ΔΥΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ
ΧΡΟΝΙΚΑ
ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟΥ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΥ Π. ΣΑΒΒΙΔΗ
LEON MOUSSINAC
Π Ι Σ Τ Ε Υ Ω
Αητός ή
χοίρος
Δειλός ή
μάρτυς
Σάτυρος ή
βασιλιάς
Παπάς ή
δήμιος
Εραστής ή
στρατιώτης
Μεγαλοφυής ή
ανόητος
ΠΙΣΤΕΥΩ
Παρά την
αμφιβολία και την ενάργεια
Παρά το
ημίφως ή την ανία
Τη φρίκη,
την πείνα και το μέλλον
Παρά το
δρέπανο της απελπισίας
Και τα
τέρατα της εκατόμβης
Παρά τις
αιμάτινες πρασιές
Παρά τα
χέρια των ομοίων μου
ΠΙΣΤΕΥΩ
Πέρα από
τους νόμους και τις αλυσίδες
Πέρα από τις
λέξεις και τα κρίνα
Πέρα από τον
ουρανό και το νερό
Πέρα από τις
φωνές και τα φτερά
Πέρα από
τους θεούς και τους σταυρούς
Πέρα από
τους επίορκους κόσμους
Από την
αηδία γι’ αυτά που ακούω
Βλέπω
αισθάνομαι κι αναπνέω
Πέρα από το
Παρίσι και τα Σόδομα
Πέρα από το
μηδέν από το παν
Πέρα ακόμα
από μένα τον ίδιο
ΠΙΣΤΕΥΩ
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ
ΑΝΘΡΩΠΟ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ
Περιοδικό
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τεύχος 37/1-1-1946, σ.20, Χρόνος Γ΄, τόμος Δ΄.
--
JEAN TARDIEU*
ORADOUR **
Το Οραντούρ
δεν έχει πιά γυναίκες
Το Οραντούρ
δεν έχει πιά μητ’ έναν άντρα
Το Οραντούρ
δεν έχει πιά φύλλα
Το Οραντούρ
δεν έχει πιά πέτρες
Το Οραντούρ
δεν έχει πιά εκκλησία
Το Οραντούρ
δεν έχει πιά παιδιά.
Μήτε καπνός
πιά μήτε γέλια
Μήτε στέγες
πιά μήτε σοφίτες
Μήτε
αχερώνες πιά μήτε αγάπη
Μήτε
τραγούδια πιά μήτε κρασί.
Οραντούρ σκιάζομαι
ν’ ακούσω
Οραντούρ δεν
τολμώ
Να πλησιάσω
τις πληγές σου
Το αίμα σου
και τα χαλάσματά σου,
Δεν μπορώ
δεν μπορώ πιά
Να ιδώ μηδέ
ν’ ακούσω τ’ όνομά σου.
Οραντούρ
ξεφωνίζω κι’ ουρλιάζω
Κάθε φορά
που σπάει μια καρδιά
Απ’ τα
χτυπήματα των δολοφόνων
Ένα
περίτρομο κεφάλι
Δυό μάτια
ορθάνοιχτα, δυό μάτια κόκκινα
Δυό μάτια
σοβαρά, δυό μάτια μεγάλα
Σαν την
τρέλα τη νύχτα
Δυό μάτια
μικρού παιδιού:
Ποτέ δε θα
μ’ αφίσουν.
Οραντούρ πιά
δεν τολμώ
Να διαβάσω ή
ν’ αρθρώσω τ’ όνομά σου.
Οραντούρ
ανθρώπινο αίσχος
Οραντούρ
αίσχος αιώνιο
Δε θα
κοπάσουν οι καρδιές μας
Παρά με την
χειρότερη εκδίκηση
Μίσος και
αίσχος παντοτεινό.
Το Οραντούρ δεν
έχει πιά σχήμα
Το Οραντούρ,
γυναίκες μηδέ άντρες
Το Οραντούρ
δεν έχει πιά παιδιά
Το Οραντούρ
δεν έχει πιά φύλλα
Το Οραντούρ
δεν έχει πιά εκκλησιά
Μήτε καπνούς
πιά μήτε κοπελλιές
Μήτε βράδια
πιά μηδέ πρωινά
Μήτε θρήνους
πιά μηδέ τραγούδια.
Το Οραντούρ
δεν είναι παρά μια κραυγή
Κι’ αυτό
είναι το χειρότερο πλήγμα
Για το χωριό
που εζούσε
Κι’ αυτή εδώ
είναι η πιό μεγάλη ντροπή
Να μην είναι
πιά παρά μιά κραυγή,
Όνομα του
μίσους του ανθρώπου
Όνομα της
ανθρώπινης ντροπής
Τ΄ όνομα της
εκδίκησής μας
Πού μέσα σ’
όλα μας τα χώματα
Τ’ ακούνε
και τους πιάνει σύγκρυο
Ένα στόμα
δίχως πρόσωπο
Πού
ουρλιάζει σ’ όλους τους καιρούς.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ
*Το ποίημα
τούτο πρωτοδημοσιεύτηκε στην παράνομη έκδοση των «Γαλλικών Γραμμάτων» (Lettres Francaises) χωρίς ν’ αναφέρεται το όνομα του
συγγραφέα του. Αργότερα μαθεύτηκε πώς τόχε γράψει ο Tardien.
**Πρόκειται
για το γαλλικό χωριό Oradur sur Glane (Haute Vienne) που καταστράφηκε ολοκληρωτικά από
τους Γερμανούς στις 10 Ιουνίου 1944. Ο πληθυσμός του 792 άτομα (άντρες,
γυναίκες και παιδιά), σφάχτηκαν ή κάηκαν ζωντανά.
Περιοδικό
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τχ. 28-29/ 1-15/6/1945, χρόνος Β΄, τόμος Γ΄.
Ελάχιστα:
Αντιγράφω δύο πρώιμες νεανικές μεταφράσεις του κυρού καθηγητή και μελετητή, κριτικού και αναστηλωτή-επιμελητή έργων της Ελληνικής Λογοτεχνίας Γιώργου Π. Σαββίδη. Ο ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας κυρός Αλέξανδρος Αργυρίου, στην δική του εξέταση του περιοδικού Φιλολογικά Χρονικά στον Δ΄ τόμο της Ε. Λογοτεχνίας, (βλέπε ανάρτηση Β΄ σημειώματος αποδελτίωσης των τόμων του περιοδικού στα Λ. Πάρεργα) μιλά για πρώτες μεταφραστικές παρουσιάσεις του Γ. Π. Σαββίδη πριν φύγει για την Αγγλία. Διατήρησα την ορθογραφία της δημοσίευσης. Την παρουσία του Γιώργου Π. Σαββίδη στα 44 εν συνόλω τεύχη του μετακατοχικού- της απελευθέρωσης περιοδικού, την συναντάμε δύο μόνο φορές. Όπως θα παρατηρήσει ο αναγνώστης κάτω από τα δύο ποιήματα δεν διευκρινίζεται αν η εργασία είναι μετάφραση, απόδοση, ελεύθερη απόδοση, αναγράφεται μόνο το όνομα και το επίθετο. Μάλιστα στο ένα ποίημα το όνομα αναγράφεται ως Γιώργος ενώ στο άλλο ως Γεώργιος, τα αντέγραψα όπως τα διαβάζουμε. Τους δύο ποιητές δεν τους συναντάμε μάλλον συχνά στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής ούτε και μεταγενέστερα. Και τα δύο ξενόγλωσσα ποιήματα είναι γραμμένα μέσα στην ιστορική και αγωνιστική ατμόσφαιρα των χρόνων εκείνων και διακρίνονται για την ανθρωπιστική τους διάθεση και τον αντιπολεμικό τους χαρακτήρα, τονίζοντας ότι η επιλογή των συγκεκριμένων ποιητικών μονάδων και ποιητών από τον νεαρό Γιώργο Π. Σαββίδη δεν φανερώνει μόνο την γλωσσική ξενόγλωσση ευρυμάθειά του αλλά, μας δηλώνει με ξεκάθαρο τρόπο την πολιτική δημοκρατική συνείδηση του έφηβου μαθητή, γνωρίζοντας ασφαλώς και την ιδεολογική ατμόσφαιρα που κινούνταν το περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά, τα κείμενά του, τους κεντρικούς σκοπούς της έκδοσης, και το πολιτικό κλίμα των υπόλοιπων συνεργατών του. Ο νεαρός Γιώργος Σαββίδης μαθητής ακόμα, έδειξε από νεαρότατη ηλικία την καλλιτεχνική του φύση και τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Στα νεανικά του πνευματικά φτερουγίσματα ασχολήθηκε με τον ποιητικό λόγο γράφοντας και δημοσιεύοντας ποίηση ή μεταφράζοντας όχι μόνο στα Φιλολογικά Χρονικά. Αν φέρουμε στο νου μας ότι ως τελειόφοιτος του Γυμνασίου διηύθυνε το σχολικό περιοδικό του Προτύπου Λυκείου Αθηνών " Έφηβος"…. Ας δούμε τι μας λέει ο Κύπριος καθηγητής και ποιητής, δοκιμιογράφος Μιχάλης Πιερής στο μελέτημά του «Για την προσωπικότητα και το έργο του Γ. Π. Σαββίδη» στον τόμο «Οι Ποιητές του Γ. Π. Σαββίδη», Διήμερο στη Μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη, έκδοση Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Σχολή Μωραϊτη, Αθήνα 1998. «Κατά τη διάρκεια των μαθητικών και φοιτητικών του χρόνων ο Σαββίδης ανέπτυξε σπάνια για την ηλικία του φιλολογική και πνευματική δράση. Μαθητής ακόμα του γυμνασίου αποδελτίωσε, κατά σύσταση του Νίκου Σβορώνου, τις Παραδόσεις του Νικόλαου Πολίτη από την άποψη της επιβίωσης αρχαίων αναμνήσεων και δοξασιών. Ως τελειόφοιτος του Γυμνασίου διηύθυνε το σχολικό περιοδικό του Προτύπου Λυκείου Αθηνών Έφηβος και συνεργάστηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά’ ενώ ως πρωτοετής φοιτητής στην Αθήνα, συνεργάστηκε με το βραχύβιο «πρωτοποριακό» περιοδικό Νέος Λόγος και έλαβε μέρος στη «Ρυθμική Λέσχη Ελλάδος», που είχε σκοπό τη συστηματική μελέτη της αμερικάνικης λαϊκής μουσικής», σελ. 13. Ενώ χωρίζοντας σε τρείς μεγάλες κατηγορίες το φιλολογικό και κριτικό έργο του Γ. Π. Σαββίδη ο Κύπριος κυρός καθηγητής και ποιητής Μιχάλης Πιερής, στην σελίδα 25 του μελετήματος του, μνημονεύει εν τάχει την ενασχόλησή του με τις μεταφράσεις. Διαβάζουμε: «Μια άλλη αξιοσημείωτη εκδήλωση της συγγραφικής δράσης του Σαββίδη είναι οι λογοτεχνικές του μεταφράσεις, κυρίως ποιητικών κειμένων της ευρωπαϊκής, αμερικάνικης και νοτιοαμερικάνικης ποίησης, καθώς και κειμένων ποιητικής και αισθητικής θεωρίας.».
Τώρα, το διαζευκτικό ποίημα του Leon Moussinac φέρνει στην σκέψη την ποιητική ανθρωπιστική διάθεση ποιημάτων του Νικηφόρου Βρεττάκου και ορισμένων άλλων ελληνικών φωνών των χρόνων εκείνων, ενώ η ποιητική εικονογραφία του Tardieu, τουλάχιστον για την δική μου αναγνωστική αντίληψη, ανακαλεί στη μνήμη την γραφή του Μιχάλη Κατσαρού. Η επανάληψη σαν επωδός του ονόματος του κατεστραμμένου γαλλικού χωριού Oradour από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής και ο εξανδραποδισμός αντρών και γυναικόπαιδων, ολόκληρων οικογενειών, θυμίζει την παρόμοια στρατιωτική τακτική που υιοθετούσαν οι Γερμανικές ναζιστικές δυνάμεις κατοχής όπου εισέβαλαν, δίχως να λησμονούμε και τις ανάλογες περιπτώσεις στην κατεχόμενη πατρίδα μας. Μικρές «Γκουέρνικες», μέχρι να νικηθούν από τις ευρωπαϊκές και αμερικάνικες συμμαχικές δυνάμεις, οι στρατιωτικές δυνάμεις του άξονα και να επέλθει η απελευθέρωση και η ειρήνη των μεταπολεμικών χρόνων. Και φυσικά ο διαχωρισμός της γηραιάς Ευρωπαϊκής Ηπείρου στα δύο ιδεολογικά αντίθετα στρατόπεδα, του δυτικού και ανατολικού μπλοκ. Περίοδος ψυχρού πολέμου. Τα δύο αυτά ποιήματα, οι δύο αυτές μεταφραστικές (ας τις ονομάσουμε έτσι) εργασίες του νεαρού Γιώργου Π. Σαββίδη, υπάγονταν μέχρι πρόσφατα στα αθησαύριστα (εν συνόλω) δημοσιεύματα του περιοδικού για τα οποία μας μιλά ο έτερος ιστορικός και κριτικός της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου στην πολύτομη ιστορία του που δημοσιεύσαμε σε προηγούμενο σημείωμα για το περιοδικό. Γιατί αναφέρω μέχρι πρόσφατα, διότι, αν ανατρέξουμε στην Εργογραφία- Βιβλιογραφία του κυρού καθηγητή, του «ποιητή-φιλόλογου» Γιώργου Π. Σαββίδη,-για να δανειστώ έναν δικό του τίτλο- θα δούμε ότι στα νεότερα, της δικής μας γενιάς χρόνια, των δεκαετιών 1970 και μεταγενέστερα, κυκλοφόρησαν δύο τίτλοι βιβλίων του Γ. Π. Σαββίδη οι οποίοι εμπεριέχουν τις μέχρι σήμερα μεταφράσεις του σε διάφορα έντυπα, εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδος και της Κύπρου. Αυτού του πολυμαθέστατου επιμελητή και αναστηλωτή έργων Ελλήνων ποιητών (Κ. Π. Καβάφης, Κώστας Καρυωτάκης κλπ.) και ακούραστου πανεπιστημιακού δασκάλου και διαχειριστή Αρχείων άλλων, ο οποίος διετέλεσε μεταξύ άλλων του ενασχολήσεων και διάδοχος διευθυντής του Παλαμιστή Γιώργου Κατσίμπαλη στο περιοδικό «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» την δεκαετία του 1950, ακριβέστερα από τα 1953. Οι δύο τίτλοι βιβλίων που προαναφέραμε είναι: Γ. Π. Σαββίδης, «ΠΑΝΩ ΝΕΡΑ», Δεκαεννέα δημοσιογραφικές περιδιαβάσεις και δύο παλαιά ορόσημα καθώς και άγνωστα κείμενα του Αυγέρη, του Καβάφη, του Σεφέρη κ. ά., εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1973, και κυρίως, ο νεότερος σε εμάς χρονολογικά τόμος: Γ. Π. Σαββίδης, «ΕΔΩΔΙΜΑ ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ» Ελάσσονα και ανέκδοτα κείμενα και ποιητικές μεταφράσεις 1945-1995, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 2000. Ο πλούσιος σε άγνωστή μας ύλη αυτός τόμος του οποίου ο κεντρικός τίτλος θυμίζει τον στίχο του μουσικοσυνθέτη Διονύση Σαββόπουλου και της σύνθεσής του «Αχαρνής» (παρενθετικά η μουσική αυτή επένδυση προορίζονταν για παράσταση του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν αλλά δεν υλοποιήθηκε), περιλαμβάνει και την ενότητα «ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ» των σελίδων 143-207 με τις μέχρι σήμερα μεταφράσεις του Γ. Π. Σαββίδη. Η ενότητα των «Αποικιακών», ανοίγει την αυλαία της με τις δύο εργασίες στα τεύχη των Φιλολογικών Χρονικών. Στην δική μου αντιγραφή , δεν χρησιμοποίησα τον παραπάνω τόμο αλλά τις σελίδες του περιοδικού-με τις όποιες γλωσσικές και ορθογραφικές του ατέλειες μια και το θέμα μου είναι η αποδελτίωση των 44 τευχών του των τεσσάρων τόμων του.
Και πάλι παρενθετικά να αναφέρουμε ότι στις σελίδες σ.
184-192 του κεφαλαίου «Β΄ Τα Φιλολογικά Χρονικά και η διαμάχη των γενεών» και
«Γ΄ Αριστερά ανοίγματα και δεξιές αγωνίες» του μελετήματος της φιλολόγου και
συγγραφέως πανεπιστημιακού κυρίας Αγγέλας Καστρινάκη: «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη
δεκαετία 1940-1950», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2005 δεν μνημονεύεται η παρουσία του
Γ. Π. Σαββίδη. Η εστίαση του ερευνητικού βλέμματος της καθηγήτριας και
συγγραφέως επικεντρώνεται στις δύο ιδεολογικά αντίπαλες παρατάξεις της εποχής,
της δεκαετίας 1940-1950. Έχοντας διαβάσει την εξαιρετικής δουλειάς αυτή
εργασία της αναρωτιόμαστε ενδεχομένως λανθασμένα, αν πολιτικά και ιδεολογικά
αληθεύουν στα όσα για την πολιτική και ιδεολογική στράτευση γράφει η κυρία
Καστρινάκη για ορισμένους παλαιούς κριτικούς και συγγραφείς (ότι ανήκαν στην
ακροδεξιά πνευματική πολιτική πλευρά της εποχής). Όπως ο από την συμπρωτεύουσα
κριτικός Πέτρος Ωρολογάς, και στην δική μας Πειραϊκή περίπτωση, ο πειραιώτης
δοκιμιογράφος και κριτικός Βασίλειος Λαούρδας. Ή απλά έχουμε πολιτικές «ταμπέλες»
και ορολογίες οι οποίες προέρχονται από το ευρύτερο κλίμα της ταραγμένης και
σκοτεινής εκείνης εποχής, αναγκαίες πολιτικές και ιδεολογικές επισημάνσεις-εκ
των υστέρων- στην εξέταση και ερμηνεία της ύλης των περιοδικών- ασφαλώς και των
Φιλολογικών Χρονικών-και της «ιδεολογικής πλατφόρμας» στην οποία ήσαν
ενταγμένοι οι συνεργάτες του και, σχολιάζοντας, γράφοντας άρθρα και
δημοσιεύοντας μελέτες και κριτικές για λογοτέχνες του καιρού τους, εκφράζουν
μέσα στα κείμενά τους, διατυπώνουν με τα γραφόμενά τους, αποτυπώνουν με τον
λόγο τους τις ατομικές, προσωπικές τους ερμηνείες και ιδεολογικές και πολιτικές
θέσεις και σκοπούς. Στον βαθμό φυσικά που τους το επιτρέπει η συντακτική
επιτροπή του περιοδικού (ή των περιοδικών) και ο εκδότης τους, στην δεδομένη
περίπτωση το Νίκος Σ. Μοναχός. Στον τόμο της κυρίας Καστρινάκη μνημονεύονται και
τα ονόματα δύο ακόμα ποιητών και μεταφραστών που σχετίζονται με τον Πειραιά ή
τον ευρύτερο πειραϊκό χώρο. Του σουρεαλιστή ποιητή και μαθηματικού Έκτορα
Κακναβάτου και του ποιητή και μεταφραστή Δημήτρη Παπαδίτσα. Ο πρώτος γεννήθηκε
στον Πειραιά, ο δεύτερος διέμενε στην ευρύτερη Πειραϊκή επικράτεια.
Όσον αφορά
τώρα την μεταφραστική περίπτωση του Γ. Π. Σαββίδη στο δικό μας υφαντό που
υφαίνουμε αυτό το Καλοκαιρινό διάστημα με την ευκαιρία της επανανάγνωσης της
ύλης του περιοδικού Φιλολογικά Χρονικά και της αποδελτίωσης των τεσσάρων τόμων
τους- σε κάθε σημείωμα ανατρέχω σε διαφορετική βιβλιογραφική πηγή δίνοντας έτσι
την εποπτεία των αναφορών που γνωρίζω-να σημειώσουμε τα κάτωθι: Μεταφραστικές
εργασίες του Γ. Π. Σαββίδη έχουμε στα περιοδικά: Φιλολογικά Χρονικά 2 φορές, στην
Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 4, στο προδικτατορικό περιοδικό Εποχές 2. Στο
Ραδιοπρόγραμμα (περιοδικό της τηλεόρασης) 2. Στην Συνέχεια 3, στον Χάρτη 4, στην
Λέξη 7. Στο Κυπριακό περιοδικό Ακτή 4. Στις εφημερίδες Το Βήμα 7, στα Νέα 1.
Στην Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1. Στο βιβλίο Μικρά Καβαφικά 1. Στο βιβλίο
Καστανόχωμα 1. Στον τόμο Βασικά θέματα της ποίησης του Καβάφη 1. Και η ενότητα
«Αποικιακά» του τόμου των εκδόσεων Ερμής κλείνει με 4 ακόμα αδημοσίευτα ποιήματα του Γιώργου Π. Σαββίδη. Όσο για τους ποιητές, κάθε διευκρίνιση
για τα ονόματά τους και τα έργα που μας κληροδότησαν μάλλον περισσεύει: W. B. Yeats (αρκετά ποιήματά του), Tomas Stern Eliot, Bertolt Brecht (έχει τη μεταφραστική τιμητική του),
Ezra Pound, Jorge Luis Borges, W. H. Auden, Archibald McLeish, M. S. Merwin, Miroslav Holub, Alan Dugan, και το ποίημα «Φθινόπωρο στην Καμπανία»
(ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ). Τι εύστοχος ο σχολιασμός του Γ. Π. Σαββίδη όταν αναφέρεται: «Ίσως
το ουσιαστικότερο τεκμήριο της ήδη διεθνούς «Καβαφομαστούρας» -όπως ονόμαζε την
ακτινοβολία του Αλεξανδρινού ο Γιώργος Κατσίμπαλης-…», σ.187. Desmond
O’ Grady, William Wordsworth, Rainer Maria Rilke, Zbigniew Herbert, Czeslaw Miloz,
Seamus Heaney, Fernando Pessoa κ.ά.
Ο αναγνώστης
των μεταφραστικών εργασιών του κυρού καθηγητή δεν διαπιστώνει μόνο την σταθερή
ενασχόληση του Γ. Π. Σαββίδη με την μετάφραση, όχι παροδική, την επικαιρότητα
των μεταφραστικών του ιχνών, και μάλιστα, πολιτικά φορτισμένων ξένων ποιημάτων
μονάδων αλλά και τα βαδίσματα των αισθητικών του προσλήψεων. Των συμπληρωματικών
αντιλήψεών του για την φιλολογία την ξένη και ελληνική γραμματεία, και την διεύρυνση
των δικών του επιστημονικών οριζόντων προερχόμενος μάλιστα από αγγλοσαξονική της
εκπαίδευσης σχολή και κριτικό βλέμμα. Εκείνο που με χαρά αναγνωρίζουμε στον κριτικό
λόγο, δοκιμιακό, ερευνητικό, φιλολογική γραφή του Γιώργου Π. Σαββίδη, είναι ότι
δεν είναι ο βαρύγδουπος λόγος ενός πανεπιστημιακού, ο ακαταλαβίστικος και γι αυτό
καταχρηστικά λόγω αξιώματος χειροκροτούμενος, δεν είναι ο από καθέδρας (ο τάδε ή ο δείνα μας μιλά),
δεν είναι ο λόγος ενός εξωκοσμικού διανοούμενου, ενός καθηγητή λογίου
περίκλειστου στο σπουδαστήριό του, βουτηγμένος μέσα στα αρχεία και τα βιβλία
των Βιβλιοθηκών του μας ανακοινώνει τα όποια πρωτεύοντα πρωτότυπα ή
μεταφραστικά δευτερεύοντα ή των επιμελειών του συμπεράσματα και αρχειακές του έρευνες.
Ο Γιώργος Π. Σαββίδης κατόρθωσε ή αν θέλετε επεδίωξε, να φέρει τα ζητήματα της
Φιλολογίας και Φιλολογικής κριτικής στην βάση, δηλαδή να τα κάνει θέματα προς
συζήτηση σε οποιονδήποτε αναγνώστη ή αναγνώστρια φιλότεχνο δίχως να αισθάνεται
τον φόβο της άγνοιας, ή της απόρριψης, της μικρότητάς του από τους υψηλά
πνευματικά ιστάμενους των λογοτεχνικών και κριτικών Αυλών και ιδεολογικών
μπαλκονιών του χώρου των ιδεών. Προσέγγισε τα φιλολογικά ζητήματα και τις
έρευνες με λόγο απλό, ύφος εύληπτο, δίχως νοηματικούς μαιάνδρους, γλώσσα
καθαρή, στρωτή, πολλές φορές παιχνιδιάρικη και σπιρτόζα (ρίχνει κάτι μπηχτές,
οι μούσες να σε προστατεύουν), λεξιλόγιο καθημερινό και το κυριότερο, δίχως
ιδεολογικές, πολιτικές ή άλλες παρωπίδες, πράγμα πολύ σημαντικό αν
αναλογιστούμε τα όσα συνέβαιναν στα καλλιτεχνικά και πνευματικά πράγματα της χώρας
μας μετά την μεταπολίτευση του 1974. Τους κάθετους αποκλεισμούς, απορρίψεις,
θαψίματα, αγνοήσεις από Αυλές, συντροφικές δεξαμενές άρνησης, μη αναγνώρισης,
λογοτεχνικούς κανόνες που φτιάχνονταν από τις στήλες των εφημερίδων,
παρείστικες αντιλήψεις και προθέσεις σελίδων των λογοτεχνικών περιοδικών.
Μικρός γαρ ο χώρος μας και πολλές φορές άνυδρος και αιματοβαμμένος από εμφύλιες
διαμάχες και πνευματικούς διαξιφισμούς. Ο Σαββίδης, έφερε κοντά στον αναγνώστη,
έκανε συμμέτοχο ορθότερα τον αναγνώστη, συζητητή, ομοτράπεζο συμπροβληματιστή
σε ζητήματα καθαρά φιλολογικού ενδιαφέροντος (και ίσως κάπως «ανιαρά) που αφορούσαν
αποκλειστικά και μόνο τους ειδικούς και επαΐοντες, τους φιλόλογους και τους ερευνητές
τους μεταπτυχιακούς «ντόκτορες». Η Φιλολογική κριτική κατά την ταπεινή μου
γνώμη με τον Γ. Π. Σαββίδη, έπαψε να είναι «ακαδημαϊκή», ή αποκλειστική υπόθεση
μιάς γενιάς ή ιδεολογικής παράταξης, ενός πνευματικού και μόνο χώρου ή κατεστημένου. Κάτι
παρόμοιο ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε έπραξε στον δικό του τομέα ερευνών και
σπουδών ο πρόσφατα εγκαταλείποντας τα εγκόσμια φιλόσοφος και διανοητής Χρήστος
Γιανναράς ο οποίος έκανε κοινό κτήμα για εμάς τους ανώνυμους απλούς αναγνώστες
τα βαρέων νοηματικών και δογματικών φορτίων ζητήματα της Χριστιανικής
Θεολογίας.
Ο Γιώργος Π.
Σαββίδης κατά την δική μας αναγνωστική όποια επάρκεια άνοιξε νέους δρόμους στον
χώρο των ερευνών και της φιλολογίας με τις ορισμένες φορές λακωνικές επισημάνσεις
και παρατηρήσεις του, την ευστοχία των κρίσεών του, την ανάδειξη των αρχειακών
πηγών, την αποδελτίωση άλλων, συνέβαλε με τις ακούραστες και αστείρευτες δυνάμεις
του σε αυτό που ονομάζουμε πολιτιστικό πρόσωπο της Ελλάδας και της εποχής του. Ορισμένες
φορές έχεις την αίσθηση ότι έγραφε σαν να ήθελε να ξορκίσει το μοιραίο που τον
βρήκε εντελώς ξαφνικά στα 66 του χρόνια. Όμως οι συνεχιστές και μαθητές του έργου
του στέκουν βιγλάτορες των συμπερασμάτων και ερευνών του, συνεχίζουν ότι εκείνος
ξεκίνησε με τις εργασίες του συμπληρώνοντάς τες. Ας μην επεκταθούμε όμως μια
και το επίκεντρο αυτών των σημειωμάτων είναι ο διαφορετικός και ποικίλος φωτισμός
του περιοδικού Φιλολογικά Χρονικά.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
28-29/8/2024
ΥΓ. Και αν μου το επιτρέπει το σατιρικό πνεύμα του Γιώργου Π.
Σαββίδη, ροζ τα παρανυφάκια στον περίπλου της Κρήτης, με πομπόν κονκάρδα του Αλέξη.