ΤΡΙΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ
ΚΑΙ
ΤΡΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΓΙΑ
ΤΗΝ ΣΑΠΦΩ
Προλογικά
Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2021 συστηματικότερα, αναλυτικότερα και με ποιητικό και αναγνωστικό οίστρο, ανάρτησα στην μικρή μου ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα μία σειρά ηλεκτρονικών σημειωμάτων από παλαιότερα και σύγχρονα διαβάσματά μου. Πάνω από 10 ηλεκτρονικά σημειώματα. Παρέθεσα βιβλία, ποιήματα, μεταφράσεις, βιβλιογραφικές πληροφορίες, στοιχεία έρευνας, αρχαίων, σύγχρονων και παλαιότερων συγγραφέων ελλήνων και ξένων, μεταφραστών, για την διασωθείσα θραυσματική ποιητική παρουσία και τον βίο της αρχαίας λυρικής ποιήτριας από την Λέσβο, την θρυλική ΣΑΠΦΩ. Την Ψάπφω ή ΨΑΠΦΑ όπως καθιερώθηκε να λέγεται, καθώς το όνομά της και ο αινιγματικός βίος της μέσα από διάφορες παραλλαγές και μεταμορφώσεις, μέσα από θρύλους και ιστορικές εξιστορήσεις, η φήμη της φτερουγίζοντας μέσα στις φεγγαρόλουστες στοές του χρόνου και της ιστορίας μεταφέρθηκε από το μικρό αιγαιοπελαγίτικο νησί της σε όλη την Ελλάδα. Και από τα ελληνικά ποιητικά χώματα είτε ως μητέρα, είτε ως παθιασμένη ερωμένη, είτε ως τρυφερή σύζυγος, είτε ως «γυναικεράστρια», είτε ως αυτοκτόνος, είτε ως σύμβολο ή τροφοδότρα ιδέα κοινωνικών αγώνων μιάς μερίδας γυναικών, αλλά προπάντων ως Λυρική Ποιήτρια, κέρδισε επάξια και τιμητικά με την θέρμη της φλόγας του ερωτικού της λόγου, την σημαντική εικόνα της, την πλούσια και ισχυρή εκφραστική της, τον καθαρό και λυρικό λόγο της, τους μελλοντικούς ποιητικούς αιώνες. Έχουν παρέλθει 3.000 χρόνια πολιτιστικής ιστορίας της ανθρωπότητας και η παρουσία και η νύχτια λαλιά της είναι παρούσα και φωτεινή. Η Σελάνα του Κόσμου της Ποίησης είναι αυτή. Η φωνή της έγινε ποιητικό ηχείο αναφοράς για εκατοντάδες ποιητές και ποιήτριες, ερωτευμένες υπάρξεις. Είτε ως η «Μορφωμένη Κυρία» στους σκοτεινούς θρησκευτικούς χρόνους του Μεσαίωνα, είτε ως η «Κόρη του Σάντ» για τους συντηρητικούς και τυπολάτρες Βικτωριανούς, είτε ως αρχέτυπο ηρωίδας στους νέους χώρους της σύγχρονης μυθοπλασίας, σύγχρονη γέφυρα ποιητικής υπόμνησης σε έμμετρα δράματα, η Σαπφώ ήταν πάντα παρούσα και «υπόγεια» κυρίαρχη. Αυτό το της Ελλάδας «μαυροτσούκαλο» σύμφωνα με τον εύστοχο ποιητικό ορισμό του Οδυσσέα Ελύτη, κατάκτησε με την ομορφάδα της ποιητικής της φωνής το ποιητικό και όχι μόνο στερέωμα της οικουμένης. Το μελώδησμά της έγινε σύμβολο μιάς άλλης αισθητικής απόλαυσης, ερωτική ιδέα κοινωνικών οικουμενικών αγώνων. Είναι η αρχαία ελληνίδα ποιήτρια με τον αινιγματικό και ακαθόριστο βίο ως μοντέλο μιάς καλλιτεχνικής εκφραστικής ερωτικού πάθους, ειλικρίνειας λόγου προσωπικών σχέσεων, αυθεντικότητας καθημερινών βιωμάτων, ελπίδας κρυφών πόθων, αισθητικής ματιάς, ιστορικό πρόσωπο μιάς άλλης ακηδεμόνευτης ελευθερίας ζωής και γυναικείας αίσθησης. Μοναδικός και ξεχωριστός ο ποιητικός της λυρισμός, το άρωμα της γυναικείας γραφής της που ξεπηδά ανάμεσα από τα κενά και τις σιωπές των ποιητικών της σπαραγμάτων. Εξέφρασε με τα πλέον λιτά και απλά μέσα μιάς γλώσσας ελληνικής ένα ερωτικό πάθος που υπερβαίνει την εποχή της. Το σώμα της ποίησής της έμεινε άσπιλο, αγνό, ασκίαστο από την φθορά του χρόνου. Τα ποιήματά της είναι τα σπασμένα αγάλματα της ποιητικής «ακρόπολης» της πατρίδας μας σκορπισμένα στο χρόνο. Με το ανεπανάληπτο ατομικό της ύφος και εκφραστική μαγεία, ανέδειξε και διέσωσε έως τους νέους καιρούς τα πλέον ιδιαίτερα προσωπικά της συναισθήματα, αγωνίες και μελαγχολικές της διαθέσεις. Ύφανε τον της ψυχής της καμβά και πλούσια συναισθήματα με παραστάσεις από το φυσικό περιβάλλον, τους υπαίθριους χώρους που κατοικούσε, σύναζε τις φιλενάδες μαθήτριές της και τις μάθαινε τα μυστικά της ζωής και του έρωτα. Καλλιέργησε ένα γυναικείο βλέμμα που ανέδειξε την θηλυκή ετερότητα και αυτονομία για πρώτη ίσως φορά μέσα στην ελληνική ιστορία, μία διαφορετική ματιά από την αντρική. Είδε και εξερεύνησε τον κόσμο μέσα από το βλέμμα της ελληνίδας γυναίκας της εποχής της, όχι ως σύμβολο μύθου αλλά, ως απτή καθημερινή του βίου πραγματικότητα. Η ποιήτρια και οι εκάστοτε μαθήτριές της γίνονται ένα στις διάφορες εκδοχές ερμηνείας της γραφής της. Το Φυσικό τοπίο με τις κρυφές ομορφιές και τους ψιθύρους του, γονιμοποιεί το ποιητικό της σώμα, την εμπνέει δυναμικά να εκφράσει την ποικιλία των συναισθημάτων της, των αισθήσεών της. Το ασημί φώς της Σελήνης λυχνοφωτίζει καθώς απλώνεται στον χώρο από ψηλά τις ατομικές αισθήσεις και σωματικούς αναστεναγμούς, τους ερωτικούς λυγμούς της ποιήτριας και των μαθητριών της. Ο λυρισμός της φωνής της αστείρευτος, χαμηλόφωνοι μουσικοί τόνοι και επιτονισμοί προσωπικής της ευαισθησίας ακολουθούν τους κύκλους της παντεπόπτρας Σελάνας που σκέπει από ψηλά και συντροφεύει με τις σκιές της. Ο ποιητικός λόγος της Σαπφώς καθρεφτίζει μέσα στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού την ανατολή της γυναικείας ετερότητας, το λυκαυγές της χειραφέτησης της θηλυκής ταυτότητας, την σωματική και συναισθηματική αυτοδιάθεση των γυναικείων μελών της κοινωνίας στην αρχαία ελλάδα. Είναι το γλυκοχάραμα μιάς καινούργιας αισθητικής, απαλλαγμένης από την ηθική κατηγοριοποιημένη αξιολόγηση των αρχαίων Θεών και των ελλήνων αντρών φιλοσόφων. Είναι μία άλλη εστίαση στο θαύμα και το τραύμα του Κόσμου και του Έρωτα. Τι άλλο αναβλύζει ο ποιητικός αποσπασματικός της λόγος, αυτές οι λειασμένες από λυρισμό μισοσβησμένες λέξεις, αυτοί οι χρονοφαγωμένοι και μισοτελειωμένοι στίχοι παρά μία ανεξήγητη και αστείρευτη ομορφάδα, την τρυφερότητα ενός λόγου καθαρά ατομικής αίσθησης του φυσικού τοπίου και των γυναικείων υπάρξεων που τον κατοικούν. Τυλιγμένη σε ένα αραχνοΰφαντο πέπλο μυστηριακής ευαισθησίας και ερωτικής αινιγματικότητας, η παρουσία της ποιήτριας και η φωνή της επιδέχονται στην ανάγνωσή τους διαχρονικά, ετερόκλητες εκδοχές απόλαυσης. Λάμπει εξακολουθητικά ο λόγος της όπως το φώς του φεγγαριού ξυπνώντας νύχτιες αισθήσεις. Ποιητικά της ελληνικής γλώσσας και των αισθήσεων σπαράγματα, θραύσματα στίχων, μισοσβησμένες διασωθείσες άγνωστες λέξεις, ανολοκλήρωτα νοήματα, συλλαβές σήματα μιάς αίσθησης που τρεμοσβήνει στο χρόνο. Καντηλέρια του έρωτα πανσθενουργού λόγου, αγεφύρωτα κενά λέξεων, σκιές εικόνων και ζωντανές παραστάσεις μαρτυρίες μιάς άλλης αλήθειας ζωής και συντροφικών σχέσεων, μαθητείας αισθήσεων και αισθημάτων του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ενός αρχοντικού ελληνικού κόσμου που κατοικούσε στις «εσχατιές» του Αιγαίου Πελάγους κοντά στα παράλια της Ελληνικής Μικράς Ασίας.
Στο σημείωμα της 1ης Αυγούστου του 2021 καθώς απολάμβανα και σχολίαζα την μεταφραστική εργασία της φιλολόγου και ποιήτριας κυρίας Τασούλας Καραγεωργίου, «Σαπφώ, Ποιήματα. μετάφραση- επιλογή- σχόλια-εισαγωγή» εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009, ολοκλήρωσα έναν κύκλο σκέψεών μου και σχολιασμών μου, ερωτημάτων μου πάνω στην διαχρονική πορεία των Ποιημάτων της Σαπφώς. Γιατί ο ποιητικός λόγος δεν είναι παρά μία συζήτηση με τον εαυτό σου, μία ενδοσκόπηση σε αυτό που κρύβουμε μέσα μας πριν βγεί στην παγωμένη και σκληρή και κυνική επιφάνεια της ζωής. Ένας τρόπος επικοινωνίας με το άγνωστο και αόρατο του Κόσμου τούτου. Μεταγενέστερα εκ νέου, πάλι Αύγουστος μήνας ήταν θαρρώ, για την ακρίβεια στις 11 Αυγούστου, φέτος, του 2023, στο ηλεκτρονικό μου σημείωμα με τίτλο «Ποιητικές Σταλαγματιές» αποπειράθηκα μέσα στην κάψα του καλοκαιριού και τους θαλάσσιους παφλασμούς της πόλης μου, όχι μόνο να επαναπροσεγγίσω τα Σαπφικά ποιητικά σπαράγματα αλλά, να τα αποδώσω σε μία καθαρά προσωπική μου γλωσσική αίσθηση και λεκτικής και στιχουργικής ευαισθησίας κριτήριο. Δεν είμαι μεταφραστής, ούτε ανοήτως θα επέλεγα να βαδίσω σε μεταφραστικά χωράφια που χρειάζονται χρόνια εμπειρίας και εξάσκησης, γλωσσικής μεταφραστικής σοφίας, ευσυνειδησίας ερασιτεχνικής ή επαγγελματικής απόδοσης. (Το του Γιώργου Σεφέρη συμβουλευτικό «πρόταγμα», «σχεδόν τριάντα χρόνια αγωνίζομαι να μεταφράσω τον Αισχύλο» βουίζει μέσα στα αυτιά μου). Δεν αρκεί μόνο η ποιητική αίσθηση χρειάζονται εφόδια και πολλά μάλιστα, κάθε φορά που ανανεώνονται από την εποχή τους. Είμαι ένας απλός σταθερός τυχαίος (ελπίζω όχι τυχάρπαστος) αναγνώστης του ποιητικού λόγου ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους φιλότεχνους. Έτσι επέλεξα λέξεις και μικρής φόρμας στίχους της Σαπφώς και αποφάσισα πειραματικά να τους αποδώσω σύμφωνα με το προσωπικό μου κριτήριο, με το αίσθημα πάθους δικών μου σύγχρονων σωματικών ερωτικών εμπειριών πέρα από το προσδιοριστικό φύλο της ποιήτριας και την εποχή της. Θέλησα να πλησιάσω την γλώσσα των Σωματικών μου ερωτικών αισθήσεων, των τρυφερών και νοσταλγικών αποτυπωμάτων της μνήμης και να την συνδέσω μετωνυμικά- όσον αφορά το φύλο του έρωτα-, με το Σώμα της ποίησης και την γλώσσα της Σαπφώς. Ήθελα να αποφύγω να χρησιμοποιήσω-την κάπως πεπατημένη οδό του Αλεξανδρινού, το όμορο ερωτικά μοντέλο των ποιημάτων της Καβαφικής ποίησης. Κάτι που συνήθως περπατούν οι πλείστοι των σύγχρονων αλλά και παλαιότερων ποιητών μας. Ούτως ή άλλως η αίσθηση της δικής του ερωτικής ατμόσφαιρας και απόηχος της φωνής του καταυγάζει μέσα στις σύγχρονες ποιητικές μεταφορές και συνθέσεις μου. Ήθελα να πειραματιστώ, όχι τόσο πάνω στην σύγχρονη ελληνική γλώσσα, όσο πάνω στην ποιητική αίσθηση που θα άφηνε το τελικό αποτέλεσμα αν του τροποποιούσες τους εσωτερικούς πρωτογενείς αρμούς σύνθεσης και αναφοράς του. Για αυτό έδωσα δύο εκδοχές βασιζόμενος σε ποιήματα της Σαπφώς. Μιάς σημερινής απόδοσης, σύγχρονου μεταποιημένου επανεγγραφής ίχνους των δικών μου ποιημάτων. Αν πέτυχε η πειραματική αυτή απόπειρα ή έμειναν έπεα μεταφραστικά πτερόεντα δεν γνωρίζω. Θέλω να πιστεύω όμως ότι η προσπάθεια είναι τελικά αυτή που μετράει.
Ο ποιητικός λόγος της αρχαίας λυρικής ποιήτριας Σαπφώς ήρθε και πάλι στην σκέψη μου καθώς διάβαζα, ξεφύλλιζα και αποδελτίωνα τα τεύχη του περιοδικού Αμφί. Στο διπλό τεύχος που παραθέτω του 1979 και στις σελίδες 42-43, διάβασα τις αποδώσεις των «τριών ποιημάτων» της Σαπφώς υπογεγραμμένες με τα αρχικά Κ. Λ. Μετά από τόσες δεκαετίες, δυστυχώς, δεν θυμάμαι ποιό πρόσωπο κρύβεται πίσω από τα δύο αρχικά. Ενδέχεται άλλα αντρικά ή γυναικεία άτομα που στελέχωναν τότε το ΑΚΟΕ και υπήρξαν φανεροί ή αφανείς συνεργάτες του περιοδικού να έχουν να μας δώσουν περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες. Από την πλευρά μου, αποφάσισα να «πειραματιστώ» και πάλι. Να αντιγράψω και να αναρτήσω τα τρία μεταφρασμένα ποιήματα (όχι ανωνύμου χειρός που θα έλεγαν και οι βυζαντινοί αγιογράφοι) και συνοδευτικά, να αντιγράψω τα Σαπφικά ποιήματα τριών σύγχρονων ελλήνων ποιητών της εποχής μας, προερχόμενα από διαφορετικές ποιητικές γενιές και ποιητικές τεχνοτροπίες. Το ποίημα του ποιητή Νίκου Δεληγιάννη, το ποίημα του ποιητή Γιάννη Υφαντή και τα δύο ποιήματα της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη. Δεν θέλησα να τα φορτώσω με πραγματολογικές ή άλλες φιλολογικές διευκρινιστικές παρατηρήσεις, πράγματα γνωστά άλλωστε, Αφήνω το ίδια τα μεταφρασμένα ή πρωτογενή ποιήματα να μας μιλήσουν και ίσως να μας συγκινήσουν. Δείχνοντάς μας την διαρκή συνομιλία των ποιητών με τους προγόνους τους και όχι μόνο.
ΕΠΙΚΛΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Ώ, Αφροδίτη αθάνατη, πά’ στο λαμπρό σου θρόνο,
κόρη του Δία, πλανεύτρα εσύ, με πίκρες και με ντέρτια
μη μου σκλαβώνεις την ψυχή, παρακαλώ, κυρά μου’
μόν’ έλα, όπως κάποτε, π’ άκουσες τη φωνή μου
να σε καλεί από μακριά, κι ολομεμιάς κοντά μου
ήρθες, το πατρικό παλάτι αφήνοντας και ζεύοντας
τ’ ολόχρυσό σου αμάξι’ κι ωραία σ’ έφεραν εδώ,
στη γη τη μαύρη, τα γοργοφτέρουγα πουλιά,
τον ουρανό διασχίζοντας και τον πυκνόν αιθέρα’
κι έφτασαν κάτω στη στιγμή’ κι εσύ, ώ μακαρία,
με χαμογέλιο αθάνατο στο θείο πρόσωπό σου,
με ρώτησες σαν τ’ έπαθα ξανά και σε καλώ σιμά μου,
σαν τί η ψυχή μου η τρελλή τόσο πολύ ζητάει:
«Ποιά θέλεις πάλι,
ποια ζητάς απ’ την Πειθώ να φέρει
στην αγκαλιά σου;
Σαπφώ, ποιά σε παιδεύει;
Γιατί κι αν φύγει,
γρήγορα σε σένα θα γυρίσει
κι αν αψηφάει τα δώρα
σου, δώρα θε να σου φέρει
κι αν δεν σε θέλει
τώρα δά, γρήγορα θα σε θέλει».
Ώ, έλα, δέσποινα γλυκειά, κι από τις μαύρες έγνοιες
γλύτωσέ με’ κι όσα ποθεί η καρδιά μου κάνε ν’ αληθέψουν
κι εσύ δίπλα μου στάσου βοηθός και σύμμαχός μου.
ΠΑΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Πάει τα φεγγάρι κρύφτηκε, κι η Πούλια από κοντά του.
Μεσάνυχτα, η ώρα περνά, κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
ΖΗΛΕΙΑ
Όμοιος θεός μου μοιάζει αυτός
πού κάθεται αντικρύ σου
και πού με τόση προσοχή σ’ ακούει
γλυκά να ψιθυρίζεις
ή πού γροικάει το γέλιο σου’
όμως εμένα μου η καρδιά σπαράζει
μες τα στήθη και μόλις στρέψω και σε δώ
σβιέται και χάνεται η λαλιά μου’
η γλώσσα μου μπερδεύεται και το φτωχό
κορμί μου το διατρέχει μιά φωτιά’
θαμπώνουν τα ματάκια μου, βουίζουνε
τ’ αυτιά μου, τρόμος με πιάνει ολάκερη,
ιδρώς από τα μέλη μου αναβλύζει, από το χόρτο
πιό πράσινη γίνομαι, και λίγο ακόμα
αισθάνομαι νεκρή, πώς θ’ απομείνω…
πλήν σ’ όλα, πρέπει να τολμώ
έτσι φτωχούλα πού ‘μια.
Απόδοση Κ. Λ.
Περιοδικό Αμφί,
περίοδος Β΄ τεύχος 3-4/ Φθινόπωρο- Χειμώνας 1979, σ.42-43.
Οδός Σαπφούς
Ένα σπίτι βαθιά μέσα στο δάσος
Κι εσύ στην άκρη της πόλης κοιμάσαι.
Όλα, κάτω απ’ την ανάσα ενός αλόγου
Φαντάροι που ‘χουνε κάποιο κρεβάτι να κοιμηθούν
Δεθήκαμε με τα καφενεία αυτού του χωριού
πού στους τοίχους τους ζωγραφίζουν οι καπνοί των τσιγάρων
Θολώνουν τα τζάμια στη βροχή του φθινοπώρου…
Φαντάροι που δεν βγαίνουν να μαζέψουν τα κίτρινα φύλλα
αλλά κάθονται στα κρεβάτια τους ξαπλωμένοι και ποθούν
ν’ αστράψει μέσα στη νύκτα.
ΝΙΚΟΣ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ, Πέτρα Λέσβου, Οκτώβρης ’83.
Περιοδικό Πλανόδιον
τεύχος 7/Καλοκαίρι 1988, σελ. 415
Η
ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΑΠΦΩΣ
Με πήρε στο τηλέφωνο η Ψάπφα και μου είπε:
Οίον το γλυκύμαλον ερεύθεται άκρω επ’ ύσδω’
μή στεναχωριέσαι μωρό μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ
ΥΦΑΝΤΗΣ, 1986
Περιοδικό Πλανόδιον (τόμος
πρώτος 1-8), τεύχος 5/Χειμώνας 87-88, σελ. 217
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΑΠΦΩΣ
Αυγή της ωραιότατης μέρας
που προσέρχεται κι’ όλο φωτίζεται πιό πολύ
το στερέωμα, σαν πρόσωπο
όπου η χαρά αυξαίνει,
όταν καταλαβαίνει τη χάρη του βίου.
Βάρος η κεφαλή μου μεταδίνει
στα μέλη του σώματος, κι’ η σκέψη
ομίχλη στην όψη μου.
Δροσερή αύρα της πρωίας
κι’ εγώ αποπνέω ζέστη
πού με χωρίζει απ’ τον καλόν αέρα.
Ίδια όλα τριγύρω
κι’ ο απέραντος πόντος αρνιέται
να παρασύρει την ψυχή μου
σε ταξίδια σπουδαία.
Την μακρινή αισθάνομαι αοριστία
κι’ ούτε ακούω τους μυστικούς ψιθύρους,
υποσχέσεις ενάντιες
στη γνώση πού απόχτησα.
Άλλες αρχίζουν οι μέρες για κείνον
πού τόσα έχει μάθει και δε μαθαίνει
να φαντάζεται πιο πολλά.
Υπήρξα με δύναμη κι’ αίσθημα,
μ’ αισθήσεις παράφορες.
Ήθελα πάντα να περιμένω
κι’ απομένω αδιάφορη τώρα.
Πώς την ορμή χάνω
και δεν ζητώ, ούτε ανυπόμονη μένω.
Αναμνήσεις και σείς προσδοκίες
με τα ελαφρά βήματα, έχετε απομακρυνθεί.
Νεότητα ζηλευτή, μόνον εσύ λοιπόν
ομορφαίνεις της ζωής τη λαμπρή περιπέτεια;
Δίχως πάθος, η φωτιά μου φέρνει την κούραση
Ο φόβος μου άλλαξε πρόσωπο,
έχει γεράσει, όταν τον αναπολώ
νεανικόν κι’ ευέξαπτον.
Καλλίτερα να τελειώσω,
παρά αυτού ν’ απομείνω, Θεοί!
Πού θα σταθώ, όταν δεν μπορώ
να πιστέψω στα φανταστικά θαύματα.
Η σύνεση άχαρη δίχως την πάλη.
Καμμιά δεν ζητώ θέση,
αφού απ’ αυτήν δεν θα δώ,
ό,τι ως τώρα έκανε τη ζωή μου
πλούσια τόσο, πού να μπορώ
να τη σπαταλώ αλογάριαστα.
ΖΩΗ
ΚΑΡΕΛΛΗ, σ. 121-122
Ψ Α Π Φ Α
(της φαντασίας διαθέσεις)
… καθώς αισθάνεσαι ήχου τη διαφορά,
διαφορά και οπτική συνάμα,
ανάμεσα στο ήτα και στο άλφα:
«δέδυκε τα σελάνα», αιολικά.
Ίσως θα ήταν και η μοναξιά αιτία,
η ώρα περασμένη μετά το μεσονύχτι,
καθώς συλλογιζόμουν της Λεσβίας
την ερωτική φωνή,
την ομιλία την ποιητική
εκείνης «που «καθεύδα μόνα».
Υπό το φώς ακίνητο και διαπεραστικό
(ώσπου να εξαφανιστεί)
στην πάσαν ησυχία,
η ερωτική ανησυχία της θα ήταν, τότε
υπέροχα τυραννική:
«δίχα μοι τα νοήματα…» ως έγραψε.
Ιστορικόν
Συλλογιζότανε η Καλλιξένα
και της φαινόταν πώς μιλούσε και παραμιλούσε,
καθώς έκπληκτη και σιωπηρή τηρούσε
τον έφηβο κοιμώμενο,
στον ύπνο του προστατευμένο,
διάφανα κλεισμένο στον εαυτό του.
Έτσι, εκείνη μήτε να του εγγίσει το μέτωπο
τολμούσε πιά,
ποτέ δε είχε τόσο θαυμάσει την αρρένα καλλονή.
Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της
κι’ ούτε ήθελε να τον θυμηθεί,
είχε χάσει την παρουσία της,
καθώς είχε θελήσει στη γαλήνη του
να εισχωρήσει, έχασε το δικό της χρόνο
και της φάνηκε πώς ζούσε μιάν εποχή
πανάρχαια, πρωταρχικά ερωτική και μυθική-
έτσι φαντάστηκε- όταν το δέος
έμενε ακέριο στους ανθρώπους και διστακτικότητα
ήταν θαυμάσια και πολύτιμη αρετή
η αναζήτηση της ιερότητας το άλλου σώματος.
Πώς τώρα έφτασε σε αντιστροφή να τη αισθανθεί
η Καλλιξένα, πασίγνωστη εταίρα
πού κοίταζε τον Αλέξανδρο κοιμώμενο
και γνώρισε σπάνια ευφροσύνη.
Τότε, ψιθύρισε πώς τίποτα πιό τίμιο
δέν είχε γνωρίσει από τον ήσυχον ύπνο ενός εφήβου.
-Πού να ξέρει κιόλας η Θεσσαλή,
τί θα σήμαινε στην ιστορία του κόσμου
ο περίλαμπρος νεανίας!
Της είχαν ζητήσει να τον μυήσει στα ερωτικά,
μά πτοήθηκε τελικά από την ευτυχία
και τον ρεμβασμό που την κατείχε.
Και, «μά την Αφροδίτη που υπηρετώ
και την Άρτεμη που παράδοξα σέβομαι,»
είπε στους ανήσυχους γονείς,
λόγω της εμμονής στην αποχή, του γιού τους,
είπε στο Φίλιππο και την Ολυμπιάδα
πώς ο παίς κοινός θνητός δεν ήταν,
καθόλου σαν τους πολλούς άλλους-
η κοινή γυναίκα, σε οίστρο
μάντεψε πώς μέγας ήταν ο προορισμός του.
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, σ. 180-181
ΖΩΗΣ ΚΑΡΕΛΛΗ, ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος δεύτερος (1955-1973), Β΄ έκδοση, εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων,
Αθήνα 1994.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Τετάρτη, 29 Νοεμβρίου 2023.
ΥΓ. Τα Μάρμαρα τα Μάρμαρα ποιος θα τα επαναπατρίσει, Μελίνα;