Τα ΟΥ ΦΩΝΗΝΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ψυχοσάββατο εχθές, οι νεκροί γιορτάζουν
μέσω των ζωντανών, η ατέλειωτη και αυξανόμενη στρατιά των κεκοιμημένων,
αναζητά τρόπους να μάθει τι γίνεται στον πάνω Κόσμο, αυτόν που κάποτε τυχαία
και για μικρό χρονικό διάστημα, τον επισκέφτηκαν και απόλαυσαν τα ηρωικά και
βασανιστικά μεγαλεία του. Τον Κόσμο που μπορούν ακόμα οι ζωντανοί και βλέπουν
το φως του ήλιου, ανεβαίνουν στις ψηλές βουνοκορφές, σκύβουν να πιουν το
δροσερό νερό των ποταμιών, να ταΐσουν τους λευκούς αριστοκράτες των λιμνών τους
κύκνους, που ακούν τις φωνές των αηδονιών να συναγωνίζονται σε μουσική μαγεία
αυτά των κλασικών συνθετών, που λιάζονται στις παραλίες με τα κάθιδρα κορμιά
τους, απολαμβάνοντας την καλοκαιρινή χρυσαφιά μαγεία των ημίγυμνων σωμάτων. Που
κολυμπούν θωπεύοντας τα κοντινά τους ρωμαλέα-ακόμα-ερωτικά σώματα, που
ερωτεύονται, και μισούν από ερωτική εκδίκηση, που προσεύχονται και παιανίζουν
ύμνους λυτρωτικούς, και δεήσεις ελέους κρυφού σπαραγμού, που λιβανίζουν τα
δωμάτιά τους, και ασπρίζουν με αναμάρτητο ασβέστη τα δέντρα και τις αυλές των
σπιτιών τους, που γράφουν έπη για περασμένα κλέη και πολεμικές αμάχες, που
σκορπούν συνήθως άσκοπα τον χρόνο τους, πετροβολώντας τα όνειρά τους, που
οικοδομούν ναούς εξομολόγησης, των λογχισμένων οραμάτων τους, που πολεμούν μετά μανίας τους άλλους, χωρίς
σκοπό, δίχως αιτία, αναίτια και με ρομαντική διάθεση. Που μανταλώνουν τις
σκέψεις τους μέσα σε αιμοχαρή μανιφέστα. Που προβάλλουν το εγώ τους, με πείσμα,
Εικών ειμί Εγώ Κύριε, της δικής Σου ατέρμονης αιωνιότητος. Που προσδένονται
μετά μανίας και πάθους μετά ζηλοτυπίας και αφέσεως στους πρόσκαιρους συντρόφους
τους, με την ματωμένη ψυχή τους να αναζητά τον αιώνιο σύντροφο, και το σώμα
τους να τρέμει, καθώς αντικρίζουν την ζωντανή και πάλλουσα ομορφιά της φύσης,
καθώς αυτή ανοίγει ανελλιπώς τα φιλάνθρωπα σπλάχνα της αυτής φρικτής
Ωραιότητος. Που καρναβαλίζονται και κανιβαλίζουν, που μορφώνονται και αναζητούν
πνευματικά στηρίγματα σε ήρωες, σε θεούς, σε ημίθεους, σε ιδέες, σε
επαναστάσεις, στην Ιστορία, που κυμβαλίζουν τα ερωτικά τους πάθη και καψαλίζουν
τους σεξουαλικούς τους συντρόφους, που τραγουδούν μοιρολογώντας, και γράφουν
ποιήματα για να μείνουν στην αιωνιότητα των λέξεων. Που μεθούν και πεινούν, που
χορταίνουν με λόγια και ονείρατα, που ζωγραφίζουν την ομορφιά τους πάνω σε
παλέτες, και τα οράματά τους μέσα σε σπηλιές, έχοντας μόνο τους όπλο, μόνη τους
άμυνα, τα νύχια τους τα μωβ σαν τα κυκλάμινα. Ένα ατέλειωτο κομβόι σκιών
άσκιων, πρώην ζωντανών, που δεν έχουν την δυνατότητα πια να μεταφέρουν την
μνήμη και τις εμπειρίες τους, τις επιθυμίες και τις σκέψεις τους στον Κάτω
Κόσμο. Εκεί, που ανίερες καταβασίες τυφλών οδηγούν στα μυστικά των μυστικών,
και οι πιο τυχεροί από τους μογιλάλους ίσκιους άισκιους, στήνουν ιερές
λειτουργίες υπέρ των κοινωνούντων του ιχώρ της λησμονιάς. Και από την άλλη, η
μικρή μειοψηφία των ζωντανών της Γης, ανησυχεί, τρομάζει, για την ξαφνική
απώλεια των υλικών της αγαθών, τα πρόσκαιρα κεκτημένα των οραμάτων της Ζωής της,
που με κόπο και βάσανα, θυσίες και αγώνες, πολέμους και αγοραπωλησίες,
συγκέντρωσε δίπλα της, στερούμενη ασυναίσθητα, την ίδια την χαρά της Ζωής.
Ευλογητός
Συ Θάνατε, δίδαξόν με τα δικαιώματά Σου. Οι ζωντανοί, δεν προλαβαίνουν από τις
πολλές σκοτούρες που συσσωρεύουν να συνειδητοποιήσουν έγκαιρα, τι τους
περιμένει καθώς ετοιμάζονται να βαδίσουν το σκοτεινό μονοπάτι χωρίς επιστροφή.
Αυτό που δεν έχει Ερμαϊκές στήλες επιστροφής. Οδοδείχτες ικετευτικών
παρακλήσεων ελέους. Αυτό που τα ίχνη των βαδιστών δεν διακρίνονται στον
καθρέφτη του ερέβους, δεν χωρατεύουν σε φαράγγια απόκρημνων παθών. Απολαμβάνουν
μακάριοι αυτά που δεν μπορούν να νιώσουν οι Άλλοι. Σπαταλούν το πολύτιμο και
πρόσκαιρο σήμερα που τους έλαχε να ζήσουν από την Μοίρα, εν ονόματι μιας ελπίδας
ενός αβέβαιου ιστορικού αύριο. Ενός μέλλοντος, χωρίς εικόνα ανθρώπου να
υπερίπταται στα σκοτεινά σύννεφα.
Ευλογητός Συ Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματα Σου. Παράξενες
οι παραξενιές της ζωής των ζωντανών, ακατανόητες ακόμα και από τους πρώην
ζωντανούς. Ποζάρουν πάνω στον καθρέφτη της Ιστορίας χτυπώντας τα πάθη τους πάνω
στο αμόνι της ζωής. Λαγοπερπατούν υποδυόμενοι τους ισχυρούς, αλλοδαποί της ζωής
μεταξύ αλλοδαπών.
Τις αγορεύει βούλεται Κύριε, τα Σα δικαιώματα. Ψυχοσάββατο,
η γέφυρα των ζωντανών προς την ατραπό των κεκοιμημένων, αλλά και η ασέληνη οδός
των νεκρών προς τους ζωντανούς. Ένας ίσκιος ονείρου η Ζωή, ένα όνειρο σκιάς ο
Θάνατος. Που αρχίζει η ζωή και που τελειώνει ο θάνατος, κανείς μας ακόμα δεν
κατόρθωσε να ερμηνεύσει.
Οι εορτές
και η μνήμη των νεκρών, προετοιμάζουν το τελευταίο ξεφάντωμα των ζωντανών, τις
Απόκριες.
Ευλογητός Συ Άνθρωπε, δίδαξόν με τις ελπίδες της
ζωής Μου.
Προετοιμαζόμενοι για το Τριώδιο, οι Απόκριες είναι το τελευταίο
ξεφάντωμα γλεντιού και κεφιού, η τελευταία κραιπάλη των ανθρώπων, η τελευταία
περίοδος λίγο πριν διανύσουν την στενωπό της σαρακοστής, πριν η ασκητική
νηστεία του σαρανταημέρου, χωνέψει τα διονυσιακά γεύματα και διώξει την Βακχική
τσίκνα. Ούτως ή άλλως, ο μελιζόμενος και όχι μεριζόμενος αμνός, αναμένει την
σούβλα του σκοτεινού ανθρώπινου ελέους, της πάντα αχόρταγης, παμφάγου
πανανθρώπινης γαστέρας.
Την
περίοδο αυτή, πριν αρχίσουν τα κοντάκια των στεναγμών, και οι ειρμοί των
λυγμών, ο Έλλην άνθρωπος και ξεσπαθώνει και ξεσαλώνει. Στήνει ρινγκ
λογοτεχνικών παλεμάτων, ανεβαίνει πάνω στις πασαρέλες των αρμάτων υιοθετώντας
πολύχρωμες παρενδυσίες και παρουσιάζοντας επί του κάρου σκετς των κρυφών του
σεξουαλικών πόθων. Το σπέρμα και ο οίνος ρέουν χωρίς έλεγχο στις σκηνογραφικές
αυτές συναθροίσεις. Τα πλατό του βίου πλημμυρίζουν από μελλοντικές Κασσιανές
και μελλοντικούς Μαρίες Αιγυπτίες. Οι προβολείς φωτίζουν τους πάντες, ενώ το
λυκόφως των κάθε είδους και απόλαυσης γεύσεων ετοιμάζεται να παραδώσει την
σκυτάλη, στην αυγή την ροδοδάχτυλη των χαιρετισμών της πικρολεβεντομάνας.
Ας
απολαύσουμε ομού, το πανηγύρι του Ίακχου, ας γνωρίσουμε την παννυχίδα των
σκανδαλιστικών βωμολοχιών των λέξεων και των πειραγμάτων, των γαμοτράγουδων και
των δημοτικών ποιητικών παραστρατημάτων, τα Ου Φωνητά των Ελλήνων
κυμβαλιζομένων των Αποκριών.
• Θάττον αν πέντε ελέφαντας υπό μάλης κρύψει τις ή
έναν κίναιδον.
• Ο άντρας μου είναι κερατάς κι εγώ καλή γυναίκα.
• Εδώ γαμούμε αρσενικούς, και συ γυρεύεις νύφη.
• Ο Θεός να σε φυλάει από παλιά πουτάνα κι από
καινούργιον έμπορα.
• οι λελυγισμένοι.
• Πιάστε, πιάστε το χορό,
πιάσε νύφη μ’ το γαμπρό
κι ακλουθάτε το σκοπό
στο τραγούδι που θα ειπώ.
Νύφη μ’ μην παραπηδάς,
στενοτράβα το χορό
για ν’ ακούσεις να χαρείς
του γαμπρού τις προκοπές.
Μακροπούτση μ’ αδερφέ
μακροτράβα το χορό
χοντροπούτση μ’ αδερφέ,
χοντροτράβα το χορό
αντραδέρφη και κυρά,
μη μου τον παραπαινάς,
βράδυ τόνε γλέπουμε.
• Των τεχνών τα κλέη αφήστε, των τεκνών τα πέη
φιλήστε.
• Γαμιέσαι τώρα σαν τρελή
χύνεις σαν αγελάδα
κι ακόμα δεν εχόρτασες
του πούτσου τη γλυκάδα.
• οι καμπτόμενοι
• Της γιατρίνας το βρακί
τόβαλα κ’ είναι φαρδύ.
Άνοιξε κι ο πλάτανος
καύλωσε κι ο δάσκαλος
Άνοιξε κ’ η κρεβατίνα
καύλωσε και η γιατρίνα.
Άνοιξε και ο αριός
καύλωσε και ο γιατρός.
• δια τας αρρητοποιίας των αρρένων
• Τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνια,
και της πουτάνας τα παιδιά οι πρώτοι καπετανέοι.
και της πουτάνας τα παιδιά οι πρώτοι καπετανέοι.
• Λουκρητία Γιωργία.
• Δίχως κέρδη κέρατα, δίχως πομπές κουδούνια.
• ο ιστορικός Αγαθίας πιστοποιεί ότι κατά τον Σ΄
αιώνα οι άνδρες: εις αλλήλους ξείνον άγουσι γάμον».
• Παράδερνε μουνάκι μου, να βρεις το ριζικό σου.
• Πούστη γιο και κόρη γάμησε, πούστη γιο παντρέψου.
• Το καημένο του μουνάκι
πούχει μπρος και πίσω αυλάκι
όταν κάθεται γελάει
κι όταν περπατάει μασάει,
κι όταν κατουράει σφυρίζει
και τον πούτσο φοβερίζει
Απ’ την καύλα λιγωμένο
κι απ΄το χάδι μεθυσμένο
ήθελε να γαμηθεί
με πολύ χοντρή ψωλή.
• δηλίκιον πειραιώτου
• ήμουν νιός Μαρία μου,
ήμουν νιός, και τραγουδούσα,
το χορό μπροστά τραβούσα
και τις όμορφες κοιτούσα,
τώρα γέρασα ο καημένος
και μ’ εβάλανε στον πάτο.
Σας παρακαλώ, κορίτσια,
να με βάλετε στη μέση
να με βάλετε στη μέση
να φιλήσω όποια μ’ αρέσει.
Κι αν φιλήσω μαύρα μάτια,
να με κάνετε κομμάτια,
κι αν φιλήσω παντρεμένη
την πληρώνω την καημένη
κι αν φιλήσω καμιά χήρα,
ψυχικό στην κακομοίρα.
• Τοιούτος τις, τοιουτεύει
• Η κότα, το ψάρι κι η γυναίκα θέλουν χέρι.
• Η κουβέντα είναι πουτάνα, και ο έτσι τραμουντάνα.
• Πάει ο πούτσος στο παζάρι,
δεν ηξέρει τι να πάρει,
βρίσκει του μουνιού τον πάτο
και τον κάνει άνω κάτω.
• ετρύφα μειρακίους ψιλούς και μήπω λείω του σώματος
αρρενοφανέσι.
• Καυλοπυρέουσσα.
• Παιδάρια βινούμενα.
• Φταίει κανείς; Το μουνί της αλληνής.
• Γάμα με να σε γαμώ, να περνούμε τον καιρό.
• Γαμιέσαι γιέ μου και χαίρεσε, γαμιέσαι και λυπάσαι,
Δεν με φοβίζει μάν’ μου, τ’ άγριο το γαμήσι,
μον’ με πονεί ο Κωνσταντής,
που δεν μπορεί να χύσει.
• Θες να σου δώσω δυό ψωλιές
βασιλικές και ντρίτες,
να τρίξουνε τα δόντια σου
κι ούλοι σου οι τραπεζίτες.
• Τες μεγάλες Αποκριές
στέκοντ’ οι ψωλές ορθές,
γιέμ και το μεγάλο Πάσχα
στέκουν τα μουνιά και χάσκα.
Εκ Πειραιώς ερρύη τα φαύλα, και εκ Πειραιώς πηγάζει τα
κρείττω
Καλές Απόκριες, φίλοι συμποσιαστές, Σάββατο 12
Μαρτίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου