Ο Θεολόγος και φιλόσοφος ΧΡΗΣΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Ένας σύγχρονος του καιρού μας πολιτικός
και εκκλησιαστικός χρονογράφος του Ελληνισμού.
Όστις ποτέ δεν ημπορεί
εκείνο οπού θέλει,
εκείνο οπού δύναται
πρέπει πάντα να στέργει.
Και πάλιν πολλά
φρόνιμος είναι όποιος σεβαίνει
ο,τι δε φθάνει η
δύναμις, η θέλησις άς παίρνει.
Με όλο οπού κάθε μας
ηδονή είναι πόνος,
στέκει πολλά αμφίβολος
ο λογισμός μας μόνος.
Να θέλη ό,τι ημπορεί κ’
έτζη είν’ καλλίτερόν του,
αλλέως τρέχει ο
λογισμός έξω από το μυαλόν του.
Λεονάρντο ντα Βίντσι (μετάφραση
Παναγιώτης Δοξαράς)
Ένας συνδυασμός καλοκαιρινών, συγγενικών
διαβασμάτων και δημόσιων εγχώριων και παγκόσμιων αρνητικών γεγονότων του 2004
που συμβαίνουν με δημοκρατική πομπώδη επιχειρηματολογία για σένα χωρίς εσένα,
σε οδηγεί σε μία απόγνωση για τις ιστορικές εξελίξεις της σύγχρονης Ζωής. Εν
τάχει, σχετικά προβλήματα υγείας, αφρικανική σκόνη που δυσκολεύει την αναπνοή, αφόρητη
ζέστη, νυχθημερόν μυρωδιά του καπνού από τις πολλές φωτιές, προβλήματα λόγω κλιματικής
αλλαγής, μουντής και υγρής ατμόσφαιρας, στάχτης που μπαίνει από παντού σου
τσούζει και μειώνει την όραση, μικρές διακοπές ρεύματος και υπέρογκη οικονομική
πολύχρωμη αύξησή του. Συνέχιση του πολέμου στην Μέση Ανατολή και την Ουκρανία και
μη Ολυμπιακή εκεχειρία. Χαμηλής αισθητικής, κιτς θέαμα, τηλεοπτικής
κακογουστιάς έναρξης των εμπορευματοποιημένων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Του
κάποτε Ευ Αγωνίζεσθαι!!!!!! κάτω από την σκέπη μόνο του Κερδώου Ερμή και των
μεγάλων χορηγών των διαφημιστικών εταιριών και τραστ προϊόντων φίρμας, του
μοντέρνου θεατή-καταναλωτή ανθρώπου της πασαρέλας. Και η σκέψη σου πάει στην
κοστοβόρα σίγουρα, έναρξη των Ελληνικών Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (δίχως άχρηστες
εθνικιστικές αναγωγές) και την αξιομνημόνευτη δουλειά του κυρίου Δημήτρη Παπαϊωάννου,
μια Ελληνική οργανωτική προσπάθεια του Ολυμπικού πνεύματος που σου υπενθύμιζε
την άλλη πλευρά των δυνατοτήτων του Ελληνισμού με υπερηφάνεια, αισθητική
απόλαυση προερχόμενη από μια μικρή περιφερειακή βαλκάνια χώρα, την γη του
αρχαίου ποιητή Πινδάρου και των Ολυμπιακών του Ύμνων και του εθνικού μας ποιητή
Κωστή Παλαμά. Θάνατος της σημαντικής ποιήτριας και μεταφράστριας Τζένης
Μαστοράκη. Αναζητάς κάτι να σε εμψυχώσει, να σου δώσει κουράγιο να συνεχίσεις
να πιστεύεις στους ανθρώπους και το σκοπό της γραφής, της ποίησης, της τέχνης. Μόνοι προς Μόνοι βαδίζουμε στην ζωή και τον θάνατο,
ψευδόμενοι εαυτούς και αλλήλους για συμπαραστάσεις και αλληλέγγυες χειρονομίες
των άλλων και προς τους άλλους, μία φλύαρη κενού περιεχομένου αγαπολογία κάτω
από έναν άδειο ουράνιο θόλο. Τραυματισμένες και παγιδευμένες ψυχές στα αδιέξοδά
μας. Ματωμένοι από εχθρούς και φίλους, πληγωμένοι από υποψήφιους σωτήρες Θεούς
και Δαίμονες του ιλουστρασιόν σκότους, πολιτικές φυσιογνωμίες, ντόπιος και
διεθνής νεποτισμός μισό αιώνα τώρα. Παραπαίουσες υπάρξεις στη χοάνη του Χρόνου
και του γήρατος. Και καταφεύγεις μέσα στην ησυχία και ερημιά του δωματίου και
πάλι στην Ανάγνωση από συνήθεια, από έλλειψη επιλογών, στην καταφυγή σε
παλαιότερους συγγραφείς και τα κείμενά τους, στην ματαιότητα της Τέχνης, αυτής
της καταραμένης ψευδαίσθησης που γνωρίζει να θολώνει τις επιλογές των αισθήσεων
και των ενστίκτων ορμές. Αρχόμενος εδώ και μερικούς μήνες από τον ποιητή και ταξιδογράφο
συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, περνώντας κατόπιν στον πρώτο μεταβυζαντινό φιλόσοφο
του Ελληνισμού τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθων και το περιοδικό «Κοινωνιολογία»,
φτάνω στην παράθεση ενός μεταφρασμένου ποιήματος του σημαντικότερου ζωγράφου
και εφευρέτη της Αναγέννησης Λεονάρντο ντα Βίντσι από τον επτανήσιο αγιογράφο
Παναγιώτη Δοξαρά όπως μας το μεταφέρει ο συγγραφέας Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στο
12 κεφάλαιο: «Η Μεταβυζαντινή Ζάκυνθος» στο βιβλίο του «Μορφές της Ελληνικής
Γης» εκδόσεις Στρατής Φιλιππότης, Αθήνα 1988. Β΄ έκδοση, πλουτισμένη με νέα και
ανέκδοτα κείμενα. Προλεγόμενα: Παντελής Β. Πάσχος. Με ενδιάμεση στάση τις δύο
παλαιές συνεντεύξεις του θεολόγου και φιλόσοφου καθηγητή Χρήστου Γιανναρά και
του κοινωνιολόγου και πολιτικού Παναγιώτη Κανελλόπουλου τις οποίες διάβασα εκ
νέου και θα μεταφέρω στην μικρή μου ιστοσελίδα με πρώτη αυτήν του Χ. Γ. στα
Λογοτεχνικά Πάρεργα.
Λογοτεχνικά
Πάρεργα ένα λογοτεχνικό μπλοκ ανοιχτό σε συνεργασίες και πληροφορίες (ίσως και
αστοχίες) άρθρα και στοιχεία από τον γράφοντα και άλλους συγγραφείς, κείμενα
και μελέτες, δοκίμια και αποδελτιώσεις, μεταφράσεις, καταγραφές που αφορούν την
Ιστορία της Ελληνικής Γραμματείας. Ποίηση, Πεζό, Δοκίμιο, Θέατρο,
Κινηματογράφος, Εικαστικές Τέχνες από όλα έχει ο μπαξές της Τέχνης του
ανθρώπου. Δίχως να αγνοούν τα πολιτιστικά δρώμενα των υπόλοιπων παραδόσεων της
υφηλίου και τα επίκαιρα ζητήματα δημοκρατίας και πολιτικής των ημερών μας,
θέλουμε να πιστεύουμε ως συνειδητοί πολίτες. Ότι τέλος πάντων μας αποκαλύπτει
τα πολλά πρόσωπα και είδωλα του Ελληνικού και Οικουμενικού προφορικού και
γραπτού ίχνη Πολιτισμού. Ό,τι δηλώνουν και εκφράζουν τα ανθρώπινα βαδίσματα της
γραφής και της προφορικής παράδοσης στην διαχρονικότητα των ανιχνεύσεών τους,
εξερευνήσεών τους, εκδίπλωσης της φωτεινής ή σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης
συνείδησης και φαντασίας μέσα σε συγκεκριμένα διαμορφούμενα κάθε φορά ιστορικά
πλαίσια και πολιτισμικές συνθήκες, στην ιστορία του πλανήτη μας, ως ηλιακού
δορυφόρου στο αχανές σύμπαν που ακόμα εσωτερικά κοχλάζει. Πώς το εξέφρασαν οι
σπίκερ στην πρώτη προσσελήνωση πριν δεκαετίες, «ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο
ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα». Αυτό ίσως είναι η Τέχνη, αυτό που
ονομάζουμε Πολιτισμός στην Ιστορική του επικαιρότητα και εφημερότητα. Σίγουρα
αυτή η μικρή ιστοσελίδα από τον Πειραιά, δεν έχει την επισκεψιμότητα και την
οπτική- αισθητική και τεχνική αρτιότητα-την οποία έχουν άλλες μεγαλύτερου
αναγνωστικά πληθυσμιακού εύρους Λογοτεχνικές Ιστοσελίδες και ενδέχεται
«εμπορικής» εκδοτικών προδιαγραφών αναγκαιότητες. Εξάλλου, η υπόθεση της
Τέχνης, του Βιβλίου, της Ανάγνωσης, ανήκει και αυτή σε μία από τις κατηγορίες
της πραμάτειας του Κερδώου Ερμή, δεν είναι υπόθεση ούτε περιορίζεται
αποκλειστικά και μόνο στους χώρους ευφορίας των αρχαίων Μουσών, των γυάλινων
κάστρων ή των Παρισινών καφέ. Η Πειραιώτικη αυτή μικρή ιστοσελίδα είναι ανοιχτή
στα παλαιά και νέα ρεύματα, όχι συνδρομητική, ούτε κομματική, μακριά από
ελιτίστικες προθέσεις έχοντας επίγνωση της εφήμερης αναγνωσιμότητά της και αδιαφορίας
του μεγάλου κοινού για πνευματικά επιτεύγματα, την αγάπη για την Ποίηση στις
ευρύτερες διαστάσεις της. Τα όποια έξοδά της ιστοσελίδας επιβαρύνουν τον
γράφοντα, η σωματική κόπωση και η κούραση των ματιών, η κύρτωση του κορμιού
έντονη, δεν στηρίζεται σε διαφημιστικά είδη προϊόντων και τα κείμενα-τα
σεντόνια όπως θα λέγανε οι παλαιότεροι δημοσιογράφοι- δεν εμπλουτίζονται με
φωτογραφικό ασπρόμαυρο ή πολύχρωμο υλικό. Τα Λογοτεχνικά Πάρεργα έχουν
ταυτότητα, άποψη, έχουν κρίση, έχουν μνήμη, κάνουν επιλογές (ανεξάρτητα αν συμφωνεί
ή όχι ο συντάκτης τους) ο οποίος διαθέτει ακόμα! ελάχιστα αποθέματα κουράγιου
και πείσματος, αντοχών να δημοσιεύει και να αναρτά κείμενα και άρθρα, δημοσιεύματα
που τον συγκίνησαν, του άρεσαν, καλλιέργησαν την αισθητική του, όξυναν την
κριτική του σκέψη, του εμφύσησαν την αγάπη και το ενδιαφέρον στην περιπέτεια
του πνεύματος και της γραφής, της ανάγνωσης, γίνονται εφαλτήρια δικών του
σκέψεων και απόψεων, γραφής, θέλοντας να κρατήσει στην πρόσκαιρη επικαιρότητα
του Χρόνου πρόσωπα και γραφές, υπογραφές και θέσεις, κρίσεις των αιώνων που
πέρασαν. Διαβάσματα που του έμαθαν να αναγνωρίζει την ανθρώπινη πρόθεση, την
πρόσκαιρη «παρηγοριά» της γραφής δημιουργών ακόμα και όταν δεν συμφωνεί με τις
απόψεις και τις κρίσεις τους, και το κυριότερο, δεν έχει ανταγωνιστική πρόθεση
αναγνωρίζοντας τις θελκτικότερες και αξιολογότερες προσπάθειες και τεχνικές και
άλλες προδιαγραφές σχεδιασμού επίσημων και ελκυστικότερων μπλοκ. Δεν είναι
γλωσσοκεντρική, δεν θεωρεί δηλαδή ότι όλα περιστρέφονται γύρω από την Γλώσσα,
την χρήση ή κατάχρησή της και την λειτουργία της. Δεν είναι «δογματική» (ότι
μόνο αυτή εκφράζει την Λογοτεχνική καθαρότητα) προσπαθεί να μην ελιτίζει ακόμα
και όταν πλατειάζει ή σπανίως λακωνίζει ο γράφων, έχοντας κατά νου την
καθημερινή απλότητα του λόγου και της ποιητικής γραφής του ποιητή της
Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου. Δεν είναι «απορριπτική» σε κάτι που δεν συμφωνεί, για
αυτό αγωνίζεται οι πηγές και αναφορές της, οι παραπομπές της να είναι όσο
γίνεται και το επιτρέπουν οι πληροφορίες και οι γνώσεις του ιδιοκτήτη της πάνω
στην Λογοτεχνία επιστημονικά έγκυρες με στοιχεία και τεκμηριωμένες θέσεις,
γκαραντί αναφορές, χωρίς να αποφεύγονται σπανίως τα λαθάκια. Σε κάθε ξένη κρίση
και θέση, λειτουργικά ενταγμένη μέσα στο νέο χρονολογικά ηλεκτρονικό σημείωμα
αναδημοσίευσης της επιβάλλει, την μνημόνευση της πρώτης πηγής, του ονόματος του
πρώτου συγγραφέα εκτός από ελάχιστες «χωνεμένες» και αφομοιωμένες γνώσεις
διαβασμάτων. Τα δημοσιευθέντα μέχρι σήμερα κείμενα και αναρτήσεις εκφράζουν την
ταυτότητα του υπογράφοντος ή των υπογραφόντων εφόσον προέρχονται από τρίτους
συγγραφείς. Εύλογο είναι να φανερώνουν τον καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο που
κινούνται τα ενδιαφέροντα των λογοτεχνών, τα έντυπα του δημοσιεύματος. Θέλω να
πω με τα παραπάνω,- σε αυτήν την απολογητική εξομολόγηση καθώς προσπαθεί να
εκσυγχρονιστεί και να μην είναι βαρετή!- ότι τα Λογοτεχνικά Πάρεργα δεν
κατασκευάζουν τον δικό τους «Κανόνα» Ανάγνωσης ή Λογοτεχνίας ούτε «πατρονάρουν»
συγκεκριμένες φωνές συνήθως αυτοθαυμαζόμενες και αλληλοπενευόμενες, εκδοτικούς
χώρους ή περιοδικά, βιβλία, άτομα. Προσπαθούν να δώσουν την συνέχεια ανθρώπων
και κειμένων. Η Ζωή και η Τέχνη είναι πολύμορφη και πολύχρωμη, πολύπλοκη και
ποτέ ευθύγραμμη, την καθορίζει η τυχαιότητα, το στιγμιαίο, η πρόσκαιρη
αναγνώριση ή επιβράβευση. Ο καθείς και κάθε μία επιλέγει,- εφόσον το μεγαλύτερο
πληθυσμιακά τμήμα του Ελληνικού Λαού γράφει, «μουτζουρώνει» τα χαρτιά, και πάλι
Ρίτσος- φαντάζεται, ονειρεύεται, οραματίζεται, ακολουθεί, αντιγράφει, μιμείται
ότι τον ευχαριστεί ώστε να γεμίζει τον χρόνο του σύντομου βίου του (μας). Ούτως
ή άλλως όλοι μας συνειδητοποιούμε, (έστω και αν
το ξορκίζουμε με τα μυθεύματα της Τέχνης και της Μεταφυσικής, των
Θρησκευτικών δοξασιών, το θελκτικό παιχνίδι της Γραφής) τι μας περιμένει και
που καταλήγουν όλα στο τέλος, η αστραπιαία φήμη μας, στην μακροιστορία του
χρόνου της Ανθρωπότητας. Αναλογιζόμενοι την «Οδύσσεια» του λόγου του Νίκου
Καζαντζάκη στην «Ασκητικότητα» και λιτότητα του βίου του και των «πυρακτωμένων»
ατομικών του θέσεων.
Παρενθετικά να σημειώσω μόνο, σε μία εν
συντομία, κερματισμένη αυτοπαρουσίαση στην όποια διακονία μας στην Λογοτεχνία,
ότι αρκετές φορές αποτυχημένα, ο γράφων, πειραματίστηκε, προσπάθησε να σκιαμαχήσει
όχι τόσο με Ιδέες και θέσεις, απόψεις και κρίσεις, κείμενα προγενέστερων,
συγγραφείς και πρόσωπα, ο ανόητος και αδαής πειραιώτης αλλά με την ίδια την Γλώσσα,
το φαινόμενο που ονομάζουμε Γλώσσα. Την Γραφή στο τελικό της αποτέλεσμα πέρα
και πάνω από τους μηχανισμούς και τις εσωτερικές λειτουργίες της, της ορθότητας
της σύνταξής της, τις αποδεχόμενες εκπαιδευτικά αρχές της, τις λεκτικές της
παραλλαγές και παραφράσεις στην εξέλιξή της, στις στρεβλώσεις της, την σωστή
ορθογραφία και αποτύπωση του Ελληνικού Αλφαβήτου στην γενικότερη αποδοχή της προφορικότητάς
του και των εκδοχών του. Να εκφραστεί δίχως τις δεσμεύσεις της. Θέλει κότσια,
ταλέντο, εμπειρία και πολύ εξάσκηση για να εκφραστείς και να διατυπώσεις τις
θέσεις σου όπως πχ. ο καταπληκτικός ΜΠΟΣΤ και ο αυθόρμητος ηχητικός και εικονογραφικός
ανορθόγραφος τυπολογικός του χαρακτήρας στα δημοσιογραφικά κείμενά του. Ακόμα
και στις μέρες μας θαυμάζεις το ρυθμικό ύφος του, την συγκεκριμένη ισοτονία
του. Το χάρισμα του ευστόχως λακωνίζειν και σατιρίζειν το έχει επίσης ο
θαυμαστός Αρκάς, ο αγέραστος Κυρ και τους ζηλεύουμε. Θεώρησα λοιπόν υπερφίαλα,
ότι θα μπορούσα να εκφραστώ μέσω της ελληνικής γλώσσας και ταυτόχρονα να την
περιορίσω, να την καταργήσω στα σημεία, να τις αλλάξω την δομή, να μην σεβαστώ
την ορθογραφία των λέξεών της, την νοηματική τους προβολή και εξήγηση. Να σπάσω
ή να καταργήσω την καλλιέπεια της αποδεκτής εικόνας της, να «ξεχαρβαλώσω» την
δομή της, την αισθητική της, τους κρίκους της υπαρκτικής της αιτιολογίας και
αναφοράς. Παραβλέποντας το μειράκιο ότι βρέθηκαν σε αδιέξοδο έμπειροι
συγγραφείς και μεγαλόσχημοι ερευνητές, δοκιμιογράφοι, λεξικογράφοι και
επιφανείς γλωσσολόγοι και γλωσσοκεντριστές με παρόμοιες προθέσεις. Στον
σαρκωμένο λόγο της επικοινωνίας μας. Και εσύ ανοήτως προσπαθείς να γυρίσεις
τους ανεμόμυλους της σκέψης και της γραφής σου, να κατανοήσεις και ερμηνεύσεις
τον Κόσμο και τα ζητήματα που απασχολούν την λογοτεχνία δίχως τα εφόδια και την
προστασία της Γλώσσας; Η οποία Λογοτεχνία στην τελική ανάλυση στηρίζεται και
οικοδομείται αποκλειστικά στις Λέξεις, στους πεπερασμένους; ή άπειρους συνδυασμούς
24 κουκκίδων- σημείων πάνω στο λευκό χαρτί, την άγραφη επιφάνεια. Την
καθοδηγητική πανοπλία και ασφάλεια των λέξεων. Την ρητορεία της Γλώσσας και
προπάντων την Ποιητικής της. Δεν μπορώ να μην τραγουδήσω σαρκάζοντας και
χλευάζοντας τον εαυτό μου το γνωστό λαϊκό άσμα: «Άσε τον τρελό στην τρέλα του…»
που τραγουδά ο Μανώλης Μητσιάς. Ας μην ξεμακρύνω όμως από το θέμα του σημερινού
σημειώματος που είναι η συνέντευξη του καθηγητή θεολόγου και φιλόσοφου Χρήστου
Γιανναρά στο περιοδικό «Κοινωνιολογία» πριν 22 χρόνια, ο οποίος εκών άκων
υπήρξε ένας δάσκαλος όχι μόνο του σύγχρονου Ελληνισμού αλλά και πολλών νέων της
γενιάς μου (1980) και όχι μόνο. Ένας δάσκαλος και της γλωσσικής μας
εκφραστικής.
Ο Χρήστος
Γιανναράς, για μεγάλο διάστημα του δημόσιου βίου του (αναφέρομαι στα μετά την
επτάχρονη δικτατορία χρόνια) υπήρξε ένα σημείο αντιλεγόμενο του σύγχρονου
Ελληνισμού για μεγάλη μερίδα του Ελληνικού πνευματικού κόσμου. Μία αμφιλεγόμενη
και δακτυλοδεικτούμενη! αναγνωστικά λόγια θεολογική περσόνα της Εκπαίδευσης και
της δημόσιας πολιτικής και εκκλησιαστικής ζωής αν αναλογιστούμε το τι του
«έσουρναν» οι δημοκρατικές εφημερίδες μετά την μεταπολίτευση του 1974. Όποιος
ανατρέξει στις σελίδες της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» θα εκπλαγεί. Όταν ο Χ.
Γιανναράς διεκδικούσε πανεπιστημιακή θέση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Να
συμπληρώσουμε στο τι του καταλόγιζαν και οι άλλες, οι λεγόμενες του
προοδευτικού τόξου εφημερίδες και περιοδικά, (κεντρογενή και
κομμουνιστοκογενή), τα επίσημα πολιτικά κόμματα. Το έργο, τα βιβλία και η φωνή
του δημιουργούσε επί τη εμφανίσει ανάμεικτες αντιδράσεις, σχόλια, κρίσεις,
συζητήσεις επί συζητήσεων για την αξία του. Ακόμα και τα δημοσιογραφικά έντυπα
της λεγόμενης συντηρητικής επικράτειας δεν υστερούσαν σε αρνητικά σχόλια και
απρεπείς κρίσεις. Οι δε εφημερίδες και τα περιοδικά, τα έντυπα του ορθόδοξου χριστιανικού
χώρου πρωτοστατούσαν (ας μου επιτραπεί η λέξη στο «λιντσάρισμά του») με μανία σχεδόν σε καθημερινή ή περιοδική βάση στα
δημοσιεύματά τους, στα λόγια και ομιλίες τους από άμβωνος, των επίσημων και
ανεπίσημων εκπροσώπων τους. Ούτε το θρησκευτικό σύμβολο του «Ιούδα» στον
σύγχρονο μοντέρνο μετά πολεμικό κόσμο μας, δεν δέχτηκε τόσες επιθέσεις, αρές
και ύβρεις, αρνητικά σχόλια. Ο ιταλός Τζιοβάνι Παπίνι σε ένα μελέτημά του για
τον «Διάβολο» που είχα αγοράσει και διαβάσει παλαιότερα, έδειχνε και λίγο έλεος
για τον πεπτωκότα, ανυπάκουο εωσφόρο. Εμείς οι Έλληνες, θεωρούμε ότι είμαστε η
παν- αρχή και το παν- τέλος της ορθόδοξης ιστορικής καθαρότητας της πίστης και
δοξασίας. Και ότι η μόνη αλήθεια της αλάνθαστης μαρτυρίας εκπορεύεται από γενειοφόρες
καλοκάγαθες ή μη υπάρξεις παλαιότερων αιώνων χριστιανικής αγωγής και θεώρησης. Ότι
όλος ο υπόλοιπος Κόσμος βρίσκεται σε πλάνη, ψεύδεται, παραπλανάται, αιρεσιάζει,
αθεΐζει, αντιμάχεται τα ιερά και όσια θέσφατα και κανόνες της Φυλής μας της
Ορθόδοξης Ελληνικής εκδοχής της παράδοσης του Χριστιανισμού, που αν δεν κάνω
λάθος εμπεριέχει αρκετά στοιχεία των παραδοσιακών κοινωνικών συνηθειών των
Εθνικών Ελλήνων παγανιστών προγόνων μας που θεωρούσαν ότι είμαστε ο Ομφαλός της
Γης. Η ιστορική κουφότητα του μεταφυσικού παραλόγου στην καθ ημάς ανατολή σε
όλη της την θρησκευτική δόξα. Λες και ο Κόσμος γύρω μας περιτειχίστηκε σε ένα
παραδείσιο περιβάλλον Αδαμιαίας αυτάρκειας και πνευματικής αυτοϊκανοποίησης που
δυστυχώς (για αυτούς) η ιστορική και μεταφυσική, βιολογική πραγματικότητα
δηλώνουν ότι δεν υπήρξε ποτέ. Μια μεταφυσική «στειρότητα» στο θαυμαστό μεγαλείο
της αποκαλυπτικής στατικότητας στον Χρόνο και την Ιστορία. Οι Κοινωνίες και οι
άλλες πολιτισμικές παραδόσεις δεν περιστρέφονται γύρω από την πτωχή και τιμία
Ελλάδα, δεν θέλουμε να το αποδεχτούμε. Ακόμα και σε παλαιότερες επισκέψεις μου
στο Άγιον Όρος και σε συζητήσεις μου με σοβαρές μορφές της μοναστικής πολιτείας,
ορθόδοξες προσωπικότητες, καλλιεργημένους θεολογικά και αγαπητές, καταφέρονταν
εναντίον του με μεγάλο πάθος, καταδίκαζαν τις απόψεις και τις θέσεις που
διατύπωνε ο Χρήστος Γιανναράς. Δεν θέλω να αναφέρω ονόματα, δεν είναι σωστό,-και
μετά από τόσα χρόνια- εξάλλου έχω καταγράψει το αλγεινό περιστατικό με μοναχό
που πήγα να εξομολογηθώ και με καταράστηκε πριν καν μιλήσουμε μόνο και μόνο
επειδή τον άκουσα δημόσια μπροστά σε άλλα άτομα στο κελί του να κατηγορεί με
άσχημα λόγια τον προδικτατορικό συγγραφέα και θεολόγο, φιλόσοφο Χρήστο Γιανναρά
και τα κείμενα του. Τον υποστήριξα τον Χρήστο Γιανναρά-αν και δεν υπήρξα ποτέ
μέλος της «αυλής» του, ομοτράπεζός του, δεν ανήκα στην φιλική συντροφιά των
παρεών του. Αντέδρασα σε αυτά τα της κλειδαρότρυπας κουτσομπολιά γιατί από τότε
που πρωτογνώρισα δεκαετία του 1980 τα βιβλία του, άκουσα τον λόγο του, αγάπησα
το έργο του, το βρήκα πρωτότυπο, ενδιαφέρον για τα ελληνικά πνευματικά και
θρησκευτικά-θεολογικά δεδομένα των χρόνων μου. Μία ανοιχτή θεολογική σκέψη
σπάνια, σύγχρονη προβληματική που μας άγγιζε, σπουδή καίρια και καθαρή πάνω
στην διαχρονικότητα της ελληνικής παιδείας, καθαρή γνώση της ιστορικής
διαδρομής των κληροδοτημάτων και επιτευγμάτων της ελληνικής παράδοσης και του
πανάρχαιου Ελληνισμού. Όταν οι άλλοι παρευρισκόμενοι στο προαύλιο του κελιού
σιώπησαν για να μην χάσουν την «ευλογία». Το ίδιο άδικα τον κατηγορούσαν και
άλλοι μοναχοί συγγραφείς ιερών μονών στο Περιβόλι της Παναγίας σε συνομιλίες
μου. Εγκατέλειψα την χερσόνησο του Άθω με θλίψη, εσωτερικό πόνο, πικρία και απόγνωση για την ανθρωπιστική παγερότητα
και σκληράδα και δεν πάτησα ξανά στο Ελληνικό αυτό έδαφος. Μου έφτανε ο
ταρτουφισμός της κοινωνίας που ζούσα, δεν άντεχα και αυτόν (ορισμένων)
καλογέρων και των λόγων τους. Έπρεπε να
περάσουν βασανιστικά νεανικά χρόνια αγωνίας και προσωπικών αναζητήσεων, ψυχικών
βασανισμών και του νου φτερουγισμάτων, πολλαπλών και ποικίλλων αμέτρητων
διαβασμάτων και ερευνών για να ψυλλιαστώ, ότι το θέμα της πίστης ή της απιστίας
αντίστοιχα, είναι μία καθαρά προσωπική υπόθεση του καθενός και κάθε μίας, και
ότι δεν πρέπει να αφήνεται η «σωτηρία της ψυχής» και του σώματός μας στα χέρια
και λόγια και φοβέρες άλλων. Που ενδέχεται να μην ενδιαφέρονται κατά βάθος για
τα ουσιαστικά οντολογικά και υπαρξιακά προβλήματα και αδιέξοδα των ανθρώπων.
Στο πώς αντιμετωπίζουν τις σωματικές τους αρρώστιες, πως εκλαμβάνουν το
φαινόμενο της διαδικασίας προς τον θάνατο, που πεθαίνουν μόνοι και
απροστάτευτοι, αβοήθητοι στις σύγχρονες μοντέρνες κοινωνίες μας, με αναπάντητα
ερωτήματα ή που δεν τους καλύπτουν οι απαντήσεις της θρησκείας ή της εκκλησίας.
Χριστιανικές ή Άθεων πεποιθήσεων, Ιδεολογικά φορτισμένες ή Πολιτισμικά
μοντέρνες. Δυστυχώς, τους ενδιαφέρει μόνο η όποια βεβαιότητα της ατομικότητάς τους,
η ασφάλεια της πίστης τους όπως την αντιλαμβάνονται στην προτεινόμενη ιστορική
παράδοση του Χριστιανισμού, των προνεωτερικών χρόνων της Ιστορίας. Αλλά αυτό,
σηκώνει μεγάλη συζήτηση που δεν είναι του παρόντος.
Ο ρόλος του πανάρχαιου θεσμού της
Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Ιστορία της Ελλάδος και
των αγώνων και θυσιών του Ελληνισμού είναι ιστορικώς αναμφισβήτητο, παρά τα
ιστορικά και θρησκευτικά παρατράγουδα ορισμένων Εκκλησιαστικών ηγετών και άλλων
θρησκευτικών παραγόντων και του χριστιανικού ποιμνίου. Η Εκκλησία από την άλλη
σαν κοινωνία αλληλεγγύης και
αλληλοσυγχώρεσης των ανθρώπων έχει απολέσει την ελευθερία και ανεξαρτησία της
γενόμενη «παλλακίδα» της επίσημης ελληνικής κρατικής εξουσίας και της εκάστοτε
πολιτικής κυβερνητικής αρχής. Φαντάζει θελκτική η εικόνα πάνω στις εξέδρες των
πολιτικών επισήμων σε τελετές και παρελάσεις να παρευρίσκεται και η θρησκευτική
εκάστοτε εξουσία καθώς παιανίζουν οι καραμούζες εθνεγερτικά εμβατήρια και
ύμνους ομαδικής αγαλλίασης. Να βλέπεις παιδαρέλια με ράσο να απλώνουν τα χέρια
τους να τα φιλήσουν άτομα μεγάλης ηλικίας που τα πρόσωπά τους και οι δικές τους
παλάμες είναι γεμάτα ρόζους από τους καθημερινούς διαρκείς σκληρούς αγώνες της
βιοπάλης των ίδιων και των οικογενειών τους. Να ακούς από άμβωνος να
εκτοξεύονται αρές και πολεμοχαρείς ιαχές απαγορεύσεων, ηθικολογίες της
κλειδαρότρυπας, και να μην αντιλαμβάνονται το πονηρό παιχνίδι της Πολιτικής. Ότι
κάθε φορά που λαμβάνουν αντεργατικά και αντικοινωνικά μέτρα ενάντια στην
κοινωνία και τον λαό οι πολιτικοί, νάσου και ένα εκκλησιαστικό σκάνδαλο
σεξουαλικού ενδιαφέροντος για να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη και να έχουνε
να λένε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η Εκκλησία σαν πανάρχαιος θεσμός του
Ελληνισμού ( σωστότερα μάλλον οι εκπρόσωποί της) δεν θέλουν να αποδεχτούν ότι
παίζουν τον ρόλο της λαϊκής ομαδικής ψυχολογίας και παρηγοριάς μέσα στις
εκκλησίες και τους ιερούς ναούς, αντί πάνω στο κλινικό ντιβάνι του Γραφείου
ενός παλαιού ψυχαναλυτή. Ότι η εμπλοκή της με την κρατική πολιτική, ο
ασφυχτικός εναγκαλισμός της με τους μηχανισμούς της κρατικής εξουσίας την
έβλαψε διαχρονικά και την οδήγησε σε ένα είδος περιφερόμενης «αγιαστούρας» με
τον βασιλικό σε εγκαίνια, κόψιμο της κορδέλας και έκθεσης ιερών εικόνων και των
συμβόλων τους στα σπίτια των Ελλήνων που, όπως έλεγαν σε ένα γνωστό σήριαλ,
ταιριάζει και με την ταπετσαρία. Αν αυτό δεν είναι ασέβεια προς το τιμώμενο
πρόσωπο και ιερό σύμβολο θυσίας της εκκλησιαστικής παράδοσης που εικονίζονται
οι ιδεότυποι της πίστης και της ευλάβειας, τότε τι είναι, η καθαρή άρνησή σου
απέναντι σε ένα ανώτατο Ον και όλα τα μεταφυσικά συμπαρομαρτούντα; Ούτε ένθεος
είναι κάποιος επειδή νήστεψε και ασκήτεψε στην ζωή του σε ένα κελί ή ένα
μοναστήρι, ή στα πέτρινα μοναστήρια της Καππαδοκίας. Λίγο να ανοίγαμε τα μάτια
της ψυχής μας, να απλώναμε τα φτερά του νου μας, να βάζαμε σε μία άλλη
εγρήγορση και προβληματισμό, διλήμματα την σκέψη μας, θα συνειδητοποιούσαμε το
άδειο του Ουρανού μέσα στην Ιστορία της Ανθρωπότητας. Την ένδοξη και τεράστια
Θεϊκή ή Δαιμονική τρύπα όπως αυτή του Όζοντος. Ούτε Εξωγήινοι, ούτε Θεός ή
Δαίμονες υπάρχουν και ασφαλώς, για να μην κοκορευόμαστε ούτε υπήρξαν ποτέ οι
αρχαίοι παγανιστικοί Θεοί και Θεές των
Αρχαίων Εθνικών Ελλήνων. Η Κοσμολογία άλλα αποφαίνεται για την
αυτοαναφορικότητα της ύπαρξης του Κόσμου μας στην αυτοκίνησή του και η
Δαρβινική θεωρία αποδέχεται και μας επιβεβαιώνει τη των ζώων και της φύσης διαρκής
εξέλιξη και επιβίωση, επικράτηση. Τα επιτεύγματα της επιστήμης και της
τεχνολογίας και η με σωστή κρίση και χρήση αποδοχή τους δεν σημαίνει κατεδάφιση
των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων και ιερών συμβόλων, μνημονεύσεων και
προσδοκώμενων αναφορών, σημαίνει κατά την κρίση του γράφοντος, ότι μπορεί,
δύναται ο θεολογικός λόγος και καλλιτεχνία, αισθητική αρχοντιά της
εκκλησιαστικής τέχνης και πολιτισμός να προτείνει το μέτρο, την ισαξία των
ανθρώπινων δυνατοτήτων στην εποχή και των χώρων τους. Να κρατά την ισορροπία
της ανθρώπινης συνείδησης στα πετάγματά της, να περιορίζει την «ακτινοβολία»
του Κακού που καιροφυλακτεί με κάθε ευκαιρία ή εκπέμπεται από πιστούς και απίστους,
σε ορθόδοξους και των άλλων δογμάτων και παραδόσεων Χριστιανούς, Ανθρώπους.
Ο
Χρήστος Γιανναράς σε ένα από τα βιβλία του, μας μιλά, και πολύ ορθά, για την
εμπιστοσύνη του χριστιανού ανθρώπου απέναντι στο Πρόσωπο του Χριστού, του
Εμμανουήλ, του Υιού του Ανθρώπου. Και αυτό στέκει στους διαύλους επικοινωνίας
της ανθρώπινης λογικής μας, η προσωπική του καθενός και κάθε μίας ιδιαίτερη
εμπιστοσύνη στην μυθική- παραμυθιακή, ή αποκαλυπτική Εικόνα της Κοινωνίας ως
συλλογική αποδοχή της σταυρικής θυσίας του Αμνού, ως αποκάλυψη του Θείου μέσα
στην Ιστορία όχι ως προσταγμάτων ηθικών απαγορεύσεων και μικροπολιτικών της
αρετολογίας και ανταμοιβής, συμφερόντων «βολέματος», αλλά ως μιάς άλλης κατάστασης
και αίσθησης του Κόσμου σε Κοινωνία με τον Άλλον, αν αυτό υπήρξε ποτέ στις αληθινές
του ιστορικές διαστάσεις. Η προσωπική σχέση εμπιστοσύνης και αδελφοσύνης,
αλληλοβοήθειας, το μοίρασμα της αγωνίας με την αγωνία, της μοναξιάς με την
μοναξιά, της αβεβαιότητας με την αβεβαιότητα, των βαθμών απιστίας με τους
βαθμούς απιστίας του διπλανού σε ενοριακό και της γειτονιάς εκκλησιαστικό
επίπεδο. Του μοιράσματος των πολλαπλών προσώπων της ερημιάς. Η Εκκλησία
ενδέχεται κάποτε στην ιστορική της πορεία να υπήρξε το χωνευτήρι των συλλογικών
και ατομικών αγωνιών του χριστιανού ανθρώπου. Από παλαιότερες καταστάσεις μέσα
στην Κοινωνία πηγάζει το μαρτυρολόγιό της, η μαρτυρία της, η σταυρική της θυσία
ως μέτρο ανθρώπινης κατανόησης και ερωτηματικής αγωνίας για τα Πριν και τα
Μετά. Οι περισσότεροι πιστοί χριστιανοί δεν θέλουν να αποδεχτούν ότι ο
Χριστιανισμός μέσα στην ροή του χρόνου της Ιστορίας υποχωρεί συνεχώς, παρά τις
προσαρμοστικές αναδιπλώσεις του χάνοντας διαρκώς ανθρώπινες επικράτειες πίστης
και παλαιότερες χριστιανικές εδαφών επικράτειες. Κοντεύει να καταντήσει μία
Εκκλησία που διασώζει ερείπια πίστης, πέτρινα μοναστήρια και τάφους, κελιά με
οστά, άδεια κενοτάφια, σκαλισμένους πάνω σε πέτρες βίους αγίων και οσίων μέσα στις
ερήμους που τους σκεπάζει αργά και σταθερά η λήθη, ή η σκόνη του θρησκευτικού
τουρισμού των κατακομβών του φόβου και των πολιτικών διώξεων. Του μεγάλου
ιεροεξεταστή. Κλέη παλαιά βυζαντινών ορθόδοξων οστεοφυλακίων μιάς άλλης πανσπερμικής
των λαών θεώρησης της δεύτερης Ρώμης, της θρησκευτικής «αμαρτωλότητας». Των
άδειων αλειτούργητων εκκλησιών μιάς εθνικής ορθόδοξης παράδοσης που δεν θέλει
να κοινωνήσει με την σημερινή των αιώνων αλήθεια ζωής και πρόσληψης του Κόσμου
του σύγχρονου και μοντέρνων ηθών και πρακτικών ανθρώπου. Ο Χριστιανισμός
μεταλλάσσεται σύμφωνα με τα κρατικά κελεύσματα και τις ανάγκες του ελληνικού
κράτους και των πολιτικών και οικονομικών εξουσιών στην επιδίωξη της
προσαρμογής του και της πρόσδεσής του στο άρμα των ισχυρών οικονομικά και
στρατιωτικά κρατών της Δύσης. Βλέπε περίπτωση εισβολής στην Ουκρανία. Αλλά καθ
ημάς Ανατολή μπορεί κάποτε να υπήρξε, καθ’ ημάς όμως ορθόδοξη Δύση αποκλείεται
να υπάρξει. Είναι περιορισμένου βεληνεκούς τα ορθόδοξα ελληνικά χριστιανικά
προστάγματα του. Οι των ημερών μας πολεμικές και άλλες καταστάσεις και επίφοβες
εξελίξεις δηλώνουν περίτρανα προς τα πού βαδίζουν οι λαοί της Ευρώπης και της
Δύσης, αλλά και της Ανατολής. Οι παγκοσμιοποιημένες Κοινωνίας και Ζωές των σύγχρονων ανθρώπων δεν ασχολούνται με ιερές
και άλλες πολιτισμικές διδαχές του Υιού του Ανθρώπου και παραδόσεις. Οι
«βεβηλώσεις» είναι αναπόφευκτες σε έναν απομαγεμένο Κόσμο για να χρησιμοποιήσω
μία παλαιότερη αλλά πάντα επίκαιρη ρήση της Κοινωνιολογίας και της Φιλοσοφίας.
Έχει σημασία αν η προπαγάνδα της «συμπερίληψης» ή των κλασικών γραμμάτων και
των χριστιανικών αρχών θα ποδηγετήσει εκ νέου την «σκοροφαγωμένη» από ιδέες και
ελπίδες ζωή μας;. «Πολιτισμός πηγή δυστυχίας» μας λέει ένα βιβλίο του πατέρα
της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ. Και δεν είμαι ούτε ηθικολόγος ούτε θεούσα
ούτε ακροδεξιός, ούτε οπαδός της καταστροφής που θα έγραφε σε κείμενό του ένας
των ημερών μας κριτικός του κινηματογράφου, ή άλλη δημοσιογραφική πένα.
Εξάλλου, τα χριστιανικά και του ευρωπαϊκού διαφωτισμού στρατόπεδα συγκεντρώσεως
του Άουσβιτς και του Νταχάου, τα Γκούλακ, δεν απέχουν χρονικά μεγάλο διάστημα
από τις γενιές μας, η μνήμη μεταφέρεται και δικαίως, για τις μεγάλες και
διαρκείς σιωπές γήινων επίσημων εκπροσώπων και Ουράνιων δυνάμεων. Δεν είναι και
τόσο «άγνωστες» οι βουλές του Κυρίου. Πρακτικές ιεράς εξέτασης, καύσεις βιβλίων
και επ’ αμοιβή συγχωροχάρτια. Άτιμο το παιχνίδι της Ιστορίας και της
ονειρεμένης προσδοκώμενης «σωτηρίας» μας, εντός ή εκτός Εκκλησίας.
Ο Χρήστος
Γιανναράς, με τον πάντα ερωτηματικό του λόγο, την πράα φωνή του, το μειλίχιο
ύφος του, την καθαρότητα της σκέψης του και των πυρετωδών συλλογισμών του, μας
μιλούσε επαναλαμβανόμενα και κουραστικά αρκετές φορές για την αρχοντιά της
αυτογενούς Ελληνικής παράδοσής μας. Τα βιβλία του θέτουν ερωτήματα για τα ουσιώδη
και καίρια του βίου μας, το εκκλησιαστικό της κοινωνίας πρόσωπο της ορθόδοξης
πίστης στις βιωματικές και όχι θεωρητικές και των ιδεών διαστάσεις. Στα κείμενά
του, τα δημοσιεύματά του, τα βιβλία του εκφράζει την ειλικρινή αγωνία και την
βαθειά του πίκρα για την φθοροποιό τροπή που πήραν τα πράγματα στην πατρίδα μας
μετά τον αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας και την ανεξαρτησία, την ίδρυση του
Ελληνικού τότε Βασιλείου. Όλη η προβληματική της σκέψης του εστιάζεται σε αυτήν
την ένθερμη αγωνία, το χαμένο ήθος, φρόνημα. Η ρητορική της φωνής του, το
άπλωμα της γραφής του είναι μία άλλη μαρτυρία, στρέφεται και επικεντρώνεται
γύρω από το καίριο και κυρίαρχο πρόβλημα της αλλοίωσης της αυθεντικότητας του
Εθνικού φρονήματος του Λαού μας. Στην δουλική αποδοχή στον καθρέφτη της
Ιστορίας του προσώπου μας και του χαρακτήρα μας όπως το ήθελαν και το έβλεπαν
οι δυτικοί, οι ξένοι, οι αλλόφυλοι, οι ρομαντικοί περιηγητές. Ήταν η Εικόνα μιας
πνευματικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς των Ελλήνων η οποία δεν μας ανήκε.
Δεν ήμασταν εξάλλου απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων όπως υποστήριζαν ορισμένοι
ευρωπαίοι συγγραφείς και ιστορικοί. Είμασταν ένα μίγμα αλβανικών και σλαβικών
νεότερων κατακτητικών φυλών. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Φαλμεράγιερ. Ακόμα
και πρόσφατες Ευρωπαϊκές Ιστορίες θέτουν τα θεμέλια της Ευρώπης στον αιώνα του
Καρλομάγνου, παραβλέποντας τον ποιητικό μύθο του Μόσχου και την Ελληνική
προγενέστερη κληρονομιά. “Finis Graeciae” φωνάζει με σπαραγμό ψυχής εδώ και
χρόνια, όμως, να προλάβει τι, να διασώσει ποιό, αυτό που ήδη εμείς οι Έλληνες
εδώ και χρόνια έχουμε αποφασίσει να αποβάλουμε ως στοιχείων του χαρακτήρα μας
και επιλέξει στην «μαντάμ Σουσού» επιθυμία μας να εκδυτικοποιηθούμε; Να γίνουμε
και Εμείς σαν λαός Ευρωπαίοι με το φράκο της «καπιταλιστικής» αδιαφορίας και
της κοινωνικής εκμετάλλευσης; Αν δεν κάνω λάθος. Της αποπροσωποποίησης της
ανθρώπινης οντότητας στο όνομα του αλόγιστου κέρδους; Στην αλλοίωση και παρακμή
των ανθρωπιστικών χαρακτηριστικών στο όνομα της ισοπέδωσης της πολιτισμικής
διαφορετικότητας και της μαζικής ομοιομορφίας; Πιστεύουμε αλήθεια ότι θα
συγκινηθούμε από ένα μαρτυρολόγιο ανθρώπου της πίστης περισσότερο από ότι από
το πλούσιο και αστραφτερό δράμα μιάς σταρ του Χόλλυγουντ; Οι σταρ του
Χόλλυγουντ, ηθοποιοί και τραγουδιστές, αθλητές κλπ. βρίσκονται στα σύγχρονα
εικονοστάσια των ανθρώπων. Κοιτάξτε πως τρέχουν να τους δουν από κοντά, να τους
μιλήσουν, να τους ζητήσουν ένα αυτόγραφο να ρωτήσουν τι τρώνε, πως κοιμούνται,
πώς ξοδεύουν τα πλούτη τους, και, κατόπιν πέστε μου η απομάγευση του Κόσμου δεν
παράγει νέα είδωλα προσκυνήματος; Της συνεργίας των πιστών χριστιανών ή των
άθεων ή των αγνωστικιστών, των αδιάφορων για τα ουσιαστικά της ζωής αν δεν
λαθεύω;
Η γραφή του Χρήστου Γιανναρά ήταν ένα από
τα ελαχιστότατα των νεοελλήνων κεντρίσματα αφύπνισης της εθνικής μας συνείδησης,
της ανίχνευσης της αυτογνωσίας μας στα μετά την χούντα χρόνια. Δύο ήσαν οι
κύριοι διανοητές της γενιάς μας, στα θρησκευτικά και υπαρξιακά μας φτερουγίσματα,
η φωνή του Χρήστου Γιανναρά και αυτή του Στέλιου Ράμφου, μιλώ πάντα για τα
πεδία προβληματισμού της ορθόδοξης διανόησης, και όχι από τα άλλα παραπλήσια ή
κόντρα αντίθετα της αριστεράς μονοπάτια έρευνας και ενασχόλησης γύρω από τα
ζητήματα της ελληνικής ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας. Όπως ήταν οι φωνές του πολιτικού
και γκραμσιακού Νίκου Πουλαντζά, του χειραφετημένου από τον μαρξισμό Κορνήλιου
Καστοριάδη, του ανοίγματος των οριζόντων του Παναγιώτη Κονδύλη, του πολύμορφου
στις αναζητήσεις του Κώστα Παπαϊωάνου, του προκλητικού ορισμένες φορές Βασίλη
Ραφαηλίδη και ορισμένων άλλων. Ειδική μνεία οφείλουμε ότι στους προβληματισμούς,
τα ερωτήματα και υπαρκτικές αναζητήσεις της γενιάς μας, ιστορικά διλήμματα,
στάθηκε και η ιστορική ματιά εθνικής αυτογνωσίας μας, η ήρεμη φωνή του
ιστορικού Νίκου Σβορώνου. Στον αμιγώς λογοτεχνικό χώρο, κείμενα και
δημοσιεύματα του πεζογράφου Δημήτρη Χατζή συνηγορούσαν στους προβληματισμούς
και τις αναζητήσεις μας, προσθετικοί προβληματισμοί των λογίων και συγγραφέων
της Γενιάς του 1930.
Αυτό που μας
έμεινε τελικά- για να επιστρέψουμε στην περίπτωση του Χρήστου Γιανναρά και την
ολομέτωπη έχθρα εναντίον του από όλες
τις ιδεολογικές και της θρησκείας πλευρές-, είναι η αξιοπρεπή δημόσια στάση του
απέναντι στους αρνητές και υβριστές του. Οι σοβαρές και με επιχειρήματα
απαντήσεις του δίχως μνησικακία και υστερόβουλες εκδικητικές προθέσεις. Ο
κρυφός πόνος της απόρριψής του, η ατομική του μελαγχολία και θλίψη, η απόγνωση,
η απαισιοδοξία της προσπάθειας του εγχειρήματός του να διασώσει ότι διασώζεται
έστω και την τελευταία στιγμή. Μιάς ελπίδας που σιγοσβήνει. Διακρίνει κανείς
αμέσως καθώς τον διαβάζει την πληγωμένη ευστοχία των απαντήσεών του με μοναδικό
του σκοπό να ενεργοποιήσει πνευματικές δυνάμεις διάσωσης του ελληνικού
φρονήματος και όχι η «παρτάκικη» μόνο υπεράσπιση των λόγων και των γραπτών του.
Να αποτρέψει το τέλος μιάς χώρας, της πατρίδας μας, μιάς εθνικής οντότητας με
πανάρχαια κληρονομιά. Την δημόσια απολογητική του έναντι όλων αυτών εντός και
εκτός του χώρου της εκκλησίας και των πολιτικών ιδεολογικών χαρακωμάτων που στράφηκαν
εναντίον του, λες και γύρευαν έναν «αποδιοπομπαίο» τράγο για τα δικά τους λάθη
και αδιαφορίες, μικροσυμφεροντολογισμό. Οι φωταδιστές ιερωμένοι και αριστεροί
κουλτουριάρηδες, οι «βολεμένοι» με κάθε μεταπολιτευτική κυβέρνηση και εξουσία
μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας. Όλο αυτό το πολιτικό και
εκκλησιαστικό, πνευματικό και ιδεολογικό κατεστημένο που βρίσκονταν στα
πράγματα πριν την επταετία και επανήλθε και μετά το πέρας της δικτατορίας πάλι
στα πράγματα. Η αγωνία της απόγνωσής του για την αλλοίωση του χαρακτήρα της
πίστης του λαού του, συγγενεύει με φωνές ρώσων ορθοδόξων της διασποράς όπως του
π. Γεωργίου Φλορόφσκι, του Νικολάου Μπερντιάγεφ και άλλων.
Ο Χρήστος Γιανναράς, είναι μια σοβαρή,
ευαίσθητη και έμπειρη, υπεύθυνη και σοφή παρουσία του σύγχρονου Ελληνισμού, μία
ελληνική φωνή η οποία μας μάγευε όταν την ακούγαμε στην δημόσια ρητορική της,
στην ακτίνα της δεινότητας του αξιακού της ανθρωποκεντρικού συστήματος, στην
εκκλησιαστικοποίηση της επιχειρηματολογίας του. Με την πραότητα και ευγένειά
της η δημόσια φυσιογνωμία του Χρήστου Γιανναρά προκαλούσε πάντα το μεγάλο
ενδιαφέρον του κοινού, (που δεν είχε εμπλακεί σε ιδεολογικές και θρησκευτικές
κοκορομαχίες) ήταν ένα μάθημα ο λόγος του περί Ελληνικής αυτοσυνειδησίας
προσκλητήριο, ένα ιστορικό εγερτήριο επανεύρευσης των αξιών της φυλής μας , ένα
πολιτιστικό «αριστοκρατικής» δημοκρατικότητας κέντρισμα. Οι αίθουσες και οι
χώροι που έδινε τις διαλέξεις του ήταν πάντα γεμάτες. Καθήμενοι και όρθιοι
παρακολουθούσαν με οικειοθελή ησυχία τα λόγια του, τις συζητήσεις που μετείχε,
κρατούσαν σημειώσεις, έθεταν ερωτήματα ουσίας, πρωτόγνωρα, καίρια όπως τους
προέτρεπε ο ίδιος ο ομιλητής. Η ατμόσφαιρα και τα λόγια του φιλοσόφου και
θεολόγου ανδρός συνεχίζονταν και στα φιλικά σπίτια των ακροατών του. Το
ετερόκλητο σε ηλικία και θρησκευτικές-όχι μόνο γνώσεις και πεποιθήσεις
ακροατήριο, απολάμβανε τον πλούτο της γλώσσας του, την ευρύτητα των λεγομένων
του περί ελληνικής παιδείας και εθνικής μας ιδιοπροσωπείας, πηγαίας αρχοντιάς
του Ελληνικού Λαού για τις οποίες μας μιλούσε και έγραφε εδώ και δεκαετίες
ακούραστα και υπομονετικά. Μας πρότεινε να γνωρίσουμε επισκεπτόμενοι την
επαρχιακή, νησιώτικη, μη αστική Ελλάδα. Ήταν η άλλη μη τουριστική όψη της
πατρίδας μας τότε- μετά το 1974- η περισσότερο ειδυλλιακή και μάλλον ηθογραφική
αλλά ανθρωποκεντρική. Δίχως τα «δεκανίκια» της τουριστικής οικονομίας. Θυμάστε
την φράση του Σερραίου πολικού. «Θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης». Που η
συντήρηση και που η προοδευτικότητα στις μέρες μας. Ένας θεολόγος και λόγιος
ξεχωριστός ο Γιανναράς, που δεν ζητούσε πιστοποιητικά ομολογίας πίστεως,
απόλυτης αποδοχής των όσων έλεγε. Ενός φιλόσοφου που ήθελες να ακούς και να
αυξάνεις το δικό σου ερωτηματολόγιο. Πάντα μειλίχιος, ήρεμος, κάπως
ακριβοθώρητος, επιλεκτικός από τη φύση του, από την ευρύτητα της παιδείας του,
ή την θρησκευτική του ιδιοσυγκρασία! ο πολυγραφότατος και πολυμαθής Χρήστος
Γιανναράς ήταν πάντα ανοιχτός, δοτικός σε αμφισβήτηση των δικών του πρώτα-πρώτα
απόψεων, κοινωνικά και πολιτικά ειλικρινής, έθετε πρώτα και κύρια τα δικά του
γραφόμενα και δημοσιεύματα σε επαναδιαπραγμάτευση, επανεξέταση, αμφισβήτηση,
κρίση. Ερωτηματική απολογητική απορία. Ο λόγος του είναι πάντα ερωτηματικός και
όχι κατηγορηματικός, σκληρός, κυνικός, ψυχρός, ξύλινος, αμβωνικά κραυγαλέος,
είτε αναφέρεται σε ζητήματα αμιγώς φιλοσοφικά, είτε σε θέματα εκκλησιαστικής
παιδείας και αγωγής, είτε έχουν να κάνουν με την σοβαρή σπουδή του πάνω στην
ανεύρεση και διατήρηση της Ελληνική μας ταυτότητας, σε ένα χαμένο ήθος και
πολιτιστικής αισθητικής. Έλληνας ή Γραικός. Είτε αναφέρονταν σε θέματα ελληνικής
οντολογίας και βαδισμάτων της ελληνικής και παγκόσμιας φιλοσοφίας. Μας μιλά για
υψηλά θεολογικά ζητήματα και κοινωνικές προτεραιότητες των Ελλήνων με καθαρό
ύφος και σταράτο λόγο. Σπουδάζει ζητήματα που ακούγαμε και διαβάζαμε για πρώτη
φορά με έναν τρόπο ελκυστικό και διαλεκτικό, φορές «μαιευτικό», όχι κάθετης,
μανιχαϊστικής αποδοχής ή απόρριψης. Οι απαντήσεις του είναι ανοιχτές στον χρόνο
και στην καλή πρόθεση των αναγνωστών τους. Στις ερμηνείες των ερωτηματικών
προτάσεων που θέτει επαναπροσδιορίζει βλέμματα και οπτικές, συσχετίσεις και
αγκυλώσεις αιώνων. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες, γίνεται κειμενογράφος σε
περιοδικά για κινηματογραφικές ταινίες, επιφυλλιδογράφος στον εβδομαδιαίο τύπο
για τα κακώς κείμενα της σύγχρονης Ελλάδος, Κοινωνίας και Ελληνικής πολιτικής
σκηνής πρόσωπα. Αχαρακτήριστες κυβερνητικές πρακτικές ελλήνων πολιτικών που εξουσιάζουν
με μεγάλη ισχύ και αποδοχή του κόσμου δίχως ίχνος αυτοκριτικής. Εξαιρετικό το
ύφος γραφής του. Αν και αρκετές φορές γκρινιάζει υπερβολικά, αντιλαμβάνεται την
εποχή του και την πολιτική του στάση μέσα σε αυτήν δημοκρατικά, αναμνησιολογικά
αριστερών διδασκαλικών του καταβολών χωρίς παρωπίδες αλλά με κριτική σκέψη,
αυστηρότητα και δίκαιη κρίση. Θυμάται σχολικούς του συνοδοιπόρους και
συμμαθητές. Ηθικολογεί σε ορισμένα γραπτά του, ευτυχώς όχι πολλά, δεν χάνει την
σοβαρότητα και ποιότητα του, την επαναλαμβανόμενη σταθερότητα των απόψεών του.
Άλλοτε η γραφή του είναι κομμάτι «ατσαλάκωτη» γλωσσικά, όχι όμως ξύλινη.
Υπάρχουν κείμενά του που αναφέρεται στο Ελληνικό ήθος, το ήθος του λαού μας,
ιχνογραφώντας το και ιχνομυθώντας το με πινελιές αγιογράφησης και ανεξάντλητου
λυρισμού.
Ο Χρήστος
Γιανναράς είναι ένας από τους ελάχιστους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς της
μεταπολιτευτικής εποχής μας, ένας λόγιος που έκανε υπερήφανη την χώρα που
γεννήθηκε, αυτά τα χώματα που περπάτησε, στο Έθνος και την αυτοκρατορική επικράτειά
του στην οποία ανήκει. (ο υγιής ελληνοκεντρισμός του θυμίζει ελληνικές μουσικές
και πολιτικές φυσιογνωμίες οικουμενικού βεληνεκούς όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο
Παναγιώτης Κονδύλης). Δεν είναι κριτής των σαλονιών και των μητροπολιτικών
θρησκευτικών μεγάρων, ο επαρχιώτης που θαμπώθηκε από τα φώτα της εσπερίας. Ο
φλογερός ιεροκήρυκας που φοβίζει τα πλήθη. Δεν σχολιάζει την επικαιρότητα του
καιρού του εξ καθέδρας, βολεμένος στις δάφνες του, δεν ανταλλάσσει τις σκέψεις
του με πολιτικές ή εκκλησιαστικές θέσεις, οφίτσια. Δεν ασχολείται με τετριμμένα
και πιασάρικου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος ζητήματα ηθικής των εκπροσώπων της
Εκκλησίας, του Κλήρου, αλλά και ούτε αφήνεται σε υμνητικές βυζαντινές
μεγαλαυχίες λόγων για μοναχούς και ιεράρχες. Όταν αναφέρεται στον Ιωάννη
Ζηζιούλα, τον Διονύσιο Κοζάνης κλπ. Προτιμά να κρίνει το θεολογικό σύμπαν του
Θωμά του Ακινάτη. Δεν πίστεψε ποτέ ότι κρατά τον ορθόδοξο «πάπα από τα γένια»,
απλός και καταδεκτικός, έσπειρε τον ερωτηματικό του λόγο ευελπιστώντας να
καρπίσει. Ακολούθησε την ερωτηματική σκέψη και προβληματισμό όπως αυτή
φανερώθηκε στα μέρη της αρχαίας Ιωνίας από τους αρχαίους έλληνες φιλόσοφους και
στοχαστές, έλληνες διανοητές. Η κλίμακα της σκέψης του είναι όχι μόνο υψηλή
αλλά και τεράστια, διαθέτει ήθος και ιλιγγιώδεις γνώσεις που σε αφήνουν
κατάπληκτο. Οι αναβαθμοί των πολιτιστικών και θεολογικών του αναφορών και
φιλοσοφικών του εργασιών τεράστιοι. Κατορθώνει και ενοποιεί διανοητικά, των
συλλογισμών του του άλματα. Φιλοσοφικοί συσχετισμοί, όπως του σημαντικού Γερμανού
φιλόσοφου που, τόσα ερωτηματικά γεννά η φιλοσοφία του, του Μάρτιν Χάιντεγκερ με
τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και την αποφατική του θεολογία («Χάιντεγκερ
και Αεροπαγίτης», εκδ. Δόμος) σπανίζει στην ελληνική σκέψη. Ίσως προσπαθεί να
εδραιώσει μιάς ελληνικής εκδοχής φιλοσοφικό και εκκλησιαστικό υπαρξισμό. Ίσως,
ανατρέχει σε στάσεις και περιπέτειες βιωματικού βίου που πλέον έχουν παρέλθει,
δεν αγγίζουν τους Έλληνες, αλλά και ούτε την πνευματική του διανόηση, την
λογιοσύνη των σύγχρονων δασκάλων και καθοδηγητών του. Μας μιλά για την σχέση
του άντρα και της γυναίκας μέσω μιάς οντολογίας βατής, κατανοητής, την
σεξουαλικότητα, τους γλωσσικούς κώδικές της σε μικρές αριθμημένες ενότητες στο
βιβλίο του «Οντολογία της Σχέσης, εκδ. Ίκαρος. Ποιος αναγνώστης του δεν
στοχάστηκε πάνω στο βιβλίο του «Το πρόσωπο και ο έρως» Όλες οι επανεκδόσεις από
τον Δόμο. Ποιος ακραιφνώς ορθολογιστής και θιασώτης της Μαρξιστικής ιδεολογίας
(ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί) δεν διάβασε το μελέτημά του «Ορθός λόγος
και κοινωνική πρακτική» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Ποιος έλληνας στοχαστής δεν
διάβασε την Σπουδή πάνω στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, το βιβλίο του, « Η Μεταφυσική
του Σώματος» εκδ. Δωδώνη. Γράφει το δίτομο έργο «Σχεδιάσματα εισαγωγής στη
φιλοσοφία» εκδ. Δόμος. Για τον άγιο Νικόλαο τον Καβάσιλα και τον κυρ Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη. Το παραγνωρισμένο και όχι όσο του όφειλε δοκίμιό του «Το αίνιγμα
του κακού», εκδ. Ίκαρος. Συγκεντρώνει μέρος των πολιτικών του επιφυλλίδων στους
τόμους: «Η πολιτική γονιμότητα της οργής» εκδ. Ιανός. Και από τις εκδόσεις
Αρμός τα «Κατόρθωμα η δημοκρατία όχι συνταγή» και Πόση δημοκρατία Αντέχουμε.
Την σειρά «Πολιτική Χρονογραφία», και το «Ελλαδικά προτελεύτια» εκδ.
Καστανιώτης Και πόσα δεν άκουσε για βιβλία του όπως «Ενάντια στη θρησκεία» εκδ.
Ίκαρος, το «Καταφύγιο Ιδεών» η προσωπική του μαρτυρία από θρησκευτικά
περιβάλλοντα. Την «Απολογητική» και την περιβόητη «Νεοελληνική Ταυτότητα», εκδ.
Γρηγόρη. Ανθολογεί το «Αλαφαβητάρι του Νεοέλληνα» Κείμενα επίκαιρης ελληνικής
αυτοσυνειδησίας, εκδ. Πατάκη. Και ποιος δεν απόλαυσε και συμφώνησε με το
«αλφαβητάρι της πίστης», δεν συγκινήθηκε με την συνοπτική εισαγωγική και παντώς
αυτεξεταστική» ατομική του μαρτυρία σαν συγγραφέας, στο έργο του «Έξι
φιλοσοφικές ζωγραφιές», εκδ. Ίκαρος. Σταθμός σημαντικός των ερευνών του, η
εργασία του «Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα» εκδ. Δόμος 1992, και
δεκάδες άλλοι τίτλοι βιβλίων του, επανερχόμενες σταθερές του θέσεις, στοχασμοί,
κρίσεις, σοβαρές απόψεις, θεολογικές και της παράδοσης επισημάνσεις. Ξεδιπλώνει
λαγαρά τις σκέψεις του, διατυπώνει με φωνή αγωνίας και εσωτερικού πόνου ότι
άλλο Θρησκεία και άλλο Εκκλησία. Μια ορθή θέση που, δεν κατορθώθηκε να γίνει
αποδεκτή από τους σύγχρονους Έλληνες. Η ένθερμη προσωπική του σπουδή πάνω στην
κληρονομιά της ελληνικής γλώσσας, οι αρμονικές και ισορροπημένες ποιητικές
παρεμβάσεις μέσα στα κείμενά του και τα άρθρα του με λόγια και στίχους από το έργο
ποιητικών αντρικών και γυναικείων φωνών της Ελλάδος, (Οδυσσέας Ελύτης, Κική
Δημουλά, Γιώργος Σεφέρης…) ο εμπλουτισμός της γραφής του με πολιτιστικούς της
γραφής και της προφορικής παράδοσης πνευματικά αποθέματα, απομνημονευματογράφων
αγωνιστών του 1821. Μακρυγιάννης και όχι μόνο, καθιστούν τα βιβλία του αξιόλογα
συντροφικά βοηθήματα για όσους ενδιαφέρονται να γνωρίσουν την περιπέτεια της
ελληνικής σκέψης τον προηγούμενο και παρόντα αιώνα στην επικουρία των
αναζητήσεών τους. Τις τελευταίες δεκαετίες η φωνή του δεν αφορούσε μόνο της
πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας ζητήματα και αρνητικά κυβερνητικά
καθέκαστα και κρίσιμες πολιτικές των κυβερνόντων αποφάσεις, αλλά και το πάντα
ανοιχτό ζήτημα, τον μορφωτικό και παιδαγωγικό πλουτισμό της Ελληνικής Γλώσσας.
Μια χρήση γλώσσας υψηλής ποιότητας, ενός γραπτού του λόγου φωτεινού, μερικές
φορές όμως (κατά την κρίση μου) κάπως «περίκλειστου» στην θαμπωτική πράγματι
ομορφάδα του και την αστραφτερή λαμπρότητάς του.
Οι γενικές αυτές σκέψεις ήρθαν στο νου
μου καθώς διάβαζα το τεύχος του περιοδικού «Κοινωνιολογία» και τις απαντήσεις
του δασκάλου Χρήστου Γιανναρά. Εξάλλου, έχω δημοσιεύσει παλαιότερα τις απόψεις
μου για την ποιότητα και το ήθος της παρουσίας του και ορισμένων τίτλων βιβλίων
του. Ένας τρόπος σκέψης και ένας τρόπος βιωματικής ύπαρξης του Ελληνισμού μιάς
άλλης χαμένης πλέον εκκλησιαστικότητας.
Ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς απαντά στη συντακτική ομάδα της
«ΝΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ»
Περιοδικό ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ
ΕΛΛΑΔΑΣ
Τεύχος 35/ Φθινόπωρο 2002, χρόνος 15ος,
περίοδος Β΄, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα σελ. 13-14
Ν. Κ.: Από την τακτική σας επιφυλλιδογραφία, ο
αναγνώστης αποκομίζει συχνά την αίσθηση μιάς πνευματικής και πολιτικής
μοναξιάς. Ήταν εξ αρχής επιλογή ζωής η αποστασιοποίησής σας από τα δρώμενα της
νεοελληνικής ζωής ή προϊόν διαδοχικών εμπειριών και απογοητεύσεων;
Χ.Γ.: Δεν
έχω τη συνείδηση ότι αποστασιοποιήθηκα ποτέ από τα συμβαίνοντα στην πατρίδα
μου. Ίσως δυστυχώς, αλλά δεν μπόρεσα να είμαι άνθρωπος αποκλειστικά του
σπουδαστηρίου, ούτε μου δόθηκε το χάρισμα του ερημίτη. Μετέχω στα κοινά
συνεχώς, αν και μόνο με την πένα μου- οι τόμοι με επικαιρικά άρθρα και
επιφυλλίδες μου συγκροτούν μια σχεδόν συνεχή πολιτική χρονογραφία τριάντα
περίπου χρόνων.
Οι απογοητεύσεις ήταν πράγματι πολλές και
για μένα ιδιαίτερα οδυνηρές: εμπιστευόμουν πάντοτε περισσότερο από όσο έπρεπε
τους ανθρώπους που αγαπούσα. Επιπλέον έχω το ελάττωμα να δηλώνω την απογοήτευσή
μου και αυτό δημιουργεί ρήξεις άκρως επώδυνες. Σας βεβαιώνω ότι δεν είναι
καθόλου πλεονέκτημα ούτε αρετή (γι’ αυτό ούτε και αφορμή καύχησης) να σε έχουν
γραμμένο στο μαύρο κατάστιχο όλα (μα όλα) τα πολιτικά κόμματα όλων των
αποχρώσεων, να σε μισούν θανάσιμα και δηλητηριωδώς οι «προοδευτικοί», να σε
αποφεύγουν μετά βδελυγμίας οι «συντηρητικοί», να είσαι το κόκκινο πανί για
άλλοτε αγαπημένους σου φίλους που συνέβη να φτάσουν σε ανώτατα αξιώματα.
Μιλήσατε για «μοναξιά». Ίσως η σωστότερη
λέξη να είναι «απομόνωση» και πρέπει να φταίω και εγώ γι’ αυτήν. Τώρα που
πέρασαν τα χρόνια, μου στοιχίζει που δεν είχα ποτέ την ευκαιρία στη ζωή μου να
«πράξω» μιάν άμεση κοινωνική προσφορά από θέση ηγετική στον δημόσιο βίο.
Καυχώμαι με παιγνιώδη αυταρέσκεια ότι δεν χρημάτισα ποτέ πουθενά «πρόεδρος»,
δεν πήρα ποτέ κανένα βραβείο, ποτέ κανένα παράσημο (γι’ αυτό και με συγκίνησαν
αφάνταστα οι Σέρβοι που τον περασμένο Μάρτιο με αναγόρευσαν διδάκτορα τιμής ένεκεν
στο Βελιγράδι). Όμως όλα αυτά στοιχειοθετούν τελικά μία αίσθηση ανεστιότητας
μέσα στην ίδια σου την πατρίδα και μία πίκρα άγονης περιθωριοποίησης.
Ν. Κ.: Στην εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής
ιστορίας, μοιάζει να έχουν δικαιωθεί οι πιο πικρές προβλέψεις. Ποιά, ποια τη
γνώμη σας, υπήρξαν τα κομβικά σφάλματα
μετά την Απελευθέρωση;
Χ. Γ.: Έτσι
αφαιρετικά και σχηματικά, όπως το απαιτεί η συζήτηση, θα έλεγα: Ένα και μόνο
σφάλμα. Η ηγέτιδα τάξη της ελλαδικής κοινωνίας επέλεξε και επέβαλε οι Έλληνες
να θεωρούν ως ελληνικότητα κάτι άλλο από τη ζωντανή συνέχεια και το δεδομένο
γίγνεσθαι της ιστορικής τους πραγματικότητας. Να θεωρούν ότι την ελληνικότητα
δεν τη συνέχισαν οι Έλληνες, τη συνέχισε η Δύση με τον θωμιστικό Αριστοτελισμό
και την Αναγέννηση και τον Ουμανισμό και τον Νεοκλασσικισμό.
Για να γίνει λοιπόν ξανά ελληνική η
«εκβαρβαρωμένη» ελλαδική κοινωνία, έπρεπε πρώτα να εκδυτικιστεί, ώστε να
πραγματοποιηθεί μια «μετακένωση» (έτσι έλεγε ο Κοραής) της ελληνικότητας από τη
Δύση στην τωρινή Ελλάδα.
Αν σπουδάσετε με πολλή προσοχή τη
νεοελληνική ιστορική πραγματικότητα, θα πιστοποιήσετε την αρχή της
«μετακένωσης» πίσω από κάθε παραμικρή πτυχή του θεσμικού, του πολιτικού, του
κοινωνικού βίου. Η «μετακένωση» του δυτικού μοντέλου λειτούργησε στη Δικαιοσύνη,
στην εκπαίδευση, στη δημόσια διοίκηση, στην Εκκλησία, στο κομματικό σύστημα και
στις πολιτικές ιδεολογίες, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στη μουσική, στη
λογοτεχνία-παντού. Κάθε τι στην Ελλάδα κρινόταν και κρίνεται με το μέτρο της
απαίτησης να είναι «εφάμιλλον των ευρωπαϊκών».
Το ιστορικό αποτέλεσμα ήταν ότι με την
ίδρυση του νεοελληνικού κράτους σταματάει η ελληνική κοινωνία να παράγει
πολιτισμό. Κόβεται με το μαχαίρι, απότομα και οριστικά, η παραγωγή του
ελληνικού πολιτισμού. Παράγονται πολλά επιτεύγματα (κάποτε έξοχα και θαυμαστά)
απομίμησης του δυτικού πολιτισμού, αλλά η ελληνική πολιτιστική ιδιαιτερότητα
έχει τελειώσει. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος, η Μαρία Κάλλας, ο Παρθένης, ο Γύζης, ο
Εγγονόπουλος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι μεγάλα αναστήματα του πολιτισμού
της νεωτερικότητας πού απλώς έτυχε να γεννηθούν στην Ελλάδα. Όμως, τετρακόσια
χρόνια κάτω από τον εξοντωτικό τουρκικό
ζυγό οι Έλληνες παρήγαν αρχιτεκτονική, ποίηση, μουσική, ζωγραφική, κοινοτικούς
θεσμούς και κοινωνικές δομές που σήμερα μας αφήνουν έκθαμβους. Ο υπόδουλος λαός
γένναγε πολιτισμό. Ο ίδιος λαός ελευθερωμένος, μόνο μιμείται, πιθηκίζει, δεν
γεννάει τίποτα, δεν έχει πιά δική του ταυτότητα δικό του ιστορικό στίγμα.
Χρειάστηκαν εκατό χρόνια για να αρχίσει
η γενιά του ’30 να ανακαλύπτει τον ιλιγγιώδη λαϊκό πολιτισμό της Τουρκοκρατίας.
΄Αλλά αυτή η ανακάλυψη έμεινε περιθωριακή, δεν έφτασε ποτέ να επηρεάσει τα
κέντρα αποφάσεων και τους νευραλγικούς άξονες
της νεοελληνικής κοινωνίας. Η αλλοτρίωση βιωματικών ριζών και της εμπειρικής
παράδοσης συνεχίζεται ακάθεκτη και ραγδαία.
Δεν αντέχουμε συναισθηματικά να το
παραδεχθούμε (κι εγώ ο ίδιος παρασύρομαι και κάθε τόσο ελπίζω), όμως είναι
περισσότερο από φανερό ότι ο Ελληνισμός έχει οριστικά πιά τελειώσει.
Συνεχίζεται η ελληνικότητα να είναι μια κρατική υπηκοότητα, μια ιδεολογική
ρητορεία, ένα συμπαθητικό φολκλόρ, μαζί και μια γλώσσα που ραγδαία φθίνει και
στρεβλώνεται. Αλλά ιστορική πραγματικότητα πολιτισμού, πρόταση πολιτισμού που
να ενδιαφέρει (όπως άλλοτε) πανανθρώπινα, δεν είναι πιά, έχει προ πολλού
τελειώσει. Finis Graeciae. Το έγραψα το 1986 και δεν το καλοπίστευα. Σήμερα το ψηλαφώ
σαν χειροπιαστή πραγματικότητα.
Ν. Κ. Τι
διδάσκουν η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία για την παρακμή, ποιες είναι οι
προυποθέσεις αντιστροφής της, προκύπτουν αβίαστα ή υπό το βάρος νομοτελειακών
διαλυτικών εξελίξεων;
Χ. Γ., Αν η Μικρασιατική Καταστροφή δεν
λειτούργησε σαν τράνταγμα αφύπνισης και ανάκαμψης του Ελληνισμού καμμιά «εθνική
συμφορά» δεν θα το πετύχει. Η ιστορία του θλιβερού ελλαδικού κρατιδίου είναι
μία αλυσιδωτή διαδοχή αποτυχιών, ηλίθιων λαθών, άθλιων μικροτήτων, ευτέλειας,
ψυχοπαθολογικών εγωκεντρισμών, εξοργιστικής ανικανότητας. Μιά μια ακάθεκτη
παρακμή. Ο Ελληνισμός συρρικνώθηκε, ταπεινώθηκε, μπορούν πιά να τον
εξευτελίζουν ακόμα και οι Σκοπιανοί ή οι Αλβανοί, να τον διαπομπεύουν διεθνώς
οι Τούρκοι κάθε τρείς και λίγο.
Δεν υπάρχει έσχατο σκαλοπάτι έκπτωσης από
το οποίο και μετά να αρχίζει η ανάκαμψη. Δεν υπάρχουν αντικειμενικές
προϋποθέσεις αντιστροφής της παρακμής. Ίσως, σε μια προοπτική αιώνων, τα
επιτεύγματα του άλλοτε πολιτισμού των Ελλήνων να ξαναγίνουν αφετηρία γόνιμων
για τους ανθρώπους ζυμώσεων οπουδήποτε της γης. Αλλά για το σημερινό «Ελλαδέξ»
μη συζητάμε. Είναι τελειωμένη ιστορία.
Ν. Κ., Η
Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω κι αν πολλοί τη χαρακτηρίζουν άβουλη ή και παρακμιακή, θα
μπορούσε να αποτελέσει μια πιθανή, ακόμη και ελάσσονα προοπτική για το
προβληματικό μας κράτος. Ή «κάλλιον εστιν ιδέναι εν μέση τη Πόλει…»;
Χ.Γ., Αν η
Μικρασιατική Καταστροφή ήταν το ισχυρότερο αρνητικό τράνταγμα που όμως δεν
κατόρθωσε να αφυπνίσει τον Ελληνισμό από τη νάρκη του μεταπρατισμού, η είσοδος
στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, στα δικά μου μάτια, η ισχυρότερη θετική πρόκληση, η
γονιμότερη που δέχτηκε ο Νέος Ελληνισμός. Αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα
παραμικρής αφύπνισης. Η πρόσκληση απλώς διήγειρε έναν τρομακτικό πρωτογονισμό
βουλιμίας για εύκολο ατομικό πλουτισμό, για ανίερο και αδίστακτο πλιάτσικο. Τίποτε
άλλο. Ακόμα και για την εκπροσώπηση της Ελλάδας στην «Επιτροπή» της Ε.Ε. αποστέλλεται
κάποιος κομματικός ευνοούμενος δίχως κάν τη φιλοδοξία να αντιπροσωπευθεί η Ελλάδα
από ό,τι καλύτερο διαθέτει στο πολιτικό της στερέωμα. Ακόμα και τέτοιες στοιχειώδεις
ευαισθησίες μοιάζει να έχουν οριστικά χαθεί.
ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΕΎΧΟΣ 35 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2002, Σ.Σ. 13-14
Για τα Λογοτεχνικά Πάρεργα
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 18 Ιουλίου-2
Αυγούστου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου