιος θαρθεί στη θέση μου, 30

Το σκιάχτρο, 31

Τα δάση της Σιλεσίας, 32

Σημείωση: Τα ποιήματα του Τσέχου ποιητή Βλάντιμιρ Βάσεκ, ψευδώνυμο Πέτρ Μπέζρουτς, εθνικού ποιητή της Τσεχίας, γεννήθηκε στην Όπαβα το 1867 και εργάστηκε ως ταχυδρομικός υπάλληλος, και πέθανε στη Μοραβία το 1958, συνοδεύονται από ένα προλογικό σημείωμα πρίν την παράθεση των μεταφρασμένων ποιημάτων. Το σημείωμα έγραψε ο Κάρολος Τσίζεκ. Η συμβολή του νεαρού Γιώργου Ι. Ιωάννου στην μεταφραστική μεταφορά, μάλλον έχει να κάνει με θέματα ύφους της γλώσσας του Τσίζεκ και της μεταφραστικής εκφραστικής του. Εκτός και αν ο ξενόγλωσσος Ιωάννου διάβασε τα Ποιήματα σε άλλη γλώσσα. Φαίνεται πάντως ότι τα ποιήματα προσέχθηκαν και εξαιτίας του Τσίζεκ και στο ότι τον προηγούμενο χρόνο πέθανε ο ποιητής. Μεταφράσεις του Μπέζρουτς διαβάζουμε και στα περιοδικά όπως είναι η «Νέα Πορεία», και στην «Καινούργια Εποχή» από τον Γιάννη Ρίτσο.

Μετάφραση: Κάρολος Τσίζεκ- Γιώργος Ιωάννου

Β) ΓΙΩΡΓΟΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ

Σ’ ΕΝΑ  ΠΑΛΙΟ  ΤΟΥΡΚΙΚΟ  ΣΠΙΤΙ, 47

Σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι

κλείστηκα μέρες και παλεύω

με τους λεκέδες του ασβέστη.

Μετρώ τα ξύλα στο ταβάνι, βρίσκω τα νερά’

δίνω ονόματα, τους δίνω την καρδιά μου.

 

Ύστερα παίρνει και φυσά.

Σαρώνονται χαρές και γνωριμίες.

Μένω μονάχος με τα ξύλα και τις πέτρες.

 

Ίσως στεριώσω τώρα’ πάλι απ’ την αρχή.

Ίσως προφτάσω να σκαλώσω τους χαμένους.

ΣΑΝ  ΤΗ  ΜΗΤΕΡΑ,  ΑΛΗΘΕΙΑ, 47

Πηγαίνει αργά στο σινεμά,

μάλιστα στον εξώστη’

σε έργα, κατά προτίμηση, βουβά

και θαμπωμένα. Και εκεί

-μέσα στους τόσους εξευτελισμούς-

η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες

της γενιάς γύρω απ’ το τριάντα.

Με κείνα τα βαθιά καπέλλα,

με τις σειρές τα περιδέραια,

τα μάτια, τα κοντά μαλλιά’

με τις ψιλές γλυκές φωνές.

με τις κινήσεις πιά τις μητρικές.

 

Σαν τη μητέρα, αλήθεια’

σαν τη μάνα του

των πρώτων παιδικών του χρόνων’

τότε πού τον φωνάζανε μοναχογιό.

Σημείωση: Στο περιοδικό «Φυλλάδιο» υπάρχει ένας μελανός και αρνητικός χαρακτηρισμός για την μητέρα του, όπως και αλλού για την γιαγιά του. Αν δεν τον παρερμηνεύω. 

ΤΟ  ΚΥΝΗΓΗΜΑ, 48

Όλη τη μέρα πέθανα να τρέχω

από γραφείο σε γραφείο’

να δείχνω τις συστατικές επιστολές,

να κάνω υποκλίσεις.

 

Όμως το βράδι βγήκα απ’ τη μιζέρια μου.

Με γέλασαν οι φωτεινές επιγραφές.

τα πρόσωπα που ανάβαν και που σβήναν.

Ξέχασα την αναδουλειά, τη φαγωμάρα του σπιτιού,

τούς δανειστές, τους φίλους, το κυνήγημα.

ΤΟ  ΦΩΣ  ΤΟΥ  ΔΗΜΟΥ, 48

Το φως του δήμου άναψε στο δρόμο

και στο γιαπί σταμάτησε η δουλειά.

Ας χτενιστώ’ να δω κι αυτές τις αλλαγές

που ξεφυτρώνουνε παρά τη θέλησή μου.

Ο κόσμος πλάι όλο κι ομορφαίνει,

μονάχα η νύχτα πιά δε μας ξεχνά.

 

Τότε πού αλλάζουν, όταν κλείνονται,

και μαλακώνουν μες στη μοναξιά και περιμένουν.    

ΥΠΟΨΙΑ, 48

 Γελούσαν πολύ στη γιορτή’

γελούσαν ύστερα στο δρόμο.

Κάτι ψιθύρισαν  στ’ αυτιά.

Ωρίμασε κάτι στα μάτια.

 

Δεν έχω τίποτε απάνω μου, θαρρώ.

Τίποτε απολύτως δεν το δείχνει

το πυρωμένο εκείνο σίδερο,

πού όλο στις γιορτές με κυνηγάει

και η καρδιά μου λαχταράει να μη φωνάζει.

 

Αφού γελούσαν όμως, το κατάλαβαν κι αυτοί.

Το διάστημα της σιωπής, 49

 Με κέρδισε ο φόβος μου-τίποτε δεν υπήρχε

Χαμένος μες στους δρόμους, μες στα σινεμά,

δεν είναι πιά ο νεκρός που δεν καταλαβαίνει.

Με γύμνωσε ο πανικός, με τίναξε,

με τις καθημερινές, με τις επίμονες παρεμβολές του.

Πυκνώνουν, δένουν μέσα τα συμπτώματα,

το διάστημα της σιωπής μικραίνει.

 

Κανείς, ούτε η μητέρα δε με σώζει.    

Στα πρόθυρα, 49

Έφραξε ο φόβος πιά τους δρόμους μου.

Έφραξε ο δρόμος του σπιτιού.

Μόνο η μορφή σου απόμεινε να  με δροσίζει.

 

Μαρτύρησα για σένα’ έφτασα στα πρόθυρα,

Πλήρωσα εκείνη τη χαρά με όλα τα νομίσματα.

Απ’ όλα ένας φόβος ανεβαίνει’

η υποψία χάλασε τα πρόσωπα.

Μπερδεύτηκαν τα βήματά μου.

 

Στέκομαι, μη διαλυθώ μέσα στο δρόμο.

Δεν έχει τέλος ο πνιγμός, 49

Τις νύχτες που φυσάει ο Βαρδάρης

και γέρνει το παράθυρο

κρύβεται στη γωνιά και ψιθυρίζει.

 

Γυρνούν τα δέντρα τότε μες στον άνεμο

τα ζοφερά τοπία της αγάπης.

Οι ερωτήσεις πάντα ύστερα απ’ τη μόλυνση,

η αγωνία πέρα απ’ τις προθεσμίες.

 

Δεν έχει τέλος ο πνιγμός, αυτό το βύθισμα. 

Είδα το τέλος μου, 50

Περίμενα την καταιγίδα κείνη τη βραδιά

κι ήθελα να το σκάσω από τους άλλους

που μεγαλώνουν τόσο το κακό.

 

Μετρούσα την απόσταση σαν χτύπησε το τζάμι.

Όλη την νύχτα άκουγα τις πόρτες να χτυπούν,

όταν ξεσπούσε κεραυνός άκουγα γέλια.

 

Άλλος κανείς δεν ξύπνησε’ κανείς δεν είπε λέξη.

Μόνον εγώ ξεψύχησα, είδα το τέλος μου. 

Το μαρτύριο, 50

Πνίγεται η ψυχή μου’ αρνείται

το μαρτύριο που της προετοιμάζω.

Πλημμύρισε από πικρά δράματα,

έφερε ασταμάτητη βροχή,

έριξε άστρα, είδε το χαμό της.

Κι όμως για κει όλα τραβούν.

 

Αυτό είναι όλο που ζωή το λέτε; 

Αυτό το απόστημα, 50

Έτοιμος να χιμήξω, συσπειρώνομαι’

μαζεύομαι στο φόβο, καιροφυλακτώ.

 

Απ’ την ημέρα παραιτήθηκα νωρίς’

συμμάζεψα τις άχρηστες ομολογίες.

Βάρυνα μες στην ενοχή, ωρίμασα.

 

Αυτό το απόστημα θα σπάσει σαν τον ήλιο.  

--

Έτος τέταρτο, τεύχος πρώτο. Θεσσαλονίκη. Πρωτοχρονιά 1961

     ΔΕΚΑΕΠΤΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΝΑ ΠΟΝΤΙΚΙ, 33

ΠΗΡΟΥΝΙΑ, 33-34

ΔΕΝ  ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ, 34

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  ΜΑΘΗΤΕΙΑ, 34

Η  ΞΕΡΗ  ΣΙΩΠΗ, 34-35

ΔΕ   ΔΥΝΑΜΑΙ, 35

ΓΙΑ  ΟΝΟΜΑ  ΘΕΟΥ, 35

ΚΑΜΙΝΙ, 35-36

ΟΤΑΝ  ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ, 36

ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ, 36-37

ΛΙΓΗ  ΑΠΑΤΗ, 37

ΠΑΓΙΔΑ, 37

Ξεκίνησα για μακρυνό ταξίδι’

το μόνο που μου έμεινε είναι το ύφος.

Έκρυψα τις κινήσεις μου επιμελώς

και είμαι διαβασμένη εφημερίδα.

 

Σε τί παγίδα μ’ έκλεισες, Θεέ μου. 

ΚΟΥΡΕΛΙΑ, 38

ΘΑΤΑΝ  ΑΛΛΙΩΣ, 38

ΚΑΤΑΣΑΡΚΑ, 38-39

Μαζί μου σε κοιμίζω τις νύχτες,

Κατάσαρκα σε φορώ σα μιά φανέλα μάλλινη.

Τρίβεσαι στο κορμί’ μου το ανάβεις.

 

Μόνος’ μ’ εξαντλημένη φαντασία.

Θηρία πιά με τριγυρνούν.

Τη νύχτα δαγκάνουνε το σπίτι μου,

κλαδιά χτυπούνε το παράθυρο’

ο άνεμος δεν έπαψε εδώ και χρόνια.

 

Τριαντάφυλλο εκείνου του Γενάρη,

θαμπή μορφή, δικό μου πρόσωπο. 

ΤΟ  ΚΕΡΔΟΣ, 39

ΤΟ  ΥΠΟΓΕΙΟ, 39

Δήθεν με διώχνουν πάλι απ’ τη δουλειά’

με διώχνουνε από παντού και με κλωτσάνε.

Πώς να γυρίσω πάλι σπίτι μου,

τί ψέματα να βρω;

Δεν έχω και κουράγιο πιά, μήτε πεντάρα.

 

Θάθελα να κρυφτώ σ’ ένα υπόγειο’

αισθάνεσαι ασφάλεια, τίποτε δεν αλλάζει.

Βαρέθηκα μονάχα εγώ να σπαρταράω.

 

Κάποτε είμασταν παιδιά και παίζαμε κρυφτό.

Έλα, θυμήσου λίγο. 

--

Έτος τέταρτο, τεύχος 2, αριθμός 8. Θεσσαλονίκη, Καλοκαίρι 1961

      ΤΑ  ΧΙΛΙΑ  ΔΕΝΤΡΑ

ΤΟ  ΠΑΡΑΠΟΝΟ,61

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, 61

ΤΑ ΧΙΛΙΑ  ΔΕΝΤΡΑ, 62

ΤΟ  ΜΑΘΗΜΑ, 62

ΣΑ  ΝΑΝΑΙ  ΑΝΟΙΞΗ, 62-63

Σ’  ΑΥΤΟ  ΤΟ  ΜΑΓΑΖΙ, 63

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ, 63

ΜΕ  ΤΟ  ΤΡΑΙΝΟ, 64

ΤΟ  ΠΙΟ  ΓΛΥΚΟ  ΜΑΣ  ΣΠΙΤΙ, 64

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ  ΚΑΚΟΣ, 64-65

Η  ΠΡΟΣΦΟΡΑ  ΚΑΙ  Η  ΖΗΤΗΣΗ, 65

Η  ΝΥΧΤΑ  ΜΕ  ΤΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑ, 65

ΓΥΡΩ  ΜΟΥ  ΝΥΧΤΑ- ΜΕΡΑ, 66

ΚΑΠΟΙΟ  ΘΑΡΡΟΣ, 66

Η  ΚΑΤΑΡΑ  ΜΟΥ, 66-67

ΤΟ  ΜΟΝΟ, 67

ΟΜΙΧΛΗ  ΠΕΦΤΕΙ, 67

--

Έτος πέμπτο, τεύχος 1, αριθμός 9. Θεσσαλονίκη. Πρωτοχρονιά 1962

ΠΕΖΑ

ΟΙ  ΚΟΤΕΣ, 1-3

ΤΑ  ΛΑΪΚΑ  ΣΙΝΕΜΑ, 3-5

Ο  ΦΟΒΟΣ  ΤΟΥ  ΥΨΟΥΣ, 6-8

--

Έτος πέμπτο, τεύχος 2, αριθμός 10. Θεσσαλονίκη. Καλοκαίρι 1962

ΠΕΖΑ

ΤΑ  ΕΒΡΑΪΙΚΑ  ΜΝΗΜΑΤΑ, 3-5

ΤΑ  ΚΕΛΛΙΑ, 5-7.

   Βεγγάζη, 1962

Σημείωση: Τα Καφκικής ατμόσφαιρας μικρά πεζά του Γιώργου Ιωάννου, συμπεριελήφθησαν στον τόμο των Πεζογραφημάτων του "Για ένα φιλότιμο", έκδοση του περιοδικού της "Διαγωνίου", Θεσσαλονίκη 1964. Επανεκδόθηκε δύο ακόμα φορές, το 1966 και το 1973 από τις εκδόσεις "Κέδρος", Αθήνα. Ενώ, ανατυπώθηκε Αθήνα 1979 από τις εκδόσεις "Ερμής" σε έναν τόμο μαζί με τα πεζά του/βιβλία "Σαρκοφάγος" και "Η Μόνη Κληρονομιά". Τα οποία είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις "Ερμής" Αθήνα το 1971 και το 1974 αντίστοιχα. Τα Πεζά του "Φιλότιμου" γράφτηκαν στο Καστρί της Κυνουρίας και στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το πεζό, "Ο Φόβος του Ύψους" αν δεν υπήρχε το όνομα του συγγραφέα του, σίγουρα θα θεωρούσαμε ότι είναι ένα από τα μικρά πεζά του Κάφκα με την εφιαλτική τους ατμόσφαιρα. 

--

     Κατά την αντιγραφή των Ποιημάτων κράτησα την ορθογραφία του περιοδικού που πρωτοδημοσιεύτηκαν και όχι όπως τα διαβάζουμε συγκεντρωτικά και χτενισμένα στις εκδόσεις Ερμής και Σφεντάμι.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 18-21/ Σεπτεμβρίου 2023