ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
(1927-1985)
ΚΑΜΙΝΙ
3. μπιλετάκι
Θεσσαλονίκη, 25
Φεβρουαρίου 1987
ΕΒΡΕΧΕ ΔΙΧΩΣ ΛΟΓΟ
Έβρεχε δίχως λόγο όλη τη νύχτα.
Έκλαψα- χόρτασε η ψυχή μου.
Σ’ έφερα πιό κοντά.
Κράτησα επιτέλους τη μορφή σου.
Χαράζει τώρα στις μηλιές
κείνο σου το χαμόγελο.
(Τα χίλια δέντρα, 1963)
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ, ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ
Τον ξέρετε τον Ρασκόλνικωφ;
Ευτυχισμένοι, ευτυχισμένοι’ εγώ
τυχαία τον γνώρισα στο δρόμο.
Ίσως τον συναντήσω κι απόψε
στα λευκά σοκάκια μας
να χτυπάει το κουδούνι πάλι
καμιάς ξύλινης πόρτας.
«Πώς πάνε τα μαθήματα; «Το μόνο
και τίποτε, μα τίποτε,
για το λεπτό μας ζήτημα.
(Ηλιοτρόπια, 1954)
ΚΑΜΙΝΙ
Ούτε θέλω ούτε ξέρω κι όμως προσεύχομαι.
Είναι γι’ αυτό το καμίνι που χορεύει’
στο κεφάλι μου κόλλησε και με γυρίζει.
Ήρθε τη νύχτα’ μ’ έπλαθε, με ζύμωνε.
Πονούσα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια.
Χτυπούσε το ρολόι- δέν ξημέρωνε.
Πρέπει να πω πιά όλη την αλήθεια.
Μιά πέτρα πιό βαριά τώρα με σκέπασε.
Αδύνατο βαθιά να αναπνεύσω’
να πω δυό λόγια τρυφερά.
Αδύνατο να περιγράψω.
(Τα χίλια δέντρα, 1963)
ΩΣ ΤΟ ΛΑΙΜΟ
Δανείστηκα τη φωνή’ μιμήθηκα το βάδισμα.
Μπήκα ως το λαιμό μέσα στην επιτήδευση
Ποτέ σαν νέος δεν τραγούδησα στους δρόμους.
Πήρα τους δρόμους νύχτα μόνο για την καρδιά,
για την καρδιά την τέλεια της νύχτας.
Τώρα γυρίζω για να βρω τον εαυτό μου.
(Τα χίλια δέντρα, 1963)
ΚΑΠΟΙΟ ΘΑΡΡΟΣ
Απ’ το πρωί περίμενα τη διασκέδασή μου’
το τελευταίο έγκλημα, ο τελευταίος βιασμός
-κι εκείνες οι φωτογραφίες των δραστών,
πάντα όπως τις έπλασες, όπως τις περιμένεις.
Επίσης οι αυτοκτονίες τους’ πρωτότυπες,
πολλές φορές εξαίσιες- θέλουνε κάποιο θάρρος.
Κι η νύχτα κόβει τους δεσμούς μας με τη γη’
η γνήσια νύχτα-τί θέλεις-πείθει.
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: «Τα χίλια δέντρα, κι άλλα ποιήματα», εκδόσεις Ύψιλον 1982)
13/20
Επιλογή ποιημάτων: Β. Δ. , Δαχτυλογράφηση: Μ.Π.
Οι δικοί μου Θύσανοι
Πλησιάζοντας πάντα με αναγνωστική
ευχάριστη, θετική διάθεση και χαροποιό πρόθεση το έργο του Γιώργου Ιωάννου,
αποφάσισα να διαβάσω ξανά το σύνολο του έργο του. Το είχα διαβάσει στο μεγαλύτερο
μέρος του, εκ νέου, όταν στην ιστοσελίδα μου Λογοτεχνικά Πάρεργα στις 26
Αυγούστου 2018 ανάρτησα ένα μακροσκελές κείμενο με χρηστικές βιβλιογραφικές πληροφορίες
και στοιχεία για αυτό, θέλω να πιστεύω, παρά τα αναμενόμενα κενά του.
Τουλάχιστον σε ηλεκτρονική ελεύθερη ανάγνωση για κάθε αναγνώστη ή αναγνώστρια
της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας. Ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου 2023, δηλαδή
μόλις πρόσφατα, ανήρτησα και πάλι στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, την πρώτη του
ποιητική συλλογή «ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ» με ένα εκτενές και πιο εμπεριστατωμένο με
στοιχεία και πληροφορίες κείμενο, το οποίο στηρίχτηκε κυρίως στην συνολική εκδοτική
Εργογραφία του, μην παραλείποντας να το εμπλουτίσω με χρηστικές (ενδεικτικές
ασφαλώς) πληροφορίες, αναφέροντας συγκεκριμένες πηγές όσον αφορά την Ποιητική
του διαδρομή. Και με σεβασμό στην μνήμη του, επανήλθα στην ανάγνωση των
ελάχιστων (όπως γνωρίζουμε μέσα στον αναγνωστικό χρόνο της αποδοχής της
συγγραφικής του παρουσίας) αρνητικών κειμένων και σχολίων τα οποία είχαν
γραφεί-στην εποχή τους- για την πεζογραφία του κυρίως. Ιδιαίτερα επανήλθα στις
επιφυλλιδογραφικές αρνητικές κρίσεις του κυρού καθηγητή και δοκιμιογράφου,
αρθρογράφου Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, (αποκόμματα της εφημερίδας «Το Βήμα» είχα
διαφυλάξει, και ανατρέχοντας και στον τόμο «Δ. Ν. Μαρωνίτης, Πίσω Μπρος.
Προτάσεις και υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία», εκδόσεις
στιγμή, 1986. Όπου είχαν συμπεριληφθεί. Ανάμεσα στις 11ελληνικές σημαίνουσες
φυσιογνωμίες της ποιητικής σκηνής, διαβάζουμε επεξεργασμένα και τα κείμενα για
τον Ιωάννου, σελ.235-259, στην δεύτερη ενότητα περί Πεζογραφίας. Στην ουσία
είναι δύο οι πεζογραφικές φωνές, του Γιώργου Ιωάννου και του πανεπιστημιακού
συγγραφέα Γιώργη Γιατρομανωλάκη). Όπως όλοι οι τότε αναγνώστες («Το Βήμα» 3/6
και 2/7 και 29/7 και 27/8/1977) είχαν διαπιστώσει, η κριτική ματιά και
ερμηνευτική φωνή των τεσσάρων αυτών κειμένων του συντοπίτη και παλαιού παιδικού
του φίλου, δημιούργησε αλγεινές εντυπώσεις και δημοσιογραφικές αντιδράσεις.
Πίκρανε και εξόργισε τον αγαπητό λογοτέχνη του οποίου τα βιβλία διαβάζονταν και
πωλούνταν όσα λίγων συγγραφέων, και ο οποίος σε τεύχη του περιοδικού που
εξέδωσε το 1978 το «Φυλλάδιο», απάντησε πικρόχολα, καυτηρίασε, με έναν λόγο και
μία γραφή άλλοτε με σαρκασμό και άλλοτε με θλίψη τις απόψεις και τις θέσεις του
καθηγητή Μαρωνίτη, περί Επαρχιακής πεζογραφίας στο οποίο ενέτασσε αναφέροντας
ως παράδειγμα τα πεζά και το ύφος του Γιώργου Ιωάννου. Ανέτρεξα και στο βιβλίο
του Ξενοφώντα Κοκόλη το οποίο καταγράφει τα της υπόθεσης, της διαμάχης
Μαρωνίτη-Ιωάννου. Παρενθετικά μετά από τόσες δεκαετίες και με νηφαλιότερη διάθεση,
και ασφαλέστερες δικλείδες αναγνωστικής ασφαλείας, θα μπορούσαμε με σεβασμό
στην συγγραφική μνήμη και των δύο, να σημειώσουμε ότι οι κρίσεις του Δημήτρη Ν.
Μαρωνίτη έχουν μία βάση αλήθειας-από την ερμηνευτική οπτική που εξετάζει το
ζήτημα- ενώ αντίστοιχα, η άμεση και δικαιολογημένη «αναμενόμενη οργή» του
Γιώργου Ιωάννου ήταν κάπως υπερβολική, αν δεν τους παρανοώ. Επίσης, δεν είναι
λάθος σαν σταθεροί αναγνώστες του έργου του Ιωάννου εξακριβώνουμε-όχι άδικα και
αναίτια- ότι τα άρθρα και τα κείμενα που διαβάσαμε όλο αυτό το διάστημα για τον
ποιητή και πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου, διακρίνονται για έναν θετικό μεν τόνο,
ορισμένες φορές όμως επίσης υπερβολικό για την παρουσία του.
Τα ποιήματά
του, τα πεζά του, τα δοκίμιά του για πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας χρήζουν
ιδιαίτερης προσοχής, όπως και οι αρθρογραφία του σε εφημερίδες και περιοδικά
σχετικά με την Μικρασιατική Προσφυγιά, των ξεριζωμένων και κατατρεγμένων
Ελλήνων της Ιωνίας, που εγκαταστάθηκαν στην Μακεδονία, την Θράκη, την γενέτειρά
του Θεσσαλονίκη, και σε άλλες πόλεις και χωριά της Βορείου Ελλάδος, τα οποία
διακρίνονται για την επιστημονική τους εγκυρότητα, την σωστή και λελογισμένη
φιλοπατρία τους, το ορθό του ιστορικό κριτήριο, και πάνω από όλα για την
φιλανθρωπία και την ένθερμη αγάπη του για τον πληγωμένο Ελληνισμό και την λαϊκή
του παράδοση, είναι κείμενα και λόγοι που σπάνια συναντάμε σε έλληνα μη
Μικρασιάτη συγγραφέα. Ο οποίος κουβαλά τις βιωματικές του αναμνήσεις της
προσφυγιάς και του πολέμου στα βιβλία του. Όπως είναι οι συγγραφικές φωνές του
Ηλία Βενέζη, του Στράτη Μυριβήλη, του Στρατή Δούκα, της Ιφιγένειας Χρυσοχόου,
της Έλλης Παπαδημητρίου, της Διδώς Σωτηρίου και δεκάδες άλλων. Οι φωνές και οι
αποτυπώσεις της ελληνικής κατατρεγμένης φτωχολογιάς στην πρόσφατη ελληνική
ιστορία,-των γεγονότων και συμβάντων του περασμένου αιώνα-μέσω των καθημερινών
εξομολογήσεων, μαρτυρικών μαρτυριών επώνυμων και ανώνυμων ελλήνων και
ελληνίδων, όπως τις κατέγραψε, τις διάβασε, τις χρησιμοποίησε στις ομιλίες
του-βλέπε «Λαϊκές Αφηγήσεις για την Προσφυγιά», και τις αποτύπωσε στα γραπτά
του, τις μνημονεύει στα κείμενα που έγραψε και δημοσίευσε, σχολίασε στο
περιοδικό του «Φυλλάδιο» χρειάζονται ειδική προσέγγιση και εξερεύνηση για όσους
κακοπροαίρετους τον «κατηγόρησαν» σαν πατριδολάτρη, «εθνικιστή» και ότι δεν
έγραψε τίποτα εναντίον της επτάχρονης Χούντα. Πόσο ιστορική και πολιτική πλάνη
είχαν τα λόγια τους όταν ξεστόμιζαν αυτά τα ανόητα πράγματα. Τον κατηγορούσαν
λανθασμένα. Ο ίδιος, δεν έπαψε να σημειώνει ότι ανήκει στον ευρύτερο χώρο της
Αριστεράς, δίχως να είναι ενταγμένος ή να επιθυμεί να ενταχθεί σε κανένα από τα
υπάρχοντα-τότε-κόμματα της ελληνικής πολιτικής επικράτειας. Δεν έκρυβε ότι
είναι σοσιαλιστής και πατριώτης. «Ακουμπώ στην πατρίδα, ακουμπώ στη φυλή, στο
χώμα, στη γλώσσα, στην ιστορία, στην παραδοσιακή θρησκεία. Και γαληνεύω».
Γράφει «Θρύμματα» του «Φυλλαδίου» τχ.7-8/1985, σ.51. Αλλά και στους «Θυσάνους»
του που έγραφε αδιαλείπτως δεν παύει να μας μιλά για την αγάπη του για την
Ελλάδα, την κοινή μας εστία, την πατρίδα όλων των Ελλήνων ανεξαιρέτως όπως
σημειώνει. Δεν παύει να αναφέρεται στον Ίωνα Δραγούμη όχι ως εθνικιστή έλληνα
αλλά ως Μάρτυρα του Έθνους, ως υπερασπιστή της ελληνικής φυλής όπως και ο
Παύλος Μελάς ο υπερασπιστής της Ελληνικής Μακεδονίας. Γράφει: «Εγώ δεν είμαι
εθνικιστής, είμαι π α τ ρ ι ώ τ η ς. Με την έννοια της πατρικής γης και πάντων
των εν αυτή. Σήμερα θάλλει ο π α τ ρ ι ω τ ι σ μ ό ς, τέρμα η εθνικοφροσύνη.».
σελ.52. (τα κενά στις δύο λέξεις του πεζογράφου). Επαινεί θετικά τον τότε
πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος σε δηλώσεις του στα Γιάννενα μίλησε και
υπερασπίστηκε τους Βορειοηπειρώτες Έλληνες της Αλβανίας. «Κάτω οι απαίσιοι
αρνητές του Ελληνισμού! Κάτω οι πεζεβέγκηδες!» γράφει. Και παρακάτω: «Διαβάζω
ελληνική ιστορία κλαίοντας. Κανένα λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να μου δώσει
αυτή τη συγκίνηση. Ας μην μπλέκουμε την πατρίδα και ας μην την αντιθέτουμε με
τις όποιες ιδέες μας. Η πατρίδα δεν αποκλείει τίποτα. Μπορούμε να είμαστε και
πατριώτες και απ’ όλα». Και αυτά τα γράφει ένας λογοτέχνης που ασχολήθηκε με
την μυθοπλασία. Αντιπαραβάλλει τον Ανδρέα Παπανδρέου με τον πατέρα του
πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. «Ρήτορας σαν τον Γεώργιο Παπανδρέου δεν υπάρχει
σήμερα…. Εκείνος είχε εσωτερικό ρυθμό και άφθαστο καλό γούστο. Είχε λάμψη. Οι ρητορικοί
λόγοι δεν είναι και τόσο άνευ ουσίας πράγματα» Ενώ για το κόμμα του τότε Πασοκ
μας λέει: «Το Πασοκ παρά τα λάθη του, είναι μιά κάπως αληθινή αριστερά. Θέλω να
πω ότι το μοντέλο δεν έχει εισαχθεί κατευθείαν απέξω. Το θλιβερό αυτό προνόμιο
το έχουν πάντοτε άλλοι….». Και αυτόν το σύγχρονο έλληνα συγγραφέα τον
κατηγόρησαν για απολιτικ και εθνικιστή και άλλους χαρακτηρισμούς οι ακραίοι
πολιτικοί και ιδεολογικοί εκφραστές μιάς Ελλάδας η οποία ήθελαν να ενταχθεί στο
σιδηρούν παραπέτασμα. Στο από ποιά πλευρά βρίσκεται η προοδευτικότητα και η
πατριωτική δημοκρατία το δηλώνουν με περίτρανο τρόπο τα γραπτά του Γιώργου
Ιωάννου. Όταν σε άλλες σελίδες μέμφεται το Πασοκ για την πολιτική του στα
πολιτιστικά και την πολιτική του υπουργείου παιδείας. Εξάλλου, όπως και ο ίδιος
και πάλι σχολιάζει, ποιό κράτος του τότε ανατολικού συνασπισμού θα παραχωρούσε
σπιθαμή του εδάφους του σε άλλο ομογάλακτο ιδεολογικά και πολιτικά κράτος;
Τέλος πάντων, αξίζει να διαβάσουμε, ξανά, αν δεν το έχουμε πράξει μέχρι σήμερα,
όχι μόνο τα Πεζά του και τα Ποιήματά του, τις διάφορες συνεντεύξεις του και την
αρθρογραφία του αλλά, και τα εκατοντάδες σχόλιά του θετικά και αρνητικά, δίκαια
και πικρόχολα, ιστορικά ακριβή και ακριβοδίκαια όσο αφορά πολλούς έλληνες
λογοτέχνες στο περιοδικό του «Φυλλάδιο». Αν απομονώσουμε τις πάμπολλες
νεκρολογίες του για πρόσωπα που χάθηκαν εκείνα τα χρόνια, θα εκπλαγούμε για το
τι γνώριζε αυτός ο άνθρωπος και τι είχε διαβάσει. Σε τι αναφέρονταν και γιατί
πράγματα μιλούσε τις πλείστες φορές με συγκίνηση και φιλάνθρωπα, ακόμα και για
πρόσωπα που δεν τον έτρεφαν καλή γνώμη για τον ίδιο. Βλέπε την περίπτωση του
πειραιώτη φιλόσοφου και παιδαγωγού Ευάγγελου Παπανούτσου. Γράφει: «Στις
2.5.1982 πέθανε ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Δεν τον γνώριζα από κοντά, μα του
έτρεφα ευγνωμοσύνη για τα βιβλία του, την «Αισθητική» ιδίως. Όταν γύρω στα 1950
κυκλοφόρησε στη μεγάλη της μορφή, τη διάβασα δύο τρείς φορές μονορούφι,
κρατώντας σημειώσεις που δεν χρησίμευσαν. Χτυπιόμουν από το κακό μου, που δεν
είχα ένα τέτοιο έργο στην αρχή των σπουδών μου. Θα είχα γλυτώσει από πολλές
συγχύσεις και θα είχα παρακολουθήσει καλύτερα. Αλλά και τα άλλα βιβλία του
Παπανούτσου ήταν θαυμάσια. Ξέρω ότι στον αχάριστο αυτό τόπο υπήρχαν πολλοί, και
όχι, ας πούμε ιδεολογικοί αντίπαλοι, πού υποστήριζαν, ότι ο Παπανούτσος δεν
είναι σχεδόν τίποτα, γιατί δεν είναι πρωτότυπος φιλόσοφος. Αυτά είναι βλακώδη
και άκρως φθονερά. Ο Παπανούτσος υπήρξε διδάσκαλος από τους λίγους και τολμηρός
μεταρρυθμιστής, ενώ αυτοί παρέμειναν άγονοι αισθητές του γλυκού νερού.
Σκέφτομαι να ξαναδιαβάσω όλο το έργο του, να πάρω κουράγιο από την ξεκάθαρη
σκέψη του και την τιτάνια εργατικότητά του. Δεν μου διαφεύγει ότι του στενού του περιβάλλοντος του Παπανούτσου ήταν
κάτι υποκείμενα, που διέπραξαν ασχήμιες εις βάρος μου και πιθανώς τον είχαν
επηρεάσει εναντίον μου. Τί να γίνει, Φίδια γύρω από τα μεγάλα γέρικα δέντρα
είναι φυσικό φαινόμενο. Εγώ δεν ξεχνώ πάντως πώς όταν νοσηλευόμουν στο ΚΑΤ, ο
Παπανούτσος που ερχόταν σε ένα παραδιπλανό δωμάτιο και έβλεπε κάποια μοναχική
και σίγουρα διανοούμενη κυρία, μου έστειλε χαιρετισμούς και ευχές, με έναν δικό
μου που συνάντησε στο ασανσέρ. Ο Παπανούτσος βρισκόταν πίσω και από αυτήν την
τελευταία μεταρρύθμιση της Παιδείας μας, πού άρχισε επί Γεωργίου Ράλλη, με το
λεγόμενο ΚΕΜΕ. Πρόεδρος του ΚΕΜΕ ήταν ο Αλέξανδρος Καρανικόλας………». Ασφαλώς, θα
ήμουν αφελής και εκτός τόπου και χρόνου αν αναρωτιόμουν ποιός στην πόλη μας τον
Πειραιά- τουλάχιστον-ξέρει και θυμάται τον πειραιώτη Παπανούτσο. Του οποίου το
βιβλίο «Λογική» διδαχτήκαμε στο Λύκειο. Αλλά η ακτίνα των Νεκρολογιών του δεν
περιλαμβάνει μόνο λογοτέχνες αλλά και πρόσωπα όπως ο Αλέκος Πατσιφάς, ο
διευθυντής της «Λύρας», αναφέρεται στον σημαντικό αρχαιογνώστη και θεατρικό
κριτικό Στάθη Δρομάζο, και σε ένα από τα κλασικά του συγγράμματα την «Ποιητική
του Αριστοτέλους» που εξονυχιστικά μετέφρασε και σχολίασε και είχε κυκλοφορήσει
πριν φύγει από την ζωή. Μία ωραία δουλειά η οποία συμπληρώνει και γεφυρώνει τις
γνώσεις μας, από την έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών και την αντίστοιχη δουλειά του
παλαιού κλασικού φιλόλογου Ιωάννη Συκουτρή. Στέκεται στην απώλεια του Περικλή
Αθανασόπουλου ο οποίος μαζί με άλλους φιλότεχνους νέους και νέες του Πειραιά,
εξέδωσαν το λογοτεχνικό περιοδικό «Διαβάζω». Λυπάται για την απώλεια του μουσικοσυνθέτη
Μάνου Λοϊζου που δεν πρόλαβε να συνεργαστεί. Κάνει ιδιαίτερη μνεία για τον
ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας και καθηγητή του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Λίνο Πολίτη με τον οποίο είχε συνεργαστεί παλαιότερα, επισημαίνοντας όχι και
τις τόσο αγαθές σχέσεις του καθηγητή με το πνευματικό κατεστημένο της Σχολής
της Θεσσαλονίκης. Τον ζωγράφο Μάνθο Κέτση, μην παραλείποντας να μνημονεύσει και
το ωραίο και τρυφερό δημοσίευμα της εφημερίδας «Η Αυγή» που έγραψε η φίλη του
συγγραφέας Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ για την απώλειά του. Στέκεται στον πεζογράφο
Στρατή Δούκα, και μιλά ακριβοδίκαια και με σεβασμό για το έργο του, και τα
τελευταία χρόνια της ζωής του που ήταν άρρωστος. Μάλιστα, κάνει μία εκ του
σύνεγγυς παρατήρηση. Ότι ο σημαντικός αυτός μικρασιάτης συγγραφέας της
«Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου» και όχι μόνο, συνήθιζε με έμμεσο τρόπο να
υποδεικνύει στους επισκέπτες και μελετητές του έργου του, τι πρέπει να
προσέξουν και να γράψουν για αυτό. Έτσι, όπως σημειώνει ο Ιωάννου, αρκετές
μελέτες που κυκλοφόρησαν για τον Στρατή Δούκα έχουν παρατηρήσεις του ίδιου του
συγγραφέα Δούκα και όχι του δοκιμιογράφου. Θάβει στην κυριολεξία τον ποιητή και
μεταφραστή Άρη Δικταίο τον ζωγραφίζει με μελανά χρώματα γιατί, πρίν ακόμα
κυκλοφορήσει το βιβλίο του με την μετάφραση «Στράτωνος Μούσα Παιδική» ο
Δικταίος και παλαιός επιμελητής των εκδόσεων του Γεωργίου Φέξη έδωσε στην
δημοσιότητα αρνητική κριτική για την μετάφραση. Στηριζόμενος στις μεταφράσεις
των ποιημάτων και επιγραμμάτων στο περιοδικό «Φυλλάδιο». Μιλά αρνητικά και για
την εισαγωγή του Δικταίου στην έκδοση των Απάντων του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη.
Μιλά και για τους θανάτους συγγενικών και φιλικών του προσώπων εξίσου με τον
ίδιο ειλικρινή τρόπο όπως αναφέρεται και στους πνευματικές απώλειες. Ωραία
είναι και αυτά που γράφει για τον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη και στιχουργό Βασίλη
Τσιτσάνη. Τον Χαλκιδιώτη σατιρικό συγγραφέα Γιάννη Σκαρίμπα, τον ποιητή και
πεζογράφο, και μεταξύ άλλων του πολύτομου έργου για το «αληθινό 21». Για την
απώλεια του Στρατή Ελευθεριάδη, τον Τεριάντ και υποστηρικτή του λαϊκού ζωγράφου
Θεόφιλου, της γνωριμίας και διάδοσης της δουλειάς του στο εξωτερικό με την
διοργάνωση εκθέσεων και το Μουσείο Θεόφιλου στη Μυτιλήνη. Τον ισπανό
σουρεαλιστή σκηνοθέτη Λουϊς Μπουνιουέλ, τον αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Τένεσυ
Ουϊλλιαμς, που, γνώρισε στο ελληνικό κοινό το έργο του το Θέατρο Τέχνης του
Καρόλου Κουν στην μετάφραση του ελληνοαμερικανού ποιητή Νίκου Σπάνια. Γράφει
για τον μουσικοτραφή Λάζαρο Γεωργιάδη τον ιδρυτή της «Λέσχης του Δίσκου» εξαίρετου τυπογράφου
και εκδότη κειμένων. Η «Λέσχη του Δίσκου» μέσα στην Στοά του κινηματογράφου
«Όπερα» στην οδός Ακαδημίας στο κέντρο της Αθήνας, ήταν ένα «εκπαιδευτήριο»
κλασικής μουσικής των νέων της γενιάς μας. Τα άλλα δύο αδέρφια του Λάζαρου
Γεωργιάδη διατηρούσαν μέχρι πρόσφατα επί της οδού Τσαμαδού στο κέντρο του
Πειραιά το δισκάδικο “Negro”. Ενώ, παράλληλα, στους «Θυσάνους» και στα «Θρύμματα»
των τευχών του περιοδικού αλλά και σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν,-γραπτά ή
ομιλίες, συνεντεύξεις, δεν έπαυε να μιλά ενάντια ή τέλος πάντων με πολλές
επιφυλάξεις απέναντι των γειτόνων μας των Τούρκων. Και να τους φωτογραφίζει με
μελανά χρώματα υπενθυμίζοντάς μας τις γκρίζες σελίδες της ελληνικής ιστορίας
και τους διωγμούς ενώ δεν άφηνε ασχολίαστα και τα λάθη της ελληνικής πολιτικής
πλευράς τα οποία οδήγησαν στην
συρρίκνωση και τα σύγχρονα ιστορικά δράματα του Ελληνισμού. Ακόμα μία
ενδιαφέρουσα πλευρά της συγγραφικής και δημιουργικής παρουσίας του Γιώργου
Ιωάννου, του φιλόλογου Γιώργου Ιωάννου, είναι οι μεταφράσεις του των αρχαίων
κειμένων όπως μας τις παρουσίασε στα εσώφυλλα του εξωφύλλου και του οπισθοφύλλου
και στις μέσα σελίδες του περιοδικού του. Είναι τα ερωτικά ποιήματα και τα
επιτύμβια επιγράμματα και ορισμένα ευρύτερης θεματολογίας της Παλατινής
Ανθολογίας. Ο Ιωάννου δεν μετέφρασε τα πάνω από 700, για την ακρίβεια 748
διασωθέντα επιτύμβια της Παλατίνης, όπως μας λέει ο ίδιος στο προεξαγγελτικό
του κείμενο στην σελίδα 50-51 του τεύχους 3-4/1978-1979. « Από το «Φυλλάδιο»
αυτό αρχίζω να παρουσιάζω τις μεταφράσεις των επιτυμβίων επιγραμμάτων της
Παλατινής Ανθολογίας. Τα «Επιτύμβια» βρίσκονται στο έβδομο βιβλίο της Παλατινής
και είναι πάρα πολλά, 748. Αν αξιωθώ να
τα μεταφράσω κι αυτά, τότε θαρρώ θα έχω κάνει κάτι το σοβαρό για τη γνωριμία
της Παλατινής Ανθολογίας από τους μη ειδικούς, που είναι, βέβαια, σχεδόν όλος ο
κόσμος. Το άλλο, το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής, την «Παιδική Μούσα του
Στράτωνος» θα το επεξεργαστώ τώρα αμέσως, μετά από αυτό το «Φυλλάδιο», ακόμα
μία φορά, και θα το δώσω για τύπωμα. Εκείνο έχει πολύ λιγότερα ποιήματα, 259 ,
αλλά είναι δυσκολότερα στην απόδοση…….». Είναι η άλλη πλευρά του συγγραφικού
του χαρακτήρα, η μεταφραστική του, πού, όπως και στην τραγωδία του Ευριπίδη
που, τόσο μοναδικά μετέφρασε, την «Ιφιγένεια η εν Ταύροις», Αθήνα, Κέδρος 1969,
χαιρόμαστε όχι μόνο αυτό το πετυχημένο γλωσσικό μεταφραστικό «πείραμα»-
πετυχημένη απόπειρα, στο οποίο προβαίνει, δηλαδή στην χρήση των έξεργων, για τα
οποία μας μιλά (έξεργα είναι η ενσωμάτωση στο μεταφραστικό σώμα-κείμενο, λέξεων
ή φράσεων του αρχαίου πρωτότυπου. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο κατά την μεταφορά ή
απόδοση των αρχαίων κειμένων αλλά το συναντάμε και σε μιμήσεις σύγχρονων
ποιητών από ομότεχνους τους. πχ. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Γιώργος Σεφέρης,
Οδυσσέας Ελύτης κλπ.). Αν παραλληλίσουμε την απόδοση του Γιώργου Ιωάννου με αυτήν
των εκδόσεων του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, του Θρασύβουλου Σταύρου, αν και ο
Ιωάννου μιλά για μετάφραση, θα δούμε την διαφορά στην χρήση της γλώσσας τόσο
στο Ευριπίδειο κείμενο όσο και στα χορικά. Ο ακριβής τίτλος του βιβλίου είναι:
«ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ. ΑΡΧΑΙΟ
ΚΕΙΜΕΝΟ.», εκδόσεις «Κέδρος», Δεκέμβρης 1969, σελ. 136. Πέρα από την σύγχρονη
ρέουσα και στρωτή μετάφραση, σε μία καθημερινή και οικεία γλώσσα, - ίδιος ο
καθηγητής μεταφραστής δεν «ντρέπεται», φοβάται να μας πει ότι στην μετάφραση
τον βοήθησαν και οι μαθητές του στην διδασκαλία του έργου μέσα στην σχολική
αίθουσα-στην έκδοση αυτή του Θεσσαλονικιού λογοτέχνη μπορεί κανείς ακόμα και
σήμερα να θαυμάσει και τα εννέα κεφάλαια που αποτελούν την Εισαγωγή του.
Ιδιαίτερα αυτό στο οποίο ο Ιωάννου αναρωτιέται αν «Είναι τραγωδία η
Ιφιγένεια;». Όσο για την μετάφραση της «Στράτωνος Μούσας Παιδικής» μάλλον, της
δόθηκε περισσότερο προσοχή εξαιτίας του σκανδαλιστικού και γαργαλιστικού
παιδεραστικού περιεχομένου του βιβλίου, παρά για την αρτιότητα και ποιότητα της
μετάφρασης. Η Θεματολογία και ο ερωτικός ερεθισμός της ανάγνωσης, ενδέχεται να
υπερσκέλισε την ομορφιά και την λαϊκή χάρη της γλώσσας του Ιωάννου, του οποίου
ορισμένα ποιήματά στην δική του προσωπικής γλωσσικής αισθητικής απόδοση, είχαν
γίνει όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο βάιραλ θα λέγαμε σήμερα, και μεταφραστικές
φράσεις του αποφθεγματικές ρήσεις όταν σε ιδιαίτερη συνομιλία αναφερόσουνα στα
πονηρά χαμογελώντας. Πάντως η έκδοση είναι άλλου επιπέδου σε σχέση με αυτήν του
συγχωρεμένου Ανδρέα Λεντάκη. Αντίθετα, δεν προσέχθηκαν όσο τους άξιζαν τα
Επιτύμβια Επιγράμματα που μετέφρασε ο Γιώργος Ιωάννου και δημοσίευσε-όσα μας
παρουσίασε-στο περιοδικό του «Φυλλάδιο». Δεν χρειάζεται να σημειώσουμε ότι
είναι άλλης ποιότητας εργασία από αυτήν του Κορίνθιου ποιητή και μεταφραστή
αγαπητού μας κυρού Βασίλη Λαζανά. Αν δεν κάνω λάθος, ή, τουλάχιστον ο γράφων το
τρίτο αυτό ολοκληρωμένο σημείωμα για τον Γιώργο Ιωάννου, δεν γνωρίζει να έχουν
γραφεί αρκετές μελέτες για την μεταφραστική του δουλειά, (αγνοώ αν αυτό έχει
πραγματοποιηθεί από τα δύο (;) διδακτορικά που έχουν εκπονηθεί για το έργο του)
σε σχέση πχ. με την παρουσία της Θεσσαλονίκης και της λαϊκής τυπολογίας των
κατοίκων της και του χώρου της την περίοδο της Κατοχής κλπ) φυσικά θα πρέπει να
συμπεριλάβουμε και την μεταφραστική του εργασία πάνω στις Εξομολογήσεις του
Ιερού Αυγουστίνου και το ιστορικό δοκίμιο Για την καταγωγή και την χώρα των
Γερμανών του Κορνήλιου Τάκιτου. Πάντως ενδιαφέρον παρουσιάζει το καλογραμμένο
και η σοβαρή ματιά με την οποία εξετάζει και διαβάσει τις μεταφράσεις του, η
ποιήτρια και μεταφράστρια και η μάλλον τελευταία μεταφράστρια του συνολικού
έργου της λυρικής ποιήτριας Σαπφώς η κ. Τασούλα Καραγεωργίου. Βλέπε την μελέτη
της στο περιοδικό «Φιλολογική» τχ. 91/2005, σ. 38-43. «Ο Γιώργος Ιωάννου ως
μεταφραστής», το οποίο ανθολογείται στον τόμο «ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ. Κριτικά
κείμενα. Εισαγωγή, ανθολόγηση κειμένων: Δημήτρης Κόκορης, εκδόσεις Αιγαίον,
Λευκωσία, Κύπρος 2013, σ.417-433. Στο περιοδικό «Φυλλάδιο» εμφανίζονται για
πρώτη φορά και οι Ημερολογιακές σελίδες του βιβλίου που κυκλοφόρησε κατόπιν «ΤΟ
ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, χωρίς περικοπές» σε εισαγωγή- σχόλια-επίμετρο της
Αντιγόνης Βλαβιανού., εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2000. Η ίδια είχε επιμεληθεί,
γράψει την εισαγωγή, το επίμετρο και προβεί στα παροράματα, που, δεν είναι και
λίγα, στο «Εισαγωγικό Φυλλάδιο» το οποίο «αναστηλώνει» τα 8 μονά και διπλά
τεύχη του περιοδικού, από το Βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 1996.
Αν φέρουμε στην σκέψη μας ότι ο Γιώργος Ιωάννου έγραφε μόνος του την ύλη του
περιοδικού, συγκέντρωνε σε φακέλους το επίκαιρο και άλλου κοινωνικού
ενδιαφέροντος και πνευματικού και καλλιτεχνικού ταυτόχρονα υλικό του, ότι
πρωτοδημοσίευε τα μικρά του πεζά και τις μεταφράσεις του, και κατόπιν, τα
μετέφερε σε ξεχωριστές εκδόσεις των έργων του, τα συμπεριλάμβανε δηλαδή ως
πεζογραφικό υλικό του, τότε θα συμφωνήσουμε με την ερώτηση της Αντιγόνης
Βλαβιανού, όταν στην Εισαγωγή της σ.7 αναρωτιέται: «Τί ήταν, εν τέλει, το
Φυλλάδιο για τον Γιώργο Ιωάννου: ιδιοτροπία συγγραφικής εκκεντρικότητας ή
πνευματική εκδήλωση αναγκαιότητας ζωτικής; Στο ποια πλευρά της ερώτησης θα
επιλέξει ο αναγνώστης, πιθανότατα να εξαρτάται από το πόσο θα σταθεί στα
αρνητικά και μακροσκελή σχόλια και άλλες πικρόχολες παρατηρήσεις που κάνει ο
πεζογράφος και ποιητής Γιώργος Ιωάννου για το πρόσωπο του παλαιού φίλου του
πανεπιστημιακού και κριτικού Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη. Μια και οι σελίδες που του
αφιερώνει, στο περιοδικό, μετά την δημοσίευση του Μαρωνίτη για την πεζογραφική
του παρουσία δεν είναι και λίγες. Υπάρχει ένα ιστόγραμμα στα οξύτητας και αρνητικών
σχολιασμών στα λεγόμενα του Γιώργου Ιωάννου, ένα ιστόγραμμα που φθίνει την οργή
και την προσωπική του πίκρα. Και αυτό, φανερώνει την ποιότητα του χαρακτήρα
του. Με τον καιρό και την εργατικότητα και συγγραφική παραγωγή ο Ιωάννου,
ξεπερνά τις άσχημες για αυτόν κρίσεις, ίσως, απαλείφονται και παλαιότερες
ενοχές της απόρριψής του. Αν το φωτίσουμε από αυτήν την σκοπιά τότε, η άλλη
ερώτηση της Αντιγόνης Βλαβιανού που θέτει στον αναγνώστη του «Φυλλαδίου» στην
σελίδα 17: «Νομιμοποιείται, άραγε, ο αναγνώστης να θεωρήσει ότι το Φυλλάδιο
υπήρξε για τον Γιώργο Ιωάννου ένα παραπάνω σκαλί;». Αβίαστα θα γράφαμε ναι.
Γιατί στην
τελική ανάλυση τα κείμενα του «Φυλλαδίου», τα σχόλια και οι παρατηρήσεις, οι
θετικές και αρνητικές κρίσεις, οι αξιολογικές κρίσεις του σε έργα και πρόσωπα
της εποχής του, όλα αυτά που δημοσιεύονται και εμείς οι τότε και σημερινοί
αναγνώστες διαβάζουμε στις σελίδες των «Θυσάνων» και των επιμέρους ενοτήτων, τι
άλλο είναι από ένα συμπλήρωμα της ολοκλήρωσης και της ωριμότητας του φυσικού
του και πνευματικού του χαρακτήρα. Ένα ολοκλήρωμα της ταυτότητας της γραφής
του. Γιατί ο Ιωάννου, δεν είναι ο ενοχικός χαρακτήρας που αντιδρά-και
δικαιολογημένα εναντίον άλλων ομοτέχνων του και των μεγαλόσχημων που γράφουν
αρνητικά για το έργο του, ο Ιωάννου, αυτός ο γιός του Σιδηροδρομικού, που,
έζησε φτωχικά και προσφυγικά μεγάλο μέρος των χρόνων της νιότης του, ας μην
λησμονούμε τις επαγγελματικές του ταλαιπωρίες, τις αρνητικές επιπλήξεις από το
οικογενειακό του περιβάλλον και το φιλικό-συναδελφικό του, φαίνεται η ποιότητα
του χαρακτήρα του από κάτι μικρές λεπτομέρειες. Και μία από αυτή είναι όταν
όπως μας εξομολογείται το γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό «Το Δέντρο» μιλά
αρνητικά για αυτόν. Όταν εκείνος το σχολιάζει και επικοινωνεί με τους
ιδιοκτήτες μας κάνει λόγο για την ανθρώπινη πλευρά του συγγραφέα Κώστα
Μαυρουδή, ενός από τους ιδιοκτήτες του περιοδικού. Έχουμε και άλλα τέτοια μικρά
παραδείγματα που δηλώνουν την ανεξικακία
του ανθρώπου. Εξάλλου, μετά την δημοσίευση της συνέντευξης του Ιωάννου στο
περιοδικό «Διαβάζω», το περιοδικό αποφάσισε να μην μπλεχτεί ξανά σε δημόσιες
διαμάχες. Και, δεν είναι πλεονασμός, να σημειώσουμε από μέρους μας σαν απλοί
αγοραστές και αναγνώστες περιοδικών αλλά και των εφημερίδων με τα λογοτεχνικά
τους ένθετα, τις προηγούμενες δεκαετίες, να μαρτυρήσουμε το τι αρνητικές
κριτικές γράφονταν για βιβλία, το τι μπηχτές δημοσιεύονταν για βραβεύσεις και
δημόσιες συμπεριφορές λογοτεχνών, για τα κονέ της βράβευσης, για θέσεις δημόσιας
προβολής και πώς αποκτιόνταν. Αυτά βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Και οι
σελίδες των εφημερίδων και οι σελίδες των περιοδικών ήσαν απαγορευμένες αν δεν
ήσουν του κύκλου, της αυτής των συγκεκριμένων προσώπων ή δεν άνηκες στο
ιδεολογικό τους στρατόπεδο. Η μνήμη κρατά ζωντανή μία αρνητική απορριπτική
κριτική του κυρού κριτικού, δημοσιογράφου Κώστα Σταματίου, για βιβλία του κυρού
Κωνσταντίνου Τρυπάνη και του συγχωρεμένου Κίμωνα Φράιερ. Ενώ, άλλος, μεγάλος
και τρανός ποιητής μου έκοψε και την καλημέρα όταν ο Φράιερ δεν τον
συμπεριέλαβε στην αγγλόφωνη μετάφρασή του. Λες και ήμουν υπεύθυνος.
Αυτή ήταν η πνευματική και καλλιτεχνική
πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνικής ζωής τις προηγούμενες δεκαετίες. Μέσα
σε αυτό το περιβάλλον-πνευματικό, καλλιτεχνικό και κοινωνικό και
εργασιακό-έπρεπε να παλέψει σκληρά για να επιβιώσει ο φιλόλογος και ποιητής,
πεζογράφος και μεταφραστής από την Θεσσαλονίκη Γιώργος Ιωάννου. Και πέτυχε,
άφησε πίσω του ένα πολυσχιδές έργο που, δεν μπορεί να το σκιάσουν επικαιρικές
αρνητικές κρίσεις του και εφήμερα σχόλιά του. Το ειδικό βάρος του έργου του,
είναι μεγαλύτερο και από τις ιδιωτικές του ερωτικές επιλογές, τις όποιες ενοχές
ένιωθε και πάλευε να τις καθυποτάξει, την δημόσια συμπεριφορά του κατά την
διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Ίσως αυτές του οι ενοχές και η
πρόθεσή του να μην θίξει περισσότερα πρόσωπα και καταστάσεις, τον έκανε αυτόν
τον δημόσιο λειτουργό, να μην ακολουθήσει το Ημερολογιακό παράδειγμα του ποιητή
Γιώργου Σεφέρη ο οποίος αν και τον απεκάλεσαν ολιγογράφο, αν δούμε τον όγκο της
αλληλογραφίας που διατηρούσε και τα Ημερολόγιά του, τις Ημέρες του μέχρι την
χρονική περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας, δεν ήταν και τόσο σιωπηλός. Μάλλον
υπήρξε λαλίστατος αν και φοβερά εκλεκτικός στις συναναστροφές του, σαν πρόσφυγας
και αυτός και διπλωμάτης. Αντίθετα ο Ιωάννου σταματά και καταγράφει Ημερολογιακά
μία μικρή περίοδο ακόμα και της Κατοχής, και προσπερνά τις άλλες χρονικές δύστοκες
ιστορικές καταστάσεις της Ελλάδας. Είναι σαν να μην τον ακουμπούν, παρά μόνο σε
ότι αφορά την ιδιαίτερη της ζωής του περίπτωση. Έκανε τις επιλογές του και ενοχοποίησε
κατά κάποιον τρόπο το μελλοντικό του βλέμμα. Αν δεν λαθεύω. Το ζήτημα για μένα ακόμα
είναι, αν υφίσταται παρόμοιο θέμα για τον πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου, πρώτον οι
συχνές επαναλήψεις που συναντάμε στα κείμενά του και διάσπαση και ο κατακερματισμός του συγκεκριμένου
μνημονικού βιωματικού του υλικού που σπονδυλώνουν τα κείμενά του, πώς αυτός ο
ταλαντούχος και ευφυής λογοτέχνης δεν αποπειράθηκε να μας δώσει ένα πολυσέλιδο
μυθιστόρημα μακράς πνοής,-να συγγράψει παραδείγματος χάρη ένα προσφυγικό ιστορικό
έπος για τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, Μικρασιάτες Έλληνες ή Εβραίους-και περιορίστηκε
σε μικρότερης έκτασης συγγραφικές δημιουργίες. Σαν να Θρυμμάτισε το όραμά του ή
δεν είχε τις συγγραφικές αντοχές; Αν και, έχουμε την περίπτωση του Αργεντινού
παραμυθά Χόρχε Λουϊς Μπόρχες ο οποίος συνειδητά δεν έτρεφε φιλική συγγραφική
και αναγνωστική διάθεση για την μυθιστορηματική πολυσέλιδη γραφή. Έτσι,
κατέφυγε στις μικρές διασκευασμένες ιστορίες του. Ο Ιωάννου όμως, κάπου αν
θυμάμαι σωστά μας μιλά για την αγάπη του για τον γάλλο συγγραφέα Αντρέ Μαλρώ
και τα μυθιστορήματά του, και για το ότι οι κριτικοί του, δεν έχουν εντοπίσει
και παρατηρήσει τις κοινές τους συγγένειες.
Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο.
Στο τρίτο
αυτό κατά σειρά σημείωμα για τον Γιώργο Ιωάννου, δεν μεταφέρω κρίσεις τρίτων ή
ποιήματά του. Όσον αφορά τις πληροφορίες μου για το «Μπιλετάκι» τις έδωσα στο αμέσως
προηγούμενο σημείωμα. Σε επόμενο θα συμπληρώσω με άλλες αναφορές την έρευνα για
το έργο του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Παρασκευή 15
Σεπτεμβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου