Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

Ο Πολιτικός Γάμος και ο Γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΓΑΜΟ

 του Σ. Ζ.

      Το θέμα της μορφής του γάμου (πολιτικός ή θρησκευτικός) έγινε για το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς ένα από τα σημεία πόλωσης του ενδιαφέροντος με έντονο ιδεολογικό χαρακτήρα και για τούτο με σοβαρές ίσως μελλοντικές επιπτώσεις που η σημασία τους θα φανεί στην πράξη όταν ο ιδεολογικός αυτός μανδύας επικαθήσει και απορροφηθεί από τον θεσμό. Για να γίνουμε συγκεκριμένοι και να αποτιμήσουμε από την πλευρά μας τα πράγματα, αναφέρουμε:

     Η ισοδυναμία του πολιτικού με τον θρησκευτικό γάμο είναι μία οπισθοχώρηση και ταυτόχρονα μιά ήττα σε σχέση με την αρχική θέση της κυβέρνησης για υποχρεωτικό πολιτικό γάμο και προαιρετικό θρησκευτικό, όπως αυτή εκφράστηκε στην πρώτη μορφή του σχετικού νομοσχεδίου.

     Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη που ακούστηκε, σύμφωνα με την οποία ο πολιτικός γάμος, έστω και στην ερμαφρόδιτη τελική του μορφή (ισότιμος με τον αναχρονιστικό θρησκευτικό) οδηγεί η συμβάλλει στην χαλάρωση και αποδιάρθρωση των δομών του θεσμού, παρόλο που στην πράξη εμφανίζονται τάσεις αμφισβήτησής του. Αντίθετα, η επιδίωξη για συνολικότερη προβολή του στο νομικό επίπεδο, του προσδίνει νέο κύρος (νομικό αυτή τη φορά) και τον παγιώνει σαν θεσμό, φορτίζοντάς τον με  νέες σημασίες και τελετουργίες. Η διαδικασία του Δημαρχείου που εκφράζει το κράτος, αντικαθιστά την θρησκευτική τελετή που εκφράζει την εκκλησία. Σε συμβολικό επίπεδο ο γάμος μετατοπίζεται, κατά ένα σημαντικό μέρος, από το Νόμο της εκκλησίας και απορροφάται από τον Νόμο του κράτους. Το νομικό του ισοδύναμο εκτοπίζει και αντισταθμίζει το θρησκευτικό ή, για να το πούμε αλλιώς, ο Δήμαρχος διώχνει τον  Παπά. Να η μεγαλύτερη αντίθεση που δημιούργησε το νομοσχέδιο. Να γιατί ο κλήρος αντέδρασε με βιαιότητα ενάντιά του γνωρίζοντας, ότι χάνει μιά εξουσία που μέχρι τώρα κατείχε αποκλειστικά. Η αποφόρτιση του θεσμού από το ηθικό-θρησκευτικό του νόημα (που δεν είναι απόλυτη αφού δεν έχουμε υποχρεωτικό πολιτικό γάμο και προαιρετικό ή καθόλου θρησκευτικό) δίνει τη θέση του σ’ ένα άλλο εκσυγχρονισμένο νόημα νομικής κλάσης, με τις δικές του βέβαια ηθικές προεκτάσεις, αν και τελείως διαφορετικές από τις προηγούμενες και οπωσδήποτε κατάλληλο για να ανταποκριθεί ο γάμος στον σύγχρονο ρόλο του σαν Κρατικού Ιδεολογικού Μηχανισμού. Όπως και να το κάνουμε, ένας θεσμός δεν μπορεί να νοηθεί και, πολύ περισσότερο, να υπάρξει χωρίς το ιδεολογικό του ισοδύναμο και την συμβολική του έκφραση.

Το κράτος για να ελέγξει τις ολοένα  αναπτυσσόμενες κοινωνικές αντιθέσεις, χρειάζεται όλο και περισσότερες αρμοδιότητες και εξουσίες για παρεμβάσεις και  ρυθμίσεις. Είναι λοιπόν αναγκαίο, υπακούοντας σ’ αυτή τη λογική, να εκτοπίζει φορείς (ακόμα και παραδοσιακούς συμμάχους του) από τη διαχείριση της εξουσίας και να επιδίδεται σ’ ένα διαρκή εσωτερικό ιμπεριαλισμό μέσα στους θεσμούς. Να το κύριο νόημα του νομοσχεδίου. Η τελική μορφή του δεν επηρεάζει παρά τον συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία.

     Παρ’ όλα στεκόμαστε θετικά απέναντι στο θέμα του πολιτικού γάμου, έστω κι αν ευνουχίστηκε καθ’ οδόν από την αντίδραση κυρίως της εκκλησίας και εμφανίζεται στην τελική του μορφή σαν μεσοβέζικη συμβιβαστική λύση. Και τούτο γιατί εκτός από τους λόγους που πρόβαλαν οι προοδευτικές δυνάμεις και, ιδιαίτερα, το φεμινιστικό κίνημα (τους παραλείπουμε σαν γνωστούς) ο πολιτικός γάμος, έστω και ισοδύναμος με τον θρησκευτικό, είναι, κατ’ αρχήν, μιά σφήνα αμφισβήτησης, όχι φυσικά του ίδιου του γάμου, αλλά της σημασίας και του ρόλου άλλων αντιδραστικών δομών, ενώ παράλληλα, ανοίγει προοπτικές για νέες κοινωνικές κατακτήσεις.

     Αλλά και από την πλευρά μας, σαν ομοφυλόφιλων, που αποτελεί για μας και την κύρια θέση όρασης και κριτικής των κοινωνικών φαινομένων, στεκόμαστε θετικά, γιατί πιστεύουμε ότι ενισχύεται μια άποψη απάνω στον γάμο και τις σημασίες του και επιτρέπει να κατακτηθεί το δικαίωμα στο γάμο απ’ όλους τους πολίτες (άρα και τους ομοφυλόφιλους) χωρίς διάκριση φύλου και σεξουαλικότητας. Από την πλευρά αυτή θα εκφραστούμε. Και εξηγούμαστε.

     Ο Γάμος, με την ρητορική των σημασιών του και την υποβολή των νοημάτων του, προβάλλει σαν η μόνη κοινωνική δυνατότητα για την εκπλήρωση των ατομικών ψυχο-βιολογικών αναγκών, όπως αυτές αντανακλώνται μέσα από σύνθετα αναπαραγωγικά πλέγματα στο επίπεδο της επιθυμίας και της ιδεολογίας. Αν η «πλαστή» επιθυμία παίζει στο γάμο το ρόλο αυτού που στα φυσικά συστήματα ονομάζουμε ενέργεια και κινητήρια δύναμη, η βία και η τρομοκρατία παίζουν κατ’ αναλογία το ρόλο του συντελεστή ασφαλείας που επικουρικά συμπληρώνει ή αποκλειστικά αναπληρώνει τα κενά της επιθυμίας. Κενά που αφήνουν η άρνηση της υποταγής και η αμφισβήτηση. Η απάτη, σαν μέθοδος κοινωνική, δεν μπορεί να κυριαρχήσει και να επιβληθεί από μόνη της. Το καταφέρνει μόνο με την παρεμβολή και συμπαράσταση της συγκαλυμμένης ή απροκάλυπτης βίας. Έτσι ο γάμος παίζεται ταυτόχρονα σε δύο ταμπλό: Λειτουργεί σαν δέλεαρ αλλά και σαν απειλή, υπόσχεται και εκβιάζει. Όλα τα προσφέρει με αντάλλαγμα και όλα τα αναιρεί έξω από τις δομές του. Διαμορφώνει σχέσεις νόμιμες μεν και αποδεκτές, πλήν όμως νοθευμένες και αλλοιωμένες, και για τούτο πολλαπλά ανταμειβόμενες, και παράλληλα αποκλείει σχέσεις βαθειά ανθρώπινες, σαν παράνομες. Εξαπατά και ταυτόχρονα εκβιάζει.

     Αλλά αυτό που έχει σημασία δεν είναι πώς ανταμείβει τους θιασώτες του (που στο κάτω-κάτω μόνο με στοιχειώδεις κοινωνικές καλύψεις τους εφοδιάζει και τις οποίες άλλωστε τις δικαιούνται ασυζητητί!), αλλά πώς αποκλείει και τιμωρεί τους αρνητές του. Δηλαδή μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε τη σχετική διαφορά. Πληθώρα θεσμικών μέτρων, που απορρέουν από το οικογενειακό δίκαιο αλλά και από άλλες πηγές της νομοθεσίας, και που μονάχα ο διακριτικός τους χαρακτήρας μας υποχρεώνει και μας επιτρέπει να τα δούμε σαν «προνόμιο» προς τους παντρεμένους, αφήνοντας απέξω τα ανύπαντρα ζευγάρια.

     Χαρακτηριστικό παράδειγμα, παρμένο από τον φορολογικό κώδικα είναι ότι, για να κληρονομήσει ο ένας σύζυγος τον άλλον, επιβαρύνεται με συντελεστή φορολογίας μέχρι 25%, ενώ για να γίνει κάτι τέτοιο μεταξύ ανύπαντρου ζευγαριού, ο αντίστοιχος συντελεστής ανέρχεται στα 75% και τούτο εφόσον βέβαια ο κληρονομούμενος φροντίσει να αφήσει διαθήκη, και εφ’ όσον ακόμα η διαθήκη δεν προσβληθεί από τους κατιόντες ή τους υπόλοιπους συγγενείς (αν υπάρχουν) που αποτελούν και τους νόμιμους κληρονόμους. Ανάλογα συμβαίνουν και ως προς την φορολογία εισοδήματος, την κοινωνική κάλυψη και ασφάλεια, την απόχτηση πρώτης κατοικίας κ.λπ. Το οικογενειακό δίκαιο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι μόνο τα παντρεμένα ζευγάρια έχουν το δικαίωμα να υιοθετήσουν και να αναθρέψουν παιδιά. Τα ανύπαντρα αποκλείονται εκ των προτέρων, δίχως να ληφθούν υπόψη και να αξιολογηθούν σαν πρόσωπα. Στην ουσία, καταδικάζεται συμβολικά από τον νόμο και έμπρακτα από  την εφαρμογή του ή απόφασή τους να μείνουν αστεφάνωτοι.

      Χωρίς να παραβλέπουμε την σημασία όλων των παραπάνω διακρίσεων, που ασκούνται σε βάρος των ανύπαντρων ζευγαριών, συνεχίζουμε το σκεπτικό μας θίγοντας ένα άλλο θέμα, ιδιαίτερα λεπτό. Το θέμα των ηθικών διακρίσεων που συνιστούν ψυχολογική καταπίεση και διαμορφώνουν στερητικές καταστάσεις. Θα προσπαθήσουμε να γίνουμε σαφείς. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ζούμε σε μιά κοινωνία που έχει σαν προϋπόθεση και κύριο μέλημά της την αναπαραγωγή των δομών της, μέσα από την αναπαραγωγή των ατομικών συνειδήσεων. Έτσι φροντίζει με επιμέλεια να αναπαράγει, σε κάθε άτομο χωριστά, τη συνείδηση του ετεροφυλόφιλου, μονογαμικού ζευγαριού με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο (τάση για επένδυση της επιθυμίας σένα μόνο άτομο αντίθετου φύλου, πίστη και αφοσίωση σ’ αυτό το  άτομο, αποδοχή του αμοιβαίου ρόλου του συντρόφου ζωής)’ με άλλα λόγια ό,τι μεταφέρει σε ψυχισμό την ιδεολογία του γάμου. Ο γάμος λοιπόν λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο, σαν κάτι που νομιμοποιεί και επισημοποιεί στην πράξη όλες τις παραπάνω επιθυμίες και γίνεται έτσι, με τη σειρά του, ο ίδιος αντικείμενο μετωνυμικής επιθυμίας. Καταλήγω κάποτε να επιθυμώ όχι (μόνο) αυτό πού συνεπάγεται ο γάμος, αλλά (και) τον ίδιο τον γάμο. Με άλλα λόγια, επιθυμώ την επιθυμία του γάμου. Αλλά τίνος είναι η επιθυμία αυτή; Είναι πράγματι δική μου; Ποιός είναι ο τόπος της; Όπως είναι φυσικό, όλ’ αυτά αναπαράγονται αντιφατικά, σαν συνείδηση, και σε πολλούς ομοφυλόφιλους, αφού και οι ομοφυλόφιλοι είναι άτομα της ίδιας κοινωνίας και δέχονται τις ίδιες ψυχο-σημασιολογικές φορτίσεις.

     Μέχρι τώρα αναφέραμε διακρίσεις που ασκούνται σε βάρος των ανύπαντρων ζευγαριών. Δεν θα σχολιάσουμε τον απαράδεχτο χαρακτήρα τους και τις μορφές κοινωνικού ρατσισμού και υπαγορεύουν στο σύγχρονο αστικο-καπιταλιστικό κόσμο, γιατί τις θεωρούμε προφανείς και αυτονόητες. Θα επιχειρήσουμε όμως να εντοπίσουμε και να ανασύρουμε στην επιφάνεια, από  τα σκοτεινά βάθη της συλλογικής απώθησης, μια άλλη διάκριση γύρω από την οποία επικεντρώνεται το ενδιαφέρον μας σαν ομοφυλόφιλων. Δύο άτομα αντίθετου φύλου που αποφασίζουν να συμβιώσουν έξω από τα δεσμά του γάμου, αποποιούνται συνειδητά τα νομικό-ηθικά ευεργετήματά του και επιλέγουν κατά κάποιον τρόπο, επίσης συνειδητά, τις δοσμένες διακρίσεις σε βάρος τους. Γίνονται έτσι οι ίδιοι «υπεύθυνοι» για τις συνέπειες της απόφασής τους. Δύο άτομα όμως του ίδιου φύλου που αποφασίζουν να συμβιώσουν, στερούνται τα «προνόμια» του γάμου, αφού γι’ αυτούς, ούτως ή άλλως, ο ίδιος ο γάμος είναι απαγορευμένος. Βρίσκονται λοιπόν de facto εκτός των τειχών. Και τέτοια άτομα είναι φυσικά οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες. Το παραπάνω συνιστά και την ουσιώδη διαφορά.

     Εδώ αναρωτιόμαστε-και το τοποθετούμε παράλληλα σαν πρόβλημα- αν ο ομοφυλόφιλος πρέπει να έχει τα ίδια δικαιώματα που απορρέουν από τον γάμο, όταν συνυπάρχει και συμβιώνει ερωτικά μ’ έναν σύντροφο ζωής. Και ακόμα, αν ο ομοφυλόφιλος έχει δικαίωμα να καλύψει τις βαθύτερες επιθυμητικές ανάγκες του που έχουν αντικείμενο επένδυσης τον ίδιο τον γάμο (είδαμε τι σημαίνει κάτι τέτοιο έστω και αν στην βάση του είναι κοινωνικά αντιδραστικό), χωρίς ταυτόχρονα να θυσιάσει το αντικείμενο της ερωτικής του επιθυμίας που σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ένα άτομο του ίδιου φύλου. Μιλάμε για ανάγκες που του επιβλήθηκαν χωρίς ο ίδιος να τις επιλέξει μια που είναι μπλεγμένος σ’ ένα κυρίαρχο σύστημα επενδύσεων της επιθυμίας, που συνιστά την σημαντικότερη όψη της σύγχρονης αλλοτρίωσης. Αναρωτιόμαστε δηλ. αν έχει δικαίωμα ο ομοφυλόφιλος να κάνει ό,τι ακριβώς προτρέπεται να κάνει ο ετεροφυλόφιλος συμπολίτης του και, ακόμα, αν η πολιτεία έχει υποχρέωση να σταθεί ισότιμη και δίκαιη απέναντι σ’ όλους τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις που να ξεκινάνε από την σεξουαλική τους ταυτότητα και συμπεριφορά. Κοντολογίς, έχει δικαίωμα ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων ανδρών ή γυναικών στον αστικό γάμο.

     Απαντάμε χωρίς κανένα δισταγμό: ΝΑΙ! Και τούτο για όλους τους λόγους που αναλύσαμε παραπάνω, οικονομικούς και επιθυμητικούς, πραχτικούς και φαντασιακούς, άσχετα αν αυτός καθεαυτός ο θεσμός είναι αναχρονιστικός και αντιδραστικός.

     Γιατί ένα ομοφυλόφιλο αφοσιωμένο ερωτευμένο ζευγάρι να μην τύχη της ίδιας μεταχείρισης από την Πολιτεία, όπως ένα παντρεμένο αντρόγυνο στο θέμα της κληρονομιάς, της ασφάλισης, της συνταξιοδότησης και της περίθαλψης.

     Γιατί ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι να εμποδίζεται να υιοθετήσει ένα παιδί, όπως ένα ετεροφυλόφιλο ζευγάρι;

     Γιατί τέλος, ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι να μην μπορεί  να θεσμοποιήσει τη ζωή του μέσα στα συμβολικά πλαίσια του γάμου, αν φυσικά το επιθυμεί, όπως κάνουν τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια; Γιατί να ζει μέσα στην αποστέρηση και την αίσθηση του παράνομου; Γιατί τόσο ηθικός καταναγκασμός και καταπίεση;

      Είμαστε κατά του αστικού γάμου σαν θεσμού (θέλουμε το γάμο όσο θέλουμε και την κοινωνία που μας καταπιέζει σαν ομοφυλόφιλους), αλλά υπέρ του γάμου ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου, σ’ ένα σύστημα γενικευμένης αποδοχής του. Και τούτο γιατί ενώ το θέμα του γάμου είναι πρόβλημα πλατειά κοινωνικό, το θέμα του ομοφυλόφιλου γάμου είναι πρόβλημα εντοπισμένο σε μια μειονότητα. Ας μην προσπαθήσει κάποιος να βρει αντιφάσεις στο σκεπτικό, αναπαράγοντας κυρίαρχες λογικές, και ας αναλογισθεί μόνο ότι η κατάργηση της καταπίεσης ενάντια στις μειονότητες είναι το πρώτο βήμα για την κατάργηση της καταπίεσης στην κοινωνία ολόκληρη. Έτσι η κατάργηση της απαγόρευσης του ομοφυλόφιλου γάμου είναι η αρχή για την απονοημάτωση και, παραπέρα, την κατάργηση του αντιδραστικού και καταπιεστικού αστικού θεσμού.

      Τελειώνοντας, επανερχόμαστε στο επίκαιρο θέμα του πολιτικού γάμου για να το επανασυνδέσουμε με τα παραπάνω. Η αποδέσμευση ή έστω η χαλάρωση της σχέσης του γάμου με την εκκλησία, πού του πρόσδινε μέχρι τώρα ένα βαρύ ηθικό-θρησκευτικό νόημα με πολλές σκοπιμότητες ανάγοντάς τον σε «μυστήριο», τον μεταθέτει, τουλάχιστον από την σκοπιά που συζητάμε, σ’ ένα άλλο τυπικό επίπεδο με νομικό περιεχόμενο. Η μετάθεση αυτή συνεπάγεται έναν εσωτερικό ιδεολογικό μετασχηματισμό. Ο γάμος πλέον φαντάζει, αυτό που είναι: Μια καθαρή νομική έννοια, που στο εσωτερικό της εκφέρονται συμβολικά και σε νομική γλώσσα όλες οι υλικές σχέσεις που δομούν κατά κυρίαρχο τρόπο την αστική οικογένεια. Έτσι, ο γάμος γίνεται μοχλός χειρισμού της οικογένειας που τον κινεί το χέρι των κυρίαρχων δυνάμεων. Αυτό που κρατάμε από τα παραπάνω είναι ότι ο γάμος συνιστά νομική σχέση, μέρος του γενικότερου ισχύοντος δικαίου. Με μιά λέξη, είναι Νόμος. Άσχετα λοιπόν με το ότι άλλο συνεπάγεται ο πολιτικός γάμος βέβαια είναι, ότι η νέα αντίληψη ανοίγει το δρόμο για να διεκδικήσουν το δικαίωμα σ’ αυτόν και άτομα του ίδιου φύλλο. Δηλαδή το δικαίωμα στον ομοφυλόφιλο γάμο, την αναγκαιότητα του οποίου αναπτύξαμε ήδη. Και τούτο γιατί η ισότητα όλων των πολιτών (άρα και των ομοφυλόφιλων) απέναντι στον νόμο είναι κατακτημένη και εκφρασμένη σαν θεμελιακή διάταξη στο Σύνταγμα της χώρας και στην οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών, όπου μεταξύ άλλων στο άρθρο 7 της διακήρυξης, αναφέρεται: «Όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο και έχουν δικαίωμα σε ίση προστασία του νόμου χωρίς καμιά απολύτως διάκριση…».

     Μιλάμε για ένα δικαίωμα κατακτημένο ήδη από άλλες κοινωνίες του σύγχρονου κόσμου.

Σ.(πύρος)  Ζ. (ακυνθινός).

Περιοδικό ΑΜΦΙ  τεύχος 12-13/Χειμώνας 1982, σ. 30-31.

 

     Κοινωνικές  όψεις  της  σεξουαλικότητας

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ  ΤΣΟΥΚΑΛΑ

 

     Πρίν ν’ αρχίσω –τα λίγα πράγματα που έχω να πω- θέλω να ευχαριστήσω την Οργανωτική Επιτροπή του περιοδικού ΑΜΦΙ και να δηλώσω το εξής: ότι, επειδή ακριβώς πιστεύω, πως αυτή η συνάντηση είναι πάρα πολύ σημαντική, αυτός είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο λαμβάνω μέρος. Γιατί ως προς την ουσία των προβλημάτων που πρόκειται να θιγούν είμαι εντελώς αναρμόδιος. Θεωρώ όμως, ότι επειδή γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα- και ιδίως από ένα φορέα όπως το περιοδικό ΑΜΦΙ-μιά τέτοια εκδήλωση, και επειδή νομίζω ότι θα πρέπει να πάρει την μεγαλύτερη δυνατή έκταση και την μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα για να βοηθηθεί αυτός ο αγώνας όσο είναι δυνατό, γι’ αυτόν το λόγο ακριβώς θεώρησα υποχρέωσή μου και καθήκον μου να συμμετάσχω. Δυστυχώς οι θεωρητικές μου γνώσεις γύρω από αυτά τα θέματα είναι μάλλον πενιχρές, γι αυτό και θα μιλήσω περισσότερο για θέματα κοινωνικά παρά για τα ζητήματα που αναφέρονται ειδικότερα στη σεξουαλικότητα.

     Θ’ αρχίσω με μια γενική διατύπωση’ όλες περίπου οι ανθρώπινες εκδηλώσεις και δραστηριότητες έχουν γίνει αντικείμενα εξουσιαστικής καταπίεσης. Ανάμεσα σ’ αυτές, η σεξουαλικότητα (ή οι σεξουαλικότητες) ξεχωρίζουν ίσως από το γεγονός ότι η κοινωνική ρύθμιση των σεξουαλικών συμπεριφορών και η διατύπωση αποκλειστικών ή κυρίαρχων πρότυπων σεξουαλικής συμπεριφοράς εμφανίζονται σε όλες, σχεδόν ανεξαίρετα τις κοινωνίες.

Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί, αναφέρεται στους λόγους της ιδιαίτερης βαρύτητας των σεξουαλικών ρυθμίσεων, που είναι μία από τις βασικότερες και τις πιό δυσμετακίνητες συνιστώσες όλων των κοινωνικών συστημάτων. Ακόμα και σε περιόδους όπως η σημερινή, όπου, υποτίθεται τουλάχιστον, πώς χαρακτηρίζεται από εκλογικευμένες και απομυθοποιημένες μορφές κοινωνικών ρυθμίσεων, που αφήνουν-τουλάχιστον τυπικά- την ανθρώπινη προσωπικότητα να αναπτυχθεί ελεύθερα, είναι σαφές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιαίτερα βαριά κοινωνική ρύθμιση των σεξουαλικών προτύπων.

     Θα άρχιζα με ένα παράδειγμα, που είναι ίσως το πιο εύγλωττο: την ποινική νομοθεσία. Η ποινική νομοθεσία είναι η τυπικά αυστηρότερη μορφή κοινωνικής ρύθμισης, αφού κρυσταλλώνει κατά τρόπο θεσμικό τη σχέση και τα όρια της νομιμότητας και της παρανομίας. Περιγράφει-η ποινική νομοθεσία-εξονυχιστικά, τα λεγόμενα έννομα αγαθά, που θεωρείται ότι πρέπει να προστεθούν εναντίον κάθε προσβολής. Είναι σαφές, ότι η ποινική νομοθεσία, κατ’ αρχήν, περιγράφει έννομα αγαθά με την προσβολή των οποίων βλάπτεται κάποιο άτομο, κάποιος φυσικός ανθρώπινος φορέας. Ελάχιστα, γενικά και αφηρημένα-ιδεολογικά θα έλεγα- έννομα αγαθά, αναγνωρίζει, όταν δεν βλάπτεται ή δεν απειλείται ένα άτομο. Οι χριστιανικές αμαρτίες, η χριστιανική καζουϊστική η οποία προέβλεπε μιά σειρά από αξιόποινα αμαρτήματα, κακής πρόθεσης, «κακοβουλίας» ή ασέβειας προς τον ηθικό κώδικα, ουσιαστικά δεν έχει περάσει στον εκλογικευμένο αστικό σύστημα της έννομης τάξης. Τέτοια αγαθά στον ποινικό κώδικα που να προστατεύονται γενικά, είναι βασικά μόνο δύο ειδών. Το ένα είναι, φυσικά, η πραγματική και συμβολική πολιτική εξουσία και οι θεσμοί της, η οποία προστατεύεται σαν γενικό έννομο αγαθό. Όποιος δηλαδή προσβάλλει ή απειλήσει την πολιτική εξουσία και τα θεσμοποιημένα όργανά της καταδιώκεται. Το δεύτερο είναι τα ήθη, δηλαδή η αναγνωρισμένη μορφή κυρίαρχης σεξουαλικότητας.

      Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί η διαδικασία της βαθμιαίας ιδεολογικής και νομικής αποποινικοποίησης της προστασίας των κυρίαρχων εθίμων, των αντιλήψεων, και των ταμπού, τα οποία υπήρχαν στη προ-καπιταλιστική περίοδο. Μείναμε μόνο τα χρηστά ήθη, οι κυρίαρχες σεξουαλικές αντιλήψεις, οι οποίες και σήμερα ακόμα αποτελούν αντικείμενο ποινικής δίωξης στον ποινικό κώδικα. Δηλαδή, ενώ σε όλες τις άλλες περιοχές των ανθρώπινων δραστηριοτήτων η αστική εκλογίκευση και ο αστικός φιλελευθερισμός οδήγησαν στην αποποινικοποίηση των κοινωνικά αποκλινουσών συμπεριφορών, η σεξουαλική ορθοδοξία παρέμεινε απαρασάλευτα «κανονισμένη». Είναι βέβαια γεγονός ότι η παρέμβαση του κράτους στην σμίλευση των συμπεριφορών έχει γενικά ενταθεί μέσα από τον πολλαπλασιασμό των μηχανισμών έμμεσης επιβολής, καταπίεσης και εξουσίασης, μέσα από την πειθαρχία του σώματος και την τιθάσευση των ανθρώπων στο πλαίσιο θεσμών όπως το σχολείο, το νοσοκομείο, η διοίκηση, ο στρατός, η καθημερινή εργασία, το εργοστάσιο κ.λπ. Εντούτοις, στο επίπεδο της τυπικής κανονιστικής θέσπισης της συμπεριφοράς, της οποίας ο ποινικός κώδικας αποτελεί την αρνητική εικόνα, όλα τα άλλα προ-καπιταλιστικά ιδεολογήματα, έχουν εκβληθεί από την τυπική έννομη ρύθμιση. Αυτό οφείλεται βασικά, στο γεγονός της επικράτησης μιας λογικής κοινωνίας με την άνοδο του καπιταλισμού, στον αποχωρισμό της πολιτικής κοινωνίας από την κοινωνία των πολιτών, στη δόμηση της ιδιωτικής σφαίρας σε πλήρη αντιπαράθεση προς την δημόσια σφαίρα-προς το κράτος- στη δόμηση της έννοιας της ιδιωτικότητας και της ατομικότητας, σαν σφαίρες που εκφεύγουν καταρχήν από την κανονιστική ρύθμιση της εξουσίας και που οδηγούν στην καταρχήν ανοχή όλων των ατομικών συμπεριφορών που διενεργούνται στη σφαίρα αυτή, που είναι εξ’ ορισμού προστατευμένη και «απαραβίαστη».

     Πώς εξηγείται λοιπόν, η σθεναρή αντίσταση του   νόμου και της ιδεολογίας στην απελευθέρωση των σεξουαλικοτήτων, στην πεισματική συντήρηση του έννομου αγαθού των ηθών σαν προστατευτέας οντότητας; Πώς εξηγείται η εμμονή στο θεσμοποιημένο μοντέλο της κυρίαρχης σεξουαλικότητας και στην περιγραφή και ιεράρχηση των σεξουαλικοτήτων σαν «ειδικών» και «αποκλινουσών» μορφών; Ποιά είναι η κοινωνική ανάγκη της εμμονής στην καταξίωση μιας και μόνο κεντρικής, επικρατούσας σεξουαλικότητας, που παίρνει την μορφή, φυσικά, της ενδογαμικής συζυγικής ετεροφυλοφιλικής σεξουαλικότητας, σε αναφορά με την οποία ιεραρχούνται και αξιολογούνται όλες οι άλλες; Ακόμα και η επίσημη ιδεολογία που περνάει μέσα από τον ποινικό κώδικα, είναι «παράλογη», θα έλεγε κανείς, και εσωτερικά αντιφατική. Η ορολογία που μεταχειρίζεται και οι νομικές ρυθμίσεις, αναπέμπουν νοερά σε ένα άδηλο και προ-λογικό (ή ίσως και δεισιδαιμονικό) σύστημα. Οι διαφορές ανάμεσα στην ενδογαμική συνουσία, την εξώγαμη συνουσία, άλλες ετεροφυλοφιλικές «ασελγείς πράξεις» και στην ασέλγεια μεταξύ αρρένων (γιατί όχι θηλέων;), είναι ή τουλάχιστον εμφανίζονται a priori δεδομένες. Η συστηματική δόμηση των ηλικιακών κατηγοριών είναι τόσο αυθαίρετη, ώστε είναι πραγματικά δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν οι προθέσεις του νομοθέτη: μπορείς να παντρευτείς στα 14, αλλά μπορείς να απαχθείς εκουσίως μέχρι τα 21’ κάτω από τα 16, η συνουσία είναι ασέλγεια, αλλά ως τα 17, η αιμομιξία δεν τιμωρείται. Τώρα το πώς βρήκαν τα 14, τα 16, τα 17 και τα 21, αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Ο διαφαινόμενος «παραλογισμός» του ποινικού κώδικα, ακόμα κα στην διατύπωση των ηθικιακών κατηγοριών, δείχνει ακριβώς μιά δυσκολία της Πολιτείας στην ίδια την διατύπωση των όρων προστασίας των ηθών της.

     Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί και μια άλλη ιδιοτυπία της ρύθμισης της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Διότι ενώ από την μιά μεριά είναι γνωστό και σαφές ότι, ορισμένες τουλάχιστον σεξουαλικές αποκλίσεις διώκονται στην πραγματικότητα σκληρότατα με αστυνομικά μέτρα, από την άλλη μεριά οι αποκλίσεις αυτές είναι σήμερα νόμιμες, δηλαδή επιτρεπτές. Υπό ένα όρο όμως ότι δεν προκαλούν την κοινωνία, ότι δεν γίνονται δημόσια. Φτάνουμε δηλαδή στη θέσπισή μιας, θα έλεγα, υποχρεωτικής ιδιωτικότητας της σεξουαλικότητας σε όλες τις μορφές της. Ακόμα και της επίσημης, της κρατούσας, της συζυγικής ετεροφυλοφιλικής σεξουαλικότητας, και αυτής ακόμα της σεξουαλικότητας η έκφραση θα πρέπει να είναι ιδιωτική. Η μοναδικότητα της ρύθμισης αυτής, ίσως να μην έχει τονιστεί ποτέ αρκετά. Είναι η μόνη ανθρώπινη συμπεριφορά που πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά ιδιωτικά, δηλαδή μυστικά. Και αν διαβάσει κανείς τον ποινικό κώδικα, μέσα από ένα περίεργο και τρελό μετωνυμικό παιχνίδι, η κανονική συνουσία η οποία γίνεται με τις ευλογίες του κράτους, της Εκκλησίας κ.λπ., όταν γίνεται δημόσια μετονομάζεται σε «ακολασία». Και τιμωρείται. Λέει το άρθρο του ποινικού κώδικα π.χ. ότι τιμωρεί «τον δημοσία επιχειρούντα ακόλαστον πράξιν», δηλαδή εκείνον ο οποίος, κάνει κάτι που, αν το έκανε σπίτι του, μυστικά, δεν θα ήταν κατά τίποτα αξιόμεμπτος. Η απαγόρευση της δημοσιότητας είναι ίσως το κεντρικότερο σημείο της ρύθμισης της σεξουαλικής συμπεριφοράς.

     Η ίδια ακριβώς ratio βρίσκεται πίσω από τη δίωξη των ασέμνων. Η παρανομία έγκειται ακριβώς στη δημοσίευσή τους, δηλαδή στην προς τα έξω κοινοποίησή τους. Η σεξουαλικότητα πρέπει λοιπόν να κρύβεται, να διενεργείται τότε και μόνο όταν κανείς άλλος εκτός από  τα ίδια τα υποκείμενα δεν θα έχει την δυνατότητα να την δει (και αντίστροφα τιμωρείται εκείνος που λαθραία βλέπει την σεξουαλική πράξη του άλλου).

     Τί προστατεύει λοιπόν το έννομο αγαθό των ηθών; Γιατί θα πρέπει να παραμένει η σεξουαλικότητα μορφή υποχρεωτική ιδιωτική, κρυφή, ακοινοποίητη; Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντίφαση: Διότι ενώ η σεξουαλική πράξη αντιμετωπίζεται σαν θεσμικά αόρατη, ταυτόχρονα, ο σεξουαλικός λόγος έχει διαρρήξει όλα τα δεσμά και αποτελεί καθημερινό και πάγκοινο αντικείμενο ανοιχτής συζήτησης, ανάλυσης, ενασχόλησης ή απλής αναφοράς. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει ακέραιο: Ποιός είναι ο κοινωνικός λόγος που ο σημερινός πολιτισμός τα αποδέχεται όλα, εκτός από την δημοσιότητα της σεξουαλικής πράξης; Δεν είναι βέβαια απλή αστική υποκρισία (η υποκρισία δεν πέφτει απ’ τον ουρανό), αλλά ούτε και μπορούμε να αναγάγουμε το πρόβλημα αυτό σε αιώνιες βαθύτερες δομές της ανθρώπινης ψυχής: σε εκλογικεύσεις, μετουσιώσεις, καταπιέσεις. Οι δομές αυτές εξηγούν την διαδικασία της αυτολογοκρισίας, εξηγούν την αποδοχή των κυρίαρχων προτύπων, εξηγούν νευρώσεις, εξηγούν τις εξωτερικές απαγορεύσεις, εξηγούν ένα σωρό πράγματα. Δεν εξηγούν όμως τη συγκεκριμένη κοινωνική εμμονή στη διάσταση ανάμεσα σε ένα ολοένα και πιο απομυθοποιημένο και πολυδιάστατο σεξουαλικό λόγο (σε όλα τα επίπεδα) και στην υποχρεωτική ιδιωτικότητα της σεξουαλικής πράξης. Η αναγωγή, πάλι, στο βασικό φροϋδικό κανόνα της Αρχής της Πραγματικότητας, ο οποίος χονδρικά σημαίνει ότι η κοινωνία θα πρέπει-για να λειτουργήσει- να επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς, να επιβάλλει ορισμένες καταπιέσεις ενστίκτων, και αυτή από μόνη της δεν εξηγεί τίποτα. Εξηγεί το γεγονός της καταπίεσης, αλλά δεν εξηγεί τις μορφές της. Απομένει λοιπόν, ανοιχτό, το ποιός είναι ο βασικός κοινωνικός λόγος που οδηγεί στην αντίφαση αυτή ανάμεσα σε ένα λόγο σχετικά απελευθερωμένο και σε μιά πράξη που πρέπει να παραμένει κρυφή. Η αποκρυπτογράφηση ακριβώς της αντίφασης αυτής, δεν είναι εύκολη. Ούτε και μπορώ να υπεισέλθω σε προβλήματα που έχουν να κάνουν με ψυχισμούς, ψυχανάλυση και τέτοια πράγματα για τα οποία είμαι και εντελώς αναρμόδιος. Εγώ ένα μόνο πρόβλημα θέλω να θέσω, και μάλιστα πολύ χονδρικά, σε σχέση με το ερώτημα αυτό, το οποίο είναι το εξής: νομίζω, ότι η διερεύνηση της κοινωνικής αντιμετώπισης της σεξουαλικότητας, θα πρέπει βασικά να αναζητηθεί γύρω από την λειτουργία ενός συγκεκριμένου θεσμού που σηματοδοτεί όλες τις ιδεολογικές μήτρες οι οποίες περιβάλλουν την σεξουαλικότητα. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στον κοινωνικό ρόλο της οικογένειας και στον τρόπο με τον οποίο ιδεολογικοποιείται η οικογενειακή σεξουαλικότητα. Νομίζω δηλαδή ότι, εάν θέλουμε να κοιτάξουμε, να αναλύσουμε τη σχέση οικογένειας- σεξουαλικότητας, δεν είναι οι αντιμετωπίσεις της σεξουαλικότητας που προσδιορίζουν τις μορφές της οικογένειας, αλλά αντίθετα οι μορφές και ο κοινωνικός ρόλος της οικογένειας, θα πρέπει να είναι το βασικό εκείνο κοινωνικό στοιχείο που οριοθετεί τις κοινωνικά αποδεκτές μορφές της σεξουαλικότητας. Τί γίνεται σήμερα;

    Είναι σαφές, ότι η οικογένεια βρίσκεται σε κρίση. Κρίση πολλαπλή, κρίση πολυδιάστατη. Εντελώς χονδρικά, ας αναφερθώ σε ορισμένες από τις βασικότερες μορφές της κρίσης αυτής. Κρίση πρώτα-πρώτα όσον αφορά της λειτουργίας της ως μηχανισμού αναπαραγωγής των βασικών κοινωνικών φορέων. Η πρόσληψη ιδεολογικών σταθερών, η μόρφωση, η κοινωνικοποίηση από την οικογένεια, περνάει όλο και περισσότερο στο σχολείο, στην ομάδα των συνομήλικων, στα media και σε διάφορους άλλους μηχανισμούς. Η αγωγή, η σμίλευση των αξιών, του χαρακτήρα, της αποδοχής ή απόρριψης του κοινωνικού περίγυρου δεν πραγματοποιούνται στο σπίτι παρά σε δευτερεύοντα βαθμό. Κρίση, όσον αφορά την εσωτερική της δομή και οργάνωση: ο καινούργιος ρόλος των γυναικών, καθιστά αδύνατη την παλιά σταθερή γαμική οικογενειακή δομή. Κρίση-πράγμα που είναι ίσως ακόμα σημαντικότερο- στην οικονομική υπόσταση της οικογένειας, σαν αυτόνομου και αυτοαναπαραγώμενου κοινωνικού πυρήνα. Από την στιγμή που υποχωρούν ή διαλύονται όλες οι παραδοσιακές παραγωγικές μονάδες (δηλαδή οι μικρές αγροτικές μονάδες ή οι αυτόνομες οικογενειακές μικροαστικές παραγωγικές μονάδες), η οικογένεια δεν λειτουργεί σαν αυτοαναπαραγώμενος παραγωγικός πυρήνας. Τα παιδιά  δεν διαδέχονται τους γονείς στο πλαίσιο μιας κοινωνικοεπαγγελματικής συνέχειας αλλά ρίχνονται στην αγορά εργασίας. Τέλος, κρίση όσον αφορά την ιδεολογική της δικαίωση. Το πρόβλημα είναι φυσικά τεράστιο και εδώ θα ήθελα να πω δυό μόνο λόγια. Τί είναι το νέο, στην ιδεολογική νομιμοποίηση της οικογένειας, μέσα στον αστικό πολιτισμό; Με δυό κουβέντες νομίζω, πώς θα μπορέσω να επιστήσω την προσοχή στο εξής: Το αστικό ηθικό- ιδεολογικό πρότυπο της ενδογαμικής οικογένειας θεμελιώνεται μέσα από την δόμηση ενός αδιαίρετου τρίπτυχου από έννοιες που αντιμετωπίζονται σαν αυστηρά αντίστοιχες ή ομόλογες. Οι έννοιες αυτές είναι, πρώτον, η σεξουαλικότητα και η ηδονή, δεύτερον, ο έρωτας, η συναισθηματική δηλαδή και συμβολική «ταύτιση με τον άλλο» και, τρίτον, η πυρηνική μονογαμική οικογένεια. Αυτή η κατασκευή μιάς αντιστοιχίας ανάμεσα σε οικογένεια- έρωτα- σεξουαλικότητα, είναι καθαρά δημιούργημα του 18ου και 19ου αιώνα. Πρίν απ’ αυτούς, ο γάμος, η οικογένεια ήταν απλώς μιά σύμβαση. Το όραμα των προαστικών, των παλιών, των παραδοσιακών οικογενειών, δεν εμπεριέχει ούτε συναισθηματικούς καθαγιασμούς, ούτε καταξιωμένες σεξουαλικές εξάρσεις. Ο γάμος εξασφαλίζει βέβαια την κοινωνική και οικονομική αναπαραγωγή των κοινωνικών και οικονομικών μονάδων, αλλά έλλειπε τελείως η «υποχρεωτική» συναισθηματική πλήρωση του ατόμου μέσα στην οικογένεια. Η οικειότητα, η ηδονή, η φιλία, ο αισθησιασμός και ο έρωτας εξευρίσκονται και πραγματοποιούνται (ή και δεν εξευρίσκονταν) ανεξάρτητα και έξω από την οικογένεια. Η έλλειψη των πλευρών αυτών δεν εσωτερικεύονταν αναγκαστικά σαν έλλειψη ή σαν «αποτυχία» της γαμικής σχέσης. Ο γάμος ούτε προϋπόθετε ούτε στόχευε τον έρωτα ή την σεξουαλική ολοκλήρωση. Ακόμα και οι Πατέρες της Εκκλησίας, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ φθάνουν να θεωρούν αμάρτημα να αισθάνεται ο άνδρας ηδονή με τη γυναίκα του, αντίθετα ανέχονται ή και επιτρέπουν την ηδονή στις προγαμιαίες σχέσεις. Δηλαδή υπάρχει μιά πλήρης αντιδιαστολή, ακόμα και στα Κανονικά έγγραφα, ανάμεσα στον έρωτα τον ενδοοικογενειακό-που είναι απλώς έρωτας αναπαραγωγικός-και στον έρωτα ή την σεξουαλικότητα που είναι ανεξάρτητη από την οικογένεια.

     Η κατασκευή του τρίπτυχου, οικογένεια, σεξουαλικότητα και έρωτας, είναι λοιπόν κατασκευή της αστικής τάξης. Πρώτος ο αστικός πολιτισμός ψυχολογικοποιεί και σεξουαλικοποιεί τη βάση της οικογένειας που προβάλλεται σαν θεσμός ο οποίος μπορεί να περικλείει την πλήρη και πολυδιάστατη, ανθρώπινη ολοκλήρωση, ισορροπία και «ευτυχία», που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι υπήρξε μιά από τις κεντρικότερες ιδεολογικές κρυσταλλώσεις του αστικού πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να πει κανείς ότι αυτονομείται η καταξίωση της κυρίαρχης σεξουαλικότητας που συμπίπτει περίπου σήμερα με την πολυσχιδή προστασία του γάμου. Μόνο που δεν εκφράζει μονάχα τον θεσμοποιημένο κοινωνικό πυρήνα της αναπαραγωγής, αλλά επί πλέον, καταξιώνεται ως ο μόνος δυνατός και αποδεκτός τρόπος ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Η αστική εκλογίκευση ωθεί αναγκαστικά προς την  τυπική κατάφαση της ευτυχίας και της χαράς. Υπό τον όρο ότι θα εκφραστεί στα πλαίσια της «ιδιωτικής» ζωής, του οικογενειακού φρουρίου και ασύλου. Η ιδιωτικότητα και η μυστικότητα της συζυγικής κρεβατοκάμαρας επιτρέπουν λοιπόν την καθαγιασμένη σεξουαλικότητα και τον καθαγιασμένο έρωτα. Η αστική περιχαράκωση, δηλαδή, της ιδιωτικότητας, συμπαρασύρει και την μυστικοποίηση της σεξουαλικότητας. Πριν από την άνοδο της αστικής τάξης και του αστικού πολιτισμού, οι κυρίαρχες σεμνοτυφίες και εκφράσεις της συστολής και της αιδούς ήταν πολύ λιγότερο έντονες απ’ ό,τι ήταν υπό το κράτος του αστικού πολιτισμού. Η σεξουαλική πράξη γινόταν συχνά χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις, ακόμα και σχεδόν δημόσια σε ορισμένες περιπτώσεις.

     Έτσι, βαθμιαία, μέσα από αυτό το κύκλωμα που είναι βέβαια πολύ πιο περίπλοκο, περνάμε από την απαγόρευση της παρέκκλισης αυτής καθαυτής, στην απαγόρευση της κοινοποίησης της, στην απαγόρευση της δημοσιότητάς της. Ο φιλελευθερισμός είναι υποχρεωμένος να ανεχθεί και, όσο πάει και περισσότερο, ανέχεται όσα δεν βλέπει. Αλλά τα «ήθη» και η «ακολασία», είναι ακόμα υπολείμματα της μυθοποίησης μιάς γαμήλιας ιδιωτικότητας που στηρίζεται στην ιδεατή ταύτιση έρωτα, σεξουαλικότητας και γάμου. Ωστόσο-και εδώ ξανάρχομαι στην κρίση την σημερινή- εδώ και αρκετές δεκαετίες, νομίζω, η οικογένεια έχει χάσει την καίρια σημασία που είχε. (Είναι περιττό να αναφερθεί κανείς στους αριθμούς των διαζυγίων).

     Ποιός είναι λοιπόν ο λόγος, ο βασικός, για τον οποίο καταρρέει η οικογένεια σαν διαρκής και πάγια κοινωνική ομάδα, η οποία είναι αδιάλυτη; Το ερώτημα βέβαια είναι αχανές και εκφράζεται με τη ραγδαία αλλαγή στις νοοτροπίες και τις αξίες, τις διάχυτες και συχνά αντιφατικές κοσμοθεωρίες και κοσμοπαραστάσεις που παρατηρούμε να φυτρώνουν γύρω μας με ταχύτατους ρυθμούς. Δεν μπορώ φυσικά να μπω στα προβλήματα αυτά που θα μας πήγαιναν πολύ μακριά. Υπάρχει όμως ένας βασικός κοινωνικός και οικονομικός λόγος στον οποίο θέλω να επιμείνω: το γεγονός ότι ο ρόλος που παίζει η οικογένεια, στο παραγωγικό σύστημα τείνει να αλλάξει ριζικά. Αναφέρθηκα και πριν σε μιά σειρά από τέτοιες μεταβολές. Είναι γεγονός πλέον, ότι το 90% του πληθυσμού στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες είναι μισθωτοί, είναι εξαρτημένοι από την αγορά εργασίας. Δηλαδή, τα παιδιά δεν μπαίνουνε στην παραγωγική μονάδα που διευθύνουν οι γονείς, δεν υπάρχει καμία συνέχεια στην παραγωγή. Αρκεί, αρνητικά, να μην έχουν περιουσία οι γονείς ώστε να γίνουν προλετάριοι τα παιδιά. Επομένως η οικογένεια δεν είναι αναγκαία για να εκθρέψει συγκεκριμένες τέχνες, συγκεκριμένες επιτηδειότητες ή ειδικότητες για να προετοιμάσει συγκεκριμένες διαδοχές στο επάγγελμα.

     Δεύτερο, η επαγγελματοποίηση των γυναικών καθιστά την οικονομική εξάρτησή τους από τους άντρες πολύ μικρότερη. Τρίτο θέμα-ίσως και σημαντικότερο- το γεγονός ότι εδώ και είκοσι/ τριάντα χρόνια, τουλάχιστον στις μεγάλες χώρες (και όπου να ‘ναι γίνεται και εδώ), υπάρχει μια γενική κρατική εξασφάλιση για την επιβίωση όλων των ανθρώπων, ακόμα και έξω από την οικογένεια. Το κοινωνικό κράτος, ενώ δεν καταργεί βέβαια την οικογένεια, της «αφαιρεί» μιά από τις βασικές της λειτουργίες: την αμοιβαία, σχετική τουλάχιστον, εξασφάλιση στο πλαίσιο ενός οικονομικού πυρήνα. Σήμερα, και αυτοί ακόμα που είναι μόνοι τους, που είναι εκτός οικογένειας, τα έκθετα, τα νόθα παιδιά, τα ορφανά και οι γυναίκες που τις παρατάει ο άντρας τους, οι γέροι και οι ανάπηροι, όλοι εκείνοι που είτε πραγματικά είτε ιδεολογικά δεν μπορούν να δουλέψουν, όλοι αυτοί προστατεύονται, τουλάχιστον σχετικά, όλοι εξασφαλίζονται, όλοι επιβιώνουν. Δεν βρισκόμαστε πια μπροστά σ’ ένα σύστημα απόλυτης εξάρτησης (οικονομικής και κοινωνικής) όλων των οικογενειακών μελών από την οικογενειακή μονάδα.

     Δεν μπορώ φυσικά να επεκταθώ στις άπειρες προεκτάσεις της διαπίστωσης αυτής. Νομίζω όμως ότι και μόνο από το λίγο αυτό, καταρρέει η γενική και εσωτερικευμένη κοινωνική ανάγκη επιβίωσης του οικογενειακού σχήματος ως μόνιμης και καθαγιασμένης μορφής. Και μαζί της καταρρέει  και η συμβατική αποδοχή μιας ενέργειας ή δυνάμει ταύτισης σεξουαλικότητας- οικογένειας- ευτυχίας. Έτσι, νομίζω- για να τελειώνω- ότι σήμερα η ώριμη καπιταλιστική κοινωνία δεν έχει απαρέγκλιτα λειτουργική ανάγκη της πάγιας και απαρασάλευτης πυρηνικής οικογένειας. Η κοινωνική αναπαραγωγή εξασφαλίζεται όλο και περισσότερο ανεξάρτητα από την σταθερότητα της οικογενειακής μονάδας. Έτσι, η αποδοχή των σεξουαλικών παρεκκλίσεων και η αποδοχή του σεξουαλικού λόγου και, ενδεχομένως, η αποδοχή της δημοσιότητας της σεξουαλικής πράξης, η οποία στρέφεται νομίζω κατ’ αρχήν εναντίον του πάγιου γάμου και της πάγιας οικογένειας, είναι πολύ περισσότερο αποδεκτές και πολύ λιγότερο «επικίνδυνες». Ολοένα και περισσότερο η «ιδιωτικότητα», σαν κατ’ αρχήν προστατευόμενη και απαραβίαστη έκφραση της ανθρώπινης ελευθερίας, ξεφεύγει από το αποκλειστικό και καθηλωτικό οικογενειακό κέλυφος. Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι μπορούν να διαλέξουν και τη μορφή της ιδιωτικότητάς τους, την μορφή της σεξουαλικότητάς τους. Η καταξίωση της μοναδικής επιτρεπτής ιδιωτικότητας, που ήταν κρυφή ακριβώς επειδή έπρεπε να είναι αποκλειστική και πάγια, και που εμφανιζόταν σαν απόρρητη αφού κάθε κοινοποίησή της θα καθιστούσε τους τρίτους κοινωνούς άρα και παρείσακτους, δεν είναι πιά κοινωνικά αναγκαία. Δηλαδή πιστεύω-και εδώ τελειώνω-ότι παρ’ όλες τις τεράστιες αντιστάσεις που υπάρχουν και θα υπάρχουν, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου η μυθοποίηση, από την άποψη αυτή και μόνο, της ενδοοικογενειακής σεξουαλικότητας ως μοναδικής αποδεκτής μορφής, μπορεί πιά να υποχωρήσει. Ευχαριστώ.

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς,

Περιοδικό ΑΜΦΙ, τεύχος 14-15/ Άνοιξη- Καλοκαίρι 1983, σ. 12-16.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

     Μετά την γενική αποδελτίωση των περιεχομένων  και των συνεργατών του περιοδικού ΑΜΦΙ, (1978-1996;) την καταγραφή των Βιβλιοκριτικών και Φιλολογικών του σελίδων, επιμέρισα τα δημοσιεύματα ορισμένων συγγραφέων και επιστημόνων-αντρών και γυναικών- και τα παρουσιάζω σταδιακά, αυτόνομα στα ηλεκτρονικά μου σημειώματα αυτών των δύο μηνών, Οκτώβριος- Νοέμβριος 2023.  Ίσως είναι η πρώτη φορά που αποδελτιώνονται τα τεύχη του παλαιού περιοδικού Αμφί συγκεντρωτικά, έστω εν συντομία, από όσο γνωρίζω. Το πρωτοπόρο για την θεματολογία του περιοδικό εξέδιδε το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδος. Τα περιεχόμενα της ύλης του περιοδικού δεν υπογράφονται όλα από ομοφυλόφιλους συγγραφείς ή επιστήμονες αλλά από διανοούμενους και λογίους , επιστήμονες της περιόδου εκείνης ετεροφυλόφιλους εντός και εκτός Ελλάδος, προερχόμενα κυρίως από τον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς. Το σημειώνουμε αυτό, για να τονίσουμε την αρνητική και εχθρική, αντίθετη στάση που κρατούσε στην ελλάδα το επίσημο ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα στο κίνημα του ΑΚΟΕ, στο περιοδικό ΑΜΦΙ και τους εκπροσώπους τους. Ήταν ενάντια στους έλληνες και ξένους ομοφυλόφιλους, το οποίο ταυτίζονταν στις αρνητικές του σκληροπυρηνικές θέσεις με την συντηρητική δεξιά παράταξη. Όσον αφορά τους κρυφούς ομοφυλόφιλους εντός των κομματικών σχηματισμών τους, τηρούσαν σιγήν ιχθύος κατά το κοινός λεγόμενο. Παρόμοια απόλυτη και αρνητική θέση και σκληρότερη από κυβερνητικής πλευράς και εξουσίας, κρατούσαν και τα τότε καθεστώτα, τα κράτη που ανήκαν στον τότε ανατολικό μπλοκ. Με εξορίες, διώξεις, φυλακίσεις, δολοφονίες και ψυχιατρικά-κλινικά βασανιστήρια, για να κάνουν τον «ανώμαλο ομαλό» τρομάρα της ιδεολογικής τους καθαρότητας. Η κουμμουνιστογενή αριστερά και οι εκπρόσωποί της ήταν εχθρική και στιγματική απέναντι στην μειονοτική ομάδα των ομοφυλοφίλων, ο επίσημος λόγος της ήταν πάντα αντί, η ρετσινιά έτοιμη να εκτοξευθεί περί δικαίων και πολλών αδίκων. Τα σχόλια και τα άρθρα, τα δημοσιεύματα των τότε εφημερίδων και περιοδικών-όχι μόνο του λεγόμενου κίτρινου και σκανδαλοθηρικού τύπου- δηλώνουν τον λόγο της ιστορικής και πολιτικής αλήθειας στην πατρίδα μας εκείνων των δεκαετιών, των κοινωνικών συνθηκών που βίωναν τα άτομα που ανήκαν στην ομοφυλόφιλη κοινότητα. Ακόμα θυμάμαι ότι ούτε στις εκδηλώσεις των πρώτων επετείων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μας άφηναν να συμμετάσχουμε, να εκφράσουμε την συμπαράστασή μας στον αγώνα των φοιτητών, μας έδιωχναν μας κυνηγούσαν, σε ορισμένα πολιτιστικά φεστιβάλ απειλούσαν να φωνάξουν την αστυνομία να μας διώξουν. Ποιοι και ποιες άραγε, όλοι αυτοί που ήσαν αντίθετοι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου εναντίον της χούντας επειδή άκουσον-άκουσον δεν ήταν ώριμες οι πολιτικές συνθήκες; Και μετά την μεταπολίτευση κοίταξαν να οικειοποιηθούν τον καλόν αγώνα όλων αυτών των ακομμάτιστων ελλήνων και ελληνίδων που συμμετείχαν και θυσιάστηκαν από όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και δεν μίλησαν ποτέ, ούτε ζήτησαν πολιτικά, κυβερνητικά ή άλλου είδους ανταλλάγματα; Μόνο τους αγωνιστικό φλάμπουρο η ελληνική σημαία και σύνθημά τους ψωμί, παιδεία, ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία. Ας είναι, τραγικά λάθη και τακτικίστικες κομματικές επιλογές και αποφάσεις που δεν λησμονούνται. Συμπεριφορές που κατέστρεψαν καριέρες και οδήγησαν σε αδιέξοδο ζωές αγνών, ιδεαλιστών ελλήνων αγωνιστών. Το 1989 απαλλαγήκαμε από το φάντασμα και τις εφιαλτικές καταστάσεις των δήθεν προοδευτικών καθεστώτων όπου γης. Μοναδική εξαίρεση δημοκρατικής διακυβέρνησης υπήρξε η ολιγόχρονη κυβερνητική εξουσία του μαρξιστή προέδρου Σαλβαντόρ Αλλιέντε στην Χιλή. Για να θυμηθούμε και τα ιστορικά και πολιτικά πεπραγμένα της δικής μας γενιάς, σαν μαρτυρία αλήθειας των αγωνιστικών χρόνων μας. Αντίθετα όμως από τον ελληνικό πολιτικό χώρο, πολλά κομμουνιστικά αδελφά κόμματα της δυτικής ευρώπης,-και του ευρωκομουνισμού- (απαλλαγμένα από του δικτάτορα πατερούλη την κηδεμονία), προσαρμοζόμενα στις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και ιστορικές αλλαγές, στάθηκαν αλληλέγγυα στον αγώνα των ελλήνων ακτιβιστών για την απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας. Έχοντας νωπή ακόμα και την ιστορική εμπειρία της εξέγερσης του Γαλλικού Μάη του 1968, βλέπουμε ότι η τότε πρώτη φιλική ομάδα-παρέα βγήκε μπροστά και αντιτάχθηκε στο κυβερνητικό νομοσχέδιο της συντηρητικής δεξιάς παράταξης και του  υπουργού της Σπύρου Δοξιάδη περί αφροδισίων νοσημάτων. Αγωνίστηκε δυναμικά και τολμηρά, θαρραλέα με πορείες, συγκεντρώσεις, μικρές διαδηλώσεις, συλλογή υπογραφών υποστήριξης, διεξάγοντας έναν διμέτωπο στην ουσία του πολιτικό και κοινωνικό αγώνα. Έναν αγώνα ενάντια στον συντηρητισμό και τις πουριτανικές κοινωνικές αντιλήψεις των ανθρώπων. Συνυπολογίζοντας και τις εθιμικές και άλλες δεσμευτικές- θρησκευτικές απαγορεύσεις μέσα στις οποίες διαπαιδαγωγούνταν και ανατρέφονταν τα αρσενικά και θηλυκά μέλη της ελληνικής πατριαρχικής οικογένειας, μπορεί κανείς να υποψιαστεί τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι τότε έλληνες γκέι καθώς ύψωναν το ανάστημά τους και πρόβαλλαν την δημόσια εικόνα της σεξουαλικής τους ταυτότητας. Ο αγώνας υπήρξε ατομικός και συλλογικός, και ευτυχώς μέσα από εκατοντάδες δυσκολίες και προβλήματα, αδιέξοδα και πισωγυρίσματα, το «κάρο» της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας άρχισε να ξεβαλτώνει και να τσουλά, προσαρμοζόμενο σταδιακά και αργόσυρτα με τις δυτικοευρωπαϊκές καπιταλιστικές κοινωνίες, την τότε ΕΟΚ όπου είχαμε ενταχθεί σαν ισότιμο μέλος. Προπαντός. Στην αλλαγή των κυβερνητικών και κοινωνικών συνθηκών συνέβαλε και η περιβόητη κυβερνητική Αλλαγή του Οκτωβρίου του 1981. Είμασταν τα παιδιά της Αλλαγής του Ανδρέα Παπανδρέου και της πολιτιστικής άνοιξης του μικρού κόμματος της ελληνικής αριστεράς που ηγούνταν ο Λεωνίδας Κύρκος. Οι ιστορικές και πολιτικές συνμαρτυρίες είναι χιλιάδες, δεν προέρχονται αποκλειστικά από το μικρό, περιθωριακό κίνημα των ομοφυλοφίλων. Οφείλει πολλά η ελληνική γκέι κοινότητα σε φωτισμένες και πεπαιδευμένες συνειδήσεις, μυαλά και ψυχές ανοιχτές, προσωπικότητες φωτισμένες και πραγματικά προοδευτικές οι οποίες συμπαραστάθηκαν ενεργά στον αγώνα της ομοφυλόφιλης κοινότητας των χρόνων εκείνων. Και το κυριότερο μάλλον είναι, ότι δεν πρόστρεξαν να οικειοποιηθούν και να προσποριστούν κανένα ίδιον όφελος. Πάνω στον αέναο στίβο των αγώνων της ανθρωπότητας για καλυτέρευσή της, τα προβλήματα είναι κοινά για άντρες και γυναίκες, λευκούς και μαύρους, πιστούς και άπιστους, ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους, επώνυμους και ανώνυμους. Πράγματα ιστορικά γνωστά στις μεγαλύτερες φιλίστορες ηλικίες της γενιάς μας.

     Τα δημοσιεύματα που έχω αντιγράψει μέχρι τώρα αφορούν κυρίως, το Συνέδριο που διεξήχθη στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και είχε σαν θέμα του «Σεξουαλικότητες & Πολιτική» 6-7/11/1982. Οι εισηγήσεις των ελλήνων και ευρωπαίων συνέδρων επιστημόνων ομιλητών φανερώνουν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την σοβαρότητα και υπευθυνότητα της ηγετικής ομάδας του ΑΚΟΕ και διοργανωτών του συνεδρίου και των ομιλητών. Στο πώς οι έλληνες ομοφυλόφιλοι εκείνων των χρόνων αντιμετώπιζαν και διαπραγματεύονταν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα φλέγοντα και πρωτόγνωρα, που αφορούσαν την ίδια τους την σεξουαλική υπόσταση, δηλαδή την μέχρι τότε ζωή τους. Μπορεί ο κεντρικός πυρήνας των θεμάτων που παρουσιάζονται στο περιοδικό Αμφί να αφορά την ομοφυλόφιλη ελληνική και ξένη κοινότητα, όμως τα ζητήματα που θίγονται και σχολιάζονται από τις σελίδες του περιοδικού και μέρος των συνεργατών του, υπερβαίνουν το κεντρικό ζητούμενο της ύλης του Αμφί. Εξετάζονται και θίγονται προβλήματα που αφορούν την ελληνική οικογένεια, το φεμινιστικό κίνημα, την θέση της γυναίκας μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία, τον γυναικείο ερωτισμό. Την συμβολή και τον ρόλο του πατέρα και των αδελφών στην διαπαιδαγώγηση και ανατροφή των παιδιών και την διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Των διαφορετικών προτύπων μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον για τα αρσενικά και θηλυκά μέλη. Τον ρόλο και την σχέση των τότε πολιτικών κομμάτων με τα μικρά επαναστατικά κινήματα και ομάδες του λεγόμενου-με μεγάλη ευκολία και ακρισία περιθωρίου. Την άρρηκτη σχέση της πολιτικής με τον έρωτα (ένα ζητούμενο από τα χρόνια του Γαλλικού Μάη του 1968), την γυναικεία και αντρική πορνεία, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινότητα των τραβεστί. Ψυχιατρικής και Ιατρικής φύσεως ζητήματα, όπως ήταν η εμφάνιση, η αντιμετώπιση και η διαχείριση από τους ομοφυλόφιλους η αρρώστια του έιτζ, ο κόσμος και τα προβλήματα της γυναικείας ομοφυλοφιλίας και άλλα συναφή κοινωνικά ζητήματα, που αφορούν τους φυλακισμένους, τους τοξικοεξαρτημένους, τους άστεγους και τους «κλοσάρ». Και δεκάδες ειδήσεις από την παγκόσμια γκέι κοινότητα και πώς αντιμετωπίζονται οι ομοφυλόφιλοι από τις κυβερνητικές εξουσίες. Παρά τον κοινωνιολογικό και ψυχιατρικό χρωματισμό πολλών σελίδων των περιεχομένων του περιοδικού, δεν απουσιάζουν οι φιλολογικές σελίδες και τα καλλιτεχνικά γεγονότα της εποχής, η εκδοτική παραγωγή ομοφυλόφιλων μελετών και μυθιστορημάτων πρωτογενών και μεταφρασμένων  στην ελλάδα. Δημοσιεύονται άρθρα για την παγκόσμια ομοφυλόφιλη τέχνη, ενώ δεν απουσιάζουν και οι μεταφράσεις αρχαίων και σύγχρονων ποιητών και ποιητριών. (Σαπφώ, Κάτουλος, από την Κίνα κλπ.) Διαβάζουμε μικρής φόρμας διηγήματα γνωστών πεζογράφων, αφηγήσεις και προσωπικές ιδιαίτερες εξομολογήσεις περιπετειών και συνευρέσεων. Συνεντεύξεις με σκηνοθέτες και ηθοποιούς, βλέπε Μπέττυ Αρβανίτη, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, θεατρικές παραστάσεις, «Μπέντ» του Μάρτιν Σέρμαν. Μια σημαντική παράσταση για τους άντρες με τα ροζ τρίγωνα που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του ναζιστικού καθεστώτος. Συνέντευξη με την θεατρική ομάδα του πρωτοποριακού θιάσου Λίβινγκ Θήατερ. Κριτικές για γκέι κινηματογραφικές ταινίες. Συνεντεύξεις με ιατρούς και δικηγόρους όπως η Κατερίνα Ιατροπούλου κλπ. Συνομιλίες με συγγραφείς, βλέπε Κώστας Ταχτσής, Σ. Αντωνίου κ.ά. Και ασφαλώς, δημοσιεύονται πολλές βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις ελληνικών και ξένων εκδόσεων. Και πολλά θεωρητικά άρθρα ευρωπαίων, κυρίως Γάλλων επιστημόνων. Οι σελίδες της Αλληλογραφίας που υπογράφονταν από τα νεαρά φυντάνια του έρωτα και της ομοφυλόφιλης επιθυμίας αποτελούν ένα άλλο συμπληρωματικό κεφάλαιο της ιστορικής πορείας και εξέλιξης του ελληνικού απελευθερωτικού ομοφυλόφιλου κινήματος. Τα μικρά ή εκτενέστερα αφιερώματα του περιοδικού φανερώνουν την ποιότητα και υπευθυνότητα της πρώτης μαγιάς των ελλήνων γκέι στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, οι πρώτοι αυτοί εμπνευστές του κινήματος στην χώρα μας. Πού οι επίσημοι θεσμοί των κρατικών κυβερνητικών εξουσιών θεωρούσαν «ψυχοπαθητικές προσωπικότητες».  Παραγνωρίζοντας οι δημόσιο ταγοί και έχοντας εξουσία, οι τα φαιά φορούντες, ότι αν παρατηρήσουν γύρω τους, την Φύση, δεν υπάρχει ομοιομορφία, τα πάντα διαχρονικά είναι διαφορετικά και μοναδικά, ανεπανάληπτα και θαυμαστά, χρήσιμα και απαραίτητα μέσα στον μικρό ή μεγάλο βιολογικό κύκλο λειτουργίας της ύπαρξής τους. Είτε εκ Θεού είτε εκ Φύσεως-ότι και να αποδέχεται και να ασπάζεται κανείς η ποικιλομορφία και η διαφορετικότητα περισσεύει.

Το γνωστό και χρήσιμο βιβλίο του Λουκά Θεοδωρακόπουλου (γίνεται λόγος σε προηγούμενα σημειώματα) μας παράσχει χρήσιμες πληροφορίες, καταγραφής δημοσιευμάτων της δικής του περιόδου των 17 τευχών. Αποδελτίωσα ξεχωριστά-στα προηγούμενα σημειώματα- τον πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου και τον ελληνοαμερικανό ποιητή και μεταφραστή Νίκο Σπάνια, ενώ, ετοιμάζω και την αποδελτίωση της συγγραφικής παρουσίας του πειραιώτη ποιητή και μεταφραστή καθηγητή της αγγλικής γλώσσας Ανδρέα Αγγελάκη, ο οποίος χρησιμοποιούσε και το ψευδώνυμο Ανδρέας Μουσουράκης στα κείμενά του. Ευχάριστα επίσης διαβάζονται και τα πεζά του συγγραφέα και ηθοποιού Γιάννη Παλαμιώτη (Στιλιτάνου),  του Αντώνη Βασιλείου, του Λουκά Θεοδωρακόπουλου, του Μ. Δημητρίου, του Ουράνιου Λειβάδιου, του Ιάκωβου ντυ Γκωτιέ και πολλών άλλων, των οποίων τα άρθρα, οι μεταφράσεις και τα κείμενα ξεπέρασαν την επικαιρότητα και τον σχολιασμό της εποχής της κυκλοφορίας του περιοδικού και διαβάζονται ακόμα και σήμερα ως μαρτυρία βιωμένης αλήθειας εκείνων των πολιτικών χρόνων και των αλλαγών που συντελούνταν στα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι το άλλο «συναξάρι των αγωνιστών εκείνης της εποχής».

Το τελευταίο διάστημα γίνεται λόγος ή αν θέλετε «ντόρος» για τον γάμο μεταξύ των ομοφυλοφίλων, αντρών ή γυναικών, για το δικαίωμα της υιοθεσίας παιδιών από τους γκέι. Μετά την επισημοποίηση του Συμφώνου Συμβίωσης και την νομική προστασία του, οι έλληνες ομοφυλόφιλοι ζητούν να εγκριθεί και ο αστικός θεσμός του πολιτικού Γάμου, όπως συμβαίνει και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες και την αμερικάνικη ήπειρο. Το ζήτημα έχει τους υποστηρικτές και τους αρνητές του, είτε οι απόψεις προέρχονται από την επίσημη πολιτεία, τα επίσημα κοινοβουλευτικά κόμματα, είτε από την μεριά και την σκοπιά της επίσημης κρατούσας θρησκείας που είναι η ορθόδοξη εκκλησία. Δυστυχώς όπως συμβαίνει και σε άλλα κοινωνικά θέματα, που αφορούν την ελληνική κοινωνία, δηλαδή όλους μας, στον σεβασμό των συνταγματικών μας δικαιωμάτων αλλά και υποχρεώσεων, δεν ακούμε σοβαρές και εμπεριστατωμένες αναλύσεις και προτάσεις εντεύθεν κακείθεν των υποστηρικτών του Γάμου ή των αρνητών. Ακούμε μόνο πιασάρικες κραυγές και αρές, δημοσιογραφικής επικαιρότητας, συνήθως ατεκμηρίωτες και μη επιστημονικά και κοινωνικά λειτουργικές. Και θυμήθηκα, ορισμένες συζητήσεις που κάναμε τότε, όταν κατεβαίναμε τα σκαλιά της οδού Ζαλόγγου στον χώρο που στεγάζονταν το ΑΚΟΕ. Ήταν πρωτάκουστες αυτές οι προτάσεις και από ορισμένους κοινωνικές «απαιτήσεις». Για να είμαστε ειλικρινείς χαμογελούσαμε και πειράζαμε ο ένας τον άλλον, ποιος θα φορέσει το νυφικό και ποιος ποιανού θα πατήσει το πόδι ως κυρία Κοκοβίκου. Τα νιάτα, είτε έχουν ομοφυλόφιλο προσανατολισμό είτε ετεροφυλόφιλο, είτε και τους δύο, δεν σκέφτονται το μέλλον, τα επερχόμενα γηρατειά, τις ξαφνικές αρρώστιες, τις δυσκολίες της επερχόμενης ζωής, και, στο πόσο είναι ανθρώπινο και αναγκαίο, να μοιράζονται τα προβλήματα και οι αντιξοότητες από ένα ζευγάρι, από δύο συντρόφους, ανεξάρτητα σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας και φύλου. Όταν είσαι νέος μπορεί να φαντασιώνεσαι ότι «γουστάρεις» δικαιωματικά, όταν όμως μεγαλώνεις τότε τα πράγματα είναι διαφορετικά, δεν μπορείς να εθελοτυφλήσεις μπροστά στην βιολογική και του χρόνου πραγματικότητα. Και καθώς διάβαζα ξανά την αρθρογραφία του περιοδικού Αμφί, στάθηκα σε δύο σοβαρά και τεκμηριωμένα κείμενα που γράφτηκαν πριν σαράντα χρόνια και αφορούσαν το καθένα από την οπτική τους το ζήτημα του θεσμού της Οικογένειας, του ρόλου της μέσα στους άλλους αρμούς της Πολιτείας, την σχέση της με τα ομοφυλόφιλα μέλη της, τον θεσμό του πολιτικού Γάμου και του Γάμου μεταξύ των αντρών ή γυναικών αντίστοιχα. Τα δύο αυτά άρθρα ήταν γραμμένα από δύο πρόσωπα διαφορετικού ερωτικού προσανατολισμού όπως φαίνεται από το ύφος  και την διαπραγμάτευση του θέματος. Δύο διαφορετικές σπουδές πάνω σε ένα ζήτημα που όφειλε να λύσει η ελληνική πολιτεία. Το πρώτο είναι η καλογραμμένη ομιλία του καθηγητή κοινωνιολογίας του κυρίου Κωνσταντίνου Τσουκαλά. Ο δημόσιος πολιτικός βίος και οι επιστημονικές εργασίες και τα βιβλία του φανερώνουν την ποιότητα και την σοβαρότητα του επιστήμονος ανδρός, την εμβάθυνση του θέματος που εξετάζει, τις ερωτήσεις που θέτει, τις εναλλακτικές λύσεις που προτείνει, τα προβλήματα που επισημαίνει. Ο κύριος Τσουκαλάς ανήκει στην πλειοψηφία των ελλήνων με ετεροφυλόφιλο προσανατολισμό, αυτό δεν τον αποτρέπει να συμμετάσχει στο συνέδριο και να μας μιλήσει για τις «κοινωνικές όψεις της σεξουαλικότητας». Ένα κείμενο βατό που κρατά το ενδιαφέρον του έστω και αν έχουν περάσει τέσσερεις και, δεκαετίες από την δημοσίευσή του. Θυμόμαστε τις θετικές αντιδράσεις των ακροατών, όσον παρευρίσκονταν στην αίθουσα.  Το δεύτερο κείμενο «ο πολιτικός γάμος και το δικαίωμα στο γάμο» υπογράφεται με τα αρχικά Σ. Ζ. και δημοσιεύτηκε σε τεύχος του περιοδικού Αμφί ένα χρόνο πριν την διεξαγωγή του Συνεδρίου. Το άρθρο και οι θέσεις που εκφράζει διακρίνεται για την ευθύτητα και την καθαρότητα των απόψεων και την σοβαρότητα του αρθρογράφου του. Δημοσιεύεται με την ευκαιρία της διαβούλευσης του νομοσχεδίου από την τότε κυβέρνηση του Πασοκ του Ανδρέα Παπανδρέου,-και την συμβολή της συζύγου του Μαργαρίτας Παπανδρέου, στην θέσπιση του Πολιτικού Γάμου ως υποχρεωτικού και προαιρετικού του  θρησκευτικού. Το Νομοσχέδιο μετά από τις αντιδράσεις κυρίως από την επίσημη μεριά της εκκλησίας και της συντηρητικής παράταξης αποσύρθηκε. Ο Πολιτικός Γάμος θα ήταν μεν ισόκυρος νομικά με τον Θρησκευτικό αλλά, δεν θα είχε την αποκλειστικότητα έναντι της Πολιτείας. Τελικά βρέθηκε η συμβιβαστική λύση της οικειοθελούς επιλογής των ζευγαριών της συμμετοχής στον έναν ή τον άλλο Γάμο. Αυτό το πρόβλημα εξετάζει στο άρθρο του ο Σ. Ζ. που δεν είναι άλλος από τον επιστήμονα Σπύρο Ζακυνθινό ό οποίος στο ίδιο τεύχος και στις σελίδες 34-38 δημοσιεύει με το όνομά του ένα κείμενο συγγενικής προβληματικής με το προηγούμενο: «Ομοφυλόφιλος και Οικογένεια».  Διαβάζοντας τα δύο σοβαρά και καλογραμμένα, τεκμηριωμένα κείμενα του κυρίου Σπύρου Ζακυνθινού (δεν μπορώ να θυμηθώ αν είναι ψευδώνυμο ή πραγματικό όνομα) και συσχετίζοντάς τα με την ομιλία του κ. Κώστα Τσουκαλά, βρήκα γέφυρες εξέτασης και επικοινωνίας , κοινά βαδίσματα προβληματισμού και ερμηνείας. Και μάλιστα, όπως διαπιστώνουμε στις αναγνώσεις μας, δεν έχουμε ερμηνευτικές ή άλλες επικαλύψεις. Είναι κείμενα ερεθίσματα για επανεξέταση των απόψεών μας απέναντι στο ανοιχτό ακόμα θέμα του Γάμου μεταξύ των Ομοφυλόφιλων ζευγαριών, το οποίο ανακαινίστηκε και με την πρόσφατη συντροφική συζυγία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως στις ΗΠΑ.

     Θέλοντας να ξεφύγω από αυτήν την βαρετή και ανούσια επαναλαμβανόμενη Κασσελακιάδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης των ημερών μας, -ποιόν αφορά άραγε, δεν το καταλαβαίνουν οι ασχολούμενοι;- σκέφτηκα να αντιγράψω τα δύο δημοσιεύματα και ο κάθε αναγνώστης ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Ας επιλέξει όποια θέση-υπέρ ή κατά-θέλει. Η ουσία είναι ότι το θέμα αυτό υπήρχε στην πολιτική και κοινωνική επιφάνεια, του Γάμου εν γένει από τότε. Συζητιόνταν, κουβεντιάζονταν αλλά τίποτα δεν άλλαζε στην ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν ώριμη όπως κάθε φορά μας λένε οι νόμιμα εκλεγμένοι πολιτικοί μας εκπρόσωποι.

     Οι καιροί άλλαξαν, οι συνθήκες ωρίμασαν οι επιλογές είναι δικές μας και δικές σας, σε τι κόσμο θέλουμε να ζήσουμε, σε ποιες κοινωνίες θέλουμε να μεγαλώσουμε, με ποιους ή ποιες νόμιμα και συντροφικά με αγάπη δίπλα μας. Καμία τάξη δεν διασαλεύεται αν δύο άτομα του ιδίου φύλου έρθουν σε κοινωνία πολιτικού γάμου αν το επιθυμούν. Στα δύσκολα, δεν είναι δίπλα σου οι άλλοι που λένε ότι ενδιαφέρονται και κρατούν τα λάβαρα της ηθικής και της μεταφυσικής αναπαραγωγικής ευταξίας, αλλά ο δικός σου άνθρωπος αν σταθείς τυχερός σύντροφος. Αυτός που καλύπτει το μικρό λακουβάκι του μαξιλαριού σου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

21 Νοεμβρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου