Άτακτα ποιητικά
ή
ποιήματα του Νίκου Σπάνια αφιερωμένα
σε Έλληνες ποιητές
«Ο ποιητής
δημιουργεί
Ένα πεπρωμένο
Δεν σταδιοδρομεί.»
Νίκος Σπάνιας
ΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ
ΚΑΛΒΟ
Χωρίς ιερές
συγκινήσεις
Χωρίς υψηλές
εξάρσεις
Χωρίς
σύμβολα μετακινώντας αιώνια την αξία τους
Χωρίς να σε
βρίσκω μέσα σε κάθε εκπυρσοκρότηση
Χωρίς να
καλπάζεις διαγράφοντας τροχιές τραγουδιού
Χωρίς
αναμνήσεις προγόνων ή καπνούς αναθρώσκοντας
Αλλά με τη
χρησιμότητα του μηνιάτικου μισθού μου
Την
ακλόνητην ασφάλεια που μου γεννά το ξένο χρήμα
Ντυμένος
πολύ μοντέρνα και πολύ πρακτικά ας πούμε
Ένας homo normalis
Διατρέχοντας
μ’ ένα αυτοκίνητο σαν δαίμονας ταχύτητας
Με τρόμο κι’
ηδονή στα σκέλια καθώς ένα ξυράφι κοφτερό
Την
φοβερότερη γέφυρα του κόσμου κρεμάμενη μεταξύ
Ξηράς και
ξηράς πάνω απ’ το σκοτεινότατο θαλάσσιο χάσμα
Με φώτα
αναβοσβήνοντας όπως οι αποφάσεις των κρατών
Εσένα
συλλογίζομαι την ώρα αυτήν Ανδρέα Κάλβο
Με τα μαλλιά
σου βλασταίνοντας λαμπερά και άγρια
Και την
μπέρτα σου πετώντας όπως η νύχτα αυτή
Του
Ατλαντικού
Ανδρέα Κάλβο
Κλεισμένε
ερμητικά στο μαύρο χρώμα
Χλωρέ κι
απρόσιτε και πάντοτε πετώντας
Υμνητή
Αναγκασμένε
να δίνεις μαθήματα
Μοιράζοντας
τη γλώσσα της γυναίκας σου
Κι η
ελευθερία παθαίνει καθίζηση καθώς το νησί σου
Ανδρέα Κάλβο
Των
αγωνιστών της τ’ ασπρότατα κόκκαλα ανακατώνονται
Με σχέδια
νομαρχιακά μικροσυμφέροντα κι υπαλληλείες
Και την
αέναη βαβούρα από βρώμικα στόματα
Πού πήγε η
Ελευθερία έτσι καθώς εσύ την εφαντάσθηκες
Μέσα από ποιόν
απύθμενο βυθό ανεβαίνει
Μέσα από
ποια βαθειά ρωγμή βράχου ανασαίνει
Μέσα από
ποια καλώδια ηλεκτρικά
Φορτώνει τον
εγκέφαλό μας
Ανδρέα
Το όνομά σου
πλέει σαν άσπρος κύκνος στα μελανά νερά
Μέσα απ’ τις
κρύες ελπίδες μου πού βρίθουν σαν σκουλήκια
Μέσα απ’
αυτήν την πρόοδο πυρώδη κ’ ελαστική σα σπόγγος
Πού πήγε η
Ελευθερία
Ανδρέα Κάλβο
φεύγοντας απ’ τον τόπο σου
Ασφαλώς όχι
στην Αμερική
Όπου η πείνα
για χρήμα κι η διαφημιστική μανία
Αντικαθιστά
την λυχνία της με ένα λάχανο
Στο υψωμένο
χέρι
Και τέλος
πάντων τί γένους είναι αυτή η Ελευθερία
Ανδρέα Κάλβο
Συγχώρεσέ με
εάν εγώ συνδέω την αρετή με τ’ όνομά σου
Στο έτος
χίλια εννιακόσια εξήντα τέσσερα
Απαυδισμένος
επιπόλαιος ανήσυχος κι ευφάνταστος
Άλλοτε
διακρίνω την Ελευθερία σου να κολυμπά
Σαν ένα ψάρι
πάνω σε κύμα σκοτεινό
Άλλοτε να
παθαίνει συστολή και διαστολή
Μέσα από τα
χλωρά μοσχοβολούντα σπλάχνα σου.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Συχνά το
πρόσωπό σου και τα μάτια σου
ήταν κόκκινα
απ’ το πιοτό.
Συχνά τον
έπιανε μιά απελπισία
τόσο μεγάλη
σαν χάσμα σεισμού στο στήθος του
απ’ όπου
τρέμανε δυό λουλούδια του Μαρτίου.
Η ειδή του
ήταν τέλεια
κι ήθελε να
αισθάνεται βαθιά
σαν την «ωδή
εις την σελήνη».
Οι κίτρινες
αχτίνες της τον έκαναν
ν’
αναστενάζει
και
κολυμπούσε σε φεγγαρίσιο φώς.
Ίσως να
βρήκε λίγη χαρά ανάμεσα
στους Ιταλούς
συμμαθητές του.
Είχαν μάτια
τόσο διαυγή, τόσο προκλητικά.
Το βάδισμα
και τα μαλλιά του πρόδιναν
τον
αριστοκράτη. Τί κόμη θεσπέσια
ήταν αυτή,
υπέρπλουτη κι ευέλικτη.
Εξιδανίκευε
τις γυναίκες
αλλά τις
προτιμούσε να μένουν αιθέριες υπάρξεις
ίσως γιατί
φοβόταν να ενωθεί σαρκικά μαζί τους.
Δεν μπορούσε
να βλέπει γυναίκα να τρώει.
Η Ζάκυνθος
τον γέννησε και τον ανάθρεψε.
Πολεμούσε με
τη γλώσσα καθώς ο ακονιστής σαν
ακονίζει το
μαχαίρι του και κείνο εκπέμπει σπίθες.
Είδε καμιά
όπερα του Μπελλίνι; Μάλλον…
Κατάλαβε όσο
κανείς το χαρακτήρα του Έλληνα.
Γι’ αυτό
χτυπούσε με άλγος το ‘να χέρι με τ’ άλλο.
Ο κόσμος δεν
είναι πανηγύρι.
Κάποτε το
πέλαγος του χαμογελούσε.
Κάποτε
γινόταν άλογο αφηνιασμένο
κι αφηνόταν
σε μιά υπερκοχλάζουσα
ηδονή του
θανάτου.
Έφυγε,
τέλος, η ανασεμιά του
σαν λιγοστός
καπνός κεριού.
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, ΑΥΤΟΧΕΙΡ
(Ιανουαρίου, 7, 1944)
Όχι
αβροκόμης’ φαλακρός στους δρόμους της Αθήνας
εγύριζες κι
αντίκριζες το φάντασμα της πείνας.
Ποθούσες το
ανέφικτο, το υψηλό, τ’ ωραίο,
μα σκόνταφτες
και έπεφτες σ’ έρωτα αγοραίο.
Σ’ εκφράζει
το ανεπίφθονο’ της μουσικής η ρίμα,
ριπίδια,
αγάπες, ρεμβασμοί, μαρμαρυγές, η τρίλια
χαύνου
πουλιού κι εκστατικού, του τραγουδιού το νήμα,
κομβιοδόχες,
οιμωγές, της ομορφιάς τα μίλια…
Χλωμός
δανδής τί τρυφερά, με έπαρση και με χαρά
απήγγελλες
του Ιρλανδού Wilde τα
πονηρά ρητά
Κλινοχαρέστατη
ψυχή’ ήσουν για ένα σονέτο
όχι για
σφαίρες, σφαγιασμούς, το κοφτερό στιλέτο.
Η πάμφωτη
Ευρώπη μας, μέγα νεκροταφείο.
Ο μενεξές
μαράθηκε και γέρνει το λοφίο.
Μα το παράξενο
είν’ αυτό: με του γονιού σου το πιστόλι
δεχτήκαμε
μιά σφαίρα στην καρδιά: εσύ, εγώ και όλοι…
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ
ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟ
Οι κούρκοι
κρώζουν
Μιά χρυσή
και οργυαία φτερούγα αετού
Πάνω από το
κεφάλι μου είσαι σύ
Όρνεο και
Ποιητής
Αρτοποιός
και μέθυσος-
Μικκύλος
(«Παναγιά μου ένα παιδί!»)
Οι ελαφροί
δεν θα μας λένε ελαφρούς
Αλλά πώς πιά
δεν τάχουμε τετρακόσια
Σου γράφω
από ένα εβρέϊκο τσαρδί
Της Νέας
Υόρκης ή Νεοβόρακου
Με
μεγαλήγορο πομφολυγώδες ύφος
Ενόσω οι
Νέγροι έξω απ’ το παραθύρι μου
(Επί τόπων επιχολέρων)
Βγάζουν
ωρυγές ενθουσιασμού
(Έξω απ’ το
παραθύρι μου)
Τί έγινε η
ταχύπτερη φήμη φίλε μου;
Θυμάσαι μου
ψιθύριζες «Νίκο μου! Νίκο!»
Όταν εγώ
πάντα λουτροχαρής
Και
τσίτσιδος γύριζα το κεφάλι αλλού
Επιζητών
κυρίως τα ψεκτά σε όσα, παρατηρούσες.
Έσβησε η
σπίθα της ζωής
Όμως οι δυό
μας στη Σταδίου κάποτε
Είμαστε
φρενίτις σχεδόν ερωτική
Φθάνουσα
μέχρι παραφροσύνης
Μεθώντας,
από κέφι και αντικρίζοντας
Το υψηρεφές
μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού
Δειλός εγώ
Δεν
κατεβαίνω να σε δω
Κι η δείλη
εσκοτίσθη…
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ
Ήχος δεν
έβγαινε από τη φωνή του.
Ήταν
ανάκουστη σα να γλίστραγε πάνω
στον πάγο.
Η φριχτή
πληγή απ’ το μαχαίρι στο λαιμό,
Είχε κι αυτή
παγώσει. Την είχε σκεπάσει
Άφθονο,
παρθένο χιόνι…
Ονειρευόταν
σαν το παιδί στον ύπνο του καθώς
Ακούει να
φθάνουν σαν απόηχος στ’ αυτιά του
Παγοδρομίες
και χιονοπόλεμοι.
Με αρέσουν
οι ευειδείς νέοι.
Με αρέσει η
χαρά της αφθαρσίας μες τα
μάτια.
Με αρέσει το
κάλλος, πλήν όμως δίχως έπαρση.
Με αρέσει
αυτό το δημιουργικό μου πείσμα.
Με αρέσουν
οι βαθύτατές μου μεταπτώσεις.
Η ζωή του
ηδονιστή είναι η πιό καλή προετοιμασία
Για να
πατήσει κανείς για πάντα το κατώφλι
του μυστικισμού.
Συμπεριφορά
σημαίνει τι κάμνουμε
Και όχι ό,τι
μας κάμνουν.
A man is defined by his longings.
Όλα μου τα
πάθη υπήρξαν ένας μέγας πόθος
γιά το
άπειρο.
Το μυστικό
της ποίησής μου είναι πρώτα
Να βρίσκω κι
ύστερα να ψάχνω.
Ώ, αυτοί οι
παρακατιανοί ποιηταί της Γενέτειρας.
Τόσον
επηρμένοι, τόσον ανόητοι, τόσον πολυπληθείς.
Σά τις καρφίτσες
στα μαξιλαράκια της νοικοκυράς.
Θυμάστε;
On a fait de moi un personage que
Je n’ aimerais pas renconter!
Όμως, εγώ,
στον ύπνο μου κι όπως περνώ
Μέσ’ απ’ την
πύλη της αθανασίας-αν είναι ένα
τέτοιο
πράγμα εφικτό-
Αισθάνομαι
σαν άρκτος πολιτική.
Ωρύομαι και
η φωνή μου είναι η έκταση της
παγωνιάς
Είναι η
ασπράδα του χιονιού
Είναι ο
αμέτρητος εσώτερός μου πόνος.
Περίεργο.
Ωρύομαι και
δεν ακούγω την φωνή μου.
Ο Π Ο Ι Η
ΤΗ Σ
Στο Νίκο Καχτίτση
Κρεμνά με
επιμέλεια
Τα μέλη του
επάνω σε καρφιά
Παραπαίει σ’
έναν λαβύρινθο
Με φρέατα
και έναστρες φωνές
Αθόρυβα
συνθλίβει κάτω από το τέλμα του
Κύτταρα
γαλανά σαν την ελπίδα
Πάσχει από
γενναιοδωρία και πλησμονή
Ταριχεύει τα
πτώματα των ημερών του
Υπνοβατεί με
τα πόδια των άλλων
Για ν’
ανεβεί ψηλά
φορά μιά
πανοπλία από κόκκαλα πού
Λάμπουν
Ανάμεσα
γνώσης και αθωότητας
Απαξίωσης
και πίστης
Κενού και
απόγνωσης
Χτίζει κάθε
πρωϊ τη γέφυρα της αγάπης του
Μοιράζεται
την ηδονή και την ανάγκη
Με τέτοιαν
ισομέρεια
Πού το σωστό
τους κράμα
Κάμουν το
πεπρωμένο του
Με χέρια
σκωληκόβρωτα
Περνάει στο
κεφάλι του
Στεφάνια από
ορίζοντες
Ασφυκτιά από
τα μύχια αναβρυτήρια
Του Μαρτίου
και της Χαράς
Από τα
δένδρα όλα μοιάζει το πιό πολύ
Στο άφεγγο
κυπαρίσσι
Οι ρίζες του
φυτρώνουν ανάστροφα
Από τον
ουρανό στο χώμα
Είναι
πανδάκρυτος και ροϊκός
Σε στιγμές
δύσκολης εκλογής
Εκπορνεύεται
Είναι
πάντοτε ο ιστουργός του χάους
Είναι
πάντοτε ο τοκογλύφος τ’ ουρανού
Ο καρποφόρος
ποταμός αρχίζει από τη ματιά του
Τρυπιέται με
την πέννα του
Αποσπά
μιά-μιά τις λέξεις
Από το
πλευρό του σαν παϊδια
Σαρώνει τα σαρίδια
και την άμμο
Με της
αναπνοής του τον κυκλώνα
Αναστυλώνει
το φώς
Με τις
ομοβροντίες των πεποιθήσεών του
Σημειώσεις:
«Ένας καλός στίχος
Μπορεί να μας κρατήσει στη ζωή»
Το ποίημα με τίτλο «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ», είναι
αφιερωμένο στον πρόωρα χαμένο πεζογράφο Νίκο Καχτίτση ο οποίος κατοικούσε με
την οικογένειά του στον Καναδά. Ο Καχτίτσης συμπαραστάθηκε φιλικά στον Νίκο
Σπάνια και ίσως είναι εκείνος που τον βοήθησε να απεξαρτηθεί από τις
επικίνδυνες ουσίες που είχε μπλέξει ο ελληνοαμερικανός ποιητής. Επίσης, έχοντας
διαβάσει τα ανέκδοτα ποιήματά του, τον παρότρυνε να τα συγκεντρώσει και να τα
εκδώσει. Του ενέπνευσε εμπιστοσύνη στο ποιητικό του ταλέντο,-που είχε χάσει ο
Νίκος Σπάνιας-και είχε αποφασίσει να καταστρέψει αυτά που είχε γράψει. Το
ποίημα βρίσκεται στην συλλογή «Ποιήματα της τρίτης λεωφόρου (αριθ. 3)», Νέα
Υόρκη 1971, σ.34-35 που κατοικούσε ο ποιητής.
Στην ίδια συλλογή δημοσιεύεται και το ποίημα “JAZZ” το οποίο είναι αφιερωμένο στον
συγγραφέα και μουσικόφιλο «Στον Σάκη Παπαδημητρίου». Κείμενά του συναντάμε στο
περιοδικό της Θεσσαλονίκης του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου «Διαγώνιος»: «Όχι
μικρά αιολικά ψιθυρίσματα/ Μουσική δωματίου με μιά σιωπή/ Περιφερόμενη/
Δείχνοντας με το δάχτυλο την ψυχή των πραγμάτων/ Ούτε κλασικές συμφωνίες/ Με
μιά ανθρωπότητα πυκνή- πυκνή και ενωμένη/ Σα μυρμηγκοφωλιά/ Κι’ όλον τον κόσμο
τούτο/ Τόπο πολύ μικρό για τη χαρά»…. Ενώ το ποίημα «Σ΄έναν ποιητή της γενηάς
μου», σ. 45-46: «Πές μου Μιχάλη τ’ ήταν αυτό που σε τρέλανε/ Λυμφατικέ και
κακόμοιρε φίλε μου τ’ ήταν/ Ποιός σκοτεινός λογισμός ποιό μικρόβιο…..» μάλλον
μοιάζει να αφορά τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό. Τον ποιητή μεταξύ άλλων του
«Αντισταθείτε». Το ποίημα «Στροφές στον Ανδρέα Κάλβο» συμπεριλαμβάνεται στην
συλλογή «Ποιήματα της τρίτης λεωφόρου αριθ. 2» Αθήνα- Δεσμός 1965, σ.31-32.Τα
ποιήματα: «Διονύσιος Σολωμός» σ.7-8, και «Ναπολέων Λαπαθιώτης αυτόχειρ» σ.38
προέρχονται από την συλλογή «Το Ράμφος της Αϋπνίας», εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα
2001. Τα ποιήματα: «Γράμμα στο Μιχάλη Κατσαρό» σ.46-47, και «Η Φωνή του
Καβάφη», σ.87-88 προέρχονται από την συλλογή «ΑΜΕΡΙΚΗ», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα
1988. Ακόμα, στην σελίδα 63 της ίδιας συλλογής ο Σπάνιας συνθέτει το ποίημα που
έχει σαν θέμα του την γνωστή και αγαπητή λαϊκή τραγουδίστρια «Η ΚΑΙΤΗ ΓΚΡΕΫ ΣΤΗ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ». Και συνοπτικά, διαβάζοντας
την ποιητική του συλλογή «Φόρος Τιμής στον Giorgio de Chirico», εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1981,
διαπιστώνουμε ότι το ποίημα «Προανάκρουσμα» ο Σπάνιας το αφιερώνει «Στον Χρήστο
Τσιάμη»: «…. Είμαι ένα νήμα-μνήμα/ Το νιώθω μερικές φορές/ Είμαι ένα κουβάρι
χωρίς άκρη/ Χωρίς αρχή και τέρμα….». «Γράφω κι αντιγράφω τους στίχους μου/
Διορθώνοντάς τους/ Και τότε το ποίημά μου/ Ανοίγει διάπλατο/ Καλειδοσκόπιο/
Ρευστό/ Και φωτισμένο από μέσα/ Με τις ακαθησύχαστες διαδοχές εικόνων των
χρωμάτων». Η μακροσκελής σύνθεση «Ο Μονόλογος του Λαέρτη» σ. 12-14, είναι
αφιερωμένη στον έλληνα συγγραφέα βιβλίων επιστημονικής φαντασίας και φίλο του
«Στον Μάκη Πανώριο». Είναι μία σύνθεση προερχόμενη από το θεατρικό Σαιξπηρικό
έργο «Άμλετ». Στίχοι του: «Έπρεπε ν’ αφήσω τον θλιμμένο πρίγκιπα στη θλίψη
του…». ««Μάθε ν’ αγαπάς και την αντίστροφη φορά της φύσης σου…»». «Το
σκωληκόβρωτο δέντρο της πολιτικής». «Απειλές ορθές σαν λεοπάρδαλη/ Οι παρουσίες
των τριβάδων στα συμπόσια/ Ο νεαρός
Όσρικ κι οι πυροδότες άγγελοι του κακού/ Κερασιές οξύκαρπες που ρίχνουνε σα
μεταμέλεια τη σκιά τους/ Τα μαλλιά της Οφηλίας σαν πολύφυλλη νύχτα στην αστροφεγγιά…».
Ενώ το ποίημα τελειώνει με τον ωραίο στίχο «Μ’ έχει σκεπάσει ο καταρράχτης της
σιωπής».
ΠΕΡΙ ΛΥΧΝΩΝ ΑΦΑΣ
Κατέβαινες
Πολλές φορές και πρίν ανάψουν τα φανάρια
Πρίν φωταγωγηθεί η λεωφόρος
Κατέβαινες
Όπως ο ποδοσφαιριστής για την προπόνηση
Κλωτσώντας την μπάλα
Αλαφρά-αλαφρά
Ανάμεσα στα πόδια
Ώσπου ν’ ανάψουν τα αίματα…
Συμπληρωματικά
να γράψουμε και σε αυτό το σημείωμα, ότι ο ελληνοαμερικανός ποιητής σε διάφορες
συλλογές του αφιερώνει και γράφει ποιήματα για ευρωπαίους συνθέτες κλασικής
μουσικής, αναφέρεται σε έργα τους και υιοθετεί μουσική ορολογία σε αρκετούς
ξενόγλωσσους τίτλους ποιημάτων του, ή μιλά για σύγχρονους της εποχής του
μουσικούς. Θα μπορούσαμε εξετάζοντας συνολικά την ποιητική του παρουσία, να
χωρίσουμε τα ποιήματά του σε αυτά που αφιερώνονται σε έλληνες και
ελληνοαμερικανούς δημιουργούς. Εκτός από τα άμεσης δήλωσης, Κ. Π. Καβάφης,
(βλέπε και παραλλαγή του ποιήματος «Θερμοπύλες»), Νίκος Καχτίτσης, έμμεσα
έχουμε και την παρουσία του υπερρεαλιστή ποιητή ο οποίος ξενιτεύτηκε στην
Αμερική του Νικόλαου Κάλας (πως μεταφράζει την τοποθεσία «Σικάγο», ρήση
υπότιτλο). Σε αυτά που γράφονται και αφιερώνονται στους αμερικανούς και
ευρωπαίους δημιουργούς ή μνημονεύονται ονόματα, όπως πχ. ο ισπανός ποιητής
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο χιλιανός νομπελίστας Πάμπλο Νερούδα, ο γάλλος Ζαν
Κοκτώ, ο Marcel Proust, ο Λουϊς Αραγκόν, ο Αντρέ Μπρετόν. Ποιήματά του αναφέρονται
ή έχουν θέμα από τον William Shakespeare, (βλέπε αναφορές στο έργο του
«Άμλετ»). Ο γερμανός ρομαντικός Friedrich Holderlin, ο αινιγματικός Στέφαν Γκέοργκ,
τιμούνται με ξεχωριστά ποιήματα. Το ποίημά του «APERTIS CORTIBUS”, ιχνογραφεί τον κλειστοφοβικό κόσμο
του Φράνς Κάφκα: Αρχινά το ποίημα με τον στίχο «Φόβος Κάφκα φόβος Κάφκα φόβος Κάφκα».
Ωραίοι μεταξύ άλλων και οι στίχοι: «Χίλιες εναντιότητες και χίλιες διαστροφές/ Συνθέτουν
τη μορφή μου»., «Πεθαίνουμε από πολύ μικρούς φόβους». Πολλές οι υπομνήσεις για τον πατριάρχη της
αμερικάνικης ποίησης τον Ουώλτ Ουϊτμαν. Υπάρχει το όνομά του σε κάμποσες ποιητικές
μονάδες του και σε ξεχωριστές ποιητικές του συνθέσεις, αλλά και ο γνωστός
ποιητής W. H. Auden (in memoriam) («Κρύωσε το ψηφιδωτό της όψης σου και γίνηκες Μνημείο.».
«Γιατί είσαι το θέμα και η παραλλαγή/ Γιατί είσαι η παραλλαγή στο ίδιο θέμα», «Γιατί
το χέρι σου σαν έτρεμε γινόταν στίχος»), μετά την απώλειά του. (φόρος τιμής
στον Archibald Macleish), το ποίημα «Ενάντια στις φωταψίες».
Το ίδιο και ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας
Tennessee Williams, ο οποίος στάθηκε ο πνευματικός
μέντορας του νεαρού έλληνα «λωποδύτη της ηδονής» ποιητή και μεταφραστή για να
μεταβεί για σπουδές και να εγκατασταθεί στην Αμερική, μετά την μετάφραση του
έργου «Γυάλινος Κόσμος». Υπάρχει μία ενότητα πέντε ποιημάτων στον Ουίλλιαμς
πέρα από άλλες μνημονεύσεις. Ο Σπάνιας, δεν στέκεται αδιάφορος και σε
σπουδαίους αμερικανούς πολιτικούς που οικοδόμησαν το Αμερικανικό ομοσπονδιακό
κράτος και Όνειρο όπως ο Θ. Τζέφερσον, σε αμερικανούς επιφανείς πολίτες, όπως
και στην πολυπληθέστερη ενότητα των ποιημάτων του, η οποία εικονογραφεί
πολιτείες της αμερικάνικης πολιτειακής ομοσπονδίας μετά την ανεξαρτησία. Εξαιρετική
η ατμόσφαιρα του αμερικάνικου τοπίου και των πολιτειών όπως μας τις φιλοτεχνεί στις
περιγραφές του ο Νίκος Σπάνιας. Ένα είδος ποιητικού «οδηγού» (;) για όσους θα
ήθελαν να ταξιδέψουν και να αισθανθούν το κλίμα της αχανής και πλούσιας χώρας.
Μία άλλη κατηγορία είναι τα ποιητικά αφιερώματα όπως προανέφερα, σε ευρωπαίους
κλασικούς συνθέτες, όπως ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ, ο Σοπέν και άλλοι σημαντικούς
της σύγχρονης εποχής που η μουσική τους διασκορπίζεται σε αρκετές ποιητικές του
συνθέσεις. Ενώ πολλές ποιητικές του μονάδες φέρουν ξενόγλωσσους τίτλους που
παραπέμπουν σε μουσική ορολογία. Δεν λείπουν αν και ελάχιστες οι αναφορές σε
ονόματα από τον χώρο των εικαστικών τεχνών, πχ. Βαν Γκογκ, Πικάσο.
Μνημονεύονται επίσης ονόματα και ταινίες από τον τότε κινηματογράφο, όπως η
μυθική «Γκρέτα Γκάρμπο», η ταινία «Καζαμπλάνκα» και οι πρωταγωνιστές της…. Υπάρχει και η κατηγορία των
ποιημάτων που σχολιάζονται πολιτικά συμβάντα ή χώρες. Πχ. «Η Πύλη του
Πολυτεχνείου», η «Χιλή 1974», η «Ισπανία»… Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε-
είναι αυτονόητο- και τις πολλές ποιητικές του μονάδες οι οποίες χαρτογραφούν
την Ποιητική του, στα ερωτήματα που θέτει για την αξία της, στο τι είναι Ποίηση
και ποιά η λειτουργία της, ο ρόλος της. Ποιά η χρήση των Λέξεων, ποιό το τελικό
αποτέλεσμα και τι στο τέλος μένει από το συγγραφικό συμβάν. Όσον αφορά το
λεξιλόγιό του, μία ματιά στις λέξεις που επιλέγει και χρησιμοποιεί στα ποιήματα
που αντιγράφω, θα μας φανερώσει την επιθυμία του ποιητή Νίκου Σπάνια να φτιάξει
«δικές» του λιανές λέξεις που δεν συναντάμε μάλλον στα Λεξικά της Ελληνικής
Γλώσσας. Ορισμένες έχουν ηχητική ομορφιά άλλες όχι. Γράφει: «Κι οι λέξεις καμιά
φορά/ Κολλούν μαζί κι αυτές/ Σαν καραμέλα /που γλείφει ένας μουγκός…». Πάντως
ακόμα και στις μικρές, ολιγόστιχες περιπαιχτικές του ποιητικές μονάδες, στίχοι
του: «Ρώτα του καραβιού τη ρότα…». Ή «Καθόλου δεν διαβάζεις πιά. Περιδιαβάζεις».
Ποιήματα που προσομοιάζουν περισσότερο με τραγούδια έχουν ρυθμό και
μουσικότητα. Βλέπε πχ. τα ποιήματα «Μίλησέ μου», «Είναι ένα χέρι», «Άλλοι
χορεύουν», «Είμαστε κάποτε» και στο δημοτικοφανές «Η Βασίλω» («Η Βασίλω/ Έχει
φίλο/ έχει και μεγάλο σκύλο/ και τον περπατά,/ Στα σοκάκια και στις ρούγες/ Αχ,
πουλιά με τις φτερούγες/ Κάποιον συναντά./ Άχ, Βασίλω/ Από την Τήλο. /Πάρε το
χλωρό μου φύλλο/ φυλαχτό να το φοράς/ Στα σοκάκια και στις ρούγες/ Αχ πουλιά με
τις φτερούγες/ Κάποιον συναντάς.»). Θα τολμούσαμε να γράψουμε ότι η ποιητική
του ταυτότητα, το κεντρικό ρεύμα της ποιητικής του, αν δεν λαθεύω, βασίζεται
στην χρήση των διαφόρων Παραλλαγών όπως και ο ίδιος μας λέει. Στην επιλογή
ποιημάτων άλλων ποιητών που τον συγκίνησαν και του μίλησαν και στην εκ νέου
διαπραγμάτευση του θέματος από τον ίδιο δίνοντάς τους μία νέα σύγχρονη ποιητική
προοπτική. Δες πχ. την «Οικογενειακή Εικόνα» (Με τον τρόπο του Ζάκ Πρεβέρ), την
«Παραλλαγή πάνω σ’ ένα ποίημα του Stefan George». Κλπ. Εξάλλου, η ξενόγλωσση χρήση τίτλων
στα ποιήματά του αυτό δηλώνουν αν τον κατανοώ σωστά. Οι τίτλοι του είναι
ελληνικοί, αγγλικοί, γαλλικοί, ιταλικοί ή ισπανόφωνοι, λατινικοί, ένα κράμα
λέξεων, ενώ και μέσα στο ποίημα συναντάμε ξενόγλωσσους στίχους ή λέξεις. Τίτλοι
Σαιξπηρικών ηρώων « Ο Οθέλλος», ή αρχιμαφιόζων «Capo di tutti capi”. Ή οι ενδοκειμενικές του ποιητικές συνομιλίες,
βλέπε τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Λουϊς Αραγκόν για την γυναίκα του, ή
από τον Σαρλ Μπωντλαίρ. Ενώ δίνει ποιητική απάντηση στον Μπέρτολτ Μπρέχτ στο
ποίημα «Απάντηση στον Μπρέχτ». Από την συλλογή «Το μαύρο γάλα της αυγής», εκδ.
Οδός Πανός, Αθήνα 1987. Καθόλου τυχαία
δεν είναι και η επιλογή από τον Στέφανο Μαλλαρμέ και φυσικά τον Αρθούρο Ρεμπώ
του οποίου ποίηση μετέφρασε και εξέδωσε. Το βιβλίο με τις «Μεταφράσεις» του που
κυκλοφόρησε – ένα απάνθισμα της παγκόσμιας αρχαίας και νεότερης ποίησης-
αποκαλύπτουν τα ποιητικά και πνευματικά βήματα του Νίκου Σπάνια, και με τι
«χαρακτηριστικά» εμπλούτιζε τα στοιχεία και το
ύφος του δικού του ποιητικού
λόγου. Βλέπουμε δηλαδή, ένα άνοιγμα της ποιητικής σκέψης και του
στοχασμού, της φιλοσοφικής ενατένισης και ερωτημάτων- διλημμάτων του Νίκου
Σπάνια, που υπερβαίνει ή αν θέλετε συμπληρώνει την ομοερωτική βιωματική του
πλευρά. Αυτό κάνει τον ποιητικό του λόγο πιο ενδιαφέρον στα μάτια του αναγνώστη
και προσθέτει ένα άλλο «κύρος» στον πολυεπίπεδο συγγραφικό του λόγο.
«Είμαστε
το ψέμα του Κοκτώ
Πού λέει την αλήθεια….»
Συμπερασματικά ας κλείσουμε το νέο αυτό
σημείωμα με το ποίημα του ποιητή και μεταφραστή Ντίνου Σιώτη ο οποίος για
μεγάλο διάστημα δίδαξε τα ελληνικά γράμματα-ποίηση σε πανεπιστήμιο αμερικάνικης
πολιτείας, στο Σαν Φραγκίσκο, όπως και ο καθαρόαιμος υπερρεαλιστής ποιητής,
μεταφραστής και εκδότης Νάνος Βαλαωρίτης. Τρείς σημαντικές προσωπικότητες,
Οδυσσείς των ελληνικών γραμμάτων στην διάδοση της ελληνόφωνης γλώσσας στην
αμερικάνικη ήπειρο. Σαν συνέχεια των Μαυροκορδάτου, του Edmund Keeley, του Kimon Friar, της Karen Van Dyck.
Π Ε Ρ Ι Π Ε Τ Ε Ι Α
Στον Νίκο Σπάνια
Πέρασαν οι μέρες εκείνες
που σε έπαιρναν οι νύχτες ξοπίσω
σαράντα δύο Δρόμοι
(σηκωμένοι ώμοι)
πενήντα δύο πόθοι ανοιχτοί
τριάντα χρόνια δοκιμασίες στη γραμμή
Το μυστικό να ξεπερνάς το δύσκολο καιρό
με ποίηση σα λάβαρο ανοιγμένο
και λευτεριά μετόπη τροχιάς ερωτικής
ή σαν στολίδι βακχικό στου Χάρλεμ τα καμένα όνειρα
και το C 4 δεν απαντά
Να όμως που σήμερα καθώς γέρνεις
στα μάτια σου αντιφεγγίζει
η κουρασμένη ψυχή του Μανχάταν
παλιώνοντας ο Νέος Κόσμος
φουσκώνει τα χρόνια στη σκιά
τη μοναξιά σπρώχνοντας πλάγια
Όρθιος στην επιφάνεια γίνεσαι παλίρροια
ενώ στο βυθό
σκοντάφτεις αλλά ποτέ δεν πέφτεις
Νέα Υόρκη, Χριστούγεννα ‘78
ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ, (Κλιματιζόμενοι διάδρομοι, 1986), στην συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1969-1999, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2018, σελ. 206
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς, 15/11/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου