Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

Τζένη Μαστοράκη και η ποιητική συλλογή Μ' ένα στεφάνι φως

 

 Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΦΩΣ

Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα Σεπτέμβριος 1989. Η μακέτα του εξωφύλλου έγινε από τον Δημήτρη Καλοκύρη, με λεπτομέρεια από το έργο του Paul Delaroche (1855), σελ. 72, τιμή, 560 (παλαιές δραχμές)

      

       Αναρτώ ένα ακόμα σημείωμα (το τέταρτο τον μήνα Αύγουστο) για την ποιήτρια και μεταφράστρια της Γενιάς του 1970 Τζένη Μαστοράκη. Το ηλεκτρονικό σημείωμα εστιάζει το ενδιαφέρον του σε παλαιότερες κριτικές παρουσιάσεις, δημοσιευμένες στις εφημερίδες των χρόνων της κυκλοφορίας του βιβλίου της, τις οποίες είχα διαφυλάξει σε αποδελτιωτικές μου εργασίες για την Γυναικεία Ελληνική Ποίηση. Τα πληροφοριακά στοιχεία τα ανέφερα τηλεγραφικά σε προηγούμενη ανάρτηση για την ποιήτρια και για όσους αναγνώστες της δεν έχουν τα βιβλία μελέτες για την Γενιά του 1970.  Ιδιαίτερα τον τόμο «ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘70» σε εισαγωγή: Αλέξη Ζήρα και επιμέλεια: Δημήτρη Αλεξίου, των εκδόσεων Όμβρος, Αθήνα 2001 και επιμέλεια έκδοσης: Καλή Παγουλάτου-Κυπαρίσση. Όπου στην σελίδα 241 δημοσιεύεται Βασική Κριτικογραφία της Τζένης Μαστοράκη και αποσπάσματα από κριτικές. Βιβλιογραφία της ποιήτριας έχουμε και στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη, Αθήνα 2007, σελ. 1354, το λήμμα υπογράφει ο κριτικός Αλέξης Ζήρας. Μεταφέρω τέσσερεις από τις κριτικές που γράφτηκαν για την τελευταία της ποιητική συλλογή Σολωμικής κυρίως εμπνεύσεως (και όχι μόνο) «Μ’ ένα στεφάνι φως». Ονόματα κριτικών με την δική τους ξεχωριστή φιλολογική βαρύτητα και επίδραση το καθένα, κριτικές θέσεις που προσδιόρισαν κατά κάποιον τρόπο το αναγνωστικό μας βλέμμα για την ποίησή της. Άνοιξαν για τους όποιους ενδιαφερόμενους αναγνώστες της ελληνικής ποίησης (και της γενιάς του 1970) δρόμους έρευνας και εξέτασης του ποιητικού της λόγου, διαφορετικές ματιές ενός θετικού τελικού ποιητικού αποτελέσματος. Δεν ξεχωρίζω τα κριτικά κείμενα και τους συγγραφείς τους, οι οποίοι διακρίνονται για την σοβαρότητα των θέσεών που διατυπώνουν, την υπευθυνότητα των απόψεών τους, την κριτική τους τεκμηρίωση, την φιλολογική τους ευρυμάθεια, την ευλυγισία των ποιητικών θεωρήσεών τους, το άνοιγμα της σκέψης τους σε συγγενικά της ποίησης πεδία. Την ευστοχία των ερμηνειών τους, την «διαφορετική» οπτική με την οποία διαβάζουν την συλλογή (ο καθένας) σε σχέση με προγενέστερές της, σίγουρα και τα κοινά τους ίχνη, το ποιητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο την εντάσσουν στην εποχή της. Την ανάδειξη της διαχείρισης των εσωτερικών δεδομένων και στοιχείων στον ποιητικό της σχεδιασμό, της οραματικής της σύλληψης, τις τεχνικές που χρησιμοποιεί η ποιήτρια καθώς συσχετίζουν την ποιητική γραφή της Τζένης Μαστοράκη με άλλες ποιητικές φωνές. Τις αποκρύψεις και την αινιγματικότητα του λόγου της, τις προσμείξεις του υλικού της, τα αντιθετικά της ζεύγη, το πώς υφαίνει το γυναικείο υφαντό των ιστοριών της. Πώς διαπραγματεύεται την γυναικεία, σεξουαλικότητάς της. Της χρήσης έμμετρου και πεζού λόγου μέσα στο ποιητικό σώμα, το σκηνικό μιάς ποίησης φανταστικής και ταυτόχρονα καθημερινής, οικείας, αλλά και κρυπτικής, σε περιόδους της δαιμονικής. Ίσως και γλωσσικά φαντασμαγορικής αν παρατηρήσουμε εν συνόλω τα αποτυπώματα των λέξεών της των τεσσάρων της ποιητικών συλλογών. Τα διάφορα στάδια της ποιητικής και βιολογικής της ενηλικίωσης που συμβαδίζουν όπως φανερώνει η ποιητική της γραφή. Πρόσωπα φανταστικά και άτομα υπαρκτά του οικογενειακού της περιβάλλοντος, ονόματα παράξενα προερχόμενα από την ιστορική του χρόνου και του πολιτισμού πορεία. Επιρροές και προσμείξεις ελληνικές και ξένες γερά χωνεμένες, στέρεα δομημένες στην οικοδόμηση ενός έργου με πολλούς καθρέφτες ανάλυσης και ερμηνείας. Αλλοίωσης στρώματα προγενέστερου μυθολογικού υλικού από την ελληνική και την ξένη πολιτισμική παράδοση και παραμυθία.  Επικέντρωση του κριτικού ενδιαφέροντος στην χρήση μιάς γλώσσας στις πιο «ακραίες» φανερώσεις της, νοηματικές της υποδηλώσεις, λάμπουσες λέξεις, εκτυφλωτικές ή σκοτεινές, αινιγματικές στο μεταίχμιο των αντιθετικών τους βαθμών χρήσης. Στην επιλογή και υιοθέτηση συγκεκριμένων γνωστών μας αλλά και άγνωστών μας παράξενων, πρωτάκουστων λέξεων, ονομάτων όχι συνηθισμένα, πολιτισμικών συμβόλων ιερών κειμένων προερχόμενα. Αυτά τα στίλβοντα πάντα, απαστράπτοντα λεκτικά σήματα τα οποία δεν αναβοσβήνουν κατά περίπτωση αλλά είναι διαρκώς αυτοτροφοδοτούμενα αναμμένα. Δεν γνωρίζουμε με ασφάλεια πάντα από πού προέρχονται, πηγάζουν οι ρίζες τους. Λέξεις που δεν συναντάμε στις σελίδες των ελληνικών λεξικών. Ποιά είναι η αυθεντικότητά τους στην χρήση τους και εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και αντοχές της. Ποιές λέξεις έχουν κατασκευαστεί από την ίδια την ποιήτρια ειδικά για την σύνθεση της ποίησής της, λέξεις που μας θαμπώνουν, μας εκπλήσσουν για την ηχητική και εικονική της μαγεία, να καλύψουν την έκπληξη των αισθήσεων, ώστε να αποτελέσουν το σκηνογραφικό υλικό της. Ένα ποιητικό υλικό στην διαρκή ηχητική, μουσική και ρυθμική ρευστότητά του, στις προσωδιακές της στοχεύσεις. Ο λόγος της Τζένης Μαστοράκη πλέει σε ωκεανούς ομορφιάς αλλά μην αγνοώντας και τις σανίδες των ναυαγίων της. Γιατί στην δική μας ανάγνωση οφείλουμε να συνυπολογίσουμε και αυτά. Μια θαλάσσια αίσθηση διαπερνά το ποιητικό της κλίμα. Δεν υπάρχει ιδεατή Ομορφιά, η Ομορφιά συντίθεται από την προσωπική μας κάθε φορά θέασης, μεταλλαγής ή μεταποίησης των σκοτεινών της σημείων σε φωτεινά. Των σκιών της που εξατμίζονται στο ίδιο της το φώς. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ορισμένες φορές στην συνολική τους εξέταση τα ποιήματα-και φυσικά της συλλογής της «Μ’ ένα στεφάνι φώς»- φέρνει στο νου μου, εικόνες από ταινίες του ιταλού σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι (του κόκκινου κόμη) με τα παραγεμισμένα αισθητικής ομορφιάς σκηνικά του πλάνα, σε αυτά τα δωμάτια αισθητικής πληρότητας έως κορεσμού, αυτά τα βαριάς ομορφιάς και κάπως αποπνικτικής σκηνικής (σε σημείο που σε λιγώνει) αίσθησης. Τα δωμάτια και οι μεγάλες αίθουσας που τελούνται οι χοροεσπερίδες των αριστοκρατών, «μουσεία» του ποιητή Λουκίνο Βισκόντι, ενώ έχεις την εντύπωση ότι η ανθρώπινη παρουσία είναι περιττή, «παρείσακτη». Διαταράσσει σίγουρα την εκθαμβωτική ατμόσφαιρα, την οπτική ηρεμία και γαλήνη του χώρου, είναι η εικαστική εμπειρία που αποπνέει το τοπίο, τα συναισθήματα που γεννά μέσα μας, τις εντυπώσεις που μας αφήνει αυτή η εξωτική ομορφιά του κινηματογραφικού φακού. Αυτή η ρέουσα παχύρευστη ομορφιά η οποία γεμίζει τους πόρους της ανθρώπινης συνείδησης ανεξίτηλα. Έρχεται στην σκέψη μου το προσωπικό ονειρικό, φανταστικό ταξίδι, περίπλους στα υπόγεια του κάστρου του Βασιλιά Λουδοβίκου του Β΄ ακούγοντας μουσική. Μια εικαστική ευωχία πέρα και πάνω από την κινηματογραφική γραφή, την μυθολογική παραμυθία του ρεαλισμού της ιστορίας. Ας φέρουμε στο νου την σκηνή που κατεβαίνει με φιλικά του πρόσωπα στον υπόγειο ποταμό κάτω από το κάστρο, απολαμβάνοντας την Ομορφιά όπως εκείνος την νιώθει, τον πλημμυρίζει μέσα στην «τρέλα» του μυαλού του που, ξεφεύγει από τα συνηθισμένα της ανθρώπινης λογικής όρια.

Ενδιαφέρουσα είναι η κριτική ματιά του Ευγένιου Αρανίτση, ο συσχετισμός του, με συγκεκριμένες ποιητικές συνθέσεις, με το ποιητικό σύμπαν του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, όσο και η ενδεικτική σύναξη και παράθεση λέξεων της Τζένης Μαστοράκη από τον κυρό Γιώργο Π. Σαββίδη στην στερέωση των δικών του θέσεων. Αλλά και οι διαζευκτικές και αντιθετικές επισημάνσεις του κριτικού Βαγγέλη Χατζηβασιλείου. Του οποίου η «πολλές» παρενθέσεις υποδηλώνουν περισσότερα από όσα θέλει να πει το κείμενο. Κάθε κριτική έχει την δική της ταυτότητα και θεώρηση για το τι είναι ποίηση και ποια η λειτουργία της, η σημασία και η αξία της, οι στόχοι και οι κανόνες της ακόμα και η απαξία της. Τις αντιγράφω σύμφωνα με την ημερομηνία που δημοσιεύτηκαν και όχι κατά την σειρά των επιθέτων των κριτικών, δεν τις αξιολογώ, δεν τις συγκρίνω, δεν τις συσχετίζω, αν και εντοπίζουμε κοινά τους σημεία. Οι κριτικές αυτές για έναν επαρκή αναγνώστη της ελληνικής ποίησης,- οι τρείς που αφορούν την ποίηση της γενιάς του 1970, είναι απαραίτητες στην εξέταση της ποίησης της Μαστοράκη, τις βρίσκουμε ενδιαφέρουσες ακόμα και σήμερα, τις διαβάζουμε εκ νέου με ευχαρίστηση, στην επιθυμία μας να στεριώσουμε τα δικά μας αναγνωστικά πλησιάσματα της ποίησής της. Αφήνω για επόμενο σημείωμα την κριτική φωνή του κυρού καθηγητή της κλασικής γραμματείας Δημήτρη Μαρωνίτη, ο οποίος στα 3 κείμενά του που γνωρίζω, εκφράζει την θετική του γνώμη για την ποιήτρια και την ποίησή της και αποτελούν-κατά την γνώμη μου- μία ιδιαίτερη ξεχωριστή ενότητα. Μιλώ για τις επιφυλλίδες του στην πρωινή εφημερίδα «Το Βήμα», 16/6/1985, (αναφέρεται στην τρίτη της ποιητική συλλογή «Ιστορίες για τα βαθιά» μαζί με την ποιητική συλλογή το «Δικό της» της ποιήτριας Μαρίας Λαϊνάς, και τις επιφυλλίδες της 10/12/1989 και 6/1/1990  που φωτίζουν τα της τελευταίας της συλλογής «Μ’ ένα στεφάνι φως».). Ενώ ο κριτικός Κώστας Σταματίου στην εφημερίδα «Τα Νέα» 2/12/1989 μιλά για μικρά διαμαντάκια για την κάθε συλλογή της, «Την όλη σύνθεση ενώνει, σαν μ’ αόρατη μαγική κλωστή, μια διφορούμενη μορφή που «νυχτοπερπατεί σε ξένους ύπνους», διασχίζοντας θάλασσες κι ουρανούς φαντασίας. Αυτή η «αθώα κοιμωμένη», ο ύπνος της και τα όνειρά της, δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για την Μαστοράκη πίσω από την «επιφάνεια» της προηγούμενης.» για να επιδοθεί σ’ ένα όργιο μουσικού συνταιριάσματος λέξεων, με ειδικό βάρος κι αντίκρισμα, που καθεμιά τους είναι και μια έκπληξη καθώς ξεπροβάλλει πίσω από την «επιφάνεια» της προηγούμενης»….. μιλώντας μας για το «Μ’ ένα στεφάνι φως». Τέλος αντιγράφω τους τίτλους των άτιτλων ποιημάτων όπως και τις κεντρικές κεφαλίδες τις σε ξεχωριστές σελίδες του βιβλίου εισάγοντας τις ενότητες και κύκλους των ποιημάτων. Το σίγουρο είναι πάντως, κατ’ άλλους πετυχημένο αυτό το κράμα των λαμπιριζόντων παράξενων λέξεων, κατ’ άλλους όχι πετυχημένο, αλλά σκόρπιο και ασύνδετο, ένα αχρείαστο αμάλγαμα μέσα στο ποιητικό της σώμα, υπάρχει και δεσμεύει το βλέμμα μας. Οι λεκτικές επιλογές της πάντως προσέχθηκαν, σχολιάστηκαν, κέντρισαν την προσοχή των αναγνωστών και έδωσαν τον υψηλό τόνο ομορφιάς στην ποίησή της. Θα άξιζε πιστεύω οι ειδικοί σχολιαστές και κριτικοί του έργου της συνολικά (ποίηση και μεταφράσεις), να γραφτεί μία εργασία για την κοινή χρήση της γλώσσας, εκφραστικό αποτύπωμά της μεταξύ του ποιητικού της λεξιλογίου και του λεξιλογίου των μεταφράσεών της, όταν μάλιστα, είναι διαφορετικά τα μεταφραστικά είδη με τα οποία ασχολήθηκε. Ποίηση, Πεζογραφία, Λιμπρέτο, Θέατρο, Δοκίμιο, Μελέτη κλπ.

Η συγγραφική διαδρομή της ποιήτριας και μεταφράστριας Τζένης Μαστοράκη μας υπενθυμίζει έντονα, στεριώνει την γυναικεία ελληνική γραφή σε σχέση με τις άλλες ομότεχνές της αλλά και τους διαφορετικού δρόμους που ακολούθησε ο γυναικείος ποιητικός λόγος σε σχέση ή αντιδιαστολή με τον αντρικό στην χώρα μας. Θηλυκές φωνές της γενιάς του 1970 όπως η Τζένη Μαστοράκη, η Παυλίνα Παμπούδη, η Μαρία Κυρτζάκη, η Αθηνά Παπαδάκη, η Μαρία Λαϊνά, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η Βερονίκη Δαλακούρα, η Ρέα Γαλανάκη, η Δήμητρα Χριστοδούλου, η Νατάσα Χατζιδάκι, η εξ Θεσσαλονίκης Ρούλα Αλαβέρα, (οι οποίες έχουν ασχοληθεί πέρα της ποίησης παράλληλα και με τη μετάφραση, αν όχι όλες πάντως οι περισσότερες) δεν εκφράζουν μόνο τις τραυματικές προσωπικές και πολιτικές εμπειρίες και γεγονότα της εποχής τους αλλά σχεδιάζουν και τους δικούς τους θηλυκούς μυθολογικούς συμβολισμούς σε σχέση με εκείνους των αντρών ποιητών της γενιάς του 1970. Οι εικόνες που υφαίνουν, το τελάρο ποιητικής κεντητικής που επιλέγουν,  το σκηνικό που εικονογραφούν, ο θηλυκός τους λόγος, το ξεχωριστό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν, το μορφολογικό τελικό πρόσωπο ή προσωπείο της ποίησής τους, ο προσωδιακός χαρακτήρας των ποιητικών τους καταθέσεων-και ας μην δηλώνεται πάντα ρητά, στις πλείστες από αυτές τις φωνές οι υπερρεαλιστικές τους αναγνωρίσεις και απόπειρες. Οι πειραματισμοί, το κεντρικό μήνυμα του λόγου τους και οι άλλες του νοηματικές εξακτινώσεις, η εναλλαγή έμμετρου και πεζού λόγου μέσα στην ίδια την σύνθεση των ποιημάτων της, τα δάνεια κειμενικά στοιχεία από παλαιότερες γυναικείες φωνές πχ. Ελένη Βακαλό αλλά και αντρών ποιητών, με προεξάρχοντα τον αλεξανδρινό Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Του απαισιόδοξου ποιητικού κλίματος του Γιώργου Σεφέρη-που τους είναι πιο κοντινός και οικείος στον ποιητικό οραματισμό της γραφής τους και της νεανικής τους πολιτικής τους βιωματικής της ζωής πραγματικότητας και ερωτικής περιπλάνησης. Φυσικά και του αισιόδοξου και λαμπροφόρου ερωτικού κλίματος του Οδυσσέα Ελύτη κλπ., σπονδυλώνουν το ποιητικό τους σώμα, εκδήλωσης με δωρικότερους όρους συνθηκών έκφρασης των συναισθημάτων τους, των βλέψεών τους και των απαιτήσεών τους από τις χαρές της ζωής, της φεμινιστικής τους γραφής, τις φωτοσκιάσεις ή την διαύγεια του γυναικείου τους βλέμματος, του αρυτίδωτου ή ρυτιδωμένου από τις διαψεύσεις και αστοχίες προσώπου τους, να το επαναλάβουμε διαφορετικού από το αντρικό γυναικείο βλέμμα και θέαση του κόσμου μας. Δίχως αυτό να σημαίνει διχαστικούς διαχωρισμούς, διπλωματικές ποιητικές αποκλειστικότητες, κάθετες επιθετικότητες όπως πράττουν γυναικείες φωνές της δύσης- ιδιαίτερα της Αμερικανικής γυναικείας ποίησης, των σύγχρονων ρευμάτων της και χειραφετημένων φεμινιστικών κινημάτων. Ο ελληνικός θηλυκός γυναικείος λόγος είναι περισσότερο παιγνιώδης, ερωτικά παραδοσιακός, προσαρμοσμένος στην πανάρχαια δεξαμενή της μεσογειακής λεκάνης και παράδοσης της ερωτικής συμβολιστικής και μυθολογούσας παραμυθίας περί γυναικείας ομορφιάς. Έχει μία ποιητική δυναμική γοητεία και ηρεμία, ανεξάρτητα από τις επιμέρους της ριζοσπαστικές ρωγμές, δαιμονικές της όψεις, ή κραυγαλέα πολιτική της φωνή και διαμαρτυρία όπως είναι η φωνή της Κατερίνας Γώγου παραδείγματος χάριν, της πιο πολιτικοποιημένης φωνής. Οι γυναικείες φωνές θα αποτολμούσαμε να σημειώσουμε κινούνται και χτίζουν τον δικό τους χωρόχρονο και σκηνικό. Εκείνο πάλι θα λέγαμε που διακρίνει την γυναικεία ποιητική φωνή από την αντρική της γενιάς του 1970, είναι-σύμφωνα με την ατομική μου αναγνωστική επάρκεια-ότι στην θηλυκή ποιητική ματιά κυριαρχεί η παρουσία του γυναικείου σώματος, οι ανάγκες και ερωτικές του προτεραιότητες, το ιδιαίτερο ηδονικό του πλησίασμα και έκθεση στο αντρικό θωπευτικό βλέμμα, ενώ στην αντρική ποίηση και θέαση έχουμε την εμφάνιση των ψυχικών συναισθημάτων του αντρικού φύλου, ταραχών της αντρικής συνείδησης, μιάς υποκρυβόμενης λαγνείας, ή της απογοήτευσης ως κατάστασης αν απορριφθεί από την γυναικεία παρουσία η αντρική επιθυμία. Το αντρικό βλέμμα είναι πιο πονηρό, σκαρφίζεται πράγματα για να απολαύσει το ερωτικό ποθούμενο, αντίθετα το γυναικείο βλέμμα είναι πιο κυνικό, σκληρότερο, κινείται σε μία εσωτερική αυτάρκεια και μόνο όταν διακυβεύεται από άλλη θηλυκή παρουσία το κατακτημένο αντρικό σώμα, τότε ξεσπά με αγριότητα, εκδικητικότητα η θηλυκή συνείδηση. Η θηλυκή παρουσία διαθέτει περισσότερες βεβαιότητες από τις αντρικές ανασφάλειες απόρριψης από το άλλο φύλο. Το ερωτικό αντρικό σώμα στην ελληνική ποίηση, το αναδεικνύει αν όχι αποκλειστικά, πάντως σίγουρα η ομοφυλόφιλη ποίηση, αντίθετα η ετεροφυλόφιλη ποίηση κάπως εξιδανικεύει ή ιδεατοποιεί, ή ακόμα και εξαγιάζει το γυναικείο σώμα, το σεξουαλικά ποθούμενο στο αντρικό βλέμμα. Γίνεται η Βεατρίκη μούσα της ποίησής του άντρα δημιουργού ακόμα και αν η γυναίκα ερωτικό αντικείμενο είναι κολασμένη. Η περίπτωση της ποιήτριας Βερονίκης Δαλακούρα (της οποίας η γραφή διαθέτει περισσότερη γυναικεία σωματική γυμνικότητα και σεξουαλική πρόθεση) δεν αναιρεί τον κανόνα μάλλον. Και ούτε φυσικά η συλλογή «παρτούζα» του ποιητή Νίκου Φωκά μπορεί να αναμετρηθεί με τις γυναικείες έντονες εκφραστικές ποιητικές και συγγραφικές προθέσεις ενός Μπωντλαίρ. Εκεί που αφήνεται, στον αντρικό λόγο και γραφή η διαχείριση περιγραφών του γυναικείου σώματος σε σχέση με το αντρικό, επιθυμιών, σεξουαλικών πράξεων και πολύμορφης ηδονής, είναι ο «Μεγάλος Ανατολικός» του έλληνα ψυχαναλυτή και υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκεί η συνεχής ροή της ηδονής συμπλέκεται με την ροή των εικόνων σε μία κάπως βαρετή αν και επαναστατική για την εποχή της επαναληπτικότητα. Το Εμπειρίκιο αυτό πολύτομο έργο, εξυπηρετεί άλλες και πέραν της καθαρής ποίησης ανάγκες. Είναι μία εκδοχή της Φροϋδικής ψυχαναλυτικής ερμηνείας στα καθ’ ημάς της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.  Και κάτι ακόμα που αξίζει ενδέχεται να επισημάνουμε, είναι ότι στο τελικό ποιητικό αποτέλεσμα της γυναικείας και της αντρικής ποίησης και στους τρόπους που διαχειρίζονται την θεματολογία τους, το υλικό των σκηνικών τους, ο ποιητικός λόγος αναζητά την πλήρωσή του, την τελειότητά του, την αποτελεσματική του αρτιότητα στην γλώσσα, στις λέξεις, τις φράσεις του ελληνικού αλφαβήτου, στην προϊστορία του, στην σημερινότητά του και καθημερινότητά του, στις προφορικές του σημάνσεις και σημαντικές φανερώσεις αποδοχής του. Στις ανεξάντλητες πυρετικές δυνατότητες και τα διακειμενικά φορτία της ελληνικής γλώσσας, στις μυθολογικές επεκτάσεις των ριζών της. Την σκληρότητα και πλαστικότητά της, στις συνομιλίες της με άλλες γλώσσες, στις αρχαίες της ρίζες και καταβολάδες, ανθήσεις της, μπουμπούκιασμά της. Τελικά όπως φαίνεται τόσο η Γραφή όσο και η Ζωή είναι θέμα αντιμετώπισης υγειών αναπνοών της Γλώσσας. Και η εκδίωξη από τον μυθικό παράδεισο του Αδάμ και της Εύας, δεν είναι η Θεϊκή παρακοή και εντολή συντροφικής αυτάρκειας, αλλά η ανθρώπινη προσπάθεια αγώνων κυριαρχίας της αλαλίας μας στα πρόσκαιρα βαδίσματά μας πάνω στη Γη. Η σάρκωση της Γλώσσας και των νοηματοδοτήσεών της σε πολιτισμικό οικοδόμημα. Είτε στον πύργο της Βαβέλ της ανθρώπινης φυλής είτε στα πολυπολιτισμικά Πολυκαταστήματά της και εργατικές Πολυκατοικίες της.      

     Η τελευταία ποιητική συλλογή της ποιήτριας και μεταφράστριας της Γενιάς του 1970 Τζένης Μαστοράκη ανοίγει την αυλαία των ποιητικών της ενοτήτων με ένα μότο από τα «Πόρτα Ριάλια» του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη: Να μπορούσαν να ζήσουν τούτ’ οι στίχοι,/ κι εκείνους που σ’ εχάλασαν να κάψουν. Οι στίχοι μεταφέρονται χωρίς εισαγωγικά. Όλα τα Ποιήματα της συλλογής είναι άτιτλα. Κάθε κύκλος ποιημάτων προσδιορίζεται από προεισαγωγικά κεφαλαιογράμματα, φράσεις της αριθμημένες με γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου.

Α΄ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΤΕ σ.9

     Τον εραστή των φαντασμάτων σ.11

Β΄ Α, ΤΙ ΝΥΧΤΑ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ σ. 13

     -Και λέει, μόνο να πεθάνω ήθελα, σ.15

     -Απόκοτη, όπως ταίριαζε σ.16

     -Ο τόπος έχει αλλάξει σ.17

     -Θα ‘ρθούνε χρόνοι κοπετών σ.18

     -Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν σ.19

     -Αφού το φίλημα στις σκάλες σ.20

     -Για πάντα δεν είναι κανείς σ.21

     -Μικρό μου, μήτε απ’ τα πουλιά σ.22

     -Έγιναν κρίματα και βάρυναν σ.23

     -Ξύπνα, φωνάζει σ.24

Γ΄ ΩΡΑΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΣΤΑΖΟΝΤΑΣ σ.25

      -Καλά που τέλειωσαν όλα  σ.27

Δ΄ ΑΛΛΟΣ ΥΠΝΟΣ ΔΕΝ ΕΓΙΝΗ  σ.29

     -Αγαπημένος ο ύπνος σ.31

     -Καλύτερα απ’ τα λίγα κι από τα στενά  σ.32

     -Τόσο μοιραίος, ποτέ  σ.33

     -Φέγγουν, τόσο ωραίοι και ωχροί  σ.34

     -Τί σκοτεινή λαβωματιά σ.35

     -Το στόμα ηρεμεί, στα αίματα  σ.36

     -Γιατί σιγούν, κι ούτε τους όρκους  σ.37

     -Άς γέρνει όμως το κεφάλι  σ.38

     -Όπως αλλού ανεμοζάλη από μακριά  σ.39

     -Γιατί πολύ αγαπήθηκε  σ.40

     -Τα βυσσινιά, τα κρεμεζιά  σ.41

     -Στην αγκαλιά που απ’ αγάπη  σ.42

     -Κλεισμένη στο γυαλί θαμπώνεται  σ.43

Ε΄ Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΦΩΣ  σ.45

     -Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί  σ.47

ΣΤ΄ ΔΕ ΛΕΙΠΕΙ ΤΩΡΑ, ΠΑΡΕΞ ΝΑ ΧΑΛΑΣΕΙ  σ.49

     -Να μη λύνονται ούτε να τελειώνουν ποτέ  σ.51

     -Εδώ, στον τόπο της σφαγής  σ.52

     -Πού χαιρετούν, αλλά δε φεύγουν  σ.53

     -Εκεί που χρόνια περιμένοντας  σ.54

     -Τί ωφελεί, εν τέλει, να ιστορείς  σ.55

     -Άς γίνει να ‘ρθουν  σ.56

     -Κι οπού κατέχει τέχνη ιερή  σ.57

     -Φέγγε του  σ.58

     -Και να σαλπάρουν με βουή  σ.59

     -Στα πιό ρηχά, στ’ απόνερα  σ.60

ΣΗΜΕΙΩΣΗ σ.63

Από τον Σολωμό οι τίτλοι των ενοτήτων Β, Δ, Στ, και οι στίχοι, αυτούσιοι ή παραλλαγμένοι: ά πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές (σ.47), κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά (σ.48), ο μαύρος λάκκος που άνοιξε και κλεί (σ.56). Ευανάγνωστα παραμένουν, ελπίζω, σπαράγματα στίχων, του ίδιου και άλλων’ με εξαίρεση, ίσως, τη ναυτική κραυγή του Κάλβου (σ.21).

     Τα ονόματα του βιβλίου είναι φανταστικά ή εκτός τόπου’ μόνος υπαρκτός ο Πνιγαλίων (σ.43), ο Incubo των Λατίνων, ενσάρκωση δαιμονική των καθ’ ύπνους πνιγμών.

     ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ

Εφημερίδα Το Βήμα 26/11/1989

        Το  φωτοστέφανο της λέξης

     Παίζω κάθε τόσο (συνήθως κατά μόνας) ένα γραμματολογικό παιχνίδι: «Αν ήταν να καταστραφούν όλα τα ελληνικά ποιητικά βιβλία, όσα εκδόθηκαν στην τελευταία εικοσιπενταετία, και αν ήταν στο χέρι σας να σώσετε μονάχα ένα- ποιο θα σώζατε;» Από το 1982 ίσαμε τώρα, η απάντησή μου ήταν σταθερή: «Μα, βέβαια, πρώτο θα έσωζα το Αμμόχωστος Βασιλεύουσα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη». Όμως, από την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου 1989, έχω αρχίσει να κάνω νερά. Όχι σε βάρος του θαυμάσιου Κυπρίου ποιητή, αλλά συνεπαρμένος από την νέα ποιητική σύνθεση της Τζένης (Ιφιγένειας) Μαστοράκη.

     Από το 1972, όταν 23 χρόνων, την εκαθιέρωσε η πρώτη καθαυτό συλλογή της (Διόδια), η κ. Μαστοράκη μας αιφνιδιάζει, αραιά και πού, αλλά όντως ανεπανάληπτα, με το εκάστοτε επόμενο στάδιό μιας συνεχώς απαιτητικότερης εργασίας. Το Σόι (1978), Ιστορίες για τα Βαθιά (1983). Τα ήδη διανυμένα στάδιά της, θα μπορούσαν, συντομογραφικώς, να ονομαστούν: Ενδοσκόπηση προσωπικών, οικογενειακών και κοινωνικών βιωμάτων, και Βυθοσκόπηση μυθικών και γλωσσικών κοιτασμάτων.

     Αν υπάρχει τομή στην ποιητική της Τζένης Μαστοράκη, θεωρώ πως φανερώνεται, μορφολογικά όσο και εικονοπλαστικά, στις Ιστορίες για τα Βαθιά. Εκεί, ο ουδέποτε αφελής λυρισμός της άρχισε να συντίθεται λογιότερα, με ρυθμικές προτάσεις μακροπερίοδες, εμφατικώς αντικειμενικές, και με δραματικά σκηνικά, όχι κοινώς μυθολογικά, μα δαιμονισμένα από μαγικά παραμύθια, λαϊκά χρονικά και μεταφράσεις ρομαντικών μυθιστορημάτων. Ωστόσο η ποίησή της ποτέ δεν είναι πράγματι αφηγηματική-με την έννοια πώς μάταια θα δοκίμαζε κανείς να συνοψίσει την  «υπόθεσή» της.

     Στην ίδιαν εκείνη συλλογή, για πρώτη φορά διακρίνεται και ένα εξωτερικό σχήμα συνθετικής δομής: 5 μέρη αποτελούμενα από 1+11+3+11+1=27 ποιήματα. Ανάλογη, επαυξημένη βούληση συμμετρικής συνθέσεως διαπιστώνει κανείς στο Μ’ ένα στεφάνι φως: 6 μέρη αρθρωμένα σε 1+10+1+13+1+10=36 ποιήματα. Σε τούτη την πολυπλοκότερη δομή, η ερωτοπαθής, ονειρική, παχύρρευστη πρώτη ύλη φινίρεται νηφαλιότερα και πιο άνετα, με την συνδρομή λίγο-πολύ φανερών παραθεμάτων και αναφορών σε ποιητικά κείμενα προγενέστερων ποιητών μας (Σολωμός, Κάλβος, Βαλαωρίτης, Μαβίλης, Μαλακάσης, Σεφέρης, κ.ά.). Ήδη αυτό το σημάδι συντεχνιακής /ιστορικής αλληλεγγύης- τόσο σπάνιο στους νεότερους ποιητές μας- ενισχύει την αυθόρμητη προτίμησή του για τούτη την σύνθεση της Τζένης Μαστοράκη. Μα δεν είναι το μόνο.

     Πρόσφατη επίσκεψη στην Σικελία και ιδίως μια φιλική βραδιά στο σπίτι του νεοτερικού πεζογράφου Λουίτζι Μαλέρμπα στην Ρώμη, με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω μιαν ουσιώδη απώλεια της κοινωνικής, άρα και πνευματικής, ζωής των σημερινών Ελλήνων (με εξαίρεση, προς το παρόν, των Κυπρίων). Συνέπεια, πιστεύω, των ολοένα και πιο αποστειρωμένων γλωσσοεκπαιδευτικών αγώνων μας και των ανιστόρητων αφυδατώσεων του λαϊκίστικου δημοκρατισμού, ήταν να χάσουμε, μέσα σε εκατό χρόνια, την υπερήφανη συνείδηση της γλωσσικής μας κληρονομιάς.

     Μένοντας στη περιοχή της ποίησης: Όσο γνωρίζω, δεν διαθέτουμε ακριβείς μετρήσεις για το λεξιλόγιο νεότερων ποιητών μας μετά τον Σεφέρη. Όμως σε πόσους, άραγε, από τους πιο διακεκριμένους τωρινούς (με πιθανήν εξαίρεση τον Δημήτρη Καλοκύρη), θα βρούμε καν πέντε από τις 105 λειτουργικότατες λέξεις, τις οποίες υπογράμμισα διαβάζοντας ξανά τις μόλις 38 σελίδες ψαχνού κειμένου στο νέο βιβλίο της κ. Μαστοράκη; Σημειωτέον πως μονάχα τρεις ή τέσσερεις από αυτές τις (όχι όλες σπάνιες) λέξεις είναι πιθανώς πλασμένες από την ίδια:

Πάρωρα, κοράσι, κρένει, αγκαθινό, νυχτοπερπατείς (σ.11), αρμάδες (15), απόκοτη, αερική, αρδεύει, φυλλοβολεί (16), δαμάσκο (17), κοπετών,  εωσφόρος, αναπλέοντας (18) , ακροκεραύνια, υπνολαλία, αλγεινό (19), απόξενος (21), αυτοκτόνων, σωπαίνεται (22), σαρκοφαγία, βάσκανος (23), ανάδρομα, χλόισε (24), λιθοξόου, θρασομανούν, αιμοφόρα, αραπιάς, κρατερές, ταξιανθίες, νευρώνων, χλωρασιές, ιαματική, απολήξεις, ετησίες, βάμμα, κατιόντα, οστάρια, φυλλοφόρους, θρόμβους, αναψάχνει, ασπαίροντα, κρημνοβάτης, πυλωρός, εσχατιές, ανδρογόνων, δραγάτης, ζωοτομία, αιμοστάτη, φιλοκαλεί (27-28), ποτάμιες, πλέκει (=κολυμπάει) (31), τιμαλφή, χορηγός (32), σκήνωμα, πανωραία, έναστρος (33), οπλοφόροι (35), συριστικά, τουλπάνι (36), παραμυθία, τυμπανιαία (37), χάλκευε, στίλβος, χρυσοφόρων, σιδερή (40), κρεμεζιά, σφαγίτις (41), πνιγαλίων, στυγερά (43), μαύλιζε, βυθοδρόμων, ενδοστρέφει, πρωτοϋπνι, απόσκια, φλώρα, σαρακήνα, μενεξένη, βαλεριανή (47-48), ολάρμενοι, έρμα (το), αστροπλόοι, αυτοδύτες (51), πνιγμονή (52), αλλαπαίρνονται (53), πελαγινοί, αιθάλη, σκιάδι, αστρολογεί (54), μπρίκι [=ιστιοφόρο], ακταιωρός (55), γλιτώνεται, μαργώνοντας, εξανθεί, φρενήρη, δηγώντας (57), νυσταγμός, φίλυπνα, ολάνθιζε, ονειρευτής (58), μπάρκα, ίσαλα (59), αλλιώτεψαν, φαρί, ανεμοπύρωμα (60).

     Βεβαίως, το πλούτος-δηλαδή το εύρος και το ιστορικό βάθος-του λεξιλογίου, από μόνο του, δεν κάνει το ποίημα. Διότι απαιτείται ασκημένη τεχνική ικανότητα και φαντασία για να μοσχευθεί επιτυχώς η «πανωραία λέξη» στο τρεχούμενο αποψιλωμένο ποιητικό ιδίωμα, «άρμόζοντας το χάσμα και την καταχνιά» (σ.33). Με αυτήν την προυπόθεση, όμως, το μόσχευμα λέξεων απερίσκεπτα αφανισμένων, παρέχει στον ποιητή (και, συνεπώς, σε όλους τους δυνάμει αναγνώστες του) άλλως ανέφικτες δυνατότητες ακριβολογημένης εκφράσεως, συναισθηματικών αποχρώσεων, λογοτεχνικών συνειρμών και ρυθμικής ποικιλίας. Τέτοιες είναι οι δυνατότητες που θεωρώ πως πραγματώνει, σήμερα, σε απαράμιλλον βαθμό, για χάρη μας, η φίλη Τζένη Μαστοράκη σε τούτη την Κιβωτό της.

       ΒΑΓΓΕΛΗΣ  ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

      Εφημερίδα Η Αυγή 10/12/1989

          Εν  ενεργεία και εν επαρκεία

     Το μυθολογικό και το φιλολογικό στοιχείο κρατούν ένα μικρό, αλλά σημαντικό ρόλο στη νεότερη ελληνική ποίηση. Οι όροι που μπορεί να φαίνονται βαρύγδουποι, έχουν όμως την αξία τους. Κατ’ αρχήν μυθογενετικό, τουλάχιστον εν προκειμένω, δεν σημαίνει τη δημιουργία μιας προσωπικής ποιητικής μυθολογίας με αναγνωρίσιμα σύμβολα και σήματα- αυτό ούτως ή άλλως συμβαίνει με κάθε δημιουργό που ξέρει να χειριστεί τη γλώσσα και τις εικόνες του. Το μυθογενετικό έχει περισσότερο τη σημασία της σύστασης ενός κόσμου του οποίου τα οργανικά μέρη εξαρτώνται (τροφοδοτούνται, αρύονται, πηγάζουν) από μια παράδοση κειμένων, που με τους κατάλληλους χειρισμούς του ποιητή (την επιλογή, την παρεμβολή ή την μεταγραφή) αποκτά καινούργια και κατ’ ιδίαν όψη και ουσία. Με βάση τα προηγούμενα είναι προφανές ότι το φιλολογικό πια όχι μόνο δεν συνδέεται με την έννοια του διανοητικού ή του πλεονάζοντος, αλλά και επιπλέον, έμμεσα, λειτουργεί ως πεδίο προβολής των ποιητικών αισθημάτων. Εδώ ανήκει (μαζί με λίγα ακόμη) το έργο της Τζένης Μαστοράκη. Η τελευταία συλλογή της το επιβεβαιώνει. Όντας μιας σειράς στιχουργημένων (έρρυθμων ή μη, πεζόμορφων ή όχι) μύθων και παραβολών, ασχολείται με θέματα ας το πούμε, μεταφυσικά: την κυκλική μορφή της ζωής, τον θάνατο, τη δαιμονική διάσταση των ψυχών- σχήματα που μέσω του δημιουργικού λόγου χάνουν την αφηρημένη τους υπόσταση και προκαλούν ως απτές οντότητες τη συγκίνηση του αναγνώστη.

     Να το πω με διαφορετικά λόγια. Κάτω από την εξάρτιση των ποιημάτων (με ένα ευρύ πλαίσιο αναφοράς: από Σολωμό και Κάλβο-εμφανώς- μέχρι- αφανώς-τη δημώδη βυζαντινή λογοτεχνία) διακρίνεται ολοζώντανο το ποιητικό εγώ, που σ’ ένα πρώτο επίπεδο οργανώνει το γλωσσικό του υλικό (με ενθέσεις, παρατονισμούς και μετατονισμούς του «φιλολογικού παρελθόντος»), ενώ βαθύτερα το ίδιο εγώ διαμέσου διαδοχικών προσωπείων ορίζει τη στάση και την αγωγή του: «… ταριχευτής και κρημνοβάτης, πυλωρός, ως τις πολύφυλλες εσχατιές των ανδρογόνων, ως το λημέρι της αρκούδας που τον τρέλαινε, ούτε ανατόμος ούτε νεκρομάντης, μόνο δραγάτης που σε κήπο αφύλακτο ξεφάντωνε, και σαλεμένος απ’ την εκθαμβωτική ζωοτομία, στο μελανό του αιμοστάτη δέεται, σαν πρώτα, και στα αίματα φιλοκαλεί». Αυτό το βάπτισμα του αίματος παρακολουθεί τους ποιητικούς πρωταγωνιστές της Μαστοράκη σε κάθε εκδήλωση και πράξη τους. Ο κόσμος τους είναι σκοτεινός. Η υπαρξιακή ανάλωση, η βαθμιαία απώλεια της μνήμης, η επίκληση του θανάτου οδηγούν σ’ ένα είδος ιερής παραφροσύνης. Δημιουργούν «τρελούς και άγιους Βασιλιάδες» (για να παραφράσουμε Ντίλαν Τόμας και Σαχτούρη ταυτόχρονα) με έντονα διακριτικά: προετοιμασία των σφαγείων για μια θυσία, μαγικές- παγανιστικές τελετές, θρύλοι που μεταμορφώνονται σε ποιητικές εικόνες.

      Μέσα, σ’ ένα τέτοιο κλίμα η Μαστοράκη δεν ξεχνά ποτέ τη σημασία του παιχνιδιού. Νομίζω μάλιστα ότι το παιχνίδι προσδιορίζει και την αξία της συλλογής. Χωρίς να γίνεται σε καμία περίπτωση παίγνιο. Βοηθάει την ποιήτρια να του υποβάλει τα θέματά της περισσότερο ως περίγραμμα και λιγότερο ως περιεχόμενο- ακούγεται πρώτα η μουσική και ακολουθεί, σε πολύ χαμηλή κλίμακα, ο λόγος. Από την πλευρά του αναγνώστη πάλι- κι αυτό είναι το πιο ουσιαστικό- προηγείται η συγκινησιακή αντίδραση και έπεται, δίκην επεξηγηματικού σχολίου, ο νους. Η διαδικασία θα ήταν στο σύνολό της ακατόρθωτη αν δεν μεσολαβούσαν οι προϋποθέσεις του παιχνιδιού που λέγαμε: τα αντιθετικά ζεύγη (αθώο- ένοχο, γιορτή-θάνατος, λευκό- μαύρο) και οι αντιθετικές ταυτότητες («ωραία και αχρεία»), οι ταυτίσεις (ο ύπνος γίνεται απώλεια μνήμης, το ταξίδι σημαίνει επιστροφή στον τόπο του ίδιου πάντοτε μαρτυρίου, ο παφλασμός των κυμάτων καταλήγει σε πνιγμό του «κολυμβητή», το αίμα νερώνει και παραπέμπει στο θάνατο, το φως είναι αιθάλη) και, τέλος, οι ισχυρές μεταφορές («άνθη αρπαχτικά», «δαιμονική άνοιξη», «νεκρικό χρυσάφι»).

     Μ’ αυτά και μ’ αυτά η Μαστοράκη έκανε ένα ολοκληρωμένο ποιητικό βιβλίο- το τέταρτο στη σειρά (προηγήθηκαν: «Διόδια»- 1972, «Το σόϊ» -1978 και «Ιστορίες για τα βαθειά»- 1983). Το είδος του, όπως το ‘παμε και στην αρχή δεν πολυσυνηθίζεται (ούτε στη γενιά του ’70, όπου ανήκει η δημιουργός, ούτε στις μεταπολεμικές προκατόχους της). Είναι, όμως, εν ενεργεία και στην περίπτωσή μας εν επαρκεία –διαγράφοντας, γενικότερα πλέον, νέες τάσεις και προοπτικές.  

      ΕΥΓΕΝΙΟΣ  ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 7/2/1990

          Στεφάνι  από  λέξεις  που  χορεύουν

      Το τελευταίο βιβλίο με ποιήματα της Τζένης Μαστοράκη («Μ’ ένα στεφάνι φως», «Κέδρος»), προκάλεσε, αν δεν κάνω λάθος, κάποιες συζητήσεις σχετικά με τη λογοτεχνική του αξία. Πρόκειται, πέρα από κάθε αμφιβολία, για ένα πολύ όμορφο βιβλίο και οι εκλάμψεις αληθινής ποίησης μέσα στο κείμενο είναι περισσότερες από αρκετές. Μου φαίνεται, ωστόσο, πιο χρήσιμο, να μιλάμε για τη σημασία ενός έργου παρά για την αξία του’ η αξία είναι κάτι που δεν χάνεται ποτέ, η σημασία είναι κάτι που δεν φαίνεται εύκολα.

     Η πρώτη εντύπωση που είχα διαβάζοντας τα ποιήματα, ήταν ότι διατηρούν έναν αντίλαλο από ‘κείνη την περίοδο του Ελύτη, που μπορεί να θεωρηθεί σαν η σημαντικότερη (και η πιο απόκρυφη) και που περιλαμβάνει τις «Έξι και μια τύψεις», το «Φωτόδεντρο», το «Μονόγραμμα» και ένα μέρος από τα «Ετεροθαλή». Είναι η περίοδος του «υπαρξιακού» Ελύτη, το σημείο όπου ο έρωτας και η φύση δεν αποτελούν πια ένα σκηνικό, αλλά μετατρέπονται σε βαθύτερες αλληγορίες γύρω από τον χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η συγγένεια του βιβλίου της Μαστοράκη μ’ αυτό το είδος της ποίησης είναι βέβαια περισσότερο ζήτημα τρόπου και ρυθμών παρά θεματολογίας’ υπάρχει εδώ μια διαρκής ραθυμία, ένα λίκνισμα από τη μια λέξη στην άλλη, ένας σχεδόν ραψωδικός τόνος διακεκομμένος, όπως στους χρησμούς ή στα ιερά κείμενα, αλλά ταυτόχρονα διαποτισμένος από συναίσθημα μέχρι την τελευταία συλλαβή. Αυτό το είδος γραψίματος διαθέτει την κομψότητα και το μυστήριο μιας παλιομοδίτικης, κάπως μεταφυσικής ατμόσφαιρας, η γοητεία του όμως στηρίζεται κυρίως σ’ ένα κυματισμό, είναι μια ποίηση υπνωτιστική, το ιδανικό είδος κειμένου για απαγγελία.

     Να ένας στίχος που θα μπορούσε να ανήκει στο «Φωτόδεντρο»: «Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε γεια, καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κορυφές, τα ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες μιας απύθμενης υπνολαλίας». Ή: «Γιατί σιγούν, κι ούτε τους όρκους πια, ούτε και την παραμυθία που συνήθιζαν, από τους χαμούς γυρνώντας, τους μεγάλους ύπνους-….». Να η σύνταξη που δημιουργεί την πιο καλή φλέβα ελληνικής ποίησης που ίσως υπήρξε ποτέ, η αντίστιξη ήχου και ρυθμού, οι λέξεις που χορεύουν πολύ αργά αλλά σταθερά, όπως στους ψαλμούς, η μετάθεση της τροπικής μετοχής μετά το υποκείμενο, ένας απόηχος μελωδίας από εκκλησιαστικό όργανο.

     Το ότι εδώ ο Ελύτης είναι παρών, δεν νομίζω καθόλου ότι αποτελεί μειονέκτημα, ούτε υπαινίσσομαι ότι μια τέτοια ποίηση χάνει σε αξία, με την έννοια ότι αποτελεί μίμηση. Είναι, αντιθέτως, μια ποίηση που μπορεί να προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις’ θέλω απλώς να πιστεύω, ότι κερδίζει η ερμηνεία του έργου και άρα η ανάγνωση, από τη στιγμή που θα δούμε που οδηγεί το νήμα. Ολόκληρη η ελληνική ποίηση είναι ένας ιστός από τέτοια νήματα, και η συνοχή της στηρίζεται στο ότι ο τόνος ενός λόγου αντανακλά την ηχώ ενός άλλου τόνου, προγενέστερου, αλλά ακόμη ισχυρού. Οφείλεται ακριβώς στη δύναμη της νέας ελληνικής ποίησης το ότι η ατμόσφαιρα και οι ρυθμοί ενός ποιητή εισχωρούν στο γλωσσικό και συναισθηματικό κλίμα ενός άλλου και το αναζωπυρώνουν.

     Η διαφορά βρίσκεται στο ότι, στον Ελύτη, αυτή η φόρμα εξυπηρετεί άλλα νοήματα, και προφανώς μια άλλη ιδιοσυγκρασία. Σ’ αυτό το τελευταίο βιβλίο η Τζένη Μαστοράκη αποδεικνύει σε όλους ότι μπορεί να φτάσει στα άκρα της ποίησης, είναι πάρα πολύ καλή σε οτιδήποτε γράφει και μέσα σε τούτες τις σελίδες βρίσκει ακριβώς την καρδιά εκείνου του θαύματος, που η ποίηση κάποτε υπήρξε. Δεν ξέρω, όμως, αν και κατά πόσο μπόρεσε ή θέλησε η ίδια να πει αυτό που ήθελε να πει. Προφανώς, είχε μια διαφορετική αντίληψη για την ποίηση όταν έγραφε το «Σόϊ».

     Πιστεύω ότι ήταν το καλύτερό της βιβλίο, παρ’ ότι, παραδόξως, αποδεικνύεται στο «Μ’ ένα στεφάνι φως» πολύ πιο ικανή ποιήτρια από την άποψη της τεχνικής δυνατότητας να κάνει τα πάντα με τις λέξεις της ελληνικής γλώσσας. Το «Σόϊ» ήταν όμως ένας γνήσιος γρίφος, το προσωπικό παραδοξολόγημα γύρω από μια εφηβεία, όπου οι σχέσεις και οι συγγένειες στροβιλίζονταν στο μεταίχμιο ανάμεσα στο δράμα και το παιχνίδι. Το «Στεφάνι» είναι ένα βιβλίο περισσότερο φιλοσοφικό από ό,τι αληθινό, τα τεχνάσματά του είναι τέλεια, αλλά είναι τεχνάσματα. Το «Σόϊ» ήταν χαρούμενο και θλιμμένο μαζί, μ’ έναν παράξενο και πρωτότυπα αληθινό τρόπο, το «Στεφάνι» διαρρέεται από μια μαγεία, που οδηγεί με αδιάκοπους κυματισμούς στον βυθό.

      Επανέρχεται σ’ αυτά τα ποιήματα ένα θέμα θαυματουργού ύπνου και κούρασης, που απλώνει στα μέλη μια ηδονή θανάτου, το στροβίλισμα μιας ζάλης, εκείνες τις μυρωδιές της καλοκαιρινής νύχτας, που η ομορφιά τους σε κάνει να παραλύσεις. Είναι, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, ένα βιβλίο βαρύ, σαν το παλιό καλό κρασί, ένα κείμενο παχύρρευστο σαν το μέλι. Του λείπει η χαρά της στιγμιαίας ευτυχίας, το ξεγέλασμα της ζωής με τις λέξεις. Είναι μια ποίηση υπερβολικά «ποιητική»’ τα έχει όλα σε υπερθετικό βαθμό, σκοτάδι, μαγεία, εικόνες, λέξεις που βγαίνουν από σεντούκια θησαυρών και μαγικά λυχνάρια (σαν τη λέξη παραμυθία, λέξη του Ελύτη), επίσης τέλειους ρυθμούς κι ακόμα πιο τέλειες αναπνοές ανάμεσα στους στίχους, όμως λείπει συχνά αυτό που το ποίημα χρειάζεται για να γίνει υπαινιγμός, δηλαδή αληθινό ποίημα.

     Με δυο λόγια, είναι ένα βιβλίο σημαντικό κατά τούτο: θα μπορούσε να υπενθυμίσει σε όλους μας τι είναι ομορφιά και θα μπορούσε να δείξει στην ίδια την Τζένη Μαστοράκη τι είναι αυτό που η ομορφιά χάνει με το να είναι υπερβολική και αυτοσκοπός. Κατά τη γνώμη μου, η Μαστοράκη είναι μια πάρα πολύ καλή ποιήτρια, και θα ήταν ευτύχημα να ξανάρχιζε να νοιώθει το ποίημα σαν κάτι σωματικό και ενστικτώδες, σαν ένα αίνιγμα που η ίδια δεν μπορεί να λύσει. Αυτός είναι, πιστεύω, ο δρόμος του πραγματικού της ταλέντου και θα εξισορροπούσε μέσα της τον πειρασμό να παίζει με υπέροχες αρμονίες και μουσικές, που μπορεί να τις ακούει και να τις χειρίζεται τέλεια, αλλά τελικά θα την οδηγήσουν στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. Οπότε, θα πρέπει να ψάξει πάλι από την αρχή για κάτι το οποίο έχει ήδη κατακτήσει.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

ΥΓ. ίσως, οφείλαμε σαν έλληνες και πολιτικό σύστημα να είμαστε λιγότερο υπερβολικοί στον εορτασμό των 50 χρόνων της ελληνικής δημοκρατίας και την πτώση της χούντας, όταν υπάρχει ανοιχτό το τραύμα της Κύπρου, και έχουμε αδικαίωτες εκ μέρους της δικαιοσύνης και του πολιτικού προσωπικού 104 ψυχές και σώματα στο Μάτι και 57 στο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη εν καιρώ ειρήνης, επί διαφορετικών ιδεολογικών και κομματικών αποχρώσεων κυβερνήσεις, τραγικά συμβάντα. Ίσως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου