ΤΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ Ο ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΓΙΑΝΟΣ
ή Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΝ
ΠΕΙΡΑΙΑ
Η
Θεσσαλονίκη, αν και ήταν η γενέτειρα πόλη του, η σταθερή μνημονική του αναφορά,
η προσφιλής παιδική, νεανική, εφηβική ανάμνηση του Γιώργου Ιωάννου, δεν έπαυε
να αποτελεί και ένας στενάχωρος για τα δικά του όνειρα και επιδιώξεις
επαρχιακός χώρος. Και δεν είχε άδικο, αν αναλογιστούμε τις κοινωνικές και
πολιτικές και θρησκευτικές συνθήκες εκείνων των μεταπολεμικών δεκαετιών, της
αγροτικής Ελλάδος. Ότι έπρεπε να συγκατοικεί μαζί με τα άλλα μέλη της οικογένειάς
του, προσμετρώντας και τις δυσκολίες της επαγγελματικής του αποκατάστασης, μετά
την άρνησή του να σταδιοδρομήσει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ως
βοηθός του Στίλπωνα Κυριακίδη. Όχι ότι στην χαώδη πρωτεύουσα, την Αθήνα της
αντιπαροχής και των «Συνοικιών το Όνειρο» -που εγκαταστάθηκε από το 1971
μόνιμα- θα κέρδιζε την απόλυτη, την πλήρη ελευθερία του, θα έβρισκε ευκολότερα
το δρόμο του στις όποιες επιλογές του, το φτωχό επαρχιωτόπουλο, θα
αναγνωρίζονταν η πνευματική και φιλολογική του αξία, κάθε άλλο, -προγενέστερη
επαγγελματική του προσπάθεια σε κολέγιο των Αθηνών κατέληξε σε αποτυχία- θα
διαχειριζόταν όπως ήθελε τα της ζωής του και της σωματικής του αυτοδιάθεσης,
αλλά, τουλάχιστον, αυτό το κλασικοτραφές παλαιό τουρκοχώρι με τα διάσπαρτα
ερείπια και σκόρπια θρύμματα αγαλμάτων και αρχαίων ναών και βυζαντινών
εκκλησιών θα του εξασφάλιζε περισσότερες ευκαιρίες και δυνατότητες όπως πίστευε.
Όπως στο βάθος της συνείδησής του πίστευε κάθε έλληνας προερχόμενος ή
καταγόμενος από την επαρχία της βόρειας ή της νησιωτικής ελληνικής επικράτειας.
Σε κάποιο σημείο των εξομολογήσεών του
γράφει ότι Θεσσαλονίκη και οικογενειακή εστία είναι δύσκολη κατάσταση για
εκείνον καθώς μεγάλωνε.
Αθήνα, η Πόλη πολιτιστική και πολιτική
κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού των αρχαίων εθνικών ελλήνων, δημοκρατικού
οράματος διακυβέρνησης ενός αρχαίου ιδανικού, που ήταν μέσα στην φαντασία των
αγωγιατών κατοίκων, των κτηνοτρόφων, των ποιμένων, των ψαράδων, των μικρο
εμπόρων της, της ανερχόμενης αστικής τάξης του 19ου και 20ου
αιώνα, των ευρωπαίων φιλελλήνων. Έλληνες, σχετικά πρόσφατοι σκλάβοι της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, απόγονοι ηρωικών μορφών της επανάστασης του 1821,
παιδιά και εγγόνια των θυσιασθέντων ελλήνων κατά τα χρόνια της ελληνικής
παλιγγενεσίας. Αθηναίοι με πολυπλόκαμο γενεαλογικό δέντρο και ρίζες καταγωγής, που
έπαιζαν ακόμα την φλογέρα τους καθήμενοι πάνω σε σπασμένες αρχαίες κολώνες όπου
τα νεαρά ζευγαράκια έγραφαν τα αρχικά του ονόματός τους με βέλη αγάπης.
Συνήθεια πανάρχαια από την εποχή των περσικών πολέμων. Αθήνα, μία ακόμα πόλη
της Ελλάδος πολυπληθής προσφυγομάνα μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922.
Φιλόξενη όπως και η συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη. Ένα τεράστιο ξενοδοχείο φυλών
και επαρχιωτών, επισκεπτών, εσωτερικού και εξωτερικού τουρισμού. Η Αθήνα με την
πολυσπερμία των κατοίκων της και των επισκεπτών της, πάντα ήταν πόλος έλξης
κάθε επαρχιώτη έλληνα και ελληνικής οικογένειας, ατόμων προερχόμενων από την
επαρχία. Σου παρείχε την ευκαιρία να χαθείς μέσα στην ανωνυμία του πολύβοου
πλήθους της και των επιλογών τους. Οι δεκαετίες της ακμαίας αστυφιλίας και της
εσωτερικής προσφυγιάς μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο σπαραγμό, είχαν
τροφοδοτήσει την πρωτεύουσα και τα περίχωρά της, με κάθε είδους χαρακτηρολογίας
και σωματικής τυπολογίας φτωχό πληθυσμό από την επαρχία. Ρωμαλέες ή
μαραγκιασμένες σωματικές και ψυχικές υπάρξεις άγνωστες, ανώνυμες, χαμένες μέσα
στην χοάνη της Πόλης, αναζητούσαν συντροφιά μέσα σε αίθουσες των ερωτικών
σινεμά, συναγμένες σε κεντρικές πλατείες με το νερό των σιντριβανιών να
ξεπλένει τον ιδρώτα τους. Να λιάζονται στα παρκάκια και τα ελάχιστα αλσίδια,
στα σκαλιά πρώτης και δεύτερης κατηγορίας ξενοδοχεία, γύρω από το μεγάλο και
κεντρικό χωνευτήρι ατόμων την Ομόνοια. Πρόσφυγες, κάθε κατηγορίας έμποροι, ανεπάγγελτοι
εργάτες, ξέμπαρκοι ναυτικοί, περίεργοι λαθραναγνώστες των εφημερίδων των
περιπτέρων, αργόσχολοι περαστικοί, συνταξιούχοι. Έλληνες εσωτερικοί μετανάστες
και ξένοι από κάθε γωνιά της υφηλίου. Μια αναρίθμητη διαρκώς ανατροφοδοτούμενη,
πολύπτυχη τυπολογία ανθρώπινων χαρακτήρων και ταυτοτήτων. Μία πολύχρωμη και
δύσκολα χαρτογραφούμενη ανθρωπογεωγραφία συμπεριφορών, ιδιαιτεροτήτων,
αντιδράσεων, ηθών και εθίμων, ενδυματολογικών προτύπων, διατροφικών συνηθειών όπως
μας τις σκιαγραφεί ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου σε διάφορα πεζά του και στο
βιβλίο του Ομόνοια. Ένας λαϊκός και φτωχός κόσμος που ζει και αναπνέει,
εργάζεται και βρίσκεται σε διαρκή κίνηση πέρα από την Κολωνακιώτη επικράτεια,
της όποιας ελληνικής γκλαμουριάς της πρωτεύουσας. Ο Γιώργος Ιωάννου, είναι του
ίδιου λαϊκού φυράματος και καθαρότητας, παρόμοιας ανθρώπινης ευαισθησίας, παρά
τον επιστημονικό και φιλολογικό εξοπλισμό του, το τάλαντο και το ταλέντο του
συγγραφέα που διαθέτει.
Η γραφή του Γιώργου Ιωάννου έχει μια
αυξομειούμενη ροή, μέσα από φλας μπακ περασμένων καθημερινών γεγονότων και
λεπτομερειών ατομικών του αναμνήσεων, απολογιών και εξομολογήσεων. Έχουμε μιλήσει σε προηγούμενα σημειώματα. Ας
έρθουμε όμως στο περιοδικό του «Φυλλάδιο» και στα κείμενα που δημοσιεύονται και
μεταξύ αυτών είναι και το πολυσέλιδο για τον Μάριο Βαγιάνο και την επίσκεψή του
μαζί με τον Ιωάννου στον Πειραιά.
Στο «Φυλλάδιο» διαβάζουμε ανέκδοτά ποιήματα του, τα «Πέντε Ποιήματά του» διπλό τελευταίο τεύχος 7-8/1985, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στις δύο συλλογές του. Έχουμε τα διάφορα Πεζά του, κρίσεις του για λογοτέχνες, λογοτεχνικές επιθέσεις του ενάντια σε πρόσωπα που τον πίκραναν και θεωρεί ότι τον αδίκησαν, μείωσαν την ποιότητα των γραπτών του. Την «Ευάγρια Κριτική» του, τις πληροφοριακές αναμνησιακές του σελίδες «Παλιές διευθύνσεις και τηλέφωνα». Διαβάζουμε τις μεταφράσεις του αρχαίων ερωτικών και επιτύμβιων επιγραμμάτων. Το «Κατοχικό του Ημερολόγιο», δύο νούμερα από την Επιθεώρησή του «Οι τουαλέτες» και την Α΄ Σκηνή από την «Ιατρική Εξέταση». Τους πληροφοριακά και φιλολογικά πολυσέλιδους «Θυσάνους» του. Οι «Θύσανοι» μόνο του διπλού τεύχους 5-6/1982 καταλαμβάνουν τις σελίδες 31-86. Ενώ του διπλού 7-8/1985, τις σελίδες 40-69, όπου μνημονεύει μικρές ή εκτενέστερες φιλολογικές αποτιμήσεις του για πνευματικές προσωπικότητες και συγγραφείς οι οποίοι έφυγαν από την ζωή τα τελευταία χρόνια. Μέσα στην ύλη των «Θυσάνων» του, συμπεριλαμβάνει τα «Θρύμματα», τα «Κουλτουριάρικα», τα «Γλωσσικά» τα «Έργα και Ημέραι» και άλλες μικρότερες κατηγορίες όπου σχολιάζονται θέματα και πρόσωπα της επικαιρότητας, εκφράζονται προσωπικές του θέσεις για το τι σημαίνει πατρίδα για τον Γιώργο Ιωάννου. Γράφει:
«Ακουμπώ στην πατρίδα, ακουμπώ στη φυλή, στο χώμα, στη γλώσσα, στην ιστορία, στην παραδοσιακή θρησκεία. Και γαληνεύω.» Και: «Το ξέρω πώς τα κιτάπια δεν αναγνωρίζουν «φυλή». Ούτε κι εγώ το λέω μ’ αυτή την έννοια. Είμαι πιό κατατοπισμένος από αυτούς και ας μην κάνουν τον κόπο. Είτε το θέλουν είτε όχι, αυτό το μίγμα, το κράμα, που ανθίζει σήμερα είναι η ελληνική φυλή. Και δεν μπορώ να καταλάβω για ποιό λόγο την περιφρονούνε», «Κάτω οι απαίσιοι αρνητές του Ελληνισμού! Κάτω οι πεζεβέγκηδες!», «Διαβάζω ελληνική ιστορία κλαίγοντας. Κανένα λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να μου δώσει αυτή τη συγκίνηση». Και: «Την Ελλάδα την κρατούν οι χωρικοί και οι επαρχιώτες». Και: «Η πατρίδα περιέχει και πολλά πράγματα ή ανθρώπους, που δεν εγκρίνεις, που θα ήθελες, ίσως να εκλείψουν. Εσύ να μην τους σκέφτεσαι αυτούς, όταν αγωνίζεσαι για την πατρίδα. Να σκέπτεσαι τα καλά της ή τα υποφερτά της». «Εγώ δεν είμαι εθνικιστής, είμαι πατριώτης. Με την έννοια της πατρικής γης και πάντων των εν αυτή. Σήμερα θάλλει ο πατριωτισμός, τέρμα η εθνικοφροσύνη».
Ενώ για το τότε Πασόκ και τον ηγέτη του Ανδρέα Παπανδρέου σημειώνει. Ενοποιώ τις παραγράφους: «Το Πασόκ, παρά τα λάθη του, είναι μιά κάπως αληθινή νεοελληνική αριστερά. Θέλω να πω ότι το μοντέλο δεν είχε εισαχθεί κατευθείαν απέξω. Το θλιβερό αυτό προνόμιο το έχουν πάντοτε οι άλλοι. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είδε επί πολλές δεκαετίες την Ελλάδα απέξω και τώρα του φαίνεται μηδαμινή, δεν του φτάνει. Γι’ αυτό ίσως θέλει να βγαίνει έξω απ’ αυτήν, να ακούγεται διεθνώς. Ρήτορας σαν τον Γεώργιο Παπανδρέου δεν υπάρχει σήμερα. Ο Ανδρέας είναι σπουδαίος στο ύφος το κουβεντιαστό. Όταν κάνει δηλώσεις ή μιλάει ήρεμα σε μια ομάδα. Τότε πείθει ολότελα το ακροατήριο. Και τη μεγαλύτερη προχειρότητα να λέει, πείθει. Τα βγάζει από μέσα του, τα σκέπτεται ενώπιον του κοινού. Όταν τον βλέπω να συζητάει στην τηλεόραση, αισθάνομαι θαυμασμό και ζήλεια. Αλλά στο μπαλκόνι, όχι! Δεν είναι ούτε στο δέκατο του πατέρα του. Εκείνος είχε εσωτερικό ρυθμό και άφθαστο καλό γούστο. Είχε λάμψη. Οι ρητορικοί λόγοι δεν είναι και τόσο άνευ ουσίας πράγματα». Λίγα ακόμα: «Ό,τι ήταν η Μακεδονία για τον Ίωνα Δραγούμη-τόπος μακρινών προγόνων του-το ίδιο είναι για μένα η σκλαβωμένη σήμερα Ανατολική Θράκη. Τόπος των προγόνων μου-όχι όμως και τόσο μακρινών. (Και τότε υπήρχαν σκουλήκια που χλευάζαν…)». Ενώ για την νομιμοποίηση της Εθνικής Αντίστασης, την συμμετοχή της Ελλάδας στην στρατιωτική συμμαχία και την Αριστερά, μας λέει και πάλι με ειλικρίνεια και πολιτική συνείδηση. «Ούτε ένα αντιστασιακό τραγούδι και φέτος, τον Οκτώβριο 1983, στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο. Τι συμβαίνει; Νομιμοποιήθηκε ή όχι η Αντίσταση; Τι ταχυδακτυλουργίες είναι αυτά; Και γιατί έγιναν φασαρίες στα σχολεία, που τραγουδήθηκαν αντιστασιακά; Γιατί δεν τα θέλουν οι δεξιοί καθηγητές και μαθητές; Ήταν με τους εχθρούς αυτοί;». «Κακά τα ψέματα’ η Ελλάδα δεν χωράει μαζί με την Τουρκία στο ΝΑΤΟ. Αλλά και που στο διάβολο να πάμε;». Εύστοχη και η παρατήρηση για την Αριστερά, κάτι ανάλογο έλεγε ο πειραιώτης ηθοποιός Θύμιος Καρακατσάνης σε παραστάσεις του. Γράφει ο Ιωάννου: «Η συμφορά της Αριστεράς, είναι οι πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Πέφτουν υπερβολικά πολλοί στο μερίδιό της, ενώ ακόμα και λίγοι από αυτούς μπορούν να διαλύσουν ένα κόμμα». Ενώ για την αχαρακτήριστη συνήθεια μετά το τέλος της Σχολικής χρονιάς να καταστρέφουν τα σχολικά βιβλία, λέει: «Τα σκισμένα σχολικά βιβλία, τα καμένα στα προαύλια των σχολείων. Οι ανάξιοι καθηγητές τα βλέπουν και οι σαχλές μαθητικές κοινότητες τα ευλογούν» σ.52-53.
Αντιγράφω μέρος των παλαιότερων σχολίων του, όχι μόνο γιατί μας δείχνουν την ποιότητα και το επιστημονικό ήθος του καθηγητή Γιώργου Ιωάννου αλλά, και γιατί δεν είναι «λαπάδες» οι διανοούμενοι και συγγραφείς όπως τους χαρακτήρισε δήμαρχος της συμπρωτεύουσας. Ο Γιώργος Ιωάννου, είχε βαθειά και στέρεα δημοκρατική συνείδηση και πολιτική σκέψη, πέρα από άγονους εθνικισμούς και ανέξοδους πατριωτισμούς ή πολιτικές ανοιχτών συνόρων και μπάτε σκύλοι αλέστε που λέει η παροιμία. Πώς μπορεί να είναι διεθνιστής ένας έλληνας με καταγωγή ελληνική, μικρασιάτης πρόσφυγας ή άλλων παλαιών ελληνικών πόλεων και μάλιστα, της αγροτικής ελληνικής επαρχίας. Ίσως εδώ στηρίζεται και η σταθερή γνώμη του Δημήτρη Μαρωνίτη για επαρχιακή λογοτεχνία του Γιώργου Ιωάννου. Όμως ο Ιωάννου, έχει τις πολιτικές απόψεις που έχουν οι περισσότεροι έλληνες από τα διάφορα μέρη της Ελλάδας περί Ελληνικότητας και τι σημαίνει για αυτούς πατρίδα, γενέθλια χώματα. Γιαυτό και η αγάπη του για τον Δραγούμη, οι πολιτικές θέσεις και νύξεις του Ιωάννου είναι κρίσεις που τις συναντάμε και σε άλλους δημοκρατικούς και μικρασιάτες έλληνες λογοτέχνες, απλά στον Ιωάννου είναι συγκεντρωμένες και αποτελούν ένα είδος προσωπικού του «μανιφέστου». Όμως τα σχόλια δεν αφορούν μόνο την πολιτική και τα πρόσωπά της, τα του σχολικού και εκπαιδευτικού οίκου του. Παρευρίσκεται σε συνεστιάσεις όπως αυτή για την Γαλλίδα συγγραφέα Μαργαρίτα Γιουρσενάρ και αναφέρει: «Την Κυριακή, 27.2.’83, δεξίωση στο ‘Βαλτάσαρ» προς τιμήν της Μαργαρίτας Γιουρσενάρ. Από τις εκδόσεις «Χατζηνικολή». Είμαι άμαθος σε αυτά και παρατηρούσα. Συμπαθέστατη η Γιουρσενάρ αλλά δεν απηύθυνε ούτε μία λέξη. Αντιπαθέστατοι αρκετοί από τους προσκεκλημένους, στην προσπάθειά τους να τους καταγράψουν οι κοσμικογράφοι. Στο μεταξύ οργίαζαν οι φήμες για πραξικόπημα. Τα γόνατά μου είχαν κοπεί. Αλλά όταν κοίταζα τη Γιουρσενάρ, θυμόμουν τον θαυμάσιο «Αδριανό» της και γαλήνευα. Είναι μεγάλο βιβλίο.». Παρακολουθεί την παράσταση «Οιδίποδας Τύραννος» στο Θέατρο Πέτρας, την παράσταση που είχε παρακολουθήσει η υπουργός πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη και ο πρωθυπουργός του Καναδά Πιέρ Έλιοτ Τρυντώ και καυτηριάζει αρνητικά το λογύδριο του «τετοιόγλωσσου» δημάρχου. Επισκέπτεται την «εξαίρετη έκθεση» στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων με έργα του Φώτη Κόντογλου, μιλά αρνητικά για τις διάφορες θρησκευτικές αιρέσεις οι οποίες είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται στην ελληνική επικράτεια εκείνα τα χρόνια. Μαθαίνουμε σύμφωνα με το ΚΚΕ ποια είναι τα όργανα του «ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης» από τις σελίδες του περιοδικού ο «Σχολιαστής» που διαβάζει και μεταφέρει ο Ιωάννου στους «Θυσάνους» του: «Στο τεύχος 13 του περιοδικού «Σχολιαστής» (1.4.84) υπάρχει άρθρο με τίτλο «Οι πολιτιστικές προγραφές του ΚΚΕ». Εκεί αποκαλύπτεται ένας κατάλογος δεκατεσσάρων προσώπων, που τα «αφόρισε» πρόσφατα το πολιτιστικό τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Ανάμεσά τους βρίσκομαι «αφορισμένος» και εγώ. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα αυτά είναι τα εξής: Κ. Καραμανλής, Κάρολος Κουν, Δημήτρης Χορν, Μάνος Χατζιδάκις, Δημήτρης Καπράνος, Γιώργος Στεφανάκης, Αλέξης Σολομός, Γιώργος Ιωάννου (συγγραφέας), Άρης Δαβαράκης, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Βασίλης Ραφαηλίδης, Θάνος Μικρούτσικος, Διονύσης Σαββόπουλος και Γιώργος Π. Σαββίδης. Δίπλα στο κάθε όνομα βρίσκεται, λέει, η αιτία, που περίληψή της δίνει το περιοδικό. Ελάχιστα από τα λεγόμενα αφορούν άμεσα το ΚΚΕ, τα άλλα τεκμαίρεται ότι το αφορούν. Εν πάση περιπτώσει εμείς είμαστε μια πρώτη δόση από όργανα «του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης» στον πολιτιστικό χώρο και δεν πιστεύουμε ή και υπονομεύουμε την πολιτιστική εξόρμηση, που γίνεται τελευταία προς το λαό. Εγώ ειδικά είμαι ένοχος γιατί έχω επικρίνει και διάφορα κομματικά φεστιβάλ (όχι αποκλειστικά αυτό του ΚΚΕ), γιατί δεν έχουν πολιτιστικό σκοπό και γιατί προσπαθούν να επιβάλλουν στο λαό την ομάδα των κομματικών καλλιτεχνών και συγγραφέων. Δεν θα απαντήσω πεισματικά ούτε με τάση υπερβολής και γενίκευσης στις ανήκουστες αυτές για την εποχή μας ενέργειες. Και δεν θα το κάνω από σεβασμό προς ορισμένους φίλους που έχουν πιστέψει και έχουν υποφέρει γι’ αυτό το κόμμα, και από μια τάση κούρασης αλλά και ακαταδεξιάς προς ένα τόσο χθαμαλό επίπεδο επικριτών μου. Θα είμαι, λοιπόν, ειλικρινής και ξεκάθαρος, μια και η μέχρι τώρα πολιτεία μου και δουλειά μου, μου επιτρέπει να μην έχω ανάγκη κανέναν. Εξάλλου δεν έχω φτάσει σ’ αυτή την ηλικία, των πενήντα εφτά-παρακαλώ-ετών για να μασάω τα λόγια μου και να κάνω πώς δεν ξέρω. Λοιπόν: Οι κατηγορίες αυτές είναι ανυπόστατες και βλακώδεις. Η Κ.Ε. του ΚΚΕ πρέπει να διώξει αμέσως τους ανεπαρκείς αυτούς-πνευματικά και ηθικά-που την παράσυραν σ’ αυτό το λάθος. Πιστεύω απαρέγκλιτα στην ανάγκη για απόλυτη ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δεν πρόκειται να βάλω την τέχνη μου στην υπηρεσία κανενός κόμματος και δεν πρόκειται να πάψω να αποδοκιμάζω τη χρησιμοποίηση της τέχνης για κομματικούς εκμαυλισμούς.». Βλέπε και το κείμενο "Η Ναυτία" σ/34-37, Φυλλάδιο τχ. 7-8/1985.
Υπάρχει αναγνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας ή έστω του Γιώργου Ιωάννου, ο οποίος θα μπορούσε να διαφωνήσει με αυτά που γράφει; Ποιος καλλιτέχνης ή πνευματικός δημιουργός θα έβαζε την φωνή και την δημιουργία του κάτω από το στέγαστρο των κομμάτων μάλιστα, με τέτοιες αντιλήψεις και απαγορεύσεις. Και αυτό ισχύει για όλα τα κόμματα. Αυτή η κομματοκρατία και η παθογένειά της που ταλανίζει πολιτική, τέχνη, επιστήμη, πνευματική δημιουργία, ανθρώπους και καλλιτέχνες. Από τα βέλη του, δεν ξεφεύγουν και οι ξένοι:
«Τι εξοργιστικοί αυτοί οι ξένοι! Ή μάλλον, ορισμένοι ξένοι. Νομίζουν πώς γινόμαστε διάσημοι από τη στιγμή που μας ανακαλύπτουν αυτοί».
Ενώ για το λογοτεχνικό σινάφι σημειώνει τσουχτερά:
«Αν χρειαστείτε ξαφνικά κάποιον με την ιδιότητα του λογοτέχνη, ανοίξτε το «Χρυσό Οδηγό» στο λήμμα «λογοτέχνες» και θα βρείτε ενδιαφέροντα πράγματα. Θα διασκεδάσετε και ίσως εξυπηρετηθείτε..».
Ας τελειώσουμε την αντιγραφή ελάχιστων σχολίων του που δημοσιεύονται στις σελίδες
των «Θυσάνων» του, με κάτι γουστόζικο που σε κάνει ακόμα και σήμερα να χαμογελάς
ευχάριστα. Την αντιγράφω σε ξεχωριστή παράγραφο για να γελάσουμε πικρόχολα. Ο
Γιώργος Ιωάννου, μας μιλά για μια γελοιογραφία του ΚΥΡ στην εφημερίδα
«Ελευθεροτυπία». Γράφει ο Ιωάννου, σ.58:
«Μια ωραιότατη γελοιογραφία του ΚΥΡ στην «Ελευθεροτυπία»: Ένας ρεπόρτερ με το μαγνητόφωνο ανά χείρας μπροστά σε μιά μπαμπουλωμένη γριά χωριάτισσα. «Ποια είναι τα προβλήματα στο χωριό σας γιαγιά;» ρωτάει. Και η γιαγιά: «Ο Μπρέχτ παιδάκι μου, ο Μπρέχτ». Αληθινά, μας έχουνε ταράξει. Και όχι μόνο εμάς, αλλά και τα κρατικά ταμεία.».
Μια λεζάντα του ΚΥΡ ένα δημοκρατικό και της κοινωνικής
ελευθερίας μανιφέστο. Ποιος δεν θυμάται αυτό το μπούκωμα της Μπρεχτικής
προπαγάνδας στο όνομα της ιδεολογίας. Μιάς πολιτικής προπαγάνδας που μείωνε τα
θετικά μηνύματα του έργου του. «Ο Γαλιλαίος» του είναι ίσως η ταυτότητά του και
κατόπιν το «Μάνα Κουράγιο». Ας μην καταφύγουμε όμως σε κουλτουριάρικες φλυαρίες
όπως θα έγραφε και ο Ιωάννου.
Όσο και αν ακούγεται παράξενο στον
σημερινό αναγνώστη, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι διάφορες νεκρολογίες του
Ιωάννου. Όσο και αν ηχεί πένθιμα η θεματολογία τους, η αίσθηση της απώλειας, τα
κείμενα αυτά ξεφεύγουν από τον περιορισμό που επιβάλει το θέμα τους και
απλώνονται σε ευρύτερα φιλολογικά πεδία εξέτασης του συγγραφέα ή του καλλιτέχνη που έφυγε από κοντά μας. Βλέπε
θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη, του μουσικοσυνθέτη Μάνου Λοίζου, του αριστερού
ζωγράφου και συγγραφέα Μάνθου Κέτση (ποιός τον γνωρίζει ή τον θυμάται), μάλιστα
προβαίνει και σε έναν υπαινικτικό σχολιασμό εναντίον του Σεφέρη και την
ενόχλησή του για τις δραστηριότητες του Κέτση στο Πολιτικό του Ημερολόγιο.
Αναφέρεται στον θάνατο του μηχανικού φίλου του στην Τρίπολη, Όθωνα Τσαμπλάκλου.
Του καθηγητή Λίνου Πολίτη, του πειραιώτη Ευάγγελου Παπανούτσου, (που αντέγραψα
σε προηγούμενο σημείωμα). Γράφει για τον θάνατο της αδερφής της μητέρας του
Αργυρώς Μπουργιάννη και για τον Στάθη Δρομάζο, τον Περικλή Αθανασόπουλο, τον
Αλέκο Πατσιφά, τον Στρατή Δούκα και τον Αστέρη Κοββατζή, τον Τεριάντ, τον Γιάννη Σκαρίμπα και πλήθος άλλων. Αρκετά είναι και τα σχόλιά του για την
τούρκικη εισβολή στην Κύπρο και την απραξία των υπευθύνων, ενώ καυτηριάζει
αρνητικά τα γραφόμενα του Ηλία Πετρόπουλου για την μη ελληνικότητα της
Θεσσαλονίκης. Το πολιτικό και καλλιτεχνικό πανόραμα των δεκαετιών εκείνων περνά
μπροστά στα μάτια μας με απλό τρόπο, καθημερινή γλώσσα, γραφή δίχως κορώνες και
ακρότητες. Θέσεις ιστορικές και τεκμηριωμένες εκφρασμένες όμως με το
προσωπικό της ψυχής του «πάθος». Κάνω
αντιβολή των κειμένων του «Φυλλαδίου» με αυτά τα οποία μετέφερε στα βιβλία του
ή συγκρίνω θέσεις του. Χρήσιμος συμπαραστάτης στην ανάγνωση της ύλης του το
«Εισαγωγικό Φυλλάδιο» βιβλίο 50 σελίδων με Εισαγωγή- Επίμετρο- Παροράματα της
επιμελήτριας Αντιγόνης Βλαβιανού. Προσεκτική η δουλειά της, διακρίνεται
ιδιαίτερα, στην γλωσσική επιμέλεια και ορθογραφικές διορθώσεις της ύλης των 8
μονών και διπλών τευχών του περιοδικού, όπως βλέπουμε στις σελίδες με τα
«Παροράματα». Αλλά, ας ακούσουμε την φωνή και το σκωπτικό ύφος του Γιώργου
Ιωάννου:
«Οι νέες κατάφορτες λέξεις και
εκφράσεις, ενός συγγραφέα-«νέες» στη χρήση τους από αυτόν, όχι «πλασμένες» από
αυτόν- κινδυνεύουν να τις κατασπαράξουν τα εξής θηρία: 1) Ο Λύκος της
δακτυλογράφου. 2) Ο Λέων του τυπογράφου. 3) Ο Πάνθηρ του διορθωτή. 4) Ο
Ιπποπόταμος της τεμπελιάς του ίδιου του συγγραφέα, εάν δεν κοιτάζει με προσοχή
τα τυπογραφικά δοκίμια. 5) Η Ύαινα του απρόσεκτου ή ανεπαρκή αναγνώστη». Και σπεύδει να προσθέσει: «Εγώ είμαι απαλλαγμένος μόνον από τον Λύκο
της Δακτυλογράφου. Τα γράφω όλα μόνος μου και μάλιστα με το χέρι». Προεξοφλώντας
με τα γραφόμενά του το ενδεχόμενο των αβλεψιών των άλλων θηρίων, από τα οποία
κινδυνεύει κάθε κείμενο να κατασπαραχθεί. Όπως αναφέρει η Αντιγόνη Βλαβιανού.
Εύστοχες παρομοιώσεις, πάντως καλύτερες από τους κεραυνούς που εξαπολύουν οι
διάφοροι γλωσσαμύντορες. Οι ορθοφρονούντες των τύπων και του γράμματος της
ορθογραφικής αληθείας. Τίποτα δεν λέγεται τυχαία, τίποτα δεν γράφεται άσκοπα,
τίποτα δεν σχολιάζεται δίχως να υπάρχει κάποιος λόγος, μία αφορμή. Όλα έχουν
την αξία και την σημασία τους στον λόγο του, την γραφή του, στα κείμενά του,
στα πεζά του, στην ύλη του «Φυλλαδίου». Ακόμα και το παραμικρότερο σύντομο
σχόλιό του, η ελάχιστη λεπτομέρεια, είναι μία προσωπική του απάντηση σε
«καρφιά» και εκτοξευόμενα «βέλη» τρίτων, παλαιών φιλικών του ατόμων, των
περασμένων χρόνων εφηβικών του συντρόφων που δεν τους εμπιστεύεται πλέον, και
στις κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες και καλλιτεχνικές της ελληνικής
πραγματικότητας των ημερών του.Στο τελευταίο διπλό τεύχος του περιοδικού το
«Φυλλάδιο» 7-8/1985, ο ποιητής μετά τα «Πέντε» αυτοβιογραφικά ερωτικής υφής ποιήματά
του, δημοσιεύει ένα ακόμα αυτοβιογραφικό του πολυσέλιδο πεζό του, σελίδες 9-24,
«ΠΑΛΙΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΛΕΦΩΝΑ». Η φιλοσοφία, το ύφος γραφής, των ειδικών
στοιχείων και γενικών φιλολογικών πληροφοριών που μας παράσχονται στο πεζό
αυτό, συγγενεύει με την φιλοσοφία των περιεχομένων των σελίδων με τους
«Θυσάνους» του που άρχισε να δημοσιεύει σε προηγούμενα τεύχη του προσωποπαγούς
αυτού καθαρά Περιοδικού, όπως τον ευχαριστούσε να αποκαλεί το Φυλλάδιο. Χρησιμοποιώ
τον όρο προσωποπαγούς Φυλλαδίου γιατί και ο ίδιος ο ποιητής και Πεζογράφος μας
διευκρινίζει, ότι, αν και το Φυλλάδιο δίνεται με εισφορές σε συνδρομητές, οι
δραχμές κυμαίνονται, δεν δέχεται να δημοσιεύει στις σελίδες του κείμενα ή
σχόλια άλλων. Ούτε καν διατηρεί στήλη αλληλογραφίας από τα γράμματα που του
έστελναν. Η στάση του αυτή ενδέχεται, να μας δημιουργεί ερωτήματα, για τις
εγγενείς δημόσιες και ατομικές του φοβίες. Μία εικόνα της κάπως κλειστής
προσωπικότητας του Ιωάννου. Δες και το πεζό του «Ένας τωρινός λογοτέχνης στο
Κλεινόν Άστυ», τεύχος 3-4/1978-1979. Εξάλλου, όπως έχουν επισημάνει οι
μελετητές του έργου του, η αφορμή για την κυκλοφορία του περιοδικού υπήρξε η
δημόσια διαμάχη μεταξύ των δύο παλαιών φίλων, του καθηγητή Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη
και του ποιητή Γιώργου Ιωάννου, όταν ο πρώτος, σε σειρά επιφυλλίδων του στην
εφημερίδα «Το Βήμα» και σε Ομιλία του στην Θεσσαλονίκη, μίλησε και χαρακτήρισε
απαξιωτικά την πεζογραφία του Ιωάννου. Ο Ιωάννου πικράθηκε, θίχτηκε και
αντέδρασε δημόσια. Άρχισε να εκφράζει τις θέσεις του μεταξύ άλλων και στην «ΕΥΑΓΡΙΑ
ΚΡΙΤΙΚΗ» που απαντούσε επί προσωπικού στον καθηγητή, την οποία διαβάζουμε σε
δύο κυρίως τεύχη του Φυλλαδίου, 3-4 και 7-8. Ενώ, αργά και σταθερά οι οξείς
κρίσεις του για τον Μαρωνίτη απαλύνονται, βλέπε όταν μας μιλά για το κείμενο
του Μαρωνίτη στο «Βήμα» μετά τον θάνατο του Λίνου Πολίτη.
Συνεχίζοντας
σχετικά με τον Βαγιάνο, το πολυσέλιδο αυτοβιογραφικό του πεζό-ένα είδος
χρονικού- το «ΠΑΛΙΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΛΕΦΩΝΑ» σαν κεντρική του θεματολογία
έχει τον βίο και την πολιτεία του καλοκάγαθου και πάντα πρόθυμου να
συμπαρασταθεί στους νέους καλλιτέχνες, τον βαρήκοο και γλεντζέ, την θρυλική
φυσιογνωμία του Μάριου Βαγιάνου. Του ατόμου που είχε γνωρίσει από κοντά τον
Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και είχε γράμματά του, τον Αιγυπτιώτη
Έλληνα ο οποίος ζώντας από τις οικονομικές χορηγίες φίλων του πλούσιων συμπαραστατών
εικαστικών κυρίως, δημιούργησε το γνωστό στην εποχή του Πρακτορείο,
διοργανώνοντας συνεστιάσεις νέων ποιητών και πεζογράφων και εκθέσεις νέων
καλλιτεχνών. Από μία παράξενη ειρωνεία της τύχης ο «μυθικός» Μάριος Βαγιάνος
απεβίωσε σε κλινική στη Θεσσαλονίκη όπου είχε μεταβεί για να βελτιώσει την
βαρειά κώφωσή του. Ο Ιωάννου γράφει ένα εξομολογητικό, νοσταλγικό και συγκινητικό,
καλογραμμένο απολογητικό φυσικά, αλλά δεικτικό ευαίσθητο κείμενο για την
περιπέτεια των συναντήσεών τους, της γνωριμίας τους. Ο Ιωάννου συναντήθηκε στο
σπίτι-Πρακτορείο του- με τον Βαγιάνο, όταν κατέβηκε στην πρωτεύουσα, ο νεαρός
ποιητής όταν κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική πλακέτα, την συλλογή
«Ηλιοτρόπια» (1954). Του ταχυδρόμησε ορισμένα αντίτυπα, τα οποία έστειλε ο
Βαγιάνος σε διάφορες εφημερίδες για την παρουσιάσουν. Για τον άγνωστο νεαρό
ποιητή αυτό δεν ήταν λίγο, αμελητέο, και μάλιστα, όταν ο Μάριος Βαγιάνος, αυτός
ο καλών προθέσεων άνθρωπος, ξόδεψε από την τσέπη του για να ταχυδρομήσει το
μικρό βιβλίο, δεν δέχτηκε να πάρει τα χρήματα που του έδωσε ο Γιώργος Ιωάννου.
Με την γνωριμία αυτή, ο Θεσσαλονικιός άγνωστος νέος εκπαιδευτικός, γνωρίζεται
με τον καλλιτεχνικό κύκλο του Μάριου Βαγιάνου. Ο Ιωάννου, αναζητούσε-και
δικαίως- μία ευκαιρία να γνωριστεί ως ποιητής, και όποτε έρχονταν στην Αθήνα
επισκέπτονταν τον Βαγιάνο και το Πρακτορείο του. Συμμετείχε έπειτα από
προσκλήσεις του Βαγιάνου στις διάφορες εκδηλώσεις και συνεστιάσεις καλλιτεχνών
που διοργάνωνε το Πρακτορείο ή είχε προσκληθεί ο Βαγιάνος και η φιλότεχνη παρέα
του. Η επαφή τους κράτησε για μεγάλο διάστημα, δίχως να διαταραχθούν οι σχέσεις
τους, μάλιστα, όπως μας εξομολογείται ο ίδιος ο Ιωάννου, ο Βαγιάνος μιλούσε
πάντοτε επαινετικά για τον νέο πνευματικό φίλο του και καλό ποιητή στους γύρω
του. Ο Ιωάννου μας μιλά για τις διάφορες κατοικίες που άλλαξε ο Βαγιάνος, για
ορισμένα κοινωνικά ευτράπελα που συνέβαιναν, για πρόσωπα του στενού
καλλιτεχνικού και πνευματικού κύκλου του συνήθως απαξιωτικά. Ο Γιώργος Ιωάννου,
άρχισε να απομακρύνεται από το Πρακτορείο όταν είτε τον συμβούλευσαν άλλοι,
είτε ο ίδιος διαπίστωσε ότι ο καλλιτεχνικός περίγυρος του Βαγιάνου δεν ήταν της
πρώτης γραμμής. Μαζευόντουσαν δεύτερης και τρίτης κατηγορίας ποιητές,
πεζογράφοι, εικαστικοί, διανοούμενοι όπως θεωρούσαν οι μεγαλόσχημοι. Ξέκοψε δεν
συμμετείχε στις εκδηλώσεις τους και έσβησαν αργά οι επισκέψεις του. Θυμάμαι
ακόμα και στα δικά μου εφηβικά χρόνια, το πόσο απαξιωτικά μιλούσαν για αυτό το
καλοκάγαθο γεροντάκι, αυτό τον πραγματικά
μέντορα των ελληνικών γραμμάτων, μια και ξόδευε από την τσέπη του
χρήματα για να διαδώσει τα έργα των νέων αντρών και γυναικών λογοτεχνών, να
διοργανώσει εκθέσεις ζωγραφικής. Μπορεί το κριτήριό του να μην ήταν εκείνο των
επίσημων κριτικών και σχολιαστών των τότε εφημερίδων και περιοδικών, όμως η
προσωπική του βοήθεια δεν ήταν αμελητέα. Όταν οι περισσότεροι νέοι και νέες σε
ηλικία ποιητές και συγγραφείς, εικαστικοί, έπρεπε να πληρώσουν από την τσέπη
τους ένα μεγάλο ποσό για να τυπώσουν την συλλογή τους, το βιβλίο τους, να
κάνουν μία ατομική τους έκθεση για να εκθέσουν τα έργα τους. Ακόμα, γνωρίζουμε
περιπτώσεις που βιβλιοκριτικοί έπαιρναν ανταλλάγματα για να παρουσιάσουν, να
γράψουν στις σελίδες των εντύπων που έγραφαν. Το αυτοαναφορικό ημερολογιακό αυτό κείμενο του
Γιώργου Ιωάννου, είναι μία χρήσιμη και ωραία περιδιάβαση σε πρόσωπα κυρίως αλλά
και καταστάσεις και συμβαίνοντα, ατομικές συμπεριφορές στους πνευματικούς
κύκλους της εποχής του, αλλά και ψυχογράφηση του χαρακτήρα του σαν λογοτέχνης.
Ο Μάριος Βαγιάνος και το Πρακτορείο του τροφοδοτούσε με καλλιτεχνικές ειδήσεις
και νέες παρουσιάσεις και εμφανίσεις συγγραφέων, εικαστικών καλλιτεχνών, τις
σελίδες της εφημερίδας το «Έθνος» κάθε Πέμπτη που διατηρούσε ο γνωστός Αχιλλέας
Μαμάκης. Ίσως κατορθώσω αυτό το ενδιαφέρον και πληροφοριακό πολυσέλιδο κείμενο,
που αναπλάθει το κλίμα μιάς άλλη εποχής,-όχι και τόσο επίσημης, αλλά αποτελεί
μέρος και μέλος της πνευματικής και καλλιτεχνικής ιστορίας της ελληνικής
γραμματείας- και αναφέρεται στον Μάριο Βαγιάνο, να το αντιγράψω στα Λογοτεχνικά
Πάρεργα. Η παρουσία του Βαγιάνου είναι ο κεντρικός πυρήνας που γύρω του
δορυφορικά περιστρέφονται πρόσωπα και γεγονότα, συναντήσεις και καταστάσεις,
ειδήσεις. Εξάλλου, οι έλληνες και οι ελληνίδες αναγνώστες και συγγραφείς
λησμόνησαν τόσες άλλες σημαίνουσες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες, τον Μάριο Βαγιάνο
θα θυμούνται ή θα αναζητήσουν να πληροφορηθούν και για το Πρακτορείο του; Ο
γνωστός του γνωστού και πρώτη θέση στην μαρκίζα. Ανάμεσα στις άλλες πληροφορίες
και στοιχεία που μας δίνει ο Γιώργος Ιωάννου, είναι και μία που αφορά την πόλη μας,
τον Πειραιά. Γνωρίζουμε από αφηγήσεις παλαιών πειραιωτών συγγραφέων, ότι ο
Μάριος Βαγιάνος όχι μόνο κατέβαινε συχνά στο Λιμάνι του Πειραιά, επισκέπτονταν
στέκια του, αλλά και διατηρούσε με το Πρακτορείο του καλές σχέσεις με τον
πνευματικό κόσμο της πόλης. Οι δημόσιες σχέσεις που με ευκολία δημιουργούσε δεν
απέκλειαν κανέναν και καμία. Πέρα από την πνευματική και καλλιτεχνική τους αξία
και ευτυχώς.
Αναφέρει ο
Γιώργος Ιωάννου, σελίδα 15:
«… Ήταν όμως άνθρωπος γλυκός, (εννοεί
τον Βαγιάνο) όπως κι εκείνος ο Πέτρος Ωρολογάς στη Θεσσαλονίκη και δεν
μπορούσες για τα πολιτικά και μόνο να του θυμώσεις.
Ωστόσο την άλλη ή την παράλλη μέρα κάπου ο Βαγιάνος πάλι με οδήγησε.
Πήγαμε μ’ ένα γκρούπ πάλι κάτω στη Φρεαττύδα και εγκαινιάσαμε τις προτομές του
Νιρβάνα και του Πορφύρα. Θα μου πει βέβαια κανείς τι δουλειά είχες εσύ,
εικοσιπεντάρης άνθρωπος με τις προτομές και τα ρέστα, δεν είχε τρελά πράγματα η
Αθήνα για να μπλέξεις;
Για μένα εκείνη τη στιγμή οι λογοτεχνικές αυτές γνωριμίες, η απλή έστω
επαφή, με ανθρώπους που τα βιβλία τους
από μικρός με μανία διάβαζα είχαν απροσμέτρητη σημασία και οι κουβέντες τους
ακόμα και οι πιό απλές γοητεία μεγάλη και μυστική πνευματικότητα.» Και συνεχίζει
ο Ιωάννου: «Εκείνο το βράδυ στη Φρεαττύδα κάθισα θυμάμαι στο ίδιο τραπέζι με
τον Μάνο Κατράκη, τη Δώρα Μοάτσου, και μια φίλη της ποιήτρια. Ανυπομονούσα να
δω τον Βάρναλη, που τελικά δεν ήρθε. «Θα έμπλεξε σε καμιά
ταβέρνα», όπως είπε η Μοάτσου. Πρώτα εγκαινιάστηκε η προτομή του Νιρβάνα και
μετά του Πορφύρα. Και στις δύο διαβάστηκαν σύντομοι λόγοι και απαγγέλθηκαν
ποιήματα. Απάγγειλε ο Κατράκης, αλλά και η Θάλεια Καλλιγά, κυρία Πίπα τότε, του
καθηγητή του Πολυτεχνείου, που ήταν πρύτανης εκείνη τη χρονιά, μα ήρθε κάπως
αργοπορημένος είναι η αλήθεια, στην εκδήλωσή μας, πράγμα που εμένα με
εντυπωσίασε, γιατί πρώτη φορά μου έβλεπα, και συμμετείχα μάλιστα στην ίδια
ομάδα, με τον πρύτανη του Πολυτεχνείου. Εννοείται, βέβαια ότι είχε μαζευτεί
κόσμος ένα γύρω, που άκουγε σιωπηλός με
ευπρέπεια. Ένας νεαρός ακούγοντας την ομιλία για τον Πορφύρα έλεγε αποπίσω μου
στο φίλο του: «Ώστε αυτός ήταν ο Πορφύρας; Κι η μάνα μου με φοβέριζε, κάτσε
καλά γιατί θα φωνάξω τον Πορφύρα να σε φάει!». Στην προτομή του Νιρβάνα έπιασα
μια τρυφερή κίνηση που σε μένα τουλάχιστον τον μαθημένο στις μικροαστικές
μεγαλοπρέπειες έκανε πολλή εντύπωση. Μια μαυροφορεμένη μεσόκοπη κυρία έβαλε
κάτω από την προτομή του μια γλάστρα με έναν καλοφουντωμένο σγουρό βασιλικό.
Ψιθυρίστηκε πώς ήταν η γυναίκα του, πού την είχε, λέει, υπηρέτρια και τελικά
την παντρεύτηκε.
Μετά
τα εγκαίνια και της προτομής του Πορφύρα, ο τότε Δήμαρχος Πειραιά Σαπουνάκης
κράτησε την παρέα του Βαγιάνου για
τραπέζι. Εγώ δεν έμεινα μολονότι πάρα πολύ επέμενε ο Βαγιάνος, καθώς και ο
Σαπουνάκης και ο Χρίστος Λεβάντας θυμάμαι!».
Όπως για άλλη μία φορά οι γραπτές,
προφορικές και φωτογραφικές πηγές μαρτυρούν, ο Πειραιάς, το πρώτο λιμάνι της
χώρας, παρά του ότι ήταν μία εργατούπολη και προσφυγομάνα από την αρχή της
ίδρυσης του Δήμου, δεν έπαυε με τον έναν ή άλλον τρόπο και ευκαιρία να
προσελκύει στα χώματά του, στις διάφορες περιοχές του και στο παραθαλάσσιο και
θαλάσσιο περιβάλλον του, άτομα από όλη την Ελλάδα. Η μικρή,
αλλά όχι αμελητέα και γνωστή στους πνευματικούς αθηναϊκούς κύκλους της εποχής,
ομάδα νέων Πειραιωτών δημιουργών, ήταν πρόθυμη πάντα να ανοίξει την θερμή
αγκαλιά της, να προσκαλέσει και να φιλοξενήσει λογοτέχνες και καλλιτέχνες από
διάφορα μέρη της χώρας. Να τους γνωρίσει από κοντά να τους «τραπεζώσει», να
διαβάσει το έργο τους να δώσει διαλέξεις για αυτό. Εξάλλου, οι ωραίες παραθαλάσσιες
τοποθεσίες της Φρεαττύδας, της Πειραϊκής, του Μικρολίμανου, του λιμανιού της
Ζέας, ήσαν μέρη πόλος έλξης για απογευματινές βεγγέρες και φαγητό, ουζάκι και
θαλασσινό μεζεδάκι. Έχω ακούσει διάφορα στιγμιότυπα από παλαιούς Πειραιώτες
συγγραφείς για τις επισκέψεις του Μάριου Βαγιάνου και του Πρακτορείο του στην
πόλη μας. Παλαιές αναμνήσεις γεμάτες νοσταλγία, ευαισθησία, τρυφερότητα και
νεανική αναπόληση. Δεν γνωρίζω αν έχει διασωθεί φωτογραφικό υλικό στον τοπικό ή
αθηναϊκό τύπο της εποχής για τις εκδηλώσεις σχετικά με τις προτομές του
φαληριώτη Παύλου Νιρβάνα και του ποιητή του μεσοπολέμου πειραιώτη Λάμπρου
Πορφύρα, αλλά, θα ήταν ενδιαφέρον, αν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε την νεανική
παρουσία του ποιητή Γιώργου Ιωάννου και των άλλων συμμετεχόντων. Συλλέκτες του
Πειραιά και μελετητές της Πειραϊκής Ιστορίας, λάτρεις της φωτογραφικής τέχνης
ίσως ενδιαφερθούν.
Στην δική μου αναφορά, να σημειώσω μόνο ότι
ο Γιώργος Ιωάννου κατέβαινε-όπως λέμε εμείς οι Πειραιώτες-στο σπίτι του ποιητή
Ανδρέα Αγγελάκη, στον Περαία. Το ενδιαφέρον μου εστιάζεται στον Μάριο Βαγιάνο
και πως τον έχουν μέχρι σήμερα προσωπογραφήσει. Επίσης, ο πειραιώτης εικαστικός
και δάσκαλος Γιάννης Τσαρούχης τρία χρόνια μετά την απώλειά του γράφει ένα ωραίο μονοσέλιδο κείμενο για τον Γιώργο Ιωάννου, "Δυό λόγια για τον Γιώργο Ιωάννου" περιοδικό Η Λέξη τχ. 72/ 2, 1988
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς 12 Οκτωβρίου
2023
Καθώς οι σειρήνες
της προσφυγιάς ηχούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου