Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ Β Ε Λ Ι Σ Σ Α Ρ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ
Ένας πρωτοπόρος πολιτικός και κοινωνικός ακτιβιστής
«Θα ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω…
Μα έτσι εσβύσθη
πιά…. σαν τίποτε δεν απομένει
γιατί μακρυά, στα
πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.»
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης,
Ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος (1947-
27/9/1985) στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, 1974 μετά την πτώση της χούντας,
υπήρξε ο εμπνευστής και ο διοργανωτής του πρώτου απελευθερωτικού ομοφυλόφιλου
κινήματος στην Ελλάδα του γνωστού στις παλαιότερες γκέι γενιές ΑΚΟΕ. Ήταν ο
ιθύνων νους-μαζί με μια μικρή στην αρχή, φιλική ομάδα, σύγχρονών του
επαναστατημένων νέων, προερχόμενων από διάφορα επαγγέλματα και επιστημονικούς
κλάδους, διανοούμενοι νέοι, λόγιοι, αυτούς που κάπως επιτιμητικά αποκαλούμε
«κουλτουριάρηδες» οι οποίοι βγήκαν μπροστά και σχημάτισαν τον πρώτο κοινωνικά
και πολιτικά Αμφισβητισιακό πυρήνα του ΑΚΟΕ. Αφορμή υπήρξε το περιβόητο
νομοσχέδιο του τότε υπουργού της συντηρητικής παράταξης Δοξιάδη, περί
αφροδισίων νοσημάτων. Σε αμέσως προηγούμενα και παλαιότερα σημειώματά μας,
αποδελτίωσης και παρουσίασης των τευχών του περιοδικού ΑΜΦΙ και των συνεργατών
του, των φιλολογικών του σελίδων αναφερθήκαμε εκτενέστερα και δώσαμε σχετικές
πληροφορίες. Έχουμε παρουσιάσει ένα γενικό σχεδιάγραμμα της πρωτοπόρας αυτής
αγωνιστικής αυθόρμητης κίνησης των χρόνων εκείνων και των κυριότερων-
γνωστότερων ατόμων αυτής της σημαντικής προσπάθειας του μικρού περιθωριακού
ελληνικού κινήματος. Μιάς ατομικής και συλλογικής αντίστασης ενάντια σε ένα
αστυνομοκρατούμενο σύστημα κυβερνητικής εξουσίας όπως αυτή μας αποκαλύπτεται
στις δεκάδες μαρτυρίες, εξομολογήσεις, σχολιασμούς, αρθρογραφία και κείμενα
ντοκουμέντα των τευχών του περιοδικού Αμφί αλλά και του πανοράματος εσωτερικών
και εξωτερικών ειδήσεων και γεγονότων των χρόνων εκείνων που σχολιάζονται. Της
καταγραφής των ημερήσιων αρνητικών και θετικών δημοσιευμάτων στον ελληνικό τύπο
(των τευχών των διαφόρων περιόδων που γνωρίζω και είχα προμηθευτεί, και από
ατομικές μου νεανικές αναμνήσεις, συμμετοχές, συζητήσεις, μικρούς αγώνες). Μιάς
τολμηρής και ριψοκίνδυνης ομάδας νεαρών ελλήνων και ελληνίδων-οι οποίοι
εμπνεόμενοι και από τα πολιτικά και αγωνιστικά προτάγματα και κινήματα της
εξεγερμένης νεολαίας της δυτικής ευρώπης και της αμερικής εκείνων των
ανατρεπτικών δεκαετιών (1960-1980), κυριότερα του απόηχου του Γαλλικού Μάη του
1968, της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του 1973, πρωτοστάτησε και κατόρθωσε κάτι
ανεπανάληπτο και προκλητικό για τα χρόνια εκείνα για την ελληνική κοινωνία.
Επανασηματοδότησε τις αντιλήψεις μεγάλης μερίδας των ελλήνων και των ελληνικών
στρέιτ οικογενειών, για το τι είναι ομοφυλοφιλία και ποια η ταυτότητα του
ομοφυλόφιλου έλληνα στην δημόσια εικόνα του, εκφραστική του μέσα στα
παραδοσιακά στεγανά της πατριαρχικής ελληνικής οικογένειας. Άγνωστοι και ανυπεράσπιστοι μεταξύ αγνώστων
νέοι και νέες, με όνειρα και οράματα, με συνθήματα προκλητικά, συνθηματικά ή
φανερά γραμμένα στους τείχους της Πλάκας. Άτομα με αξιοπρέπεια και καλλιτεχνικά
ενδιαφέροντα, βρήκαν από το «καβούκι τους» διαμορφώνοντας ένα κοινωνικό πλαίσιο
δυναμικής αντίδρασης, όπως τα άλλα μικρά κοινωνικά κινήματα της εποχής τους.
Πρόσωπα με φιλοδοξίες και πάθη, ερωτικές τολμηρότητες και διαφωνίες,
πολιτικοποιημένα-όπως κάθε ζωντανός οργανισμός- που διεκδίκησαν το αυτονόητο, να
ζήσουν και να χαρούν την ζωή τους συνταγματικά ισότιμα που ανέτειλε μπροστά
τους, να απολαύσουν τις όποιες χαρές και δυνατότητες τους προσφέρει το Σώμα
τους. Να μην καταστέλλονται από το κεντρικό κυβερνητικό σύστημα εξουσίας οι
ομοφυλόφιλες επιθυμίες τους, να εκφράσουν απρόσκοπτα και ελεύθερα τις
σεξουαλικές και ερωτικές τους ανάγκες, ισότιμα και ανοιχτά όπως και η υπόλοιπη ετεροφυλόφιλη
κοινωνία μέσα στην οποία ζούσαν, εργάζονταν, δημιουργούσαν και προέρχονταν,
φορολογούνταν, σεβόμενοι τους νόμους της ελληνικής πολιτείας σαν πολίτες με
υποχρεώσεις αλλά και συνταγματικά δικαιώματα. Αγωνιζόμενα άγουρα παιδαρέλια,
πολλά από αυτά χωρίς ξεκάθαρο κοινωνικό και ερωτικό προσανατολισμό και την
αναγκαία πολιτική ωριμότητα, εντελώς απροστάτευτα (ακόμα και από τις ίδιες τους
τις οικογένειες), μέσα σε ένα καθαρά εχθρικό και αρνητικό, απαγορευτικό και
αντίξοο πολλαπλά ελληνικό συντηρητικό και πουριτανικό περιβάλλον. Φωνές
θαρραλέες, ακηδεμόνευτες που καλλιέργησαν την προσωπική ερωτική τους μυθολογία,
δημιούργησαν τους δικούς τους γλωσσικούς κώδικες επικοινωνίας και απάντησης,
ρητορική στην καθοριστική για την σεξουαλική τους ταυτότητα ετεροφυλόφιλη
αρνητική ορολογία εις βάρος τους.. Εξέπεμψαν σε διάφορες συχνότητες αντίδρασης
απέναντι στην εξουσία αγωνιστικό τόνο της δημόσιας παρουσίας τους, απαίτησαν την
αποποινικοποίησή τους από το γενικό ρεύμα αντιλήψεων της ελληνικής κοινωνίας
της ιατρικής και ψυχιατρικής, νομοθετικής επίσημης εξουσίας. Αυτή που είχε
υιοθετηθεί από την επίσημη ελληνική πολιτεία και κράτος. Προσπάθησαν να
ξεφύγουν από τους πολυποίκιλους βαθμούς κοινωνικής τους εξαθλίωσης και
εκμετάλλευσης, μέσα σε ένα ανάλγητο περιβάλλον που αφιονίζονταν είτε με κλέη
ένδοξου εθνικιστικού ή βυζαντινού αυτοκρατορικού μεγαλείου, είτε με διεθνιστικά
μαρξιστικά οράματα λαών που ζούσαν κάτω από σκληρές συνθήκες διαβίωσης. Τα
άτομα αυτά, οι πρώτοι άγνωστοι και ανώνυμοι στους πολλούς ομοφυλόφιλοι, βγήκαν από
την αφάνεια κάπως φουριόζικα και φορές ανοργάνωτα, αυτοσχεδιαστικά, φορτισμένα
ακτιβιστικά και απαίτησαν την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού τους. Δεν ήσαν οι
καρικατούρες των θεατρικών επιθεωρήσεων και κινηματογραφικών ταινιών, οι
δευτεραγωνιστές ενός πολιτικού και κοινωνικού σκηνικού της ελληνικής κοινωνίας.
Ήσαν πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα της σύγχρονης ομοφυλόφιλης ελληνικής
κοινότητας η οποία άρχιζε να απλώνει τις ρίζες της και τους καρπούς της να
θέτει τους στόχους της. Οι έλληνες και ελληνίδες ομοφυλόφιλοι δεν ήσαν ήρωες
και χαρακτήρες ενός ευφάνταστου συγγραφικού νου, θετικοί ή αρνητικοί της
ποίησης ή της μυθοπλασίας ερωτικά μυθεύματα παλαιότερων θρησκευτικών και
κοινωνικών δοξασιών. Ήσαν αληθινές ζωντανές υπάρξεις με τα συν και τα πλην του
χαρακτήρα τους, τις πολιτιστικές και βιολογικές τους καταγωγές, ατομικές
αντιδράσεις και αντιλήψεις για τον εαυτό τους και την δημόσια εικόνα τους. Με
την εξυπνάδα και την χαζομάρα τους, την επικοινωνιακή τους τολμηρότητα και την
αδιαφορία για την κοινωνική μειοψηφία στην οποία ανήκαν. Δεν ήσαν άγγελοι μέσα
σε έναν κολασμένο παράδεισο ήσαν και αυτοί «κολασμένοι» και «αδικημένοι» όπως
και τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής κοινωνίας που αντιτάσσονταν πολιτικά ή
κοινωνικά απέναντι στο υπάρχον πολιτειακό σύστημα από το δικό τους μετερίζι.
Ήσαν ευαίσθητοι αλλά και σκληροί, απόλυτοι στις θέσεις τους και διαλλακτικοί,
«πορνικοί» αλλά και «θρησκευόμενοι», σεμνοί και φοβισμένοι, δειλοί αλλά και
τολμηροί. Σπάταλοι καταναλωτικά και σκληρά εργαζόμενοι. Φλέρταραν με τον
κίνδυνο στην περιπέτεια των ερωτικών τους εμπειριών όπως και ο υπόλοιπος λαός
που ανήκε στην ετεροφυλόφιλη πλειοψηφία. Ρίσκαραν την ψυχική τους ακεραιότητα
και ισορροπία όπως και οι άλλες πληθυσμιακά ερωτικές ομάδες, ακόμα και την
σωματική τους υγεία στο όνομα μιας βραδιάς σεξουαλικής συντροφιάς ή ας μου
επιτραπεί η λέξη «αρπαχτή». Άκουγαν τις μουσικές μελωδίες και τους δίσκους του
«Σείριου» αλλά, δεν κατάγονταν από τον Σείριο. Δημιουργούσαν σχέσεις ή τις
διέλυαν εν μία νυχτί. Ταξίδευαν στη Μύκονο και στο εξωτερικό για ερωτικές
συνευρέσεις, όσοι είχαν την οικονομική άνεση. Μετεωρίζονταν σε έναν μονογαμικό
ή πολυγαμικό βίο. Πολλοί ήσαν παντρεμένοι και ζούσαν διπλή ζωή. Ομοφυλόφιλα
άτομα που είχαν και αυτά εμπλακεί στην πλεκτάνη της κοινωνικής υποκρισίας-στις
διαπροσωπικές τους σχέσεις όπως και η ετεροφυλόφιλη υπόλοιπη ελληνική κοινωνία.
Ήσαν συντηρητικοί και προοδευτικά στις αντιλήψεις τους άτομα όπως και ο
υπόλοιπος λαός. Έκαναν συντροφιά με «ευκατάστατους» κυρίους και ακολουθούσαν
από την πλευρά τους εμπορικούς ερωτικούς κανόνες της ζήτησης και των σωματικών
αναγκών. Δημιουργούσαν μακρόβιες συντροφικές σχέσεις και ένιωθαν περήφανοι.
Θέλω να πω, ότι δεν ζούσαν και ζούσαμε οι ομοφυλόφιλοι σε μία αποστειρωμένη
κοινωνική και ερωτική γυάλα. Δεν ήμασταν ούτε οι καθαροί ούτε οι απόβλητοι,
απλά είμασταν η σύγχρονη, νεότερη γενιά ομοφυλόφιλων ελλήνων που προσπαθούσε να
επιχειρηματολογήσει για τα αναφαίρετα συνταγματικά δικαιώματά της, κάτι
αυτονόητο σε άλλες ευρωπαικές κοινωνίες. Είμασταν και εμείς οι κρυφοί και
αφανείς πρωταγωνιστές του «τσίρκου» ενός κοινωνικού θεάματος της εξέλιξης της
Ιστορίας της ανθρωπότητας. Νέοι που διέθεταν μία γνήσια και αυθεντική λαϊκότητα
(ανεξάρτητα των εκπαιδευτικών τους προσόντων και των οικογενειακών τους
καταγωγών) οι οποίοι ύψωσαν το ανάστημά τους και μίλησαν ανοιχτά, άρθρωσαν έναν
λόγο σοβαρό, υπεύθυνο, αντιεξουσιαστικό, επαναστατικό, αυτόνομο, ακυρωτικό,
έναν λόγο που εξέφραζε την ατομική τους ετερότητα, την προσωπική τους εαυτότητα
και σεξουαλικότητα κόντρα στο γενικό της κοινωνίας αίσθημα και εικόνα που είχε
και έτρεφε η ελληνική πολιτεία για τους Ομοφυλόφιλους. Ήσαν οι άλλες,
διαφορετικές προσωπικότητες οι λεγόμενες του τρίτου φύλου, οι οποίες διεκδίκησαν
την «ιδιοκτησία» του κορμιού τους και των αναγκών του, που αποφάσισαν και
ανέπτυξαν μορφές διωκόμενης κοινωνικής συντροφικότητας. Ήταν τα άστεγα ερωτικά
παιδιά μιας ταρτούφικης ελληνικής κοινωνίας που τους ανάγκαζε να ντρέπονται για
την επιλογή της σεξουαλικής τους επιθυμίας, να μην μπορούν να παραδεχτούν
ανοιχτά τις ερωτικές τους εμπειρίες και ανάγκες. Θεωρούνταν-και ίσως θεωρείται
ακόμα από μερίδα του πολιτικού συστήματος και κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας- το
ατίθασο «κύτταρό της», το «άρρωστο», το «αποδιοπομπαίο», το περισσότερο ηδονικά
απρόβλεπτο και αντισυμβατικό. Αυτό το μικρό περιθωριακό κομμάτι λοιπόν της
ελληνικής κοινωνίας επαναστάτησε, αγανάκτησε, αντέδρασε, διεκδίκησε την
απαλλαγή από τις συμπληγάδες της απομόνωσης που το είχαν περιορίσει οι κάθε
μορφής και βαρύτητας εξουσίες και μανιχαιστικές ιδεολογίες. Πολιτικές,
ιδεολογικές, θρησκευτικές, νομικές, εθιμικές κλπ. Φιλοδόξησε και πέτυχε δίχως
ιδιοτέλεια να έρθει σε ρήξη με κοινωνικές αντιλήψεις χρόνων και κλειστών
παραδοσιακών θεσμών και προτύπων, ρόλων δεσμευτικών των οικογενειακών τους
συνηθειών. Ζήτησαν να ανατρέψουν κατεστημένες ιδέες, σκουριασμένες αντιλήψεις
και αντιδραστικές παραστάσεις φύλου και αντρικού ρόλου, προτύπου του πατέρα ή
του μεγάλου αδερφού, του μάτσο αρσενικού. Παραδοσιακές πανάρχαιων μοντέλων ιστορίας σχέσεις
δοκιμασμένης συνύπαρξης και αναπαραγωγικής διαδικασίας. Προβλήματα που
αφορούσαν την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και συμπεριφορά στην καθολικότητά της
και παρέμεναν άλυτα, διαιωνίζονταν στο όνομα της ηθικής και της οικογενειακής
παράδοσης. Έφεραν στην επιφάνεια ιδιαίτερες ερωτικές προτιμήσεις μιάς μερίδας
ελλήνων και ελληνίδων, ταμπού για την ελληνική κοινωνία απαραβίαστα. Πρωτόγνωρης
διεκδίκησης και προβολής αιτήματα αμίλητα και άγγιχτα στην ουσία τους. Έθραυσαν
τα κοινωνικά σχήματα του τρίπτυχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» την ασφάλεια
της ηθικής σιγουριάς της πληθυσμιακά μεγαλύτερης ετεροφυλόφιλης μερίδας του
ελληνικού λαού. Η ελληνική κοινωνία, καλώς ή κακώς, δικαίως ή αδίκως,
βασίζονταν θεσμικά συνεπαγωγικά σε, θρησκεία ίσον οικογένεια ίσον ηθική ίσον
πατρίδα. Και αυτό το θεσμικό αλληλοσυνδεόμενο κοινωνικό σχήμα πλαισιώνονταν και
προστατεύονταν από την επίσημη κρατική κυβερνητική κάθε φορά εξουσία,
ανεξάρτητα ποιο κόμμα βρίσκονταν στην αρχή. Το στεγανό αυτό το οποίο
προέρχονταν από τα χρόνια της επτάχρονης διχτατορίας-και προγενέστερα-
διατηρήθηκε και στα δημοκρατικά κοινοβουλευτικά χρόνια της μεταπολίτευσης,
καταστρέφοντας ζωές και πτωχεύοντας ερωτικές παρουσίες. Οι αντιλήψεις και οι
απόψεις δεν άλλαξαν ούτε από την πλευρά της συμπολίτευσης ούτε όμως και από ένα
μέρος της επίσημης αντιπολίτευσης. Άλλαξαν σταδιακά και αργόσυρτα μετά την
πολιτική αλλαγή του 1981 και ορισμένων πολιτικών βουλευτών ή υπουργών
εκπροσώπων της, όπως ήταν η Μελίνα Μερκούρη, πάντα υποστηρικτική σε διωκόμενες
μειονότητες, ας μου επιτραπεί η λέξη, ήταν αυτό που ο λαός αποκαλεί
«αδελφομάνα». Εξάλλου, τόσα και τόσα είχε ακούσει η ίδια στην καριέρα και
σταδιοδρομία της όπως γράφει και στην αυτοβιογραφία της μετά την «Στέλλα» και
τον ατίθασο και πάντα αντισυμβατικό γυναικείο χαρακτήρα της. Όταν είχε τον
αντρικό πληθυσμό στα πόδια της. Πρωτοπόρα για την εποχή της Ελληνίδα.
Μέσα σε
αυτούς τους θυελλώδεις και καταιγιστικών ανατροπών καιρούς της αφανέρωτης
«ζευγαρωτής» ή «πολλαπλής» συντροφικής και ερωτικής μοναξιάς κυοφορήθηκε το
κίνημα του ΑΚΟΕ και γεννήθηκε λίγο αργότερα το περιοδικό ΑΜΦΙ. Καθοριστικός,
ουσιαστικός και αποτελεσματικός υπήρξε ο ατομικός και συλλογικός φιλικός και
παρείστικος αγώνας των πρώτων αυτών νέων ατόμων που βγήκαν μπροστά και οδήγησαν
στις νέες εξελίξεις την ελληνική κοινωνία. Σε αυτήν την προσπάθεια, χρειάζεται
να επαναλάβουμε, η ομοφυλόφιλη κοινότητα οφείλει αρκετά στην μερίδα εκείνη των
φωτισμένων προσωπικοτήτων του ετεροφυλόφιλου ελληνικού λαού, των γάλλων
επιστημόνων υποστηριχτών που συμπαραστάθηκαν στον κοινό μας αγώνα, με τις
υποστηρικτικές φωνές και υπογραφές τους, τα δημοσιεύματά τους, τις δημόσιες
συμμετοχές και εμφανίσεις τους. Όπως και στην αγωνιστική προσπάθεια του
ελληνικού φεμινιστικού κινήματος και άλλων μικρότερης εμβέλειας πολιτικών
ομάδων και γυναικείων κινημάτων. Υπήρξαμε το ερωτικά «παράδοξο» που απόκτησε
κανονικότητα σχεδόν τυχαία και από το πουθενά μέσα στο πολιτικό.
Πρώτος μεταξύ πρώτων λοιπόν ο Ανδρέας
Βελισσαρόπουλος, ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος και οι πέριξ αυτών. Ακολούθησε ο
Γρηγόρης Βαλλιανάτος, με το δικό του περιοδικό και την στεντόρεια φωνή και
δημόσια επικοινωνιακή ανεξάρτητη παρουσία του. Η Ειρήνη Πετροπούλου και άλλα
άτομα τα οποία ανέλαβαν στην έκδοση του περιοδικού Αμφί μετά την αποχώρηση του
Λουκά Θεοδωρακόπουλου. Του εαμίτη ποιητή και αγωνιστή που υπήρξε ο εμπνευστής
και εμψυχωτής της ύλης και της κυκλοφορίας του Αμφί, της έκδοσής του των πρώτων
17 τευχών. Αγωνιστής και ειλικρινής, σοβαρός και καλής πάστας άτομο,
καλλιεργημένος και αξιόλογος μεταφραστής πάνω από 50 τίτλων βιβλίων, ο Λουκάς
Θεοδωρακόπουλος σήκωσε στις πλάτες του το μεγαλύτερο βάρος της οργανωτικής
λειτουργίας του ΑΚΟΕ, της δημόσιας εμφάνισής του και εκπροσώπησής του, της
υποστήριξης του περιοδικού που σχεδίασε και ονειρεύτηκε, του Αμφί. Για να
είμαστε ειλικρινείς απέναντι στην ιστορία του ομοφυλόφιλου κινήματος στην
Ελλάδα, οι περισσότεροι ή αν θέλετε μεγάλη μερίδα των τότε ομοφυλόφιλων δεν
αγόραζε δυστυχώς το περιοδικό, και ίσως, αν δεν λαθεύω, να μην το υποστήριζε
όσο του άξιζε στην αγοραστική δημόσια κυκλοφορία του ανοιχτά. Οι έλληνες
ομοφυλόφιλοι όπως και στο εξωτερικό περισσότερο, παρά την διωκόμενη
επαναστατικότητά τους, την τρυφεράδα τους, εντάχθηκαν γρήγορα στο καταναλωτικό
σύστημα της πολιτείας όπως και η ετεροφυλόφιλη μερίδα του πληθυσμού. Δηλαδή οι
ελευθερίες που παρείχε το καπιταλιστικό σύστημα, τα φιλελεύθερα οικονομικά
καθεστώτα του δυτικού πολιτισμού, οι λεγόμενες αστικές δημοκρατίες απορρόφησαν
την όποια επαναστατική ικμάδα των ελλήνων και ευρωπαίων γκέι πολιτών. Τους
μετέτρεψαν και μας μετέτρεψε σε μία εμπορική με ημερομηνία λήξεως καταναλωτική
ή υπερ καταναλωτική μονάδα. Ένα ακόμα προϊόν προς τέρψη και απόλαυση των
εχόντων την οικονομική εξουσία. Δυστυχώς, όπως όλοι μας γνωρίζουμε και από την
άλλη ιδεολογική όψη του κόσμου μας των καθεστώτων μέχρι το 1989, και σήμερα
ακόμα, οι θέσεις της επίσημης ιδεολογίας και πολιτικής τους ήταν και είναι
απαγορευτικές και αποκλειστικές για τους πολίτες που έχουν διαφορετικό ερωτικό
προσανατολισμό, άλλη σεξουαλική επιθυμία. Όμως, όταν ακόμα η ελληνική αλλά και
άλλων ηπείρων και πολιτισμών κοινωνίες μαστίζονται άγρια από τις Γυναικοκτονίες,
κάτι αδιανόητο και απαράδεκτο, όταν διαφημίζεται το ανέκδοτο ότι το πρώτο ζώο
που εξημέρωσε ο άντρας είναι το Θήλυ, όταν από μεγάλης τηλεθέασης καλογραμμένα
σήριαλ ακούγεται η στιχομυθία μεταξύ αντρών: «Όταν μία γυναίκα δεν την αγαπάς
κάντεινε π…. να τα κονομάς», τότε, τι μπορεί να περιμένεις για τις άλλες
ερωτικές μειονότητες και τα δικαιώματά τους; Οι ταμπέλες, τα ταμπού, οι
κοινωνικές εμμονές, τα στερεότυπα, οι στιγματισμοί, μέσα στο ιστορικό διάβα, οι
κοινωνικές αμφισβητήσεις υποχωρούν και εξαλείφονται ή υποχωρούν με αργόσυρτους
ρυθμούς, ενώ οι αντοχές αντίστασης και των αγώνων μειώνονται γρηγορότερα. Όπως
μας το τραγούδησε ο ποιητής: «Ένα το χελιδόνι και η άνοιξη ακριβή, για να
γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ». Μόνο που ο ήλιος της πραγματικής ζωής και
των μικρών απολαύσεών της γυρίζει πέρα από τις διάφορες ηλεκτρονικές εξαρτήσεις
των ανθρώπων των σύγχρονων τεχνολογικών εποχών, στις μέρες μας. Είμαστε πλέον
πολίτες ενός παγκόσμιου διαδικτύου, ακόλουθοι καταναλωτικά προϊόντα και
αμελητέα μερίσματα ανθρωπιστικών μετοχών της σύγχρονης ανθρωπότητας.
Ανδρέας Βελισσαρόπουλος, διανοούμενος,
κινηματογραφιστής και δημοσιογράφος, ανταποκριτής γαλλικών εφημερίδων στην
εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» και σε άλλα έντυπα, ραδιοφωνικός παραγωγός, μάλλον
ευκατάστατος, όχι χλιαρός αμφισβητίας της κυβερνητικής εξουσίας, κάπως
«ακραίος» επαναστάτης στις θέσεις του. Ο έλληνας αυτός πολιτικός και κοινωνικός
ακτιβιστής υπήρξε ο ιδρυτής του ΑΚΟΕ, και σιμά του οι τότε νέοι και νέες που
στοιχήθηκαν μαζί του ασπάστηκαν τις ιδέες του, τους επαναστατικούς οραματισμούς
του. Έφυγε νωρίς κουρασμένος αλλά δικαιωμένος στους αγώνες του. Όπως μας
φανερώνει η ύλη των περιεχομένων του Αμφί, σε δύο μόνο τεύχη έχουμε την
παρουσία του. Όταν συμμετέχει ως ομιλητής στο Συνέδριο για τη «σεξουαλικότητα
και την πολιτική» με το κείμενο «Κοινωνικά κινήματα», σ. 59-63, περιοδικό ΑΜΦΙ
τχ. 14-15/ Άνοιξη- Καλοκαίρι 1983. Ενώ στο τεύχος με αριθμό 21/ Χριστούγεννα
1987- 1988, ο Αντώνης Β. γράφει για την απώλειά του. «ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΣ (1947-1985),
(Ο φόβος της επανάληψης», σελίδα 35. Κρίσεις για τον χαρακτήρα και την δημόσια
πολιτική εικόνα και την συμβολή του στους αγώνες του ΑΚΟΕ διαβάζουμε και στην
μελέτη, το βιβλίο του Λουκά Θεοδωρακόπουλου. Βλέπε και προηγούμενα σημειώματα.
Πληροφορίες για την πρόωρη απώλειά του διαβάζουμε και στα πολιτικά έντυπα της
εποχής που ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος υπήρξε συνεργάτης και δημοσίευε άτακτα
κείμενά του. Δεν θα λησμονήσω τις συναντήσεις και κουβέντες μας αλλά και την
πρόσκλησή του στο σπίτι του όπου παρακολουθήσαμε μία μικρή φιλική παρέα την
κινηματογραφική του ταινία, ενώ άλλες φορές μας πρόβαλλε κινηματογραφικά
ντοκιμαντέρ από τα επαναστατικά πολιτικά κινήματα της εποχής. Μορφωμένος και
έντονα πολιτικοποιημένος αλλά κάπως απόλυτος και αδιάλλακτος στις πολιτικές
θέσεις και απόψεις. Στην μνήμη του, αντιγράφω και δημοσιεύω το κείμενο του
Αντώνη Β. και το κείμενο συμμετοχής του ίδιου του Ανδρέα Βελισσαρόπουλου. Σαν
μία μικρή κατάθεση στην ιστορία των μικρών κινημάτων στην πατρίδα μας, τα οποία
άνοιξαν δρόμους, ελευθέρωσαν συνειδήσεις, άλλαξαν νοοτροπίες, έφεραν μικρές ή
μεγάλες αλλαγές και ανατροπές. Τίποτα δεν πήγε χαμένο από την ιστορία των
νιάτων και της γενιάς μας. Θέλω να ελπίζω
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΣ (1947-1985)
(Ο φόβος της επανάληψης)
Στις 27 του Σεπτέμβρη 1985 πέθανε σε
ηλικία 38 ετών ο σκηνοθέτης Ανδρέας Βελισσαρόπουλος. Είχε σπουδάσει ιστορία της
Τέχνης στην Αμερική και μελέτησε θέατρο στο Παρίσι. Δημοσιογραφούσε σε ελληνικά
και ξένα έντυπα και είχε δουλέψει για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Το 1976 βραβεύεται στη Θεσσαλονίκη για την
ταινία του ΟΠΕΡΑ, μια προσπάθεια να βρεθούν
οι κώδικες που χρησιμοποιεί η τέχνη, κώδικες εικονιστικοί και ερωτικοί.
Στην ταινία γινόταν μιά απόπειρα να διακοπεί το αλληλοκαθρέφτισμα ανάμεσα στο
θέαμα και το περιεχόμενο, και σαν απάντηση επρόβαλλε το σώμα.
Η πολιτική του σώματος είναι και ο κεντρικός
θεωρητικός άξονας του ΑΚΟΕ που δημιουργήθηκε το 1977 με πρωτοβουλία του
Βελισσαρόπουλου. Το περιοδικό ΑΜΦΙ που εκδόθηκε για πρώτη φορά την άνοιξη του
1978, άρχισε να επεξεργάζεται αυτήν την πολιτική που στηριζόταν στην αυτονομία
της επιθυμίας, στις νέες θεωρίες της εξουσίας, στα αντιψυχιατρικά συμπεράσματα
και στην καταγγελία του συμβατικού πολιτικού λόγου (αντίκτυποι του Μάη του
1968). Οι Λακάν, Φουκώ, Ντελέζ, Γκουαταρί ήταν μερικοί από τους θεωρητικούς που
ύφαναν το θεωρητικό σχέδιο του ΑΚΟΕ- ΑΜΦΙ περασμένοι από το πολιτικό φίλτρο του
ομοφυλόφιλου κινήματος.
Όμως η πραγματικότητα ορθώνεται ανελέητη
στην προσπάθεια υπέρβασής της είτε από την τέχνη είτε από τον αναλυτικό λόγο.
Στην «ΟΠΕΡΑ» το ερωτικό σώμα δεν μπορεί να διαρρήξει τους κώδικες για το λόγο
ότι το ίδιο αποτελεί μέρος ενός κώδικα. Από την άλλη μεριά ο γνωστός πολιτικός
λόγος κυριαρχεί, παρ’ όλους τους κλυδωνισμούς που υφίσταται τα τελευταία
χρόνια. Τα σπέρματα από τις νέες αντιλήψεις που έφεραν τα κινήματα κοινωνικής
κριτικής θα συνεχίζουν για καιρό ακόμη να δρουν υπόγεια. Πολιτικό και προσωπικό
αδιέξοδο. Ζούμε στην εποχή που φαίνεται πως όλα έχουν ειπωθεί κι όμως τίποτα
δεν αλλάζει. Η επιλογή του καθενός είναι είτε να συμμορφωθεί είτε να κρατηθεί
σε απόσταση.
Ο λόγος που ο Βελισσαρόπουλος έκλινε προς
τη δεύτερη επιλογή ήταν ότι γι’ αυτόν συμμόρφωση σήμαινε επανάληψη. Η ζωή όμως
βρίσκεται στο καινούργιο και η επανάληψη είναι θάνατος γι’ αυτό και η
προσπάθεια που άρχισε με την ΟΠΕΡΑ δεν θα συνεχιστεί ποτέ. Εξάλλου όταν
ολοκληρώσει το δικό του λόγο θα αποσυρθεί από το ΑΜΦΙ μετά από πέντε χρόνια
δουλειάς.
Ο φόβος της επανάληψης που τον κυριεύει,
τον ωθεί στην αδράνεια και συχνά στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ώστε ο
θάνατος που φοβάται σύντομα αρχίζει να γίνεται επιθυμητός. Αυτή τη φορά το
όνομα του θανάτου ήταν «καρκίνος του πνεύμονα με επώδυνες μεταστάσεις στα
οστά».
Αντώνης Β. -Τεύχος 21/ Χριστούγεννα 1986-1987, σ. 35.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Η παραδοσιακή Αριστερά, από τις αρχές του
αιώνα μας και σε Ευρωπαϊκή κλίμακα, έχει επιδείξει μια αρκετά σταθερή εχθρότητα
προς τα κινήματα που σήμερα αποκαλούμε «κοινωνικά», ώστε μπορούμε να υποθέσουμε
ότι η στάση αυτή δεν είναι απλώς θέμα συγκυρίας, άγνοιας, δογματισμού,
εθελοτυφλίας ή οτιδήποτε άλλο. Αξίζει συνεπώς να διερευνήσουμε αυτήν την
σιωπηρή ή εκφρασμένη εχθρότητα για να δούμε και να ξεκαθαρίσουμε (αν είναι
δυνατόν) τις βαθύτερες ρίζες της.
Κατά την μαρξιστική παράδοση (που αποτελεί
κι έναν από τους κεντρικούς κορμούς της ευρωπαϊκής αριστεράς), τον καθοριστικό,
«σε τελευταία ανάλυση» ρόλο τον παίζουν οι «ταξικές αντιθέσεις» κι όχι, ας
πούμε, οι εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές, σεξουαλικές ή άλλες. Η άποψη αυτή
εκφράζεται καθαρότατα στη γνωστή φράση του Αλτουσσέρ: «Η πάλη των τάξεων είναι
η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας». Με βάση την απόφανση αυτή, οποιαδήποτε μη
καθαρά ταξική αντίθεση, στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση’
στην χειρότερη, πετιέται στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας.
Η ίδια όμως η έννοια της «τάξης» είναι
προβληματική και καθόλου αυταπόδεικτη. Π.χ. οι κάστες της ινδικής (και πολλών
άλλων μη ευρωπαϊκών κοινωνιών) δεν είναι «τάξεις» με την αυστηρή έννοια του
όρου, ούτε και τα τρία “etats” στα οποία χωριζόταν η προ-επαναστατική Γαλλία και
Ευρώπη (κλήρος- αριστοκρατία-λαός): κι αυτό, διότι και στις δύο περιπτώσεις, η
κοινωνική θέση του ατόμου καθοριζόταν με κριτήριο τη γέννηση κι όχι την
οικονομική θέση-ρόλο του ατόμου.
Αν οι «τάξεις» λοιπόν είναι σχεδόν
αποκλειστικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων βιομηχανοποιημένων αστικών ευρωπαϊκών
(και ευροπαιογενών) χωρών, ακόμα και στα περιορισμένα πλαίσια των σύγχρονων
«ταξικών» κοινωνιών, ο ακριβής καθορισμός τους δεν είναι καθόλου ξεκάθαρος:
έτσι υπάρχουν σελίδες επί σελίδων μαρξιστικής ανάλυσης πάνω στον καθορισμό των
ορίων της εργατικής τάξης (συμπεριλαμβάνονται οι επιστάτες, οι εργοδηγοί
περιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι του τριτογενούς; Κλπ.), ενώ και μόνο οι όροι
«μικρο-αστοί», «μεσο-αστοί», «μεγαλο-αστοί», «μεγάλα τζάκια», κ.λπ. δίνουν το
μέτρο κάποιας απροσδιοριστίας. Οι «τάξεις» στις σύγχρονες κοινωνίες μοιάζουν
περισσότερο με «νεφελώματα», που τα όρια του ενός συγχέονται με τα όρια του
άλλου, παρά με τα ξεκάθαρα μπλοκ, με τούβλα τοποθετημένα το ένα πάνω ή δίπλα
στο άλλο.
Αλλά και στο επίπεδο της σημερινής
παγκόσμιας επικαιρότητας, οι βιαιότερες αντιθέσεις είναι σε μεγάλο βαθμό είτε
θρησκευτικές (Ιράν-Ιράκ, Πολωνία), είτε εθνικές (Πολωνία-Παλαιστινιακό) είτε
φυλετικές (Νότιος Αφρική), στις οποίες μπορούμε να αναγνώσουμε και ταξικούς
καθορισμούς, που ποτέ όμως δεν τις εξαντλούν.
Άρα λοιπόν, η μαρξιστική φράση «Η πάλη των
τάξεων είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας» θα ‘πρεπε να ειδωθεί όχι τόσο σαν
πρόταση διαπιστωτική αλλά σαν πρόταση δεοντική. Θα ‘πρεπε δηλαδή να διαβάζεται:
«Η πάλη των τάξεων πρέπει να είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας» ή «η πάλη…
θα έπρεπε να…».
Αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα για το είναι
των ταξικών αντιθέσεων σε συνδυασμό με τις σχεδόν μεσιανικές προσδοκίες του
δέοντός τους έχει σαν αποτέλεσμα την συνεχή ανάγκη καθιέρωσης και καταξίωσής
τους με μέσο την απάλειψη ή υποτίμηση των άλλων αντιθέσεων.
Το σχεδόν παράλογο στοιχείο της
αξιολογικής υπερτίμησης των ταξικών αντιθέσεων με τίμημα τον αποκλεισμό όλων
των άλλων, φαίνεται γλαφυρά στην περίπτωση της αντίθεσης άνδρες/ γυναίκες. Σε
σχέση με τις ταξικές αντιθέσεις, η αντίθεση άνδρες/ γυναίκες παρουσιάζει τα
ακόλουθα χαρακτηριστικά:
α) Σαφέστατο
διαχωρισμό των δύο κατηγοριών: το ποιός είναι άνδρας ή γυναίκα ορίζεται πολύ
πιό εύκολα και «αντικειμενικά» από το ποιός είναι εργένης, εργαζόμενος,
μικροαστός, μεγαλοαστός κ.λπ.
β) Σχεδόν
απόλυτη δι-ιστορική, δια-χρονική εγκυρότητα. Άνδρες και γυναίκες είχαν και
έχουν διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους σ’ όλες τις γνωστές ιστορικές περιόδους:
από την αυγή της Ιστορίας και τις πρωτόγονες κοινωνίες ως σήμερα. Ενώ οι
ταξικές αντιθέσεις αφορούν μόνο 100- 200 χρόνια σύγχρονων αστικών κοινωνιών.
γ) Σχεδόν
απόλυτη γεωγραφική, δια-χωριστική εγκυρότητα: άνδρες και γυναίκες έχουν
διαφορετικούς και άνισους κοινωνικούς ρόλους σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και
πλάτη που καλύπτουν τους πιο διαφορετικούς μεταξύ τους πολιτισμούς. Ενώ οι
ταξικές αντιθέσεις αφορούν μόνο δυτικές βιομηχανοποιημένες, αστικές κοινωνίες.
Η ως πρόσφατα λοιπόν, τελείως παράλογη
αντίθεση της παραδοσιακής μαρξιστικής Αριστεράς προς τους αυτόνομους
γυναικείους συλλογικούς φορείς δράσης που αποτελούν το φεμινιστικό κίνημα,
είναι χαρακτηριστική της «απορίας» και της «ενόχλησης» της απέναντι σε
οποιεσδήποτε κοινωνικές αντιθέσεις δεν προσομοιάζουν με τις ταξικές αντιθέσεις
που η σύγκρουσή τους διεξάγεται γεωμετρικά σε κάθετη κατεύθυνση. Η Αριστερά
βρίσκεται σε απορία όταν οι αντιθέσεις δεν έχουν τη γεωμετρική τακτικότητα και
σχηματικότητα των ταξικών αντιθέσεων. Έτσι, έχουμε τα ατέλειωτα ερωτήματα του
τύπου: «οι μαύροι αστοί στις ΗΠΑ ανήκουν στην τάξη των αμερικανών αστών ή στην
φυλή- μειονότητα των μαύρων;» ή «οι αστές γυναίκες ανήκουν στην αστική τάξη ή
στο γυναικείο φύλο;»
Όσες κοινωνικές αντιθέσεις δεν είναι
καθαρά κάθετες-και συγκεκριμένα οι «διαγώνιες» κοινωνικές αντιθέσεις των
γυναικών και των μειονοτήτων- είναι ακατανόητες ή ακόμα και ύποπτες. Γι’ αυτό,
η παραδοσιακή Αριστερά προτιμάει να τις καταδικάζει στην ανυπαρξία, ή –επί το
βολικότερο- να τις συρρικνώνει και να τις ανάγει στις μόνες αντιθέσεις που
θεωρεί έγκυρες. Κλασικό παράδειγμα η φράση του Ένγκελς: η γυναίκα είναι η
προλετάρια του άνδρα.
Έχοντας πει δυο λόγια για τις αιτίες της
αντίστασης της παραδοσιακής Αριστεράς στα αυτόνομα κοινωνικά κινήματα, θα
προσπαθήσω πολύ περιληπτικά να περιγράψω μερικά από τα χαρακτηριστικά που το διακρίνουν
από τα πολιτικά κινήματα, μερικές από τις ιδιαιτερότητές τους. Η συνοπτική αυτή
παρουσίαση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών είναι περισσότερο εμπειρική, αφού τα
ίδια τα αυτόνομα κοινωνικά κινήματα είναι σχετικά νέα φαινόμενα. Πρέπει πάντως,
οπωσδήποτε, να αποφεύγουμε να βλέπουμε τα κοινωνικά κινήματα σαν απλή μειωμένη
αντανάκλαση των πολιτικών κινημάτων. Η ανάγνωση των ιδιαιτεροτήτων τους μπορεί
να βοηθήσει στην αναίρεση πολλών άρρητων προϋποτιθέμενων που ταλανίζουν με τη
μορφή επαναληπτικών (σχεδόν παθογενών) αυτοματισμών πολλές πλευρές των
παραδοσιακών πολιτικών κινημάτων.
1), Κοινωνικά κινήματα και η σχέση
τους με την εξουσία
-Τα πολιτικά
κινήματα αποσκοπούν έμμεσα ή άμεσα στην κατάληψη της εξουσίας (παράδειγμα η
φράση: όταν πάρουμε την εξουσία θα κάνουμε το α ή β). Λανθάνουσα προϋπόθεση:
εξουσία σαν πράγμα(κι όχι σχέση), σαν φρούριο, σαν εργαλείο (εργαλειακή
αντίληψη της εξουσίας). Πολύ συχνά συναντάμε και μια «διακορευτική αντίληψη»
της κατάληψης της εξουσίας που εμφανέστατα αποτελεί παράδειγμα εκδίκησης-
απώθησης της ανάλυσης των κοινωνικών αντιθέσεων (φαλλοκρατία) πάνω στις
πολιτικές (η «διακορευτική φαντασματική» κόστισε στο προοδευτικό πολιτικό
κίνημα άπειρα σχεδόν λάθη).
-Τα
κοινωνικά κινήματα δεν επιζητούν την κατάληψη της εξουσίας (η έννοια
«δικτατορία των ομοφυλόφιλων» ή «αυτοδύναμη κυβέρνηση φεμινιστριών» είναι
γελοία), αλλά αντιπαραθέτουν μια διαβρωτική αντίληψη κατάλυσης της εξουσίας.
Κατάλυση λοιπόν κι όχι κατάληψη. Διάβρωση, που μοιάζει λιγάκι με τη διάβρωση
της επανάληψης του συμπτώματος που επιχειρεί μια έντιμη ψυχοθεραπεία. Μια
ανάλυση του κοινωνικού ασυνείδητου.
2), Εξουσίες και όχι εξουσία
Τα κοινωνικά κινήματα δεν λειτουργούν με
βάση μια ενοποιητική θεώρηση της εξουσίας: δηλαδή μια κυβέρνηση ή ένα κράτος ή
μια τάξη που συμπυκνώνει ή οργανώνει σφαιρικά όλες τις άλλες εξουσίες
(εκκλησιαστική, γνωστική, οικογενειακή, σεξουαλική κ.ά.). Η εξουσία βρίσκεται
παντού, διακλαδώνεται στο κάθε άτομο, και πολύ συχνά χτίζεται από τη βάση προς
τα πάνω και δεν εκπέμπεται από την κορυφή στη βάση. Π.χ. έχει αποδειχτεί ότι η
έντονη εκκλησιαστική καταδίκη της ομοφυλοφιλίας δεν βασίζεται στα ιερά κείμενα
της Παλαιάς ή Καινής Διαθήκης, αλλά αντανακλά περισσότερο οικογενειοκρατικά
ταμπού της αγροτικής βάσης της εκκλησίας.
Αυτή η αντίληψη του διάχυτου και της
πληθυντικότητας της εξουσίας έχει σαν φυσικό αποτέλεσμα τα κοινωνικά κινήματα
να είναι ξένα προς την «πραξικοπηματικότητα» της δράσης των πολιτικών κινημάτων
και να τοποθετούνται στη διάσταση αυτού που οι σύγχρονοι ιστορικοί αποκαλούν
μεγάλη διάρκεια.
3), Μειονοτικός χαρακτήρας των
κοινωνικών κινημάτων
Τα πολιτικά κινήματα αποσκοπούν πάντα στη
συγκρότηση μιάς συμπαγούς πλειοψηφικής μάζας (με στόχο βέβαια την εξουσία). Η
πλειοψηφία αυτή δρά πάντα, ως ένα βαθμό, κομφορμιστικά, ομοιογενοποιητικά,
ισοπεδωτικά, με στόχο το μπούκωμα των αποστάσεων, των ρήξεων και των διαφορών.
Ακόμα και οι
πολιτικές οργανώσεις που αυτοκαθορίζονται σαν «ενεργητικές πρωτοποριακές
μειοψηφίες» (minorities actives) είναι αναμφισβήτητα αιχμάλωτες αυτού που θα μπορούσαμε
να αποκαλέσουμε «πλειοψηφική φαντασίωση». Χαρακτηριστική η φράση του Λένιν: «Οι
σημερινές μειοψηφίες είναι οι αυριανές πλειοψηφίες».
Δυστυχώς, δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς από
τις πολιτικές επιστήμες τα συντηρητικά χαρακτηριστικά που μπορεί να παρουσιάζουν
οι πλειοψηφίες. Κλασικό παράδειγμα: η έννοια της «σιωπηλής πλειοψηφίας» που
είναι ανακάλυψη των συντηρητικών δυνάμεων που βρίσκονται στην εξουσία σε χώρες
με φιλελεύθερους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς εν ενεργεία.
Μια μειονοτική πολιτική (που δεν έχει
στόχο, όπως οι μειοψηφίες, την εξουσία) πρέπει να δρα διαβρωτικά, άτακτα,
διαλυτικά και με ασέβεια, εικονοκλαστικά μπροστά σ’ όλα τα φαινόμενα
ομοιογένειας και εφησυχασμού που εκκρίνουν σχεδόν αυτόματα ακόμα κι οι πιο
άγιες και δημοκρατικές πλειοψηφίες.
Ένα ακόμα επακόλουθο του «μειονοτικού
χαρακτήρα» των κοινωνικών κινημάτων δεν έχουν την ψευδαίσθηση (που είναι
ιδιαίτερα έντονα στα πολιτικά κινήματα)
της τελικής δημιουργίας μιας «συμφιλιωμένης», «διάφανης» κοινωνίας- ενός
τέλους της ιστορίας: Χιλιαστική ψευδαίσθηση που υπήρξε πιθανότατα το ελατήριο
των κάθε λογής «επαναστατικών» αποκλεισμών και εκκαθαρίσεων (από τον Στάλιν ως
την Καμπότζη).
4), Διαφορετική θεώρηση της
κοινωνίας: στις σχέσεις πλειοψηφίας-μειοψηφίας
Τα παραδοσιακά πολιτικά κινήματα,
εμφορούνται πάντα αποκλειστικά από το σχήμα: μια μειοψηφία (προνομιούχων,
πλούσιων, δυνατών) εκμεταλλεύεται μια πλειοψηφία (μη προνομιούχων, φτωχών,
αδύνατων). Το κλασικό αυτό μαρξιστικό σχήμα ίσως δεν είναι πια απόλυτα έγκυρο
στις σημερινές διαστρωματωμένες κοινωνίες όπου κυριαρχεί η πυραμιδωτή
διάρθρωση- με εξαρτήσεις από επίπεδο σε επίπεδο- στις σύγχρονες ανεπτυγμένες
βιομηχανικά κοινωνίες όπου ακόμα και η εργατική τάξη παραμένει ή γίνεται όλο
και περισσότερο μειοψηφία.
Χωρίς να αμφισβητούμε τη μερική εγκυρότητα
του σχήματος «μειοψηφία καταπιεστών» / «πλειοψηφία εκμεταλλευόμενων», τα
κοινωνικά κινήματα προτείνουν επιπρόσθετα μια άλλη: μια κατακερματισμένη σε
μειονότητες κοινωνία (ανήλικοι-γέροι- ομοφυλόφιλοι- γυναίκες- απροσάρμοστοι-
εργάτες- άνεργοι- ασθενείς κ.λπ.) που καταπιέζονται από ένα κυρίαρχο μοντέλο
προσαρμοσμένου υγειούς άνδρα- παραγωγικού-ενήλικα που είναι μόνο φαντασματικά
πλειοψηφικό.
5), Ατομικό- Ομαδικό
Τα κοινωνικά κινήματα έχουν μια αρκετά
διαφορετική θεώρηση της διάρθρωσης ανάμεσα στο ατομικό και το ομαδικό από
εκείνη των πολιτικών κινημάτων. Τα τελευταία, βασισμένα σε μια καθαρά
πραγματοποιημένη και στατική αντίληψη των κοινωνικών τάξεων, βάζουν πάντα σε
δεύτερη μοίρα (απλώς ανέχονται) το ατομικό, θεωρώντας το σχεδόν σαν εξαίρεση
στον κανόνα του ομαδικού.
Αντίθετα, τα κοινωνικά κινήματα γνωρίζουν
ότι η μόνη ουσιαστική και μη ολοκληρωτική ομάδα είναι αυτή που συντίθεται από
την ελεύθερη επιλογή των ατόμων. Η αυθεντική συλλογικότητα όχι μόνο αποφεύγει
το συμπαγές στοιχείο του ομαδικού, αλλά ζει και αναπνέει από τις ρωγμές που
διανοίγει η ατομική διαφορά θεωρημένη κινητικά.
Τα κοινωνικά κινήματα έχουν επίσης
συνείδηση του γεγονότος ότι σκοπός τους δεν είναι η διαιώνισή τους αλλά ο
θάνατός τους. Δυστυχώς, ο τελευταίος, εξαρτάται περισσότερο από τις αντιστάσεις
των κυρίαρχων θεσμών και ατόμων, παρά από τη δική του βούληση.
6), Διάσταση της παγίωσης και
διάσταση του γίγνεσθαι
Δεν είναι φανερό ότι σχεδόν όλα τα
πολιτικά κινήματα αναφέρονται σε παγιωμένες, στατικές ανθρώπινες εικόνες, είτε
πρόκειται για τον Άνθρωπο (με κεφαλαίο) των φιλελεύθερων, είτε πρόκειται για
τον πατέρα-αφέντη της Δεξιάς, είτε για το υγιή, ανδροπρεπή προλετάριο
οικογενειάρχη της Αριστεράς; Αν τα κοινωνικά κινήματα αναπαράγουν την ίδια λογική
στο χώρο τους, δεν θα κάνουν τίποτε άλλο από το να γίνουν εφησυχαστικά
συνδικάτα ή συντεχνίες γυναικών, ομοφυλόφιλων, ψυχιατριζόμενων, φυλακισμένων,
κλπ.
Αντίθετα, γνωστός είναι ο πανικός που
δημιουργείται όταν οι γυναίκες επιζητήσουν ένα γίγνεσθαι –γυναίκα των ανδρών
(«Η γυναίκα είναι το μέλλον του άνδρα» έλεγε ο Aragon), όταν οι ομοφυλόφιλοι ενθαρρύνουν
ένα γίγνεσθαι- γκαίη των ετεροφυλόφιλων ή των παιδιών.
Σ’ αυτό το κεφάλαιο μπορούμε να
προσθέσουμε και την παρατήρηση ότι τα κοινωνικά κινήματα δεν παρουσιάζουν ποτέ
τη γεωμετρική, στρατιωτική ταυτότητα των πολιτικών κομμάτων, που πολύ συχνά
παίρνουν το κράτος ή το στρατό σαν συνειδητό μοντέλο (ο Τορέζ νομίζω, Γ.Γ. του
ΓΚΚ, έλεγε ότι «Η εφημερίδα του Κόμματος είναι για το Κόμμα ό,τι η ημερήσια διαταγή
για το στράτευμα»).
Αντίθετα, τα κοινωνικά κινήματα μοιάζουν
περισσότερο με στροβιλώδη νεφελώματα χωρίς ευδιάκριτο κέντρο και όρια: μια
ομάδα εδώ, ένας εκδοτικός οίκος πιο πέρα, κάποιο ανεξάρτητο περιοδικό κάπου
αλλού, ένας ραδιοσταθμός, κάποιο μοναχικό άτομο, μία ανεξάρτητη καλλιτεχνική
δημιουργία- όλ’ αυτά τα αυτόνομα, πολλαπλά στοιχεία και οι πολλαπλές,
πολυδιάστατες ροές που τα διατρέχουν, τα συνδέουν μεταξύ τους και με το
κοινωνικό σύνολο’ αποτελούν κάποιο κοινωνικό κίνημα.
7), Κοινωνικά κινήματα και νέοι
ορίζοντες επιστημονικότητας
Αν διαβάσει κανένας εθνολογικές μελέτες,
γραμμένες εδώ και 10-15 χρόνια, βλέπει ότι οι επιστήμονες που ερευνούσαν κάποια
πρωτόγονη ή παραδοσιακή κοινωνία, δεν απορούσαν καν μπροστά στο σταθερό
φαινόμενο της υποδεέστερης θέσης της γυναίκας. Το θέμα δεν γινόταν ποτέ
αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης.
Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν: ακόμα κι ένας
μαρξιστής εθνολόγος σαν τον Maurice Godelier το θέτει σαν κύριο ερώτημα της
επιστημονικής του έρευνας. Με δυό λόγια, ένα κοινωνικό κίνημα, το φεμινιστικό,
όρισε έναν καινούργιο ορίζοντα επιστημονικής έρευνας, μια καινούργια (εν
σπέρματι) επιστήμης.
Αν μέχρι σήμερα οι επιστήμες (ακόμα και οι
κοινωνικές ή ανθρώπινες επιστήμες) διεκδικούν μια απόλυτη, ανιστορική ουδετερότητα,,
εγκυρότητα κι αντικειμενικότητα, είναι ίσως διότι γεννήθηκαν την εποχή της
«πεφωτισμένης» απολυταρχίας, ενώ ο βασικός παραγωγός και καταναλωτής της γνώσης
ήταν ως τα σήμερα ο κεντρικός μηχανισμός του Κράτους.
Ίσως τα κοινωνικά κινήματα είναι μία
ευκαιρία για να αποκτήσουμε επιτέλους επιστήμες ζωντανές, πληθυντικές,
νομαδικές, ρευστές και σε συνεχές γίγνεσθαι. Επιστήμες που δεν αναπαράγουν και
κωδικοποιούν τα κυρίαρχα στερεότυπα, αλλά που τα αμφισβητούν.
Το Συνέδριο αυτό είναι ίσως ένα αισιόδοξο
προμήνυμα.
8), Κοινωνικά κινήματα: Κριτική ή
καλλιτεχνική δημιουργία νέων μορφών κοινωνικότητας;
Πρέπει άραγε τα κοινωνικά κινήματα να
παραμείνουν κλεισμένα στο κύκλωμα της κριτικής; Αναμφισβήτητα έχουν ρόλο να
παίξουν στο επίπεδο της κριτικής διάβρωσης των κυρίαρχων θεσμών και συνηθειών
που συχνότατα διαιωνίζουν τη βιαιότητά τους με τη μορφή κοινωνικών στερεότυπων.
Η κριτική όμως έχει το γνώρισμα να
παραμένει εγκλωβισμένη μέσα στα όρια του αντικειμένου της κριτικής της και να
αναπαράγει επ’ άπειρον-έστω και διαθλασμένα- τα αρχικά γνωρίσματά του.
Διαιωνιστική διάσταση της αρνητικής
σκέψης: μια Αριστερά που κατηγορεί τους αστούς ότι είναι ανήθικοι, με βάση την
αστική αντίληψη περί ηθικής, ή όχι αρκετά παραγωγική, με βάση την αστική
αντίληψη περί παραγωγικότητας. Φεμινίστριες ή ομοφυλόφιλοι ή παιδεραστές που
κατηγορούν την ψυχαναλυτική αντίληψη περί επιστημονικότητας.
Αλλά ένας καλλιτέχνης ζωγραφίζει ξεχνώντας
ή βάζοντας σε παρένθεση τους χημικούς τύπους των χρωμάτων που χρησιμοποιεί.
Έτσι απεγκλωβισμένοι από τον φαύλο- κύκλο της κριτικής κι αρνητικής σκέψης, ας
εφεύρουμε ανάκουστες νέες μορφές κοινωνικότητας όπου οι σχέσεις μεταξύ ανήλικων
και ηλικιωμένων δεν θα ‘ναι ούτε επανάληψη, αλλά ούτε και η άρνηση των
καθιερωμένων.
Θα
είναι απλώς απροσδόκητα και ανεπανάληπτα άλλες.
Αυτή είναι όμως η αισιόδοξη εκδοχή. Η άλλη
είναι απλούστερη. Κι αυτή είναι ότι οι πλειοψηφούσες μειονότητες είναι έτσι ή
αλλιώς χαμένες: εξοντώνονται ψυχρά και σιωπηλά αν μείνουν παθητικές’ εξοντώνονται
φλύαρα και συκοφαντικά αν αναλάβουν δράση.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, περιοδικό ΑΜΦΙ -τεύχος
14-15/Άνοιξη- Καλοκαίρι 1983, σελίδες 59-63.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Σάββατο 25
Νοεμβρίου 2023.
ΥΓ.
Ευχάριστη εξέλιξη η απελευθέρωση των Ομήρων, δυσάρεστη η άγρια και απειλητική
παρουσία και ο λόγος στις τηλεοράσεις και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς βουλευτών
εκπροσώπων της διάσπασης. Θα καταλάβουν άραγε κάποτε, ότι ο ελληνικός λαός δεν
τους οφείλει αλλά εκείνοι οφείλουν την πολιτική καριέρα τους, τον μισθό και την
πολιτική τους σταδιοδρομία στον Ελληνικό Λαό. Εξαίρεση ο πράος πολιτικός λόγος
της βουλευτίνας από την Πάτρα κυρίας Αναγνωστοπούλου. Συμφωνεί κανείς ή
διαφωνεί, τόσο τον νέο αρχηγό τους τον κύριο Στέφανο Κασσελάκη τον ψήφισαν
δημοκρατικά όσο και τον πρωθυπουργό και αρχηγό της συντηρητικής παράταξης κύριο
Κυριάκο Μητσοτάκη για να κυβερνήσει για μία τετραετία ή ενδέχεται και επόμενη. Δεν
είμαστε χαχόλοι πολιτικά. Δεν θα πρέπει να χαθεί η ευκαιρία του εκσυγχρονισμού
αυτής της χώρας και όσο το δυνατόν ορθολογικής διοίκησης στο όνομα ιδεοληψιών και
άλλων σκοπιμοτήτων. Ότι θετικό άφησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στην διακυβέρνησή
τους μετά την μεταπολίτευση, το καρπώνεται το σύνολο σώμα του ελληνικού λαού, ή
κάνω λάθος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου