Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθολογία ποιημάτων του Γιώργου Ιωάννου από το περιοδικό Διαγώνιος

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ στο περιοδικό ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ

 

            «Φίλοι, το ξέρετε και το ξέρω. Οι στίχοι

            μοιάζουν με σαπουνόφουσκες: η μιά

            ανεβαίνει, η άλλη όχι»

            UMBERTO SABA, ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ, μετάφραση Σωτήρης Παστάκας, περ. «Πλανόδιον» τχ.7/Καλοκαίρι 1988, σ.398.

 

        Και πρίν προλάβεις να συνέλθεις από την πρόσφατη πλημμυρίδα θανατικού και καταστροφής που ζει η μοιραία πατρίδα σου, και εμείς οι έλληνες και ελληνίδες, τα δύο βίαια, δολοφονικά συμβάντα στην πόλη σου, τον Πειραιά, ακούς την είδηση του θανάτου των 5 ελλήνων στρατιωτικών που χάθηκαν όπως χάθηκαν στην Λιβύη, όπου μαζί με συναδέλφους τους και διερμηνείς, είχαν μεταβεί για να προσφέρουν βοήθεια στην πληγείσα από φυσικές καταστροφές χώρα. Και σε πιάνει απαισιοδοξία, κατάθλιψη, σφίγγεται η καρδιά σου με όλα αυτά τα σκοτεινά γεγονότα που ακούς και συμβαίνουν γύρω σου, στην χώρα σου, στον Πλανήτη. Και ανοίγεις την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, μπας και δεις ή ακούσεις κάτι ευχάριστο να ειρηνεύσεις, και ώ! του θαύματος, το μόνο που ακούς να μονοπωλεί τον χρόνο σου, να σε βομβαρδίζουνε ολημερίς, είναι η μονοθεματική ειδησεογραφική σχολιαστική ενασχόληση με μελλοντικούς εκκολαπτόμενους πολιτικούς  «πατερούληδες Barbie». Και γίνονται τα νεύρα σου σμπαράλια, και κλείνεις τηλεοράσεις και ραδιόφωνα και σιχτιρίζεις τον πολιτικό και κοινωνικό εαυτό σου, που ενώ άλλαζε ο Κόσμος γύρω σου, οι Κοινωνίες, εσύ βυθισμένος μέσα στο λευκό των σελίδων κενοτάφιο των Λέξεων που είναι τα πάσης φύσεως και είδους Βιβλία της τέχνης και του πολιτισμού, δεν κατάλαβες τίποτα. Ένας μαλακομπουκομένος αναγνώστης του ποιητικού λόγου και θιασώτης της τέχνης, όρθωσες Τείχη γύρω σου και φυλακίστηκες, που λέει ο παμπόνηρος γέρος της Αλεξάνδρειας, ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. Και θυμάσαι τον ποιητή και πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου, και αυτά που μας έχει εξιστορήσει από τα δικά του χρόνια διδακτικής εμπειρίας όταν υπηρετούσε ως έλλην εκπαιδευτικός στην Βεγγάζη. Και κλείνεις τηλεοράσεις και ραδιόφωνα και αναπολείς τους δικού σου κεκοιμημένους, τους αδικοχαμένους της πατρίδας σου μέσα στο ιστορικό διάβα της. Που, παρά την χρονική απόσταση που σας χωρίζει, είναι παρόντες με τον δικό τους μυστικό, αποκαλυπτικό τρόπο. Και θυμάσαι τους δολοφονημένους και κατατρεγμένους, τους κακουργημένους «Νεομάρτυρες» του Γένους των Ελλήνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, τους Μικρασιάτες του 1922 εκδιωχθέντες από τις πατρογονικές τους εστίες Πρόσφυγες, και κάνεις μνημόσυνο, στους αγνοούμενους και δολοφονηθέντες Έλληνες και Ελληνοκύπριους της Κυπριακής τραγωδίας του 1974-‘όταν παλικαράκι, έφηβος μαζί με άλλους, γινόσουν ένα με την λαοθάλασσα των διαδηλωτών στους δρόμους φορώντας το σήμα «Δεν ξεχνώ» και φώναζες συνθήματα για τερματισμό της ξένης εισβολής και κατοχής στην Κύπρο. Δεν υπήρξες στη ζωή σου ποτέ κήρυκας πολιτικής και γεωγραφικής απομονώσεως της πατρίδας σου, αλλά, αν αναλογιστούμε το τι βάρβαρο και αποκαρδιωτικό μας συμβαίνει από τότε που η Ελλάδα απελευθερώθηκε από την οθωμανική σκλαβιά, το 1821, υπαιτιότητα ξένων φιλικών και εχθρικών προς την μικρή αυτή χώρα λαών και κυβερνήσεων, ξενότροπες δικές μας νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες ρήμαξαν τις ζωές μας και άλλαξαν την εικόνα του ελληνικού τοπίου, μείωσαν την εμβέλεια του Ελληνισμού, τότε, πραγματικά δεν ξέρεις πίσω από πιο πολιτικό ή ιδεολογικό παραβάν να κρύψεις την συνείδησή σου για να βρεις δικαίωση. Και η γενική και της δικής σου της ζωής ιστορία συνεχίζεται δίχως εξισορροπήσεις, στο πουθενά. Και καταφεύγεις σε κάτι κουραστικό, επαναλαμβανόμενο και συνηθισμένο σε σένα το διάβασμα, την ποίηση, την πρόζα, την τέχνη. Και θέτεις ερωτήματα και δεν παίρνεις απαντήσεις, δεν βρίσκεις «λύσεις» στα τόσα αδιέξοδα, αλλά συνεχίζεις και εσύ να βολοδέρνεις με λέξεις και νοήματα, με σκέψεις και οράματα άλλων, με τεχνικές και ρεύματα της γραφής, στροφές, με στίχους που σε εξιτάρουν και σε συγκινούν, σου κρατούν την θέρμη της όποιας ευαισθησίας σου ζωντανή. Την ανθρωπιά σου, έστω και στα χαρτιά. Άχ! αυτή η Ποίηση, το άλλο μισό της μοναχικής και μοναδικότητας της Ζωής.

      Εξακολουθώ να διαβάζω, να κρατώ σημειώσεις, να σχολιάζω τα πεζά και να θέτω ερωτήματα εκ των υστέρων, να συνομιλώ με τον ποιητή και πεζογράφο Θεσσαλονικιό Γιώργο Ιωάννου και το έργο του. Να προετοιμάζω ένα ακόμα ηλεκτρονικό σημείωμα για την πολυσχιδή δημιουργία του στην ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Να προσπαθώ να κατανοήσω τις παραξενιές του, τις ιδιορρυθμίες του, τις εμμονές του, τον φουριόζικο οξύθυμο χαρακτήρα του σε ότι τον ενοχλούσαν, σε όσα συνέβαιναν γύρω του,-πολιτικά και κοινωνικά, καλλιτεχνικά καθέκαστα-δημοσιεύονταν εναντίον του. Πικρόχολα λόγια και κείμενα. Και όλα αυτά τα αρνητικά, τα κατέγραφε, τα σχολίαζε με τον δικό του ποιητικό πάντα τρόπο. Είτε στις «επιφυλλίδες» του στον ημερήσιο τύπο είτε στο περιοδικό που εξέδιδε το «Φυλλάδιο». Βαδίζω μαζί του σε μνήμες ανθρώπων και μνημεία της συμπρωτεύουσας, της πρωτεύουσας και άλλων ελληνικών περιοχών. Θλίβομαι με τα όσα τράβηξαν (εξορίες, δολοφονίες, βασανιστήρια) οι κάτοικοι Ελληνοεβραίοι της πόλης του Θερμαϊκού και όχι μόνο, κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Οι αφηγήσεις του-για τα τότε χρόνια της ελληνικής δύσκολης και σκοτεινής περιόδου-έρχονται και συμβαδίζουν με αφηγήσεις και δακρυσμένες μαρτυρίες που έχω ακούσει (και έχω διαβάσει), αναμνήσεις για τα χρόνια της Κατοχής, της πείνας στην πόλη μας, τον Πειραιά. Μία άλλη Προσφυγούπολη μέσα στο κομβόι των ελληνικών πόλεων. Όταν το μικρασιάτικο προσφυγικό στοιχείο είχε εγκατασταθεί μετά χιλιάδων βασάνων και κόπων στο πρώτο λιμάνι και τα πέριξ, έζησε μέσα σε μία εικοσαετία, μία δεύτερη καταστροφή και συμφορά. Εξαθλίωση, λοιμός, δολοφονίες, βασανιστήρια των ελλήνων αγωνιστών της αντίστασης ενάντια στον ξένο εισβολέα και κατακτητή. Και έρχονται στα διαβάσματά σου, οι μαρτυρίες, οι φωνές του «Κοινού λόγου» της Έλλης Παπαδημητρίου να ενωθούν με τις εξιστορήσεις του Γιώργου Ιωάννου, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη για την Θεσσαλονίκη των νεανικών τους χρόνων. Έρχεται η έκπληξη της μνήμης σου ακούγοντας μαρτυρικές εξιστορήσεις που δεν μπορούσες να πιστέψεις για τραγωδίες ανθρώπων, δράματα οικογενειών, δολοφονίες παιδιών, να συνδυαστεί με ανάλογες εντυπώσεις γεγονότων που άκουσες και διάβασες σε βιβλία μικρασιατών προσφύγων. Από την πένα του Στρατή Δούκα, του Στράτη Μυριβήλη, του Ηλία Βενέζη, της Ιφιγένειας Χρυσοχόου, Διδώ Σωτηρίου και τόσων άλλων ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων που έζησαν τα φριχτά αυτά δραματικά δρώμενα της Ελληνικής Ιστορίας. Τι να λησμονήσεις και ποιους, καθώς η μακρυά σειρά των σβηστών κεριών πληθαίνουν. «Τι να σου πρωτοθυμηθώ μάνα μου" είναι ο τίτλος ενός βιβλίου, χαρακτηριστικότατος της καθόλου ιστορικής πορείας του Ελληνισμού. Φουντώνουν μέσα σου οι μνήμες καθώς διαβάζεις τα βιβλία του Γιώργου Ιωάννου ακόμα και σήμερα. Σε παίρνει από το χέρι και περιδιαβαίνεις μαζί του σε λαϊκές γειτονιές, σε λασπωμένα σοκάκια, σε χαλάσματα κτιρίων και βίων ανθρώπων. Μυρίζεις τα λουλούδια και τα άνθη στους κήπους στα παρτέρια, ανακαλύπτεις κρυμμένες μικρολεπτομέρειες των χώρων που και εκείνος βάδισε και παρατήρησε πρώτος. Φώτισε κόχες ζωών και αναρωτιέσαι, μα πώς δεν τα πρόσεξες όλα αυτά τόσα χρόνια. Μια λεπτομερή αφηγηματική ψιλοβελονιά είναι η γραφή του Γιώργου Ιωάννου, ένα άλλοτε φωτεινό, άλλοτε σκοτεινό, άλλοτε ομιχλώδες όνειρο η ποιητική γραφή του. Ένας ποιητικός λόγος που δεν ξέρω αν φρονηματίζει ή μπορεί και εξακολουθεί να «διδάσκει» τους αναγνώστες των ημερών μας. Σίγουρα με βεβαιότητα όμως μπορούμε να παραδεχτούμε ότι η ποίησή του, ο ποιητικός πεζός του λόγος, αυτά τα μικρής φόρμας και έκτασης πεζογραφήματά του, οι κριτικές του και δοκιμιακές μελέτες του για πρόσωπα της ελληνικής γραμματείας που σημάδεψαν τα ελληνικά γράμματα,-ακόμα και οι εμπνευσμένες και καθόλου μελοδραματικές νεκρολογίες του- τα επικαιρικά χρονογραφήματά του και τα ολιγοσέλιδα χρονικά του, τα σύντομα αλλά καίρια σχόλια του, διαθέτουν πλούσια στοιχεία λαϊκής γνησιότητας, επεξεργασμένης αν θέλετε μαρτυρικής των απλών ανθρώπων αλήθειας, γλωσσικής καθαρότητας που τείνει να υπερβεί την πεζογραφική γραπτή απεικόνιση και να γίνει αυθεντική προφορική λαλιά, να αποκτήσει την σημαντική της ανθρώπινης προφορικής ομιλίας. Ένα λαϊκό λακιρντί λαϊκών ανθρώπων που τέρπει και ανακουφίζει, που έζησες τις προηγούμενες δεκαετίες σαν νέος και εσύ. Ένα «πανηγύρι» λαϊκών καταστάσεων και εικονογραφίας συμπεριφορών οι οποίες ήσαν κοινωνικός θεσμός. Πυρήνες ανοιχτής πολιτικής κριτικής και καυτηριασμού των κακώς κειμένων της  ελληνικής κοινωνίας και συνηθειών. Μία ανοιχτή λαϊκή αγορά ανθρωποσύναξης όπου μπορούσαν να συμβούν τα πάντα, να συναντήσεις τους πάντες, να γευθείς ότι επιθυμείς και αντέχει το βαλάντιό σου και επιτρέπει το ήθος της συνείδησής σου. Ίσως αυτός ο υπερβολικός ορισμένες φορές της νοσταλγίας τόνος του, να ενόχλησε-και γιαυτό φίλια και εχθρικά συγγραφικά, των λογίων βέλη τον χτύπησαν. Ίσως αυτή η λεπτεπίλεπτη περιπτωσιολογία των αφηγουμένων καταστάσεων που με τόση τέχνη και μαεστρία μας περιγράφει, αυτό το πολύχρωμο εικονοστάσι σκηνικό των ανθρώπων που φιλοτεχνεί, να μην γίνεται αποδεκτό στα αυτιά και στο βλέμμα των σύγχρονων και μοντέρνων αναγνωστών και κριτικών οι οποίοι έχουν συνηθίσει αλλιώς. Όσοι μετρούν με ξενόφερτα υποδεκάμετρα την ελληνική συγγραφική παραγωγή όχι γιατί την σέβονται ή την αγαπούν αλλά για να γίνουν αποδεκτοί στα ξένα κλειστά μοντέρνα σαλόνια των ειδικών περιοδικών και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Όσοι θέλουν μία λογοτεχνία παιχνίδι του πινκ πονκ μόνο για τους ίδιους. Τίποτα το σοβαροφανές και το μηδαμινό, το λαϊκίστικο δεν υπάρχει μέσα στο έργο του, τίποτα το χυδαίο και μη αυθεντικό στη γραφή του. Ο Γιώργος Ιωάννου στρέφει τη ματιά του στην ιερότητα της ζωής και την εξαγνίζει. Προσπαθεί να την μοιραστεί μαζί μας. Ο ποιητής-λογοτέχνης αποστρέφει το πρόσωπό του από το τιποτένιο, το μικροπρεπές, το ανούσιο, το ανίερο, το ευτελές, το προσπερνά είτε με οργή είτε με θλίψη, είτε με πικραμένα χείλη, το ειρωνεύεται. Ο Ιωάννου όπως η αναγνωστική επάρκειά μου τον κατανοεί, αναζητά ένα κέντρο αναφοράς. Έναν πατέρα Θεό επί της γης, σύντροφο που θα ακουμπήσει πάνω του τα βάσανα τα δικά του και των άλλων βασανισμένων. Μιά σχολαστική και εξονυχιστική παρατήρηση και εξερεύνηση των κειμένων του, ποιητικών και πεζών, θα μας φανερώσει τους κεντρικούς δείχτες αυτής της αναζήτησής του. Τις λέξεις εκείνες και τις φράσεις, τους υπαινιγμούς και συμβολισμούς, τις εξομολογητικές αναφορές τις μικρές και αδιόρατες, αλλά χυμώδεις της γραφής λεπτομέρειες οι οποίες δηλώνουν αυτήν την εναγώνια αναζήτηση. Όχι του κριτική αλλά του Καζαντζακικού συντρόφου παραστάτη και συμπαραστάτη Θεού. Δίχως να εντάσσουμε την γραφή του στους πεζογράφους της ελληνικής θρησκευτικής ή εκκλησιαστικής παράδοσης όπως έχουμε στην περίπτωση του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ή του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. Θρησκεύεται ως πιστός κάτι που έρχεται σε αντίθεση με ορισμένες πλευρές της ζωής του και τα διλήμματα τον γεμίζουν ενοχές. Ο Γιώργος Ιωάννου δεν ακολουθεί τα εξομολογητικά ίχνη των παλαιών φιλικών του προσώπων από την Θεσσαλονίκη, πνευματικοί σύντροφοι των νεανικών κατηχητικών χρόνων. Του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Δεν υιοθετεί την «παγανιστική» ορθόδοξη χριστιανική ματιά του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Ο οποίος πετά από τα πνευματικά των εθνικών ελλήνων άνθη στα της χριστιανικής θρησκείας και από εκεί στων σύγχρονων ρευμάτων της τέχνης σαν μέλισσα και διανθίζει την γραφή του. Ο λόγος του Γιώργου Ιωάννου διαθέτει την δική του υπαρξιακή βαρύτητα, στοχεύει σε άλλες οντολογικές παραμέτρους. Είναι η αμαρτωλότητα ενός νέου που χάνοντας τα στηρίγματά του τον γέμισαν ενοχές ή τουλάχιστον έτσι θεωρούσε, το οικογενειακό και εξωτερικό περιβάλλον. Έζησε με ηθικές αρχές μέσα σε ένα «ανήθικο» και εχθρικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που στο όνομα της όποιας καθαρότητας, ζητά την εξόντωσή σου. Εσωτερίκευσε ενοχές που δεν του αναλογούσαν. Ακτινογράφησε πάθη που ενδέχεται να μην τα έζησε. Σε ερωτήσεις δημοσιογράφων διαρκώς αρνείται ή δεν παραδέχεται ότι αυτοβιογραφείται στο έργο του. Η πλαστικότητα των εξομολογητικών αφηγήσεών του έχει διαφορετική πυκνότητα και συνθετικότητα από τον ποιητικό λόγο πχ. του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, που σε ορισμένους στίχους του έχεις την αίσθηση ότι ο Χριστιανόπουλος παίζει ειρωνευόμενος αλλά όχι ενοχοποιώντας την κατάσταση που βίωσε ή βιώνει. Ο Γιώργος Ιωάννου δεν «καταδέχεται» να συνθέσει περιπαικτικά στιχάκια για να τέρψη τα ελαφριά αναγνωστικά ήθη και να γαργαλίσει ερωτικά ένστικτα. (Σε σχολιασμούς του μιλά για τα γαργαλιστικά πονηρά στιχουργικά παιχνιδάκια του παλαιού φίλου του). Τα ποιήματά του είναι μικροί λυγμοί αυτομεμψίας. Εικόνες ζωής νοτισμένης στην υγρασία του έρωτα που δεν ευοδώθηκαν οι καρποί του. Η ερωτική του αφηγηματική θεματογραφία δεν προκαλεί σοκ, δεν θραύει την κρούστα των αισθησιακών ερεθισμάτων των αντρικών σωμάτων όπως έχουμε στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Στον Αλεξανδρινό ποιητή μετρ της λαγνείας και ορισμένες φορές του φωσφορίζοντος αισθησιασμού πίσω από τις πανέμορφες και κυριολεκτικές λέξεις που χρησιμοποιεί στα ποιήματά του. Στον Ιωάννου είναι υπαινικτική, ορισμένες φορές παραπλανητική όπως συμβαίνει με τίτλους πεζών του, πέρα από αυτούς με την σαφή αναφορά τους σε θρησκευτικά και εκκλησιαστικά κείμενα ή φράσεις. Βλέπε: "Το σκυλί δεν ξεχνάει", το "Σινδόνι καθαρά.." και μία σειρά άλλων τίτλων. Ο Ιωάννου στις ερωτικές του ανιχνεύσεις αναζητά μία «αδερφή ψυχή» να ακουμπήσει πάνω της να ξαποστάσει, να αναπαυτεί. Να βρει επιτέλους και αυτός το λιμάνι του, όμως η κοινωνία δεν του το επιτρέπει με τους θεσμούς της, των οικογενειακών προτύπων, από τη μία το πρότυπο της μητέρας και από την άλλη της γιαγιάς σαν κριτές των κρυφών μυστικών του. Και από την άλλη οι πανάρχαιες θρησκευτικές χριστιανικές αποκλίσεις από τις χαρές της ζωής που επιθυμούσε, οι απαγορεύσεις, τα αρνητικά ηθικά προτάγματα ενός Θεού της που τον αποκαλούν αγάπη και όμως μόνο αυτό δεν εκπορεύει με τις θείες ενέργειές του μέσα στην φύση. Όμως η ζωή ρέει γύρω μας αγνοώντας εμάς και τα όποια πολιτισμικά της ηθικής φράγματα έχουμε οικοδομήσει κυκλώνοντάς την. Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν δέχονται εύκολα ηθικά αναχώματα, όπως η ανθρώπινη μέχρι σήμερα περιπέτεια μας έχει δείξει. Ή τουλάχιστον, αλλάζουν ανάλογα με τις κοινωνικές και πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν. Η ερωτική ηθική που επαγγέλλονται τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα και οι κοινωνικές και οικογενειακές απαγορεύσεις, δεν αφορούν ούτε τους άπιστους ούτε κυρίως, τις πλούσιες και οικονομικά ανεξάρτητες, εύρωστες κάστες και ομάδες ανθρώπων- τις ελίτ των πολιτών που στηρίζονται στο δικό τους «κλειστό» αξιακό σύστημα ζωής, περιφρουρώντας τις απολαύσεις και οικονομικά τους κεκτημένα, αφορά τις αχαρτογράφητες και ανώνυμες φτωχές μάζες των ανθρώπων, όλους εμάς, σαν μία μέθοδο προσαρμογής μας, πρότυπα σύμβολα αποδοχής του καπιταλιστικού ή κομμουνιστικού αντίστοιχα πολιτικού και κοινωνικού συστήματος. Η ενοχή από το σύστημα μεταφέρεται στην ανθρώπινη μονάδα και έτσι διαιωνίζεται η ελεγχόμενη ευταξία του κοινωνικού συνόλου και λειτουργούν τα γρανάζια των κοινωνιών. Ο Γιώργος Ιωάννου, σαν άτομο μιάς άλλης γενιάς και εποχής, ενστερνίστηκε το κλίμα αυτών των ενοχών, ερωτικών και μη, δεσμεύτηκε από τις απαγορεύσεις που έθεσαν άλλοι στον εαυτό του, διατήρησε τις ενοχικές παιδικές και εφηβικές του οικογενειακές μνήμες και συνέχισε την κατοπινή του διαδρομή με το βάρος των αναμνήσεών του που δεν του αναλογούσαν. Κάτι που ίσως καθυστέρησε την ωρίμανσή του σαν προσωπικότητα, γράφω ίσως να το επαναλάβουμε. Να προσθέσουμε ότι τα άτομα τα οποία αποκλίνουν από τον γενικό ερωτικό κανόνα μέσα στην κοινωνία, στην πλειοψηφία τους, είναι-είμαστε ενοχικά άτομα, από ενοχές και απαγορεύσεις που προέρχονται είτε από το συγγενικό είτε από το κοινωνικό περιβάλλον. Ο εξωτερικός περίγυρος πάντα καθορίζει το τι είναι ηθικό και τι ανήθικο στις διαρκώς εκπαιδευόμενες γενιές των ανθρώπων, διαμορφώνοντας τις συνειδήσεις των μεγάλων μαζών. Εδώ παίζεται της σωματικής και ερωτικής αυτοδιάθεσης το σκληρό παιχνίδι, στο να μην αφομοιωθεί η επαναστατικότητα των διαφορετικών ερωτικών φωνών και επιλογών από το σύστημα. Να μην γίνουν δηλαδή και αυτές κατεστημένο και απολέσουν την δυναμική τους. Ο Ιωάννου εκτός από ποιητής και λογοτέχνης υπήρξε και σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος, εργάστηκε στο δημόσιο, τα λόγια του και τα γραπτά του ήσαν το διάστημα αυτό περιορισμένα. Ή έπρεπε να προσέχει το τι γράφει και ποιος είναι ο δημόσιος λόγος του. Ας φέρουμε στη σκέψη μας τον διπλωμάτη νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη και στο πόσο προσεχτικός και διστακτικός υπήρξε στις πολιτικές του ημερολογιακές κρίσεις και θέσεις, εξομολογήσεις για έλληνες πολιτικούς και άλλους δημόσιους παράγοντες της εποχής του. Τις ερωτικές φοβίες του Αλεξανδρινού ποιητή όσο διάστημα εργάζονταν στην Αγγλική εταιρεία ύδρευσης ως υπάλληλος. Ωστόσο, ο εξομολογητικός και αφηγηματικός λόγος του Γιώργου Ιωάννου, δεν είναι ένας λόγος θρησκευτικής αρετολογίας, μεταποίησης του ερωτικού βιώματος σε νηστευτική πρακτική ενός ενάρετου βίου. Ερωτικής μαρτυρίας μέσω της εκφραστικότητας της γραφής μιάς εξομολογούμενης καθαρότητας, η οποία γίνεται στιγμιότυπα συναισθηματικών εικόνων της ποίησης και των πεζών του. Καθώς η καθημερινή του πραγματικότητα γίνεται στιγμές ενοχικών τύψεων. Το κίνητρο-αν υπάρχει τέτοιο στην γραφή του Ιωάννου-είναι η αποτύπωση της ποιότητας και ιερότητας του καθόλου της ζωής του ανθρώπου. Του σώματος και ότι αυτό μεταφέρει πάνω του ως μνήμη, ως αίσθηση, ως ευαισθησία, ως αφή, ως προοπτική ζωής, ως τεκμήριο της αθωότητάς του αλλά και ως εξωτερική ενοχή η οποία σκοτεινιάζει την αθωότητα αυτή. Ο χώρος που κινείται ο Ιωάννου φέρει το δικό του ανθρώπινο στίγμα και ο ίδιος σφραγίζεται από την ατμόσφαιρά του και διαμορφώνει τις σχέσεις και απόψεις του, το αποτύπωμά του. Κινείται ανάμεσα στο κελί του και στην ανωνυμία του αντρικού πλήθους των σκοτεινών αιθουσών των σινεμά, κυρίως. Συγγενεύει η φωνή του με του Χριστιανόπουλου, στο βαθμό που οι πεζογραφικές του εξομολογήσεις φωτίζουν ανώνυμα νεαρά και αντρικά πρόσωπα και χαρακτηριστικές συμπεριφορές στρατιωτών, ζωής του στρατοπέδου. Όπου χώρος, ενδυμασίες, υπαινιγμοί και συναισθήματα, βλέμματα γίνονται ένα ως ταμπλό της αφήγησής του και των κρυφών επιθυμιών του.Τίποτα δεν είναι τυχαίο στον αφηγηματικό λόγο και τις περιγραφές του Ιωάννου, όλα είναι σχεδιασμένα αλλά όχι πεποιημένα, ψεύτικα, κίβδηλα, πώς θα μπορούσαν να ψευτίσουν άλλωστε αυτές οι ανθρώπινες εμπειρίες και καταστάσεις στα χέρια ενός τόσο δεξιοτέχνη και έμπειρου ποιητή, αυτά τα κινούμενα άλλοτε σε ένα κλίμα κυνικότητας και άλλοτε σε μία ατμόσφαιρα δηλωμένης ευαισθησίας τα ανθρώπινα βιώματα και βάσανα που έζησε. Καμία συγγραφική τεχνική ανισότητα δεν σκιάζει την βιωμένη αλήθεια της ζωής και της πνοής του. Τα πάντα ενορχηστρώνονται σε μία δημιουργική υποκειμενικότητα η οποία είναι και συλλογική, του όλου ανθρώπου. Πολλές φορές επαναλαμβάνεται ή μεταφέρει πεζά του σε διαφορετικές χρονικές στιγμές σε νέες εκδόσεις του. Τα φανερώματα της αισθητικής του ματιάς έχουν την ιερότητα-αν δεν είναι υπερβολή- αυτά που διαθέτουν τα λαϊκά συναξάρια. Οι λαϊκοί βίοι όχι των αγίων αλλά των «αμαρτωλών αγίων» όπως οι ήρωες του ρώσου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Το εσωτερικό βλέμμα της συγγραφικής του δημιουργίας είναι που μας οδηγεί-ή τουλάχιστον έτσι οφείλει να είναι-και όχι οι προκάτ δικές μας ιδέες και ηθική επισκόπηση του βίου του. Η απολογία των πεζογραφημάτων του αποκαλύπτει την προσωπική του αλήθεια και όχι οι εκ των υστέρων δικές μας αναγνωστικές προτιμήσεις. Ο Ιωάννου ακολουθεί μία λαϊκή εξομολογητική παράδοση (όπως στο Βυζάντιο που η εξομολόγηση και η συγχώρεση γινόταν δημόσια στο κέντρο του ναού μπροστά στους πιστούς), στον Ιωάννου ναός είναι η γραφή του, τα πεζογραφήματά του, και οι πιστοί είναι οι μελλοντικοί ενδεχόμενοι αναγνώστες του. Δεν χρησιμοποιεί αστικά ή μικροαστικά της εξομολόγησης τεχνάσματα μέσα από κλειδαρότρυπες, πίσω από καφασωτά ηθικής ύφανσης. Την αγωνία και τον πόνο του, την πίκρα και θλίψη του, τις ενοχές και την οργή του, τις αναμνήσεις και βιωμένες εμπειρίες του μας τις καταθέτει αυτό που λένε λαϊκά στην ψάθα, δηλαδή, φάτσα κάρτα μπροστά στα μάτια των αναγνωστών. Ή δημιουργεί εικόνες κοντράστ (μνήματα νεκροταφείων- ερωτικές επαφές στρατιωτών μέσα σε αυτά. Ερωτικές σκηνές- περιφορά Επιταφίου κλπ.) Είναι πέρα και πάνω από μία περιττή «φιλολογικότητα» ή "φιλολογήτιδα" που θα ερέθιζε την περιέργειά μας, τα κατώτατα ένστικτά μας. Τα πεζά του Ιωάννου και ο ελάχιστος ποιητικός του λόγος (δύο μόνο συλλογές), είναι κείμενα μιάς αντιπροσωπευτικής μας αθωότητας. Ερωτικής και ψυχικής ειλικρίνειας, που σε όλους μας μπορεί να συμβούν αυτές οι καταστάσεις, να περάσουν ως σκέψη στο μυαλό μας. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να γράψουμε ότι είναι ένας λόγος καθαρότητας των ερωτικών επιθυμιών μας με μεγάλο οντολογικό βάθος παρά τις επιμέρους πληγές και έλκη.

Ακούραστος εσωτερικός ταξιδευτής, σωστότερα περιπατητής των δύο κεντρικών πόλεων που κατοίκησε και μετεγκαταστάθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, αλλά και των άλλων τοποθεσιών που εργασιακά διέμενε μας κληροδότησε αφηγήσεις και περιστατικά, ανθρώπινες καταστάσεις και συμβάντα, αφηγήσεις, λόγια λαϊκής προσφυγιάς, μαρτυρίες ζωής και βιώματα γεμάτα ειλικρίνεια και αυθεντικότητα, τις οποίες ύφανε σε μικρής φόρμας ποιητικές ιστορίες και μας τις έδωσε στα διάφορα βιβλία που εξέδωσε. Τα βιβλία αυτά περιέχουν σπονδυλωτά μικρά ποιητικά πεζά με κέντρο αναφοράς τον άνθρωπο και τα αδιέξοδά του, το δικό του δράμα, τις ψυχής του αναταράξεις και σκαμπανεβάσματα, του σώματός του εκπληρωμένα ή ανεκπλήρωτα ερεθίσματα. Δίχως να παραγνωρίζει και την άλλη πλευρά, αυτήν των λόγιων κατοίκων και ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης, των δύο μεγάλων πόλεων τους οποίος εικονογραφεί είτε με θετικά είτε με αρνητικά χρώματα στα κείμενά του, και είναι γνωρίζει ότι ανήκει σε αυτό το σινάφι ως συγγραφέας. Πάντα όμως, διαχωρίζει τον χαρακτήρα και τις συμπεριφορές των απλών καθημερινών ανώνυμων ατόμων από τους γραμματιζούμενους. Πάντα επώνυμα και με επιχειρήματα στηριγμένα στην τέχνη και την λογοτεχνία, και αν καταφεύγει ορισμένες φορές στις ορμητικές και οργιώδεις κρίσεις το κάνει ενάντια σε καταστάσεις που βίωσε και πρακτικές τους. Σε αυτά που έγραψαν εναντίον του, ή κοροϊδεύοντάς τον. Η ανθρωποφαγία δεν είναι προνόμιο των καθημερινών ανθρώπων του λαού, των πολιτικών και των εχόντων την εξουσία, είναι και των πνευματικών ανθρώπων και των πάσης φύσεως καλλιτεχνών. Η ανθρωπογεωγραφική τυπολογία των ανθρώπων που εικονογραφεί ο Γιώργος Ιωάννου δεν περιορίζεται μόνο στους λαϊκούς τύπους της Λαϊκής Αγοράς, στους εύρωστους λαϊκούς νέους που επισκέπτονται τα Λαϊκά Σινεμά-που και εκείνος συχνάζει και παρατηρώντας φιγούρες, μορφές, αντιδράσεις, κινήσεις σωμάτων, συμπεριφορές ατόμων, ακούει στιχομυθίες, πιάνει κουβέντα με άγνωστά του άτομα, καταγράφει κοινωνικές συνήθειες ή περιγράφει ενδυματολογικές συνήθειες. Επισκέπτεται-όπως ο ίδιος μας εξιστορεί- σε διαφορετικές ώρες την πλατεία Ομονοίας, την Δημοτική Αγορά της Αθήνας για να δει από κοντά την ανθρώπινη λαϊκή ανθρωπογεωγραφία των ατόμων που συχνάζουν σε διαφορετικές ώρες σε αυτά τα μέρη, δίνουν ραντεβού, τα σημεία και τα στέκια συνάντησης των προερχόμενων από την επαρχία ατόμων, ή για διαφορετικούς λόγους και αιτίες ο καθένας. Συγχρωτίζεται με τον απλό ανώνυμο κόσμο αδιακρίτως, χάνεται μέσα στην οχλοβοή του πλήθους, αυτός ο μονήρης λογοτέχνης, ο οποίος ζούσε σε ένα μικρό σπίτι σχεδόν κελί, στην οδό Δεληγιάννη πίσω από το Πολυτεχνείο, με κατεβασμένες πάντα τις βαριές κουρτίνες του παραθύρου του-στην επιθυμία του να αγοράσει, να βρει, να προμηθευτεί ένα χορταρικό, ένα τρόφιμο, το οποίο ταιριάζει στην εορτή και σχόλη της ημέρας (βλέπε Καθαρή Δευτέρα, σύμφωνα με την προσωπική μαρτυρία του φίλου του γιατρού και συγγραφέα Γιώργου Αράγη) για να φιλέψει τα φιλικά του πρόσωπα τα οποία έχει καλέσει σε γεύμα, κρατώντας την παράδοση. Αυτός ο φιλογενής, ο πατριώτης, ο μερακλής της ζωής, ποιητής-λογοτέχνης, δεν έχει την οπτική του συντοπίτη του Ηλία Πετρόπουλου, που καταπιάστηκε με την έρευνα των πλέων λούμπεν χαρακτηριστικών και συνηθειών,  αντικειμένων της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, δεν ξεσηκώνει το βωμολοχίας λεξιλόγιο τύπων της πιάτσας. Ελάχιστες και διάσπαρτες στα κοντά 300 (;) πεζά του οι λούμπεν λέξεις, αυτές που είναι φορτισμένες με "αμαρτωλά και πρόστυχα νοήματα". Δεν στέκεται να συνθέσει ιστορίες και αφηγήσεις όπως ο Πέτρος Πικρός, καθορίζοντας τα όρια της γραφής του. Παρά του ότι διαθέτει έντονο το θρησκευτικό στοιχείο της πίστης-όπως αυτό διακρίνεται στον λόγο και την γραφή του (ριζώματα ατμόσφαιρας της περιόδου των εφηβικών Κατηχητικών συνάξεων)-δεν ακολουθεί ας το επαναλάβουμε τα συγγραφικά ίχνη του Πεντζίκη, ο ποιητικός και πεζογραφικός λόγος της Γενιάς του ακολουθεί διαφορετικά μονοπάτια. Αγαπά τον απομόναχο Παπαδιαμάντη και τον αποσυνάγωγο αυτόχειρα ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον γείτονά του όπως του άρεσε να λέει. Μιλά θετικά για το βιβλίο «Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του μικρασιάτη Στρατή Δούκα. Συμβουλεύει ρωτώντας νέους συγγραφείς που τον επισκέπτονται και επιθυμούν να τον γνωρίσουν από κοντά αν πρυτανεύει στην ζωή τους η τέχνη, δηλαδή η συγγραφή τους ή η ίδια τους η ζωή και οι εμπειρίες της. Και κλείνει προς την ζωή, αυτός ο ακαταπόνητος εργασιομανής φιλόλογος γραφιάς. Ο ποιητής πεζογράφος που άνοιξε νέους δρόμους στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας. Ο είρων αλλά και αυτοσαρκαστικός. Ο λογοτέχνης που δεν φοβάται να ομολογήσει την φιλοπατρία του, την αγάπη του για τον Παύλο Μελά, τον Ίωνα Δραγούμη, την Μακεδονία. (οι θέσεις του Ιωάννου για τον Ίδα κατά Καζαντζάκη, είναι διάσπαρτες και διατυπώνονται τόσο στα μικρά του δοκίμια όσο και στις σελίδες του περιοδικού "Φυλλάδιο" όπου διευκρινίζει και πολύ ορθά παρανοήσεις της Δραγουμικής μας ερμηνείας και ανάγνωσης. Να επαναλάβουμε την διαφορά μεταξύ εθνισμού και εθνικισμού που οφείλουμε να έχουμε στην σκέψη μας κατά την επισκόπηση έργων, προσώπων και ιστορικών καταστάσεων εκείνης της περιόδου. Ο ποιητής και λογοτέχνης, Ιωάννου που έκανε πέρα τις παρενθετικές αιτιολογήσεις των επικρατούντων μοντέλων γραφής περί διαφοράς του ποιητικού ύφους από αυτό της πρόζας-τις διαχωριστικές γραμμές- και συνένωσε τα δύο είδη. Μας έδωσε τα ποιητικά πεζογραφήματά του.

      Ας αναφερθούμε τώρα, στον ταλαντούχο ποιητή και το ποιητικό πρωτοφανέρωμά του όπως το αντιγράφουμε στην πρώτη περίοδο της κυκλοφορίας του περιοδικού «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» της Θεσσαλονίκης, του οποίου και ο ίδιος με τις πνευματικές του δυνάμεις συνέβαλε στην έκδοσή του. Εξάλλου, ο εκδοτικός οίκος που ίδρυσε ο εκδότης του ποιητής και φίλος του Ντίνος Χριστιανόπουλος, εξέδωσε και κυκλοφόρησε τα πρώτα πεζογραφήματά του, τα ποιήματα της δεύτερης συλλογής του, και δημοσίευσε σχεδόν 60 ποιήματά του, πεζά του και μεταφράσεις του, στα 6 πρώτα τεύχη του περιοδικού της χρονικής περιόδου 1959-1962, όπως αντιγράφω παρακάτω, καθώς και τα Δημοτικά Τραγούδια της Κυνουρίας. Η συνεργασία τους από μία στιγμή και έπειτα σταματάει. Υπάρχουν φυσικά αναφορές στο έργο και το όνομά του σε κριτικές και μελέτες που αφορούν και μας μιλούν για την Λογοτεχνία και του Ποιητές της Θεσσαλονίκης. Πχ. Τάσος Κόρφης, Κίμων Φράιερ, Τόλης Καζαντζής κλπ.

     Το ωραίο μικρού μεγέθους 14Χ21 ολιγοσέλιδο στην αρχή περιοδικό, κυκλοφόρησε την Πρωτοχρονιά του 1958 το πρώτο του τεύχος. Σελίδες 1-16 ήταν γραμμένο εξ ολοκλήρου από τον ποιητή και εκδότη Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ήταν εξαμηνιαίο και την καλλιτεχνική επιμέλεια είχε ο σταθερός συνεργάτης του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εικαστικός και μεταφραστής Κάρολος Τσίζεκ. Το δεκαεξασέλιδο πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε σε 300 αντίτυπα από το τυπογραφείο του Ν. Νικολαϊδη. Στο «Χρονικό της Διαγωνίου» στην πρώτη φουρνιά της ιστορίας της ο Ντίνος Χριστιανόπουλος μας μιλά για τα ζητήματα της έκδοσης, βλέπε άρθρο του στο περιοδικό, τόμος Α/ 1965, σ.79. Για την έκδοση του περιοδικού, την περιοδική κυκλοφορία του και τις δυσκολίες της έκδοσής του και τους σταθερούς συνεργάτες του, διαβάζουμε σε συνεντεύξεις του εκδότη και σε πάρα πολλές μελέτες που αφορούν την χρονική διαδρομή και εξέλιξη της Σχολής της Θεσσαλονίκης. Επιπρόσθετα, να συμπληρώσουμε ότι τον Οκτώβριο του 2004 από τις εκδόσεις «Νησίδες», κυκλοφόρησε το χρήσιμο μελέτημα του εκπαιδευτικού και εκδότη, ποιητή Γιώργου Μολυβίδη, «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» Η κριτική κατά την πρώτη πενταετία (1958-1962) με επίμετρο του Ν. Χριστιανόπουλου. Σελίδες 118, τιμή 9,50 ευρώ. Μία μεστή ερευνητική εργασία του νέου Θεσσαλονικιού συγγραφέα (γεννήθηκε στην συμπρωτεύουσα το 1963), ο οποίος διερευνά με αγάπη και επιμέλεια την ύλη των τευχών της πρώτης περιόδου του περιοδικού, δέκα τεύχη, τα κείμενα που δημοσιεύονται και τα ύφη και την θεματολογία των συμμετεχόντων όχι μόνο από την περιοχή της Θεσσαλονίκης αλλά, από όλη την ελληνική επικράτεια. Τα αξιολογικά του κριτήρια είναι ακριβοδίκαια και φωτίζουν πτυχές της τότε λογοτεχνικής περιόδου. Η ιδέα της έκδοσης ενός νέου περιοδικού στην συμπρωτεύουσα, είχε αρχίσει να κλωθογυρίζει στις σκέψεις των νέων σε ηλικία ποιητών και πεζογράφων, κριτικών της Θεσσαλονίκης. Όπως ήταν η φιλική φιλότεχνη παρέα των Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, Γιώργου Ιωάννου και Ντίνου Χριστιανόπουλου. Φιλοδοξούσαν οι νέες ποιητικές παρέες με το περιοδικό αυτό εγχείρημα, να καλύψουν το κενό που είχε αφήσει ο τερματισμός της έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού «ΚΟΧΛΙΑΣ». Το μόνο περιοδικό που κυκλοφορούσε ήταν η μακρόβια «Νέα Πορεία» του πεζογράφου Τηλέμαχου Αλαβέρα. Ενώ, ένα χρόνο μετά την έκδοση της Διαγωνίου, 1959 ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης θα εκδόσει το δικό του περιοδικό με τίτλο «ΚΡΙΤΙΚΗ». Η ταυτότητα του περιοδικού και η φιλοσοφία του, είναι διαφορετική από αυτή της Διαγωνίου παρά του ότι συστεγάζονται στην ίδια πόλη και απευθύνονται σε ένα γνωστό και «μυημένο» στα γράμματα κοινό. Ο ερχομός της Διαγωνίου και των νέων σε ηλικία συνεργατών του, έφερε μία νέα πνοή στα γράμματα της συμπρωτεύουσας, άνοιξε καινούργιους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς ορίζοντες (αναφερόμαστε στις εικαστικές και θεατρικές σελίδες του περιοδικού) και καλλιέργησε πρωτοφανέρωτες ζυμώσεις. Το περιοδικό εξαμηνιαίο στην αρχή, τετραμηνιαίο αργότερα, στις κατοπινές του περιόδους, υπήρξε αντιπροσωπευτικό των καινούργιων λογοτεχνικών αναγκών των νέων γενεών της Θεσσαλονίκης. Όπως οι παλαιότερες γενιές εκφραζόντουσαν μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Μακεδονικές Ημέρες» όπου φανερώθηκαν οι πεζογραφικές φωνές του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, του Στέλιου Ξεφλούδα, του Γεώργιου Δέλιου, του Γιαννόπουλου και άλλων. Οι κριτικές φωνές του Πέτρου Ωρολογά, του Πέτρου Σπανδωνίδη, του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, του πεζογράφου Νίκου Μπακόλα, της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη, παρά του ότι ανήκαν στις παλαιότερες γενιές της λογοτεχνικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης, βρήκαν ανοιχτές και φιλόξενες τις σελίδες της Διαγωνίου και προσμετρήθηκαν με τις νέες φωνές των Θεσσαλονικέων συνεργατών της. Όπως ήταν η ποιήτρια Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, η ποιήτρια και αστρολόγος Θεοδώρα Ντάκου, ο πεζογράφος Τόλης Καλαντζής, ο Σάκης Παπαδημητρίου, ο Περικλής Σφυρίδης, η Αλίκη Γιατράκου- Fossi, ο Κώστας Ριτσώνης, η Κλαίρη Σωτηριάδου, η Τζένη Μαστοράκη, ο Γιώργος Μοράρης και πλήθος άλλων νεότερων γενεών δημιουργών προερχόμενοι όχι μόνο από την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα. Το περιοδικό έτυχε πανελλαδικής αναγνώρισης όπως και οι εκδόσεις του. Ψυχή του πλέον ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και οι στενοί συνεργάτες του. Καθρέφτιζε το μεγαλύτερο μέρος του νεότερου πνευματικού και φιλότεχνου δυναμικού της Θεσσαλονίκης. Άξιο προσοχής είναι οι πάμπολλες μεταφράσεις στα ελληνικά ξένων ευρωπαίων, (ποιητών από την αγγλία, την γαλλία, την Γερμανία). Αμερικανών, νοτιαμερικανών καταξιωμένων ποιητών και πεζογράφων. Βλέπε ποιήματα του Αργεντινού  Χόρχε Λουϊς Μπόρχες από την Λουσίλα Ρομέρο-Τάσο Κόρφη, την ποιήτρια Αλίκη Γιατράκου-Fossi. Ο δοκιμιακός λόγος και ο κριτικός του περιοδικού, είναι πάντα σύγχρονος, επίκαιρος δίχως να αγνοείται η παλαιότερη παράδοση. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Άγγελος Σικελιανός κλπ. Σχολιάζονται ξενόγλωσσες εκδόσεις που αναφέρονται στην ελληνική ποιητική πραγματικότητα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κριτικά σημειώματα του μετέπειτα πανεπιστημιακού Παναγιώτη Μουλά, και οι οι επιρροές του από τον ποιητή και εκδότη Γιάννη Δάλλα. Τα μουσικά κείμενα και οι μουσικές περιπλανήσεις του Σάκη Παπαδημητρίου στην Τζαζ και άλλα μουσικά είδη και φυσικά, τα εικαστικά κείμενα και σημειώματα του Ηλία Πετρόπουλου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Γιώργου Π. Σαββίδη, του Καρόλου Τσίζεκ κλπ. Ας θυμηθούμε και τις διοργανώσεις Εκθέσεων για εικαστικούς καλλιτέχνες από τον Χριστιανόπουλο. Αν προσθέσουμε και μερικές σελίδες για τον ελληνικό κινηματογράφο όπως αυτές που υπογράφει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον νέο σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο, την παρουσίαση ποιημάτων του ποιητή και φιλόλογου Σταύρου Βαβούρη, δίχως να παραλείψουμε τα ποικίλα κείμενα του μικρασιάτη συγγραφέα και βιογράφου του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, τον Στρατή Δούκα και τα Βιβλιογραφικά δελτάρια του Τάσου Κόρφη και τις αναστυλώσεις του- παρουσίασε ποιήματα του πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Χαντζάρα, τους δύο ποιητές του μεσοπολέμου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και Μήτσου Παπανικολάου, μπορούμε να γράψουμε χωρίς δόση υπερβολής ότι το περιοδικό, παρά τις χρονικές του διακοπές, στο σύνολό του, σε όλη την ύλη των τευχών του που ξεφυλλίζουμε, ξεπλήρωσε και με το παραπάνω τους στόχους και τις πνευματικές φιλοδοξίες της έκδοσης και του εκδότη του. Μεγάλο μέρος της πνευματικής και καλλιτεχνικής ικμάδας (ποιητική, πεζογραφική, μεταφραστική κλπ) των νεότερων Θεσσαλονικέων γενεών και άλλων περιοχών της βορείου ελλάδος, και της Αθήνας, παρουσιάστηκε από τις σελίδες της σε όλες της τις περιόδου. Η «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» εκδίδονταν ανά πενταετία και κυκλοφορούσαν δύο τεύχη τον χρόνο, ενώ μετά το πέρας της πενταετίας σταματούσε την κυκλοφορία της κατά δύο χρόνια και συνεχίζονταν εκ νέου στην επόμενη πενταετία. Έχουμε δηλαδή τέσσερεις πενταετίες (1958-1962), (1965-1969), (1972-1976), (1979- 1983). Το περιοδικό, κατά διαστήματα κυκλοφορούσε ανάτυπα με τα κείμενα ή τα ποιήματα, εργασίες των συμμετεχόντων, ενώ παράλληλα με την ίδρυση του εκδοτικού οίκου, δραστηριοποιήθηκε και στην έκδοση των γνωστών μας βιβλίων συνεργατών της. Σε παλαιότερα σημειώματα για τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο έχουμε αναφερθεί και καταλογραφήσει τις εκδόσεις της, αντλώντας στοιχεία και πληροφορίες από τα τεύχη του περιοδικού που έχουμε στην κατοχή μας και κατορθώσαμε παλαιότερα να αγοράσουμε, τα συμπληρωματικά φυλλάδια Ευρετηρίασης των τόμων του περιοδικού,-που είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει ο ίδιος ο ποιητής-εκδότης, όταν στην δεύτερη περίοδό του έγινε τριμηνιαίο (τόμοι Α/1965, Β/1966, Γ/1967, Δ/1968, Ε/1969) και από τα καταγεγραμμένα στοιχεία των τελευταίων σελίδων των τευχών, που, παρότι δεν δίνονται πολλές φορές όλα τα στοιχεία της έκδοσης, προσανατολίζουν τον αναγνώστη ή ερευνητή για την εκδοτική πορεία του οίκοι. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση (αυτοέκδοση) της πρώτης συλλογής του ποιητή Γιώργου Ιωάννου, «ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ», Θεσσαλονίκη 1954 την οποία αντιγράψαμε σε προηγούμενο σημείωμα. Στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού ίσως να μην είταν τυχαία η ανέκδοτη ποιητική παρουσία του μετέπειτα νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Ενδέχεται με την δημοσίευση αυτή να ήθελε ο Οδυσσέας Ελύτης όχι μόνο να εκφράσει την συμπαράστασή του στην εκδοτική αυτή προσπάθεια των νέων από την Θεσσαλονίκη, αλλά να δείξει και έναν δρόμο, ποιητικά ρεύματα που όφειλε να ακολουθήσει, ο ελληνικός ποιητικός λόγος. Πάντως η παρουσία του λειτούργησε θετικά για την φήμη του περιοδικού της συμπρωτεύουσας, δίχως να αγνοούμε τις ωραίες μεταφράσεις και τα ποιήματα του Θ. Φραγκόπουλου, τα σκίτσα του εικαστικού και ηθοποιού Μιχάλη Νικολινάκου, και αρκετών συνεργατών. Ο έτερος νομπελίστας μας, ο Γιώργος Σεφέρης, δεν είχε βραβευθεί ακόμα με το βραβείο Νομπέλ. Ο παραδοσιακός άγγλος ποιητής και θεωρητικός Τόμας Στέρν Έλιοτ έτυχε ιδιαίτερης προσοχής, όπως και οι μεταφράσεις του ποιητή Κλείτου Κύρου. Ο πεζογράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης με την ποιητική του συχνή παρουσία στις σελίδες της Διαγωνίου, αν δεν λαθεύω, τότε καταξιώνεται ως ποιητής. Θέλει ειδική έρευνα για να δούμε τους κοινούς συνεργάτες των παλαιών περιοδικών «Μακεδονικές Ημέρες», «Κοχλίας», «Νέα Πορεία» και μετά της «Κριτικής» και άλλων εντύπων και περιοδικών (όπως του Ν. Αλέξη Ασλάνογλου) με τους συνεργάτες της Διαγωνίου. Ή να δούμε, κατά πόσο η «Διαγώνιος» τροφοδότησε με τους συνεργάτες της ή την ύλη της άλλα έντυπα, εντός και πέρα των πνευματικών τειχών της Θεσσαλονίκης. Και κάτι για την ιστορία παραπολιτικό, μετά από τόσες δεκαετίες. Αν διαβάσουμε προσεχτικά εν συνόλω τα διάφορα σχόλια και τις μπηχτές τόσο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όσο και του Γιώργου Ιωάννου, στην προσωποπαγή έκδοση των οκτώ μονών και διπλών τευχών του «Φυλλαδίου» και από άλλες άμεσες και έμμεσες πηγές και αναμνήσεις Θεσσαλονικέων συγγραφέων ή ατόμων που σταδιοδρόμησαν στο Πανεπιστήμιο της Πόλης, θα διαπιστώσουμε μία εσωτερική του πνευματικού της δυναμικού διχόνοια, συγγραφέων συντροφικά και φιλικά «πισωμαχαιρώματα». Λυκοφιλίες και έχθρες εκ του μη όφειλαν. Αλλά, ας κάνουμε την παρασυγγραφική νύξη δίχως να επεκταθούμε. Πάντως η γραφή του Χριστιανόπουλου όσο και του Ιωάννου είναι ορισμένες φορές σκληρή και απόλυτη, ειρωνευτική και όχι ειρηνευτική. «Από την άλλη, η ποιητική κυρίως παρουσία και η ελάχιστη πεζογραφική του Γιώργου Ιωάννου τυγχάνει της προσοχής των αναγνωστών. Ο νεαρός φιλόλογος και ποιητής Ιωάννου, (βγαίνει από το συγγραφικό του καβούκι και ανοίγει τα φτερά του) γίνεται ευρύτερα γνωστός και αγαπητός σε ένα κοινό που ξεπερνά τα όρια της Θεσσαλονίκης. Και σε αυτό συμβάλουν και οι πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του από τον οίκο της «Διαγωνίου». Το σύνολο των ποιημάτων του που δημοσιεύτηκαν στη «Διαγώνιο» θα αποτελέσουν με μικρές αλλαγές τον κορμό της ύλης, της δεύτερης ποιητικής του συλλογής που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1963, αριθμός 2, «Τα Χίλια Δέντρα» Ποιήματα. σελ.80.Είναι η πρώτη έκδοση της δεύτερης ποιητικής του συλλογής. Η δεύτερη θα πραγματοποιηθεί από τις εκδόσεις Ερμής Αθήνα 1973 με τίτλο «Τα χίλια δέντρα και κάποια άλλα ποιήματα 1954-1963». Σελ.88. Η συλλογή θα εκδοθεί εκ νέου από τις εκδόσεις Ύψιλον και από τις εκδόσεις Κέδρος. Βλέπε εφημερίδα «Τα Νέα» 14/1/1989 «Εκ Θεσσαλονίκης», και Έλενα Χουζούρη, εφημερίδα «Η Αυγή» 25/9/1989, «Η ποίηση του Γιώργου Ιωάννου. Στις εκδόσεις της «Διαγωνίου» θα συμπεριληφθούν και τα Πεζογραφήματά του «Για ένα φιλότιμο» σελ.96, αριθμός 18 Διαγώνιος 1964. Βλέπε και κριτική του Τόλη Καζαντζή, στο τεύχος του Α τόμου του 1965, και το κείμενό του: «Νίκος Μπακόλας, Γιώργος Ιωάννου, Σάκης Παπαδημητρίου» σελ. 307-, τεύχος 3/9-12, 1979 περίοδος τέταρτη. Στην σειρά των Ανατύπων της «Διαγωνίου» θα κυκλοφορήσουν και τα «Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας» σελ.10 τα οποία είχαν πρωτοδημοσιευθεί στο δεύτερο τεύχος του 1965. Ενώ τα ελάχιστα μικρά πεζά του, θα συμπεριληφθούν σε βιβλία που θα κυκλοφορήσει τα κατοπινά χρόνια. Οι συνμεταφράσεις του με τον Κάρολο Τσίζεκ από όσο γνωρίζω, δεν συμπεριελήφθησαν σε κατοπινά έργα του, όπως και αυτές μεταγενέστερα στο περιοδικό «Εκηβόλος» του Βασίλη Διοσκουρίδη, και των Επιτύμβιων Επιγραμμάτων που παρουσίασε σε τεύχη του περιοδικού του «Φυλλάδιο». Οι ωραίες και σύγχρονες γλωσσικά μεταφράσεις δίνονται δίχως την αντιπαράθεση του αρχαίου κείμενο. Εδώ συναντάμε και τα έξεργα του Ιωάννου. Θρύμματα αρχαίων λέξεων και φράσεων δηλαδή ενσωματωμένα στην νέα της γλώσσας μετάφραση. Διαβάζουμε ακόμα και τις ωραίες αποδόσεις ερωτικών επιγραμμάτων και ποιημάτων της Παλατίνης Ανθολογίας. Αυτά που συγκέντρωσε και εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Κέδρος, και προκάλεσαν αναταραχή και ερεθίσματα στους πνευματικούς και όχι μόνο αναγνωστικούς κύκλους. Ας μεταφέρουμε ένα μεταφραστικό δείγμα. 211. Τύμνεω, «Η πέτρα εδώ μιλάει/πώς τον ζωηρό απ’ τη Μελίτη σκύλο συγκρατεί,/ φύλακα εξαιρετικά πιστό του Ευμήλου./ Ταύρο τον έλεγαν, όταν ακόμα ζούσε./ Αλλά και τώρα το γάβγισμά του/ το αντηχούν αι σιωπηραί οδοί/ μέσα στη νύχτα.» «Φυλλάδιο» τχ.5-6/ 1982. Θα άξιζε στη μνήμη του ποιητή και πεζογράφου μία νέα έκδοση του καθαρού ποιητικού του λόγου-των δύο του συλλογών και των σκόρπιων του-με μία εισαγωγή και σχολιασμό σε σχέση με τα πεζογραφήματά του, και μία έκδοση συγκεντρωτική των μεταφράσεών του. Συμπεριλαμβανομένου και της «Γερμανίας» του λατίνου Τάκιτου, που, όπως ο ίδιος με ειλικρίνεια εξομολογείται ότι παρ’ ότι καθηγητής, τα Λατινικά του δεν ήταν αρκετά και καλά και ο μεταφραστικός μόχθος ήταν μεγάλος αλλά το αποτέλεσμα εξαίσιο. Την προσοχή του στο Λατινικό Κείμενο, όπως και πάλι ο ίδιος μας εξομολογείται, την οφείλει στον καθηγητή και δοκιμιογράφο Γιώργο Σαββίδη. Παλαιό του φίλο, ενώ, δεν παύει να παραπονιέται για τις οικονομικές δοσοληψίες που είχε με τις εκδόσεις Ερμής οι οποίες επανεκδίδουν τα βιβλία του δίχως να αμείβεται. Αλλά και για την ατέλεια χάρτου που χρειάζονταν για την έκδοση του «Φυλλαδίου» που δεν του ενέκριναν παράγοντες του υπουργείου. Πάντως, για τον Ιωάννου, το «Φυλλάδιο» είναι το δικό του περιοδικό. Συγκινητική είναι και η ειλικρίνειά του όταν μας λέει ότι προσπαθεί να βρει τρόπο να επιστρέψει τις συνδρομές των συνδρομητών του περιοδικού. Κάτι, που μας αποκαλύπτει την εντιμότητα του ατόμου. Ο Ιωάννου, δεν υπήρξε «δραχμοφονιάς» στις σχέσεις του, μάλλον «με τρύπιες τσέπες» στις αγορές του. Ένα ακόμα μεταφραστικό ζήτημα-εφόσον κριθεί αναγκαίο-είναι η επανέκδοση της μετάφρασής του της τραγωδίας του Ευριπίδη, «Ιφιγένεια η εν Ταύροις». Νομίζω-δίχως να είμαι ειδικός-ότι η μετάφρασή του είναι ακόμα λειτουργική και η γλώσσα ζωντανή, παρά του ότι κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 1969. Πάντως η εκτενής εισαγωγή και τα σχόλια που συνοδεύουν την έκδοση είναι χρήσιμα ακόμα σε εκπαιδευτικούς και μη. Η μετάφραση είχε πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» τχ.675/18-3-1967. Και ο ευσυνείδητος και εργασιομανής πάντα Γιώργος Ιωάννου, ο φιλόλογος και μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος, μας μεταφέρει στον δισέλιδο Πρόλογό του κάτι νόστιμο. Γράφει: «Στον πρόλογό του στις Βάκχες ο E. R. Dodds, γράφει με πολύ χιούμορ, και όχι, βέβαια, χωρίς κάποια δόση υπερβολής, τα εξής: «Όπως όλοι οι εκδότες έχω λεηλατήσει κι εγώ τους προηγούμενους μου, μερικές φορές αναγνωρίζοντάς το και άλλοτε όχι». Και κλείνει τον Πρόλογό του ο Γιώργος Ι. Ιωάννου πάλι με τα σοφά λόγια του E. R. Dodds: «Αν η αγάπη και η γνώση της ελληνικής λογοτεχνίας πεθάνουν κάποτε σ’ αυτή τη χώρα, θα πεθάνουν από την ασφυξία, που θα έχει προέλθει από τον ζήλο αυτών, που προβάλλουν αυτά τα πράγματα. Εγώ, πάντως, δεν επιθυμώ να γίνω συνεργός στο έγκλημα αυτό».        

 

       Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ   Ι Ω Α Ν Ν Ο Υ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΠΕΖΑ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

περιοδικό   Δ Ι Α Γ Ω Ν Ι Ο Σ

Εξάμηνο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό

Εκδότης: Ντίνος Χριστιανόπουλος

Γραφική επιμέλεια: Κάρολος Τσίζεκ

Τεύχη: (1/1959)-(2/1959)-(1/1961)-(2/1961)-(1/1962)-(2/Καλοκαίρι 1962)

Έτος δεύτερο, τεύχος πρώτο. Θεσσαλονίκη, Πρωτοχρονιά 1959

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΒΡΕΧΕ ΔΙΧΩΣ ΛΟΓΟ, σελ. 1

Έβρεχε δίχως λόγο όλη τη νύχτα.

Έκλαψα-χόρτασε η ψυχή μου.

Σ’ έφερα πιό κοντά.

Κράτησα επιτέλους τη μορφή σου.

 

Χαράζει τώρα στις μηλιές

κείνο σου το χαμόγελο.

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ, 1

Κάτι ζητάει φέτος το φθινόπωρο.

Σου ζήτησα μιά πρόχειρη φωτογραφία.

Αν όμως βρέχει απόψε, πάλι θα χαθείς.

Βροχές, φωτογραφίες και φθινόπωρο.

 

Αγάπη μου,

αγάπη μου χωρίς ελπίδα.

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ, 2

Όλα μπορείς να τα σωπάσεις,

Όμως ποτέ τον έρωτα’

την ώρα που ανοίγουν τ’ άστρα,

όταν αρχίζει στην καρδιά η μουσική

και κόβονται γλυκά τα γόνατα.

 

Τότε σε οδηγούν τα βήματά σου. 

Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΘΑΡΘΕΙ, 2

Δεν έχει πάλι ύπνο κι ακούει τα ρεμπέτικα

και τα σκυλιά που αγαπούν τους μεθυσμένους.

Έκλεισε κι ο μπακάλης που πουλάει κρασί.

Στα σπίτια περιμένουν οι γυναίκες.

Το τραίνο πέρασε σφυρίζοντας’ ο τελευταίος σεισμός.

 

Τ’ όνειρο που θαρθεί κι απόψε το φαντάζεται.

Λιθογραφίες της Γενοβέφας, μυρωδιές, κρασί

στο δρόμο της καρδιάς πού τρίζει μες στην κούραση.

Ξανθά παιδιά πού πήρε ο ύπνος με τα ρούχα τους

καθώς περίμεναν τα βήματα του γυρισμού του.

Και δυό μεγάλα μάτια, μάτια υπομονής, μες στο σκοτάδι.

ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ ΚΑΡΔΙΑ, 2-3

Θέλησε να χορέψει,

στέρεψαν γι’ αυτόν τα τραγούδια.

Δε βρέθηκε καρδιά για τραγούδια.

 

Τώρα βέβαια ο ήλιος τον παρακαλεί.

Το φεγγάρι ανεβαίνει-κατεβαίνει’

μελαγχολεί, πάσχει δήθεν μαζί του.

 

Όλους τους διώχνει’ όλα τα κλωτσά.

Τάφρους θα σκάψει με νερά,

φωτιές θ’ ανάψει γύρω.

Να μη ζυγώνουν τα θηρία’ να μην ακούονται.  

ΜΙΑ  ΣΤΑΥΡΩΣΗ, 3

Πίσω απ’ τ’ ανύπαρχτα τρέχει τις νύχτες.

Με σάρκα ασύλληπτη, σάρκα φανταστική

τρέφει την αίσθησή του. Και δεν υπάρχει πιά

περίπτωση για να τον βρίσουν, φόβος

για να τον δείξουν, αντίο να μη του πουν,

ή και να τον προδώσουν.

 

Μες στο κελλί ζωγράφισε μιά Σταύρωση.

Κι ό,τι δε μπόρεσε να κάνει πράξη,

το πέτυχε πιστεύοντας. Ζωγράφισε κυνήγι’

λιοντάρι πίσω απ’ το λιοντάρι σέρνεται.

Γυναίκα στρογγυλή πού όλα αυτά τα βλέπει

-ακόμα πιό απελπισμένη σταύρωση.

Ζωγράφισε έναν άγιο με κάτι στο πιρούνι

-τα μάτια των ανθρώπων πλέον έδυσαν.

 

Ώ, πόσο σας μισεί, πόσο σας μίσησε, αναίσθητοι.

ΣΕ  ΕΠΑΡΧΙΑ  ΜΑΚΡΥΝΗ, 3-4

Σε επαρχία μακρινή δημόσιος υπάλληλος.

Κονταίνει κάθε μέρα μέσα του η κραυγή

«Ζήτω η Ελευθερία»’ γιατί κι αυτή καλή

όμως γλυκό και το ψωμί-πράγματα

τόσο για την ώρα ασυμβίβαστα.

 

Διάφοροι κι απίθανοι επαγρυπνούν τριγύρω του.

Η ευτυχία ονομάζεται εδώ «εφημερίς»

-του κυβερνώντος, εννοείται, κόμματος.

Κάθε καφές κ’ ένα κανούριο όνειρο

προορισμένο σε μιάν ώρα να στεγνώσει.

 

Και μόνο τις αργίες όταν κρύβεται

στο ξένο του δωμάτιο κάπως σα να ξεχνιέται’

ίσως να ξαναζεί.

ΜΕ  ΚΥΚΛΩΝΕΙ  ΑΠΟΨΕ, 4

Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά.

Θαρρώ πώς χάθηκα για πάντα.

Με ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.

Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου’

το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

 

Ποιός ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.

 

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,

αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.

ΣΦΡΑΓΙΔΑ  ΜΟΝΑΞΙΑΣ, 4

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πιά

-να μη με βλέπουν, αυτοί που τριγυρνούνε

με μιά σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

 

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου

με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.

 

Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.

ΞΕΡΕΙ  Ο  ΘΕΟΣ, 4-5

Έκαψα πρώτα τη μορφή μου.

Γράμματα και φωτογραφίες ύστερα.

Πώς με φωνάζουν πλέον το λησμόνησα’

 

όνομα ή επίθετο δε με στολίζει.

Ασχήμισε φριχτά το πρόσωπό μου’

της αμαρτίες τους καθρέφτες έσβησα.

 

Νύχια δεν έχω, δάχτυλα-χέρια δε νιώθω.

Πάλεψα μ’ αετούς, αγγέλους πέταξα

για τούτο το κελλί’ κ’ έκοψα όλα τα σκοινιά.

 

Όμως κ’ εδώ σκαρφάλωσες,

με τα φτερά της Άνοιξης, με τ’ άνθη’

κι όλη τη νύχτα το χαμόγελό σου μου μιλά.

Άς κατέβουμε γρήγορα’ ξέρει ο Θεός τι κάνει.

ΗΡΘΕ  ΤΗ  ΝΥΧΤΑ  ΠΑΛΙ, 5

Περπατώ- φεύγουν τα περιστέρια’

τρομάζουν τα πουλιά,

πετούν με τρόπο πλάγιο.

 

Ήρθε τη νύχτα πάλι ο Τειρεσίας.

Με τ’ άλλο μ’ έκραζε το όνομα

πού είναι στου κόσμου τα χαρτιά.

Την ιστορία της ζωής μου

ύστερα τραγούδησε

από το τέλος μέχρι την αρχή.

Χτυπούσε το ραβδί του νευρικά,

στο τέλος το έμπηξε στον τοίχο

και με μάτωσε.

 

Τυφλός, αθάνατος’

και μέσα σπαρταρούσα.    

ΤΟ  ΦΩΣ  ΣΒΗΝΕΙ, 5-6

Στ’ αστέρια πάλι φόβος’

στα δέντρα νυχτερίδες-θάνατος.

Φυσάει βαθιά μες στο σκοτάδι.

Μυρίζει προδοσία, εγκατάλειψη.

 

Δέντρο δεν είμαι, ούτε σπίτι ψηλό,

γάτα με μαύρο τρίχωμα ηλεκτρισμένο.

Κι όμως σα δέντρο υψηλό και σαν αλεξικέραυνο

με λιώνουνε οι κεραυνοί.

 

Δαγκάνω την καρδιά μου-το φώς σβήνει.

Διπλώνομαι στις μαχαιριές χωρίς ανάσα.

Αυτοί που πήγα να φωνάξω,

αυτοί φταίνε.

Η  ΑΛΛΗ  ΟΨΗ, 6

Έρχεται και με σείει κάθε νύχτα

ώσπου τα φύλλα πέφτουν,

τ’ άνθη απ’ τα χέρια μου πετούν.

Ουράνια μυστικά αναζητάει.

 

Με είδε τώρα απ’ την άλλη όψη

κ’ έγινε μαύρος, έγινε καπνός.

 

Τους τρέμω τους νεκρούς, τα βλέπουν όλα’

πετούν παντού, παρίστανται και φρίττουν.

Αυτούς δεν τους γελάς, δεν το γλυτώνεις.  

ΩΣ ΤΟ ΛΑΙΜΟ, 6

Δανείστηκε τη φωνή’ μιμήθηκα το βάδισμα.

Μπήκα ως το λαιμό μέσα στην επιτήδευση.

Ποτέ σα νέος δεν τραγούδησα στους δρόμους.

Πήρα τους δρόμους νύχτα μόνο για την καρδιά,

για την καρδιά την τέλεια της νύχτας.

 

Τώρα γυρίζω για να βρω τον εαυτό μου.

ΔΕ  ΒΡΙΣΚΩ  ΦΩΝΗ, 6-7

Θέλω να σκάψω και δεν έχω γη.

Να φυτέψω-χώμα δεν υπάρχει’

ούτε φυτά, ούτε καν ένα φτυάρι.

Θέλω να φωνάξω, δε βρίσκω φωνή.

Η ομορφιά δε μ’ αγγίζει

και τόσο θέλω ν’ αγαπήσω. 

ΣΤΑΓΟΝΑ   ΑΙΜΑ, 7

Βοηθώ μονάχος τη φωτιά για να με κάψει.

Κλονίζω την υγεία μου, προκαλώ τον θάνατο.

 

Τί να την κάνω πιά τη σιγουριά;

 

Κι απόψε οι ώρες μου θα γίνουν βήματα.

Και το πρωί ας έχει κι ας μην έχει ήλιο,

ας μην έχει ζωή-σταγόνα αίμα.

ΠΑΝΤΟΥ   ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ, 7

Σα να έχω χάσει την πατρίδα μου

-παντού ξεριζωμένος.

Σα να μην έχω πιά μητέρα,

έτοιμος πάντοτε να κλάψω,

να διηγηθώ σκληρότητες ανύπαρκτες,

να αναπνεύσω περιβάλλον δυστυχίας.

 

Και μέσα μου να λιώνω από αγάπη,

να είμαι βέβαιος-αλίμονο-για την ψευτιά. 

ΑΥΤΑ  ΤΑ  ΑΣΠΡΑ  ΧΕΡΙΑ, 7

Με τις παλάμες μου τις ένοχες στο πρόσωπο,

ούτε μπορώ να κρύβομαι, ούτε και να βαδίζω.

Αυτά τα άσπρα χέρια εξίσου είναι γνωστά.

 

Κ’ έψελνα κάποτε τις Κυριακές στην εκκλησία.

Τί νάγιναν οι τόσες προσευχές;

Πού είναι ο άγγελός μου;

Τί σχέση έχω εγώ μ’ αυτή τη νύχτα;

--

Έτος δεύτερο, τεύχος δεύτερο. Θεσσαλονίκη, Καλοκαίρι 1959

Α) ΠΕΤΡ  ΜΠΕΖΡΟΥΤΣ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το κόκκινο λουλούδι, 27

Σε σκοτεινό περβάζι, μέσα σε γλάστρα γκρίζα,

τραχύς κι αγκαθωτός μόρφαζε ένας κάκτος.

Ένα πρωί

κόκκινος ένας κάλυκας πετάχτηκε απ’ τη ρίζα,

ένα λουλούδι κόκκινο.

 

Στο σπίτι ήρθε ένας ποιητής, πού είχε άλλα μάτια,

και λάτρευε τα ευωδιαστά και τα εξαίσια ρόδα.

Με δίστιχο κουδουνιστό

παίνεψε το τριαντάφυλλο κι αγέρωχα κατάκρινε

το κόκκινο λουλούδι.

 

Υπάρχουνε ψυχές τραχιές που έζησαν στη μοναξιά.

Λογής –λογής αγκάθια ως την κορφή τις σκέπασαν.

Τι κρύβαν μέσα στην καρδιά;

Αν άνθισαν καμμιά φορά κι αν άνθισαν τη νύχτα,

κόκκινο είταν το λουλούδι.    

Κύγιοβ, 27

70.000, 28

Βέρμπιτσε, 28-29

Λεωνίδας, 29-30

Στις Θερμοπύλες αντικρίζοντας το σίγουρο χαμό

-κυκλωτικά κινήθηκε η βάρβαρη στρατιά-

στα νώτα απ’ τον προδότη αποκομμένος,

ο Λεωνίδας στέκονταν.

Στού Τέσιν τις επάλξεις μπρός, στην όχθη του Όλζα,

στέκω κ’ εγώ.

Εκατό δόρατα, εκατό σπαθιά αγγίζουνε το στήθος μου’

χιλιάδες μάτια επίβουλα  λάμπουνε σαν πυρσοί.

Αίμα απ’ το μέτωπο κυλά, αίμα κυλά απ’ τα μάτια μου,

αίμα από τον αυχένα μου’ από τα στήθια αίμα χάνω.

Τα πόδια μου γλυστρούν σε μιά κόκκινη θάλασσα.

Βρέχει στα χέρια μου ένας κόκκινος Νιαγάρας.

Στέκω δω σ’ έναν απέραντο κάμπο από παπαρούνες.

Μήπως κανένας κόκκινος καπνός σηκώνεται στον ουρανό,

ή μήπως έριξε το στερέωμα στη γη κόκκινο παραπέτασμα;

Κόκκινα όλα. Την περικεφαλαία στα μάτια μου κατέβασα,

Κόκκινα είναι τ’ ακόντια, κόκκινα τα σπαθιά’

σε κόκκινα άτια πέντε καβαλάρηδες’

-σας ξέρω εγώ, κόμητες, σας ξέρω εγώ, πρίγκηπες, σας ξέρω’

για δέστε και ο Ξέρξης, να, με την πορφύρα ο Ξέρξης!-

Τί ψιθυρίζει στην ακολουθία του, τί παίρνουν από καταγής,

τί κουδουνίζει, τί κροταλίζει, τί αντηχεί στ’ αυτιά μου;

Ο θεός να σε καταραστεί’ άντε, πέρνα ξανά το Βόσπορο!

Πίσω στα πόδια μου κόψαν τους τένοντες

-θυμήθηκαν οι Πολωνοί το καρχηδόνιο τέχνασμα-‘

κόκκινος άγγελος με χάιδεψε’ πέφτει η ασπίδα από τα χέρια μου.

Στέκομαι εγώ μπροστά στο Τέσιν,

με λογχισμένα τα πλευρά, στη Γκίγκουλα ακουμπώντας,

καθώς με πρόσταξαν οι νόμοι.        

Ποιος θαρθεί στη θέση μου, 30

Το σκιάχτρο, 31

Τα δάση της Σιλεσίας, 32

Σημείωση: Τα ποιήματα του Τσέχου ποιητή Βλάντιμιρ Βάσεκ, ψευδώνυμο Πέτρ Μπέζρουτς, εθνικού ποιητή της Τσεχίας, γεννήθηκε στην Όπαβα το 1867 και εργάστηκε ως ταχυδρομικός υπάλληλος, και πέθανε στη Μοραβία το 1958, συνοδεύονται από ένα προλογικό σημείωμα πρίν την παράθεση των μεταφρασμένων ποιημάτων. Το σημείωμα έγραψε ο Κάρολος Τσίζεκ. Η συμβολή του νεαρού Γιώργου Ι. Ιωάννου στην μεταφραστική μεταφορά, μάλλον έχει να κάνει με θέματα ύφους της γλώσσας του Τσίζεκ και της μεταφραστικής εκφραστικής του. Εκτός και αν ο ξενόγλωσσος Ιωάννου διάβασε τα Ποιήματα σε άλλη γλώσσα. Φαίνεται πάντως ότι τα ποιήματα προσέχθηκαν και εξαιτίας του Τσίζεκ και στο ότι τον προηγούμενο χρόνο πέθανε ο ποιητής. Μεταφράσεις του Μπέζρουτς διαβάζουμε και στα περιοδικά όπως είναι η «Νέα Πορεία», και στην «Καινούργια Εποχή» από τον Γιάννη Ρίτσο.

Μετάφραση: Κάρολος Τσίζεκ- Γιώργος Ιωάννου

Β) ΓΙΩΡΓΟΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ

Σ’ ΕΝΑ  ΠΑΛΙΟ  ΤΟΥΡΚΙΚΟ  ΣΠΙΤΙ, 47

Σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι

κλείστηκα μέρες και παλεύω

με τους λεκέδες του ασβέστη.

Μετρώ τα ξύλα στο ταβάνι, βρίσκω τα νερά’

δίνω ονόματα, τους δίνω την καρδιά μου.

 

Ύστερα παίρνει και φυσά.

Σαρώνονται χαρές και γνωριμίες.

Μένω μονάχος με τα ξύλα και τις πέτρες.

 

Ίσως στεριώσω τώρα’ πάλι απ’ την αρχή.

Ίσως προφτάσω να σκαλώσω τους χαμένους.

ΣΑΝ  ΤΗ  ΜΗΤΕΡΑ,  ΑΛΗΘΕΙΑ, 47

Πηγαίνει αργά στο σινεμά,

μάλιστα στον εξώστη’

σε έργα, κατά προτίμηση, βουβά

και θαμπωμένα. Και εκεί

-μέσα στους τόσους εξευτελισμούς-

η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες

της γενιάς γύρω απ’ το τριάντα.

Με κείνα τα βαθιά καπέλλα,

με τις σειρές τα περιδέραια,

τα μάτια, τα κοντά μαλλιά’

με τις ψιλές γλυκές φωνές.

με τις κινήσεις πιά τις μητρικές.

 

Σαν τη μητέρα, αλήθεια’

σαν τη μάνα του

των πρώτων παιδικών του χρόνων’

τότε πού τον φωνάζανε μοναχογιό.

Σημείωση: Στο περιοδικό «Φυλλάδιο» υπάρχει ένας μελανός και αρνητικός χαρακτηρισμός για την μητέρα του, όπως και αλλού για την γιαγιά του. Αν δεν τον παρερμηνεύω. 

ΤΟ  ΚΥΝΗΓΗΜΑ, 48

Όλη τη μέρα πέθανα να τρέχω

από γραφείο σε γραφείο’

να δείχνω τις συστατικές επιστολές,

να κάνω υποκλίσεις.

 

Όμως το βράδι βγήκα απ’ τη μιζέρια μου.

Με γέλασαν οι φωτεινές επιγραφές.

τα πρόσωπα που ανάβαν και που σβήναν.

Ξέχασα την αναδουλειά, τη φαγωμάρα του σπιτιού,

τούς δανειστές, τους φίλους, το κυνήγημα.

ΤΟ  ΦΩΣ  ΤΟΥ  ΔΗΜΟΥ, 48

Το φως του δήμου άναψε στο δρόμο

και στο γιαπί σταμάτησε η δουλειά.

Ας χτενιστώ’ να δω κι αυτές τις αλλαγές

που ξεφυτρώνουνε παρά τη θέλησή μου.

Ο κόσμος πλάι όλο κι ομορφαίνει,

μονάχα η νύχτα πιά δε μας ξεχνά.

 

Τότε πού αλλάζουν, όταν κλείνονται,

και μαλακώνουν μες στη μοναξιά και περιμένουν.    

ΥΠΟΨΙΑ, 48

 Γελούσαν πολύ στη γιορτή’

γελούσαν ύστερα στο δρόμο.

Κάτι ψιθύρισαν  στ’ αυτιά.

Ωρίμασε κάτι στα μάτια.

 

Δεν έχω τίποτε απάνω μου, θαρρώ.

Τίποτε απολύτως δεν το δείχνει

το πυρωμένο εκείνο σίδερο,

πού όλο στις γιορτές με κυνηγάει

και η καρδιά μου λαχταράει να μη φωνάζει.

 

Αφού γελούσαν όμως, το κατάλαβαν κι αυτοί.

Το διάστημα της σιωπής, 49

 Με κέρδισε ο φόβος μου-τίποτε δεν υπήρχε

Χαμένος μες στους δρόμους, μες στα σινεμά,

δεν είναι πιά ο νεκρός που δεν καταλαβαίνει.

Με γύμνωσε ο πανικός, με τίναξε,

με τις καθημερινές, με τις επίμονες παρεμβολές του.

Πυκνώνουν, δένουν μέσα τα συμπτώματα,

το διάστημα της σιωπής μικραίνει.

 

Κανείς, ούτε η μητέρα δε με σώζει.    

Στα πρόθυρα, 49

Έφραξε ο φόβος πιά τους δρόμους μου.

Έφραξε ο δρόμος του σπιτιού.

Μόνο η μορφή σου απόμεινε να  με δροσίζει.

 

Μαρτύρησα για σένα’ έφτασα στα πρόθυρα,

Πλήρωσα εκείνη τη χαρά με όλα τα νομίσματα.

Απ’ όλα ένας φόβος ανεβαίνει’

η υποψία χάλασε τα πρόσωπα.

Μπερδεύτηκαν τα βήματά μου.

 

Στέκομαι, μη διαλυθώ μέσα στο δρόμο.

Δεν έχει τέλος ο πνιγμός, 49

Τις νύχτες που φυσάει ο Βαρδάρης

και γέρνει το παράθυρο

κρύβεται στη γωνιά και ψιθυρίζει.

 

Γυρνούν τα δέντρα τότε μες στον άνεμο

τα ζοφερά τοπία της αγάπης.

Οι ερωτήσεις πάντα ύστερα απ’ τη μόλυνση,

η αγωνία πέρα απ’ τις προθεσμίες.

 

Δεν έχει τέλος ο πνιγμός, αυτό το βύθισμα. 

Είδα το τέλος μου, 50

Περίμενα την καταιγίδα κείνη τη βραδιά

κι ήθελα να το σκάσω από τους άλλους

που μεγαλώνουν τόσο το κακό.

 

Μετρούσα την απόσταση σαν χτύπησε το τζάμι.

Όλη την νύχτα άκουγα τις πόρτες να χτυπούν,

όταν ξεσπούσε κεραυνός άκουγα γέλια.

 

Άλλος κανείς δεν ξύπνησε’ κανείς δεν είπε λέξη.

Μόνον εγώ ξεψύχησα, είδα το τέλος μου. 

Το μαρτύριο, 50

Πνίγεται η ψυχή μου’ αρνείται

το μαρτύριο που της προετοιμάζω.

Πλημμύρισε από πικρά δράματα,

έφερε ασταμάτητη βροχή,

έριξε άστρα, είδε το χαμό της.

Κι όμως για κει όλα τραβούν.

 

Αυτό είναι όλο που ζωή το λέτε; 

Αυτό το απόστημα, 50

Έτοιμος να χιμήξω, συσπειρώνομαι’

μαζεύομαι στο φόβο, καιροφυλακτώ.

 

Απ’ την ημέρα παραιτήθηκα νωρίς’

συμμάζεψα τις άχρηστες ομολογίες.

Βάρυνα μες στην ενοχή, ωρίμασα.

 

Αυτό το απόστημα θα σπάσει σαν τον ήλιο.  

--

Έτος τέταρτο, τεύχος πρώτο. Θεσσαλονίκη. Πρωτοχρονιά 1961

     ΔΕΚΑΕΠΤΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΝΑ ΠΟΝΤΙΚΙ, 33

ΠΗΡΟΥΝΙΑ, 33-34

ΔΕΝ  ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ, 34

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  ΜΑΘΗΤΕΙΑ, 34

Η  ΞΕΡΗ  ΣΙΩΠΗ, 34-35

ΔΕ   ΔΥΝΑΜΑΙ, 35

ΓΙΑ  ΟΝΟΜΑ  ΘΕΟΥ, 35

ΚΑΜΙΝΙ, 35-36

ΟΤΑΝ  ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ, 36

ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ, 36-37

ΛΙΓΗ  ΑΠΑΤΗ, 37

ΠΑΓΙΔΑ, 37

Ξεκίνησα για μακρυνό ταξίδι’

το μόνο που μου έμεινε είναι το ύφος.

Έκρυψα τις κινήσεις μου επιμελώς

και είμαι διαβασμένη εφημερίδα.

 

Σε τί παγίδα μ’ έκλεισες, Θεέ μου. 

ΚΟΥΡΕΛΙΑ, 38

ΘΑΤΑΝ  ΑΛΛΙΩΣ, 38

ΚΑΤΑΣΑΡΚΑ, 38-39

Μαζί μου σε κοιμίζω τις νύχτες,

Κατάσαρκα σε φορώ σα μιά φανέλα μάλλινη.

Τρίβεσαι στο κορμί’ μου το ανάβεις.

 

Μόνος’ μ’ εξαντλημένη φαντασία.

Θηρία πιά με τριγυρνούν.

Τη νύχτα δαγκάνουνε το σπίτι μου,

κλαδιά χτυπούνε το παράθυρο’

ο άνεμος δεν έπαψε εδώ και χρόνια.

 

Τριαντάφυλλο εκείνου του Γενάρη,

θαμπή μορφή, δικό μου πρόσωπο. 

ΤΟ  ΚΕΡΔΟΣ, 39

ΤΟ  ΥΠΟΓΕΙΟ, 39

Δήθεν με διώχνουν πάλι απ’ τη δουλειά’

με διώχνουνε από παντού και με κλωτσάνε.

Πώς να γυρίσω πάλι σπίτι μου,

τί ψέματα να βρω;

Δεν έχω και κουράγιο πιά, μήτε πεντάρα.

 

Θάθελα να κρυφτώ σ’ ένα υπόγειο’

αισθάνεσαι ασφάλεια, τίποτε δεν αλλάζει.

Βαρέθηκα μονάχα εγώ να σπαρταράω.

 

Κάποτε είμασταν παιδιά και παίζαμε κρυφτό.

Έλα, θυμήσου λίγο. 

--

Έτος τέταρτο, τεύχος 2, αριθμός 8. Θεσσαλονίκη, Καλοκαίρι 1961

      ΤΑ  ΧΙΛΙΑ  ΔΕΝΤΡΑ

ΤΟ  ΠΑΡΑΠΟΝΟ,61

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, 61

ΤΑ ΧΙΛΙΑ  ΔΕΝΤΡΑ, 62

ΤΟ  ΜΑΘΗΜΑ, 62

ΣΑ  ΝΑΝΑΙ  ΑΝΟΙΞΗ, 62-63

Σ’  ΑΥΤΟ  ΤΟ  ΜΑΓΑΖΙ, 63

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ, 63

ΜΕ  ΤΟ  ΤΡΑΙΝΟ, 64

ΤΟ  ΠΙΟ  ΓΛΥΚΟ  ΜΑΣ  ΣΠΙΤΙ, 64

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ  ΚΑΚΟΣ, 64-65

Η  ΠΡΟΣΦΟΡΑ  ΚΑΙ  Η  ΖΗΤΗΣΗ, 65

Η  ΝΥΧΤΑ  ΜΕ  ΤΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑ, 65

ΓΥΡΩ  ΜΟΥ  ΝΥΧΤΑ- ΜΕΡΑ, 66

ΚΑΠΟΙΟ  ΘΑΡΡΟΣ, 66

Η  ΚΑΤΑΡΑ  ΜΟΥ, 66-67

ΤΟ  ΜΟΝΟ, 67

ΟΜΙΧΛΗ  ΠΕΦΤΕΙ, 67

--

Έτος πέμπτο, τεύχος 1, αριθμός 9. Θεσσαλονίκη. Πρωτοχρονιά 1962

ΠΕΖΑ

ΟΙ  ΚΟΤΕΣ, 1-3

ΤΑ  ΛΑΪΚΑ  ΣΙΝΕΜΑ, 3-5

Ο  ΦΟΒΟΣ  ΤΟΥ  ΥΨΟΥΣ, 6-8

--

Έτος πέμπτο, τεύχος 2, αριθμός 10. Θεσσαλονίκη. Καλοκαίρι 1962

ΠΕΖΑ

ΤΑ  ΕΒΡΑΪΙΚΑ  ΜΝΗΜΑΤΑ, 3-5

ΤΑ  ΚΕΛΛΙΑ, 5-7.

   Βεγγάζη, 1962

Σημείωση: Τα Καφκικής ατμόσφαιρας μικρά πεζά του Γιώργου Ιωάννου, συμπεριελήφθησαν στον τόμο των Πεζογραφημάτων του "Για ένα φιλότιμο", έκδοση του περιοδικού της "Διαγωνίου", Θεσσαλονίκη 1964. Επανεκδόθηκε δύο ακόμα φορές, το 1966 και το 1973 από τις εκδόσεις "Κέδρος", Αθήνα. Ενώ, ανατυπώθηκε Αθήνα 1979 από τις εκδόσεις "Ερμής" σε έναν τόμο μαζί με τα πεζά του/βιβλία "Σαρκοφάγος" και "Η Μόνη Κληρονομιά". Τα οποία είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις "Ερμής" Αθήνα το 1971 και το 1974 αντίστοιχα. Τα Πεζά του "Φιλότιμου" γράφτηκαν στο Καστρί της Κυνουρίας και στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το πεζό, "Ο Φόβος του Ύψους" αν δεν υπήρχε το όνομα του συγγραφέα του, σίγουρα θα θεωρούσαμε ότι είναι ένα από τα μικρά πεζά του Κάφκα με την εφιαλτική τους ατμόσφαιρα. 

--

     Κατά την αντιγραφή των Ποιημάτων κράτησα την ορθογραφία του περιοδικού που πρωτοδημοσιεύτηκαν και όχι όπως τα διαβάζουμε συγκεντρωτικά και χτενισμένα στις εκδόσεις Ερμής και Σφεντάμι.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 18-21/ Σεπτεμβρίου 2023

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου