Μνήμη Αντώνη Καρυώτη
που χάθηκε άδικα και αναίτια στο
Λιμάνι του Πειραιά
ΣΑ ΣΠΟΡΟΣ
Νιώθω σα σπόρος
αγκαθιού
με γαντζωμένο το
κεντρί
στην αγκαθένια την
καρδιά μου
Γιώργος Ιωάννου, «Ηλιοτρόπια»
ΣΟΚ και μόνο
ΣΟΚ νιώσαμε όλοι μας καθώς παρακολουθούσαμε από τις οθόνες των τηλεοράσεων τα
όσα συνέβησαν στην Πόλη μας, το πρώτο λιμάνι της χώρας τον Πειραιά. Δεν
μπορούσε να συλλάβει ο νους μας αυτό που έβλεπαν τα μάτια μας, αδυνατούσε να το
πιστέψει. Νόμιζε ότι ίσως είναι ένα τρικ, ένα παιχνίδι της όρασής σου που έχει
αρχίσει να θαμπώνει. Νεαρό άτομο τρέχοντας να προλάβει το καράβι για την Κρήτη,
τον τόπο καταγωγής του, να σπρώχνεται στη θάλασσα. Να πέφτει από τον καταπέλτη στη θάλασσα ανάμεσα στο κενό με την προβλήτα, μετά από διαπληκτισμό του με τους
αρμόδιους του καραβιού που ετοιμάζονταν να αποπλεύσει. Οι δύο προπέλες να
δουλεύουν στο φουλ και η δίνη των νερών που στροβιλίζονταν άγρια να παρασέρνει
τα πάντα. Ο νεαρός άντρας όπως είπαν οι αρμόδιοι, δεν πρόλαβε να αντιδράσει
πνίγηκε αμέσως. Ενώ το καράβι συνέχισε την πορεία του, δίχως τα άτομα που συμμετείχαν
στο συμβάν να σπεύσουν να το βοηθήσουν. Η ανθρώπινη βαρβαρότητα σε όλο της το
κοινωνικό και επαγγελματικό μεγαλείο. Την βαρβαρότητα την δική σου, την
βαρβαρότητα των άλλων, την βαρβαρότητα του νομικού μας πολιτισμού, την
βαρβαρότητα ενός πανάρχαιου πολιτισμού και κοινωνίας, της ευρωπαϊκής. Ένας
κόμπος σε πνίγει, ένα σφίξιμο τυλίγει την καρδιά σου, ένας κρυφός λυγμός που
δεν ξέρεις που να τον διοχετεύσεις. Ένα τραγικό αποτέλεσμα, το ξαφνικό και
αναίτιο χάσιμο της ζωής ενός νέου αθώου ανθρώπου, ενός βιοπαλαιστή μιάς πολυμελούς
οικογένειας, και όπως λέχθηκε από τις οθόνες της τηλεόρασης, άτομο με ιδιαίτερα
«προβλήματα» υγείας. Αυτό και αν είναι ΣΟΚ. Παρακολουθείς καθισμένος στην καρέκλα
σου μπροστά στην οθόνη και βλέπεις το θάνατο να κυκλώνει εσένα, τους γύρω σου,
τους πάντες από το πουθενά, από το τίποτα, από το ξαφνικά, από εκεί που δεν το
περιμένεις. Και δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις, να τον αποδεχτείς, να τον ανταποδώσεις,
να βυθιστείς στην σιωπή και την μοναξιά, την ερημιά σου, να ενωθείς με την φωνακλάδικη
αδιαφορία των γύρω σου, ή να αρχίζεις να ουρλιάζεις άναρθρα, σε μία γλώσσα που δεν
έχει εφευρεθεί ακόμα για να ονοματίσει τα πρόσωπα και τις εκδηλώσεις του κακού
προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Νιώθεις ανίσχυρος, μικρός, μηδαμινός, άβουλος,
δίχως κοινωνική προστασία, επίφαση φροντίδας. Κούφια λόγια εκλεγμένων
επαγγελματιών πολιτικών, ανακυκλωμένες μουχλιασμένες υποσχέσεις, σκουριασμένες
ιδεολογικές φωνές που κανείς δεν κατανοεί πια, νομικά και νομικίστικα τερτίπια,
δικονομικά τεχνάσματα περί κράτους δικαίου που κανείς δεν πιστεύει, περί
ισονομίας, δικαιοσύνης, περί πολιτείας που αγκαλιάζει όλους τους πολίτες σαν
την μητέρα κλώσα, όλοι μαζί ενωμένοι, ακούγονται από τηλεοπτικές κραυγές. Κρώζουν
τα κοράκια του θανάτου πετώντας ανάμεσά μας. Οι από άμβωνος κρατικοί υπάλληλοι
λένε τις ίδιες εδώ και αιώνες ανέξοδες ομιχλώδεις ρεκλάμες λόγων φόβου και
πίστης. Ο «άνθρωπος είναι εικόνα Θεού» Μωρέ μπράβο μας, φανταστείτε τι είναι το
πρωτότυπο. Μία λέξη δεν ακούστηκε από το «ιερό στοματάκι τους» για τους περίπου
10.000 έλληνες που αυτοκτόνησαν από την πτώχευση των δέκα χρόνων των μνημονίων.
Ούτε ασφαλώς από τους εκλεγμένους επαγγελματίες πολιτικούς μας συμπολίτευσης
και αντιπολίτευσης, εδώ και 13 χρόνια τώρα. Μία καταδίκη των πολιτικών και της
αντικοινωνικής πολιτικής τους, όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων από το 2010 μέχρι
σήμερα. Όλοι και Όλες είναι ανεύθυνοι, βγαίνουν λάδι και η ζωή εν θανάτω
συνεχίζεται, για να επιβεβαιωθεί το ρηθέν επί πράσινου πολιτικού προφήτη
πρωθυπουργού: «Κυβερνώ μία διεφθαρμένη χώρα». Οι θάνατοι της Μάντρας, οι θάνατοι στο Μάτι, οι
θάνατοι στα Τέμπη, και πριν προλάβεις να συνέλθεις να και οι φωτιές σε όλη την
επικράτεια, τα κύματα καύσωνος, οι πλημμύρες στον Θεσσαλικό κάμπο και οι
καταστροφές, το χάσιμο ανθρώπινων ζωών και νοικοκυριών, γεωργικών εκτάσεων και
αγροτικής παραγωγής. Οι κόποι μιάς βασανισμένης ζωής στάχτες και λάσπες.
Δολοφονίες νεαρών φιλάθλων, γυναικοκτονίες, βασανισμοί οικόσιτων ζώων. «Να δεις
τι σούχω για μετά» τραγουδά ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Ένα κομβόι συνεχόμενων
θανάτων που δεν λέει να κοπάσει. Ποιος θα πει την τελευταία λέξη σε αυτό το
θανατερό της πατρίδας μας παιχνίδι σκάκι, η ζωή ή ο θάνατος; Και ποιος αλήθεια
θα ενδιαφερθεί ουσιαστικά για το αβέβαιο μετά του χρόνου των ζωών μας;
Η αναγνωστική μνήμη κρατά ονόματα που
έγραψαν και δημοσίευσαν ιστορίες και αφηγήσεις για τη θάλασσα και τις περιπέτειες
των ελλήνων ναυτικών, γιατί φυσικά, οι έλληνες ναυτικοί δεν συμπεριφέρονται με
αυτόν τον βάναυσο και βάρβαρο τρόπο όπως στην περίπτωση του άτυχου και
χαμογελαστού Αντώνη. Εκτός και αν η Βαρβαρότητα που ξεπήδησε από το κουτί της
Πανδώρας των χρόνων μας έχει εξαπλωθεί στην ατμόσφαιρα.
Επέλεξα στη μνήμη του αδικοπνυγμένου
Κρητικού άντρα να αντιγράψω ένα μικρό θαλασσινό διήγημα (για τον καλό, υπερήφανο
και ευαίσθητο τετράποδο Κουτσάφτη) του γεννημένου στο Ναύπλιο παλαιού
πεζογράφου Εμμανουήλ Λυκούδη (1849-13/10/1925). Να το αντιγράψω δίχως φιλολογικό
σχολιασμό ή συντάσσοντας ένα ευρετήριο της ναυτικής του ορολογίας. Μία
συγκινητική, θλιβερή, πονεμένη και μελαγχολική ιστορία που φανερώνει την
κυνικότητα, την αδιαφορία, την σκληρότητα και βαναυσότητα του ανθρώπινου ζώου
δίχως τα ψιμύθια μέσα στην Ιστορία του πολιτισμού, της μεταφυσικής πίστης, του
νομικού μας πλαισίου και της πολιτικής ιδεολογίας. Γιατί όπως μας λέει ο
ποιητής Γιώργος Ιωάννου σε ποίημά του: «κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη»,
χρειάζεται άλλος τρόπος και καθημερινούς, διαρκείς αγώνες για να σπάσει αυτό το
απόστημα της Βαρβαρότητας της ανθρωπότητας.
Μ Α Ρ Α Σ Μ Ο Σ
Ήταν σ’ ένα λιμάνι του Κορινθιακού
κόλπου, απάνω στη ρουμελιώτικη ακτή, σε μιά σκάλα, όπου ανάρια καθρεφτίζονται
στο γιαλό σε μιά γραμμή τα σπίτια κι αγναντεύεις άντικρυ το Μοριά, που
στεφανώνουν ψηλά οι κορυφές της Ζείριας’ θέλεις πες πως ήταν η Βιτρινίτσα,
θέλεις η Ιτιά.
Καμιά εκατοστή οργιές ανοιχτά ήταν
αραγμένη μια μπρατσέρα όμορφη, καινούργιο καραβάκι, που ό,τι λες κ’ είχε
ξεγλιστρήσει από τα σκαριά του Γαλαξιδίου. Ήτανε έτοιμο να τα πριμάρει’ το
πράμα εφαίνονταν καθαρά. Γιατί και ο φλόκος ήταν απλωμένος και χώρια απ’ αυτό
ισάριζαν και το τουρκετίνο και τη μαϊστρα.
Άξαφνα βλέπω να λύσουν τη φελούκα του από
την πρύμνη και να τη στέλνουν έξω. Ένας μονάχα ναύτης ήταν στο πρυμνιό κουπί το
μοναχό, στριφογυρίζοντάς το σαν έλικα βαποριού, και στην κουπαστή μπροστά
ολόρθο ένα μαύρο καραβόσκυλο που ούρλιαζε λυπητερά.
Ακοστάρει η βάρκα στην αμμουδιά, μπρος
στα μαγαζιά του γιαλού, καθαυτό μάλιστα μπροστά σε μια σκιάδα που είχαν στημένη
με πάλους απάνω στη θάλασσα, για να παίρνουν εκεί με τον μπάτη τον αργιλέ τους
οι θεργιακλήδες. Κι εκεί που ακοστάρισε, βλέπω το ναύτη να αρπάζει το μαύρο του
σκυλί έτσι σαν τραγί από το σβέρκο και από τη ράχη και να το πετάξει με δύναμη
στην ξηρά. Κι ό,τι το πέταξε λάμνοντας με δυνατές κουπιές, ανοίχθηκε αμέσως
αρόδο και τράβαε με βία για τη μπρατσέρα.
Μα το σκυλί ερίχθηκε στη θάλασσα,
κυνηγώντας τη βάρκα, και κολύμπαε ουρλιάζοντας λυπητερά’ έλαμνε ο ναύτης με το
μοναχό κουπί καργάροντας όσο μπορούσε το δρόμο της βάρκας, μα και το σκυλί
απελπισμένο εχτύπαε όσο μπορούσε με τα ποδάρια το νερό και το ‘φτασε το
φελούκι.
Τότε ο ναύτης με άγριο θυμό σηκώνει το
κουπί και το χτυπά το άμοιρο στο κεφάλι, λέγοντας: «Το Θεό σου… που νόμισες πώς
θα γυρίσεις πάλι στο καράβι».
Τότε ούρλιασε το έρημο πλιο θλιβερά’
θέλεις από τον πόνο, θέλεις από καημό. Δεν εγύρεψε να ακολουθήσει πλια τη
βάρκα, αλλά χαχλάκιζε με τα ποδάρια τα νερά, χωρίς σκοπό, χωρίς νόημα, μόνε
μόνε να μη βουλιάξει.
Είδα τότε τη φελούκα να ακοστάρει τη
μπρατσέρα: ο ναύτης την έδεσε στην πρύμη και εσαλτάρισε απάνω. Και η μπρατσέρα
όλο και να σαλπάρει. Έτριξε η αλυσίδα δυνατά και σε λίγο επήραν μέσα το
αγκουρέτο. Φυσούσε καλούτσικο μαϊστράλι και στη στιγμή επήραν τα πανιά και
φλόκος και τουρκετίνο και μαϊστρα. Κι εχύθηκε σα χέλι απάνω στα νερά η
μπρατσέρα αφήνοντας πίσω από την πρύμη χοχλάτο αφρισμένο αυλάκι και τραβώντας
γοργά με ρότα κατά το Αίγιο.
Το σκυλί όλο και ούρλιαζε χτυπώντας με
απελπισία τη θάλασσα και τραβώντας κατά το πέλαγος. Αλλά εμάκραινε ολοένα γοργά
η μπρατσέρα και στο τέλος απελπίστηκε. Εγύρισε το κεφάλι κατά τη στεριά και με
κόπο πολύ και αγωνία έφτασε να βγει και να πέσει σαν ψόφιο απάνω στις τούφες
από τα φύκια, όπου είχε σωριάσει ο μπάτης, από κάτω από τη σκιάδα, είδος
εξέδρας που σας είπα πως είχε στήσει με παλούκια απάνω στο νερό ο καφετζής
ακουμπώντας την στο μουράγιο.
Ό,τι έφτασε εσηκώθηκε ολόρθο και
τεντώνοντας το λαιμό όλο και ούρλιαζε σπαραχτικά, αγναντεύοντας τα άσπρα
λατίνια της μπρατσέρας που χώνευαν θολά στην καταχνιά του πελάγου’ και
εφούσκωνε και μάζευε, στη βαριά του την ανασανιά σα φυσερό, η κοιλιά του και
τουρτούριζε παγωμένο, ενώ εστράγγιζε από πάνω του το αλμυρό νερό.
Το έβλεπα εκεί τρεις μέρες καθισμένο πάντα στ’
ακρογιάλι να αγναντεύει το πέλαγος. Δεν εσάλευε από εκεί. Του πήγαινα από κάτω
από εκείνη την εξέδρα του γιαλού ψωμί, κόκαλα, μα του κάκου. Δεν εννοούσε ούτε
να μυρίσει τροφή. Κι όλο κι εσούρωνε κι επερδικλώνουνταν από την αδυναμία τα
πόδια του, όταν ζητούσε να κινηθεί σαν να είχε ποδόλυσσα’ και τα παγίδια του
εμετριόντουσαν από κάτω από το πετσί του.
Τα παιδιά του έκαναν μαρτύρια’ γιατί δεν
είχε αφέντη’ ήταν, έλεγαν, σκυλί του δρόμου’ βροχή έπεφταν απάνω του οι πέτρες’
το κούτσαναν κιόλα για καλά. Αλλ’ αυτό, πράμα παράξενο, δεν εννοούσε να φύγει. Εκεί από κάτω από τις
σανίδες της σκιάδας, πάντα εκεί. Τί ξέρεις; Του φαίνονταν ίσως πως ήταν από
κάτω από την κουπαστή της μπρατσέρας του, του σπιτιού του. Και όμως του έκαναν
τόσα τα παιδιά όπου κι εγώ απορώ πώς δεν το είχαν ακόμη τελειωμένο.
Μια μέρα, αφού το χάιδεψα πολύ, του έδεσα
το λαιμό με ένα μαντήλι και εζήτησα να το πάρω μαζί μου στο σπίτι που είχα στο
γιαλό κοντά. Με ακολούθησε χωρίς αντίσταση κουνώντας την ουρά του. Άμα έφτασα
στο σπίτι, το έλυσα και το εχάιδεψα πολύ. Με τήραε με τα τίμια μάτια του
σκυλιού, όλο ευγνωμοσύνη και συμπάθεια, μάτια που αν και ζώο, εζωγραφίζονταν
επάνω τους όλος ο βαθύς καημός που του σπάραζε την ψυχή, και γλείφοντάς μου τα
χέρια έφυγε αργά, αργά. Σε λίγο εγύρισε το κεφάλι και κουνώντας την ουρά μ’
εκοίταξε πάλι με τα πονεμένα μάτια του και ετράβηξε. Το ένιωσα το δυστυχισμένο.
Δεν ήθελε να το παρεξηγήσω. Άλαλο ήταν το στόμα του, αλλά εκείνη η θλιβερή
ματιά μου εφάνηκε πως μου έλεγε: Μη με πάρεις για αχάριστο’ αλλά θέλω εκεί από
κάτω που μοιάζει τόσο το καράβι μου, να ξεψυχήσω εκεί, αγναντεύοντας το πέλαγος
και ρουφώντας την αρμύρα που φέρνει ο μπάτης.
Και όμως πόσο του αύξαινε τα μαρτύριά του
αυτός ο μπάτης! Εκεί από κάτω από το μουράγιο που ‘χε κρυφτεί, όταν ήτανε ρήχη,
με τραβηγμένα τα νερά, άφηνε δυο πιθαμές τόπο η θάλασσα και μαζευότανε
κουλουριασμένο απάνω στα μουσκεμένα φύκια. Αλλά όταν έπαιρνε μπάτης, η θάλασσα
έφτανε τον τοίχο του μουράγιου και το εσκέπαζε ορθό ως την κοιλιά.
Αλλά εκείνο δεν το εκουνούσε από εκεί
κάτω. Μονάχα, όταν άκουε την αλυσίδα του αγκουρέτου κανενός καϊκιού που άραζε,
εσηκώνονταν, έβγαινε από κάτω από τη σκοτεινή τρύπα του και αγνάντευε τη
θάλασσα μυρίζοντας τον αέρα’ και όταν ακοστάριζε στο γιαλό κανένα βαρκί καϊκιού
εσούρνονταν ως εκεί, κουνώντας την ουρά του στους ναύτες. Αλλά το έδιωχναν με
πετριές, γιατί είχε όλα τα σημάδια της λύσσας το παλιόσκυλο’ τα γουβιασμένα
μάτια του εγυάλιζαν, χώρια που είχε πάντα την ουρά του από κάτω από τα σκέλια.
Στο τέλος εκείνοι που είχαν τα μαγαζιά στο
γιαλό αποφάσισαν να του δέσουν μια πέτρα να το φουντάρουν από την άκρια της
ξυλένιας σκάλας του λιμανιού, γιατί ούρλιαζε πολύ τη νύχτα και θα έπαιρνε
κανένα ο Χάρος με τη γρουσουζιά του! Είδα κι έπαθα να τους αλλάξω τη γνώμη με
πολλά παρακάλια’ τους έλεγα πως έκλαιγε από τον καημό της ερημιάς του, μα που
ν’ ακούσουν! Εκείνο που τους ησύχασε ήταν όταν τους είπα πώς αυτό το σκυλί ξέρω
ότι δεν τρώει τίποτε και σε δυο μέρες το πολύ θα ψοφήσει μοναχό του.
Την περασμένη είχε έρθει μια γαλαξιδιώτικη
γολέτα, και το ξημέρωμα, κοντά τρεις από τα μεσάνυχτα, έριχνα με τη βάρκα της
τα παραγάδια, για να τα σηκώσω με την
άλμπα.
Είχαμε ανοιχτεί αρκετά μακριά και όμως
εκεί που εκαλάριζα το παραγάδι, το στεριανό τ’ αγέρι που έβγαναν την ώρα εκείνη
οι ξέρες, μου έφερνε αδύνατο, ξεψυχισμένο του σκύλου το ούρλιασμα.
Σε λίγο, αν κι επέσαμε πολύ πλιο γιαλό,
δεν τ’ άκουγα πλια. Θα ήταν απάνω κάτω η ώρα που επρόβαλε εκεί από τα βουνά της
Δεσφίνας ο αυγερινός.
Δεν το θυμήθηκα πλια το σκυλί και ψάρευα,
όσο που βγήκε ο ήλιος. Όταν στο τέλος επήραμε απάνω και τα δυό παραγάδια, ετραβήξαμε
κατά το γιαλό.
Εκεί στην αμμουδιά, άκρη, άκρη, ήταν
ξαπλωμένο το σκυλί σαν καθιστό, όπως ζωγραφίζουν τις Σφίγγες με τα πόδια
εμπρός, με το λαιμό τεντωμένο, αγναντεύοντας το πέλαγο.
Αλλά ήταν νεκρό. Σβησμένα, γυαλωμένα τα
ορθάνοιχτα μάτια του, ξυλιασμένο το κορμί του.
Τότε το μικρό ναυτόπουλο, που μου κρατούσε
τα κουπιά:
-Μπα, είπε, ο Κουτσάφτης! Το κακόμοιρο το
σκυλί! Το είπαν και το ‘καμαν οι άπονοι.
Πολύ βαθειά συμπάθεια για το ναυτόπουλο μ’
έκαμαν να αισθανθώ τα πονετικά του λόγια για το δυστυχισμένο ζώο.
-Το γνωρίζεις, παιδί μου, του είπα, αυτό
το σκυλί;
-Αμ δεν το γνωρίζω; Είναι ο Κουτσάφτης’
από πατριώτικο καράβι, από την μπρατσέρα του Νικολού του Σταμπά. Είχαν πει πως
θα το ‘διώξουν και το ‘διωξαν.
-Και γιατί το ‘διωξαν, παιδί μου;
-Να, δεν ήταν διόλου κακό. Όσα κι αν του
‘καναν, και ξύλο και δέσιμο σφιχτό, για να αγριέψει, αυτό τίποτα.
Ένα καραβόσκυλο, ξέρεις, κύριε, πρέπει να
είναι άγριο, κακό, να γαυγίζει δυνατά και να δείχνει πάντα τα δόντια. Αυτό ήταν
γεννημένο ήμερο και καλό’ όσοι κι αν εζύγωναν στο καράβι τους κουνούσε την ουρά
του. Δεν ελόγιαζε κανένα για κλέφτη, δεν έβανε με το νου του κακό για άνθρωπο…
Κι εγώ, ως εκείνη τη στιγμή, είχα τη
γελασμένη ιδέα ότι μονάχα ανθρώπους σβήνει και βουλιάζει σ’ αυτόν τον κόσμο η
καλοσύνη!
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΛΥΚΟΥΔΗΣ, «ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ», εκδόσεις Νεφέλη, 1990
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Κυριακή 10/9/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου