«Δωρική σοβαρότητα και Ιωνική αλαφράδα»
του Τόλη Καζαντζή
Εφημερίδα Η Αυγή 24 Φεβρουαρίου 1985
Σκληρός και πρόωρος ο απολογισμός για το έργο του Γιώργου
Ιωάννου, αφού όλα όσα δημιούργησε μέσα σε μια τριακονταετία, παρά την
αναμφισβήτητη αξία τους, παρά την εικόνα ολοκλήρωσης που παρέχουν, φέρνουν
επάνω τους τη σφραγίδα μιας αρχής και μιας δυναμικής ορμής για μια συνεχή
εξέλιξη, που είναι αυτόχρημα η εικόνα μιας ακατανίκητης θέλησης για ζωή. Γι’
αυτό κι ο θάνατός του είναι διπλά άδικος. Γιατί δεν ορίζεται μόνο από το σταμάτημα
της ζωής, αλλά κι από το σταμάτημα ενός έργου απ’ το οποίο τόσα πολλά κέρδισε
και τόσα πολλά προσδοκούσε η λογοτεχνία μας.
Αυτά είναι τα συναισθήματα που απομένουν
σ’ όσους είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Ιωάννου μόνο μέσα από το έργο του. Για
μας τους άλλους, που σαν συνοδοιπόροι σε μια παράλληλη προσπάθεια, ζήσαμε την
προσπάθεια του φίλου και ομοτέχνου μας, η απώλειά του έχει και μια τρίτη
διάσταση, μια κι αναγνωρίζουμε μέσα στο έργο του τον ίδιο και μέσα στην
ανάμνησή του διακρίνουμε όλες τις πτυχές του έργου αυτού.
Έγκλειστος μέσα στον καθαγιασμένο χώρο της
λογοτεχνίας τον βίωνε και στην παραμικρότερη εκδήλωση της καθημερινής τους
ύπαρξης. Γι’ αυτό, σ’ όσους έγινε αντιληπτή αυτή η αρμονική συνύπαρξη, δεν
υπάρχει η παρηγοριά της λήθης. Πάντα θα βουίζει μέσα τους ο ρυθμικός του λόγος
με το σταθερό και κυριολεκτούντα ήχο και με τα απροσδόκητα πετάγματα.
Πετάγματα, που πάντα καταφέρνουν να σ’ οδηγήσουν σ’ έναν υπερκείμενο της
πραγματικότητας χώρο, αποδεκτό ανεπιφύλακτα απ’ τον καθένα, ανεξάρτητα από τις
τυχόν ιδεολογικές, ηθικές, κοινωνικές, αισθητικές κι όποιες άλλες ενστάσεις
του.
Από τις τελευταίες περιπτώσεις της
λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής , ο Γιώργος Ιωάννου, εμφανίζεται με μια μικρή
ποιητική πλακέτα, τα «Ηλιοτρόπια» το 1954. Όμως, η ουσιαστική καθιέρωσή του στα
γράμματά μας θα γίνει με την έκδοση της ποιητικής του συλλογής «Τα χίλια
δέντρα» 1963, ενώ η παρουσία του γίνεται αμέσως αισθητή και στην πεζογραφία,
όταν, το 1964, εκδίδει μια συλλογή πεζογραφημάτων με το γενικό τίτλο «Για ένα
φιλότιμο». Από τα ποιήματα και τα πεζογραφήματα αυτά, τα περισσότερα είχαν
προδημοσιευτεί στο περιοδικό «Διαγώνιος» της Θεσσαλονίκης, όπου ο Ιωάννου ήταν
βασικός συνεργάτης στις δύο πρώτες περιόδους της έκδοσής του. Έκτοτε η πεζογραφία
γίνεται ο κύριος κορμός της λογοτεχνικής δραστηριότητας αφού, λογοτεχνικό άτομο
με πολλές ανησυχίες κι ενδιαφέροντα όπως ήταν,
επιδόθηκε και σε κάθε άλλη μορφή λογοτεχνικής δραστηριότητας. Με τη
συλλογή δημοτικών τραγουδιών και παραμυθιών, με τον Καραγκιόζη, με τη μετάφραση
αρχαίας τραγικής και λυρικής ποίησης, με το θέατρο. Κι όλες αυτές οι
δραστηριότητες κι η κάθε μια ξεχωριστά, σου δίνουν, όπως είπαμε, την αίσθηση
μιας αρχής, που αντικατοπτρίζει την έφεση του συγγραφέα μας για ζωή. Για μια
ζωή, που τόσο στον ίδιο, όσο και σε μας, δεν μας χαρίστηκε.
Αλλά και η αναμφισβήτητη προτίμηση της
πεζογραφίας αποδεικνύει αυτή την έφεση.
Γιατί, περισσότερο από κάθε άλλη μορφή λόγου, η πεζογραφία είναι κρατημένη απ’
τη ζωή. Όχι γιατί θέλει να τη χρησιμοποιήσει σαν αφετηρία αναχωρήσεων ή σαν
σημείο αναφοράς υπαινιγμών ή σαν πεδίο αμφισβητήσεων, αλλά γιατί είναι το υλικό
πάνω στο οποίο γίνονται οι απαραίτητοι μετασχηματισμοί, οι διορθώσεις και οι
συμπληρώσεις για τη φιλοτέχνηση μιας άλλης πραγματικότητας.
Ο κοινωνικός ρόλος της Πεζογραφίας
Εντούτοις, ο Γιώργος Ιωάννου, από τα πρώτα
του κιόλας πεζογραφικά βήματα, έχει πλήρη συνείδηση του αληθινού κοινωνικού
ρόλου της πεζογραφίας. Και γύρω στα 1960 ανακαλύπτει πως από τον πόλεμο, επί
μια εικοσαετία, η πραγματικότητα έχει απομείνει στον τόπο μας, πεζογραφικά
ακατάγραφτη, με τις λαμπρές της, βέβαια και για ευνόητους λόγους, αποσιωπημένες
εξαιρέσεις. Σ’ αντίθεση, η ποίηση, που κυριολεκτικά κατακλύζεται από νέες
ιδεολογικές και αισθητικές θέσεις, καταφέρνει να δώσει το στίγμα της εποχής με
έξοχους, στ’ αλήθεια, ποιοτικούς υπαινιγμούς. Υπαινιγμούς που ακολουθούν και
ολοκληρώνουν την κυκλική διακύμανση του αγώνα, της ελπίδας, της διάψευσης και
της άδικης περιθωριοποίησης.
Σ’ αντίθεση, λοιπόν, με την ποίηση, η
πεζογραφία, με τις εξαιρέσεις που είπαμε, σιωπά. Δεν καταγράφει αυτή την τόσο αχάριστη
για ολόκληρη την οικουμένη κι ιδιαίτερα για τον τόπο μιας εποχή. Γιατί, αυτός ο
πόλεμος που νομιμοποιήθηκε από την πρόφαση της επούλωσης των πληγών του
παρελθόντος κι από τη συντριβή του φασισμού, κατάφερε να δημιουργήσει νέες,
χειρότερες πληγές, ενώ ο φασισμός παίρνοντας άλλες πιο μελετημένες και ύπουλες
μορφές, εξακολουθεί να επιβιώνει ακμαίος ακόμη και στις μέρες μας.
Ειδικά στον τόπο μας, η λήξη του πολέμου σημαδεύτηκε
με εμφύλιες εκατόμβες, με απροκάλυπτες καταχρήσεις της ατομικής και εθνικής μας
υπόστασης, με εγκληματικές στρεβλώσεις της προσωπικότητας, με ανεπίτρεπτες
περιθωριοποιήσεις των πιο άξιων πνευματικών ανθρώπων του τόπου. Αλήθεια, ποια
πεζογραφία που σέβεται τον εαυτό της μπορεί να παραβλέψει αυτή την οδυνηρή
πραγματικότητα; Να μη γίνει κήρυκας οργής σαρκασμού, ειρωνείας; Κι όμως υπήρξε
μια πεζογραφία, που επέμενε και μεταπολεμικά να αναμασά τους ξεπερασμένους απ’
την ίδια την εποχή αισθητικούς αυτοσκοπούς ή εκείνη, που εξαγόραζε υπερπόντια
μαγευτικά ταξίδια με αντίτιμο τις αλησμόνητες εκείνες ταξιδιωτικές εντυπώσεις,
όπου το κυρίαρχο σημείο στίξεως είναι το θαυμαστικό.
Μ’ αυτό το συλλογισμό εύκολα φτάνουμε στην
αιτιολογία, του γιατί η πεζογραφία σιωπά μέσα σ’ αυτή την εικοσαετία, αφού η
αναταραχή και μόνο αυτής της τεχνητής λίμνης, που λέγεται μεταπολεμική ή
καλύτερα μετεμφυλιακή περίοδος, ισοδυναμούσε με την υπογραφή μιας καταδίκης
αορίστου διαρκείας.
Η πεζογραφική άνοιξη της
δεκαετίας του ‘60
Η προσωρινή υποψία μιας επερχόμενης άνοιξης, που αρχίζει να αχνοφαίνεται γύρω στο 1960, μιας άνοιξης
που εφτά χρόνια αργότερα πληρώνεται πολύ ακριβά με μια οκτάχρονη μαύρη παγωνιά
θα δείξει πως οι πεζογραφικές δυνάμεις
του τόπου, όχι μόνο γρηγορούσαν όλο αυτό το διάστημα, αλλά και ανδρώνονταν.
Συνέλεγαν μνήμες πικρές, συντηρούσαν την οργή, ερεθίζονταν με την πολυφωνική
αδικία, που γίνεται το κυρίαρχο συναίσθημα του ψυχρού εμφύλιου. Σ’ αυτή την
πρόσκαιρη άνοιξη, η πεζογραφία κυριολεκτικά εξορμά και για να δανειστώ μια λέξη
του Ιωάννου, σαν τ’ «αζυτισμένο» πουλάρι, ξεχύνεται εύρωστη μέσα στο χώρο της
λογοτεχνίας μας. Το έργο που επωμίζονται οι πεζογράφοι του ’60 είναι δύσκολο
και πολύπλευρο. Αφ’ ενός πρέπει να ανασυνδέσουν
την πεζογραφία μας με την αληθινή, όχι με την πλαστογραφημένη παράδοσή μας. Αφ’
ετέρου πρέπει να καταγραφεί μια εικοσαετής πραγματικότητα, άτυχη αλλά και
καθοριστική για την όλη υπόστασή μας. Τέλος, θα πρέπει να ανανεωθούν, να γίνουν πιο αποτελεσματικοί οι εκφραστικοί τρόποι, μιά
κι αρκετά είχαμε βραδυπορήσει. Κι όλα αυτά έπρεπε να γίνουν με τα προϊόντα της
μνήμης και των τραυματικών εμπειριών και με συγκολλητικό, την ιδιαίτερη
ιδιοσυγκρασία του κάθε συγγραφέα, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, που τελικά
προσδίνει στο έργο του και το ιδιαίτερο ύφος. Θα ‘ταν, ίσως, παράλειψη αν δεν
σημειώναμε και μια άλλη τάση της πεζογραφίας’ εκείνη που προσπαθεί να αποκτήσει
τους απαραίτητους συνδέσμους με την παγκόσμια πρωτοπορία’ κυρίως με το παράλογο
ή με το αντιμυθιστόρημα ή με τη δημοσιογραφική πεζογραφία ή ακόμα και με την
πεζογραφία των μπήτνιγκ.
Δεν ξέρω άλλη πεζογραφική γενιά τόσο
γενναία, όσο αυτή του 1960. Ακμαίοι, με σαφείς προσανατολισμούς, οι πεζογράφοι
που την αποτελούν. Εισβάλουν κυριολεκτικά με το πρώτο τους κιόλας βιβλίο στην
πεζογραφία μας, χωρίς τα μανιφέστα και τις τυμπανοκρουσίες του παρελθόντος.
Ανάμεσα στους πιο σημαντικούς, ο Γιώργος
Ιωάννου. Μονήρης μέσα στη φυσική και
πολλές φορές εκρηκτική μοναξιά του, μέσα σε μια πόλη που έχει για παράδοση
τη συνεχή μυστικιστική ενδοσκόπηση, περνάει τις μνήμες της εποχής μέσα από μια
συνείδηση σημαδεμένη απ’ τις συνεχείς και οδυνηρές ανακυκλώσεις των καιρών. Κι
αυτά τα σημάδια μας αποκαλύπτονται ψηφίδα, ψηφίδα, πεζογράφημα, το πεζογράφημα,
από το πρώτο, μέχρι το πιο πρόσφατο βιβλίο του. Κι ο λόγος του (ένα περίεργο
συνταίριασμα Δωρικής σοβαρότητας και
Ιωνικής αλαφράδας, ένα κράμα χορικού αρχαίας τραγωδίας κι Αριστοφανικής
σκωπτικότητας, μια συνύπαρξη λαϊκής-αστικής ζεστασιάς και δασκαλίστικης
ευρυμάθειας και διδακτισμού) φωτίζει έντεχνα τον οποιονδήποτε μύθο προσδίδοντάς
του άδηλες, μα καθοριστικές φωτοσκιάσεις. Φωτοσκιάσεις, που τελικά αφήνουν
απείραχτα τα χαρακτηριστικά της δύσκολης και τόσο δυσεύρετης στις μέρες μας
ελληνικής απλότητας.
Κι όλα αυτά, μέσα από τα σπλάχνα, θαρρείς,
του φυσικού χώρου του συγγραφέα, της Θεσσαλονίκης, μέσα στην οποία είναι
αναπόδραστα εγκλεισμένος.
Ο Γιώργος Ιωάννου ραψωδός της
Θεσσαλονίκης
Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που σημείωνα
σε μια βιβλιοκρισία μου στη «Διαγώνιο» για το «Για ένα φιλότιμο» του, που μόλις
είχε κυκλοφορήσει:
«… Όμως ανάμεσα σ’ όλα αυτά εισβάλει πάντα
η Θεσσαλονίκη. Άλλοτε εξωραϊσμένη σε μια τυραννική νοσταλγία κι άλλοτε σαν
σκηνικό μιας αποτρόπαιης ανάμνησης. Αλλά όσο κι αν η Θεσσαλονίκη παραλλάσσεται
μέσα στις σελίδες του, το αληθινό της πρόσωπο αποκαλύπτεται θαυμαστά. Αυτό το
πολύμορφο πρόσωπο με τη δύσπιστη γοητεία, που κρύβει το μυστικό της ισορροπίας,
των αντικρουόμενων ρυθμών ζωής, των τόσο χρονικά αφισταμένων εποχών της, των
τόσο αισθητικά αφισταμένων δρόμων, οικοδομημάτων, συνοικιών κι ανθρώπων της. Σ’
αυτό το μαγνήτη του διεσπαρμένου Ελληνισμού, σ’ αυτό το δειγματολόγιο όλων των
εποχών, ο Γιώργος Ιωάννου καταφέρνει να
δείχνει ευκαιριακά, άλλοτε το ενιαίο ψηφιδωτό κι άλλοτε τις συστατικές ψηφίδες
της Θεσσαλονίκης. Απ’ τα «Σφαγεία» με τις απέραντες ερημιές και τις λαϊκές
ταβέρνες στον παλιό σταθμό με τα παρηκμασμένα καφενεία και τα αδρανούντα
βαγόνια, στην ύποπτη «Μπάρα» και τη «Ραμόνα», στη γραφική και μίζερη «πάνω
πόλη» στην αχανή και αδιαμόρφωτη «πλατεία δικαστηρίων», στους σαθρούς
βυζαντινούς ναούς, στα ύποπτα ξενοδοχεία της «Εγνατίας», στις στενόκαρδες
πολυκατοικίες, στα μουχλιασμένα γραφεία, στα λαϊκά σινεμά της μπόχας, στα
«Εβραϊκά μνήματα» με τον υπαίθριο, ύποπτο και πολύμορφο έρωτα, στο πανεπιστήμιο
με τη θαλπωρή της συναδελφικής προσπάθειας, στους προσφυγικούς συνοικισμούς
χρωματισμένους παρήγορα με την ανάμνηση της χαμένης πατρίδας, ο συγγραφέας
περπατάει με άνεση και γνώση, γνήσιος Θεσσαλονικιός, που καταλαβαίνει, που
μιλάει όταν του πέφτει λόγος, και που σωπαίνει όταν χρειάζεται ν’ ακούσει και
να δει, που αναγνωρίζει, συγκινείται και στοχάζεται. Κι όλα αυτά, τόσα πολλά,
αναδίνουν μια ποικίλη ατμόσφαιρα, καθώς αναλογιζόμαστε τη μοίρα του σύγχρονου
ανθρώπου στον τόπο μας βλέποντας αυτό το μακελειό των προθέσεων και των
ελπίδων».
Σήμερα απ’ το απόσπασμα αυτό δεν θα άλλαζα
ούτε μια λέξη. Κι αναλογίζομαι πώς πέρασαν από τότε είκοσι ολόκληρα χρόνια κι
ένα ολόκληρο έργο χτίστηκε στο μεταξύ. Ένα έργο, που παρά τις ενδεχόμενες
επιμέρους επιφυλάξεις που μπορείς να έχεις, δεν μειώνουν ούτε κλονίζουν την
πίστη σου και την εκτίμησή στο συγγραφέα μας. Για ποιούς και για πόσους απ’
τους συγγραφείς του παρελθόντος και του παρόντος στον τόπο μας μπορείς να πεις
το ίδιο; Για πόσους ο τελικός απολογισμός του έργου τους σου αφήνει το σύμμικτο
συναίσθημα του κέρδους και της απώλειας;
ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ
Σημειώσεις:
«Ένα
«μόδιο» για τη λυχνία της μοναξιάς» του Γιώργου Ιωάννου
Ανάμεσα στα
δημοσιεύματα που διαβάσαμε την χρονιά που έφυγε τόσο άδικα από κοντά μας ο ποιητής
και πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου (20/11/1927-16/2/1985), είναι και αυτό του συντοπίτη
του ποιητή, διηγηματογράφου Τόλη Καζαντζή (1938-1991). Η σχέση του
διηγηματογράφου, δοκιμιογράφου και μεταφραστή (έχει συν-μεταφράσει ποιήματα του
Γάλλου Γκυγιώμ Απολλιναίρ) Τόλη Καζαντζή, που χάθηκε και αυτός νεότατος, έξι
χρόνια μετά την απώλεια του Γιώργου Ιωάννου αν και νεότερός του κατά έντεκα
χρόνια είναι στενή. Μπορεί η διαπραγματευτική θεματολογία, η εικονογραφική θεματογραφία
τους και το είδος γραφής των δύο Θεσσαλονικιών πεζογράφων συντοπιτών να είναι
διαφορετική, να διαφοροποιούνται σε αρκετά ζητήματα, σε θέματα ύφους, συμβόλων,
χρήση φράσεων και λέξεων, τυπολογίας φύλου των ηρώων τους. Διαφορετικής πλοκής
των σύντομων μικρών ιστοριών τους, οι παράλληλες όμως εκλεκτικές συγγένειες δεν
απουσιάζουν καθόλου σε σημεία του λόγου τους και της γραφής τους μας είναι
εμφανής. Ο κυρός καθηγητής και κριτικός Παναγιώτης Μουλάς, έχει γράψει ένα
σύντομο κάπως γενικόλογο κείμενο, το «Γ. Ιωάννου και Τ. Καζαντζής: εκλεκτικές
συγγένειες σε δύο πεζογράφους της «Διαγωνίου»». Είναι ομιλία του που
διοργανώθηκε στο «Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο» 23,24, 25 Οκτωβρίου 1996, στο
Συνέδριο «Παραμυθία Θεσσαλονίκης» Η πεζογραφία στη Θεσσαλονίκη από το 1912 έως
το 1995. Βλέπε τον τόμο των Πρακτικών του Συνεδρίου σε επιμέλεια Περικλή
Σφυρίδη, Θεσσαλονίκη 1997, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης,
σ.184-189. Εδώ να σημειώσουμε ότι ο Παναγιώτης Μουλάς που είχε προσέξει το έργο
και των δύο πεζογράφων και ποιητών, από τα πρώτα τους συμβαδίσματα, κάνει λόγο
για το περιοδικό «Διαγώνιος» του ποιητή και εκδότη Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου,
να υπενθυμίσουμε, και οι τρείς υπήρξαν στενοί συνεργάτες του περιοδικού, ο
καθένας στον δικό του συγγραφικό τομέα την πρώτη περίοδο της κυκλοφορίας του. Ξεκίνησαν
κατά κάποιον τρόπο συγγραφικά, χρονικά μαζί, έκαναν την εμφάνισή τους στα
γράμματα. (Μουλάς- Ιωάννου-Καζαντζής). Η πρώτη αυτή περίοδος του περιοδικού
«Διαγώνιος» είναι ίσως η πλέον γόνιμη, η περισσότερο καρποφόρα στην ανάδειξη
των νέων συγγραφικών ταλέντων της Θεσσαλονίκη. Ο πολύτροπος και αισθητικά
ώριμος Κάρολος Τσίζεκ. Ο παραμένων στη σκιά διηγηματογράφος Φαίδων ο Πολίτης, ο
πολυμήχανος και ατίθασος Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο περισσότερος εσωστρεφής
Γιώργος Ιωάννου, ο ερωτικός της μοναξιάς Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, ο
διηγηματογράφος Τόλης Καζαντζής, ο ευρύτερων ενδιαφερόντων Σάκης Παπαδημητρίου,
ο ποιητής Σταύρος Βαβούρης, ο βιβλιογράφος Τάσος Κόρφης, η κριτική φωνή του
Παναγιώτη Μουλλά, η ποιήτρια Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου και άλλες γυναικείες φωνές
και αντρικές που στελέχωσαν αυτήν την πρώτη πνευματική ομάδα της «Διαγωνίου»
της πρώτης της περιόδου, αποτελούν τον νέον ανθώνα της πνευματικής
Θεσσαλονίκης. Είναι η νέα θεμιτή φιλόδοξη προσπάθεια των νέων δυνάμεων της
πόλης που, έρχεται να καλύψει το κενό που άφησε ο τερματισμός της κυκλοφορίας
του αξιόλογου περιοδικού «Κοχλίας» και των παλαιότερων «Μακεδονικών Ημερών».
Αυτών που δεν τους αρκεί η συμμετοχή στην κλασική «Νέα Πορεία» του Τηλέμαχου
Αλαβέρα, ούτε θα μπορούσαν εύκολα να στεγαστούν κάτω από το περιοδικό «Κριτική»
το οποίο εξέδωσε λίγο αργότερα ο πάντα ανήσυχος αντιστασιακός ποιητής Μανώλης
Αναγνωστάκης, και ασχολείται με θεωρητικά κυρίως ζητήματα.
Η Πνευματική παράδοση της Θεσσαλονίκης του
ευκατάστατου ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου και της πρόωρα χαμένης πρώτης συζύγου
του ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου Βαφοπούλου, της κριτικής γραφής του συντηρητικού
Πέτρου Ωρολογά, των ευρύτερων συγγραφικών ενδιαφερόντων Πέτρου Σπανδωνίδη, του
Γιώργου Δέλιου και του Σαράντου Παυλέα. Του πεζογράφου Στέλιου Ξεφλούδα και της
πολυγραφότατης ποιήτριας Χρυσάνθης Ζιτσαία. Του φαρμακοποιού και έλληνα
«μυστικού μαγίστρου» Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και της αδερφής του ποιήτριας Ζωής
Καρέλλη. Του σοβαρού ποιητή και μεταφραστή Τάκη Βαρβιτσιώτη και του θρησκευτικού
Γιώργου Θέμελη, του Γ. Κιτσόπουλου, του Π. Παπασιώπη και του ποιητή και
μεταφραστή Κλείτου Κύρου, του Γ. Στογιαννίδη και του πολιτικού Βασίλη
Βασιλικού, της κριτικού Νόρας Αναγνωστάκη και ορισμένων άλλων, εξακολουθεί να
υπάρχει, να δραστηριοποιείται, να δημιουργεί και να καλλιεργεί τα πνευματικά
της χώματα και τις κλειστές παραδόσεις της. Τώρα, και οι δύο συγγενικές γραφές,
( Γιώργος Ιωάννου και Τόλης Καζαντζής) κατάγονται από την ίδια δεξαμενή μνήμης
του γενέθλιου τόπου τους. Προέρχονται από το κοινό της πόλης προϋπάρχον
πολιτιστικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον και προσφιλή τους
ατμόσφαιρα. Ακολουθούν τους άξονες πορείας που άρχισαν προγενέστερες γενιές και
γνωστά και αγαπημένα τους συγγραφικά πρόσωπα. Διακονούν ο καθένας από το δικό
του μετερίζι, την εδραιωμένη ατμόσφαιρα της συμπρωτεύουσας. Εκδηλώνοντας
ταυτόχρονα, απερίφραστα, την δική τους ιδιοσυγκρασία και νέες αντιλήψεις για
την ζωή, τον έρωτα, την πίστη, την κοινωνία, τις πολιτικές συνθήκες. Οργανώνουν
το δικό τους σύγχρονο συγγραφικό σκηνικό στο οποίο ξετυλίγουν τις δικές τους
νεανικές ονειρικές φαντασιώσεις, στόχους και οραματισμούς, απαγορευμένους και
δακτυλοδεικτούμενους έρωτες, αιρετικές απόψεις για την προγονική πίστη,
εκφράζουν δυναμικά και τολμηρά την θέση και τον ρόλο που σκοπεύουν να διαδραματίσουν
τους ως νέες σύγχρονες και μοντέρνες δυνάμεις μέσα στον γενέθλιο χώρο τους, να
συμπληρώσουν ή να επανά φιλοτεχνήσουν το ψηφιδωτό της Πόλης τους και να το
γνωρίσουν και διαδώσουν στους Θεσσαλονικείς πρωτίστως αλλά και μη Θεσσαλονικείς
έλληνες αναγνώστες τους. Οι φωνές και οι αγωνίες τους είναι το προανάκρουσμα
των νέων ιστορικών καιρών, η νέα πραγματικότητα που χαράσσει μετά την λαίλαπα
του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, την γερμανική κατοχή, την απελευθέρωση, τον
εμφύλιο πόλεμο και τα τραύματά του. Είναι οι απρόδοτες όπως θέλουν να ελπίζουν
από άφθαρτα ιδανικά νέες καρποφόρες δεκαετίες του 1950, του 1960 και του ’70,
της κοινωνικής δικαίωσης και αποκατάστασης πρίν ανακοπούν από την στρατιωτική
επταετία. Βιώνουν το βυζαντινό και πολυπολιτισμικό παρελθόν της πόλης τους,
στον ίδιο βαθμό με αυτό του σύγχρονου παρόντος της,-ως εμπορικού κόμβου των
Βαλκανίων- ως μιά ιστορικά και κοινωνικά «αναγκαία» κατάσταση, ως αναπόσπαστα
μέλη ενός κοινού ταμείου βιωματικών εμπειριών που η πόλη τους προσφέρει και
τους παράσχει διαρκώς. Το αναμνησιακό αυτό υλικό εκατοντάδων στιγμών μετά την επεξεργασία
του και ταξινόμησή του, γίνεται η μοναδική σχεδόν μαγιά των εξομολογήσεων και
αφηγήσεών τους. Το αναγκαίο λίπασμα της συγγραφικής ύλης των βιβλίων τους. Ο χώρος
και ο Χρόνο της ζωής και της ιστορίας της γενέθλιας πόλης τους, της Θεσσαλονίκης
και των ανθρώπων της έρχεται στην επιφάνεια και στήνει γέφυρες επικοινωνίας με
το μέλλον της ίδιας της συμπρωτεύουσας. Οι ζωογόνες αναμνήσεις τους, είναι
κρίκοι επιβίωσής της και επιβίωσής τους. Ο Μάρκος Μέσκος στο κείμενό του για
τον ποιητή Γιώργο Ιωάννου σημειώνει μεταξύ άλλων στο πολιτικό περιοδικό «Αντί»
τχ. 292/7-6-1985, «Ας πούμε εδώ: για αρκετούς το πιστοποιητικό της λογοτεχνικής
ή καλλιτεχνικής γνησιότητας είναι μια ορισμένη θητεία στ’ ανεξερεύνητα μυστικά
της Θεσσαλονίκης, την μυθική αυτήν Καζαμπλάνκα νοσταλγών και μη-όλα εν
Θεσσαλονίκη ποιούνται αλλά παίζονται αλλού-, όντας λοιπόν στο κέντρο των
νεοελληνικών αποφάσεων, όπου και τα δάκρυα, μιάς άλλης μοναξιάς, εξαργυρώνονται
αποδοτικότερα.». Μια παρατήρηση κλειδί που κατά την γνώμη μας θα στέκονταν για
κάθε γενέθλια πόλη συγγραφέα ή καλλιτέχνη.
Υπάρχουν συγγραφείς οι οποίοι «σαπίζουν» μέσα στην πόλη όπως θα έλεγε ο
Πεντζίκης, υπάρχουν άλλοι που σαν αποδημητικά πουλιά ανοίγουν τα φτερά τους και
ξενιτεύονται από τον γενέθλιο τόπο τους, παρόλα αυτά, δεν τον λησμονούν ποτέ.
Όπως συνέβει και με την περίπτωση του Γιώργου Ιωάννου. Η μνημονική αυτή παιδική
τους περιπλάνηση όπως την αναγνωρίζουμε στα πεζογραφικά αφηγήματα του ενός και
εξομολογήσεις (Ιωάννου) και στην διηγηματογραφία του άλλου (Καζαντζή) έχουν
κοινές αφετηριακές προσκλήσεις. Στεγάζονται κάτω από παρόμοιες πνευματικές
Καμάρες. Συγγενεύει η γραφή τους στο γεγονός ότι προέρχεται από την ίδια πάνω
κάτω παιδική ηλικία, άρα έχουν κοινές εντυπώσεις και παραστάσεις, εικόνες, που
γίνεται τα μεταγενέστερα χρόνια της ενηλικίωσής τους γόνιμο και καρποφόρο υλικό
επεξεργασίας και ταξινόμησης των αξιακών κανόνων της ζωής τους, των ηθικών
συμπεριφορών τους, των βιωμένων και βιώσιμων ερωτικών τους περιπλανήσεων, της
καθιέρωσής τους στους πνευματικούς κύκλους της πόλης ως σημαίνοντες παράγοντες
μιάς άλλης φωνής. Αφουγκράζονται τις ίδιες ιστορικές δονήσεις και βιώνουν
πολεμικές και μεταπολεμικές σκοτεινές περιπέτειες και τα αποτελέσματά τους. Μεταφέρουν
μέσα στη συνείδησή τους σχετικά παρόμοιες τραυματικές αναφορές και πυρετώδεις
κοινωνικές σκοτεινές προσλήψεις προερχόμενες από χρονικά δύσκολες και βασανιστικές
ιστορικά περιόδους της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Κατοχή, Εμφύλιος, Διωγμοί
του Εβραϊκού και του ντόπιου αντιστασιακού πληθυσμού από τις ναζιστικές
δυνάμεις εισβολής. Έντονος ακόμα και ο αγωνιστικός απόηχος του Μακεδονικού
Αγώνα, της απελευθέρωσής της, της φιλοπατρίας, του Παύλου Μελά... Αυτά όλα τα
δύστοκα συμβάντα μαζί με τις ομιχλώδεις και άνυδρες περιόδους των παιδικών τους
οικογενειακών χρόνων, αποτυπώνονται στον ξεχωριστό του καθενός καθρέφτη μνήμης
και συνείδησής. Είναι το εφαλτήριο της σταθερής τους προβληματικής, είναι η
γραφή μέσω της οποίας χειραφετούνται ως άτομα, ως υπάρξεις. Στον Ιωάννου
ιδιαίτερα η βιωμένη εξομολογούμενη μνημονική εικονοποιία ερωτική κυρίως, είναι
η προϋπόθεση της στήριξης της ατομικής του ιδιαίτερης αισθαντικότητας. Και οι
δύο Θεσσαλονικείς λογοτέχνες βαδίζουν στα χνάρια βιωμένων καταστάσεων ενός
χώρου που τους μιλά διαρκώς, τους αφυπνίζει συναισθήματα, τους τροφοδοτεί με
εμπειρίες και βιώματα, διαμορφώνοντας και πλάθοντας τον χαρακτήρα τους την
αντίληψή τους για την ζωή. Εικόνες και παραστάσεις, καθημερινά στιγμιότυπα και
μορφές ατόμων, φυσιογνωμίες ανθρώπων άγνωστών μας και μη, υφάνσεις ιδιωτικών
τους σχέσεων βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την εξέλιξη της πνευματικής
πορείας της πόλης και σχηματίζουν την καθολική εικόνα της, τα σύγχρονα
καλλιτεχνικά φανερώματά της. Η Πόλη δεν είναι απειλή πλέον αλλά τροφός
αναμνήσεων. Κοινή η ανάγκη και των δύο πεζογράφων να αφηγηθούν τα προηγηθέντα
βιώματά τους, να μας εξομολογηθούν πτυχές του βίου τους, τις ιδιωτικές τους
διαδρομές, που δεν έχουν μέχρι σήμερα εκμυστηρευτεί. Να αναβιώσουν μέσω της
ανάκλησης της ζώσας μνήμης έντονες και καθοριστικές στιγμές, σημαδιακά γεγονότα
της ζωής τους, βασανιστικές αιτιολογήσεις. Το ταξίδι αυτό της νεανικής μνήμης
είναι πάνω κάτω κοινό, μια και συμμετοχικό είναι το γεωγραφικό πλαίσιο αναφορών
τους. Περπατούν πάνω στα χνάρια της πόλης τους την Κατοχική και μετακατοχική
περίοδο, κινούνται μέσα στην ατμόσφαιρα του χώρου της και των κατοίκων της των
επόμενων δεκαετιών, αναπνέουν τις ίδιες ανθρωπογεωγραφικές μυρωδιές ανθρώπων
και τοπίου. Συνωστίζονται σε προσωρινούς ή μόνιμους σταθμούς της, συγχρωτίζονται με την πολυπολιτισμικότητά της,
αλλά και την φτώχεια της ελληνικής επαρχίας η οποία την κυκλώνει. Είναι όπως θα
μας έλεγε, ή σωστότερα προείπε ο παλαιότερος ομότεχνός τους και για πολλούς
πνευματικός δάσκαλος και συμπαραστάτης Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, είναι η «Μητέρα
Θεσσαλονίκη» όλων μας. Ότι και να κάνουμε όπου και να ταξιδέψουμε. Είναι οι
μνήμες προκαταβολές των τόκων της ζωής μας στα χώματά της. Το μετασχηματισμένο
ή ατόφιο αναμνησιακό υλικό τους, τόσο ο Γιώργος Ιωάννου όσο και ο Τόλης Καζαντζής,
μας το προσφέρουν όχι σε ταμπλό μεγάλων συνθέσεων, σε εικονογραφίες σκοτεινών
όγκων, πολυσέλιδες μυθιστορηματικές καταθέσεις όπως ένας άλλος συντοπίτης τους,
ο σημαντικός μυθιστοριογράφος Νίκος Μπακόλας, αλλά σε μικρής φόρμας πεζά,
διηγήματα μιάς πνοής, ή κατά τον Γιώργο Ιωάννου, σύντομα Πεζογραφήματα. Αυτό το
νέο είδος γραφής που καλλιέργησε στην πορεία του. Μας λέει χαρακτηριστικά στο
αυτοαναφορικό του κείμενο «Εις Εαυτόν»:
«… Η σπατάλη χρόνου συνεχιζόταν. Ήταν
φθινόπωρο του 1959. Στο ιδιωτικό η δουλειά πήγαινε θαυμάσια, αλλά ήταν δουλειά
σκληρή. Επί πλέον ξανοίχτηκες στην εντονότερη ερωτική ζωή που μπόρεσες ποτέ ως
τώρα. Για γράψιμο όμως τίποτε σχεδόν. Έγραφες μόνο δυό τρία διηγήματα, πολύ
κλασικής φόρμας, που όμως δεν σε
ικανοποίησαν καθόλου. Πάντως, άρχισες να ασχολείσαι με πεζά κι αυτό αποχτά τώρα
το νόημά του. Από πολύ νεαρόν τα ρέοντα από επεισόδιο σε επεισόδιο συμβατικά
πεζογραφήματα σου προκαλούσαν βαριά ανία. Τα θωρείς ως το πιό ανάξιο γράψιμο
που υπάρχει, χαρακτηριστικό των συγγραφέων που βρίσκονται από το μέτριο και
κάτω. Ένα πράγμα μόνο μπορεί να τα σώσει στα μάτια σου’ αν έχουν προσωπικό
ύφος. Αλλά είναι τόσο εύκολο ένας τέτοιος ευθύγραμμος συγγραφέας να έχει δυνατή
προσωπικότητα; Τα διηγήματα εκείνα, πιθανώς, εξαιτίας της αναστολής ενός μέρους
της προσωπικότητάς σου, σου έβγαιναν έτσι συμβατικά, γι’ αυτό κι εσύ ως ανιαρά
και ελλιπή ως προς τις ανάγκες σου τα κατάστρεφες. Ήθελες να βρεις μιά
πολύπτυχη φόρμα, που να καλύπτει ταυτόχρονα και τη φαντασία σου και τις μνήμες
σου και την επιστημοσύνη σου και την παρατηρητικότητά σου και τους συνειρμούς
σου και την ποιητική σου και τη διάθεσή σου για εξομολόγηση και συντριβή
ενώπιον των άλλων, ως πρόσωπα, ως ομορφιές. Ήθελες φόρμα που να διευκολύνει τη
σύζευξη των πάντων. Στα ποιήματά σου είχες περιπλακεί αξεκόλλητα σε μικρές,
παρατεντωμένες, σιδερωμένες φόρμες, που
μόλις πήγαινες να γράψεις σου παρουσιάζονταν ως υποχρεωτικές και απαράβατες. Η
ποιητική σου καταγωγή κρατούσε από τους αρχαίους λυρικούς και τον Καβάφη’ αυτών
οι φόρμες σε προσδιόριζαν. Σε τράβηξε προς αυτές η επιγραμματικότητα του λόγου,
από την οποία διακατέχεσαι, αλλά έκανες μάλλον κατάχρησή της. Δημιούργησες μια
ποιητική φόρμα που δεν σε χωρούσε και μόνο τώρα τελευταία πήρες να την
αλλάζεις. Δεν μπορούσες μέσα από τις τρυπίτσες αυτές να περάσεις τον εαυτό σου’
περνούσες κάτι το ελάχιστο, που δεν σε αντιπροσώπευε αρκετά. Έβλεπες τον εαυτό
σου παρεξηγημένο και αναπολόγητο. Γι’ αυτό σκεφτόσουν ένα είδος πεζού, κάτι σαν
εξομολογητικό δοκίμιο, που θα εξυπηρετούσε κυρίως την ποιητική σου, χωρίς να
αναφέρεται ρητά σ’ αυτήν. Θα μπορούσε δηλαδή να υπάρχει και ανεξάρτητο. Όλα
αυτά τα σκεφτόσουν, τα ονειρευόσουν μάλλον, μέσα σε αστικά λεωφορεία και
σχολικές αίθουσες, γιατί στο σπίτι σου έμενες ελάχιστα και συχνά όχι μόνος….»,
σελίδες 223-224, στο βιβλίο του «Η πρωτεύουσα των προσφύγων» Πεζογραφήματα,
εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1984.
Ο
Ιωάννου όπως γνωρίζουμε υιοθετεί το πρώτο πρόσωπο στην αφήγησή του, ενίοτε και
το δεύτερο περισσότερο μάλλον διευκρινιστικό του πρώτου, για να φωτίσει την
εξομολογητική διάθεσή του. Είναι μονόηχη η φωνή της γραφής του Ιωάννου, δεν
διαθέτει διαλογικά μέρη. Ευαίσθητη, συγκινητικά φορτισμένη αλλά μονόχορδη
κουρντισμένη στους τόνους της. Υπάρχουν και τα Πεζογραφήματα εκείνα, τα οποία
εκφράζουν με τον πλέον καθαρό τρόπο, το ασκητικό ερωτικό του όραμα όπως αυτό το
«Βρεφών κοίτες», όπου μεταλλάσσονται οι ψυχολογικοί όροι των ερωτικών του
συντρόφων όχι οι σωματικοί, των καθιερωμένων ρόλων αλλά όπου η νοσταλγία της
πατρικής φιγούρας εναλλάσσεται μεταξύ ερωμένου και ερώμενου, σαν ένα παιχνίδι
ρόλων όχι σωματικών ικανοποιήσεων αλλά ψυχολογικών αναγκών. Γράφει: «Η σειρά
σου τώρα να τους νιώσει σαν αυστηρούς πατεράδες. Μπρούμυτα γυρισμένος
ευγνωμονείς το θεό που σου χάρισε τέτοιο στιβαρό πατέρα και τέτοιο σκόλοπα τη
σαρκί. Έχεις πιά τον πατέρα που επιποθούσε εξαρχής η ψυχή σου. Σε βλέπουν σαν
παιδί τους, με τα ρούχα που ακόμα φοράς τους μπερδεύουν. Δε θέλαν παιδί κι εσύ
έγινες κάτι μεταξύ Οιδίποδος και Ιοκάστης, Όχι:», σελ. 46. Στο βιβλίο
«Καταπακτή» πεζά κείμενα, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1982.
Από την άλλη, η γραφή του Τόλη Καλαντζή
είναι πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη και τριτοπρόσωπη και σε βιβλία του
πολυφωνική. Έχουμε μία εσωτερική ορχήστρα που εκπέμπει ήχους για πολλά ώτα. Εκεί
που διακρίνεται περισσότερο η διαφορά μεταξύ των δύο συγγραφέων είναι το
γεγονός ότι ενώ ο Γιώργος Ιωάννου παραμένει κατά κάποιον τρόπο σε ένα μνημονικό
παρελθόν εφηβικών του και νεανικών του χρόνων, ο Τόλης Καλαντζής δεν αρκείται
μόνο στην παλαιότερη μνημονική «χορηγία» των καταστάσεων αλλά προσαρμόζει και
κατευθύνει την γραφή του, διαπραγματεύεται σύγχρονα θέματα μυθοπλασίας του
παρόντος καιρού του. Σαν να βιάζονταν ή προαισθάνονταν το σύντομο τέλος τους
και ήθελε να προλάβει τον χρόνο. Τα επίπεδα του χρόνου του είναι δύο. Το
εφηβικό και νεανικό και το τωρινό της ωριμότητάς του. Αντίθετα μάλλον ο Ιωάννου
«κλωθογυρίζει» γύρω από ένα παρελθόν που δεν μπορεί να απαλλαγεί. Προσπαθεί να
το μεταποιήσει και όλο του ξεφεύγει, του γλιστράει σαν υδράργυρος στα ρυάκια
της σύγχρονης ζωής του χρόνου του. Ένα παρελθόν που τον χαρακτήρισε, αλλά η ζωή
του δεν τερματίστηκε εκεί, σε αυτό. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι συχνότερα
και εντονότερα στον Γιώργο Ιωάννου και η εμβέλεια της επίδρασής τους αγγίζει
τόσο τα ουσιώδη όσο και τα εφήμερα μέρη του έργου του. Ο αυτοβιογραφικός λόγος
του Γιώργου Ιωάννου, είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν που έχουμε συνηθίσει
και διαβάζουμε έως τώρα, είτε από έλληνες συγγραφείς είτε από δυτικοευρωπαίους.
Όπως επίσης, η αυτοβιογράφηση είναι διττή, του ίδιου του ποιητικού και
πεζογραφικού υποκειμένου και της πόλης και εμμέσως των κατοίκων της.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της γραφής του Γιώργου Ιωάννου είναι η διαρκής
αυτοαναφορικότητα του λόγου του, σαν να επιθυμεί να μη λείψει ποτέ από το
κέντρο των όποιων εξελίξεων. Δεν θέλει να βρίσκεται στο περιθώριο, τον
τρομάζει, τον φοβίζει, για αυτό και αναζητά την συγγραφική αναγνώριση την
λύτρωση μέσω της γραφής, της δημιουργίας. Εδώ χτίζει προστατευτικά τείχη
υπεράσπισης των επιλογών του. Μέσα στις στοές και κάτω από τις καμάρες της
γραφής του, των πεζογραφημάτων του-όπως μας τα όρισε παραπάνω- αισθάνεται ότι
βρίσκεται μέσα σε «κατακόμβες» απλησίαστες από τους άλλους, την κακότητα των
ανθρώπων. Οι υφολογικές ιδιαιτερότητες των δύο συγγραφέων είναι εμφανείς, δίχως
η μία να αποκλείει την αρτιότητα της άλλης. Εξάλλου, σχηματικά θα σημειώναμε,
κλασικός φιλόλογος ο ένας, της νομικής επιστήμης ο άλλος. Ο εσωτερικός λυρισμός
πλεονάζει τα γραπτά του Ιωάννου. Μεταξύ τους όμως επικρατεί η χημεία της κοινής
ατμόσφαιρας και του κλίματος της Θεσσαλονίκης. Η ενσωμάτωση τόσο της υγιούς
εικόνας της όσο και των όποιων κοινωνικών «ελκών» της. Η Θεσσαλονίκη ως
προσφυγομάνα πόλη είναι τροφός και αγωγός της ζωής τους, του βίου και του έργου
τους. Είναι η ομφάλια σχέση που δεν θα κόψουν ποτέ. Είτε στις μονολογικές και
μονοφωνικές αφηγηματικές περιπλανήσεις του Ιωάννου, είτε στις πολυφωνικές του
Καζαντζή ή των άλλων σημαντικών πεζογράφων της συμπρωτεύουσας. Η πεζογραφική
και ποιητική παράδοση της Θεσσαλονίκης, απέχει από αυτήν της πρωτεύουσας, η
οποία συνήθως κοκορεύεται εν ονόματι της κλασικής αρχαίας παράδοσής της. Η
βιωματική σχέση μαζί της (της Θεσσαλονίκης) έχει ποτίσει την σκέψη και την
γραφή τους, στον Ιωάννου έχει απλωθεί και στην πρωτεύουσα, την Αθήνα από τότε
που μετοίκισε μόνιμα, στον Καζαντζή μάλλον περιορίζεται στη γενέθλια πόλη. Ένα
άλλο σημείο που κάνει την γραφή τους να ξεχωρίζει, είναι, ότι από την πλευρά
του Γιώργου Ιωάννου έχουμε μία παρατεταμένη παρελθοντολογία όπως την διαβάζουμε
στα πεζογραφήματά του, μία «άρνηση» να ξεφύγει από τις δαγκάνες του παρελθόντος,
να λυτρωθεί. Άρνηση της τότε βιωμένης πραγματικότητας που μεταφέρει μέσα του.
Ξεκίνησαν σχεδόν μαζί από τις σελίδες της
Διαγωνίου, κατέληξαν δύο ανεξάρτητες σημαντικές σημαδούρες των πνευματικών
γραμμάτων της Θεσσαλονίκης. Στενός ο τόπος μας, κοινές οι πολύχρωμες ή
μονόχρωμες αποταμιεύσεις της αυτοβιογραφικής μνήμης των λογίων και των
καλλιτεχνών μας. Ένθερμος ο λόγος και οι συγκινήσεις τους, κουρασμένα ορισμένες
φορές τα συναισθήματά τους γιαυτό και πικρόχολα τα χείλη τους. Ιδιαίτερα στον
Ιωάννου, είναι αυτό που ο λαός λέει «δεν χρωστάει να πει καλό για κανέναν», το
ίδιο και ο παλαιός στενός του φίλος ποιητής και εκδότης. Ο Ιωάννου, ακόμα και
αυτούς οι οποίοι του συμπαραστάθηκαν αφιλοκερδώς όταν κυκλοφόρησε την πρώτη του
ποιητική συλλογή, τα «Ηλιοτρόπια» το 1954, ο καλοκάγαθος Μάριος Βαγιάνος και το
Πρακτορείο του», τον αντιμετωπίζει υπεροπτικά, ενώ τον συναναστρέφεται στην
αρχή της γνωριμίας τους τον θεωρεί τρίτης και τέταρτης κατηγορίας κατόπιν
πνευματικό άνθρωπο. Αν και του αφιερώνει ένα ολόκληρο «κεφάλαιο» στο περιοδικό
του, μιλώντας μας για την περιπέτεια της γνωριμίας τους, όταν κατέβαινε στην
πρωτεύουσα. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Ιωάννου, μας αφηγείται ότι επισκέφτηκε έπειτα
από παράκληση του Μάριου Βαγιάνου, τον Πειραιά, στην εκδήλωση τιμής στις προτομές
δύο πειραιωτών δημιουργών. Του ποιητή των Σκιών Λάμπρου Πορφύρα και του
φαληριώτη Παύλου Νιρβάνα, επί δημαρχίας Δημήτριου Σαπουνάκη. Αλλά για αυτές τις
πληροφορίες σε επόμενο σημείωμα. Η ποιητικότητα όμως της πεζογραφίας τους όχι
μόνο είναι έντονη αλλά στον Ιωάννου ξεχειλίζει, από αυτό το είδος χρήσης του
εξομολογητικού μικρού δοκιμίου, ως φόρμα γραφής και συγγραφικής παρουσίας. Αυτή
που ονομάζει Πεζογραφήματά. Γιατί ο Ιωάννου δεν είναι μυθολόγος αλλά
αναμνησιολόγος. Ακόμα όμως και με αυτήν του την σταθερή και χαρακτηριστική
συγγραφική ιδιότητα, δεν απεμπολεί ούτε παραποιεί την ιστορική αλήθεια της
Θεσσαλονίκης. Βλέπε τις Ημερολογιακές μικρές καταθέσεις του Ημερολογίου της
Κατοχής που κρατούσε και εκδόθηκε μετά την πρωτοδημοσίευσή του στο περιοδικό
«Φυλλάδιο» μετά τον θάνατό του. Επίσης το γνήσιο ενδιαφέρον του της εξιστόρησης
της αλήθεια της μαρτυρίας του για τον διωγμό και τα βασανιστήρια και τις
δολοφονίες των Ελληνοεβραίων κατά την διάρκεια της Κατοχής και της εξόντωσής
τους από τα ναζιστικά στρατεύματα, ή το στάλσιμο τους στα στρατόπεδα
συγκεντρώσεως. Ο πόλεμος, η κατοχή, η απελευθέρωση, ο εμφύλιος σπαραγμός, η
κατοπινή ιστορική περίοδος όλα περνούν από τον φακό της γραφής του και γίνονται
μνημεία αληθείας και αυτοσυνειδησίας του ελληνικού λαού. Ο Ιωάννου επιστρατεύει
τις ψυχικές και σωματικές του δυνάμεις για να διασώσει το παρελθόν και την
ατμόσφαιρά του με αθώο βλέμμα, την ταυτότητα της παράδοσης της πατρίδας του.
Βλέπε το μεγάλο ενδιαφέρον του για την λαογραφία και τα μνημεία της ελληνικής
παράδοσης. Σε όποιο μέρος της ελλάδας και αν τον αποσπούσαν για να διδάξει ή
πήγαινε ο ίδιος σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια κοίταζε και αγωνίζονταν να διασώσει
την προφορική παράδοση της περιοχής. Το δημοτικό τραγούδι και παραμύθι. Ο
Γιώργος Ιωάννου, αυτό το φτωχό επαρχιωτόπουλο προσπαθεί να μας «νουθετήσει» ή
ορθότερα να μας υπομνηματίσει με έναν δασκαλίστικο τρόπο, αν δεν λαθεύω, άλλοτε
κάπως μονόχνοτα, άλλοτε με μία οργίλη παιδική αντίδραση, άλλοτε μιλώντας μας
πεισματικά, και τονίζοντας τον εσωστρεφή χαρακτήρα του, τον εμποτισμένο μέσα σε
ένα θρησκευτικό των παιδικών του χρόνων κατηχητικό κλίμα-με την ανάλογη ηθική
στάση-το αυτοβιογραφικό ημερολόγιο του βίου του. Είναι αυτή η αίσθηση μοναξιάς
και παγερής ορισμένες φορές ερημικής ατμόσφαιρας που διακρίνουμε στις πεζόμορφες
αφηγήσεις του, είναι η επιθυμία του να διασώσει όσο μπορεί ορθότερα και
αποτελεσματικότερα από την πικραμένη φωνή του και την θλίψη του ή απόγνωσή του,
αλλά και τις απολαύσεις και χαρές του. Όλα αυτά που συναποτελούν την συγγραφική
ύλη των Πεζογραφημάτων του. Χαρακτηριστικοί είναι και οι τίτλοι των βιβλίων
του. «Κοιτάσματα», «Καταπακτή», «Εφήβων και μη», «η πρωτεύουσα των προσφύγων»,
‘Εύφλεκτη χώρα» κλπ. Γιαυτό και έχουμε την αίσθηση ή τουλάχιστον ο
υποφαινόμενος ως αναγνώστης του έργου του, ότι ο Ιωάννου, κάνει ένα είδος
«ρεπορτάζ» της ζωής του της προσωπικής του αισθαντικότητας, ένα είδος ατομικής
του ψυχογραφίας. Ευτυχώς αυτή του η
συγγραφική και οραματική πρόθεση δεν οδηγεί την φωνή του σε έναν χαρακτηριστικό
ναρκισσισμό όπως συμβαίνει με άλλους ποιητές και πεζογράφους έλληνες ομοτέχνους
του αλλά και ξένους. Αλλά μάλλον, σε μία συγγραφική ενίοτε «γκρίνια», ένα
παιδικό παράπονο κακοκαρδίας. Ένα παιδί που το παραμέλησαν και εξακολουθούν να
παραμελούν οι συναδελφοί του, οι οποίοι «ζηλεύουν;» την αγάπη και την αποδοχή
του έργου του από τους ανώνυμους αναγνώστες. Ορισμένες φορές, ιδιαίτερα αν
διαβάσουμε τα σχόλιά του στο περιοδικό «Φυλλάδιο» και στο μεγαλόπνοο
αυτοαναφορικό της διαδρομής του κείμενο «Εις εαυτόν» έχουμε την αίσθηση ότι
ρέπει σε μία μορφής ψυχολογικής του χαρακτήρα του ανασφάλειας. Σε ένα
ανεκπλήρωτο όνειρο. Άλλες φορές πάλι προσπαθεί να συγκρατήσει με το ζόρι τα
«ασεβή» χείλη του σαν ευσεβής χριστιανός. Έτσι καταφεύγει στην ειρωνεία, την
σατιρολογία χαρακτήρων, την διακριτική διαπόμπευση, αλλά και τον αυτοσαρκασμό,
την αυτομεμψία. Ενώ με το σταγονόμετρο μας δίνει λεξούλες πονηρές και
χαρακτηριστικές από το λεξιλόγιο της καλλιαρντής διαλέκτου, άτακτα ριγμένες,
όταν θέλει να τα σούρει. Δεν μας λέει όμως, αν αυτή η συγγραφική ελεγχόμενή του
λεκτική και φραστική σεμνότητα οφείλεται στο ατομικό του ήθος, την καταπίεση
των παιδικών του χρόνων που έζησε και βίωσε από τον κλειστό περίγυρό του, από
την εκπαιδευτική του ιδιότητα ή την λογιοσύνη του. Το ίδιο υπαινικτικός είναι ο
λόγος του επίσης, όταν αναφέρεται συνήθως ακροθιγώς, στις πολιτικές καταστάσεις
που ζει ως δημόσιος υπάλληλος. Ακόμα και η περίοδος της επτάχρονης δικτατορίας
περνά «εξ απαλών ονύχων» μέσα στα κείμενά του. Αυτό ασφαλώς έχει την αιτία του
λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής τους εκπαιδευτικής ιδιότητας και ότι για πολλά
χρόνια υπήρξε προστάτης κα φροντιστής της οικογένειάς του και των αναγκών της.
Ας μην λησμονούμε και το γεγονός ότι σε μία κρίσιμη περίπου τετραετία της ζωής
του, που νόμιζε ότι θα απολάμβανε την ποιητική αναγνώριση με την κυκλοφορία των
βιβλίων του, χάνεται ο πατέρας του, ο μικρότερος αδερφός του, ο αρραβωνιαστικός
της αδερφής του, άλλα συγγενικά του άτομα. Θάνατοι που τον σημάδεψαν και πώς να
μην τον σημαδέψουν και μάλιστα σε μικρή σχετικά ηλικία, ένα παιδί προερχόμενο από
την ελληνική επαρχία. Ας θυμηθούμε την ανάλογη περίπτωση του ποιητή Κώστα
Καρυωτάκη, ας θυμηθούμε το πόσο δύσκολα εκφράζεται στον δημόσιο λόγο του και
στους χαρακτηρισμούς του ο διπλωμάτης ποιητής Γιώργος Σεφέρης; Μόνο πολύ
αργότερα, μετά το 1975 και μέχρι το τέλος της ζωής του κατόρθωσε να ελευθερωθεί
η φωνή του, να απεγκλωβιστεί κάπως από τις φοβίες του αλλά όχι τις ενοχές του.
Αυτές που οι άλλοι του φόρτωσαν στην
επιθυμία τους να τον μειώσουν, να τον εξευτελίσουν, να τον περιπαίξουν, να του
ελαττώσουν το αίσθημα αυτοεκτίμησης, να του εντείνουν το αίσθημα ανασφάλειας
που είχε φωλιάσει στα σωθικά του. Ας επαναλάβουμε, τα αντρικά ερωτικά του
πρότυπα για τα οποία μας μιλά, φανερώνουν την έλλειψη μιας πατρικής προστασίας
και φροντίδας. Μιάς πατρικής φιγούρας η οποία έρεπε προς το πάθος του πιοτού
και έδιωχνε τον μικρό Ιωάννου όταν πήγαινε να τον μαζέψει από τις ταβέρνες. Και
από την άλλη, οι γυναικείες παρουσίες του σπιτιού-με αυτό το αλάνθαστο σχεδόν
διαισθητικό κριτήριο που διαθέτουν οι γυναίκες, η γυναικεία φύση- ένιωθαν στο
που θα οδηγούνταν η κατοπινή ερωτική ζωή του μικρού Γιώργου Σορολόπη, που ακόμα
και το επίθετό του προκαλούσε την περιπαικτική χλεύη των υπόλοιπων συμμαθητών
του από τα δημοτικά σχολεία που πήγαινε. Μέχρι που αναγκάστηκε να το αλλάξει,
να το κάνει Ιωάννου, από το μικρό όνομα του σιδηροδρομικού πατέρα του. Και όταν
κατόπιν στα φοιτητικά και μεταφοιτητικά του χρόνια ήρθε σε επαφή με έναν μικρό
κύκλο του πνευματικού χώρου της Θεσσαλονίκης, με τα ίδια ερωτικά χνώτα, ακόμα
και από ομοιδεάτες συνοδοιπόρους του στα ερωτικά, και τα κατηχητικά περιβάλλοντα,
αντιμετωπίστηκε ως ο φτωχός παρίας της παρέας. Ως ο επαρχιώτης άβγαλτος στην
κοινωνική ζωή και τα ερωτικά φτωχός νέος, ο οποίος κοιμόταν σε παγωμένα
νοικιασμένα δωμάτια με τσιμπλιασμένες λάμπες φωτός και χρησιμοποιούσε υγραερίου
λάμπες για να διαβάσει για να μην γκρινιάζει η σπιτονοικοκυρά του. Αυτός που
κουκουλώνονταν κάτω από τα ελαφριά σκεπάσματα για να διαβάσει μην έχοντας
θέρμανση στο μικρό του δωμάτιο. Όταν τον απομάκρυναν από σχολικά επαγγελματικά
περιβάλλοντα όπως ο ίδιος μας εξιστορεί, δεν ντρέπεται να μας το εξομολογηθεί.
Ή, όταν παραιτούνταν ο ίδιος μην αντέχοντας την πνιγηρή ατμόσφαιρά του σχολικού
περιβάλλοντος. Όταν του έδιναν δημόσιες υποσχέσεις να αναλάβει οργανική θέση
στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης. Και την θέση ανέλαβε, «κολλητός» του
φίλος και ομοτράπεζος στα πνευματικά. Πώς λοιπόν να μην παραμείνει ενοχικός ο
χαρακτήρας του, πώς να μην είναι αιμορροούσες οι πληγές του, εξοργισμένος ο
λόγος των αναμνήσεών του, τσουχτερές οι μπηχτές του εξομολογήσεις,
«δηλητηριώδεις» οι κρίσεις του για παλαιούς νεανικούς του φίλους, με μεγάλα
φορτία συναισθηματικού εγωκεντρισμού, που ακόμα και τον θάνατό του επιθυμούσαν.
Πώς να μην τον εξοργίσουν και πληγώσουν
αυτά που δημοσίως έγραψε για το έργο του και είπε σε ομιλία του στη Θεσσαλονίκη
ο παλαιός φίλος του πανεπιστημιακός καθηγητής. Ήταν, σαν να τον έριχνε πίσω στην
επαρχιώτικη ανωνυμία του. Στην συγγραφική λήθη που δεν το άξιζε. Τι να τις κάνεις
τις επίσημες παρουσίες μετά θάνατο στις εκκλησίες, σκοπός είναι η εν ζωή αναγνώριση
και αν αξίζει το έργο σου κριτική ανταμοιβή.
Τα Πεζογραφήματά του είναι βιωμένα ντοκουμέντα
μιάς εποχής, μιάς ατμόσφαιρας ιδιαίτερης ποιότητας. Ανθρώπων «Κιβδηλοποιών;»
Θεσσαλονικέων ταγών μιάς απληστίας αναγνωρισιμότητας. Ενίοτε και «θαψίματος»
των άλλων. Είναι προβλέψιμη η γραφή του Γιώργου Ιωάννου αν διαβάσουμε πρώτα τα
κείμενα, τα πεζά, τα πέντε ποιήματα και τα σχόλια του «Φυλλαδίου» του, και
κατόπιν τα προηγηθέντα βιβλία του. Όλα όμως φέρουν την ταυτότητα της
συγγραφικής του άνεσης και του μεγάλου ταλέντου του. Λέξεις και φράσεις
συγκομιδή σπινθήρων επισωρευμένων βιωμάτων από μία συνεχόμενη τριβή με
ανθρώπους και χώρους, τοποθεσίες και συνθήκες διαβίωσής του, σχέσεών του. Ο Γιώργος
Ιωάννου ζει και κινείται μέσα στην αληθινή ζωή, με αληθινούς ανθρώπους γύρω του
έρχεται σε επαφή, Τσιλημπουρδίζει ερωτικά μαζί τους. Και όλα αυτά, τα ενίοτε
και κάπως καταθλιπτικά και κουραστικά, αλλά σίγουρα ουσιώδη για την κατανόηση και
αποδοχή καθολικά της ανθρώπινης ύπαρξης, οι αναμοχλεύουσες λεπτομερειακές
παιδικές και νεανικές αναμνήσεις του, περνούν μπροστά από τα μάτια μας με αβίαστη και άδολη
ειλικρίνεια, με απλότητα και καθαρότητα λόγου που την θαυμάζεις. Μία τολμηρή
μεν αλλά δωρική σοβαρότητα της δικής του αλήθειας και ιωνικής αλαφράδας
μαρτυρίας του.
«…………
Αύριο μεθαύριο
θα σου κάνω μεγάλες χαρές,
μα δεν θα έχω
να σου προσφέρω ή να σου φέρω
ένα παραμεθόριο βλέμμα
σ’ ένα σκονισμένο καρόδρομο,
όπου δίπλα του θα φυτρώνουν στον ύπνο
σου
όλα τα τσαλαπατημένα όνειρά σου.».
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς, Σάββατο,
7 Οκτωβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου