Τρία ποιήματα του Νίκου
Σπάνια
«Ποίηση είναι ένας κόμπος ίδρωτα
Δεν είναι όγκος σύννεφου. Φτάνει»
Από το ποίημα Mater Dominatrix
BEETHOVEN
Η μοναξιά
του
Η κακορίζικη
ζωή του
Η πλακουτσή
πρόστυχη μύτη του
Τα μάτια του
χιμώντας σα δίδυμα γεράκια
Απ’ το
κεφάλι του
Τα μαλλιά
του σα δάσος από σπίθες
Η θλίψη του
που σκούζει σαν χασές που σχίζεται
Το στριγκό
γέλιο του σαν ποτήρι που σπάζει
Η
δυσκοιλιότητά του
Η απελπισία
του…
Οι κίτρινοι
ταρταρικοί κοπτήρες του
Οι σεισμικοί
θυμοί του
Τα μάγουλά
του ζαρωμένα σαν περγαμηνές
Η κάπα του
Πού υψώνεται
σαν κύμα
Σα μελανή
απέραντη Ήπειρος
Σκεπάζοντας
τον άθλιο στενό μας τόπο
Πού ασφυκτιά
από συνουσία και πόλεμο
Η ακηδία του
Η ζηλομανία
του
Η αγαμία
του…
Η αγαμία του
στητή
Σαν
κερασφόρος αίγαγρος
Γλιστρώντας
στο κενό…
… «Η γλώσσα
μου
»πάνω στη
γλώσσα σου και δες
»Πώς πίνω
όλο το σάλιο σου
»Γιατί
είμαστε εραστές!...»
Εγώ όμως
Ποιητής
Ανήσυχος
Εξορισμένος
Τρυπώντας
‘Ένα
πανάρχαιο βουνό με νόμους αδυσώπητους
Και έθιμα
σκονισμένα
Μεθώ
Από τον
βροντερό καταρράχτη
Της φωνής
σου
Ώ Πράσινο Ώ
Πνιγερό Ώ Μαύρο Ώ Λατρεμένο
Ζητώ να
προσφερθώ σα δώρο στον καθένα
Ζητώ έρωτες
τρισμέγιστους και εραστές σαν τίγρεις
Ζητώ να με
φιλήσουνε ζητιάνοι μες στο στόμα
Ώ Ομηρικέ
Ώ Ευρυμέτωπε
σαν βόδι
Εσένα
στεφανώνω με το Ελληνικό Ωμέγα
Της Ωδής!
Η φαντασία
μου παίρνει φωτιά
Με τις
σημαίες της μουσικής σου
Ώ χτήνος
λυρικό
Ώ θεϊκή
αρκούδα!
Τα κόκκαλα
του στέρνου σου
Κρέμονται
απ’ τα χέρια
Τ’ ουρανού
Σαν εναέρια
άρπα
Από τα
διάκενά της
Σφυρίζει ο
Χρόνος
Ζοφερός
Σαν έκπτωτος
Μονάρχης…
ΣΤΟΝ
ΑΝΕΠΙΓΡΑΦΟ ΤΑΦΟ ΤΟΥ MOZART
Αργυρές
σαύρες
Σαν τους
ήχους σου
Τώρα
γλυστρούν
Στα δυό σου
χείλη
Μ’ ένα σου στεναγμό
Λύνεις
κρουνούς υπόγειους
Οι ρίζες
παίρνουνε θροφή
Από τα
ξαπλωμένα χέρια σου
Μιά ακινησία
σαν τη δική σου
Φαίνεται πιό
μεστή
Κι’ από τον
αδρότερο ύπνο
Φαίνεται πιό
θερμή
Κι’ από το
χορό με διαλεχτά κορίτσια
Με την
αιώνια σου σιωπή
Βρήκες μιά φλέβα
από χρυσάφι
Και
επιστρέφεις
Δαμάζοντας
ανθρώπους
Επιστρέφεις
Με την
απόσταση στα μάτια σου
Επιστρέφεις
Άσπιλος σαν
νέφος
Επιστρέφεις
Χιόνι για το
φρυγμένο λάρυγγα
Επιστρέφεις
Γάζα για το
κομμένο δάχτυλο
Επιστρέφεις
Με την
ευωδία της ανωνυμίας σου
Επιστρέφεις
Με το μέλι
της μελωδίας σου
Επιστρέφεις
Είσαι στο
βλέμμα κάθε γυναίκας γκαστρωμένης
Στην διχάλα
της γλώσσας κάθε σάτυρου
Στο ψωμί που
ζύμωναν οι μανάδες μας
Στο πρόσωπο
ενός ωραίου
Αγοριού που
μπήγει τα δόντια του σ’ έναν καρπό
Θαμμένος
βαθειά κάτω στη γη
Ανάμεσα σε
λιτανείες από σκουλήκια
Με την
καρδιά σου
Να κραδαίνεται
σα σήμαντρο καμπάνας
Σημαίνοντας
σεισμό
Απλώνοντας
τα χέρια σου πλασμένα απ’ αφρό
Χαμογελώντας
απ’ άκρη σ’ άκρη τ’ ουρανού
Καθώς
ουράνιο τόξο….
FREDERIC CHOPIN
Τα κίτρινα
μεταξωτά χειρόκτια
Φέγγουνε σαν
πυγολαμπίδες στον έβενο του πιάνου
Η μαύρη
ρεντιγκότα του σαν κόρακας,
Κρώζει στο
κρεμαστάρι
Στο πρόσωπο
σκάει το κόκκινο σπυρί του πυρετού
Με δάχτυλα
λιπόσαρκα σφίγγει το κρύσταλλο
Της
Πολωνίας.
Andante Spianato
Αγαπητέ μου Liszt
Η τέχνη δεν
έχει καμιά σχέση με την Επανάσταση
Πλήν όμως
πρέπει να είν’ επαναστατική.
Τί ήταν;
Το πόδι ποντικού
που τρύπωσε μεσ’ απ’ τη νυχτικιά του;
Τα χέρια της
βροχής σπάζοντας τα παράθυρα;
Σφυρίζοντας
ο άνεμος σαν τσιγαρόχαρτο τον πέταξε στο
περσικό χαλί
το φώς της
αστραπής σαν χτήνος χίμηξε
Απ’ το σκοτάδι.
Andante Spianato
Ώ το
τραγούδι, το τραγούδι
Με την κορφή
του αφρού
Με την αιχμή
του βελονιού
Το τραγούδι.
Μιά κραυγή
πιό κόκκινη κι από τη μίτρα
Καρδινάλιου
τον αλαλιάζει.
Αγκαλιάζει
τον εαυτό του.
Να τον
γνωρίσει πιό καλά.
Την άλλη
μέρα
Ο υπηρέτης
του βρήκε την κρύα στάχτη του
Απάνω στο
κρεβάτι.
Διευκρινιστικά:
«Είμαστε όπως οι σκιές
του ονείρου
Κρεμάμενοι
Από αλυσίδες και σκοινιά
Ιδού πώς η αδυναμία μας
κάνει τους άλλους άνδρες.»
Ανάμεσα στο ποίημα “IF” του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και στο
ποίημα “DESIDERATA” του Μάξ Έρμαν θα μπορούσαμε να σημειώσουμε σχηματικά, αλλά
όχι μάλλον αυθαίρετα, ότι κινείται η ποίηση του ελληνοαμερικανού ποιητή Νίκου
Σπάνια. Ενός σύγχρονου συμβολιστή ποιητή. Τουλάχιστον αυτήν την αίσθηση αφήνει
η προσέγγιση του έργου του-κατά την κρίση μου- μία εξομολογητική εικονογραφία
απογραφομένων παραστάσεων της ιδιωτικής του ζωής καταστάσεων, θεώρησης του κόσμου και της
τέχνης του, ιδιαίτερα, του ρόλου της Ποίησης, της λειτουργίας της, του
πραγματικού σκοπού και της αξίας της, αν αποδεχτούμε σαν υπόθεση ποιητικής
εργασίας ότι υφίσταται αυτή. Η Ποίηση ως γεγονός κάθαρσης των παθών του κόσμου
στις σύγχρονες, αδιέξοδες και μπερδεμένες ζωές μας, ως προστατευτικό κέλυφος
στην ανάλαφρη και απροστάτευτη γύμνια του βίου μας, στην ατημέλητη σοφία της προστατευτικότητας της ζωής του καθενός μας ξεχωριστά και ενδέχεται και συλλογικά. Όπου η Ποίηση
το πένθος της ζωής το μεταποιεί σε ευλογία. Αυτό το Σώμα-Σήμα των αρχαίων
Ορφικών που μεταλαμπαδεύτηκε στις μυστικές ερωτικές ροές χριστιανών
εκκλησιαστικών πατέρων. Είναι η θερμή και αισθησιακή θέρμη αλλά και η ψυχρή και
κυνική ατμόσφαιρα των πεπραγμένων του βίου του και των συνευρέσεών του. Δύο
τίτλοι ποιητικών έργων «Εάν» και «Επιθυμητά» γνωστών δημιουργών (ο ένας άγγλος
ο άλλος αμερικανός) τους οποίους συναντάμε στα ποιήματά του όχι ως αφηρημένες
έννοιες ή καταχρηστικές συμπληρωματικές αναφορές στο ποιητικό του κάδρο, αλλά
ως στέρεου και ισχυρού βιωματικού λυρικού δυναμισμού ζωής όπως την έζησε στις
περιπλανήσεις και περιδιαβάσεις του μέσα στην Πόλη, στις φτωχογειτονιές και στις
προκυμαίες των λιμανιών της Νέας Υόρκης, στα γεμάτα ηδονή και υγρασία ζεστό
ιδρώτα στέκια, που γίνονται εφαλτήριο στην
συνομιλία του με τον εαυτό του, στις αποκλειστικότητες των αναμνησιακών του περιγραφών, στις δημόσιες προς εμάς εξομολογήσεις του. Είναι οι γέφυρες της
συναισθηματικής του ρώμης και ομολογούμενης τολμηρότητας, είναι το πεδίον των
ψυχικών του αντοχών, η μυστική ροή του πραγματικού ερωτικού χρόνου της ζωής του
στα κρεβάτια των ξενοδοχείων, των σκοτεινών σοκακιών, των κινηματογραφικών
αιθουσών του έρωτα. Είναι τα «ερωτικά άνθη του κακού» του Σαρλ Μπωντλαίρ, η
άλλη ερωτική όψη των πινάκων του Τουλούζ Λοτρέκ. Η προέκταση του αισθητικού
βλέμματος του Πλάτωνος ως Φασμπιντερικό ερωτικό τοπίο. Το δολοφονικό τραύμα της
ομορφιάς του Ιωάννη Βίνκελμαν. Είναι ο ίλιγγος των ριψοκίνδυνων σωματικών
πτήσεων και διαφευγόντων κερδών του έρωτα εντός των ορίων της Πόλης. Η Πόλη ως
τόπος κατοικίας και ως τόπος ηδονής και απόλαυσης, κατάρας και παράτολμων
οραμάτων. Ο Νίκος Σπάνιας είναι ένας κατ΄ εξοχήν ερωτικός ποιητής του αστικού
χώρου, όπως είναι ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο ποιητής Γιώργος Χρονάς, ο
ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης, ο αμερικανός ποιητής Άλλεν Γκίνσμπεργκ. Δεν είναι ο
ομοερωτικός ποιητής της υπαίθρου, των τοπίων της φύσης, όπως είναι ο κόσμος του
αμερικανού ποιητή Ουώλτ Ουίτμαν, το ποιητικό σύμπαν των ερωτικών ρομαντικών
ποιητών, των ελλήνων ποιητών του μεσοπολέμου, πχ. Ναπολέων Λαπαθιώτης. Είναι η
ομάδα των ποιητών των σύγχρονων Άστεων της εποχής τους, της πλήρωσης αλλά και
της ιεροσυλίας της ερωτικής εικόνας της Πόλης ως παράσταση και μνήμη, ως
συγκίνηση και ως ερωτικό δεδομένο, της βιαιότητας και του πάθους. Ως αμεσότητα
ζωής και ως απαγόρευση, ως ερωτική απληστία και ως νηστεία, ως οίστρος
μοναδικότητας απλησίαστος. Των προσωπικών εκπλήξεων και διαψεύσεων που
τελούνται μέσα στον αστικό ιστό της σύγχρονης ζωής και τροφοδοτούν τις
εμπειρίες ζωής και εξέλιξης των κατοίκων. Η πολύχρωμη γοητεία και τα πολύστικτα
αινιγματικά μυστικά της Πόλης καθρεφτίζονται στα ποιήματά τους, είναι ο δικός
της ερμηνευτικός φακός με τον οποίο βλέπουν την σύγχρονη και μοντέρνα πραγματικότητα του
κόσμου οι ποιητές, ακολουθούν τους ρυθμούς και τους παλμούς της. Κοινοί οι
εφιάλτες τους. Στις ποιητικές συνθέσεις αυτής της ομάδας των ελληνόγλωσσων και
ξενόγλωσσων ποιητών,-εντός και εκτός ελλάδος, αναγνωρίζουμε την διάσπαση των
κεντρικών πυρήνων μιάς διαυγέστατης μνήμης του παρελθόντος χρόνου (όχι πίσω
από μισοσκότεινες Καβαφικές κουρτίνες και μισοσβησμένα κεριά) του ποιητικού
υποκειμένου που ζει και μεταφέρεται εντός των ορίων της Πόλης, που βρίσκει την
ολοκλήρωσή της στην ποιητική έκφραση ολοκληρώνοντας ταυτόχρονα το φρέσκο και
την ανθρωπογεωγραφία της Πόλης και των χώρων της. Είναι η βίδα και το παξιμάδι της αν στέκει η παρομοίωση. Ενώ το Σώμα αναλογίζεται στιγμές και στιγμιότυπα,
ρωγμές πάθους και γκρεμνούς ηδονής, ή ανάλογα, όταν η ερωτική ευωχία ή αποτυχία
μεταποιείται σε ποιητική αίσθηση μέσα από συμβολικές αντανακλάσεις των σύγχρονων
πολιτειών των εποχών μας στις οποίες ζουν, γεννιούνται, μεγαλώνουν, πεθαίνουν,
εργάζονται και μετακινούνται, αλλά και την οικοδομούν πάθη και καημοί, αδιέξοδα
και συμφέροντα έργα, χαρές και θλίψεις, ερωτικές εμπορικές σκοπιμότητες και
όμορφες φάτσες, σώματα καλλίγραμμα σαν αρχαία αγάλματα, χείλη ποθητά σαν
λαχταριστό κεράσι καθημερινών διπλανών μας ανώνυμων ανθρώπων. Ατόμων «σκευών
ηδονής» που χάνονται πριν ολοκληρωθεί η μορφή τους και οι λέξεις αποδώσουν το
πορτραίτο της ψυχής τους, το δίκαιο της δικής τους αλήθειας και επιλογής. Η
ισορροπία και η λογιστική του ερωτικού μαρτυρίου μετατίθεται τώρα στις γραμμές
και τους κανόνες της γλώσσας, στο ύφος των λέξεων, στην αλληλοεπιρροή των
στίχων, μιλώντας μας περί έρωτος και των παθών του και παράλληλα για το πένθος
του. Το κοινό μας εκμαγείο του θανάτου, της απώλειας, της σιωπής των
«σαβανωμένων χαμόγελων», της στέρησης ανθρώπων και έργων, ποιητή και πόλης.
Λόγος ως παραδεκτός ψίθυρος μιάς μονόηχης ή αν θέλετε, μονόχυτης ερωτικής
(ομοερωτικής) μελωδίας, σαν ήχος γλωσσικά αμείλικτος στις σκαλωσιές της
ακολασίας του. Φορές «αυτάρεσκος» στην έκθεση των γεγονότων, εκφραστής λόγος
μιάς γυμνής τόλμης, ως εικόνες σκληρών απηχήσεων αξιών μιας άλλης ερωτικής
βούλησης, ως φωσφορίζοντος ερωτισμού φορτωμένου με ζουμερές και καρποφόρες
εντυπώσεις. Είναι η νέα ασκητική του έρωτα, η αμμωνία της κάθαρσης στα
στέκια που συχνάζουν οι αντρείοι της ηδονής, την αίσθηση αυτή την νιώθεις
περισσότερο στα ποιήματα του πειραιώτη ποιητή, εκδότη και στιχουργού Γιώργου
Χρονά, όπου η χαρτογράφησή του γυρίζει γύρω από ένα «γαϊτανάκι» απλών,
κατατρεγμένων, μεταναστών και εξαθλιωμένων από την χρήση ουσιών υπάρξεων, φιγούρες με σκιασμένη εικόνα αλλά που αποτελούν το κεντρικό και επίσημο αγιολόγιο του δικού
του εικονοστασίου. Αντίθετα η ερωτική εικόνα των πρώιμων ποιητικών καταθέσεων
του πειραιώτη ποιητή Βρασίδα Καραλή πλημμυρίζει από φιλοσοφικούς στοχασμούς,
πνευματικά πετάγματα σε Θαβώρεια νέφη, σοφιστικέ διάθεση. Ενώ του γράφοντος αυτό το σημείωμα πειραιώτη ποιητή Γιώργου Χ. Μπαλούρδου ο ποιητικός ομοφυλόφιλος λόγος βρίθει
ενός θρησκευτικού λυρισμού μιάς πικρής και αγχοτικής αθεΐας του όντος, που τείνει προς
την Λαπαθιώτικη αισθητική ατμόσφαιρα, παρά προς την υπαίθρια παρενδυσία του ποιητή Νίκου
Χαντζάρα. Η ζωή στην καθολικότητά της δεν θυσιάζεται στο όνομα οποιουδήποτε
μεταφυσικού πεπρωμένου της. Δεν καθηλώνεται σε καμία συνέπεια της λογικής του
ανθρώπου ως απολύτου αξιώματος, αλλά μας φανερώνεται «μεταχειρισμένη» μέσα στους
αιματοβαμμένους λαβυρίνθους της Ιστορίας από τον παραλογισμό της ηθικής των
πολιτισμικών πεπραγμένων καθώς κομματιάζεται και θέτει το όλον της ύπαρξης σε
επικίνδυνα και ετοιμόρροπα μέσα στον χρόνο κουτάκια και κομφορμιστικές νόρμες
μιάς αίγλης ναυαγίων. Η αγιοσύνη και η ιερότητα του φαινομένου της ζωής, της
θύελλας που ξεσηκώνει στο πέρασμά της, στους παγετώνες των αδιεξόδων της δεν έγκειται
στην προπατορική αρετή ή εθιμική αρετολογία της αλλά στην αμαρτωλότητά της,
αυτό αποκαλυπτικά μας το «δίδαξε» καλά ο σύγχρονος θεολόγος και συγγραφέας
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Οι ενοχοποιητικοί κρατικοί, θεσμοθετημένοι κανόνες και
απαγορευτικές διατάξεις πάνω στους ανθρώπους και τις ιδιαίτερες σχέσεις τους,
είναι όπως φαίνεται το καιροσκοπικό ιστορικό και πολιτικό αποτέλεσμα της
μετατροπής της χριστιανικής Εκκλησίας σε Θρησκεία, της Πολιτικής στην αυθεντική
της κοινωνική αποτελεσματικότητα και εργαλείων χρηστικότητας σε ιδεολογίας σκοπιμότητες και αεροβατών
δικτατορίσκων απαγορεύσεις. Όπου τα διλήμματα και οι αμφιβολίες της Ποιητικής υμνολογίας μιάς προαιώνιας μεταφυσικής κεντρικής γενεσιουργού αναφοράς μετατράπηκαν-στην περίπτωση της Εκκλησίας- σε νομικίστικες εθνικιστικές
απαγορεύσεις της σωματικής μας ελεύθερης αυτοδιαχείρησης. Όχι μόνο του σώματος φυσικά αλλά και της ερωτικής
ισότιμης και ελεύθερης ερωτικής επιθυμίας ως σκεύος ιερότητας αινιγματικών
αισθήσεων. Ο ερωτικός αναστεναγμός βρυχάται Θεϊκά στο αυτεξούσιο της ελευθερίας του. Το ίδιο και στην Πολιτική,
όταν αυτή μετατράπηκε σε κυρίαρχη δεσποτική Ιδεολογία άνοιξαν στρατόπεδα ναζιστικής
συγκέντρωσης και τόποι σιβηρικής εξορίας για τους άντρες με τα Ροζ τρίγωνα. Ενώ από κοντά η γλώσσα προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα
επιστημόνων και πολιτικών νομοθετών. Δεν ξέρω αν μόνο το του Λούντβιχ
Βιτγκενστάιν ρηθέν «τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου» αληθεύει,
πάντως η πρόταση θα όφειλε να συνοδεύεται με ένα διαζευκτικό ή, μιάς δεύτερης συμπληρωματικής: «τα όρια των
ενστίκτων μου είναι και τα όρια του κόσμου μου, ή αν θέλετε, των επιθυμιών μου»,
για να γεφυρωθεί ο λόγος και η αλήθεια του Δαρβίνου περί καταγωγής μας. Δεν ανεβαίνει στο «αερόστατο του
ερωτικού «πλους»» ο χύδην όχλος αλλά οι ουρανοβάμονες θυσιασθέντες.
ΥΠΝΟΣ
Ξαπλωμένος σε τούτο το πλατύ κρεββάτι
Με το κορμί ριγμένο σαν άγκυρα
Στον πάτο μιάς παράλυτης βάρκας
Με τα χέρια κουλουριασμένα
Σαν δυό παχιά παλαμάρια
Με κείνα τα μελαμψά
Μεριά σου κυλινδρικά
Θα έλεγα σαν κατάρτια
Σταυρωτά τόνα στ’ άλλο
Με το πρόσωπό σου όχι
Σαν ένα μάτσο λουλουδιών
Πού τα χτυπά ο άνεμος
Ούτε σαν ένα σάρκινο άστρο
Μα με το πρόσωπό σου
Κεντημένο με σταγόνες μικρές
Υφάλμυρου ιδρώτα
Πού τις γλείφω και φαντάζομαι
Ανέμους φύκια κι’ άμμους
Πόσο χαίρομαι
Πόσο βαθειά ρουφώ
Τον τρισμεγάλο σου ύπνο
Και ζωογονώ σάν άρρωστος
Όταν ρουφά την φρεσκαδούρα.
Ο Νίκος Σπάνιας συνηθίζει να χρησιμοποιεί
είτε σαν τίτλους ποιημάτων του- ένα είδος προεξαγγελτικού φωτισμού του θέματος-
είτε σαν κεντρικό ποιητικό πυρήνα μέσα στην φόρμα του αποσπάσματα, θραύσματα,
ρήσεις, ένα ποιητικό, γλωσσικό ή φιλοσοφικό γνωμικό, και γύρω από αυτό
ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του, των ερωτικών του αισθήσεων, των
βιωματικών του καταστάσεων, στιγμιότυπων της ζωής του. Όνειρα, οράματα,
σκέψεις, στοχασμοί, αναστολές, μεταμέλειες, πολύτροπες ηδονές, μαρτυρίες και
μαρτύρια της δικής του αλήθειας, οι οποίες απλώνονται μέσα σε πυκνές και
ορισμένες φορές ιδιόρρυθμες φράσεις, λέξεις που ακτινοβολούν μία ιδιότυπη
κυνική καθαρότητα και ειλικρίνεια, στίχοι ξενόγλωσσοι μιας ψιλοβελονιάς λυρικής
καθαρότητας που πλέκονται με την συνολική αίσθηση της Ποιητικής του, την
αρχιτεκτονούν όχι ως κενή μίμηση αλλά ως αυθεντικότητα. Η γραφή του ποιητή
Νίκου Σπάνια- όπως και άλλων ποιητών που προανέφερα- αποτελείται από
συμπυκνωμένους πυρήνες ερωτικής αίσθησης, θλίψης ή χαροποιών εμπειριών όχι όμως
αλληλοσυγκρουόμενων μεταξύ τους, γεγονότων ή συμβάντων «δοκιμασμένου»
ανθρώπινου χρόνου. Προβολών των αισθητικών του αντιλήψεων μέσα στο ποιητικό
σώμα, είναι η προσωπική του σπουδή μέσα στα συνήθως ολιγόστιχα ή μακρόστιχα
ποιήματά του. Δεν είναι μόνο μάλλον η καταδίωξη της ηδονής που συνέχει το λόγο
του, είναι το άγχος της ολοκλήρωσης της ποιητικής του μέσα από τα διάφορα στάδια της γραφής του.
Γιαυτό ενώ είναι ηδονικός δεν γίνεται γραφικός, διαθέτει-τηρουμένων των
συγγραφικών αναλογιών-την ιερή «προστυχιά» της γλώσσας του Ζαν Ζενέ, την ιερή
τρέλα του Αντονέν Αρτώ. Οι άγκυρες που ρίχνουν οι ερωτικοί αυτοί ποιητές είναι είτε
μέσα στο βουρκάρι της γλώσσας είτε μέσα στο βουρκάρι της ίδιας της ζωής.
Διαβάστε την ποίηση του Γιώργου Χρονά και θα κατανοήσετε τι θέλω να πω, και στο
πως αυτό της ζωής βουρκάρι γίνεται ίζημα, λίπασμα αυθεντικής ποιητικής
μαρτυρίας. Τα ποιήματα του Σπάνια είναι συμπυκνωμένοι χαμηλότονοι πυρήνες
κοινωνικής οργής, ελεγχόμενης μελαγχολίας και αντίστασης, στίχοι διαμαρτυρίας
όχι κραυγαλέας προπαγανδιστικής σκοπιμότητας αλλά πόθοι που εκπληρώθηκαν ή έμειναν ανεκπλήρωτοι. Κίνδυνοι αυτοεπιβεβαίωσης της ηδονής καθώς το Σώμα
αρνείται να εμπλακεί στον χλευασμό του έρωτα. Τραντάζεται από απότομα
σκαμπανεβάσματα περασμένων αλλά όχι λησμονημένων του εμπειριών ή αγοραίες της
ηδονής εύνοιες. Είναι όμως ένα Σώμα ζωντανό που αρνείται να αποδεχτεί την
νεκροφάνεια της ηθικής της κοινωνίας. Γιατί το Σώμα, είναι το μόνο μέσο που
διαθέτουμε είτε για την κατάβασή μας στον Άδη είτε για την ανάληψή μας στους
ουρανούς. Γιαυτό θεωρώ ότι το ποιητικό σύμπαν του Νίκου Σπάνια κατάγεται ή
προέρχεται από τους κόλπους του Συμβολιστικού κινήματος και περιβάλλοντος γιατί
διαθέτει μία μυστική πνευματικότητα. Η ποιητική του είναι συνθετική από την
μία μας αφηγείται την ζωή ενός καλλιτέχνη, ποιητή ή μουσικού που διάβασε το
έργο του, του άρεσε, ακούει την μουσική του, και από την άλλη μας εξομολογείται
τα διαδραματισθέντα στον ερωτικό του οίκο. Όσο ωριμάζει ποιητικά τόσο γίνεται
η φωνή του πιο λυρική, περισσότερο μουσική, αποκτά έναν εσωτερικό ρυθμό. Είναι
μοντέρνα δίχως να αποκόπτεται από τους κανόνες της παράδοσης. Πολλές ποιητικές
του μονάδες έχουν μία ηχητική ρίμα άξια θαυμασμού, δισύλλαβες κυρίως
ομοιοκατάληκτες λέξεις, παρά την αγριάδα των εικόνων του ή την χρήση μη
ποιητικού λεξιλογίου. Λέξεων πρωτάκουστων ή μη χρησιμοποιούμενων εύκολα στον
ποιητικό λόγο. Η γλώσσα του να το επαναλάβουμε, μεταφέρει το πλήθος των σωματικών, ψυχικών,
συναισθηματικών του αισθήσεων. Της ερωτικής έκφρασης όχι τόσο ως νοσταλγία όσο
σαν μία μαρτυρία εξάρτησης των όσων συμβαίνουν σήμερα. Ο Νίκος Σπάνιας είναι ο
καταγραφέας ανθρωπίνων παθών και ερμηνευτής των διαδραματιζομένων της Πόλης.
«Ο Πώλ Ρεμπώ κι’ ο Αρθούρ Βερλαίν
πιασμένοι χέρι-χέρι
Παράνομοι κι’ απόκληροι
τραβούνε γι’ άλλα μέρη»
Σε αυτό το σημείωμα αντιγράφω τρία ποιήματα
που μου άρεσαν και με συγκίνησαν και έχουν σαν θέμα της σπουδής τους τρείς
εμβληματικές προσωπικότητες του χώρου της κλασικής μουσικής.
Τα ποιήματα
για τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ προέρχονται από
τη συλλογή του Νίκου Σπάνια, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ (αριθ. 3), Νέα
Υόρκη-ΗΠΑ, 1971, σ.24-25 και 26-27 αντίστοιχα. Το ποίημα για τον Φρεντερίκ
Σοπέν είναι από τη συλλογή του «ΑΜΕΡΙΚΗ», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 1988, σ. 61.
«Ω
Σαν φλόγα λαμπάδας
Σβήνουν τα λόγια σου».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς Σάββατο
18/11/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου