Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

 

ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ   ΚΑΙ   ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

του Κίτσου Α. Μακρή

    Το πιό «τέλειο» λαϊκό έργο είναι το ανώνυμο. Όχι μόνο εκείνο που δεν έχει υπογραφή ή που δεν μπορούμε να το αποδώσουμε σ’ έναν ορισμένο τεχνίτη, μα κυρίως εκείνο πού, άσχετα με τον κατασκευαστή του, έχει τα χαρακτηριστικά της υπερατομικής δημιουργίας. Το έργο που το έπλασε η επανάληψη με μιά αργή κατεργασία μέσα στο χρόνο. Θα μπορούσαμε να την πούμε δημιουργική επανάληψη, αφού, αφαιρώντας κάθε τυχαίο και περιστασιακό στοιχείο φτάνει στην «ιδέα». Είναι περιπτώσεις που η ύπαρξη υπογραφής μας ενοχλεί σαν μιά προσπάθεια σφετερισμού επιτεύξεων που ανήκουν στους πολλούς ανθρώπους, σε πολλές γενιές ανθρώπων. Η παράδοση είναι σκυτάλη που περνάει από χέρι σε χέρι ύστερα από μιά σύντομη διαδρομή. Κανένας δρομέας δεν έχει το δικαίωμα να χαράξει επάνω της τ’ όνομά του. Μας συγκινεί μόνο να ανιχνεύουμε τα δαχτυλικά αποτυπώματα που άφησαν τα ιδρωμένα χέρια. Καμιά φορά και τις νυχιές που χαράζει η ένταση της προσπάθειας. Μας αρέσει να διαβάζουμε το λαϊκό έργο σαν χρονικό, ενώ το έργο της επίσημης τέχνης σαν προσωπική εξομολόγηση. Και αν τη γλώσσα της εξομολόγησης αυτής τη σμίλεψαν γενιές μικρότερων τεχνιτών, στον έναν παραμένει η τιμή πώς ανακεφαλαίωσε και αξιοποίησε τις προσπάθειες που προηγήθηκαν. Στη λαϊκή τέχνη ακούμε ισοδύναμες και ισότιμες φωνές. Κι αν καμιά φορά η επιστημονική περιέργεια προσπαθεί να απομονώσει ορισμένους τεχνίτες, αυτό γίνεται για να τους μελετήσει σαν αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις που, με μικρές παραλλαγές, ιστορούν τη ζωή και το έργο πολλών ομοτέχνων τους.

      Όμως η καλλιτεχνική δημιουργία έχει την ιδιοτυπία της. Ο τεχνίτης, ακόμα κα στη λαϊκή τέχνη, είναι μιά ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία. Είναι μιά πιό υπεύθυνη προσωπικότητα, ένα «εγώ» πιό ανεπτυγμένο. Αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει για τον εαυτό του. Στην επίσημη, στην προσωπική τέχνη, ο καλλιτέχνης αναθέτει συνήθως το ρόλο αυτό στο έργο του, που με την ιδιοτυπία του εκφράζει τον ιδιαίτερο ψυχικό και πνευματικό κόσμο του δημιουργού του. Δεν παρέχει, όμως, τις ίδιες δυνατότητες η λαϊκή τέχνη. Αυτή εκφράζεται με δοσμένα σύμβολα, με παραδομένες μορφές, με δοκιμασμένες τεχνικές. Και όσο μεν ο τεχνίτης περιορίζονταν στο ρόλο του απλού εκτελεστή και η μικρή συμβολή του στη εξέλιξη της τέχνης ήταν ασυνείδητη, δεν αισθάνονταν την ανάγκη μιάς ιδιαίτερης προβολής. Μέσα στο συνεργείο επιτελούσε ταπεινά το δικό του χρέος, ανάλογο με την ηλικία και την τεχνική του κατάρτιση. Όταν, όμως, αργότερα με το σχηματισμό μιάς υποτυπώδους αστικής νοοτροπίας το άτομο αρχίζει να αποχτάει μιά ιδιαίτερη βαρύτητα, τότε ο τεχνίτης, προσωπικότητα πιό ευαίσθητη στην αλλαγή του ηθικού κλίματος, προσπαθεί να δώσει κάποιο περίγραμμα του εαυτού του. Η εισβολή του μπαρόκ, αποτέλεσμα αλλά και συντελεστής βαθιών αλλαγών, παρέχει πρόσθετες δυνατότητες. Μετά το ’21 ο αστικός μετασχηματισμός που συντελείται, έστω και με παλινδρομήσεις, τονώνει περισσότερο την τάση αυτή. Συνέπεια, όχι η μόνη, και οι πολλές αυτοπροσωπογραφίες και αυτοβιογραφίες λαϊκών τεχνιτών. Μερικές από αυτές θα σχολιάσουμε σήμερα.

     Το τέμπλο της Αρχοντοπαναγιάς στη Σκύρο είναι ένα τυπικό ξυλόγλυπτο τέμπλο του τέλους του δέκατου όγδοου αιώνα. Ευκίνητα φυσικά διακοσμητικά θέματα σχηματίζουν ανήσυχες συνθέσεις. Σ’ έναν από τους κάτω κεταμπέδες, δηλαδή τις ορθογώνιες σκαλιστές τάβλες που είναι κάτω από τις δεσποτικές εικόνες, παρουσιάζεται η μορφή ενός τεχνίτη που εργάζεται καθισμένος σε χαμηλή καρέκλα. Μπροστά του εργαλεία και σχέδια. Εικόνα εργαστηρίου της Τουρκοκρατίας, απ’ όπου δε λείπει μήτε το τσουκάλι. Στο κέντρο του βημόθυρου η ίδια μορφή στέκεται όρθια με μιά ματσόλα στο χέρι. Η τοπική παράδοση αποδίδει στις δυό αυτές παραστάσεις τη μορφή του τεχνίτη πού σκάλισε το τέμπλο. Δεν έχουμε κανένα λόγο να μην την παραδεχτούμε. Την εποχή που σκαλίζεται το τέμπλο οι ανθρώπινες μορφές και ασχολίες έχουν περάσει στην εκκλησιαστική ξυλογλυπτική: το κυνήγι, ο θέρος, ο τρύγος, το σφάξιμο του αρνιού… Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούμε στη λιθογλυπτική και στη ζωγραφική. Στο σκυριανό κέντημα, μαζί με τα πουλιά και τα καράβια, θα συναντήσουμε τον άρχοντα, το ναύτη, το χασάπη… Η παρουσία του ταγιαδόρου-ξυλόγλυπτη-στο τέμπλο της Αρχοντοπαναγιάς δεν μας ξενίζει. Υπάρχει και το κλίμα για μιά αυτοπροσωπογραφική προβολή. Φυσικά, το μικρό μέγεθος των μορφών και η αδρή τεχνική δεν επιτρέπουν τη λεπτομερειακή απόδοση ατομικών χαρακτηριστικών. Ούτε και ανάλογη δεξιοτεχνική προετοιμασία είχε ο τεχνίτης. Αυτοπροσωπογραφείται με βάση την κύρια ιδιότητά του, το επάγγελμα του ξυλογλύπτη, και τα γενικά χαρακτηριστικά της φορεσιάς του.

     Ένας άλλος ομότεχνός του, που ζει σήμερα στη Σκύρο διανύοντας αλύγιστος την ένατη δεκαετία της ζωής του, ο μπαρμπα- Γιαννούλης ο Μπαμπούσης, σκάλισε και κείνος τη μορφή του πάνω σε μιά κασέλα. Και μάλιστα σε δυό φάσεις της ζωής του, στα νιάτα και στα γερατειά του. Το μέγεθος των μορφών, λίγο μικρότερο από το φυσικό, και η δεξιοτεχνία του καλού μας φίλου του επέτρεψαν να αποδώσει με πιστότητα όχι μόνο τα ατομικά του χαρακτηριστικά αλλά και την περηφάνιά του για τη λεβεντιά της νιότης και τη θαλερότητα των γερατειών του. Πιό ενδιαφέρουσα είναι η νεανική προσωπογραφία. Μέσα σε ένα «λαϊκοβυζαντινό» στρογγυλό πλαίσιο, επάνω σε τροχιά χτυπητή επιφάνεια προβάλλει ανάγλυφη η μορφή, στέρεη και καλοσχεδιασμένη. Το ελαφρά κατσαρό μαλλί και το τσιγκελωτό μουστάκι αποδίδονται με παράλληλες χαρακιές, ελαφρά καμπύλες. Χέρι σταθερό, γνώση των δυσκολιών και των δυνατοτήτων του ξύλου, τεχνική σίγουρη, εμπιστοσύνη στην κίνηση που οδηγεί το εργαλείο, μας δίνουν κάτι περισσότερο από την απεικόνιση της μορφής του. Μας δίνουν την εικόνα του άξιου τεχνίτη, που αγαπάει και κατέχει την τέχνη του, που είναι ταπεινός και περήφανος μπροστά της.

     Δεν έγραψε την αυτοβιογραφία του ο μπαρμπα-Γιαννούλης. Όμως τα βράδια, όταν τινάξει από πάνω τα απόξυλα της δουλειάς του, ακουμπώντας τα χέρια του στο ξύλινο τραπεζάκι ενός σκυριανού καφενέ, δεν κουράζεται να ξετυλίγει τις αναμνήσεις του, να διηγείται τα καθέκαστα της μακριάς ζωής του σαν βρει πρόθυμο ακροατήριο. Σεβαστές μορφές που πέρασαν πιά στην ιστορία της τέχνης και των γραμμάτων μας, παρελαύνουν μέσα σε ένα κλίμα ισοπεδωτικής οικειότητας: ο Άγγελος-και πρόκειται για το μεγάλο μας Σικελιανό-ο Αριστοτέλης –και αναφέρεται στον ξακουστό αρχιτέκτονα Ζάχο-, η Αγγελική-και είναι η πρόσφατη απώλεια της ελληνικής λαογραφίας Χατζημιχάλη-, η Εύα Σικελιανού, ο Περικλής Γιαννόπουλος, τόσοι άλλοι ζωντανοί κι αποθαμένοι. Αν δεν αποφασίζει ο ίδιος να γράψει, θα βρεθεί, άραγε, κάποιος Σκυριανός να καταγράψει, χωρίς λόγιες παρεμβάσεις, τις αναμνήσεις του μπαρμπα-Γιαννούλη; Θα είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο και για την ιστορία της λαϊκής μας χειροτεχνίας και τη «μικρή» ιστορία των μεγάλων μας μορφών.

      Την αυτοβιογραφία του έγραψε ο Θεόφιλος. Βρίσκεται στα χέρια του Teriade και δεν ξέρουμε το περιεχόμενό της. Για την ώρα μας αρκεί που υπάρχει. Πιό σωστά: που γράφηκε. Έκανε και την αυτοπροσωπογραφία του πολλές φορές. Μία του, νεανικό έργο του 1899 κατεστραμμένο πιά, πρόφτασε και το φωτογράφισε ο υποφαινόμενος προπολεμικά. Ήταν ένα μικρό χαρτί- 40 Χ 28 εκατοστά- κολλημένο στον τοίχο του σπιτιού του Γκέκα στο Καραμπάσι του Πηλίου. Ο τίτλος του χαρακτηριστικός της ψυχολογίας και νοοτροπίας του φουστανελά ζωγράφου: «Θεόφιλος, ζωγράφος και άλλοτε οπλαρχηγός και θυροφύλαξ εν Σμύρνη». Τα βιογραφικά στοιχεία του τίτλου έχουν επιβεβαιωθεί, με εκπτώσεις, από άλλες πηγές. Στο έργο ο Θεόφιλος παριστάνεται νέος με πλούσια κόμη, παχύ μουστάκι και κοντή γενειάδα. Η σύγκριση με φωτογραφία της ίδιας εποχής μας πείθει για την πιστότητα της μορφής. Με το αριστερό χέρι του κρατάει το τουφέκι «παρά πόδα» και με τη λόγχη «εφ’ όπλου» ενώ με το δεξί «ανασπά την σπάθην», για να θυμηθούμε τη στρατιωτική φρασεολογία που ταιριάζει με το αρειμάνιο ύφος της ζωγραφιάς. Κι εδώ το έργο μας επιτρέπει να προχωρήσουμε βαθύτερα από εξωτερικά μορφικά στοιχεία. Το μεράκι της λεβεντιάς, φυτρωμένο μέσα στις πληγές μιάς πικραμένης παιδικής ηλικίας, η αφομοίωση του εαυτού του μέσα στον ηρωικό κόσμο που έπλασε με το έργο του, τα μάτια που βλέπουν σαν σε όνειρο και ονειρεύονται πιό αληθινά από την πραγματικότητα, τα όπλα με τα οποία ξιφουλκεί κατά της κοινωνικής του δειλίας, και στο βάθος, πίσω από την κάνη του τουφεκιού το δεντράκι με το τρυφερό πράσινο χρώμα και τα ωχροκόκκινα παιχνιδίσματα στη φυλλωσιά: ολόκληρος ο μυστικός κόσμος του Θεόφιλου σε μιά αποκαλυπτική εκμυστήρευση.

     Ο Νικόλαος Χριστόπουλος, ο γλυκός γέροντας ζωγράφος του ταρσανά του Βόλου, εξιστόρησε τα περιστατικά της «πολυτάραχης» ζωής του σε δυό αυτοβιογραφίες. Μιά σύντομη, πιό πυκνή, γραμμένη από τον ίδιο και μιά δεύτερη, πλατύτερη, πού την υπαγόρευσε και όπου είναι αισθητή η επέμβαση της φιλοκαλίας του γραφέα. Εδώ θα χρησιμοποιήσουμε μόνο το σύντομο χειρόγραφο με «διάφορα επεισόδια από τον πολυτάραχο βίο μου». Το επίθετο του τίτλου προετοιμάζει τον αναγνώστη για περιπετειώδες ανάγνωσμα. Πρόκειται για νοσταλγικές αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια, για ειρηνικά ψαρέματα στ’ ακρογιάλια του Παγασητικού με τον Γεώργιο Δροσίνη, για συμπαθητικούς κομπάρσους ερασιτέχνη ψαρά: «όταν τόβαλα στην απόχη και τόφερα μεσ’ στη βάρκα εθαύμασαν, ήταν ακριβώς 2 οκάδες και 50 δράμια…». Έρωτας, γάμος, μακρινά ταξίδια, περιπέτειες απουσιάζουν από τον πολυτάραχο βίο. Κι όμως η περιγραφή του καταλήγει: «Εάν περιγράψω όλον μου το βίο δεν τα γράφει ούτε η Χαλιμά».

      Ο γοητευτικός αυτός τραγουδιστής της θάλασσας και των πλοίων έκανε και την αυτοπροσωπογραφία του δίπλα στο πορτραίτο ενός φίλου του. Ας μην αναζητήσουμε στο έργο αυτό την ίδια ποιότητα με τους πίνακές του που απεικονίζουν καράβια, τη ζωή του ταρσανά και θαλασσινούς θρύλους. Ο ζωγράφος μας πελαγώνει μόλις βγει από τη θάλασσα. Μοιάζει με τους ταξιδιώτες πολυήμερων θαλασσινών διαδρομών που δυσκολεύονται να ισορροπήσουν στη στεριά.

     Υπάρχει μιά κοινοτοπία που ευκολύνει τα συμπεράσματα: κάθε καλλιτεχνικό έργο είναι και μιά μορφή αυτοπροσωπογραφίας του καλλιτέχνη, όχι των εξωτερικών και τυχαίων χαρακτηριστικών του αλλά του βαθύτερου εαυτού του. Τϊ περισσότερο προσφέρει μιά αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ από έναν άλλο πίνακά του, εκτός από την ικανοποίηση μιας εξωκαλλιτεχνικής περιέργειας; Το ίδιο, και μάλιστα επαυξημένο, ισχύει και για τη λαϊκή τέχνη. Σημειώσαμε και  σχολιάσαμε μερικές περιπτώσεις όχι γιατί αυτές μας βοηθούν καλύτερα στην κατανόηση της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά γιατί η ύπαρξη του είδους, από μιά ορισμένη εποχή κι ύστερα, χαρακτηρίζει μιά ουσιαστική αλλαγή στην ιστορία της λαϊκής μας τέχνης. Τότε πού η ανάπτυξη της βιοτεχνίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας και η προβολή του ατόμου εισάγουν τα πρώτα αποσυνθετικά στοιχεία στην ομαδικότητα της λαϊκής τέχνης και, με μιά πολύ αργή ενέργεια, θα την οδηγήσουν στην αποσύνθεση σε αυτοτελή άτομα.

Εφημερίδα «Το Βήμα», 6 Ιουνίου 1965, Και Κίτσος Α. Μακρής, «ΒΗΜΑΤΑ», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, Δεκέμβριος 1979, σ.159-163.

--

          Ζ Ω Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ο Ι    Π Α Ρ Α Δ Ε Ι Σ Ο Ι

 

      Ανήμπορο το θέλει η Γραφή το ανθρώπινο μυαλό να συλλάβει τη θέση και την ομορφιά του Παραδείσου: «ά οφθαλμός ούκ είδε και ους ούκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ούκ ανέβη, ά ητοίμασε ο Θεός τοίς αγαπώσιν αυτόν». Αόριστα τοποθετούν εκεί οι άνθρωποι ό,τι πόθησαν στη ζωή. Πεντάμορφα ουρί και ορεκτικά πιλάφια σκόρπισε στον Παράδεισο η λαίμαργη φαντασία του ανατολίτη. Αιώνια μακαριότητα ονειρεύονται οι βυζαντινοί ασκητές κουρασμένοι από την ισόβια πάλη τους με τον ανυπόταχτο εαυτό τους. Όμως του καλλιτέχνη η καρδιά ξέφυγε από το κοινό μέτρο και μέσα της «ανέβη» η εικόνα του Παραδείσου και έτσι την είδε ο «οφθαλμός του ανθρώπου», ιστορημένη στους τοίχους εκκλησιών και κοσμικών κτιρίων.

     Οι βυζαντινοί αγιογράφοι ζωγραφίζουν στους νάρθηκες των εκκλησιών την Κόλαση και τον Παράδεισο. Στις παραστάσεις της Κόλασης εφευρίσκουν λογής τιμωρίες για κάθε αμαρτωλό: για το φιλάργυρο και αχόρταγο, για τη φιλάρεσκη γυναίκα, τους κοιμώμενους την ώρα της λειτουργίας, το μυλωνά, τον παραζυγιστή. Με καλογερίστικο φανατισμό επιμένουν στα ερωτικά αμαρτήματα και με μιά ευεξήγητη ηδονή τυραννούν τα σημεία του σώματος που είναι πηγές της ολέθριας χαράς. Ο παραδειγματισμός είναι σκοπός τους’ έτσι πιστεύουν. Πάντως, στις παραστάσεις της Κόλασης και του Παραδείσου η βυζαντινή και η μεταβυζαντινή τέχνη έπλασαν μερικές από τις πιό λαμπερές τους επιτεύξεις. Στο Άγιον Όρος, στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας σώζεται ένας από τους λαμπρότερους ζωγραφικούς Παραδείσους.

     Δίπλα στους μεγάλους καλλιτέχνες, οι μεταγενέστεροι λαϊκοί τεχνίτες πλάθουν κι αυτοί τους δικούς τους Παραδείσους, έργα απλοϊκής φαντασίας, με στοιχεία παρμένα από τις σχετικές λαϊκές παραδόσεις. Ένας τέτοιος Παράδεισος βρίσκεται στην εκκλησία του Άι- Σπυρίδωνα, στη Δράκια. Τον συναντάμε αριστερά μας, καθώς μπαίνουμε από τη μικρή πόρτα που βρίσκεται στη δυτική άκρη του νότιου τοίχου της εκκλησίας. Όλοι οι τοίχοι της είναι κατάγραφοι από χέρι άγνωστου τεχνίτη, με τη συνηθισμένη διάταξη των θεμάτων. Ένα ψηλό ζωγραφιστό τείχος χωρίζει τον Παράδεισο από τις άλλες παραστάσεις. Το τείχος τούτο μοιάζει σαν ένα χάρτινο παραβάν, παρ’ όλους τους καλογραμμένους αρμούς των τετραγωνισμένων ογκόλιθον που το απαρτίζουν. Θαλερό περιβόλι είναι ο Παράδεισος αυτός. Δέντρα και λουλούδια και χορτάρια είναι αραδιασμένα με αφέλεια. Τρυφεροί τόνοι του πράσινου και χαρούμενοι χρωματισμοί λουλουδιών τραγουδούν. Πραγματικός  «τόπος φωτεινός, τόπος χλοερός, τόπος αναψύξεως», όπως τον θέλει η ακολουθία. Καταμεσίς οι τρείς Πατριάρχες: ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, ποζάρουν κατάφατσα στο θεατή με τη χαριτωμένη αφέλεια χωρικών μπροστά στο φωτογραφικό φακό. Στα χέρια κρατούν ένα ύφασμα όπου είναι μαζεμένες ψυχές: μικρά ανθρώπινα κεφαλάκια λες και είναι καρποί από τα δέντρα του περιβολιού. Έτσι απλοϊκά μεταφέρεται στη ζωγραφική η φράση «εις κόλπους Αβραάμ, εις κόλπους Ισαάκ, εις κόλπους Ιακώβ». Τέσσερεις μεγάλες πύλες ανοίγουν στο τείχος του Παραδείσου για ν’ αφήσουν να ξεχυθούν οι τέσσερις ποταμοί του, ο Φισών, ο Γεών, ο Τίγρης και ο Ευφράτης. Η πύλη του Παραδείσου, λοξά στο τείχος, είναι μιά τυπική κεραμοσκέπαστη πόρτα μοναστηριού. Διακρίνονται και τα καρφιά που στερεώνουν την κλειδαριά της. Μπροστά της, πελώρια φιγούρα ξεσηκωμένη από δυτικά πρότυπα, ο Άγιος Πέτρος βάζει το τεράστιο κλειδί του στην κλειδαρότρυπα. Γύρω από τον Παράδεισο απλώνεται ένα κοιμητήρι πλασμένο με ώχρα και πράσινο. Από τους τάφους σηκώνονται οι πεθαμένοι τυλιγμένοι στα άσπρα τους σάβανα σαν αγουροξυπνημένα μωρά.

      Άγνωστος είναι ο ζωγράφος που ιστόρησε την εκκλησία. Μά κι αν υπήρχε όνομα δε θα πρόσθετε τίποτα. Ολόκληρη η εικονογράφηση στέκει στο ύψος των αγιογραφιών της εποχής της-του τέλους του δεκάτου όγδοου ή της αρχής του δέκατου ένατου αιώνα. Στο έργο τούτο, όπως και σε κάθε δημιούργημα της παράδοσης, ο τεχνίτης ελάχιστα προσθέτει. Το είδος πλάθεται με την επανάληψη.

     Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν έναν τέτοιο Παράδεισο υπόσχεται η Γραφή στους πιστούς. Οι περιγραφές της είναι λειψές. Όμως οι άνθρωποι έπλασαν τον Παράδεισό τους στα χνάρια των δικών τους πόθων. Έτσι η βασανισμένη τους καρδιά παρηγοριέται με την ελπίδα ενός τόπου όπου «απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και αφήνει καρτερικά να πληθαίνει γύρω της η λύπη και ο στεναγμός.

     Αν θέλουμε να δούμε πώς αισθάνεται κάθε λαός την επίγεια ευτυχία άς κοιτάξουμε πώς πλάθει το μεταθανάτιο Παράδεισό του. Η αισιόδοξη και γεμάτη αυτοπεποίθηση Ελλάδα που βγήκε από το 1909 και θαυματούργησε στα 1912, έδωσε το δικό της λαϊκό Παράδεισο με το χέρι του ζωγράφου Θεόφιλου. Στα 1910 ο φουστανελάς ζωγράφος μέσα στο μανάβικο του μπαρμπα- Θανάση, στον Βόλο, κάνει το δικό του «Κήπο της Εδέμ». Χωρίς ψηλά τείχη και χοντρές πύλες, χωρίς σεβάσμιους Πατριάρχες και βιβλικούς ποταμούς. Ένα ολόδροσο μποστάνι είναι ο θεοφιλικός κήπος της Εδέμ. Αλογοκίνητο συντριβάνι γεμίζει με άφθονο νερό τη στέρνα. Αυλάκια διοχετεύουν το νερό σε παρτέρια με ζαρζαβατικά. Σε μιά δασίσκιωτη γωνιά ένα πηλιορείτικο αρχοντικό. Βαριές αγελάδες και πρόβατα με φουσκωτά μαστάρια γεύονται την πλούσια χλόη. Βρακάδες φροντίζουν τον κήπο. Στη δροσερή γωνιά ένα σεμνό ειδύλλιο. Πράσινο παντού. Ατμόσφαιρα διάφανη. Το φως πλούσιο λούζει το τοπίο. Χαρά της ζωής, τραγούδι της ομορφιάς και της αγάπης. Χαμόγελο ενός λαού πού, με το πινέλο του τεχνίτη του εκφράζει την πίστη του πώς μπορεί να δημιουργήσει μόνος του τον Παράδεισό του.

     Το έργο δεν υπάρχει πιά. Στη θέση του παλιού ζωγραφισμένου μανάβικου υψώνεται σήμερα τσιμεντένιο κτίριο που στεγάζει μιά νευρολογική κλινική. Από τα παράθυρά του ξεφεύγουν πότε πότε βραχνές φωνές γεμάτες άγχος. Ο αναγνώστης μπορεί να το θεωρήσει σαν ένα συμβολισμό της Κόλασης της εποχής μας, Με τους απλοϊκούς του ζωγραφικούς Παράδεισους ο ελληνικός λαός εξέφρασε την πίστη του στην αξία της ζωής. Άλλωστε γι’ αυτόν δεν υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος. Υπάρχει ο Κάτω Κόσμος, ο Άδης. Με τα μελανότερα χρώματα τον περιγράφει το δημοτικό τραγούδι:

          «Πουλάκι βγήκε από τη γή κι από τον Κατουκόσμο

        μήτε σε πέτρα κάθισε, μήτε σ’ ελιάς κλωνάρι,

        μόν’ πήγε κι ακούμπησε στής εκκλησιάς την πόρτα,

        Τρέχουν ματάκια θλιβερά, τρέχουν καρδιές καημένες:

        -Πές μας, πές μας, πουλάκι μου, τί είδες στον Κατουκόσμο;

 

        -Τί να σας πώ, το δύστυχο, τί να σας μολογήσω;

        Είδα τα φίδια σταυρωτά, και τις οχιές κουβάρια,

        είδα τους νιούς ξαρμάτωτους, τις νιές ξεστολισμένες,

        και των μανάδων τα παιδιά, σα μήλα ραβδιασμένα».

Οι επίγειες έγνοιες τρώνε όσους βρίσκονται «κάτω στα τάρταρα της γης, κάτω στον Κάτω Κόσμο».

          «Τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο Πάνω Κόσμος

        να στέκονται οι εκκλησιές με τις χρυσές εικόνες,

        να στέκονται κι οι αργαλειοί, πού φαίνουν οι κυράδες;»

Όπου –σπάνια- εμφανίζεται σαν όνομα ο Παράδεισος πρόκειται πάλι για τον Κάτω Κόσμο αφού ενωμένη με τον Παράδεισο, χωρίς χρώμα και λάμψη. Ζωηρότερη και πιό καλοσχεδιασμένη η εικόνα της Κόλασης:

          «Ηύρα τους πλούσιους κοίτονταν στην πίσσα, στο σκοτάδι,

          είδα και τη φτωχολογιά στον ήλιο, τον προσήλιο,

          κι είδα και πλούσιον άρχοντα να σκούζει, να φωνάζει

          και να γυρεύει μιά σταξιά νερό, σα διακονιάρης».

Οι ζωγραφικοί Παράδεισοι δεν είναι η απεικόνιση μιάς μεταθανάτιας ζωής, όπως την έβλεπε ο λαός μας. Είναι ο ιδανικός επάνω κόσμος όπως τον ποθεί.

                    ΚΙΤΣΟΣ Α.  ΜΑΚΡΗΣ

Εφημερίδα «Το Βήμα», Τρίτη 28 Ιουνίου 1960. Καί στον τόμο «ΒΗΜΑΤΑ», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 12,1979, σ.55-58.

    Σημείωση:

Δημοσιεύω δύο ακόμα κείμενα του λαογράφου και εθνογράφου Κίτσου Α. Μακρή. Ας μου επιτρέψουν οι αναγνώστες αυτής της μικρής λογοτεχνικής ιστοσελίδας να Αφιερώσω τα δύο αυτά κείμενα στους Έλληνες Μικρασιάτες Πρόσφυγες οι οποίο ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους Εστίες. Ακούγοντας να λεν σήμερα εν έτει 2023-από την απέναντι πλευρά των γειτόνων- ότι οι Έλληνες έβαλαν την φωτιά στην Σμύρνη, εγκαταλείποντάς την, ξύπνησαν μέσα μου προφορικές μνήμες και κουβέντες που είχα εδώ και χρόνια σαν έφηβος με Μικρασιάτες Πρόσφυγες της περιοχής του Πειραιά. Τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που τράβηξαν αυτοί οι ξεριζωμένοι πάμφτωχοι πρόσφυγες Έλληνες και Ελληνίδες. Γέροι, Νέοι, Γυναίκες και Παιδιά, πού έτρεχαν να σωθούν από τους τσέτες και τους σφαγείς τους με τα μωρά στην αγκαλιά τους, έπεφταν αβοήθητοι στην αιματοβαμμένη θάλασσα, ένιωσα να με πλημμυρίζει θλίψη, πίκρα. Το ελληνικό αίμα δεν έβαψε μόνο τα Μικρασιατικά χώματα αλλά πότισε τις ζωές και τις ψυχές, τις συνειδήσεις, τα σώματα εκατομμυρίων ξεριζωμένων και κυνηγημένων Ελλήνων για χρόνια. Έγινε η ταυτότητά τους. Τα βάσανα και τις σφαγές των Μικρασιατών Ελλήνων Προσφύγων δεν τα διαβάσαμε σε εγχειρίδια της Ιστορίας, τα ακούσαμε πρώτα από τα χείλη και τα βάθη των καρδιών των Μικρασιατών Κατατρεγμένων Ελλήνων, και κατόπιν τα διαβάσαμε στα βιβλία της Ελληνικής Ιστορίας. Σε πιάνει απογοήτευση όταν όλο ανεξαιρέτως το επαγγελματικό πολιτικό σύστημα της χώρας, σύσσωμο, δεν αρθρώνει μία φωνή διαμαρτυρίας με αυτά που ακούγονται-και σε λίγο θα καθιερωθούν ως ιστορική αλήθεια- και ασχολείται με πολιτικές Μπάρμπυ και πόσα χρήματα θα λάβουν οι διάφοροι κομματικοί σχηματισμοί. Και μετά αναρωτιούνται γιατί δεν έχεις καμία εμπιστοσύνη στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Την Ελληνική Ιστορία δεν την έγραψαν τα σημερινά πολιτικά κόμματα της χώρας εντός Βουλής αλλά, οι ανώνυμοι και άγνωστοί μας Έλληνες και Ελληνίδες που θυσιάστηκαν, έδωσαν την ζωή τους για την ελευθερία και ανεξαρτησία αυτού του τόπου. Κανείς μας δεν θα ήθελε μια πολεμική σύγκρουση με την γείτονα χώρα αλλά δεν βλέπουν τι υποστηρίζουν, τι έγινε με την Αγία Σοφία, τι γίνεται στην Κύπρο, το Αιγαίο, το μεταναστευτικό, την μεσόγειο; Τι κερδίζουν συνεχώς διπλωματικά διεθνώς; Η Μικρασιατική Καταστροφή και Προσφυγιά δεν είναι μία ακόμα ιστορική επέτειος για παρελάσεις αλλά ένα Πραγματικό Ιστορικό Γεγονός που συνέβει εις βάρος του πανάρχαιου Ελληνισμού της Ιωνίας, του Πόντου. Άντε τώρα, να ευχηθείς καλό μήνα-και πλησιάζουν και τα Σεπτεμβριανά-και δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει όταν ακόμα ο Έβρος φλέγεται.

γ.χ.μ.

Πειραιάς, 1 Σεπτεμβρίου 2023

ΥΓ. Ποιος θυμάται την 3η του Σεπτέμβρη και το πατριωτικό……      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου