Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

ΜΕ ΣΑΦΗ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

 

ΜΕ  ΣΑΦΗ  ΠΟΛΙΤΙΚΟ  ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

 

     «… στο ίδιο έργο θεατές…»

 

         Α Σ   Φ Ρ Ο Ν Τ Ι Ζ Α Ν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.

Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια

όλα τα χρήματά μου τάφαγε:

αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

 

Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.

Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος

(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα’

τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ό,τι κι αν πεις).

Από στρατιωτικά έχω μιάν ιδέα,

κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.

Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.

Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι’

κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:

του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

 

Όθεν φρονώ πώς είμαι στα γεμάτα

ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,

την προσφιλή μου Συρία.

 

Σ’ ότι δουλειά με βάλλουν θα πασχίσω

να είμαι στην χώρα οφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.

Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους-

τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;

αν μ’ εμποδίσουνε, τί φταίω εγώ.

 

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζεβίνα πρώτα,

κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,

θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.

Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,

πηγαίνω παρευθείς στον Υρκανό.

 

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρείς.

 

Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη

γιά το αψήφιστο της εκλογής.

Βλάπτουν κ’ οι τρείς τους την Συρία το ίδιο.

 

Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ.

Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.

Άς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί

να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.

Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  Π.  ΚΑΒΆΦΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ  Β΄(1919-1933), Φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Π. Σαββίδης, εκδόσεις «Ίκαρος», 3,1972, σ.85-86.

     Διατήρησα την ορθογραφία της έκδοσης. Στα Ποιήματα του 1930 έχουμε άλλες δύο ποιητικές μονάδες: «Ο καθρέφτης στη είσοδο», «Ρωτούσε για την ποιότητα». Στην σελίδα 113 δημοσιεύονται Σημειώσεις του φιλολογικού επιμελητή Γ. Π. Σαββίδη.

--

       ΤΩΝ  ΟΙΚΙΩΝ  ΗΜΩΝ  ΕΜΠΙΠΡΑΜΕΝΩΝ…

     Των οικιών ημών εμπιπραμένων, δεν είναι επιτρεπτό εμείς να άδωμεν. Θέλω να πω ότι δεν είναι δυνατό να γράψουμε για οποιοδήποτε άλλο θέμα τυραννάει ή χαροποιεί-πού τέτοια τύχη! – αυτή τη στιγμή τους ανθρώπους μας, όταν ο μισός ορίζοντας της Αθήνας είναι σχεδόν μπλαβός από τους καπνούς των πυρκαγιών και όταν τα μάτια τρέχουν από την αδιόρατη κάπνα που παντού πλανιέται. Το κείμενο αυτό γράφεται την Τετάρτη 5 Αυγούστου 1981.

    Αυτά που άρχισαν από τη μακρινή Κασσάνδρα, μάλλον πού παρουσιάστηκαν πιό έντονα εκεί, ήρθαν τώρα και στο κεφάλι μας. Και ήρθαν φτεροπόδαρα με τη φριχτότερη μορφή τους. Και τα ερωτηματικά που δημιούργησε εκείνη η φωτιά σε ολίγους, πολλαπλασιάστηκαν και εδραιώθηκαν τώρα στο μυαλό πολλών. Τί συμβαίνει επιτέλους; Τί ανήκουστοι συγχρονισμοί φωτιάς είναι αυτοί; Τόσο ανίκανοι γίναμε για να δώσουμε μιά απάντηση σε ο,τιδήποτε το περίεργο;

     Οπωσδήποτε η κατάσταση δεν είναι καθόλου κανονική. Δεν πρόκειται, βέβαια, για τις συνηθισμένες απώλειες από φωτιά, αυτές που αναμένονται κάθε χρόνο. Εδώ καίγονται κτίσματα και δέντρα παλαιά, πράγματα αιωνόβια, περιοχές ολόκληρες πού δεν είχαν καεί ούτε κάν κινδυνέψει εδώ και πολλές δεκαετίες, τότε πού και τα δέντρα-αυτά τα μοιραία πεύκα!- ήταν πιό πυκνά και τα μέσα κατασβέσεως της φωτιάς στοιχειώδη ή και ανύπαρκτα. Και μή μου πει κανείς ότι δεν είχε φυσήξει άλλες φορές τέτοιος αέρας ή δεν είχε υπάρξει ποτέ τέτοια συγκυρία’ αέρας δυνατός, καλοκαίρι ξερό και φωτιά συνάμα. Πολλές φορές είχαν προϋπάρξει, αλλά δεν έλαβαν αυτή την έκταση. Άλλωστε αυτή η ταυτόχρονη-η ταυτόχρονη όπως στα πολυκαταστήματα- εκδήλωση πυρκαγιών σε τόσα διαφορετικά σημεία του ορίζοντα της Αθήνας δεν μπορεί να εξηγηθεί από καμιά ξηρασία και από κανέναν άνεμο. Κάτι άλλο, κάτι το πάρα πολύ σοβαρό συμβαίνει.

     Εμείς δεν ασχολούμαστε με την πολιτική ώστε στις δημόσιες δηλώσεις μας να μειώνουμε ή να μεγεθύνουμε την έκταση και τη σημασία των γεγονότων ανάλογα με το πολιτικό ή και το στενά εκλογικό συμφέρον μας. Εμείς είμαστε άνθρωποι αδέσμευτοι, πού βλέπουμε από όλες τις πλευρές τα πάντα και εξετάζουμε εξίσου όλες τις εκδοχές και πού, προπάντων, μπορούμε να φωνάζουμε τη γνώμη μας ανεξάρτητα από το ποιόν θα τρομάξει ή όχι.

     Ξαναλέμε:

     Αυτά που συμβαίνουν δεν είναι καθόλου κανονικά. Αυτά που συμβαίνουν είναι οργανωμένα και εκτελεσμένα από καλά εκπαιδευμένες ομάδες. Γενικά, υπάρχει η άποψη ότι αποβλέπουν στην ανατροπή, αλλά τα αποτελέσματα των προσπαθειών μας ξεπερνούν ήδη κατά πολύ τις παρόμοιες επιδιώξεις και η αδιαφορία τους για τα αισθήματα των πληττομένων πολιτών συνιστά κάτι το εξόχως, μέχρι παρανοητικότητας, εχθρικό πού δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Σαν να μην είναι εκτελεσμένα ή τουλάχιστον σχεδιασμένα από δικούς μας- τους λέγω δικούς μας, κατ’ ανάγκη-αυτά τα πράγματα.

     Μήπως βρισκόμαστε υπό σωφρονιστική επίθεση; Μήπως ενώπιον εκλογών τελούμε υπό προληπτικά μέτρα ορισμένων, που δεν θέλουν, όπως και δεν ήθελαν, να χάσουν το κεντρικό αυτό οικόπεδο; Τί να πει κανείς; «Όποιος χάνει, χάνει την ψυχή του», λέει ο λαός. Και τη μεν ψυχή την έχουμε πού την έχουμε χαμένη, αλλά ας σώσουμε τουλάχιστο τη ζωή μας.

     Είναι περιττό να συμβουλέψουμε-και ποιός μας ακούει μέσα στον ορυμαγδό;- ότι δεν πρέπει να μετακινηθούμε ούτε κατά ένα ρούπι από την απόφαση να διαλευκανθεί αυτή η υπόθεση ολότελα. Το κράτος και ο λαός να σταθεί απάνω σ’ αυτή την  υπόθεση και να την ανατάμει με κάθε λεπτομέρεια. Γιατί κι αν ακόμα δεν έχει-πράγματα εντελώς απίθανο- την απεχθή πολιτική έννοια, που της δίνει όχι μονάχα η διαίσθησή μας αλλά και η κοινή λογική, πρέπει εφόσον έχει εδραιωθεί η υπόνοια αυτή στο νου μας, πρέπει να σβήσει, γιατί λειτουργεί διαβρωτικά, ακόμα και μόνο ως πιθανότητα, σε βάρος του πολιτεύματος και του κράτους.

    Άλλωστε δεν είναι λίγοι αυτοί που λένε-και όχι μόνο τώρα, αλλά από καιρό-ότι για να μην συλλαμβάνονται οι δράστες, ή έστω μερικοί δράστες, πρέπει να υπάρχει η ταύτιση ορισμένων με ορισμένους, ή συνενοχή ή βαθιές συμπάθειες. Αυτές οι φοβερές κατηγορίες πρέπει να αποσεισθούν.

     Εκτός όμως από τη διαλεύκανση, ας αρχίσει να λειτουργεί επιτέλους στην κοινωνία μας και αυτό πού λέγεται «πρόβλεψη». Δεν είναι λογικό να βρίσκεται η πρωτεύουσα και σχεδόν όλη η Ελλάδα κάθε καλοκαίρι στη διάθεση του κάθε ηλίθιου ή κακόβουλου κτήνους,  που βρίσκει εύκολα προσανάμματα για να βάλει φωτιά στα εύφλεκτα δέντρα και δάση, που γειτονεύουν με κατοικημένους χώρους.

     Ας μελετηθεί γρήγορα αυτό το θέμα και ας αρχίσει η εφαρμογή.

Και να μή γίνει εκείνο που ήδη γίνεται με το θέμα των σεισμών που, επειδή σταμάτησαν στην περιοχή της πρωτεύουσας, έχει και πάλι ξεχαστεί και δεν παίρνεται κανένα μέτρο πρόνοιας γι’ αυτούς.

     Οι σεισμοί και οι φωτιές είναι συμφορές με τις οποίες πρέπει να μάθουμε να συμβιώνουμε. Στις φωτιές μπορούμε ακόμα πιό αποτελεσματικά απ’ ό,τι στους σεισμούς να περάσουμε «το φίμωτρο» για να μη μας δαγκώνουν άγρια.

     Κάποτε, για να σου δώσουν να καταλάβεις σε πόσο ωραίο και υγιεινό σπίτι μένουν, δεν είχαν παρά να σου επαναλάβουν δυό –τρείς φορές τη φράση’ «μες στα πεύκα!». Δηλαδή καθαρός αέρας και αρώματα. Αυτή τη στιγμή, και για πάντα, νομίζω, η φράση «μες στα πεύκα» σημαίνει μες στη φωτιά, απάνω στην πυροστιά για ψήσιμο. Και δεν είναι προσωρινή, όπως για τα ρετιρέ με τους σεισμούς, η έννοια της. Το πεύκο είναι πάντα υποψήφιο για κάψιμο, είτε από κακόβουλους είτε από αγαθιάρηδες εμπρηστές. Το ίδιο και το σπίτι που ακουμπάει στο πεύκο.

     Και μετά την πρόληψη, έρχεται, βέβαια, η επιτήρηση. Η άγρυπνη επιτήρηση, που θα περιοριστεί όμως στους εμπρησμούς και δεν θα γίνει ακόμα ένας τρόπος καταπίεσης των πολιτών. Γιατί αν δεν πετύχουν τα μεγάλα, προσδοκούν τουλάχιστο τα μικρά-αυτά τα μικρά- οι φριχτές δυνάμεις της ανωμαλίας.

     Το κράτος αυτό, παρά τις βαρειές ελλείψεις και τις αδικίες που άλλες μόνιμα και άλλες συχνά διαπράττει, το αγαπάμε, ιδίως όσοι από μας είδαμε στην κατοχή τί σημαίνει κατάλυση του δικού σου κράτους. Το κράτος αυτό είναι σχετικά καινούργιο και διαρκώς άπειρο και θέλει ακόμα πολλή δουλειά, πολλή ανασύνταξη- βίδωμα και ξεβίδωμα για να στρώσει. Το κράτος αυτό, με το δημοκρατικό του καθεστώς, πρέπει να βοηθηθεί με την προσπάθεια όλων μας- και πρέπει, βέβαια, και να το θελήσει-ώστε να μπορεί να προνοεί, να προβλέπει, να επιτηρεί και να αντιμετωπίζει τις συμφορές των νέων καιρών και τις καταδολιεύσεις ή «τίς ποινές» των απειροπληθών εχθρών του, εντόπιων και ξένων.

     Αυτό το κράτος, με το δημοκρατικό του καθεστώς, πρέπει να πάψει να έχει προκαταλήψεις ως προς την πλευρά απόπου προέρχεται σήμερα ο πραγματικός κίνδυνος-όχι μονάχα του καθεστώτος, αλλά και της πατρίδας-και να λάβει επιτέλους τα μέτρα του, δικό του και δικό μας.

     Και θα έχει όλους τους Έλληνες-ναι, τους Έλληνες!- κοντά του.

     Τα σχέδια της ανωμαλίας θα της βγούνε ξινά….

                        Η Καθημερινή 9 Αυγούστου 1981

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ, ΕΥΦΛΕΚΤΗ  ΧΩΡΑ, εκδόσεις «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ», Αθήνα, 1983, σελ. 51-53.

       Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο με την επωνυμία «Εύφλεκτη Χώρα» του ποιητή, πεζογράφου, δημοσιογράφου, μεταφραστή και εκδότη περιοδικού, συγγραφέα παιδικών βιβλίων,  φιλολογικό επιμελητή εκδόσεων, δοκιμιογράφου, φιλόλογου Γιώργου Ι. Ιωάννου, ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη, (Θεσσαλονίκη 20/11/1927-Αθήνα 16 Φεβρουαρίου 1985, Νοσοκομείο Σισμανόγλειο), δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» (τα περισσότερα) στη στήλη «Σπόνδυλοι» το 1981. Είναι 29 σύγχρονα Χρονικά της ελλαδικής επικαιρότητας, τα οποία εξετάζουν, διερευνούν, σχολιάζουν, καυτηριάζουν κοινωνικές παθογένειες, διαχρονικά προβλήματα, αβελτηρίες και πρακτικές της ελληνικής πολιτείας, νοοτροπίες του ελληνικού κράτους και ημών των Ελλήνων. Πολλές από τις διαχρονικές παθογένειες και τα ακανθώδη προβλήματα είναι ακόμα και σήμερα παρόντα και άλυτα. Προβλήματα και παθογένειες που βασανίζουν και ταλαιπωρούν τις ζωές μας. Διαλλακτικός ο λόγος του Γιώργου Ι. Ιωάννου, καίριος και εύστοχος. Ακριβής στις επισημάνσεις του και στις αναδείξεις «λύσεων» ή πρωτοβουλιών για την διόρθωση των κακώς κειμένων. Το 150 σελίδων βιβλίο των εκδόσεων της εφημερίδας «Καθημερινής», τιμή 300 δραχμές, ολοκληρώνεται με σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα.

--

Από την πολιτική διαθήκη έλληνος πολιτικού

     «Μια ψυχή ανθρώπου με μεγάλο βάθος έχει πολλά επίπεδα, όπως οι κουίντες μιάς μεγάλης θεατρικής σκηνής.», σ.33

     «Αγαπητέ Κώστα,

     Από τα τελευταία γράμματά σου διαπιστώνω ότι συμμερίζεσαι και εσύ’ την άποψη εκείνων οι οποίοι πιστεύουν ότι η τύχη του τόπου μας είναι συνδεδεμένη με την επάνοδόν μου στην ενεργόν πολιτικήν. Η αντίληψις αυτή είναι πεπλανημένη και προδίδει κακήν εκτίμησιν του ουσιαστικού προβλήματος της χώρας, το οποίον, κατά την γνώμην μου, δεν είναι και δεν  πρέπει να είναι, ούτε πρόβλημα προσώπων, ούτε πρόβλημα αριθμών. Είναι πρόβλημα πολιτεύματος και προπαντός κλίματος πολιτικού.

     Από τον καιρό που μπήκα στην πολιτική, επιμόνως υποστηρίζω ότι η Ελλάς δεν έχει παρά ένα πρόβλημα: το πολιτικό. Και ότι η κακοδαιμονία του λαού μας οφείλεται στη νοσηρότητα του πολιτικού μας κλίματος και την ατελή οργάνωση της δημοσίας μας ζωής.

     Δεν νομίζω ότι έχω δυσκολία, απευθυνόμενος προς άνθρωπο ο οποίος συνδυάζει την θεωρία με την πείρα την πολιτική, να εξηγήσω γιατί το πρόβλημα το πολιτικό είναι πρωταρχικό για κάθε λαό, και γιατί χωρίς την έγκαιρον και επιτυχή του αντιμετώπισιν, είναι αδύνατος η προκοπή ενός Έθνους.

     Απελπίζομαι και αγανακτώ όταν σκέπτωμαι, ότι οι Έλληνες δεν κατενόησαν ύστερα από 150 ετών ελεύθερο βίο, την μεγάλη αλλά και απλή αυτή αλήθεια. Και είναι τοσούτον μάλλον ασυγχώρητοι, καθ’ όσον διαθέτουν πλουσίαν πολιτικήν πείραν, λόγω ακριβώς των δοκιμασιών τας οποίας υπέστησαν.

      Αλλά πέραν της ελληνικής και η διεθνής ζωή επιβεβαιώνει την αλήθειαν αυτήν. Διότι η διαφορά μεταξύ ανεπτυγμένων και υπαναπτύκτων χωρών δεν είναι παρά διαφορά πολιτικής ωριμότητος, εν τελευταία αναλύσει. Απόδειξιν τούτου αποτελεί το γεγονός ότι χώραι εστερημέναι φυσικού πλούτου ευημερούν, ενώ άλλαι διαθέτουσαι απέραντον φυσικόν πλούτον, δυστυχούν, διότι, δι’ έλλειψιν ακριβώς πολιτικής ωριμότητος, δεν δύνανται να τον αξιοποιήσουν. Αλλά θα μου πης γιατί να κάνωμε τις συγκρίσεις αυτές, αφού έχουμε τις δικές μας, που είναι και περισσότερον πρόχειρες και περισσότερον παραστατικές. Το 1944-52, μολονότι η χώρα μας διέθετε τον πολύτιμον τίτλον της αποφασιστικής της συμβολής εις την νίκην του ελεύθερου κόσμου, και μολονότι εδέχθη βοήθειαν υπερ τα 3 δισεκατομμύρια δολλάρια, οπισθοδρόμησε από πάσης απόψεως αντί να προοδεύση. Ενώ μεταξύ 1953-63, άνευ βοηθείας και σχεδόν μόνον με τα ιδικά της μέσα, κατώρθωσε να πραγματοποιήσει πρόοδον η οποία προεβάλλετο παγκοσμίως ως παράδειγμα και η οποία, εάν εσυνεχίζετο επί τινα έτη, θα έδιδε ικανοποιητικήν και ριζικήν λύσιν εις τα χρόνια προβλήματα που βασανίζουν τον λαόν μας. Η χαρακτηριστική, αλλά και διδακτική αυτή αντίθεσις, οφείλεται εις το γεγονός ότι η μεν πρώτη περίοδος διηνύθη εν μέσω μιάς συνεχούς πολιτικής ανωμαλίας, η δε δευτέρα, υπό συνθήκας πολιτικής σταθερότητος, κοινωνικής γαλήνης και εθνικής ασφαλείας.

     Θα σου δώσω ένα άλλο παράδειγμα, για να σου δείξω πόσο απέχουμε από την ορθήν εκτίμησιν του πολιτικού μας προβλήματος. Είς την Ελλάδα κάθε τόσο αναζητούμε έναν Μεσσία, οι ίδιοι εν τη αφροσύνη μας προκαλούμε. Και νομίζω ότι αυτό συμβαίνει και εις την περίπτωσίν μου. Σκεφτήκατε όμως ποτέ γιατί όλαι αι προηγμέναι χώραι κυβερνώνται επιτυχώς από κοινούς αλλά πρακτικούς ανθρώπους, και γιατί η Ελλάς έχει ανάγκην από Μεσσίας; Η εξήγησις είναι ότι εκεί μεν το πολίτευμα, που στηρίζεται σε ήμερα πολιτικά ήθη, λειτουργεί ομαλώς, ενώ η χώρα μας, όπως ξέρεις, από απόψεως πολιτικής και πολιτειακής διαρθρώσεως είναι απέραντον καφενείον και μάλιστα Ελληνικόν. Και εσκέφθησαν εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν, ότι η τύχη του τόπου εξαρτάται από την επάνοδόν μου, τι θα γίνη μετά δύο ή τρία χρόνια, που είτε γιατί θα με βαρεθούν και πάλι, είτε γιατί θα ατυχήσω, θα χάσω την γοητείαν του Μεσσίου; Αλλά είναι δυνατόν να ζήση με αίσθημα ασφαλείας και να προκόψη ένα Έθνος, όταν κάθε τόσο συνδέη την τύχην του με ωρισμένο πρόσωπο, το οποίον και δεν είναι δυνατόν να είναι πάντα πρόχειρον, αλλά και όταν ευρεθή, φθείρεται ταχέως. Γιατί όπως σου έλεγα κάποτε, εμείς οι Έλληνες δημιουργούμε είδωλα, όχι για να τα λατρεύωμε, αλλά για να έχωμε την ικανοποίησιν να τα γκρεμίζωμε……

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, στο κεφάλαιο «Ο Καραμανλής και το πολιτικό πρόβλημα της χώρας». Στο βιβλίο του  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ.  Β΄ έκδοση, εκδόσεις «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 5, 1984.

     Το μελέτημα του πρώην προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας, παλαιού πολιτικού, φιλόσοφου και συγγραφέα Κωνσταντίνου Τσάτσου , ο οποίος έχει συνδεθεί και με την πόλη μας, τον Πειραιά, διέμενε μάλιστα για ένα διάστημα στην πόλη μας, μπορεί να χαρακτηρισθεί η μάλλον καλύτερη Προσωπογραφία του έλληνα πρωθυπουργού και επίσης πρώην προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το μεγαλύτερο μέρος από το πολυσέλιδο προσωπικό γράμμα του Σερραίου πολιτικού που απευθύνεται στον φίλο και  συνεργάτη του διανοούμενο Κωνσταντίνο Τσάτσο, δημοσιεύεται εμβόλιμα μέσα στο τεσσάρων μεστών κεφαλαίων και πολλών υποενοτήτων καλογραμμένο αυτό μελέτημα. Η προσφώνηση «Αγαπητέ Κώστα» ανακαλεί στη μνήμη τον σατιρικό λόγο του Μπόστ και τα γνωστά σκίτσα του. Ένα καθαρά πολιτικό αλλά όχι κομματικό μελέτημα το οποίο αναφέρεται σε ένα πολιτικό πρόσωπο και την εποχή του, αλλά, προπαντός, στην πορεία της Ελλάδος και την διαμόρφωση του προσώπου της εκείνη την περίοδο που, ίσως να μην διαφέρει και τόσο από το σημερινό της. Η ορθή άποψη και θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή περί πολιτικού Μεσσία ενδέχεται να μην προσέχθηκε όσο της άξιζε από εμάς τους έλληνες και ελληνίδες ψηφοφόρους των κατοπινών πολιτικών χρόνων και όχι μόνο.

Γιώργος Γ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 8 Σεπτεμβρίου 2023.

Με το βρόχινο νερό να στάζει από το ταβάνι πάνω στα βιβλία που διαβάζω και το κρεβάτι που κοιμάμαι, και την μικρή σκυλίτσα την Ήρα, φοβισμένη και τρομοκρατημένη να μην ξέρει που να κρυφτεί από τους κεραυνούς, τις αστραπές και τα μπουμπουνητά.            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου