Ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος
Γκάτσος
Ένα ποίημά του και τρείς αποδόσεις
του
στα Φιλολογικά Χρονικά
Μνήμη Χρήστου Γιανναρά 10/4/1935-24/8/2024
Ε Λ Ε Γ Ε Ι Ο
Στη φωτιά
του ματιού σου θα χαμογέλασε ο Θεός
Θάκλεισε την
καρδιά της η άνοιξη σα μιάς αρχαίας ακρογιαλιάς μαργαριτάρι.
Τώρα καθώς
κοιμάσαι λαμπερός
Στους
παγωμένους κάμπους που οι αγράμπελες
Γίναν
βαλσαμωμένα φτερά μαρμάρινα περιστέρια
Μικρά παιδιά
της απαντοχής-
Ήθελα
νάρθεις μια βραδιά σα βουρκωμένο σύννεφο
Αίμα των
άστρων φύλλο της μυρτιάς
Γιατί στ’
αγνό σου μέτωπο κάποτε θάβλεπα κι εγώ
Το χιόνι των
προβάτων και των κρίνων,
Μα πέρασες
απ’ τη ζωή σαν ένα δάκρυ της θάλασσας
Σα μια φωτιά
του καλοκαιριού κι ένα μαντήλι του Μάη
Κι άς είσουν
μιά φορά κι εσύ ένα γεράνιο κύμα της
Ένα πικρό
βότσαλό της
Ένα μικρό
χελιδόνι της σ’ ένα πανέρημο δάσος
Χωρίς φωτιά
για τη χαραυγή χωρίς αστέρια την άνοιξη
Με τη ζεστή
σου καρδιά γυρισμένη στα ξένα
Στα
χαλασμένα δόντια της άλλης ακρογιαλιάς
Στα πεθαμένα
παιδιά της αγριοκερασιάς και της φώκιας.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Τεύχος
41/15-5-1946, σ.119. χρόνος Β΄, τόμος Δ΄.
FEDERICO GARCIA
LORCA
Ν
Υ Χ Τ Ε Ρ Ι Ν Ο Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι
(ROMANCE
SONAMBULO)
Πράσινο που
μ’ αρέσεις πράσινο.
Πράσινε
άνεμε. Πράσινα κλαριά.
Η βάρκα μες
στη θάλασσα
Τ’ άλογο
απάνου στα βουνά.
Με τη σκιά
στη μέση της
Ρεμβάζει στο
μπαλκόνι
Πράσινη
σάρκα, πράσινα μαλλιά,
Και μάτια
παγωμένο ασήμι.
Πράσινο, πού
μ’ αρέσεις πράσινο.
Κάτου απ’ τη
γύφτισσα σελήνη
Τα πράγματα
όλα την κοιτάνε
Και δεν
μπορεί να τα κοιτάξει.
--
Πράσινο, που
μ’ αρέσεις πράσινο
Άστρα μεγάλα
πάχνης
Έρχονται με
το ψάρι το θαμπό
Πού ανοίγει
της αυγής το δρόμο.
Δέρνει η
συκιά τον άνεμό της
Με τα
ροζιάρικα κλαριά,
Και το
βουνό, σαν άγριος γάτος,
Κοιτάζει μ’
ανασηκωμένα
Τα φοβερά
παλιούρια του.
Μα ποιός θε
νάρθει; Κι από πού;
Κάθεται στο
μπαλκόνι της
Πράσινη
σάρκα, πράσινα μαλλιά,
Κι ο νους
της είναι γυρισμένος
Κατά την
πικροθάλασσα.
Γείτονα,
πάρε τ’ άλογό μου,
Ήρθα να
κάνουμε αλλαξιά
Το σπίτι σου
με τ’ άλογό μου,
Το λύχνο σου
με το μαχαίρι,
Το πάπλωμά
σου με τη σέλλα.
Γείτονα
τρέχω ματωμένος
Από τις
πύλες της Καβράς.
Αν το
μπορούσα, γιέ μου,
Δικά σου
θάταν όλ’ αυτά.
Μα τώρα εγώ
δεν είμ’ εγώ,
Ούτε το
σπίτι-σπίτι μου.
Γείτονα θέλω
να πεθάνω
Σ’ ένα
κρεβάτι ειρηνικό.
Ατσάλινο, αν
βολεί να γίνει,
Και με
σεντόνια ολλανδικά.
Δε βλέπεις
τη λαβωματιά μου
Πόχω απ’ τα
στήθια ως το λαιμό;
Τρακόσια
ρόδα μελανά
Στ’ άσπρο
πουκάμισό σου απάνου.
Το αίμα σου
κι η μυρουδιά του
Σου έχουν
μουσκέψει το κορμί.
Μα τώρα εγώ
δεν είμ’ εγώ,
Ούτε το
σπίτι-σπίτι μου.
Άσε με τότε
ν’ ανεβώ
Ως τα
ψηλά-ψηλά μπαλκόνια,
Άσε με! Άσε
με ν’ ανέβω
Ψηλά στα
πράσινα μπαλκόνια.
Στου
φεγγαριού τα μπαλκονάκια
Πού
στάζει-στάζει το νερό.
--
Τώρα κι οι
δυό τους ανεβαίνουν
Προς τα
ψηλά-ψηλά μπαλκόνια.
Κι αφήνουνε στο
πέρασμά τους
Σταλαγματιές
σημάδια αίμα
Σταλαγματιές
σημάδια δάκρια.
Πάνου στις
στέγες τρεμουλιάζαν
Τενεκεδένια
φαναράκια.
Χιλιάδες
ντέφια κρουσταλλένια
Πληγώνανε τη
χαραυγή.
--
Πράσινο, που
μ’ αρέσεις πράσινο,
Πράσινε
άνεμε, πράσινα κλαριά.
Τώρα κι οι
δυό τους ανεβήκαν.
Ο αγέρας
μακρινός που ερχόταν,
Άφηνε κάτι
μες στο στόμα
Παράξενη
άφινε μια γεύση
Χολής,
βασιλικού, και δυόσμου.
Γείτονα! Πού
είναι, πού είναι, πές μου;
Πού είναι η
πικρή σου η δυχατέρα;
Πόσες φορές
σε καρτερούσε!
Και πόσες θα
σε καρτερεί
Με τα
κατάμαυρα μαλλιά της,
Την όψη της
τη δροσερή,
Σ’ αυτό το
πράσινο μπαλκόνι!
--
Πάνου στής
στέρνας τον καθρέφτη,
Αλαφροσάλευε
η τσιγγάνα.
Πράσινη
σάρκα, πράσινα μαλλιά,
Και μάτια
παγωμένο ασήμι.
Με κρύα
κρούστα φεγγαριού
Τη δένει
απάνου στο νερό.
Και τότε
σίμωσε και η νύχτα
Ζεστή –ζεστή
κι αγαπημένη
Σά μια μικρή
κρυφή γωνιά.
Χωροφυλάκοι
μεθυσμένοι
Χτυπούσανε
στην πόρτα.
Πράσινο, πού
μ’ αρέσεις πράσινο.
Πράσινε
άνεμε. Πράσινα κλαριά.
Η βάρκα μες
στη θάλασσα.
Τ’ άλογο
απάνου στα βουνά.
(“ROMANCERO GITANO” Έκδοση 1928
Απόδοση από
τα ισπανικά ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
τχ.6-7/ 1
Ιουνίου 1944, σ.325-328 χρόνος Α΄, τόμος Α΄.
--
STEPHEN SPENDER
Θ Υ Μ Α
Μ Α Ι Α Δ Ι Α Κ Ο Π Α
Αδιάκοπα
θυμάμαι αυτούς που αληθινά σταθήκανε μεγάλοι,
Κι από τη
μήτρα ακόμα που τους γέννησε θυμίσαν τα ταξίδια της ψυχής
Μέσα από
διάδρομους φωτός όπου οι ώρες είναι ήλιοι.
Ατέρμονοι.
Τραγουδιστές. Πού η ευγενικιά τους η ορμή
Είχανε να
μιλήσουνε τα χείλια τους- ακόμα η φλόγα τ’ αγγίζει-
Είτανε για
το Πνεύμα να μιλήσουνε, ντυμένα από τα πόδια ως την κορφή με τραγούδια.
Και πού
μαζεύαν απ’ της άνοιξης τα κλώνια
Τους πόθους
καθώς έπεφταν σαν άνθη γύρω απ’ τα κορμιά τους.
Εκείνο που
είναι ακριβό ποτέ δε θα λησμονήσει
Τη ηδονή τη
μυστική που δίνει πάντα το αίμα
Καθώς
πετιέται από πηγές προαιώνιες
Σπάζοντας
πέτρες ριζιμιές, σε κάποιους κόσμους πρίν από τη γη μας.
Ούτε και τη
χαρά του θ’ αρνηθεί μέσα στο φώς το πράο της αυγής
Ούτε το
βράδι το βαρύ που γύρεψε την αγάπη.
Ούτε θ’
αφίσει να πνιγεί σιγά-σιγά μες τη βουή και μες στη σκόνη του δρόμου
Το περιβόλι
όπου άνθισε το πνεύμα.
Κοντά στο
χιόνι, κοντά στον ήλιο, μες στα λιβάδια τα ψηλά,
Κοίταξε τώρα
τούτα τα ονόματα
Το λυγερό
χορτάρι πώς γιορτάζει
Πώς τα
γιορτάζουν οι σημαίες τ’ άσπρα σύννεφα
Και του
ανέμου οι ψίθυροι στον ουρανό που ακούει.
Είν’ εκεινών
τα ονόματα που αγωνιστήκαν μες στη ζωή τους για τη ζωή
Και στην
καρδιά τους βαστάξανε ολάκαιρη τη φωτιά.
Από τον ήλιο
γεννημένοι, ταξίδεψαν για μια στιγμή προς αυτόν
Κι αφίσαν
τον αέρα το ζωντανό μισοκαμένο με την τιμή τους.
(Ελληνική απόδοση) ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Τεύχος
15-16/ 31-8-1944, σ.84. χρόνος Α΄ τόμος Β΄.
--
STEPHEN SPENDER
R E G U M U L T I M
A R A T I O
Τα κανόνια
συλλαβίζουν την τελευταία λέξη του χρήματος
Με μολυβένια
γράμματα στην ανοιξιάτικη πλαγιά.
Όμως εκείνο
το παιδί που πεθαμένο κείτεται κάτου από τις ελιές
Κι’ είτανε
τόσο νέο και τρελλό
Τ’ ήθελε
πούβγαινε μπροστά στο φοβερό τους μάτι;
Είταν
καλλίτερο σημάδι για φιλί.
Όταν εζούσε
οι φάμπρικες με τα ψηλά φουγάρα τους ποτέ γι’ αυτό δε σφυρίξανε
Ούτε κι οι
πόρτες των καμπαρέ με τα κρυστάλλινα τζάμια τους ανοίξανε νάμπει μέσα
Ούτε και τ’
όνομά του ποτέ είχανε γράψει οι εφημερίδες.
Ο κόσμος
όλος στάθηκε γύρω από το νεκρό παιδί ταμπουρωμένος σαν πάντα
Με το
χρυσάφι του βαθιά θαμμένο μέσα στο χώμα
Ενώ η ζωή
του εκεινού, σαν τ’ αγεράκι ανάλαφρη, πέταξε στ’ άστρα.
Κι όμως μια
μέρα της άνοιξης
Τ’ όμορφο το
καπέλο του είχε βγάλει
Κι έριχνε ο
άνεμος ανθούς πάνου στη χλόη απ’ τα δέντρα.
Στο μαύρο
τοίχο ξαφνικά φυτρώσανε τα ντουφέκια,
Τα πολυβόλα
με θυμό θερίσανε τα χορτάρια,
Από τα χέρια
και τα κλαριά σημαίες πέσαν και φύλλα,
Και το
καπέλο τ’ όμορφο σάπισε στις τσουκνίδες.
Σκέψου τι
ασήμαντη ζωή!
Ούτε σε
φάμπρικα μισθό, ούτε μιά μέρα σε καμπαρέ, ούτε δυό
λόγια οι
εφημερίδες!
Σκέψου: μια
σφαίρα μοναχά σε δέκα χιλιάδες ανάμεσα σκοτώνει λεν έναν άνθρωπο.
Είταν ανάγκη
να γινεί τέτοια μεγάλη δαπάνη
Για να
πεθάνει ένα παιδί τόσο τρελλό τόσο νέο
Κάτου απ’ τα
φύλλα μιάς ελιάς, πες μου, ώ Κόσμε, ώ Θάνατε;
(Απόδοση από τα Αγγλικά) ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Τεύχος 25/15-4-1945,
σ.8 χρόνος Β΄, τόμος Γ΄.
--
Ελάχιστα σχόλια:
Ετοιμάζοντας
την αποδελτίωση του Γ΄ και Δ΄ τόμου του περιοδικού Φιλολογικά Χρονικά του Νίκου
Σ. Μοναχού, -μετά τις δύο προηγούμενες παρουσιάσεις και αποδελτιώσεις της ύλης
του Α και Β τόμου-, διαβάζω και στέκομαι στις ξένες μεταφράσεις διάσημων
ποιητών και πεζογράφων του προηγούμενου αιώνα από εξίσου σημαντικούς έλληνες
ποιητές και μεταφραστές. Οι αμερικανοί γενάρχες ποιητές Ουώλτ Ουίτμαν και Έζρα
Πάουντ, ο άγγλος ρομαντικός Τζων Κιτς, ο γάλος Πωλ Βαλερύ και ο Αρθούρος Ρεμπώ,
ο γαλο-ουρουγουανός καταραμένος ποιητής Ισιντόρ Ντικάς (Κόμης Λωτρεαμόν), ο φημισμένος
γερμανός Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο ιταλός Ραφαέλ Αλμπέρτι, Ο γαλο-λιθουανός ποιητής
και πεζογράφος Ο. Β. Ν. Μιλόζ, ο ισπανός Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και άλλοι,
μεταφράζονται ή αποδίδονται στα ελληνικά για το αναγνωστικό κοινό του
περιοδικού. Με ορισμένα από τα ξένα αυτά ονόματα και την ποίησή τους, τα πεζά ή
τους στοχασμούς τους, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έρχεται για πρώτη φορά σε
επαφή. Άλλους, τους γνωρίζουν από προγενέστερες μεταφράσεις τους σε ελληνικά
έντυπα. Βλέπε χαρακτηριστικά τις Βιβλιογραφικές πλακέτες του Παλαμιστή Γιώργου
Κατσίμπαλη. Στο σημείωμα αυτό μεταφέρω τρείς παλαιότερες αποδόσεις του ποιητή,
στιχουργού και μεταφραστή Νίκου Γκάτσου καθώς και ένα του ποίημα δημοσιευμένο
στις σελίδες του περιοδικού.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
27 Αυγούστου
2024
ΥΓ. Καθώς
ετοιμαζόμουν να αναρτήσω το σημείωμα εντελώς τυχαία πληροφορήθηκα την απώλεια
του Χρήστου Γιανναρά στο διαδίκτυο. Του Έλληνα φιλόσοφου, θεολόγου και στοχαστή
που μας δίδαξε ήθος, ευγένεια, αξιοπρέπεια, άνοιγμα σκέψης, αγάπη για την Ελλάδα
και τον Ελληνισμό, την Ελληνική γλώσσα. Την διάκριση μεταξύ Θρησκείας και Εκκλησίας.
Υπήρξε ο έλληνας στοχαστής ο οποίος έθετε με τον λόγο και τα γραπτά του κυρίως
ερωτήματα, προβληματισμούς, παρά έδινε τελειωτικές απαντήσεις. Ο ερωτηματικός
του λόγος ήταν πάντα πράος, συγκαταβατικός, γαλήνιος και οξύς όποτε το επέβαλε
η κοινωνική και πολιτική του κριτική, στην αρθρογραφία του στις εφημερίδες με τις
οποίες συνεργάζονταν. Δεκάδες είναι οι τίτλοι των βιβλίων του όλοι ξεχωριστοί ένας
και ένας. Προσωπικά του χαρίσματα, η διαλλακτικότητά και η αδογμάτιστη σκέψη
του. Δεινός ομιλητής και συζητητής, άξιος διαχειριστής της ελληνικής γλώσσας
και της παράδοσής της. Πραγματικά αφήνει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική
γραμματεία. Το σημείωμα αυτό το αφιερώνω στη μνήμη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου