ΤΟ
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Του Περικλή Σφυρίδη
Απ’ ό,τι γνωρίζω, τα τελευταία είκοσι χρόνια η κριτική
ασχολήθηκε μόνο με το πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ιωάννου. Το ποιητικό του
επισκιάστηκε ή περιορίστηκε μόνο στην αναφορά ότι ο Ιωάννου ξεκίνησε ως
ποιητής. Έτσι έχουμε σχεδόν λησμονήσει ό,τι έχει γραφτεί για την ποίησή του
(π.χ. το βιβλίο Δώδεκα ποιητές, Θεσσαλονίκη 1930- 1960, 1979, του Ξ. Α.
Κοκόλη). Ίσως να ‘ναι αυτός, ο λόγος που ο Ιωάννου δεν συμπεριελήφθηκε ως
ποιητής στις δύο αξιόλογες ποιητικές ανθολογίες, τόσο του Σοκόλη της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς, στην οποία χρονολογικά ανήκει, όσο και στου Ευαγγέλου της
δεύτερης γενιάς, της οποίας-κατά την άποψή μου- αποτελεί αναπόσπαστο μέλος. Στη
φιλολογική λοιπόν αυτή βραδιά που διοργανώθηκε στη μνήμη του, θα προσπαθήσω να
σας θυμίσω τα ποιήματά του.
Την ποίηση του Ιωάννου πρέπει νομίζω να τη
δούμε από δύο οπτικές γωνίες. Πρώτον, να δούμε το είδος της ποίησης του και το
τι πρόσφερε στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης και του τόπου γενικότερα. Δεύτερον,
τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ποίησή του και στο μετέπειτα πλούσιο
πεζογραφικό έργο του.
Το ποιητικό έργο του Ιωάννου αποτελείται
από μια ποιητική πλακέτα, τα Ηλιοτρόπια (1954), και ένα βιβλίο, Τα χίλια δέντρα
(1963): ένα σύνολο από 77 ποιήματα και μάλιστα ολιγόστιχα. Η ποίηση του Ιωάννου
ανήκει στην ερωτική ποίηση που μετά το 1950 καλλιεργήθηκε στη Θεσσαλονίκη,
κυρίως μέσα από το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό Διαγώνιος του Ντίνου
Χριστιανόπουλου. Ανήκει επομένως ο Ιωάννου στην τριάδα των ερωτικών ποιητών της
Θεσσαλονίκης (οι άλλοι δύο είναι ο Χριστιανόπουλος και ο Νίκος Αλέξης
Ασλάνογλου), προσφέροντας το δικό του ιδιαίτερο ύφος (όπως άλλωστε κι οι άλλοι
δύο της τριάδας). Οι τρείς αυτοί ποιητές για να εκφράσουν την ερωτική τους
ιδιαιτερότητα, αλλά και τα αδιέξοδα που τους δημιουργούσε αυτή τόσο
συνειδησιακά όσο και στον κοινωνικό τους περίγυρο, χρησιμοποίησαν έναν
κουβεντιαστό, εξομολογητικό ποιητικό λόγο, με άφθονα πεζολογικά στοιχεία, που
έχει την καταγωγή του στη σύγχρονη ποιητική μας παράδοση και ειδικά στον Καβάφη
(κυρίως η ποίηση του Χριστιανόπουλου). Η ποίηση αυτή υπήρξε κάτι το φρέσκο στα
γράμματά μας και επηρέασε πολλούς νεότερους ποιητές. Αλλά για να είμαστε
δίκαιοι, πρέπει να σημειώσουμε ότι το δρόμο αυτό τον άνοιξαν οι τρείς
κοινωνικοί ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της Θεσσαλονίκης που
προηγήθηκαν, δηλαδή ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Κλείτος Κύρου και ο Πάνος
Θασίτης, οι οποίοι, θέλοντας να συνδέσουν τα ατομικά τους βιώματα και
συναισθήματα από την εθνική αντίσταση και τον Εμφύλιο πόλεμο με τα γεγονότα που
τα προκάλεσαν, στράφηκαν πρώτοι στη σύγχρονη ποιητική μας παράδοση και ειδικά
στον Καρυωτάκη (κυρίως ο Αναγνωστάκης), λανσάροντας τον κουβεντιαστό ποιητικό
λόγο, για να εκφράσουν την πίκρα τους από τη διάψευση των ονείρων για ένα
καλύτερο αύριο, με τη συντριβή των αριστερών δυνάμεων στον τόπο μας.
Ας δούμε τώρα ποια είναι τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της ποίησης του Ιωάννου:
α. Είναι πρώτα ποίηση ερωτική. Κι όταν λέμε
ερωτική, εννοούμε μια ποίηση που μπορεί να εκφράσει όλους κι όχι μόνο μια
ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων με ερωτική απόκλιση. Στίχοι όπως:
Μαζί
μου σε κοιμίζω τις νύχτες,
Κατάσαρκα
σε φορώ σα μια φανέλα μάλλινη’
Τρίβεσαι
στο κορμί, μου το ανάβεις.
(«Κατάσαρκα»)
ή
Κάτι
ζητάει φέτος το φθινόπωρο.
Σου
ζήτησα μια πρόχειρη φωτογραφία.
Αν
όμως βρέχει απόψε, πάλι θα χαθείς.
Βροχή,
φωτογραφίες και φθινόπωρα.
(«Αγάπη μου χωρίς ελπίδα»)
είναι στίχοι
που μπορεί να ταιριάζουν ή να απευθύνονται σε οποιαδήποτε ερωτική σχέση, όπως
και το ωραίο ποίημα:
ΕΒΡΕΧΕ ΔΙΧΩΣ ΛΟΓΟ
Έβρεχε
δίχως λόγο όλη νύχτα.
Έκλαψα-
χόρτασε η ψυχή μου.
Σ’
έφερα πιο κοντά,
Κράτησα
επιτέλους τη μορφή σου.
Χαράζει
τώρα στις μηλιές
κείνο
σου το χαμόγελο.
β. Η ερωτική
τώρα απόκλιση προσδίδει κάποια ιδιαιτερότητα στην ποίηση του Ιωάννου. Υπάρχει
πρώτα ένας διάχυτος φόβος, ένας πανικός στα ποιήματά του. Ο ποιητής από τη μια
μεριά ζητάει την αναγνώριση της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και δουλεύει, από
την άλλη όμως φοβάται ότι η ερωτική του ιδιαιτερότητα τον υπονομεύει και τον
αναγκάζει να κινείται ερωτικά στη σιωπή και στο περιθώριο. Πρέπει να θυμηθούμε
ότι την εποχή που ο Ιωάννου ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα ως ποιητής, δεν
ήταν καθιερωμένος και επώνυμος, για να έχει αποβάλει το φόβο της κοινωνικής
απομόνωσης- κάτι που έκανε αργότερα στην πεζογραφία του- πολύ περισσότερο
μάλιστα αφού προσπαθούσε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά ως καθηγητής στη μέση
εκπαίδευση. Αυτή η αντίφαση επομένως τον οδηγεί σε απόγνωση και τον τρομάζει,
όπως γίνεται φανερό από τους παρακάτω στίχους:
Με
κέρδισε ο φόβος μου- τίποτα δεν υπάρχει.
Χαμένος
μες στους δρόμους, μες στα σινεμά,
δεν
είμαι πια ο νεαρός που δεν καταλαβαίνει.
(«Το διάστημα της σιωπής»)
Έφραξε
ο φόβος πια τους δρόμους μου.
(…)
Μόνο
η μορφή σου απόμεινε να με δροσίζει.
(…)
Στέκομαι
μη διαλυθώ μέσα στο δρόμο.
(«Στα
πρόθυρα»)
Ούτε
στη μνήμη μου δε βρίσκω μια χαρά μου.
Η
αμαρτία τίποτα δεν άφησε’
ούτε
ένα πρόσωπο, όλα τα πήρε πίσω.
(«Ομίχλη πέφτει»)
Τους
τρέμω τους νεκρούς, τα βλέπουν όλα’
πέφτουν
παντού, παρίστανται και φρίττουν’
Αυτούς
δεν τους γελάς, δεν τους γλιτώνεις.
(«Η άλλη όψη»)
Ας
διαβάσουμε και ένα ολόκληρο ποίημα:
ΜΕ ΚΥΚΛΩΝΕΙ ΑΠΟΨΕ
Έξω
αιώνια βρέχει, έξω ερημιά’
θαρρώ
πώς χάθηκα για πάντα.
Με
ζυγώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη
γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Το
παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.
Ποιός
ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.
Ένας
απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως
θα κατέρρεα στα πόδια του.
γ. Από τους
στίχους και τα ποιήματα που διαβάσαμε μέχρι τώρα θέλω να συγκρατήσετε επίσης
ότι πολύ συχνά χρησιμοποιεί τη βροχή, που χαρακτηρίζει ίσως το κλίμα της
Θεσσαλονίκης, για να εκφράσει το δικό του ψυχολογικό κλίμα της μελαγχολίας και
της μοναξιάς. Αυτό το κλίμα (Θεσσαλονίκη, βροχή, ομίχλη, μοναξιά) θα το συναντήσουμε
αργότερα και σε αρκετά πεζογραφήματά του.
δ. Υπάρχει
μια διάθεση ή τάση του ποιητή να πλησιάσει τον άλλον, που είναι βέβαια ο
αναγνώστης. Το πλησίασμα επιχειρείται μέσα από τον εξομολογητικό ποιητικό λόγο.
Αυτή η εξομολόγηση- κατάλοιπο ίσως του Ιωάννου (όπως και στον Χριστιανόπουλο)
από τη θητεία του στα κατηχητικά, μόνο που η θρησκευτική εξομολόγηση δε γίνεται
δημόσια- αποσκοπεί άλλοτε στην κατανόηση και συμπάθεια του αναγνώστη κι άλλοτε
επιδρά λυτρωτικά ίσως στον ίδιο τον ποιητή. Ακούστε μερικούς χαρακτηριστικούς
στίχους:
Δήθεν
με διώχνουν πάλι απ’ τη δουλειά’
με
διώχνουν από παντού και με κλοτσάνε.
Πώς
να γυρίσω πάλι στο σπίτι μου,
τι
ψέματα να βρω;
Δεν
έχω και κουράγιο πια, μήτε πεντάρα.
(«Το υπόγειο»)
δ. Η
καταπίεση αυτή που νιώθει ο ποιητής τον ευαισθητοποιεί και νιώθει έντονα τα
προβλήματα και τον πόνο των άλλων καταπιεσμένων. Έτσι μια ποίηση κατά βάση
ερωτική αποκτάει και κοινωνική διάσταση:
Η
ανεργία σύμβουλος κακός,
μπορώ
και να σκοτώσω για τσιγάρο.
Φωνάζω
Ζήτω για ό,τι θες, κάνω μετάνοιες.
Αν
βγει εκείνο το χαρτί, έγινα μετανάστης.
(«Σύμβουλος κακός»)
Η εκλεκτική αυτή συγγένεια που
αισθάνεσαι για τους άλλους καταπιεσμένους ή κατατρεγμένους του διευρύνει τη
θεματική γκάμα ή το ενδιαφέρον και γράφει ποιήματα για την πείνα της Κατοχής,
τους σκοτωμούς του Εμφυλίου και για τους εβραίους του Ολοκαυτώματος, θέματα που
θα τα μεταφέρει και θα τα αναπτύξει αργότερα στην πεζογραφία του.
ΤΟ ΔΕΛΤΙΟ
Έτσι
όπως κύλησε το τόπι μες στο πάρκο,
πήδηξα
κι έπεσα σχεδόν πάνω στον πεθαμένο.
Έφεγγε
και δε θα ‘ταν ούτε για στρατιώτης.
Το
πάρκο είναι γεμάτο πεθαμένους, είπαν τα παιδιά.
Τη
νύχτα όταν σβήνει το φεγγάρι,
μάνες,
γυναίκες, αδερφές, όλους εδώ τους σέρνουν.
Κρατούνε
τα δελτία τους, παίρνουνε το ψωμί τους.
Πάρκο
και μπάλα και καλαμποκάλευρο’
μάνες,
γυναίκες, αδερφές’ γίναν ένα κουβάρι.
Ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει υπόψη του
ότι στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής υπήρχαν ατομικά δελτία σίτισης των
κατοίκων, με τα οποία έπαιρνε κανείς κάτι ελάχιστα τρόφιμα, συνήθως καλαμποκάλευρο.
Ήταν τέτοια η πείνα, που ορισμένες οικογένειες άφηναν τη νύχτα άθαφτους κι
ανώνυμους μέσα στο πάρκο της Θεσσαλονίκης τους νεκρούς συγγενείς τους, για να
κρατήσουν τα δελτία σίτισής τους.
Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ
ΜΑΓΑΖΙ
Όλοι
σωπαίνουν γύρω μου, λοξοκοιτάζουν’
και
το γκαρσόνι μου μιλάει στον πληθυντικό,
με
τις καλύτερες ελληνικούρες του ρεπερτορίου του.
Κι
όμως εδώ, σ’ αυτό το μαγαζί,
μια
νύχτα του σαραντατέσσερα χορεύανε.
Λαχτάριζε
το σώμα τους, γραφότανε’
τα
ρούχα τα τριμμένα είχαν ομορφήνει.
Τότε
πηδώντας ένα ένα τα σκαλιά
σβούριξε
μέσα στο χορό κείνη η χειροβομβίδα.
Ο ποιητής αναφέρεται σε γνωστό επεισόδιο.
ΜΕ ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Όλη
τη νύχτα λέγανε ψαλμούς
-τους
παίρνουν όπου να ‘ναι τους Εβραίους.
Τα
ξημερώματα ήρθαν και μας φίλησαν,
ξυπνήσαν
το μικρό τους, έβρασαν αυγό’
φεύγανε,
λέει, ταξίδι με το τρένο…
Τώρα
στο πάτωμά τους μπαινοβγαίνουν άλλοι.
Οι
ίδιες πόρτες κλείνουν και γι’ αυτούς,
σ’
αυτά τα ίδια τα δωμάτια πλαγιάζουν.
Κι
εγώ ακόμα αμφιβάλλω αν τους πήρανε’
και
τα βραδάκια σιγοτραγουδώ στη σκάλα.
στ. Δεν
είναι μόνο το γεγονός ότι ο Ιωάννου χρησιμοποιεί το ίδιο βιωματικό υλικό και
την ίδια ακόμα τεχνική των ποιημάτων του για να δημιουργήσει την πεζογραφία
του. Πολλά από τα πεζά του δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πεζογραφική μεταφορά και
ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου ποιήματος. Ακούγοντας, παραδείγματος χάριν, τους
στίχους.
Φτηνό
ξενοδοχείο λαϊκό’
το
κάθε του δωμάτιο με τέσσερα κρεβάτια.
Απέξω
να περνά ο Επιτάφιος,
τα
αυτοκίνητα να σταματούν, η άνοιξη να σκύβει’
και
μέσα στο δωμάτιο εμείς,
πρόκληση
στην κατάρα του πέρα από κάθε μέτρο.
από το
ποίημα «Η κατάρα του» (1963), δεν
μπορεί παρά να σκεφτεί το διήγημα «Επιτάφιος θρήνος», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο
περιοδικό Τραμ (1978).
Από τα παραπάνω γίνεται φανερή νομίζω η
καταγωγή, η ποιότητα αλλά και η σημασία των ποιημάτων του Ιωάννου για την
πεζογραφία του που ακολούθησε.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΦΥΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ,
Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1979-1998, εκδόσεις
Καστανιώτης-Νεοελληνική Γραμματολογία-Αθήνα, Σεπτέμβριος 1998, σ.75-82.
«ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟ
Μπροστά
μου σάλπιγγες
πίσω
μου σάλπιγγες
κι’
η πολιτεία άσπρο άλογο
στη
θάλασσα κατάστηθα.
Έρωτα
όχι’ όμως
τουλάχιστο
ένα «μόδιο»
για
τη λυχνία της μοναξιάς.
Διαβάστε με προσοχή αυτούς τους
στίχους. Εκείνος που τους έγραψε μπορεί να μην έχει πολλή μουσική μέσα του.
Πρέπει όμως νάχη σκέψη και πείρα.»
Πέτρος Χάρης,* εφημερίδα
«Ελευθερία», Μεγάλο Σάββατο 24/4/1954 σ.2.
Διευκρινιστικά:
Το
καλογραμμένο και εύληπτο κείμενο «Το ποιητικό πρόσωπο του Γιώργου Ιωάννου»,
είναι Ομιλία του Θεσσαλονικιού ιατρού-καρδιολόγου- και συγγραφέα Περικλή
Σφυρίδη (Θεσσαλονίκη 5/10/1933-). Η Ομιλία πραγματοποιήθηκε σε εκδήλωση για τον
ποιητή και πεζογράφο συντοπίτη του, κοινωνικό και προσηνή άτομο για όσους είχαν
την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά και να τον συναναστραφούν, καρτερικό και
βασανισμένο πρόσφυγα Γιώργο Ιωάννου, δέκα χρόνια μετά τον πρόωρο και αδόκητο
θάνατό του. Όπως εύστοχα έγραψε ο πολυγραφότατος συγγραφέας και πολιτικός
Βασίλης Βασιλικός, «Δεν μάθαμε ποτέ τα ονόματα των γιατρών που κάναν τη λάθος
διάγνωση. (Όπως και στην περίπτωση του Αντώνη Τρίτση.)». Την εκδήλωση
διοργάνωσε η Διεύθυνση Βιβλιοθηκών του Δήμου Θεσσαλονίκης στην Παλαιά Αίθουσα
Τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις 31.3.1995. Η Ομιλία του
ποιητή, ανθολόγου, διηγηματογράφου και δοκιμιογράφου, επιμελητή περιοδικού
Περικλή Σφυρίδη, δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Εντευκτήριο» τεύχος 33/
Χειμώνας 1995-1996, σ. 60-63. Ο Περικλής Σφυρίδης συναριθμείται ως μία από τις σημαντικές πνευματικές
προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου της συμπρωτεύουσας στις μέρες μας. Οι
τίτλοι των έργων του ξεπερνούν τις δύο δεκάδες από διάφορα είδη και κατηγορίες
της γραφής. Διηγήματα, Αφηγήματα, Μυθιστόρημα, Ποιητικές συλλογές, Μελέτες,
Ανθολογήσεις, Βιβλιοκρισίες κλπ. Το κυρίως ενδιαφέρον του εστιάζεται σε θέματα
και καταστάσεις, πρόσωπα και εκδοτικές διαδρομές, κυκλοφορίες βιβλίων και
περιοδικών, εικαστικές κινήσεις, που αποτελούν το πνευματικό και καλλιτεχνικό
πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Ποιητές, πεζογράφοι, εικαστικοί και εκδότες περιοδικών,
φυσιογνωμίες γνωστές μας, οι οποίες σημάδεψαν θετικά και εποικοδομητικά,
δημιουργικά το πνευματικό πρόσωπο και την καλλιτεχνική κίνηση της
συμπρωτεύουσας για αρκετές δεκαετίες τον προηγούμενο και τον παρόντα αιώνα.
Πρόσωπα που συνέβαλαν στην διάδοσή και την εξέλιξη της πνευματικής της
ατμόσφαιρας, όπως ασφαλώς και ο Περικλής Σφυρίδης, πέρα από τα γεωγραφικά της
στενά όρια. Διαμορφώνοντας και προσφέροντάς μας μια ευρύτερη εποικοδομητική
αντίληψη και γνωριμία μας με τα πάσης φύσεως και πτυχών καλλιτεχνικά της
ποικίλα δρώμενα και επιτεύγματα. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το
«επαρχιακό» της, στενάχωρο πρόσωπο του περασμένου αιώνα, αργά και σταθερά στο
ιστορικό διάβα υποχώρησε, και αναδείχθηκε το νέο της σύγχρονο επίσης
πολυπολιτισμικό πρόσωπο των νέων καιρών και συνθηκών, δίχως να ξεκόψει παντελώς
από τις πανάρχαιες ρίζες της. Ρίζες φιλοξενίας και ανθρωπιάς, ανθρώπινης ζεστής
συμπεριφοράς των κατοίκων της, οι οποίες εξακολουθούν να την αρδεύουν με χυμούς
μυρωδάτους. Η μεγάλη της οδός η Εγνατία, όπως και τα πολλά αρχαιολογικά της
κτίσματα και εκκλησίες, ενώνουν τους κρίκους των χρόνων της ιστορικής της
διαδρομής. Από την εποχή των Μακεδόνων Βασιλέων στην Ρωμαϊκή περίοδο και από
εκεί ως συνβασιλεύουσα πόλη την Βυζαντινή αυτοκρατορική χριστιανική περίοδο.
Κόμβος και σταυροδρόμι πολιτισμών, Βαλκανικών και άλλων κρατών της κεντρικής
ευρώπης,-και της αχανούς ορθόδοξης Ρωσίας- στην επιθυμία τους να αποπλεύσουν με
τα γεμάτα εμπορεύματα καράβια τους προς τα υπόλοιπα κράτη της Μεσογειακής
λεκάνης. Η Παναγιά η Αγιορείτισσα σκέπη την Πόλη.
Ο Περικλής Σφυρίδης, στων Θεσσαλονικέων γράμματα, εμφανίστηκε μάλλον, κάπως «αργά», μετά την μεταπολίτευση του 1974. Αν και συγγραφικά είναι παραγωγικότατος. Συνεργάστηκε στενά -όπως και άλλοι Θεσσαλονικείς δημιουργοί-με το λογοτεχνικό περιοδικό και τις εκδόσεις της «Διαγωνίου» του ποιητή και εκδότη Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ενός φωτισμένου πνευματικού ανθρώπου των ελληνικών γραμμάτων, ο οποίος, παρά τις όποιες ατομικές του παραξενιές και άλλες ιδιορρυθμίες, εμμονές, όπως όλοι μας, γνωρίζουμε, υπήρξε ένα είδος πνευματικού και καλλιτεχνικού καρποφόρου στεγάστρου για νεότερες και παλαιότερες φωνές της Θεσσαλονίκης. Ενδέχεται και μέντορας σε ορισμένες από τις συγγραφικές αυτές νέες φωνές. Αν κάνουμε έναν διαχρονικό απολογισμό στο τι έχει προσφέρει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στην πόλη της Θεσσαλονίκης-και δεν αναφέρομαι στις πρωτογενείς του καταθέσεις, ποίηση, διηγήματα, μικρές μελέτες, μεταφράσεις, στίχους τραγουδιών, επιμέλειες εκδόσεων κλπ.-αλλά στις άλλες του δραστηριότητες, τις εκδόσεις βιβλίων νέων συγγραφέων, στις διοργανώσεις εκθέσεων άγνωστων σχεδόν Βορειοελλαδιτών εικαστικών, στην καταγραφή και αποδελτίωση συγγραμμάτων και ιστορικών τεκμηρίων που αφορούν την ιστορική διαδρομή της γενέθλιας πόλης του, στην ανθολόγηση παλαιών άγνωστων ρεμπέτικων τραγουδιών, θα εκπλαγούμε για τις αντοχές και την εργασιομανία του. Και αν φέρουμε στην σκέψη μας πόσα ονόματα αναγνωρισμένων συγγραφέων αντρών και γυναικών υπήρξαν συνεργάτες του, ποιητές, διηγηματογράφοι, πανεπιστημιακοί, μεταφραστές, σχεδιαστές, βιβλιοκριτικοί, δημοσίευσαν ανέκδοτα κείμενά τους στο περιοδικό «Διαγώνιος»,- μέχρι να ολοκληρώσει και αυτή τον κύκλο της,-τότε θα του αναγνωρίσουμε το μέγεθος, την ποιότητα και το πλήθος της προσφοράς του. Ο ποιητής Χριστιανόπουλος, με τα καλά και τα κακά του χαρακτήρα του, (όπως όλοι μας) υπήρξε η ψυχή, όχι μόνο του περιοδικού και των εκδόσεων, αλλά, και η κινητήριος εμψυχωτική δύναμη στις πρώτες εμφανίσεις αρκετών δημιουργών. Στο πρώτο τους συγγραφικό περπάτημα. Να επαναλάβουμε, ανεξάρτητα από τις όποιες καλλιτεχνικές παραξενιές του και τους κατά καιρούς προσωπικούς και συγγραφικούς διαξιφισμούς του με παλαιούς του παιδικούς φίλους και συνοδοιπόρους του, δημόσια ή μη. Ο Χριστιανόπουλος, αυτό το «μακροχρόνιο» κατηχητόπουλο-προσφυγόπουλο, κατόρθωσε μάλλον, να κρατήσει ζωντανή την σοφή στιχουργική ρήση του αρχαίου ποιητή Αρχίλοχου, (αν η μνήμη δεν με απατά): «Δήμου μέν επίρρησιν μελεδαίνων/ ουδείς αν μάλα πόλλ’ ιμερόεντα πάθοι». Δηλαδή, σε μία σημερινή ελεύθερη-ελπίζω όχι αυθαίρετη γλωσσική απόδοση-Όποιος δίνει μεγάλη σημασία στην κακογλωσσιά του κόσμου δεν θα απολαύσει πολλές χαρές στην ζωή του.- Η μικρή αυτή φιλική παρέα της Θεσσαλονίκης-ανεξάρτητα πώς στην πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν τα πράγματα και ο καθένας τράβηξε τον δικό του προσωπικό δρόμο και γολγοθά, πέρα από τα βαριά λόγια που αντάλλασαν ιεροκρυφίως μεταξύ τους-μιλώ για τους καθαρόαιμους ποιητές Ντίνο Χριστιανόπουλο- Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου-Γιώργο Ιωάννου, (εξαιρώ τον καθηγητή Δ. Μ. Μαρωνίτη), έταξαν σκοπό της ζωής τους-όσο μπόρεσαν, το πάλεψαν και το κατόρθωσαν στον ιδιωτικό τους βίο, αυτό που κάπου στην συλλογή «Υψικάμινος» γράφει ο υπερρεαλιστής ποιητής ο Ανδρέας Εμπειρίκος. «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια». Και ο ποιητή Γιώργος Ιωάννου, κάθε άλλο παρά χαμερπής υπήρξε στον ιδιωτικό του βίο, στις όποιες ερωτικές του επιλογές, στις φιλικές και άλλες συναναστροφές του. Ήταν πάντα, ένα οξύθυμο, θυμωμένο-όταν τον στεναχωρούσαν, τον τσίγκληζαν- μοναχικό πείσμον παιδί. Ένα πικραμένο και εγκάρδιο παιδί, που, όσο μεγάλωνε και ωρίμαζε, κατακτούσε την ατομική και κοινωνική του ανεξαρτησία επιβεβαιώνοντας την ετερότητα της ταυτότητάς του και σωματικές του επιλογές και επιθυμίες, μέσα από τα αυτοβιογραφικά και προσωπικά-ημερολογιακά βιωματικά γραπτά του, τις εικονογραφήσεις των λαϊκών και άλλων πορτραίτων των ηρώων του, τις μικρές και σύντομες αλλά ακριβολόγες ποιητικές ιστορίες του. Το ενδιαφέρον και γεμάτο εμπειρίες ταξίδι της ζωής του, έβρισκε το απάγκιο του, το καρνάγιο του, μέσα στα εκατοντάδες πεζογραφήματά του και στα σχεδόν μία εκατοντάδα ποιήματά του. Ο ποιητής και κριτικός Θανάσης Νιάρχος γράφει ότι όταν ερχόσουν σε επαφή με τον Γιώργο Ιωάννου, όσο κοινωνικός και αν σου φαίνονταν, είχες την «εντύπωση ότι ο Ιωάννου κυκλοφορούσε μέσα σ’ ένα σκάφανδρο». Ο Γιώργος Ιωάννου, δεν ήταν δήθεν, κάλπικος, ήταν ατόφιος, δεν αρνιόταν την αναγνώριση του έργου του, πίστευε ότι ήταν ένας καλός συγγραφέας. Ένας άριστος διαχειριστής της ελληνικής γλώσσας στην παραμικρή της λεπτομέρεια και μάλιστα, στην λαϊκή της αποτύπωση. Αυτήν την εκφορά του γραπτού λόγου που προσομοιάζει με τον προφορικό ή πάει να γίνει προφορική αφήγηση. Δεν απαρνιόταν τον έπαινο των αναγνωστών του, ακόμα και των άγνωστων φιλικών του συντρόφων που γνώριζε τυχαία στα εξωτερικά της ψυχής και του σώματός του βαδίσματα. Ήθελε τον καλό λόγο των ειδικών του σιναφιού. Αρκετές φορές μας εξομολογείται ότι ενώ προσπαθούσε στις τυχαίες συναντήσεις του με λαϊκούς τύπους, να «κρύψει» την μόρφωσή του και την μικροαστική του αγωγή και δεν το κατόρθωνε. Παρατηρούμε ότι ακόμα και η εξωτερική ενδυμασία του, τον έκανε να ξεχωρίζει και αυτό, πολλές φορές τον ενοχλούσε. Το θεωρούσε εμπόδιο στις συναντήσεις του. Ένας άλλος ανασταλτικός παράγοντας υπήρξε η θρησκευτική του ειλικρινής πίστη. Αυτή του, η βαθειά και ειλικρινής πίστη του δημιούργησε ή σωστότερα, του καλλιέργησε τον ενοχικό του χαρακτήρα, τις ατέλειωτες φοβίες και αναστολές του. Τις φορές που κατορθώνει να υπερβεί αυτές τις εσωτερικές φοβίες του, τις ενοχικές αναστολές του, χαίρεται και μας τις εξομολογείται με όση διακριτικότητα μπορεί. Είναι σαν να μας υπενθυμίζει ότι, κοιτάτε, δεν είμαι άγευστος των ηδονών και των Καβαφικών ερωτικών μυρωδικών όπως με μέμφεστε. Έχοντας φτάσει μάλιστα σε τέτοιο σημείο προσωπικής κακεντρέχειας παλαιοί φίλοι του που,-αν και θέλουν να αποκαλούνται ακόμα φίλοι του- να επιθυμούν την βιολογική του απώλεια. Ο Γιώργος Ιωάννου, περισσότερο μάλλον μας αφηγείται με αυτά που στην πραγματικότητα δεν μας εξομολογείται. Για την μεγάλη χρονική του μάλλον άγνωστη χρονική περίοδο των δεκαετιών 1950 και 1960, όταν βολόδερνε να αποκατασταθεί επαγγελματικά μέσα σε αντίξοες οικονομικές συνθήκες και σε επαγγελματικά περιβάλλοντα που δεν του ταίριαζαν, και διαμόρφωσαν αρνητικά τον χαρακτήρα του. Σε απομακρισμένα και φτωχά μέρη της επαρχίας. Μόνο όταν διορίστηκε στο Υπουργείο κάπως ηρέμησε. Η περιγραφή που μας δίνει για τις πρωινές εφημερίδες (τρείς κάθε πρωί) που διάβαζε στο Γραφείο που εργάζονταν ως δημόσιος υπάλληλος, θυμίζουν ανάλογες εξομολογήσεις της πεζογράφου Λιλής Ζωγράφου η οποία εργάζονταν σε δημόσια υπηρεσία και χρησιμοποιούσε την γραφική ύλη για να γράφει τα μυθιστορήματά της. Και σίγουρα ο Γιώργος Ιωάννου δεν υπήρξε ένας απολιτικός συγγραφέας. Η Αντιγόνη Βλαβιανού η επιμελήτρια και διορθώτρια της επανέκδοσης του "Φυλλαδίου" του το αναφέρει αυτό ξεκάθαρα. Και μόνο το μονοσέλιδο κείμενό του «Τα κεφάλια» να διαβάσουμε, από την συλλογή του «Η Σαρκοφάγος» θα ανατρέψει όλες τις κατηγορίες που του προσάπτουν φιλικά του πρόσωπα. Σε πολλά σημεία των προσωπικών του σχολίων μιλά είτε ανοικτά είτε πλαγίως, για την περίοδο της κυβέρνησης της παλαιάς ένωσης κέντρου και τον Γέρο της Δημοκρατίας. Αλλά και αργότερα η πολιτική του πλάστιγγα γέρνει πότε με τη μεριά του Σερραίου πολιτικού πότε με το πασοκ του Ανδρέα. Ενώ η συμπάθειά του στην Αριστερά επαναλαμβάνεται σε πολλά του κείμενα. Ήταν ένας ελευθερόφρων συνειδητός, δημόσιος υπάλληλος, πολίτης. Σαν τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, είναι και αυτός υποχρεωμένος να φυλάει τα δημοσιοϋπαλληλικά του νότα. Να προσέχει τις "κακοτράχαλες" μεταθέσεις ή αποσπάσεις των ανωτέρων του. Μόνον όταν συνταξιοδοτήθηκε κάπως ηρέμησε και απελευθερώθηκε από τα επαγγελματικά δεσμά, η φωνή του απελευθερώθηκε και εκείνη. Εξάλλου, η συμβολή του στα νέα Σχολικά Ανθολόγια του Γυμνασίου μετά την μεταπολίτευση του 1974 με κείμενα σύγχρονα, ελλήνων λογοτεχνών, δηλώνουν περίτρανα όχι μόνο την στέρεα δημοκρατική του παιδεία και αγωγή αλλά και την αισθητική του και θέση ως ενεργός πολίτης και πολιτικό ον. Την μεγάλη του παιδεία και μόρφωση.
Ο Γιώργος Ιωάννου, σαν ένας από τους
καλύτερους πεζογράφους της γενιάς του, άφησε ανεξίτηλα τα βιωματικά συγγραφικά
χνάρια του, μέσω των αυτοβιογραφικών ιστοριών του στις συγγραφικές συνειδήσεις
αρκετών σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων. Αγαπήθηκε εξίσου όπως και πολεμήθηκε.
Πολεμήθηκε από φιλικά του και άλλα δημόσια άτομα τα οποία δεν πίστευαν στο
ταλέντο της γραφής του, στην μεγάλη αναγνώριση και αποδοχή των βιβλίων του. Οι
πολλαπλές εκδόσεις και επανεκδόσεις των βιβλίων του ακόμα και σήμερα αυτό
περίτρανα δηλώνουν. Όμως, το «ταμείο» της γραφής του και των έργων του ήταν και
εξακολουθεί να είναι ακόμα γεμάτο. Ίσως
να ακουστεί κάπως πομπώδες ή και παράτολμο αν γράφαμε ότι στο νου μας έρχεται
μία φράση από τα απομνημονεύματα του αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Τένεσι
Ουίλιαμς, για το έργο του «Τριαντάφυλλο στο στήθος». Μας λέει λοιπόν ο
Ουίλλιαμς, ότι το έργο του αυτό «είναι ένα έργο έρωτα που έγραψα για το κοινό
μου». Το ίδιο θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε και για το σύνολο έργο του Γιώργου
Ιωάννου προς τους αναγνώστες του. Ακόμα
και αν είναι υπερβολικά τα θετικά σχόλια που αναφέρω για τον Γιώργο Ιωάννου, ας
ακούσουμε τι μας λέει η φωνή ενός ποιητή και θεωρητικού της λογοτεχνίας, στον
Πρόλογό του, του καθηγητή Νάσου Βαγενά: «Ο
Ιωάννου μυθοποιεί ρεαλιστικά τη βίωση από τον αυτοβιογραφούμενο ήρωα των
πεζογραφημάτων του της προσωπικής του μοίρας, με μια γραφή που αναπαριστά τις
περιπέτειές του με μιαν οπτική καθαρότητα ονείρου. Και είναι αυτή η περίτεχνη
μυθοποίηση και η οντολογική διάσταση που αυτή παρέχει στην απεικόνιση του
κόσμου του που θα κάνουν, πιστεύω, το έργο του να διαβάζεται, στις μέρες που θα
έρθουν, όπως διαβάζεται σήμερα το έργο του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη». Στον
τόμο «Με τον ρυθμό της ψυχής» εκδ. Κέδρος 2006. Ειρήσθω εν παρόδω, στον
αφιερωματικό τόμο για τον Γιώργο Ιωάννου που κυκλοφόρησε είκοσι χρόνια από την
κοίμησή του, θα συναντήσουμε αρκετά γνωστά μας και καταξιωμένα ονόματα ελλήνων
λογοτεχνών από διάφορες γενιές τα οποία αναφέρονται στην επιρροή που άσκησε
πάνω τους η παρουσία και η γραφή του. Παραδείγματος χάρη ο ποιητής Γιάννης
Κοντός, ο ποιητής και δοκιμιογράφος Δημήτρης Κοσμόπουλος, ίχνη του συναντάμε
και στον ποιητή και πεζογράφο Κώστα Γκιμοσούλη που έφυγε πριν λίγο καιρό από
κοντά μας. κ. ά. Εξάλλου, όλοι ομογνωμούν ότι ο Ιωάννου, πέρα από σημαντικός
πεζογράφος είναι και εξίσου καλός ποιητής. Γράφει στο ίδιο αφιέρωμα ο
καταξιωμένος πεζογράφος Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε, για την όλη αποτίμηση του έργου του, ότι
ο Ιωάννου υπήρξε και ποιητής. Όχι μόνο για την θεματολογία των πεζογραφημάτων
του, αλλά κυρίως για την ατμόσφαιρα, τις φοβίες του, τους φόβους, ακόμη και τις
Ερινύες που τον καταδίωκαν. Τα ποιήματα του Ιωάννου μας εισάγουν με τον πιο
αποτελεσματικό τρόπο στο κλίμα των πεζών του». σ. 62-63.
Όσον αφορά
τώρα την συγγραφική περίπτωση του Περικλή Σφυρίδη, του οποίου το κείμενο
μεταφέρω στην ιστοσελίδα μου, σαν ένα ακόμα σημείωμα για τον Ιωάννου, ο
Σφυρίδης υπήρξε ενεργό και δραστήριο μέλος του πνευματικού κύκλου που
οικοδομήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Αγαπά και λατρεύει την γενέθλια πόλη του,
περιδιαβαίνει στους δρόμους της, με την λογοτεχνική και την ιατρική του
ιδιότητα, μετέχει στις πνευματικές εκδηλώσεις ως συγγραφέας και κριτικός. Για
μία πενταετία ήταν επιμελητής και συντονιστής της ετήσιας έκδοσης «Παραφυάδα»
1985-1990, από τους πολυσέλιδους τόμους της οποίας παρέλασαν δεκάδες πεζογράφοι
με ανέκδοτα κείμενά τους. Παράλληλα, διετέλεσε υπεύθυνος ύλης του γνωστού
λογοτεχνικού περιοδικού το «Τραμ», ενώ, το 1996, διοργάνωσε το συνέδριο
«Παραμυθία Θεσσαλονίκης» και επιμελήθηκε τα Πρακτικά του που αργότερα
κυκλοφόρησαν, για την διαδρομή της πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης από το 1912 έως
το 1985. Σημαντική δουλειά και κατάθεση και προσφορά στην Πόλη του.
Συνεργάστηκε με αρκετά ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά ενώ σε διήγημά του
στηρίχτηκε ο σκηνοθέτης Τάσος Ψαρράς στο γύρισμα της ταινίας του «Η άλλη όψη»,
όπου μαζί με τον συγγραφέα συνέγραψαν το σενάριο. Αρκετά διηγήματά του
μεταφράστηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Διάφοροι εκδοτικοί οίκοι, όπως οι
εκδόσεις Καστανιώτη, του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, των αδερφών Κυριακίδη, του
Ιανού, των εκδόσεων Μπιλιέτο έχουν κυκλοφορήσει βιβλία του. Ο τόμος
«ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ» όπως λέει και ο υπότιτλός του «Κείμενα λογοτεχνίας και
βιβλιοκρισίες 1979-1998», χωρίζεται σε δύο ενότητες. Στα καθεαυτά ΚΕΙΜΕΝΑ και
στην μεγαλύτερη ενότητα ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ. Το χρονικό όριο, ορίζει και τα περιθώρια
εξέτασης και συγγραφής του Περικλή Σφυρίδη. Στον πρώτο αυτόν όπως αποδείχτηκε
τόμο- μια και μεταγενέστερα εκδόθηκαν άλλοι δύο τόμοι ομοειδούς θεματολογίας
από όσο γνωρίζω, «Παραφυάδες ΙΙ 1998-2008» εκδόσεις Καστανιώτη και «Παραφυάδες
ΙΙΙ 2009-2013» εκδόσεις Εστία 2015, ο Σφυρίδης περιλαμβάνει και το παρόν
κείμενο για τον συντοπίτη του Γιώργο Ιωάννου. Όλα τα δημοσιεύματα (8 Κείμενα
και 27 Βιβλιοκρισίες) όπως μας πληροφορούν οι σελίδες 231-234 των Πρώτων
Δημοσιεύσεων, είναι αναδημοσιεύσεις από τις κατά καιρούς συγγραφικές συμμετοχές
του Περικλή Σφυρίδη σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, σε συνέδρια και συμπόσια
ποίησης. Τα περισσότερα, προέρχονται από το περιοδικό το «Τράμ» στις διάφορες
περιόδους της κυκλοφορίας του. Δεν λείπουν και οι συμμετοχές του στο περιοδικό
«Διαβάζω», στο «Γράμματα και Τέχνες», στον «Ελίτροχο», στο «Εντευκτήριο», τη
«Διαγώνιο», τη «Γραφή», στις «Επτά Ημέρες» της εφημερίδας «Η Καθημερινή» . Ενώ,
η βιβλιοκρισία με αριθμό 26 «Αλμπέρτος Ναρ, Σε αναζήτηση ύφους, διηγήματα»
είναι ανέκδοτη.
Στην ενότητα με τις Βιβλιοκρισίες του,
βλέπουμε ότι ο πεζογράφος δεν περιορίζεται μόνο σε έλληνες συγγραφείς αλλά και
ξένους, όπως η Μαίρη Γουέμπ και το μυθιστόρημά της «Το ακριβό φαρμάκι» ή μας
λέει τις απόψεις του για την μετάφραση του βιβλίου «Αναμνήσεις από τη ζωή μου»
του φημισμένου Βολιώτη υπερρεαλιστή εικαστικού Τζιόρτζιο ντε Κίρικο ή γράφει
για το μυθιστόρημα «Το κρεβάτι» της Ντομινίκ Ρολάν. Από την ελληνική παρουσία
διαπιστώνουμε ότι ο Περικλής Σφυρίδης δεν περιορίζεται μόνο σε Θεσσαλονικείς
δημιουργούς αλλά διαβάζει και μας παρουσιάζει- βιβλιοσχολιάζει- τις νέες
κυκλοφορίες του Νίκου Μπακόλα, του Μάνου Κοντολέων, της Ζυράννα Ζατέλλη, του
Μένη Κουμανταρέα, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, του
Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου, του Σωτήρη Φ. Δημητρίου, του Γιάννη Καρατζόγλου, του
Κώστα Λογαρά και άλλων. Είναι βιβλία ποιητικά, διηγηματικά και κυρίως,
μυθιστορήματα, όπου εστιάζεται και το κυρίως αναγνωστικό του ενδιαφέρον. Από
τις σελίδες των Κειμένων του διαβάζουμε για το πεζογραφικό έργο του Γιώργου
Κάτου, τις «ορισμένες στάσεις στην πεζογραφία του Τάσου Καλούτσα». Το βλέμμα του
δοκιμιογράφου Περικλή Σφυρίδη εξετάζει και μας δίνει στοιχεία και πληροφορίες
για τον «κύκλο της Διαγωνίου», τα «δύο λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης
Διαγώνιος και Τραμ», το «Αντίλογος και
λόγος για τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης (1980-1990)» κλπ. Και από
την πόλη μας, τον Πειραιά, βιβλιοκρίνει το πεζογράφημα «Η πρώτη μέρα» του
ποιητή Νίκου Α. Καββαδία.
Με τα εξακολουθητικά αυτά σημειώματα για
το έργο και την παρουσία του Γιώργου Ιωάννου, στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, προσπαθώ
να δώσω όσο μπορώ, μία σφαιρική κριτική εικόνα του έργου του. Από γυναικείες ή
αντρικές φωνές, από συγγραφείς οι κατάγονται από τη γενέθλια πόλη του Ιωάννου ή
όχι. Σκόρπιες παλαιότερες φωνές και δημοσιεύματα, εμπλουτισμένα με αποσπάσματα
από κρίσεις και λόγια του ίδιου του Ιωάννου, γραπτές μαρτυρίες που τεκμηριώνουν
τις απόψεις και τις θέσεις των κατά καιρούς αναγνωστών και κριτικών του. Εκείνο
που διαπιστώνουμε είναι ότι, ο Γιώργος Ιωάννου δεν διαχωρίζεται πλέον ως ποιητή
και ως πεζογράφος, ως χρονικογράφος ή αρθρογράφος και κοινωνικός σχολιαστής,
αλλά ως μία ενιαία συγγραφική οντότητα. Συμπεριλαμβανομένων και της
μεταφραστικής του δουλειάς και των άλλων λαογραφικών εργασιών του. Ανεξάρτητα
αν το σύνολο των μεταφραστικών του καταθέσεων δεν έχουν ακόμα συγκεντρωθεί και
εκδοθεί αυτόνομα σε βιβλίο. Το βέβαιο πάντως είναι ότι, η παρουσία του και το
έργο του δεν ξεχάστηκε. Νεότεροι έλληνες και από ότι υποψιάζομαι ξένοι
συγγραφείς και μελετητές, ασχολούνται με το έργο του. Κάτι που μας φανερώνει
ότι αρκετές γενιές ακόμα ελλήνων και ξένων αναγνωστών θα ανατρέχουν στα γραπτά
του θα τα διαβάζουν, θα τα χαίρονται και θα τα διαδίδουν. Με δύο λόγια, ο
Γιώργος Ιωάννου, είναι πλέον ένας έλληνας κλασικός συγγραφέας.
*Ο πεζογράφος
και κριτικός και μακροβιότερος διευθυντής του περιοδικού «Νέα Εστία» Πέτρος
Χάρης, υπήρξε σταθερός κριτικός συνεργάτης της προδικτατορικής πολιτικής
Παπανδρεικής εφημερίδας «Ελευθερία». Στην μέσα δεύτερη σελίδα συνήθως σχολίαζε
και έγραφε για τις νέες εκδόσεις και κυκλοφορίες βιβλίων. Τα κείμενά του, δεν
ήταν μακροσκελή, ήταν σύντομα και περιεκτικά. Όπως και άλλοι της εποχής
διανοούμενοι και συγγραφείς υπήρξαν σταθεροί αρθρογράφοι της δημοκρατικής αυτής
παλαιάς πολιτικής εφημερίδας, οι οποίοι δημοσίευαν κείμενά τους ή
αρθρογραφούσαν στην πρώτη σελίδα ή στις μέσα σελίδες της εφημερίδας. Δεν ήταν
πολυσέλιδη αλλά οι σελίδες της πάντα φιλοξενούσαν πολιτιστικές και ιστορικές
ειδήσεις και καλλιτεχνικά κείμενα για τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα και το
Εξωτερικό. Τα πλείστα από τα δημοσιεύματα έχουν κυκλοφορήσει αυτόνομα σε βιβλία
μεταγενέστερα. Ευχάριστα και καλογραμμένα είναι τα κείμενα του Σπύρου Μελά, του
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, του Φώτη Κόντογλου, του Ιωάννη Κακριδή, του Γιάννη Γουδέλη,
της Ελένης Κυπραίου, της Αθηνάς Καλογεροπούλου, της Μαρίας Ρεζάν και δεκάδων άλλων
ελλήνων δημοσιογράφων και λογίων, όπως πχ. του μετέπειτα πανεπιστημιακού Παναγιώτη
Μαστροδημήτρη. Ορισμένοι από τους συνεργάτες της εφημερίδας έγραφαν τότε και στο
περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», στο περιοδικό «Εποχές» και άλλα. Δημοσιεύονταν ακόμα
σε συνέχεις βιογραφίες κινηματογραφικών σταρ, διασημοτήτων της εποχής, βιογραφίες
εικαστικών και προσώπων από τον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Καθώς και
ιστορικές αφηγήσεις, όπως πχ. το βιβλίο του Γρηγορίου Δαφνή κλπ. Ο Πέτρος Χάρης
στην σελίδα του Σαββάτου 24 Απριλίου 1954, βιβλιοκρίνει τρία βιβλία μαζί. Την συλλογή
«Ελληνικές Νύχτες» του ποιητή και πολιτικού Ιωάννη Π. Κουτσοχέρα, του δημοσιογράφου
και συγγραφέα Γιώργου Ν. Κάρτερ, την συλλογή «Σάντερμαχ» και τα «Ηλιοτρόπια» του
Γιώργου Ιωάννου. Παρ’ ότι είναι «κούτσικα» απειροελάχιστα αυτά που γράφει για την
πρώτη αυτή ποιητική πλακέτα του Γιώργου Ιωάννου, και ξεχωρίζει στίχους του, την
αντέγραψα για την ιστορία.
Επίσης, να προσθέσουμε
ότι τα καθαρά λαογραφικού περιεχομένου βιβλία του, δηλαδή οι εργασίες του για το
Δημοτικό μας Τραγούδι, τα Λαϊκά και Μαγικά μας Παραμύθια και το Θέατρο Σκιών, το
τρίτομο έργο για τον Καραγκιόζη που κυκλοφόρησαν από το περιοδικό «Ταχυδρόμος» είναι
ένα ξεχωριστό πεδίο κριτικής εξέτασης και βιβλιογραφικής έρευνας. Όπως και οι Μεταφράσεις
του.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς,
29
Σεπτεμβρίου-2 Οκτωβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου