Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Ρένα Χατζηδάκη, Ανθρώπινα δικαιώματα και ιατρική εξουσία

 ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

του Αναστάσιου Ιωάννη Μεταξά

 

      Δεν θα ήθελα ήδη από τον τίτλο του θέματος, να δώσω ένα περιεχόμενο αρνητικό με την έκφραση «σεξουαλικές μειονότητες». Γι’ αυτό θα σας πάρω λίγο χρόνο για να σας εξηγήσω, εισαγωγικά, γιατί κατέληξα να χρησιμοποιήσω αυτό το φραστικό δήλωμα. Το έκαμα στην προσπάθειά μου να έχει το πρόβλημα των σχέσεων της σεξουαλικότητας με την πολιτική.

     Σκέφτηκα πως πάρα πολύ εύκολα και χωρίς προβλήματα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μια στατιστικά κανονική σεξουαλικότητα. Βάζοντας αυτό το «στατιστικά κανονική» κατά κάποιο τρόπο αποποινικοποιούμε οποιαδήποτε άλλη μορφή σεξουαλικότητας. Από την άλλη πλευρά θεωρούμε, ως υπόθεση εργασίας, ότι η κυρίαρχη σεξουαλικότητα, η ιδεολογικά κυρίαρχη, είναι η στατιστικά κανονική με όλες τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει.

     Μετά, μια άλλη ορολογική διευκρίνιση η οποία θα μπορούσε λίγο να μας βοηθήσει, είναι ότι, αν σε μια κοινωνία διαπιστώσουμε ότι άνθρωποι, που εκφράζουν ένα τύπο σεξουαλικότητας που δεν ταυτίζεται με την στατιστικά κανονική, αλλά που, παρ’ ότι εκφράζουν αυτό τον τύπο, καταφέρνουν και συμβιώνουν με τους άλλους (είναι κοινωνικά αποδεκτοί χωρίς μεγάλα προβλήματα), μπορούμε ίσως να χρησιμοποιήσουμε τον όρο σεξουαλική παροικία.

      Αν όμως, από μια στιγμή και έπειτα διαπιστώσουμε, σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη κοινωνία, π.χ. στη δική μας μέσα, ότι υπάρχει άρνηση ή απόρριψη αυτής της μορφής σεξουαλικότητας που δεν είναι σύμφωνη-το επαναλαμβάνω-με την στατιστικά κανονική, τότε και μόνο μπορούμε να μιλάμε για σεξουαλική μειονότητα. Με λίγα λόγια, δηλαδή, από την στιγμή που θα χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λέξη, σημαίνει πώς διαπιστώνουμε, ότι μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνία υπάρχει διάχυτη απορριπτική διαδικασία μιας μορφής σεξουαλικότητας. Συνεπώς, η λέξη και ο όρος «σεξουαλική μειονότητα» δεν σημαίνει υποβιβασμό μιας μορφής σεξουαλικότητας, αλλά καταγγελία ενός τρόπου σύλληψης των άλλων σεξουαλικοτήτων που δεν έχουνε ταυτότητα, αν θέλετε σχέση ταυτότητας, με την στατιστική κανονική.

      Αυτές είναι ορισμένες εισαγωγικές αποσαφηνίσεις για να σας ενημερώσω, τουλάχιστον, για το πώς σκέφτηκα εγώ στην αρχή το θέμα. Θα ήθελα όμως σ’ αυτό το «σεξουαλικές μειονότητες» να σταθούμε λίγο, πάλι εισαγωγικά. Όταν λέμε «σεξουαλικές μειονότητες», στον δικό μας χώρο της Πολιτικής Ψυχολογίας τουλάχιστον, όπως το βλέπουμε σε σχέση με τα προβλήματα εξουσίας, δεν είναι μόνο οι ομοφυλόφιλοι και συνιστούν σεξουαλική μειονότητα. Είναι οι γυναίκες, είναι η σεξουαλικότητα των παιδιών σε σχέση με τους μεγάλους και οι μεγάλοι είναι πολλών κατηγοριών. Συνεπώς, οι σεξουαλικές μειονότητες μπορούμε να πούμε ότι ανήκουν σ’ ένα ευρύτερο χώρο, όπου υπάρχουν και άλλες βιοκοινωνικές μειονότητες και συνεπώς μπορούμε να χωρίσουμε ολόκληρο τον κοινωνικό μας χώρο, σε ένα χώρο στατιστικά κανονικό και σε ένα άλλο χώρο μειονοτικό, όπου οι σεξουαλικές μειονότητες είναι ένα κομμάτι του.

     Όλα αυτά σας τα αναφέρω για να σας υπογραμμίσω το πόσο νομίζω ότι το πρόβλημα των σεξουαλικοτήτων είναι διαλεκτικά δεμένο με πολλά άλλα επίπεδα, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο χώρο, εξαρτάται απ’ αυτόν, είναι πολύπλοκο και, νομίζω, ότι η παρουσίαση που σχετίζει την σεξουαλικότητα, την οικογένεια και τον γάμο, μας έβαλε στον καλό δρόμο για να καταλάβουμε την συνεξέταση που έχει το πρόβλημα των σεξουαλικοτήτων σε σχέση με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα.

    Από τη στιγμή όμως που διαπιστώνουμε, σε μια κοινωνία μέσα, την ύπαρξη σεξουαλικής μειονότητας- οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, είτε πρόκειται για τις γυναίκες, είτε πρόκειται για την ομοφυλόφιλη σχέση, είτε πρόκειται για την διαφορά στην σεξουαλική συμπεριφορά των νέων σε σχέση με τους μεγάλους- θα πρέπει να δούμε μήπως όλες αυτές οι κατηγορίες, έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά και ποιες είναι ακριβώς οι συνέπειες αυτών των χαρακτηριστικών, που αποτελούν ένα κάποιο όλο, ένα σύνολο.

     Διαπιστώνουμε πρώτα απ’ όλα ότι, από τη στιγμή που ανήκεις σε μια σεξουαλική κατηγορία που δεν είναι η στατιστικά κανονική, υπάρχει, για τα μεγάλης αυτής κατηγορίας, μια πολιτισμική αναδίπλωση. Αυτό που στην κοινή μας γλώσσα λέμε εντροπή- ντρεπόμαστε στην πραγματικότητα, ελάτε στην ετυμολογία της λέξης: Τρέπεται κανείς προς τον εαυτό του, προς τα μέσα. Δηλ. Αναζητεί εκεί την ασφάλεια. Άρα, από τη στιγμή εκείνη και έπειτα αποστασιοποιείται από την υπόλοιπη κοινωνία, δεν διαισθάνεται ότι έχει ασφάλεια εκεί και ότι πρέπει να αναζητήσει μέσα του αποκλειστικά -ή στον χώρο τον ειδικότερο στον οποίο συνανήκει- την ασφάλειά του. Άρα αρχίζει μία διαδικασία αποξένωσης-με κάποια διευρυμένη έννοια του όρου- η οποία χαρακτηρίζει αυτή τη μορφή ή την οποιαδήποτε άλλη, αν θέλετε, μορφή σεξουαλικότητας, που δεν είναι η στατιστικά κανονική. Από την στιγμή που ανήκεις σε μια τέτοια κατηγορία, αρχίζεις να αναπτύσσεις εκεί μέσα μια δική σου επικοινωνιακή γλώσσα, ένα μειονοτικό κώδικα. Τις συνέπειες νομίζω αυτού του μειονοτικού κώδικα, τις ζουν πάρα πολλοί άνθρωποι και ξέρουν ποιες είναι οι μετεπιπτώσεις του. Δεν θα μιλήσω για τις επιπτώσεις που είναι ορατές, αλλά σκεφτείτε τις μετεπιπτώσεις που μπορεί να έχει για τον καθένα όταν, για να μπορέσει να συνεννοηθεί με τον χώρο του… για να συνεννοηθεί, στην πραγματικότητα για να αμυνθεί σε σχέση με τον άλλο χώρο της στατιστικά κανονικής σεξουαλικότητας. Υπάρχει δηλαδή ένα πρόβλημα άμυνας που εκφράζεται μέσα από την δημιουργία μιας τοπικής σεξουαλικής γλώσσας, που είναι η γλώσσα της συγκεκριμένης Α, Β, Γ, Δ,… Ν, σεξουαλικότητας.

     Και ένα τρίτο στοιχείο που μπορούμε να δούμε σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ότι αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη αμυντική διαδικασία ομάδας, σε τρόπο ώστε να έχουμε μια μορφή ιδιωτικοποίησης μιας ζωής, ενός τρόπου κοινωνικών εκδηλώσεων, σε σχέση με το υπόλοιπο της κοινωνίας. Όλα αυτά, χωρίς να σημαίνει ότι υπεύθυνοι είναι εκείνοι που μετέχουν σ’ αυτό το σύστημα-αλλά υπεύθυνη είναι η σχέση που υπάρχει, που δημιουργείται, αν θέλετε, μέσα σε ένα ορισμένο τύπο καπιταλιστικής κοινωνίας.

     Ποιες είναι τώρα οι άμεσες συνέπειες αυτής της γενικότερης διαπίστωσης; Ειπώθηκαν πολλά πράγματα, γι’ αυτό θα είμαι πάρα πολύ σύντομος στο σημείο αυτό.

     Διαπιστώνουμε, πρώτα απ’ όλα, ότι όσοι ανήκουν σ’ αυτές τις κατηγορίες, σ’ αυτές δηλαδή τις σεξουαλικές μειονότητες, στη δική μας κοινωνία-αλλά και αλλού- έχουν περιορισμένη ουσιαστική και τυπική προστασία. Η τυπική προστασία δεν είναι μόνο η ποινική αλλά και άλλες’ και η ουσιαστική, που είναι περιορισμένη, είναι ότι, από τη στιγμή που θα υπάρξει ο χαρακτηρισμός, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια νοοτροπία. Συνεπώς, ο κοινωνικός έλεγχος ο οποίος ασκείται πάνω στο γεγονός ότι ανήκει κάποιος σ’ αυτή την κατηγορία, δημιουργεί ένα πελώριο πρόβλημα. Γιατί αυτός ο κοινωνικός έλεγχος είναι εξουθενωτικός με τα πολλά προβλήματά του στη συνέχεια.

     Υπάρχει τώρα ένα πρόβλημα το οποίο συνδέεται άμεσα με την πολιτική, και έχουμε πολλές ιστορικές επαληθεύσεις. Κάθε κοινωνία έχει ανάγκη να κατασκευάζει-και ξέρετε για ποιά κοινωνία μιλάω-κάποιο στόχο, στον οποίο διοχετεύει τα προβλήματά της. Να λειτουργεί δηλαδή αυτός ο στόχος σαν ένας χώρος παροχέτευσης ευθυνών. Και δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τις σεξουαλικές μειονότητες. Μπορεί να είναι ρατσιστικές μειονότητες, μπορεί να είναι γενικά ηλικιακές μειονότητες. Βλέπουμε λοιπόν, μέσα από διάφορα φραστικά δηλώματα του τύπου: «Αυτοί φταίνε», «Αυτούς τους βλέπεις παντού», «Αυτοί είναι πίσω από εκεί», «Αυτοί έχουν τελικά την εξουσία στα χέρια τους», ότι λειτουργούν αρνητικά στην κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι, ότι για τα κακά μεταφέρεται η ευθύνη με την έκφραση «αυτοί φταίνε». Για ό,τι όμως είναι καλό, όταν συμβαίνει, αυτό γίνεται γιατί «είναι οργανωμένοι και τα καταφέρνουν καλύτερα από τους άλλους». Ενεργεί δηλαδή διπλά εδώ. Αυτό πρέπει να το προσέξουμε. Συνεπώς, το θέμα του «αποδιοπομπαίου τράγου», το οποίο ήτανε-για να μιλήσω για την πολύ πρόσφατη ιστορία- ένα από τα χαρακτηριστικά της ναζιστικής προπαρασκευής σε σχέση με τους Εβραίους, μπορεί να λειτουργήσει απόλυτα, με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια λογική, και για κάθε σεξουαλική μειονότητα και έχει τις τεράστιες πολιτικές επιπτώσεις που ασφαλώς υποπτεύεσθε. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε περισσότερο στο σημείο αυτό. Βέβαια, αρκεί κανείς να σκεφθεί με πόσα φραστικά δηλώματα, που μερικές φορές παίρνουν και τον χαρακτήρα του ρητού, δηλώνουμε αυτή την απέχθειά μας προς αυτή την κατηγορία. Γιατί όταν κάτι είναι διατυπωμένο σαν ρητό, έχει τον χαρακτήρα ότι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Είναι λέει «γενικής αποδοχής» είναι «κανόνας» και, συνεπώς, περνάει χωρίς συζήτηση.

      Υπάρχει ένα άλλο σημείο στο οποίο θα ήθελα λίγο να αναφερθώ. Θίχτηκε έμμεσα από τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, αλλά νομίζω πως και ο Δημοσθένης Αγραφιώτης κάτι είπε στην αρχή. Πρόκειται για το πρόβλημα μιας υπομορφής, αν θέλετε, σεξουαλικής μειονότητας της ομοφυλοφιλίας, σε σχέση με τον ρόλο της γυναίκας. Νομίζω (βέβαια μπορεί να κάνω λάθος, αλλά αυτό δεν μου απαγορεύει να σας εκφράσω την υπόθεσή μου), ότι ένα μεγάλο κομμάτι, ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του προβλήματος της ομοφυλοφιλίας είναι απόλυτα δεμένο με το γενικότερο πρόβλημα της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία. Η γυναικεία καταπίεση –η καταπίεση πάνω στη γυναίκα δηλαδή και όχι καταπίεση από την γυναίκα- αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα σκηνικό βάθους από το οποίο προσδιορίζονται πολλά άλλα. Το σκηνικό αυτό προσδιορίζει και πολλές άλλες μορφές σεξουαλικής καταπίεσης. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έχουμε αντίστοιχους δηλωτικούς όρους, όπως πχ. «θηλυπρέπεια». Η θηλυπρέπεια είναι διπλά καταδικαστική. Έμμεσα καταδικάζει τη γυναίκα και άμεσα εκείνον ο οποίος είναι θηλυπρεπής. Αλλά είναι θηλυπρεπής και είναι καταδικαστέος, γιατί είναι το «θήλυ» εδώ. Δηλαδή, με λίγα λόγια, επειδή αυτό που είναι από πίσω είναι κάτω από καταδίωξη και κάτω από καταδίκη. Συνεπώς, πρέπει να κάνουμε ένα είδος συστηματικής-με την επιστημονική έννοια του όρου- συνεχούς σύνδεσης ανάμεσα στη γυναίκα και στις διάφορες σεξουαλικές μειονότητες, ώστε να μπορέσουμε να εξηγήσουμε, με μια αναδρομή προς τα πίσω, ορισμένες σύγχρονες καταστάσεις. Από την άλλη πλευρά, η παρουσία (ξανάρχομαι πάλι στο κύριο θέμα) σεξουαλικών μειονοτήτων, έστω κι αν έχουν προβλήματα πάρα πολύ σημαντικά αυτοί που ανήκουν σ’ αυτές τις σεξουαλικές μειονότητες, συμβάλλει θετικά σε κάτι άλλο. Ότι από την στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί οργανώνονται σε ένα δικό τους χώρο, μεταβάλλονται σε παράγοντες συστηματικής κριτικής θεώρησης της κοινωνίας. Και είναι μια συστηματική κριτική στάση και θεώρηση η οποία δεν γίνεται τυχαία, αλλά πολλές φορές χαρακτηρίζεται από υψηλή επιστημονική επεξεργασία. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι, από τη μια πλευρά, οι άνθρωποι έχουν προβλήματα και, από την άλλη, όταν πάμε σ’ ένα άλλο επίπεδο, λίγο πιο υψηλό, και δούμε την δραστηριότητά τους μέσα στην κοινωνία, βλέπουμε ότι έχουν μια κάποια θετική συμβολή σαν κριτική θεώρηση του τρόπου λειτουργίας των θεσμών, του τρόπου σκέψης ακόμα.

     Θα ήθελα να τελειώσω με μία γενικότερη και έτσι κάπως φιλοσοφικότερη υπόθεση, χωρίς να αποτελεί θέση, αλλά ένα είδος εξήγησης του όλου προβλήματος των σεξουαλικών μειονοτήτων πάνω σε μια πολύ πιο ευρεία βάση.

     Θα μπορούσε να πει κανείς (και διευκρινίζω, ότι αυτό έχει άμεση και έμμεση σχέση με την πολιτική), ότι η διάκριση σε δύο φύλα, στην απολυτότητά της, έχει κάτι (αφού είναι απόλυτη δηλαδή) που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Από τη στιγμή όμως που κάτι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και δεν συζητείται, έχει μέσα του ένα στοιχείο αυταρχικότητας. Συνεπώς, όταν στατιστικά κανονική σεξουαλικότητα στηρίζεται πάνω σ’ αυτή την απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε δύο φύλα, η απολυτότητα της διάκρισης μπορεί να έχει κάποιες επιπτώσεις στη διάδοση της δημοκρατικής ιδεολογίας. Δεν θέλω να πω με τον τρόπο αυτό, ότι είναι απαραίτητες οποιεσδήποτε ενδιάμεσες μορφές σεξουαλικότητας. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι οι ενδιάμεσες μορφές (δηλαδή σεξουαλικές μειονότητες) κάμπτουν την απολυτότητα και δημιουργούν ένα είδος, αν θέλετε, καθολικότητας, ένα είδος επικοινωνίας ανάμεσα σ’ ένα δωρικό τύπο που έχουμε μάθει, κατά κύριο λόγο, ότι είναι ο ανδρικός, και σ΄ έναν ιωνικό, όπου είναι κωδικά, άς πούμε, ο γυναικείος. Αλλά, ανάμεσα στα ευθύγραμμα σχήματα και στα καμπύλα, θα πρέπει να υπάρχει αυτός ο σύνδεσμος ο οποίος να δίνει την δυνατότητα μιας καθολικότερης προσέγγισης του προβλήματος. Αναφέρθηκα σ’ αυτό το σχήμα, γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της ανάγκης να ικανοποιηθούμε από την εύκολη λύση: το μαύρο και το άσπρο, το κόκκινο και το μπλε, το πράσινο και το κίτρινο. Αυτή η ανάγκη μας να ξεχωρίσουμε το ένα με το άλλο, το ένα από το άλλο, τελικά τι ικανοποιεί; Μας οδηγεί στην ένταξή μας ή στο ένα ή στο άλλο. Έξω από την ένταξη, σε οτιδήποτε που είναι ενδιάμεσο, αισθανόμαστε μια ανασφάλεια. Έτσι λοιπόν, είναι ενδεχόμενο, όσοι δεν μετέχουν σε σεξουαλικές μειονότητες, και έχουνε μάθει βιοκοινωνικά ότι ανήκουνε στη στατιστικά κανονική και όχι στην άλλη, να βρίσκονται σε ασφάλεια. Και να αντιμετωπίζουν τους άλλους- όχι με ανασφάλεια, αλλά σαν ένα χώρο που τους απειλεί. Αλλά αυτό νομίζω ότι είναι κοινωνικά απαράδεκτο και μακροπρόθεσμα, σε ψυχολογικό επίπεδο, διόλου δημοκρατικό.

    Να ποιό ήταν το περιορισμένο νόημα της δικής μου συμμετοχής στη συνάντηση αυτή. Θάθελα όμως, με την ευκαιρία αυτή, να ευχαριστήσω το περιοδικό γιατί σκέφτηκε να με καλέσει. Σας ευχαριστώ πολύ.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ – ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ, περιοδικό ΑΜΦΙ τεύχος 14-15/Άνοιξη- Καλοκαίρι 1983, σ. 17-21.

 

Ανθρώπινα δικαιώματα & ιατρική εξουσία

 της ΡΕΝΑΣ  ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ

 

    Μου φαίνεται ότι έχω τρακ. Λέω και ξαναλέω στον εαυτό μου ότι αυτό είναι παράλογο, ότι η αίθουσα εδώ είναι γεμάτη από φίλους ή γνωστούς ή πάντως φιλικά διακείμενους ανθρώπους. Αλλά έχω τρακ, παράλογο ή όχι. Και  μου έρχεται η ιδέα ότι και η σεξουαλικότητα είναι- ή θα έπρεπε να είναι- παράλογη ή άλογη. Και αυτό είναι, νομίζω, το κύριο παράδοξο αυτού του συνεδρίου: ότι ενώ το θέμα του, όπως εγώ το καταλαβαίνω, είναι το δικαίωμα για το όνειρο, το δικαίωμα για το παράλογο, το δικαίωμα για το διαφορετικό- ή το  δικαίωμα για την πολύμορφη ερωτική επιθυμία, φαντασίωση, πράξη, και η δυνατότητα άσκησής του μέσα στο κοινωνικό σύνολο- ο τρόπος που εκφράζουμε από χτες τη διεκδίκηση αυτού του δικαιώματος, μας οδηγεί ίσως εμάς τους ίδιους στην εντύπωση ότι οι ερωτικές πλευρές της ύπαρξής μας οφείλουν να είναι κάτι. Οφείλουν, ας πούμε, να είναι έλλογες, ή εύλογες, ή θεωρημένες και εγκεκριμένες από τους προοδευτικούς ψυχίατρους των Βαλκανίων.

     Έτσι, χτες, στο τελευταίο μέρος του συνεδρίου, άρχισε μία συζήτηση για το αν η ομοφυλοφιλία είναι «γονιδιακή» ή κοινωνικής προέλευσης, που μου θύμισε την περίφημη διαμάχη των ειδικών για την τρέλα- είναι η τρέλα έμφυτη, κληρονομική, ή επίκτητη, περιβαλλοντογενής; Και αναρωτιέμαι σε τι μπορεί να εξυπηρετήσει η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα αν όχι στην αντιμετώπιση μιας βαριάς ενοχής: ενέχονται τα απρόσωπα γονίδια, ή τα πρόσωπα και η συμπεριφορά των γονέων και των παιδαγωγών γι’ αυτά τα διαφορετικά παιδιά, που έχουν μαζευτεί εδώ απόψε, γι’ αυτό το ομοφυλόφιλο αγόρι, γι’ αυτή τη νεαρή λεσβία, για κείνον τον αφηρημένο νεαρό που μονολογεί ή παραληρεί σαν «ψυχασθενής» που είναι; Γιατί από αρχαιοτάτων χρόνων, ο διαφορετικός είναι κακός, είναι ανώμαλος, είναι στιγματισμένος.

     Μας αρέσει, σε όλους μας, σε όλους τους ανθρώπους, να πιστεύουμε ότι είμαστε κατεξοχήν λογικά όντα- και άρα κατατάξιμα, προβλέψιμα, και επομένως όχι επικίνδυνα. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη παγίδα της λογοκρατούμενης εποχής μας, και της επακόλουθης διπολικής ιατρικής σκέψης για το φυσιολογικό και το παθολογικό που επισήμανε χτες ο Θανάσης Τζαβάρας.

     Δεν ξέρω. Εγώ πάντως θέλω από χθές να ρωτήσω τους ειδικούς: Υπάρχουν ομοφυλόφιλοι ελέφαντες; Και αν υπάρχουν, είναι κληρονομική ή επίκτητη η ομοφυλοφιλία τους; Ή μιά άλλη απορία: παρατηρείται ψυχασθένεια στους ψύλλους, και αν ναι, ευθύνονται τα γονίδια ή οι γονείς των  ψύλλων; Κάπου εκεί νομίζω μας οδηγεί η βιολογική λογική ή το ιατρικό μοντέλο.

     Ο πρώτος εισηγητής στο συνέδριο, ο Δημοσθένης Αγραφιώτης, τόνισε χτες τη σημειολογική πλευρά του θέματος. Την τόνισε με την παρέμβασή του, και ο Κώστας Ταχτσής. Εγώ θέλω σήμερα να σταθώ για λίγο σε δυο λέξεις: στη σεξουαλικότητα (στον ενικό και  τον πληθυντικό) και στην «ψυχασθένεια» και τους «ψυχασθενείς» λέξεις που τις χρησιμοποιούμε σε εισαγωγικά (ο τίτλος της κίνησής μας είναι ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ «ΨΥΧΑΣΘΕΝΩΝ»).

     Η σεξουαλικότητα λοιπόν που εισήχθη στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα, στο πρώτο του ήμισυ, υποθέτω, μαζί με το σοσιαλισμό ή περίπου, έχει κάνει λαμπρή καριέρα, και χρησιμοποιείται αφειδώς στον ενικό και στον πληθυντικό. Γιατί τώρα η λέξη σεξουαλικότητα μας προκαλεί να τη χρησιμοποιούμε στον πληθυντικό ενώ η λέξη ερωτισμός όχι; Διότι ακριβώς η «σεξουαλικότητα» έρχεται στη γλώσσα μας από τη δυτική Ευρωπαϊκή σκέψη, μέσα από τον Φρόϋντ και τους επιγόνους του, και προϋποθέτει μία νόρμα: τη «φυσιολογική» ενήλικη σεξουαλικότητα (ετεροφυλόφιλη και αναπαραγωγική). Ως εκ τούτου, άμα μιλάμε για μια άλλη μορφή σεξουαλικότητας, αισθανόμαστε ότι είναι μία 2η ή μία 3η ή μία 5η σεξουαλικότητα. Ενώ ο ερωτισμός είναι αφ’ εαυτού πολύμορφος, άμορφος, πολυδιάστατος, παιδικός, πρωτόγονος, ή ό,τι άλλο, και γι’ αυτό δεν μας χρειάζεται να πούμε οι ερωτισμοί. Το φαινόμενο αυτό, εκτός από την περίπτωση της σεξουαλικότητας, που όπως είπα εισήχθη στη γλώσσα μας, παρατηρείται και μια σειρά από άλλα ουσιαστικά που ανήκουν εξαρχής στην ελληνική γλώσσα και που σαν να φτωχαίνουν ξαφνικά, να μη χωράνε όλα τα πράγματα που χωρούσαν επί αιώνες και να πρέπει σήμερα να χρησιμοποιηθούν στον πληθυντικό, όπως η συμπεριφορά που χρειάζεται να γίνει συμπεριφορές, η στρατηγική που γίνεται στρατηγικές, και πάει λέγοντας.

      Όσο για τους «ψυχασθενείς» τώρα- πάντα σε εισαγωγικά. Τα εισαγωγικά αυτά τα φαντάζομαι λίγο σαν λαβίδες, με τις οποίες πιάνει κανείς την αλλόκοτη αυτή λέξη, που τη χρησιμοποιεί ο Τύπος κατά κόρον τα τελευταία χρόνια, δείχνοντας, μέσα από το δρόμο της γλώσσας, την επιβολή του ιατρικού μοντέλου στην τρέλα, επιβολή πρόσφατη που την επισήμαναν χτες και ο Roger Kempf και ο Θανάσης Τζαβάρας. Ενώ λοιπόν η  λέξη τρέλα έχει αμέτρητες διασυνδέσεις με την ιστορία της γλώσσας σε διάφορα επίπεδα και με ένα σωρό πράγματα καθημερινά και κοινωνικά παραδεκτά- π.χ. λέμε «ο καθένας έχει την τρέλα του», ή «η ποιητική έμπνευση βρίσκεται πολύ κοντά στην τρέλα», κλπ.- κανείς δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «ψυχασθένεια» έξω από την ιατρική και πολιτική της χρήση. Κανείς δεν λέει «έχω μια δόση ψυχασθένειας», ή «είμαι ψυχασθενώς ερωτευμένος». Είναι λοιπόν η «ψυχασθένεια» μια λέξη για να τη χρησιμοποιούν «ειδικοί» ή για να χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις. Μια λέξη που αποκλείει το παιχνίδι, όνειρο, τον ερωτισμό. Μια λέξη αποκομμένη από τη γλώσσα και την ιστορία της, γκετοποιημένη. Όπως γκετοποιημένοι, αποκομμένοι, στερημένοι από τα στοιχειωδέστερα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι οι «ψυχασθενείς».

     Σκεφτείτε το λιγάκι: Ένας καρδιοπαθής, ας πούμε, ή ένας διαβητικός, ή ένας καρκινοπαθής έχει τα εξής (αυτονόητα) δικαιώματα: να πάει ή να μην πάει για θεραπεία. Να διαλέξει ο ίδιος ένα γιατρό της αρεσκείας του. Να τον αλλάξει αν δεν του κάνει. Να ακολουθήσει ή να μην ακολουθήσει τη θεραπεία του οποιαδήποτε στιγμή θέλει και για οποιονδήποτε δικό του λόγο. Να διαθέσει δηλαδή όπως ο ίδιος κρίνει και αποφασίσει τον εαυτό του, τη ζωή του, το σώμα του, την ψυχή του.

     Για τον «ψυχασθενή» τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Ο γιατρός, ο ψυχίατρος, έχοντας δεχτεί από την πολιτεία το ρόλο του φύλακα της δημόσιας τάξης (και γιατί τον έχει δεχτεί δεν ξέρω) καλείται να αποφασίσει από τα πριν αν ο «ψυχασθενής» είναι επικίνδυνος (και για το μύθο της επικινδυνότητας των «ψυχασθενών» έχουμε μιλήσει πολύ στην ΚΙΝΗΣΗ). Αν ο γιατρός (που ωστόσο σα γιατρός έχει ορκιστεί ότι θα παράσχει θεραπεία, ή τουλάχιστον ότι δεν θα βλάψει ασθενή του), αν ο γιατρός λοιπόν κρίνει ότι ο «ψυχασθενής» είναι δυνητικά επικίνδυνος, τότε μπορεί (ασκώντας de facto δικαστική εξουσία) να αποφασίσει τον εγκλεισμό του ασθενούς και την υποχρεωτική «νοσηλεία» του σε ψυχιατρείο.

     Δεν θέλω να μιλήσω τώρα για προφανή και πολυσυζητημένα πράγματα, όπως ότι ο ψυχασθενής από την ώρα που εγκλείεται, είτε στο ψυχιατρείο, είτε στην ψυχιατρική κλινική, είτε ακόμα στο σπίτι του από τους δικούς του, απανθρωπίζεται και του στερούνται αναφαίρετα δικαιώματα. Ούτε να περιγράψω τις απίστευτες συνθήκες ζωής και «θεραπείας» στα ιδρύματα- υποθέτω ότι λίγο πολύ όλοι μας ξέρουμε το θέμα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει πιο πολύ εδώ απόψε είναι να σκεφτούμε ότι, όπως κι αν γίνεται το πράγμα, είτε στις πιο ακραίες περιπτώσεις ασύλων, όπως το διαβόητο άσυλο της Λέρου, είτε στις πιο «μαλακές» ας πούμε εκφάνσεις της καταστολής όπως η εισαγωγή, (με την πίεση πάντα της οικογένειας και των γιατρών) σε μια πολυτελή ιδιωτική κλινική με λινά σεντόνια) ή η παραμονή στο σπίτι αλλά με μια συνεχή απαγόρευση από τη μεριά της οικογένειας στον ασθενή ν’ αποφασίζει για την ζωή του γενικά, και φυσικά και για την ερωτική ζωή του, η διαδικασία της καταστολής ξεκινάει από την κριτική η «διαγνωστική» αποτίμηση του πώς αισθάνεται και πώς σκέφτεται ο «ασθενής», κι αυτό είναι νομίζω και το πιο τρομακτικό σημείο σ’ όλη αυτή την ιστορία.

    Αν δηλαδή το δούμε πολιτικά, το Σύνταγμα των Ελλήνων επιτρέπει στο καθένα «να εκφράζει και να διαδίδει προφορικώς, εγγράφως και διά του τύπου τους στοχασμούς του, τηρών τους νόμους του κράτους». Αλλά τι είναι το παραλήρημα ενός ψυχωτικού (και μας μίλησε προηγουμένως για τους ψυχωτικούς ο Γιάννης Τσέγκος), ή τι είναι οι ερωτικές φαντασιώσεις ενός «ψυχασθενούς», αν δεν είναι στοχασμοί; Η πολιτική ελευθερία σταματάει λοιπόν εκεί όπου αρχίζει η ιατρική εξουσία; Τι γίνεται με τα περίφημα αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα; Κανείς δεν φυλακίζεται, εκτός αν αποδεδειγμένα έχει κάνει έγκλημα και τότε μόνον ως ο νόμος ορίζει- παρά μόνον οι «ψυχασθενείς»; Η κατοικία εκάστου είναι άσυλον-εκτός της κατοικίας των «ψυχασθενών»; Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστος- εκτός αν είναι «ψυχασθενής»; Έκαστος δικαιούται να αναπτύσσει ελευθέρως την προσωπικότητά του-εκτός από τους «ψυχασθενείς»;

     Και ο «ψυχασθενής» πρέπει ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύει ότι δεν είναι ένοχος για επικινδυνότητα; Και τι θα πει, στο κάτω της γραφής, «ψυχασθενής»; Μήπως ο καθένας μας όταν θέλει να παίξει, να ερωτευθεί, να φλερτάρει, να γράψει ένα ποίημα, να βάλει τις φωνές, να κλειστεί στο σπίτι του για ένα μήνα, να κάνει έρωτα-με ομόφυλους ή με ετερόφυλους ή, για να θυμηθούμε και τους σουρεαλιστές, με μια ομπρέλα και μια ραπτομηχανή- ο καθένας-μας πρέπει λοιπόν να προσέχει να μην υπερβεί κάποιο όριο «φυσιολογικής» συμπεριφοράς, από το οποίο και μετά κινδυνεύει να πέσει στα χέρια της ιατρικής εξουσίας;

      Σας ευχαριστώ που ακούσατε τις σκέψεις μου για ένα πρόβλημα όλων μας.

ΡΕΝΑ  ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ, περιοδικό ΑΜΦΙ τχ.14-15/ Άνοιξη- Καλοκαίρι 1983, σ. 79-81.

ΥΓ. Μεταφέρω δύο ακόμα εισηγήσεις από το ΣΥΝΕΔΡΙΟ «σεξουαλικότητες & πολιτική» που διοργάνωσε το ΑΚΟΕ και το περιοδικό ΑΜΦΙ 6 και 7 Νοεμβρίου 1982 στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Η αίθουσα ήταν γεμάτη και το ενδιαφέρον μεγάλο. Ακούγαμε για πρώτη φορά πράγματα που μας αφορούσαν άμεσα, είχαν να κάνουν με τις ζωές μας, την σωματική μας αυτοδιάθεση και διαχείριση, τον ερωτικό μας προσανατολισμό και παράλληλα, το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας- τον ετεροφυλόφιλο υπέρτερο γενικό πληθυσμό, τις γυναίκες και τους άντρες, και τα άλλα μικρά απελευθερωτικά κινήματα πέρα από την δική μας μικρή περιθωριακή κοινότητα. Η προσοχή μας στέκονταν ιδιαίτερα στις πολιτικές συσχετίσεις, τις συσχετίσεις της ανθρώπινης σεξουαλικότητας στην καθολικότητά της και της πολιτικής της διαχείρισης από την εκάστοτε εξουσία στην ευρύτερη κοινωνική και ιστορική διάσταση στον χρόνο. Όπως έχουμε στο καλογραμμένο και βατό κείμενο του Α. Ι. Μεταξά, που με γλώσσα στρωτή και ύφος απλό, επιστημονικό λόγο μας μίλησε-και εκείνος- για τόσο σοβαρά και ουσιαστικά ζητήματα, όντας μέσα στο πολιτικό κλίμα αναλύσεων της εποχής. Έχουν περάσει από τότε 40 χρόνια και τα προτάγματα της ζωής άλλαξαν. Άλλοι βρίσκονται ακόμα εν ζωή άλλοι και άλλες έχουν φύγει από κοντά μας. όπως πρόσφατα ο Ματθαίος Γιωσαφάτ. Οι περισσότεροι έχουν αποστρατευτεί επαγγελματικά και εκπαιδευτικά-από τους συνέδρους-όχι όμως συγγραφικά, όπως πχ. ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς. Πολλές από τις τότε απόψεις των επιστημόνων και των συνέδρων έχουν αναθεωρηθεί, έχουν εμπλουτιστεί με καινούργιες μοντέρνες ιδέες και θέσεις επιστημονικές απόψεις από τον χώρο της πολιτικής και ιατρικής επιστήμης, των κοινωνιολογικών και ψυχιατρικών σπουδών. Φυσικά και οι αντιλήψεις ημών των ιδίων έχουν αλλάξει, ο κάθε ένας και κάθε μία από τους τότε παρευρισκόμενους έχει βρει τον δρόμο του και έχει κάνει τις επιλογές του, μπορεί και τις πολιτικές ή ερωτικές αναθεωρήσεις του. Η μνήμη όμως, η θαυμαστή μνήμη εκείνων των χρόνων και τα πρόσωπα που μετείχαν σε εκείνες τις επιστημονικές και κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες και εκδηλώσεις, ομιλίες και συζητήσεις είναι ακόμα ζωντανή. Η ομοφυλοφιλία και η διαπραγμάτευσή της, δεν ήταν ένα ακόμα νεανικό παιχνιδάκι για εμάς, τους τότε νεαρούς σε ηλικία και ωριμότητα, ήταν η στάση και απόλαυση ζωής μας και οφείλαμε να την πάρουμε στα σοβαρά, πέρα από τις όποιες προσωπικές μας αστοχίες και κατηγοριοποιήσεις των άλλων, βλέψεις των ατόμων του άμεσου περιβάλλοντός μας. Ένα οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον που δεν ήταν πάντα θετικό απέναντι στην εκδήλωσή της. Ούτως ή άλλως, τα βιώματα του σώματος και της ψυχής, της ανθρώπινης συνείδησης είναι πάντα προσωπικά. Μόνο σε οριακές στιγμές καθρεφτίζονται στον καθρέφτη της κοινωνίας. Το φαινόμενο της ερωτικής επιθυμίας και ευαισθησίας δεν κουρδίζεται ή ξεκουρδίζεται ανάλογα με τα κέφια μας ή τους μονοδιάστατους κανόνες, μεταφυσικές δοξασίες άνωθεν, ή  σκοτεινές στις εκδηλώσεις τους πολιτικές και κομματικές ιδεολογίες, είναι τόσο γήινη και χειροπιαστή η ερωτική επιθυμία όσο το σώμα που έχει κανείς δίπλα του. Αναπνέει, κοιμάται, ιδρώνει, κινείται, τεντώνεται, απλώνεται, μαζεύεται, κουλουριάζεται, κουκουλώνει και σκεπάζει, αγκαλιάζει τρυφερά μπορεί και βίαια το άλλο σώμα. Το σώμα μόνο ως κτήτορας επιβεβαιώνεται. Είναι ο πρώτος εξουσιαστής μας και ας μην το παραδεχόμαστε στις ομολογίες πίστεως του βίου μας. Και κάτι ακόμα που το παραβλέπουμε, είμαστε τυχεροί εμείς που γεννηθήκαμε όχι μόνο σε αυτήν την απ’ εξαρχής καπιταλιστική και αποικιοκρατική ήπειρο, τον δυτικό κόσμο, αλλά και στο ότι προερχόμαστε από μία πολιτιστική και θρησκευτική παράδοση με μεγάλες νομικές και των ηθών αντοχές. Ο χριστιανισμός, και ίσως στην ανατολική εκδοχή του, είναι περισσότερο ανεκτικός έναντι των σεξουαλικών προτιμήσεων και παρεκτροπών σε σχέση με άλλα θρησκεύματα και πολιτιστικές δοξασίες και αυτό το λησμονούμε, ακόμα και εμείς οι Έλληνες. Μιλώ για τους δύο τελευταίους αιώνες μας, σαν απότοκοι του διαφωτισμού και της αναγέννησης. Εξαίρεση ασφαλώς αποτελούν τα σκοτεινά χρόνια του φασισμού, του ναζισμού και του σταλινισμού. Κατόπιν, η Πλατωνική  και ποιητική ερωτική ελληνική παράδοση, πιστεύετε αλήθεια ότι θα μπορούσε να συνομιλήσει πχ. με την μουσουλμανική των διαφόρων καθεστώτων της μέσης, άπω ανατολής ή της αφρικανικής ηπείρου; Άλλο οι διαπολιπολιτισμικές γέφυρες αλληλογνωριμίας των λαών και άλλο… Σεβασμός και συνομιλία με τον Άλλον, τον Έτερο, δεν σημαίνει απέκδυση της δικής σου πολιτισμικής ταυτότητας, ούτε ο Άλλος της δικής του. Υπάρχει μία αλληλοπεριχώρηση αξιών και αντοχών λελογισμένων αποτελεσμάτων συνύπαρξης. Τα πολιτισμικά ιζήματα της ανθρωπότητας είναι διαφορετικών αποχρώσεων, αντιλήψεων, φορέων και ιστορικών και της καλλιτεχνίας παρακαταθηκών. Η ανεικονική τέχνη της φανέρωσης του Θείου- Έρωτα δηλώνει ότι προσπαθούμε να παραβλέψουμε από άγνοια ή ξένη επιβολή. Και αυτό, οφείλουμε να το έχουμε υπόψη μας στους σημερινούς καιρούς που επιδιώκεται μία «αντιδραστική» ομογενοποίηση των πάντων. Ανθρώπων, αξιών, καταστάσεων, εκφράσεων, πατρίδων, χωρών, ιστορικών προταγμάτων, στο όνομα της πολιτικής και γλωσσικής ορθότητας και εμπορικής προπάντων κερδοφορίας.

Διαβάζοντας εκ νέου τα πρακτικά του συγκεκριμένου Αφιερώματος του περιοδικού ΑΜΦΙ-όπως και την άλλη ύλη των τευχών του, ανακαλύπτω ότι πολλά από τα τότε δημοσιεύματα, κρατούν ακόμα την φρεσκάδα τους, το επαναστατικό άρωμα της εποχής που γράφτηκαν. Οι φωνές των συμμετεχόντων στα διάφορα αφιερώματα, ομιλίες και κείμενα αναπνέουν ακόμα, δεν έχουν σβήσει. Ίσως ο χρόνος έχει σκιάσει ανθρώπινες παρουσίες, διανοουμένων και  λογίων, επώνυμων και ανώνυμων επιστημόνων, απλών καθημερινών ελλήνων και ελληνίδων που, συνέβαλαν δραστικά, ενεργά με τις πράξεις, εκδηλώσεις τους και τα γραπτά τους, στην αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών στην χώρα μας. Και καθώς διαβάζω και αντιγράφω δύο από τα κείμενα του αφιερώματος, της ποιήτριας Ρένας Χατζηδάκη και του πολιτικού επιστήμονα Αναστάσιου Ι. Μεταξά, η μνήμη θυμάται διαβάσματα παρεμφερή εκείνων των χρόνων. Θυμάται τα βιβλία των εκδόσεων της Ιωάννας Χατζηνικολή για την Σεξουαλικότητα, την Τρέλα, που είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά. Θυμάται τα δύο βιβλία του αμερικανού αντιψυχίατρου Τόμας Τζάζ. Ενώ η ανακοίνωση της Ρένας Χατζηδάκη, δεν ξέρω πώς, έφερε στο νου ένα μικρό διήγημα του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη το «Νεκράνθεμα εις την μνήμην των». Ένα διήγημα του 1907 δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 6 Ιουνίου 1925. Ένα συγκινητικό και τρυφερό διήγημα που όπως γράφει στα κριτικά του υπομνήματα ο αναστηλωτής του Γιώργος Βαλέτας: «Το διήγημα αναφέρεται στο θάνατο του αδερφού του Γιώργη από τρέλλα τον Απρίλη του 1905 γι’ αυτό έχει τόση πικρία και παράπονο», Το Παπαδιαμαντικό αυτό διήγημα το διαβάσαμε για πρώτη φορά στην συνολική έκδοση των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τόμος 4ος, των Αθηναϊκών Εκδόσεων Ηρακλής Γ. Σακαλής, εκδόσεις Χρήστου Γιοβάνη σε επιμέλεια και σχόλια, κριτικό υπομνηματισμό Γιώργου Βαλέτα. Το διήγημα περιλαμβάνεται φυσικά και στην έκδοση των Απάντων των εκδόσεων Δόμος, τόμος 4ος, με τίτλο «Νεκράνθεμα» στην κριτική και αναστηλωτική έκδοση του Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Ενδέχεται άλλοι αναγνώστες της ομιλίας της Ρένας Χατζηδάκη να φέρουν στην σκέψη τους τις περιπτώσεις του ποιητή Ρώμου Φιλύρα ή του διηγηματογράφου Γεωργίου Βιζυηνού ή άλλων περιπτώσεων, πράγμα που σημαίνει ότι τα παλαιότερα αυτά κείμενα είναι ακόμα ζωντανά, αναπνέουν, αρκεί να τα αναζητήσουμε και να συναναπνεύσουμε μαζί τους.     

Για την αντιγραφή σαράντα χρόνια μετά

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 5 Νοεμβρίου 2023   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου