Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Μιά μικρή επέτειος

 

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ  ΙΩΑΝΝΟΥ

 

                                Ο σεβντάς

-Μωρέ μελαχρινό παιδί, με τα χεράκια πίσω,

και με τα κατσαρά μαλλιά, θέλω να σε ρωτήσω:

Πού τον πουλάν τον έρωτα να πα να τον πουλήσω,

τι με περίπλεξε ο σεβντάς και δεν μπορώ να ζήσω;

-Στην Τρίπολη τόνε πουλούν, να πας να τον πουλήσεις.

Κοίτα να βρεις ‘να μερακλή να μην τον χαραμίσεις.

Ο μερακλής γνωρίζεται απ’ την περπατησιά του,

σέρνει τα μάτια χαμηλά και το φιλί κοντά του.

Γιώργος Ιωάννου, Κυνουρία. Τα Δημοτικά μας Τραγούδια. Εκλογή- Εισαγωγή-Σχόλια ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, έκδοση Ταχυδρόμου, Αθήνα 3,1966, σ.208.

         Εξακολουθητικά διαβάζω και ερευνώ αυτήν την περίοδο το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ι. Ιωάννου, δίχως να παραβλέπω την μεταφραστική του πλευρά και τις διάφορες λαογραφικές και δοκιμιακές μελέτες του. Τομείς ερευνητικών του εργασιών, ανθολογήσεις του, ακόμα και σήμερα θέλω να πιστεύω ενδιαφέρουσες. Όπως η Συλλογή Δημοτικών Μας Τραγουδιών, Οι Παραλογές, Τα Ελληνικά Παραμύθια, Τα Μαγικά Παραμύθια, Το Θέατρο Σκιών-Καραγκιόζης. Στα συγγραφικά του ενδιαφέροντα συγκαταλέγονται η συγγραφή παιδικού βιβλίου, ο Πίκος και η Πίκα, το θέατρο για παιδιά, Το Αυγό της Κότας. Ακόμα, ο Ιωάννου, συμμετέχει στην επιτροπή του υπουργείου παιδείας για την σύνταξη του Ανθολογίου του Δημοτικού Σχολείου, και επιμελείται την αναμόρφωση των βιβλίων των Νέων Ελληνικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Γίνεται μέλος της επιτροπής του περιοδικού Ελεύθερη Γενιά, εκδίδει το δικό του περιοδικό, το Φυλλάδιο. Επιμελείται την έκδοση του Ημερολογίου Αλεξάνδρεια 1916 του Φίλιππου Δραγούμη. Μεταφράζει Λυρικά ερωτικά και επιτύμβια επιγράμματα, την Μούσα παιδική του Στράβωνα από το 12ο  βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας. Την Ευριπίδεια Τραγωδία Ιφιγένεια η εν Ταύροις. Την Germania του λατίνου ιστορικού Τάκιτου, σελίδες από τις Εξομολογήσεις του Ιερού Αυγουστίνου. Γράφει θεατρικά σκετς, αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Πρωινή» και «Καθημερινή». Κυκλοφορεί ο δίσκος του Νίκου Μαμαγκάκη «Κέντρο Διερχομένων» με δικά του τραγούδια, κασέτα που διαβάζει πεζογραφήματά του. Βραβεύεται με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1980, ενώ κυκλοφορεί το βιβλίο του Ομόνοια. Πέφτει θύμα τροχαίου ατυχήματος, εμπειρία που του δίνει την αφορμή να γράψει το βιβλίο Πολλαπλά Κατάγματα, Αφήγηση διδακτική και ψυχωφελής. Φεύγει από την ζωή σε σχετικά μικρή ηλικία, 58 χρονών, 16 Φεβρουαρίου 1985 έπειτα από εγχείρηση προστάτη. Πολυποίκιλα τα κοιτάγματα και τα ενδιαφέροντά του. Προσωπικές του μαρτυρίες και περιπλανήσεις μιάς εποχής και της ατμόσφαιράς του. Απολογητικά ντοκουμέντα, ιδιαίτερες αφηγήσεις και εξομολογήσεις, ντοκουμέντα ενός ατόμου που έχει κατακτήσει και την ιδιότητα του συγγραφέα, αλλά θα αποτολμούσαμε να σημειώσουμε και μιάς χώρας και των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο σπαραγμό έως τα σύγχρονα χρόνια της Αλλαγής της δεκαετίας του 1980. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων, πεζογραφημάτων, την συλλογή και ανθολόγηση τραγουδιών της ελληνικής μας παράδοσης, τις μεταφράσεις του και την αρθρογραφία του, ασκεί επαγγελματικά την δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα από όπου συνταξιοδοτείται. Εργάζεται σαν εκπαιδευτικός σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία της μέσης εκπαίδευσης σε διάφορα μέρη της ελληνικής επαρχίας, σε ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού (Λιβύη), τέλος στο υπουργείο Παιδείας από όπου τερματίζει την καριέρα του. Ξεπερνούν τους 20 τίτλους τα εκδοθέντα βιβλία του, δεκάδες είναι τα δημοσιεύματά του και οι συνεντεύξεις του.

     Καθώς επανέρχομαι στα βιβλία του, αναρωτιέμαι αν έχει να πει κάτι στις σημερινές κοινωνικές και αναγνωστικές συνθήκες ο λόγος του. Μπορεί να συγκινήσει η απολογητική γραφή του, να ευαισθητοποιήσει τους νέους σε ηλικία αναγνώστες το έργο του, ή αποτελεί σαν ποιητής και πεζογράφος μία ακόμα πεζογραφική παρουσία του χθες, σημαντική ασφαλώς περίπτωση της ελληνικής λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα; Διασώθηκε στις μνήμες των νεοελλήνων η φωνή του όπως ευελπιστούσε και ήθελε; Θεωρώ κατά την κρίση μου, ότι περιορίζει την εμβέλεια της γραφής του ο εγκλωβισμός της μόνο (;) σε ένα στενό κύκλο φιλότεχνων αναγνωστών, πανεπιστημιακών ερευνητών, ή ακόμα και ερωτικών ιδιαιτεροτήτων. Η φωνή του, πέρα από την δική της ερωτική ταυτότητα και χρωματισμούς, ιδιορρυθμίες των αντιλήψεών του και γραφομένων του, ξεφεύγει από τα πλαίσια των στενών ειδολογικών τειχών της καθαρής πεζογραφίας όπως την γνωρίζουμε από τις ομόλογες πεζογραφικές φωνές της γενιάς του. Ο Ιωάννου, αυτός ο ευαίσθητος και καλός ποιητής ο οποίος μετεξελίχθηκε σε έναν σημαντικό πεζογράφο και ίσως και δημοσιολόγο σχολιαστή της επικαιρότητας της εποχής του και των κακών κειμένων της,-αυτό το φτωχό επαρχιωτόπουλο από την Θεσσαλονίκη διασώζει πολυποίκιλα συμβάντα: Σεισμοί, Πυρκαγιές Δασών και Καταστημάτων, στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις, οικοπεδοφαγία των σύγχρονων ελλήνων, τηλεοπτικές εμφανίσεις πολικών προσώπων και του ρόλου της τηλεόρασης στις σύγχρονες κοινωνίες, φιλολογικά συμβάντα, εκθέσεις βιβλίων, χαρτογράφηση συμπεριφορών ομοτέχνων του συγγραφέων, καινούργιες εκδόσεις, εκκλησιαστικά ζητήματα, νοσοκομειακές περιπέτειες, ιστορικές και πολιτικές παρατηρήσεις, απρόοπτα  κοινωνικού ενδιαφέροντος γεγονότα, ταξιδιωτικές αναμνήσεις, ιστορικές αναφορές και καταγραφές, εξορίες και σφαγές των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, μαρτύρια του λαού των Αρμενίων κλπ. Τα πάντα περνούν από την γραφίδα αυτού του συστηματικού αναγνώστη τουλάχιστον τριών εφημερίδων την ημέρα. Σαν λογοτέχνης ο Ιωάννου, εφηύρε το είδος γραφής που ο ίδιος αποκαλεί «εξομολογητικό δοκίμιο», στο οποίο ομογνωμούν και οι διάφοροι ερμηνευτές και μελετητές του έργου του. Υπήρξε δική του «επιτυχία» και στόχευση το είδος αυτό της γραφής, η οποία εξέφραζε την ιδιοσυγκρασία του και τις συγγραφικές του φιλοδοξίες. Παρά το κάπως ιδιαίτερο της γραφής του, βρήκε μιμητές σε νεότερες πεζογραφικές φωνές. Γιατί ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου, οφείλουμε να ομολογήσουμε, διέθεται το χάρισμα ενός ιδιαίτερου απροσποίητου και άμεσου, λαϊκού ύφους. Το ταλέντο χρήσης μιάς ποιητικής υφής γλώσσας και πλούσιου λαϊκού και όχι μόνο λεξιλογίου. Έχει έναν ξεχωριστό γλωσσοπλαστικό τρόπο αφήγησης και εξομολόγησης λεπτομερειών της καθημερινότητας, σε συνάρτηση με την εικονογράφηση της χαρακτηρολογίας των Ελλήνων εκείνες τις δεκαετίες. Απολογητικό είτε εξομολογητικό το ύφος του είναι το ίδιο. Είτε είναι χαμηλότονο, ψιθυριστό το ηχόχρωμα της φωνής του, κυματοειδές ή κοφτό, είτε οξύς και ειρωνικός ο τόνος της, χαλαρές ή επιθετικές οι φράσεις του, τσουχτεροί οι σχολιασμοί του, το αποτέλεσμα είναι πάντα θετικό για τον αναγνώστη. Οι μακροσκελείς επαναλαμβανόμενες συχνά εξομολογήσεις του και απολογητικές του προθέσεις, είναι φορτισμένες με την ποιότητα του χαρακτήρα του, της παιδικής του ανατροφής και ταραγμένων αναμνήσεων. Περιπλανήσεών του και συναναστροφών με σημαντικά αλλά και λαϊκά ανώνυμα πρόσωπα. Εντυπώσεις και περιγραφές του φτωχού και δύσκολου βίου του. Ανεξάρτητα αν μας περιγράφει περιστατικά και συμπεριφορές του οικογενειακού του στενού περιβάλλοντος, στήνει την προσωπογραφία ομοτέχνων του, των φιλικών του χώρων της Θεσσαλονίκης, αν αναφέρεται εμμέσως ή άμεσα και με σαφήνεια σε ιδιωτικές ερωτικές του προτιμήσεις, ακροθιγώς αρκετές φορές, η τακτική θα λέγαμε της αφηγηματικής του δεινότητας, της εξομολογητικής του διάθεσης είναι η ίδια. Το καθολικό συγγραφικό αποτέλεσμα είναι εξίσου απολαυστικό, ευχάριστο, δίχως να απουσιάζουν από τα Πεζογραφήματά του, τα δραματικά στοιχεία, η περιπτωσιολογία, η χρονική επικαιρότητα και εξάντληση, η λογιοσύνη μπλεγμένη με την έντονη λαϊκότητα. Μιά γραφή κατάφορτη από βιώματα, παραστάσεις, εικόνες, συμμείξεις εμπειριών, ενσωματώσεις ιδιωτικών και δημόσιων καταστάσεων, πλήθους μικροπληροφοριών, ακτινογραφήσεις ανθρώπινων μονάδων και συνόλων. Στον Ιωάννου δεν ξεχωρίζεις πάντα την λόγια πλευρά του χαρακτήρα του από την λαϊκή, την πνευματική από την ερωτική. Δεν μπορώ να το αιτιολογήσω άμεσα-χρειάζεται έρευνα- αλλά η φωνή του μου φέρνει στο νου το έργο του άγγλου Ντ. Χ. Λώρενς (των βιβλίων Ο εραστή της λαίδης Τσάτερλι, Η γυναίκα που έφυγε με το άλογο κλπ.) όπου συνυπάρχουν η πνευματικότητα με την σεξουαλικότητα. Οι πόθοι του σώματος με την αισθητική της αφής του βλέμματος. Κάτι που δεν συναντάμε πχ. στο μυθιστόρημα του δικού μας Κώστα Ταχτσή, αλλά, σε έναν παλαιότερο πεζογράφο τον Κοσμά Πολίτη όπου ο νεανικός ερωτισμός συνυφαίνεται με την έντονη ατμόσφαιρα της ιδανικότητας της εφηβικής και νεανικής ηλικίας. Όπως και στα μυθιστορηματικά ταμπλό του Γιώργου Θεοτοκά. Θα μπορούσαμε ακόμα να συμπεριλάβουμε και τις πεζογραφικές φωνές του Κώστα Μουρσελά ή του Τάσου Αθανασιάδη αλλά τόσο το είδος που υπηρέτησαν, το μεγάλο και πολυσέλιδο, πολυσύνθετο μυθιστόρημα, απέχει από την μικρή φόρμα των Πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου. Ο λόγος του Ιωάννου παρά την ιστορικότητά του, εννοώ την ημερολογιακή καταγραφή της περιόδου της κατοχής και της απελευθέρωσης, της βασανιστικής και εξόντωσης του ελληνο-εβραικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης από τα γερμανικά ναζιστικά στρατεύματα, δεν έχει αυτήν την ταξική πολιτική ατμόσφαιρα που έχουν βιβλία του Σπύρου Πλασκοβίτη πχ., του Πέτρου Πικρού, του Όμηρου Πέλλα. Είναι λαϊκός ο λόγος του Ιωάννου αλλά όχι ταξικός. Ένα είδος ηθογραφικής και ερωτικής λαϊκότητας των ανθρώπων της εποχής του, των επαρχιωτών ελλήνων εκείνης της εποχής. Με το αψεγάδιαστο και μπρούτο ερωτικό τρόπο συμπεριφοράς και εκδήλωσης των ερωτικών εκτονώσεων τους. Η προσωπική αρματωσιά του Ιωάννου είναι μία και η αυτή. Ειρωνική και αυτοειρωνική η έκφρασή του, μισοειρωνικός ή ευθύβολος ο εξομολογητικός λόγος του, αβίαστος, νοηματικά καθαρός και έντονα απολογητικός, απέναντι σε καταστάσεις και προβλήματα που του δημιούργησαν συγκεκριμένα φιλικά του άτομα, επώνυμα, γνωστά μας ή ανώνυμα, άγνωστά μας άτομα. Λαλίστατος πάντα, διαθέτει μία γλωσσική ιδεολογία που ανακαλεί γλωσσικά φορτία και εκφράσεις επαρχιωτών ελλήνων προσφύγων. Αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζει από τη γραφή του, η χρήση λέξεων προερχόμενων από την καθαρεύουσα μέσα στην Πεζογραφία του, η ενσωμάτωση λέξεων και φράσεων της αρχαίας, λέξεις και φράσεις της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, Καβαφικής χρήσης λέξεις ή ακόμα και από το ιδιωματικό λεξιλόγιο των ομοφυλοφίλων, όπως το κατέγραψε και διέσωσε ο συντοπίτης του συγγραφέας Ηλίας Πετρόπουλος στο γνωστό του βιβλίο. Θα μπορούσαμε άνετα να φτιάξουμε ένα μικρό λεξιλόγιο των λέξεων και των φράσεων του Ιωάννου οι οποίες ενδέχεται να μην ομιλούνται στις μέρες μας. Και μόνο τις επιγραφές των πεζογραφημάτων του να αποδελτιώσουμε, αυτές που είναι μέσα σε εισαγωγικά και αυτές εκτός, λέξεις της θρησκευτικής παράδοσης και αποσπάσματα που εμφυτεύονται στα Πεζά του θα μας άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο έρευνας. Δεν είναι τα έκθετα παιδιά της ελληνικής γλώσσας που διασώθηκαν καταχρηστικά στην διαχρονική της εξέλιξη, αλλά τα έξεργα, που ομορφαίνουν τα κείμενα και εμπλουτίζουν το λόγο και την γραφή του Ιωάννου. Το ύφος του συνήθως σταθερό, λαϊκότροπο και ευκολοαναγνωρίσημο. Η γραφή του με δύο λόγια αποφεύγει τις περίτεχνες φιοριτούρες, τις διακοσμήσεις που στολίζουν τον πυρήνα της αφήγησης επικαλυπτικά και φορές αποεστιάζουν το βλέμμα του αναγνώστη.  Είναι ποιητικά λιτή η γραφή του, δίχως να είναι στεγνή, χωρίς χυμούς, και πολύχρωμες μυρωδιές, έχει την δικιά της στιλπνότητα ανάλογα με το θέμα που διαπραγματεύεται και τις εσωτερικές κορυφώσεις των εξομολογήσεών του. Ενώ, είναι πρόδηλη, σταθερή και αβίαστα εξομολογούμενη φιλοδοξία του, η ενδόμυχη επιθυμία του να διατηρήσει την συγγραφική του παρουσία στην λογοτεχνική επιφάνεια και ακέραια την υστεροφημία. Να κερδίσει δικαιωματικά, έστω και με μερικές συγγραφικές του σελίδες τον χρόνο, την θέση του στον λογοτεχνικό Παρνασσό. Ακόμα και να ενεργοποιήσει τις αναγνωστικές δυνάμεις του μελλοντικού του αναγνώστη. Δεν είναι ο πεζογράφος της «σέσουλας» όπως μας εξομολογείται για καθηγητές των χρόνων του, και ούτε θα ήθελε να μετατραπεί, κάνοντας ακαδημαική καριέρα πανεπιστημιακού στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, μετά την περάτωση των σπουδών του. Ο Γιώργος Ιωάννου έχει επίγνωση των σκοπών, των στόχων και της αξίας του σαν συγγραφέας. Το παλεύει επίμονα και σκληρά μέσα σε οικονομικά αντίξοες συνθήκες, πολέμους και αρνήσεις ατόμων του σιναφιού και το πετυχαίνει, το κατορθώνει και στα μάτια των ομοτράπεζων δημιουργών και στα μάτια του αναγνώστη. Η θεμιτή αυτή του φιλοδοξία, η οποία είναι και φιλοδοξία όλων όσων ασχολούνται με τα γράμματα, την τέχνη γενικότερα-γιατί να το κρύψομεν άλλωστε- δηλαδή η υστεροφημία, είναι καλοχωνεμένη μέσα στο έργο του, διασκορπίζεται σε όλα τα στάδια της συγγραφικής του εξέλιξης. Η θεμιτή για τον κάθε συγγραφέα και καλλιτέχνη φιλοδοξία, έχει στην συνείδησή του, την σημαντική καταξίωση  της ατομικής του αθανασίας. Η ανθρώπινη ύπαρξη κερδίζει το στοίχημά της με τον θάνατο, είτε μέσω της όποιας πίστης είτε μέσω ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος αποδεκτού από τους άλλους. Δίχως εκκλησίασμα και δίχως αναγνώστη, δεν υπάρχει ούτε θρησκεία ούτε η τέχνη της γραφής. Ακόμα και ερασιθάνατη, τρομερά απαισιόδοξη η γραφή ενός δημιουργού γίνεται αποδεκτή ως μέσο μεταβίβασης από τον «θάνατο» στην αθανασία. Έστω και για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Όπως έχουμε στην περίπτωση των λαϊκών μοιρολογιών, ή της λόγιας ποίησης. Ποιος θα θυμόταν τον Κώστα Καρυωτάκη και την δημοσιοϋπαλληλική καριέρα του αν δεν μας κληροδοτούσε την σημαντική ποίησή του. Ποιούς θα ενδιέφερε μέσα στην διαδρομή του χρόνου ο θάνατος του μικρού παιδιού του ποιητή Κωστή Παλαμά, αν δεν υπήρχε η σύνθεσή του «Ο Τάφος». Η χαροκαμένη ελληνίδα μάννα στη μέση του δρόμου στην Θεσσαλονίκη που μοιρολογεί το νεκρό παιδί της, εξακολουθεί να μας συγκινεί γιατί διαβάζουμε τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Έκδηλα τα ίχνη της προσωπικής πίστης στην ατομική αθανασία των συγγραφέων, στα πένθιμα λαϊκά τροπάρια, την θρησκευτική ανώνυμη υμνολογία. Το ερώτημα του ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε στο «γράμμα σε έναν νέο ποιητή» πάντα παρόν και επίκαιρο. Γραφή, ένα πένθιμο παιχνίδι του ανθρώπου, ένα παιχνίδι που κάθε φορά, διαφορετικά, ορίζουμε τους κανόνες του μέσα στην πολιτισμική του ανθρώπου ιστορία. Δεν είναι ξεκάθαρο πάντα αν θρηνούμε τους νεκρούς μας ή την περιγραφή και εικονογράφηση του θανάτου τους μέσα στην Ιστορία.

Είτε είναι εκτονωτική είτε ηδυπαθή, είτε οργίλη είτε ψύχραιμη αλλά όχι αποστασιοποιημένη, η γραφή του Γιώργου Ιωάννου, τουλάχιστον για τον ίδιο είναι λυτρωτική, καθαρτήρια, γαλήνια της ψυχοσύνθεσής του, της συνείδησής του ηρεμία. Είναι η άμυνά του απέναντι σε αυτά τα παράξενα, ιλαροτραγικά, βασανιστικά, κουραστικά που βιώνει γύρω του σαν άτομο επαρχιακής καταγωγής, άτομο της πόλης σαν λογοτέχνης. Με τους «Θυσάνους» που γράφει στο προσωποπαγές «Φυλλάδιό» του, αντιμετωπίζει την χυδαιότητα και κακότητα των άλλων. Είναι η δική του απολογία απέναντι στην κοινότητα ανθρώπων, μερίδας ατόμων του ενοχικού για την κοινωνία έρωτα, στην οποία μετέχει συνειδητά και συνήθως φοβισμένα και ενοχικά. Πρίν απομονωθεί στο ενοικιασμένο σπίτι του-κελλί του και κατεβάσει τα «παραπετάσματα» και κλείσει την ζωή απέξω. Ένας ομοτράπεζος στα ερωτικά με τον Αλεξανδρινό ποιητή ο οποίος ωριμάζοντας διαπιστώνει ότι: «Πιστεύεις πως όλα έχουν αλλάξει πιά’/ οι άνθρωποι, η εποχή,/ εσύ ο ίδιος που οδεύεις προς τα πρόθυρα./Οπλίζεσαι αργά-αργά με θάρρος,/ με απόφαση να μην αφήσεις τίποτα θολό,/ τίποτα για τους κακοήθεις…».

Και είναι ισχυρά τα κακοήθη άτομα στην δική του ζωή και την διάρκεια της συγγραφικής του παραγωγής. Φωνές που επιδίωξαν να τον απομονώσουν και να τον περιθωριοποιήσουν, να τον υπονομεύσουν. Ενώ σε άλλον στίχο του μας εξομολογείται:

«Θέλω χώμα απαλό για να ξαπλάρω,

χορτάρι διψαλέο για λουφάρισμα.

Δεν τις αντέχω άλλο τις πορείες.

Κοντεύω άλλωστε να συμπληρώσω την εξηντάρα μου».

     Ο Ιωάννου, βρίσκεται στην τελευταία δεκαετία της ζωής του, όπως του επιφύλασσε όπως γνωρίζουμε όμως η προσωπική του μοίρα, έφυγε πρίν προλάβει να συμπληρώσει την έκτη δεκαετία της ζωής του. Κάπως, προληπτικός ο Ιωάννου σαν χαρακτήρας, έχει αρχίσει να αναλογίζεται σοβαρά τον θάνατο. Οι πολλές νεκρολογίες του σε τεύχη του «Φυλλαδίου» δηλώνουν τον «καμουφλαρισμένο» θα σημειώναμε ενδέχεται φόβο του, παρά τα ερείσματα προσωπικής του πίστης στα σύμβολα και τα τελετουργικά της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης. Η πένθιμη διάθεση του προέρχεται από τις νεανικές του εμπειρίες την περίοδο της Κατοχής, την περίοδο του διωγμού και καταδίωξης της Εβραϊκής κοινότητας και κορυφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όταν αρχίζουν να χάνονται από κοντά του, τα αγαπημένα συγγενικά του και οικογενειακά άτομα. Στα μεταγενέστερα χρόνια ο θάνατος, διυλίζεται μέσα από στοχαστικές του σκέψεις, σκεπτικιστικές του ταρακουνήσεις, συμμετοχές του σε κοινωνικές εκδηλώσεις και επετείους, αναφορές στην απώλεια συγγραφέων και ποιητών. Η εμμονή του γίνεται λίπασμα της γραφής του όπως και οι κουφοβράζουσες ενοχές του.

       Αντιγράφω στο παρόν σημείωμα την πρωτόλεια αυτοβιογραφική του καταγραφή «Μία μικρή επέτειος» η οποία είναι κείμενο προάγγελος της επακολουθήσασας ευρύτερης αυτοαναφορικής εξομολόγησής του και απολογισμού των πεπραγμένων του βίου του και των συγγραφικών του δραστηριοτήτων. Τα βιβλία του Γιώργου Ιωάννου όπως πολύ καλά η αναγνωστική μου μνήμη θυμάται, ήσαν από τα πεζά τα οποία διαβάζονταν περισσότερο μετά από εκείνα του Δημήτρη Χατζή και ορισμένους τίτλους του Μενέλαου Λουντέμη, μετά την μεταπολίτευση. Ήσαν όπως χαρακτηρίζονταν ευπώλητα. Είχες την τύχη και την χαρά να τον γνωρίσεις από κοντά. Θυμάσαι κουβέντες του και συζητήσεις σας. Μία ενδιάμεση γέφυρα επικοινωνίας μας υπήρξε και ο πειραιώτης ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης, ο οποίος διατηρούσε ουσιαστικές σχέσεις με τον Ιωάννου. Αυτό φάνηκε και από τις επισκέψεις του στο Νοσοκομείο ΚΑΤ όταν νοσηλεύτηκε μετά από ατύχημα ο Ιωάννου. Πράγμα που αναγνωρίζει και ο Ιωάννου στο βιβλίο του «Πολλαπλά Κατάγματα». Θυμάμαι επισκέψεις του στον Πειραιά. Να μνημονεύσουμε ότι η επαφή του ποιητή Γιώργου Ιωάννου με τον Πειραιά, ανάγεται από την περίοδο που δήμαρχος της πόλης ήταν ο Δημήτρης Σαπουνάκης. Όταν ο Γιώργος Ιωάννου εξέδωσε την μικρή ποιητική του πλακέτα, την ποιητική συλλογή «Ηλιοτρόπια», Θεσσαλονίκη 1954, (βλέπε προηγούμενο σημείωμα) την απέστειλε στον καλοκάγαθο αιγυπτιώτη Μάριο Βαγιάνο, τον πάντα πρόθυμο συμπαραστάτη σε κάθε νέο συγγραφέα και καλλιτέχνη. Ο Μάριος Βαγιάνος, όπως πάντα, δεν δέχτηκε χρήματα από τον νεαρό Θεσσαλονικιό ποιητή, άγνωστο στο Αθηναϊκό κοινό. Ο Ιωάννου από τον Γιδά της Ημαθίας όπου εργάζονταν σε σχολείο, στέλνει αντίτυπα της πρώτης του ποιητικής συλλογής στον Μάριο Βαγιάνο, και προθυμοποιείται όταν κατέβει στην Αθήνα να τον γνωρίσει από κοντά αυτόν και το Πρακτορείο του. Η γνωριμία τους, και η προθυμία του Βαγιάνου να διαδώσει την συλλογή σε γνωστά του πρόσωπα τα οποία εργάζονταν σε εφημερίδες και περιοδικά, (να αναφέρουμε ότι ο Μάριος Βαγιάνος προμήθευε σε καλλιτεχνικές ειδήσεις , νέες εκδόσεις και άλλες εικαστικές κυρίως εκδηλώσεις, τον γνωστό στην εποχή του Αχιλλέα Μαμάκη (το Θέατρο στο μικρόφωνο) ο οποίος διατηρούσε την σελίδα του κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα «Έθνος») έκανε τον Ιωάννου να συνδεθεί με το Πρακτορείο του Μάριου Βαγιάνου. Σε μία πρόσκληση του Βαγιάνου στον Πειραιά, να παρεβρεθεί μία βραδιά στην Φρεαττύδα σε εγκαίνια προτομών του Φαληριώτη Παύλου Νιρβάνα και του ποιητή της Φρεαττύδας-Πειραιά Λάμπρου Πορφύρα, έπειτα από παράκληση του Βαγιάνου στον νεαρό άγνωστο ποιητή από την Θεσσαλονίκη, συμμετέχει στο μικρό γκρουπ που παρευρέθηκε στα εγκαίνια. Ο Ιωάννου γνωρίζεται με πρόσωπα της πειραϊκής ομήγυρης αλλά, δεν παρακάθεται σε γεύμα του Δημάρχου της πόλης στα παρευρισκόμενα άτομα. Βλέπε το πολυσέλιδο κείμενο του Γιώργου Ιωάννου, «Παλιές διευθύνσεις και τηλέφωνα», το οποίο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στον καλοκάγαθο Μάριο Βαγιάνο, σελίδες 9-24, στο περιοδικό «Φυλλάδιο» Περιοδικό πνευματικής ζωής, διπλό τελευταίο τεύχος 7-8/ 1985 εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της «Εστίας». Όπως βλέπουμε, η σχέση του Ιωάννου με την πόλη μας-και στην περίπτωση του ποιητή Αγγελάκη- είναι μάλλον στενή. Λυπήθηκα όταν έφυγε τόσο άδικα όπως φαίνεται, και από τα γραφόμενα στις τότε εφημερίδες, από ιατρικό λάθος νέος σχετικά. Ποτέ δεν τον λησμόνησα, αγόραζα μελέτες που κυκλοφόρησαν μετά την απώλειά του που ερμήνευαν την λογοτεχνική του παρουσία, παρακολουθούσα ομιλίες για το έργο και την πορεία του. Συγκέντρωνα στοιχεία και πληροφορίες για τα βιβλία του. Στο αλωνάκι των νιάτων μας, των ταραγμένων και έντονα πολιτικοποιημένων, ο Γιώργος Ιωάννου αποτελούσε μία από τις φωνές εκείνες που ακούγονταν όχι μόνο ευχάριστα αλλά και εποικοδομητικά και ας μην εντάσσονταν η γραφή του στις καθαρά πολιτικές φωνές που διαβάζαμε δίπλα σε άδειες στέρνες, φωτόλουστα νησιώτικα τοπία και πλαγιές. Η ξηρασία του μέλλοντός μας για την οποία μας μίλησε ο Μιχάλης Κατσαρός περιορίζεται κάπως ξαναδιαβάζοντας το έργο του Γιώργου Ιωάννου.  Διαβάζουμε στις σκληρές μέρες μας τα εξομολογητικά Πεζά του, αυτήν την πολυδιάστατη απολογητική φωνή του, αντιστικτικά με την καθαρή γραφή της πεζογραφίας και αισθανόμαστε ανάσες καταλλαγής. Αναγνωρίζουμε τοποθεσίες που βαδίσαμε και εμείς τις προηγούμενες δεκαετίες, επισκεπτόμαστε νοερώς κινηματογραφικές αίθουσες και δημόσιες κεντρικές πλατείες. Κέντρα διερχομένων όπως η πλατεία Ομονοίας. Κάπου μας εξομολογείται ο Ιωάννου ότι σηκώνονταν διαφορετικές ώρες της νύχτας και έβγαινε έξω διαφορετικές ώρες της ημέρας από το σπίτι του, και έτρεχε να δει τι κατηγορίες και ποιότητας ατόμων σύχναζαν στα διαφορετικά αυτά χρονικά διαστήματα, στα στέκια που σύχναζε. Εδώ ο Ιωάννου, δεν είναι ο ποιητής που εκτιμά ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, συγκαταλέγεται στην ποιητική παρέα των Χριστιανόπουλου, Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, και άλλων. Στις στιγμές αυτές είναι η καθαρή και άδολη ψυχή και το σώμα ενός λαϊκού ατόμου, που αναζητά συντροφιά, εκείνη που δεν μπορεί να του παράσχει ούτε το σινάφι του ούτε τα διαβάσματά του. Είναι η άλλη πλευρά του απολογισμού της ζωής του. Αυτή των ερωτικών του δεσμεύσεων και ενοχικών του αγκαθιών. Σε αυτές τις στιγμές της ψυχικής και σωματικής του περιπλάνησης δεν έχουν θέση ούτε οι ποιητές ούτε οι φιλικές του πεζογραφικές φωνές, σε αυτές του τις αναζητήσεις οι άλλοι, δεν σηκώνουν «μαϊμουδιές», φιλολογικά καπρίτσια. Εδώ τα πράγματα είναι περισσότερο ξεκάθαρα από όσο μπορεί να επιθυμήσει κανείς όταν ιδρώνει στα σοκάκια των ανδρείων της ηδονής. Εδώ το κόστος πληρώνεται με τους κανόνες του Κερδώου Ερμή και όχι των Μουσών. Η περίοδος των παντοειδών ικανοποιήσεων και απολαύσεων όταν εργάζονταν με απόσπαση στην ελληνική κοινότητα της Βεγγάζης της Λιβύης, έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

                        Εις την χώραν του Καντάφι

                        ανεγίγνωσκα Καβάφη

Μας λέει στην μελέτη του «Αναζητώντας τον Καβάφη», σ.63, ενώ συνεχίζει γράφοντάς μας για τις διαχρονικές και ιστορικές παθογένειες, της φαγωμάρας των Ελλήνων, της ελληνικής κοινότητας: «Όταν δηλαδή έζησα για δύο χρόνια στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου είχε και πολλές αιγυπτιώτικες οικογένειες, οι οποίες μετά τους διωγμούς του ξένου στοιχείου στην Αίγυπτο προσπαθούσαν να αγκιστρωθούν εκεί. Είχαν κουβαλήσει κάτι από αυτό το παροικιακό πνεύμα άγχους, από τα οποία άλλωστε, δεν χρειαζόταν ο τόπος καμία εισαγωγή. Η εκεί Κοινότητα ήταν βαθιά διαιρεμένη και φαγωνόταν αγρίως.». βλέπε: «ο της φύσεως έρως».

  Τώρα ζει ερωτικά την περίοδο των «ισχνών αγελάδων», ή όπως σπαρακτικά μας μιλά, στα νέα «Πέντε ποιήματά του» και ιδιαίτερα στο περισσότερο συγκινητικό και αληθινό, το «Όσο και να φωνάζεις». Βλέπε σ.4-6 του «Φυλλαδίου»

………………………………………………….

«….Τί να ΄ρθουνε να κάνουνε

τώρα που σε ξεζούμισαν,

πίστεψες στις φοβέρες τους,

έγινες ένα με τη γη για να κρυφτείς

και τώρα που ήρθανε τα χρόνια,

και προπάντων έρχονται,

δεν πα να το φωνάζεις,

ποιος να γυρίσει να σε δει,

τι να σε κάνει,

δεν είσαι πιά ούτε για συντριβή,

ούτε για το στραγγάλισμα, που τρόμαζες.

Ό,τι και να φωνάξεις,

πόσο θα το φωνάξεις,

επί πόσα χρόνια,

πάνω σε ποια σκαλιά

και σε ποιόν άμβωνα;

Τι τους ενδιαφέρει πιά,

Με σένα ξόφλησαν,

κι όχι πώς έχουνε αλλάξει ταχτική,

όπως θεώρησες, ανόητε.». 

       Τι να λησμονήσει το μικρό επαρχιωτόπουλο, τα παρατσούκλια των συμμαθητών του ή ότι τον αποκαλούσε η συνάδελφός του μπούφο αντί καθηγητή, αυτός που διέσωσε ένα πλήθος λαογραφικών συγγραφικών τεκμηρίων της Ελλάδος. Μας αποζημιώνει όμως, όπως και την λογοτεχνία, με τους χιουμοριστικούς συμβολισμούς του και παραστάσεις του, εικόνες «πετιμέζι» όπως εκείνες των γλυκισμάτων στο ζαχαροπλαστείο. Λιχούδης πάντα ο Ιωάννου, με την επιλογή γλυκών με τον συμμαθητή του γλυκαίνει την πίκρα του, για τον χαμό του Εβραίου φίλου του. Σταθερός φιλόζωος. Καθώς αναφέρεται στην μετάφρασή του της «Ιφιγένειας η εν Ταύροις» του Ευριπίδη μας λέει: «Εσύ δεν είχες γίνει φιλόλογος για να πάρεις απλώς ένα πτυχίο. Εσύ αγαπούσες τα κλασικά γράμματα και την κλασική εποχή μέχρι παραφοράς. Ήθελες από μικρός να μορφωθείς πολύ, να γίνεις, ει δυνατόν, ένας παντογνώστης. Ανέκαθεν το μορφωτικό ιδανικό σου ήταν αριστοτελικό. Δεν ήθελες όμως και να πελαγοδρομείς μέσα στα πράγματα χωρίς καμιά σειρά και σύνδεση». Άραγε, από πόσες σημερινές σύγχρονες επιστημονικές και φιλολογικές δυνάμεις του τόπου μας θα ακούγαμε παρόμοια λόγια. Σήμερα που τα πάντα «μετρούνται» και αξιολογούνται με κερδοσκοπικά κριτήρια και οικονομικές απολαβές. Κάνω λάθος; Αλλά αυτός, προέρχεται από την πανεπιστημιακή παράδοση και εργατικότητα ενός Ιωάννη Φ. Κακριδή, ενός Στίλπωνος Κυριακίδη και όχι από περιβάλλοντα μπρούκληδων. Μάλιστα αναφέρει και πάλι για τα έξοδα έκδοσης του πρώτου του πεζού «Το «Φιλότιμο», στοίχισε τότε δεκαεφτά χιλιάδες δραχμές, κάπου πέντε μισθούς σου, και εξαντλήθηκε πρίν φτάσουν οι Γιορτές. Πρόλαβες να το αφιερώσεις στον αδελφό σου Θεοδωράκη». Ενώ σκιαγραφεί με μελανά χρώματα τον παλαιό παιδικό του φίλο και εκδότη, που, αν αληθεύει η σκηνή, μπροστά στον τάφο μέσα στο νεκροταφείο την στιγμή που ο Ιωάννου θρηνεί και κάνει το μνημόσυνο του μικρού αδελφού του, ο εκδότης και φίλος του σκύβει και του ζητά να δώσει αμέσως τα χρήματα στον τυπογράφο. Είναι από τις πιο αλγεινές εικόνες. Μας λέει: «Στο μνημόσυνο του αδελφού σου στην Ευαγγελίστρια, τέσσερεις μέρες πριν σκοτωθεί ο άλλος που ήταν εκεί παρών (εννοεί τον αρραβωνιαστικό της αδελφής του) και ενώ ήσασταν όλοι γύρω από τον τάφο και έψελνε ο παπάς, νιώθεις τον εκδότη να σου ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Ο Νικολαϊδης θέλει τα λεφτά και γρήγορα». Έγινες Τούρκος. Τι είχε τέλος πάντων μέσα του αυτός ο άνθρωπος; Από μέρες του είχες πει να δώσεις όλα τα λεφτά στο Νικολαϊδη, αλλά δεν  το δέχτηκε. Τότε έπαιζε πολιτική με τον Νικολαϊδη. Τώρα κάτι έπαιζε με σένα. Τέλος, μες στο Νοέμβριο του 1964 κυκλοφόρησε το «Φιλότιμο» σε πεντακόσια αντίτυπα.». Μιλά θετικά για τον πανεπιστημιακό Γιώργο Σαββίδη και την σύζυγό του Λένα Σαββίδη (αδελφή του εκδότη Χρίστου Λαμπράκη), αλλά και κάπως χλιαρά για την μη συμπαράστασή τους στις οικονομικές δοσοληψίες με τον «Ερμή», και όχι θετικά για τον τότε συγγραφέα διευθυντή των εκδόσεων ο οποίος τον «ρίχνει» και τον «εκμεταλλεύεται» οικονομικά στις εκδοτικές τους συμφωνίες όπως ο ίδιος αναφέρει. Για το τρίτομο έργο του, τον Καραγκιόζη, αμείβεται με 5.000 δραχμές για κάθε τόμο. Το περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» τχ.675/18.3.1967, του εκδοτικού συγκροτήματος «Λαμπράκη» σε ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού, δημοσίευσε όλη την μετάφρασή της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ιφιγένεια η εν Ταύροις»,-δίχως την εισαγωγή και τα σχόλια- αυξάνοντας το τιράζ των πωλήσεών του περιοδικού, όπως γράφει. Του εκδίδει επίσης τις λαογραφικές του εργασίες. «Τα Δημοτικά Τραγούδια» 1966, τα «Παραμύθια» 1966 πράγμα που του προσφέρει αναγνωρισιμότητα και το όνομά του αρχίζει να συζητιέται στους πνευματικούς κύκλους πανελλαδικώς, ταυτόχρονα, αυξάνει τις συγγραφικές και ερευνητικές του υποχρεώσεις. Ως πολύτιμο, στιλπνό και νεόκοπο φίλο του μνημονεύει τον πεζογράφο Στρατή Τσίρκα: « Ο Τσίρκας υπήρξε εν τάξει απέναντί σου ως το τέλος». Πολύτιμο στην κατανόηση της ζωής, των συμπεριφορών, των αντιλήψεων και των αντιδράσεών του, των διαφόρων δυσκολιών του, είναι το πολυσέλιδο κείμενό του «Εις εαυτόν», όπως και όσα γράφει και εξομολογείται στο «Φυλλάδιο» ας το επαναλάβουμε. Η σχέση του με την γραφή είναι ερωτική μας το λέει ξεκάθαρα ο ίδιος: «Είναι ερωτική η σχέση σου μ’ αυτά και ερωτική προς αυτά η ώθησή σου.». Και αν φέρουμε στην σκέψη μας ότι ο Ιωάννου αρνιόταν να χρησιμοποιήσει γραφομηχανή και έγραφε τα κείμενά του ή τα αντέγραφε στο χέρι μία και δύο φορές. «Ένιωθες μια γαλήνη, μια σιγουριά, μια συγκρατημένη μα σταθερή διάθεση να ξαναπείς τα πράγματα με το νέο τρόπο σου, που ήταν ολότελα δικός σου.». σελ. 225, ενώ παρακάτω γράφει με ειλικρινή λόγο για την βαθειά συναίσθηση της θρησκευτικότητάς του, την «μυστική» θεώρηση του εαυτού του: «Για σένα «η αποκάλυψη του Θεού», όπως μας την παραδίνουν οι μεγάλοι μυστικοί συγγραφείς, ήταν το γράψιμο αυτών των πεζογραφημάτων. Και το σπουδαιότερο, αλλά και διαφορετικότερο από τις περιγραφόμενες αποκαλύψεις, είναι ότι παρέμεινε μόνιμη, σταθερή και ριζωμένη μέσα σου όλα αυτά τα χρόνια. Από εκεί αντλείς το κουράγιο, που σκανδαλίζει καμιά φορά τους μόνιμα κλονισμένους. Όχι, δεν είναι άγνοια των συνθηκών του βυθού, είναι βαθιά γνώση.».

     Ο πεζογράφος και κριτικός Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, στο κείμενό του «Ο φόβος της έκθεσης και η τεχνική της απόκρυψης στον ποιητή Γ. Ιωάννου», στον τόμο «Με τον ρυθμό της ψυχής», Κέδρος 2006, σ. 183- 184, σημειώνει μεταξύ άλλων:

«Αποδέχεται ωστόσο την «προδιαγεγραμμένη» μοίρα του να ζήσει βυθισμένος στην αμαρτία και στον παιδεμό του σώματος και της ψυχής. Αποφασίζει, σαν ένας «γενναίος της ηδονής», να συσπειρωθεί μέσα στο άβολο κέλυφος των ενοχών του, σαν «ένα απόστημα που κάποια στιγμή θα σπάσει». Και έτσι, «αποφασισμένος» να αποδεχτεί τη μοίρα του περιθωριακού ανθρώπου, του δακτυλοδεικτούμενου παρία, αισθάνεται την ανάγκη να οργανώσει τον αμυντικό του μηχανισμό, έναν μηχανισμό στηριγμένο στην όλο ειρωνεία και αυτοσαρκαστική, προσποιητή υποταγή του στις επιταγές της κοινωνίας που τον περιβάλλει, στους κανόνες συμπεριφοράς των «κανονικών» ανθρώπων. Κι αυτό γιατί, όσο κι αν ενδόμυχα περιφρονεί, αν δεν μισεί κιόλας, τους τελευταίους, όσο κι αν τους αισθάνεται κατώτερούς του, όχι μόνο δεν του είναι αδιάφοροι αλλά επιζητεί εναγωνίως την επικοινωνία μαζί τους και διακαώς επιθυμεί την αποδοχή και την αναγνώρισή τους. Το δράμα του έγκειται στο γεγονός ότι αισθάνεται εξαρτημένος, κοινωνικά, πνευματικά και ερωτικά, από ανθρώπους που, συνειδητά, έχει τοποθετήσει στην «άλλη όχθη»;

Άνθρωποι τιποτένιοι με κατατυραννούν.

Κι εγώ ευγενικός, όλο σε υποχώρηση,

τον οίκτο τους επιζητώ πάση θυσία.

Για όλα φταίω εγώ και κρύβομαι,

για όλα τρέμω, ολόκληρη η ενοχή δική μου.

          «Εκβιασμός»». 

     Πολλά τα συγγραφικά θησαυρίσματα του Γιώργου Ιωάννου, σε κάθε ηλεκτρονικό σημείωμά μου, προσπάθησα να δώσω στον άγνωστο αναγνώστη της ιστοσελίδας μου, γνωστά και άγνωστα στοιχεία για το έργο του, λίγο από κάθε φορά. Διανθισμένες οι κρίσεις τρίτων με δικές μου θέσεις. Όμως με τον Γιώργο Ιωάννου, δεν τέλειωσα ακόμα-και πώς να γίνει αυτό άλλωστε όταν αγαπάς το έργο του και την ελληνική λογοτεχνία. Θα επανέρθω με ένα αλφαβητικό σημείωμα ακόμα, αποδελτίωσης των τίτλων των Πεζών του και ένα για το «Φυλλάδιό» του.

           ΜΙΑ  ΜΙΚΡΗ  ΕΠΕΤΕΙΟΣ

του ΓΙΩΡΓΟΥ  ΙΩΑΝΝΟΥ

 

      Μολονότι θεωρούμαι νέος ακόμη στα γράμματα, και παρασύρομαι κι εγώ καμιά φορά και το πιστεύω, εντούτοις τον Απρίλιο φέτος, 1974, συμπληρώνονται είκοσι χρόνια αφότου κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο, τα «Ηλιοτρόπια»- μια συλλογή με έντεκα όλο κι όλο ποιήματα και αυτά λιγόστιχα. Βέβαια, η λέξη «βιβλίο» ηχεί παράξενα για όποιον θυμάται το δεκαεξασέλιδο εκείνο φυλλάδιο, αλλά πώς αλλιώς να το ονομάσω; Έτσι άλλωστε το ονομάζουν και στις επίσημες βιβλιοθήκες, όπου καμιά φορά το ζητώ, για να διαπιστώσω αν ακόμα υπάρχει. Στις βιβλιοθήκες των γνωστών μου δεν το αναζητώ, ούτε και ρωτάω. Δε θέλω να φέρω σε δύσκολη θέση τους παλιούς φίλους, που απόχτησαν από τότε κι ύστερα πολλά σπουδαία βιβλία. Μονάχα όταν μ’ αφήνουν καμιά φορά μόνον μες στο γραφείο ή το σαλόνι τους, ρίχνω βιαστικές ματιές στα ράφια της βιβλιοθήκης μήπως και το πάρει πουθενά το μάτι μου. Αλλά πώς είναι δυνατό; Το βιβλιαράκι μου εκείνο εκτός από μικρό, δεν είχε ούτε «ράχη», όπου να αναγράφεται ο τίτλος του και το όνομά μου. Και κάτι άλλο ακόμα: Δεν το θυμάμαι καθόλου στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, κανένας βιβλιοπώλης δεν το είχε καταδεχτεί. Το καταχώνιασαν αμέσως όλοι στα πάνω ράφια, ή στο υπόγειο, όπου είναι τα βιβλία που δεν τους αφήνουν αξιόλογα κέρδη. Αλλά ούτε κι εγώ πέρασα ποτέ να ρωτήσω, αν πουλήθηκε κανένα τους. Τυχαία μόνο μάθαινα για καμιά πώληση και θεωρούσα ευτυχισμένο τον εαυτό μου, αφήνοντας τη φαντασία μου να καλπάζει. Για λεφτά, φυσικά, δεν μπορεί να γίνει λόγος. Κανένας δεν σε ειδοποιεί ποτέ για εισπράξεις, ιδίως όταν είσαι πρωτάρης και άγνωστος. Το θεωρούν εντελώς φυσικό ότι όλες οι εισπράξεις του βιβλίου σου ανήκουν σ’ αυτούς, πού έκαναν τη μεγάλη θυσία να δεχτούν μιά πρώτη ποιητική συλλογή στο μαγαζί τους.

     Ο τίτλος «Ηλιοτρόπια» δεν είναι και τόσο περίφημος και το ξέρω. Έτσι αόριστα όπως είναι διατυπωμένος, μου φαίνεται σήμερα κάπως ανούσιος και, κατά βάθος, δεν θέλω να τον πολυλέω ή να τον γράφω. Έχει ξεθωριάσει μέσα μου εκείνο που έβλεπα τότε τόσο καθαρά και που πίστευα ότι το βλέπουν και όλοι οι άλλοι: Τα ηλιοτρόπια πια θυμίζουν πολύ το μεγάλο κίτρινο άστρο που οι Γερμανοί είχαν κολλήσει στο στήθος των δυστυχισμένων εβραίων της πόλης μας. Και κάτι έγραφα θολά για το άστρο αυτό και τα ηλιοτρόπια μες στο βιβλιαράκι. Είχα πρωτογράψει «Τα ηλιοτρόπια των Εβραίων», αλλά δεν ξέρω γιατί το περιέκοψα. Τώρα όμως ο ξεκομμένος τίτλος μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα ενός κήπου με ηλιοτρόπια πού στρέφουν περήφανα και σταθερά προς τον ήλιο. Ο λεπταίσθητος, όσο και κοριτσίστικος, αυτός συμβολισμός δεν μου αρέσει. Μισώ αυτού του είδους τις ευαισθησίες και ζωηρά τις κατακρίνω. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι αποκηρύσσω το βιβλίο μου-κάθε άλλο.

     Φαίνεται όμως ότι έτσι είναι οι νέοι πάντοτε. Επειδή οι ίδιοι καταλαβαίνουν ένα γραφτό τους ολοκάθαρα και το ζούνε δυνατά, με την εξημμένη φαντασία τους, πιστεύουν ότι και για όλους τους άλλους το πράγμα είναι φώς φανερό. Αρκετά συχνά συμβαίνει να μου έρχονται νέοι με χειρόγραφά τους ή βιβλία τους και πάνω στη συζήτηση να προσπαθούν να με πείσουν, πώς ορισμένοι στίχοι τους ή και λέξεις τους περιέχουν τεράστια σημασία, που εγώ όμως δεν την έχω εκτιμήσει ή και δεν μπορώ να την εκτιμήσω. Δεν τους παρεξηγώ πιά, στο τέλος όμως λέω πάλι το δικό μου: Δεν είναι καθόλου αρκετό να βρίσκεις, εσύ που έγραψες το κείμενο, μεγάλη σημασία ή συγκίνηση στις γραμμές του’ αυτό πρέπει να το διαπιστώνουν και οι άλλοι, ιδίως εκείνοι που έχουν κανονικό μυαλό και κατασταλαγμένη ευαισθησία. Η γνώμη των έξαλλων και των αφιονισμένων δεν μετράει. Δυστυχώς όμως λίγοι είναι εκείνοι, που ζητούν πραγματικά να μάθουν για την ποιότητα.

     Ποιήματα, όπως και τόσοι άλλοι νέοι, έγραφα από μικρός. Στο τέλος της Κατοχής είχα πιά οργιάσει. Τα ποιήματα εκείνα, που είχαν συγκινήσει μέχρι δακρύων τις γυναίκες του σπιτιού, αλλά και τις συγκάτοικές μας, τα ‘καψα αργότερα όλα. Μονάχα κάτι λίγους στίχους τους θυμάμαι, μα τους κρατάω για τον εαυτό μου. Μέχρι που πήγα στο στρατό, συνέχισα να γράφω και να καίω. Μεγάλη μανία είχα με το κάψιμο, φυλλαράκι δεν ήθελα ν’ απομείνει. Πέρασα από αγωνίες και αμφιβολίες φριχτές. Με τίποτα δεν έμενα ικανοποιημένος. Στο στρατό, θέλοντας και μη, ξεχάστηκα λίγο, κι αυτό τελικά πολύ με βοήθησε για να βρω τη φωνή μου. Ίσως, βέβαια, να ήταν και η ηλικία. Πάντως, όταν μετά από καιρό ξανάπιασα μολύβι και χαρτί, ήμουν σχεδόν άλλος άνθρωπος.

     Μετά την απόλυση, βρήκα δουλειά σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο στο Γιδά. Έτυχα ακριβώς πάνω στην εποχή, πού κάτι φοβεροί δάσκαλοι άλλαζαν με ιερό ζήλο το όνομα του χωριού από Γιδά σε Αλεξάνδρεια. Ήταν όλοι τους από χωριά, οι δικοί τους ακόμα εκεί ζούσαν, μα αυτούς τους ενοχλούσαν πολύ τα γίδια. Δεν μπορούσαν ν’ ακούν ή να λένε: «Γιδά!». Παίζοντας τάβλι ή χαρτιά στο καφενείο, διέκοπταν κάθε τόσο την παρτίδα, για να οραματιστούν τις συνέπειες της αλλαγής. Το παλιό Ρουμλούκι, όπου τόσοι μακεδονομάχοι είχαν σαπίσει πολεμώντας στους βάλτους του, έπαιρναν τώρα ένα ευγενικό κοσμοπολίτικο χρώμα. Γρήγορα κατάλαβα με τι είχα να κάνω και διέκοψα κάθε επαφή. Χίλιες φορές καλύτερα μόνος. Νοίκιασα δωμάτιο μέσα σε μιά πολυμελή οικογένεια. Ήταν ιδιαίτερα σκληροί άνθρωποι, αλλά αυτό δεν με ένοιαζε. Ούτε έναν καφέ δεν με κέρασαν τόσους μήνες. Το μεσημέρι μετά το εστιατόριο, έπαιρνα την εφημερίδα, λίγο τυρί και ψωμί και κλεινόμουν μέσα στο δωμάτιό μου μέχρι την άλλη μέρα. Είχα κουβαλήσει πολλά βιβλία-δανεικά, βέβαια-έγραφα πράγματα δικά μου, κι ετοιμαζόμουν για το σχολείο με κάθε επιμέλεια. Ήμουν ευτυχισμένος όσο ποτέ. Επειδή το φώς της ηλεκτρομηχανής τρεμούλιαζε, κι εκτός αυτού γκρίνιαζε η απαίσια νοικοκυρά μου πώς καίω πολύ φώς, ενώ οι προηγούμενοι νοικάρηδες δεν έκαιγαν σχεδόν καθόλου, παρά μόνο όσο να γδυθούν και να πέσουν, αγόρασα μια μεγάλη γκαζόλαμπα και κατάργησα το πανάθλιο ηλεκτρικό. Τους νοικοκυραίους μου τους έβλεπα, μόνο όταν πήγαινα στο αποχωρητήριο ή στην κουζίνα για νερό και διέσχιζα την κοινή σάλα. Σύρριζα στο αποχωρητήριο ήταν μιά θαυμάσια ροδιά, φορτωμένη λαμπρούς καρπούς. Την έτρεφε πλουσιοπάροχα το άφθονο λίπασμα. «Αυτή είναι η συνετή ροδιά» έλεγα, «κι όχι εκείνη η τρελή του Ελύτη». Φωτιά δεν έβαλα στο δωμάτιό μου κι όταν αργότερα, μετά τις πλημμύρες, έπιασε ο χειμώνας και στα τζάμια σχηματίστηκαν παγωμένα κλαδιά, που δεν έλεγαν να φύγουν, εγώ διάβαζα ως πολύ αργά κουκουλωμένος με το πάπλωμα κι ήμουν μες στη χαρά μου, ακούοντας τον αέρα να βουίζει βαθιά. Τα λαμπρά πρωινά, καθώς πήγαινα στο σχολείο πατώντας προσεχτικά με τις μπότες πάνω στο απαλό χιόνι και προσέχοντας να μην ξεφύγω απ’ το δρόμο και πατήσω πάνω στα χωράφια, όπου ήταν καθισμένα τα τσομπανόσκυλα, πού παρατηρούσαν με σχολαστικότητα τις κινήσεις μου, έβλεπα τα παιδιά, τους μαθητές μου, να καταφτάνουν παρέες-παρέες απ’ τα γειτονικά χωριά με τις τσάντες στο ένα χέρι και χοντρά ξύλα στο άλλο. Τα ξύλα τα είχαν για να μην τους επιτεθούν στο δρόμο λύκοι. Τα παιδιά ήταν πάντα γελαστά, με κατακόκκινα μάγουλα και κάτασπρα δόντια. Με περικύκλωσαν και βαδίζαμε όλοι μαζί προς το σχολείο, αναστατώνοντας το χιόνι. Ήμουν πολύ νεαρός, μόνο απ’ τη γραβάτα ξεχώριζα απ’ τους μεγάλους, και το ‘χα καημό. «Αυτό δεν είναι δουλειά, είναι πανηγύρι», συλλογιζόμουν. «Μέσα σ’ αυτό το θαύμα θα ζήσω, θεέ μου;», έλεγα. Καθώς ανέβαινα στην  έδρα, που ήταν ψηλή σαν καμήλα, έριχνα μιά  ματιά απ’ τα παράθυρα στην πίσω μεριά του κτιρίου. Αγριόχηνες, αγριόπαπιες και μυριάδες μαυροπούλια προσγειώνονταν ή σηκώνονταν στην περιοχή του Βάλτου. Πού και πού ακούγονταν τα τουφέκια των κυνηγών.

     Τότε άρχισα να σιγογράφω τα ποιήματα, που δημοσίεψα τελικά στα «Ηλιοτρόπια». Όταν κατέβαινα στη Σαλονίκη, τα διάβαζα σ’ ένα φίλο μου δικηγόρο, ευαίσθητο παιδί, αλλά ανίδεο από ποίηση. Αυτός μου έκαμνε θαυμάσιες παρατηρήσεις και προπάντων με παρότρυνε θερμά να γράφω κοινωνικού περιεχομένου λογοτεχνία. Καθόμασταν στις βελούδινες πολυθρόνες του μισοσκότεινου γραφείου με τον κρυστάλλινο πολυέλαιο. Βαριές καρυδένιες βιβλιοθήκες γεμάτες δερματόδετα γαλλικά βιβλία, μας περιστοίχιζαν. Βυσσινιά παραπετάσματα σκέπαζαν τα παράθυρα, αφήνοντας να φαίνεται λίγο το Μπεζεστένι. Χωρίς να το καταλάβεις, χαμήλωνες τη φωνή εκεί μέσα. Δεν ήταν, βέβαια, του φίλου μου το γραφείο αυτό, αλλά ενός παλιού, πολύ γέρου ποινικολόγου, πού είχε πάρει το φίλο μου για βοηθό, μιά και δεν μπορούσε το καλό αυτό παιδί να τρέχει από δω κι από κει για να ψαρεύει πελάτες. Μέσα σ’ αυτό το εξομολογητήριο, μύριζαν όλα παλιά αρχοντιά και πλούτη μεγάλα, αποχτημένα με τη σοβαρή δικηγορία. Ο γέρος δικηγορούσε απ’ την εποχή της τουρκοκρατίας, τότε πού οι επιστήμονες ήταν εξαιρετικά σεβαστοί και αποκαλούνταν «εξοχότατοι». Την εποχή των απελευθερωτικών αγώνων, ο γέρος είχε αναπτύξει ζωηρή δράση και το γραφείο αυτό ήταν τόπος πολλών μυστικών συναντήσεων και συμβουλίων. Πρόσωπα σπουδαία, που τα ονόματά τους είναι δοσμένα τώρα σε δρόμους και πλατείες της πόλης μας, είχαν περάσει ώρες βαριάς αγωνίας εδώ μέσα. Η δράση του αυτή έσωσε αργότερα τον δικηγόρο από μεγάλες περιπέτειες, όταν κάποιο συγγενικό του πρόσωπο δολοφόνησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον ίδιο τον βασιλέα. Διαβάζοντας τώρα την πιό δεξιά εφημερίδα, ο γέρος με το μονόκλ, που έκαμνε ακόμα μανικιούρ και έβαζε ελαφρό ρούζ στα μάγουλα, μας διηγιόταν για ακόμα πιό παλιούς αγώνες του στη Θεσσαλία, για το Μανιφέστο που πρωτοδημοσίεψαν στο Βόλο, για το Κιλελέρ, όπου είχε βάλει κι αυτός λίγο το χεράκι του. Κι εμείς βυθιζόμασταν μέσα στην παλιά δροσιά και την παλιά θερμή πίστη. Ο γέρος συνέχιζε την εφημερίδα κι εμείς καθόμασταν αμίλητοι ή τα λέγαμε ψιθυριστά. Είχαν τέτοιο γλυκό σκούρο χρώμα τα έπιπλα και τόση μυστική ζωντάνια τα ξύλα, ώστε είχες την εντύπωση πώς ήσουν ανάμεσα σε σιωπηλά αρχοντικά φυτά. Η φαντασία σου πύκνωσε από σκουροπράσινη βλάστηση και βαριές ενοχές. Αλλά και όλη η γη έξω, όλοι οι  δρόμοι, ήταν εκείνη τη στιγμή σκεπασμένοι από μεγάλα πλατάνια. Βαλανιδιές, οξιές και καραγάτσια. Χιόνια, βροχές δυνατές κι ασταμάτητες, ομίχλες πηχτές, αλλά και αφθονία προϊόντων, από παντού σε κύκλωναν. Το μωραϊτικο πνεύμα της μιζέριας και της καπατσοσύνης δεν είχε εισχωρήσει ακόμα σ’ αυτό το γραφείο.

     Φεύγοντας από κει ήθελα να μήν πηγαίνω για το χωριό. Η περιοχή αυτή διέσωζε ακόμα κάτι απ’ τις διηγήσεις και την ατμόσφαιρα του γραφείου, ένιωθες πώς τα περασμένα δεν είναι και πολύ μακριά. «Αυτά να τα γράψεις οπωσδήποτε», μου έλεγε κάθε φορά ο φίλος. Αλλά εγώ δεν του πήγαινα τίποτε παρόμοιο στην επόμενη επίσκεψη, με αποτέλεσμα ν’ ακούω πολλά και διάφορα για τους εξομολογητικούς λυρισμούς μου. Όταν μαζεύτηκαν μερικά ποιήματα, πού φαίνονταν και στους δυό μας καλά, ο φίλος άρχισε να με πιέζει να τα τυπώσω. Εγώ δίσταζα, δεν μπορούσα να εννοήσω βιβλίο, αποτελούμενο από έντεκα λιγόστιχα ποιήματα. Ύστερα, δεν ήξερα τι ενέργειες χρειάζονται για να πραγματοποιηθεί το τύπωμα ενός βιβλίου. Ο μόνος που θα μπορούσε να με καθοδηγήσει ήταν ο φίλος μου ο Λάκης, αλλά μ’ αυτόν ήμουν και πάλι μαλωμένος και εκτός αυτού δεν ήθελα στο κεφάλι μου κι άλλη κακιά πεθερά. Η σφιχτοκούραδη Θεσσαλονίκη τόσο είχε μπορέσει να μου δώσει.

     Πάνω σ’ αυτό, αυτοκτόνησε ένα κορίτσι από κείνες τις νυφούλες, που έρχονταν το πρωί με τα ξύλα στα χέρια για να φοβίζουν τους λύκους. Έπεσε στις γραμμές και το τραίνο της Φλώρινας την κατακομμάτιασε. Τρέξαμε στο σταθμό, αλλά την είχαν πάρει. Ήταν, δίχως άλλο, μιά ερωτική τρέλα. Τώρα, όποτε διαβάζω το δημοτικό τραγούδι «κόκκινο αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου», αυτά τα αίματα θυμάμαι. Ευτυχώς δεν ξαναχιόνισε, πήρε όμως να  βρέχει ασταμάτητα. Πλημμύρισαν τα ποτάμια. Φούσκωσε ο Αξιός, καλύπτοντας περιοχές ολόκληρες. Ένα απόγευμα, που θέλησα να κατεβώ, μας γύρισαν πίσω. Το λεωφορείο δεν μπορούσε να περάσει την παλιά γέφυρα. Η καινούργια έμενε κλειστή, μιά και δεν είχαν γίνει ακόμα τα εγκαίνια της. Δεν ήμουν και τόσο καλά. Το διάβασμα δεν με παρηγορούσε, τη νύχτα δάγκωνα τα μαξιλάρια από το κακό μου. Μ’ ενοχλούσε και η ηλεκτρομηχανή, πού επί τόσους μήνες δεν την είχα προσέξει. Παίρνοντας συχνά το τελευταίο λεωφορείο, κατέβαινα στη Σαλονίκη, όπου διανυκτέρευα σε διάφορα ξενοδοχεία με ηχηρά ονόματα και πολλούς κοριούς. Για πρώτη μου φορά γνώριζα τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια στην πόλη μας, ανακαλύπτοντας βρωμιές και δουλοπρέπειες, πού δεν τις υποπτευόμουν. Τριγύριζα συνήθως στο Βαρδάρι, όπου δεν υπήρχε και πολύς φόβος να με πάρει κανένα συγγενικό μάτι. Το Βαρδάρι ήταν ωραίο ακόμα, είχε στη μέση εκείνο το παρκάκι με τα παγκάκια μες στις ροδοδάφνες, όπου γύρω του το τράμ έπαιρνε τη στροφή για το Χίρς και το Χαριλάου. Απόστρατες γριές πόρνες απ’ τη μεγάλη μπάρα της οδού Ειρήνης, που είχαν αφήσει εποχή τον καιρό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και είχαν εξυπηρετήσει αφάνταστα τη συμμαχική υπόθεση με τους έρωτές τους και τα τραγούδια τους στα αναρίθμητα καφέ σαντάν, έπαιρναν τον αέρα τους, μασουλώντας ήρεμα πασατέμπο. «Πασατέμπο  μου τρώτε, πουλάκια μου», σκεφτόμουνα, καθώς περνούσα, αλλά δεν έβγαζα άχνα. Μες στο μισοσκόταδο πλήθος φαντάροι έκαμναν τις τελευταίες τους προσπάθειες, προτού πάνε να βυθιστούν στον παιδικό ύπνο τους μέσα στο στοιχειωμένο στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Κι εκτός απ’ αυτούς διάφοροι νεαροί χωρικοί, κόσμος αγαθός, ερωτικά λιμασμένος, έψαχνε με λαμπερά μάτια σε κάθε γωνιά της περιοχής αυτής, πού απ’ τα πανάρχαια χρόνια ανήκει πολύ περισσότερο στην επαρχία, παρά στην πόλη του Μυροβλύτης. Σχεδόν όλους αυτούς τους κατάπιε σε λίγο η ξενιτιά, η Γερμανία κυρίως. Δεν υπάρχουν πιά τέτοιες ομορφιές μέσα στους δρόμους, τις ξεθώριασε ο τεχνικός πολιτισμός. Τότε όμως ο εξαγνισμένος και κουρασμένος απ’ τους διάφορους φανατισμούς ελληνικός λαός ζούσε την πρώτη και μοναδική του χαλάρωση. Τόση ανοχή και τόση ζέστα δεν ξαναθυμάμαι, ούτε νομίζω πιά ότι μπορεί να ξαναγίνει. Κανένας δεν σε παρεξηγούσε κι όλοι σε κοίταζαν φιλικά. Τις πρώτες μεταπολεμικές τουρίστριες εκεί γύρω τις είδα. Ήταν πεντ’ έξι μεγαλόσωμες Γερμανίδες σαν αγελάδες, που τα φορέματά τους άφηναν ακάλυπτη ολόκληρη την πλάτη, κι ας ήταν νύχτα και μάλιστα δροσερή. Το θέαμα αυτό είχε κάνει συνταρακτική εντύπωση. Το πλήθος πήγαινε από πίσω τους, περιμένοντας πότε θα βρεθούνε κάτω από δυνατό φώς για να τις θαυμάσει. Το πρωί, όταν γύριζα στο χωριό, ο γιός της νοικοκυράς με κοιτούσε με αδιόρατο χαμόγελο. Ποιός ξέρει τι έβαζε με το νου του ο άθλιος…

     Αφού έσκισα κι έκαψα πολλά χαρτιά, πήρα ένα απόγευμα το λεωφορείο και με τα έντεκα ποιηματάκια στο χέρι παρουσιάστηκα στο τυπογραφείο του Νικολαϊδη, πού φημιζόταν για τις καλές εκδόσεις του, όσο και για την αυστηρότητα του ιδιοκτήτη του. Αυτός μου είπε ξερά ν’ αφήσω τα χειρόγραφα και να περάσω την άλλη εβδομάδα για να μου πει οριστικά, αν θα τα τυπώσει. Από πελάτης ένιωσα ξαφνικά σα ζήτουλας. Αλλά τώρα πιά τον δικαιολογώ τον άνθρωπο’ πολλά μπορείς να πάθεις από τους διάφορους εμπνευσμένους. Πάντως, την άλλη εβδομάδα τα βρήκα τυπωμένα κι εκεί στο πόδι κοίταξα τα πρώτα τυπογραφικά μου δοκίμια, που δεν είχαν λάθη, γιατί τα είχε διορθώσει ο αμίλητος Νικολαϊδης. Έγραψα και μιά αφιέρωση: «Στον Ιάκωβο» πρόσωπο ολότελα φανταστικό, που ξεσήκωσε όμως αρκετές εικασίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι κανένας δεν με ρώτησε ανοιχτά περί τίνος πρόκειται. Κι εγώ ο καημένος είχα βάλει το όνομα αυτό, για να μην γράψω «Στον άγνωστο Εβραίο φίλο».

     Το εξώφυλλο, το χαρτί και τα τυπογραφικά στοιχεία τα αποφάσισε μόνος του ο Νικολαίδης, χωρίς να ζητήσει τη γνώμη μου. Την άλλη εβδομάδα δανείστηκα εξακόσιες πενήντα δραχμές από έναν οικονόμο συνάδελφο και κατεβαίνοντας παρέλαβα τα τριακόσια πενήντα αντίτυπα, που αποτελούσαν ένα δέμα όχι ιδιαίτερα βαρύ. Δεν τα πήγα σπίτι, φοβήθηκα πώς θα μου κάμναν σκηνές για τα λεφτά, πού κατά τη γνώμη τους είχα πετάξει. Πήγα πάλι σ’ ένα λαϊκό ξενοδοχείο, κι αφού διπλοκλειδώθηκα, άνοιξα το δέμα. Ήταν ένα βιβλιαράκι πραγματικά σεμνό. Τώρα, σαν να μη έφταναν όλα, έπρεπε να το μοιράσω. Μ’ έπιασε στεναχώρια και προτίμησα να βγω αμέσως έξω στο παρκάκι.

    Πάντως, από κείνη τη μέρα άρχισαν τα βάσανά μου με τα βιβλία, που μου έδωσαν πολλές ικανοποιήσεις-δεν λέω-μου δημιούργησαν όμως και πολλές στεναχώριες, ακόμα και κινδύνους. Ίσως στη δεύτερη εικοσαετία να πάνε τα πράγματα καλύτερα. Έτσι γίνεται, συνήθως.

Γιώργος  Ιωάννου, «Η πρωτεύουσα των προσφύγων» Πεζογραφήματα, β΄ έκδοση, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 12, 1984, σ.201-207.

    ΥΓ. Αν πραγματικά υπάρχει έστω υποτυπώδη δημοκρατία και ελευθερία έκφρασης σε αυτήν την χώρα, την Ελλάδα, τότε ας μας επιτραπεί –όπως επιτρέπεται και σε κόμματα και οργανώσεις ατόμων εντός και εκτός ελληνικής βουλής-να μην συμφωνούμε και να μην δεχόμαστε τις σφαγές των άοπλων και αθώων ειρηνιστών Εβραίων πολιτών. Αυτό το ανθρωπομακελειό δεν προάγει τα δίκαια του αγωνιζόμενου παλαιστινιακού λαού και την ανεξαρτησία του κράτους που επιθυμούν. Όπως υποστηρίξαμε παλαιότερα τον ηγέτη τους Γιάσεφ Αραφάτ επί Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτή η άγρια σφαγή εναντίον του Εβραϊκού άοπλου λαού, φέρνει στην σκέψη τα εγκλήματα πολέμου του ναζιστικού καθεστώτος. 6.000.000 θύματα πλήρωσε ως τίμημα στην δήθεν πολιτισμένη Ευρώπη ο Εβραϊκός λαός. Δεν του αξίζει τέτοια τύχη. Δεν είναι άλλοθι είναι δικαίωμα ύπαρξης.

Πειραιάς

11 Οκτωβρίου 2023

 

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου