Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Τηλέμαχος Κώτσιας

Τηλέμαχος Κώτσιας
Οι δεινόσαυροι των Αθηνών, εκδόσεις Πατάκη 2015, σ. 174
    Πάνε αρκετές δεκαετίες τώρα, που ο άγγλος ποιητής και δοκιμιογράφος Τόμας Στερν Έλιοτ, εξέφρασε επίσημα την επικήδεια κρίση του, ότι η λογοτεχνία, το λογοτεχνικό είδος γενικότερα, έχει πλέον κλείσει τον κύκλο του μέσα στην εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Γραμμάτων, με το έργο του Γουσταύου Φλωμπέρ και του Χένρυ Τζέημς. Όπως πάλι, την ίδια πάνω κάτω περίοδο με τον Έλιοτ, άλλοι αναγνωρισμένοι συγγραφείς και κριτικοί, δήλωναν, πως μετά το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου από τους Ναζί κατακτητές, δεν μπορεί πλέον ο Ευρωπαίος άνθρωπος να γράφει ποίηση. Ο ποιητικός λόγος έκλεισε τον κύκλο του, με το τέλος του αιώνα του ρομαντισμού, όμως οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι Ευρωπαίοι, με τις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά και τεχνολογικά κοινωνίες τους, ξαναβρήκαν το κουράγιο τους, συνήλθαν από τις τραγικές καταστροφές του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, επούλωσαν τις πληγές τους και η ελπίδα σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο, επανήλθε μέσα στις καρδιές και την ζωή τους. Ο αιώνας του μυθιστορήματος, των μεγάλων μυθιστορηματικών τοιχογραφιών του 19ου αιώνα, όπως μας τον γνώρισαν μέσα από το έργο τους ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Ονόρε ντε Μπλαζάκ, η Τζέην Ώστιν, ο Κάρολος Ντίκενς, για να μείνω σε μερικά μόνο ονόματα που σημάδεψαν τον μυθιστορηματικό λόγο, έχει πλέον παρέλθει. Τα μεγάλα μυθιστορηματικά έπη, αυτές οι λαϊκές επαναστατικές «φυλλάδες», είχαν αποκτήσει για τους νεότερους αναγνώστες και συγγραφείς, μια θα γράφαμε, μεταφυσική διάσταση μέσα στις συνειδήσεις τους. Η Ιστορία, δεν γραφόταν πλέον από τις πένες των συγγραφέων, αλλά από τα πλήκτρα των γραφομηχανών των ρεπόρτερ ή των δημοσιογράφων, όπως του Χέμινγουεϊ ή του Τρούμαν Καπότε, για να θυμηθούμε δύο Αμερικανούς στιλίστες του είδους. Θέλω να πω ότι, ο διηγηματικός και ο μυθιστορηματικός λόγος, τις τελευταίες δεκαετίες της Ευρωπαϊκής αλλά και παγκόσμιας πλέον οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, που μαστίζει τον Δυτικό και όχι μόνο κόσμο, μετά την συγγραφική και αναγνωστική ανάπαυλα της νοτιοαμερικανικής πεζογραφίας, και των μεγάλων εθνικών συνθετικών επών της Νοτίου Αμερικής, το ενδιαφέρον των δημιουργών στράφηκε σε πιο μικρές φόρμες γραφής, επαναπροσδιόρισαν τους οραματικούς και συγγραφικούς τους στόχους. Οι κανόνες και οι προϋποθέσεις των προηγούμενων συγγραφικών γενεών άλλαξε, παράλληλα με τις πολιτικές και ιστορικές συνθήκες γύρω τους. Ο μυθιστορηματικός λόγος έχει πλέον να περιγράψει μια πιο πολύπλοκη και συνθετότερη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Η γραφιάδες του πεζού λόγου, δυσκολεύονται κατά κάποιον τρόπο να περιγράψουν αυτήν την τόσο σκοτεινή, αλλά άκρως αληθινότερη γύρω τους πραγματικότητα, σε σχέση με αυτήν που σχεδίαζαν μέχρι τότε στα γραφεία τους κατά μόνας. Τον ρόλο αυτόν, τον αποδίδει πλέον, με καλύτερο και πιο ελκυστικό τρόπο για τις μεγάλες μάζες ο κινηματογραφικός φακός. Ο κόσμος του κινηματογράφου αντικατέστησε τους επικούς συγγραφείς του πρό-προηγούμενου αλλά και του προηγούμενου αιώνα. Η ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος» απέδωσε ανετότερα στις συνειδήσεις των ανθρώπων την εσωτερική διαμάχη της Βόρειας Αμερικάνικης Ηπείρου. Το ίδιο θα μπορούσαμε μάλλον να ισχυριστούμε και για τα καθ’ ημάς, με τις κινηματογραφικές ταινίες που μετέφεραν στην μεγάλη οθόνη το μυθιστορηματικό έργο του μεγάλου μας πεζογράφου παραμυθά Νίκου Καζαντζάκη. Και εκτός της κινηματογραφικής τέχνης, ο κόσμος των σήριαλ της τηλεόρασης επικουρικά, προσέφερε την ευκαιρία στους καθημερινούς μεροκαματιάρηδες ανθρώπους να δουν, να γνωρίσουν, και να απολαύσουν την ιστορία των παλαιότερων αλλά και των χρόνων τους, αμεσότερα και καταλυτικότερα μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, είτε κατά μόνας, είτε παρέα με την οικογένειά τους. Ετσι οι νέοι πεζογράφοι, είχαν πλέον την δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ ενός όχι και τόσο εμπορεύσιμου και αποδεκτού, από το μεγάλο κοινό γραπτού λόγου, στηριγμένου σε παραδοσιακές φόρμες και σε κανόνες μιας άλλης εποχής, ή να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και αφήνοντας κατά κάποιον τρόπο στην άκρη τους προσωπικούς τους ονειρικούς συγγραφικούς σχεδιασμούς και συγγραφικές «ματαιοδοξίες», να ασχοληθούν με τα πολύ σύγχρονα και «αχαρτογράφητα» προβλήματα της ύπαρξης των σύγχρονων ανθρώπων των μεγαλουπόλεων, που ούτως ή άλλως κουβαλούσαν μέσα τους, μια και οι ίδιοι, ανέπνεαν από την ίδια κοινωνική και πολιτική ατμόσφαιρα.
     Η θεματολογία της ελληνικής πεζογραφίας έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας. Οι μεγάλες μυθιστορηματικές συνθέσεις ενός Νίκου Μπακόλα, ή ενός Ευγένιου Αρανίτση, έχουν πλέον καταθέσει τις όποιες συγγραφικές τους επιταγές στην τράπεζα του πνεύματος της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων, και φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται μάλλον σήμερα από το αναγνωστικό κοινό, για τις πολύτομες συνθετικές μυθιστορηματικές ιστορικές τοιχογραφίες ενός Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, ή τα μυθιστορηματικά οικογενειακά αστικά πορτραίτα γενεών του Τάσου Αθανασιάδη. Πολύτομα έργα, ενός κόσμου που έκλεισε τον κύκλο του μάλλον, αφήνοντας πίσω του μια γλυκιά και τρυφερή ανάμνηση και νοσταλγία.
     Τις νέες κοινωνικές καταστάσεις, τις πιο πολύπλοκες, συνθετότερες και ίσως, δυσκολότερα εντοπίσημες, μια και ο πολιτιστικός χυλός της παγκοσμιοποίησης και του παγκόσμιου οικονομικού σούπερ μάρκετ έχει πλέον εδραιωθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων, και οι μεγάλες επαναστατικές διακηρύξεις του προηγούμενου αιώνα, οι οικονομικές προφητικές εξαγγελίες, οι ηγέτες των μεγάλων οραμάτων, έχουν πάρει προ πολλού την θέση τους στο χρονοντούλαπο τόσο της ιστορίας όσο και των ανθρώπινων συνειδήσεων.
     Η νέα πεζογραφική θεματική έχει πλέον να αντιμετωπίσει ένα κατακερματισμένο και πολυφυλετικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο συγγραφέας οφείλει με την γραφή του να αντανακλά τα συνολικά και επιμέρους προβλήματά και αδιέξοδά του. Το άνοιγμα των βαλκανικών και εν γένει ευρωπαϊκών συνόρων, οι μετακινήσεις πληθυσμών, οι μεγάλες αλλαγές στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η γνωριμία και η αποδοχή των διαφορετικών πολιτισμικών δεδομένων από την δική σου, η αποδοχή των διαφορετικών θρησκευτικών δοξασιών, η μετανάστευση, η ευκολία των ταξιδιωτικών εμπειριών που έχει σαν επακόλουθο την άμεση γνωριμία μας με πολιτισμούς και έθνη που ανήκουν σε άλλη σφαίρα πολιτικής και κοινωνικής επιρροής από την δική σου, η αλληλοσυμμετοχή των ανθρώπων από διαφορετικές ηπείρους για να αντιμετωπίσουνε ομού τις κλιματολογικές αλλαγές και τα ακανθώδη οικολογικά προβλήματα, ο αλληλοδανεισμός των γλωσσών και άλλα σύγχρονα προβλήματα, έχουν δημιουργήσει εντελώς διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες οφείλει να ζήσει και να επιβιώσει ο σύγχρονος μη εθνικός κάτοικος, κάθε χώρας.
      Η πατρίδα μας, από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν σαν ένα καράβι που ταξίδευε, κομίζοντας την δική της εθνική και πολιτιστική φωνή και πραμάτεια στα πέρατα της οικουμένης. Στις μέρες μας ήρθε ο χρόνος να ενηλικιωθεί και να αποδεχτεί ότι αποτελεί και αυτή, μια αδιάφορη μάλλον γεωγραφική κουκκίδα μέσα στις τόσες άλλες εθνικές οντότητες της μεσογειακής λεκάνης και της ευρωπαϊκής ηπείρου γενικότερα. Αυτές τις νέες συνθήκες εκφράζει και η σύγχρονη πεζογραφική λογοτεχνία και ο μυθιστορηματικός λόγος.
     Οι σκέψεις αυτές που ίσως, να εμπεριέχουν κάποια δόση λογοτεχνικής ή ιστορικής αλήθειας, ήρθαν στον νου μου αυτό το τριήμερο της Αποκριάς, που, ενώ οι συνέλληνες συμπατριώτες μου καρναβαλίζονταν και διασκέδαζαν με τις τηλεοπτικές αριστερές σερπαντίνες και ανθρωπιστικούς χαρταετούς, που τους προσφέρει αφειδώς, και πλημμυρίζει η τηλεοπτική προπαγάνδα της Κυβερνητικής πολιτικής, της πρώτης φοράς αριστερά, μιας εκλεγμένης ασφαλώς κυβέρνησης των πλέων ατζαμήδων πολιτικών, που μας έχει φλομώσει στα πολιτικά ψέματα, διάβασα το νέο βιβλίο του Βορειοηπειρώτη συγγραφέα Τηλέμαχου Κώτσια, «Οι δεινόσαυροι των Αθηνών-Ταξίδι σε λάθος χώρα».
     Πολυγραφότατος συγγραφέας ο Τηλέμαχος Κώτσιας, μας έχει δώσει δείγματα γραφής του αξιόλογα και ενδιαφέροντα. Είναι πλέον ένας καταξιωμένος και ώριμος σύγχρονος πεζογράφος που χαίρει αναγνώρισης και σεβασμού από το αναγνωστικό κοινό.
      Το νέο του βιβλίο συναπαρτίζεται από δύο διαφορετικές ιστορίες ανθρώπων και χώρων θα σημειώναμε. Η πρώτη, που είναι και η μεγαλύτερη, «Οι δεινόσαυροι των Αθηνών» διαδραματίζεται μέσα στον χώρο μιας μεγάλης σύγχρονης τράπεζας της Ελλάδας. Η δεύτερη ιστορία, και κατά την γνώμη μου, η πιο ενδιαφέρουσα, «Ταξίδι σε λάθος χώρα», έχει να κάνει με μια σειρά ανόητων και ηλίθιων παρεξηγήσεων από Έλληνες κρετίνους γραφειοκράτες σαν και αυτούς που εδώ και χρόνια, στελεχώνουν την δημόσια διοίκηση. Αλλά και με μετανάστες και λαθρομετανάστες της γείτονος χώρας, της Αλβανίας, που κατέφτασαν κατά μπουλούκια μετά το γκρέμισμα του εκεί κομμουνιστικού καθεστώτος και με τον τρόπο τους, αναζωογόνησαν την εποχή εκείνη, την ελληνική οικονομία και φυσικά, δημιούργησαν και αρκετά προβλήματα στον ντόπιο πληθυσμό, μέχρι να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, και το κυριότερο, να αντιγράψουν με την σειρά τους, όλες της τις παθογένειες.
      Ο συγγραφέας στην πρώτη του ιστορία, με κεντρικό ήρωα τον Στέφανο Καρυπίδη έναν νέο άνθρωπο, ο οποίος θέλει να πληρώσει στην τράπεζα τα οφειλόμενα στην εφορία για να του δοθεί φορολογική ενημερότητα, στήνει μια σειρά από τυχαία και τραγελαφικά γεγονότα, που προέρχονται από τα άτομα που βρίσκονται μέσα στην μεγάλη αίθουσα της Τράπεζας, αναμένοντας την σειρά τους να βρεθούν μπροστά στα γκισέ και να εκτελέσουν τον εκεί οικονομικό τους προορισμό. Συμπτωματικά γεγονότα εντός της Τραπέζης και συναντήσεις με άλλα άτομα, όπως εκείνη με την νεαρή και με καυτό παντελόνι Έφη, ή το νεανικό ζευγάρι που ετοιμάζεται να ταξιδέψει και να παντρευτεί στον Καναδά, που και αυτά περιμένουν την σειρά τους, μέχρι το καντράν να δείξει το νούμερό τους, αλλά και με μία καλλίγραμμη και ποθητή, στα μάτια του φύλακα της τράπεζας, γυναικεία ύπαρξη την Αμαλία, που τον εξυπηρέτησε-κρατώντας του το χαρτί προτεραιότητας για να φτάσει στο γκισέ, όταν κουράστηκε από την πολύωρη αναμονή και θέλησε να εξέλθει για σύντομο χρονικό διάστημα από την τράπεζα, αποτελούν το γαϊτανάκι των ατόμων που μπλέκονται, άθελά τους, μέσα στα γρανάζια και τις παθογένειες της ελληνικής γραφειοκρατίας, ανεγκέφαλης εργασιακής αντιμετώπισης των πελατών, τυχαίων περιστατικών που ποδηγετούν σταθερά και σε βάθος χρόνου τον έλληνα φορολογούμενο πολίτη. Οι αδιέξοδοι συνδικαλιστικοί αιφνιδιασμοί και παρεμβάσεις, που εμποδίζουν τους πελάτες εντός της τραπέζης να κάνουν τις συναλλαγές τους, οι κωλυσιεργίες των υπαλλήλων εντός των διαφόρων γκισέ, η βαριεστιμάρα τους, η αβελτηρία και η συνήθης αδιαφορία του προϊσταμένου, η τήρηση του γράμματος ενός στείρου νόμου και εργασιακών οδηγιών, η φανερή και αναποτελεσματική διαχρονικά γραφειοκρατία, και άλλα πολλά που συνεχώς ταλαιπωρούν και ταλανίζουν τον φορολογούμενο έλληνα πολίτη, που δεν βρίσκει ποτέ μα ποτέ το δίκιο του, καταστάσεις και περιστατικά που κάνουν τα νεύρα του σμπαράλια, απεικονίζονται με μεγάλη μαεστρία από τον Τηλέμαχο Κώτσια. Ο συγγραφέας κεντά έναν καμβά τυχαίων γεγονότων, που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια την ζωή των σύγχρονων ανθρώπων είτε στο ψυχιατρείο, είτε στα κανάλια των τηλεοράσεων για να βρουν δικαιοσύνη και σχετικά άμεση και γρήγορη λύση στα διάφορα καθημερινά τους προβλήματα. Η λεπτολόγα και άμεση γραφή του, παρατηρεί τα πάντα μέσα σε αυτό το κλειστοφοβικό περιβάλλον, φέρνει στον νου έργα του Φρανς Κάφκα. Πρόσωπα, καταστάσεις, χώρος, επιπλώσεις, αγάλματα, ότι μπορεί να περιγραφεί μέσα σε αυτόν τον τραπεζικό χώρο, ο Τηλέμαχος Κώτσιας μας το εικονογραφεί, σε όλο το αδιάφορο και ζημιογόνο συνήθως για τον ανθρώπινο βίο και την ισορροπία του, συγγραφικό παιχνίδι. Όλα κινούνται σαν να προετοιμάζονται να γίνουν ένα μεγάλο θέαμα. Εξεγερμένα άτομα, υπομονετικοί επισκέπτες, φύλακες που τηρούν το γράμμα του νόμου της διοίκησης, ξένοι επισκέπτες και δημοσιογραφούντες υπάρξεις, όλοι και όλες με ότι κουβαλούν μαζί τους από τις ατομικές τους ιστορίες, σπονδυλώνουν το σύγχρονο κράτος των δεινοσαύρων των Αθηνών. Η ψυχρή του ματιά, συνδέει την πραγματικότητα που έχει μπροστά του με εκείνη που κλεφτά παρακολουθεί στην μεγάλη οθόνη, κατά την διάρκεια της πολύωρης αναμονής του. Ο κόσμος των δεινοσαύρων, τα αδιέξοδά τους και τέλος, ο εξαφανισμός τους από την γη κατά την διάρκεια των παγετώνων, με την αντικατάστασή τους από πιο προσαρμοστικά είδη, όπως είναι αυτό των ανθρώπων. Οι δεινόσαυροι έχουν αλλάξει μορφή, αλλά βρίσκονται ανάμεσά μας, εμποδίζουν την ζωή μας με την στειρότητα της σκέψης τους, την αναλγησία των πράξεών τους, τον ζηλόφθονο χαρακτήρα τους, τον ωχαδερφισμό τους και όλα εκείνα τα στοιχεία της φυσιογνωμίας τους, που σκοτώνουν κάθε ικμάδα ζωής δίπλα τους.
     Η ματιά του συγγραφέα βρίσκεται σε μια διαρκή εγρήγορση, παρατηρεί τα πάντα και τους πάντες, δεν του ξεφεύγει η παραμικρή λεπτομέρεια.Υπάρχουν στιγμές που γίνεται τρυφερή και μαλακώνει κάπως η έντασή της, όταν ερωτοτροπεί με την φαντασία του με την Αμαλία, καθώς την παρατηρεί να γδύνεται για να φορέσει την ενδυμασία της υπηρεσίας της, τότε σαν «κόκορας», παρατηρεί το σώμα της και την ερωτική πρόθεση των μαστών της, νιώθει άνετα καθώς τον φλερτάρουν οι άλλες γυναικείες υπάρξεις, αποδέχεται τα πεταχτά φιλήματα και τα λάγνα γυναικεία βλέμματα, το βλέμμα του επίσης, εστιάζεται στους μηρούς της Έφης, που ενώ πλάθει σχέδια για το μέλλον της, βλέπει την Αμαλία-την αντίζηλο, να διεκδικεί τον Στέφανο και ζηλεύει. Το όνειρο για έναν γάμο μαζί του στον Καναδά που τους προσκαλεί το νεανικό φιλικό ζευγάρι, που εντελώς τυχαία γνώρισαν κατά την διάρκεια της αναμονής τους, του Αλέξη και της Σοφίας, βλέπει να απομακρύνεται. Το ειδύλλιο που εντελώς τυχαία αρχίζει συναντά τις πρώτες του δυσκολίες. Η γραφή του Τηλέμαχου Κώτσια είναι στρωτή, ψιλοδουλεμένη, περιγραφική μέχρι σημείο κορεσμού, σε αυτήν την πρώτη του ιστορία. Καταστάσεις τυχαίες, αδιέξοδα άσκοπα, απρόοπτες ταλαιπωρίες, συναισθήματα που σιγοβράζουν μέσα στον ψυχισμό τους, φιλικές ζεστές χειρονομίες σαν και αυτές που δημιουργούνται κατά την διάρκεια πολύωρων αναμονών, και φυσικά, ένας κρυφός και όχι και τόσο λανθάνων ερωτισμός, μια θωπεία του νεανικού γυναικείου σώματος από τον ήρωα, που τον ξεσηκώνει και του διεγείρει την αντρική του φύση.
      Η δεύτερη ιστορία του Τηλέμαχου Κώτσια «Ταξίδι σε λάθος χώρα», είναι πιο τραγελαφική, σαν μια τραγική κωμωδία παρεξηγήσεων που φέρει την σφραγίδα της ελληνικής σύγχρονης πολιτιστικής και εθνικής ταυτότητας των νεοελλήνων.
     Εδώ και χρόνια είχα διαβάσει το άκρως ενδιαφέρον μελέτημα του Ευάγγελου Λεμπέση, «Η σημασία των βλακών εν τω δημοσίω βίω». Μια κοινωνιολογική ανάλυση από έναν επιστήμονα του προηγούμενου αιώνα, (το βιβλίο επανεκδόθηκε από τις γνωστές μας, οι εκδόσεις των φίλων), που διεκτραγωδεί την σύγχρονή του κοινωνική πραγματικότητα. Τον κακό τον αντιμετωπίζεις, τον βλάκα ποτέ.
      Ο Τηλέμαχος Κώτσιας, λες και αναλύει στην ιστορία αυτή τις αρχές του Λεμπέση, για τις κατά συρροήν ελληνικές παθογένειες τόσο στην δημόσια διοίκηση όσο και στις κοινωνικές δομές της πολιτείας. Η παρεξήγηση ξεκινά όταν ο διοικητής ενός αστυνομικού τμήματος, ζητά από δύο αστυνόμους υπηρεσίας να αφήσουν ελεύθερο τον κουμπάρο του, αλβανικής υπηκοότητας μετανάστη, ο ποίος πιάστηκε από υπερβολική δόση καθήκοντος και βλακείας,-χωρίς να φταίει-και οδηγήθηκε στο τμήμα κατά την διάρκεια σκούπας των μεταναστών, και αναμένουν την κλούβα της αστυνομίας για να τους απελάσουν στην χώρα τους. Περίπτωση συνηθισμένη πριν μερικά χρόνια, καθ' άπασα την ελληνική επικράτεια. Τα δύο όργανα της τάξεως, ευσυνείδητοι πατριώτες και φύλακες της έννομης τάξης και της ασφάλειας των Ελλήνων πολιτών, οφείλουν να υπακούσουν στις διαταγές των ανωτέρων τους και να πράξουν τα δέοντα. Έτσι, χωρίς να γνωρίζουν αγγλικά, χωρίς διάκριση και πρωτίστως χωρίς σκέψη, συλλαμβάνουν έναν νεαρό Σουηδό τυπογράφο τουρίστα που ήρθε στην χώρα, τον Λαρς Σίγκμουντσεν, για να συναντήσει την Ελληνίδα ερωμένη του την Χρύσα, με την οποία γνωρίστηκαν σε προηγούμενες τους διακοπές. Ο άνθρωπος αυτός, που η Χρύσα του έκανε γυναικείο ερωτικό καμάκι, δεν γνωρίζει ούτε την ελληνική γλώσσα, ούτε τις περιοχές της Αθήνας, απλά έχοντας μαζί του την διεύθυνση της Ελληνίδας φιλενάδας του, προσπαθεί να βρει την περιοχή που εκείνη κατοικεί για να την συναντήσει.Τα πράγματα όμως για εκείνον αλλάζουν όταν από ένα τυχαίο γεγονός, αυτό της απώλειας του πορτοφολιού του, για την ακρίβεια της κλοπής του μέσα στο φοβερό στριμωξίδι του τρόλεϊ, βρίσκεται χωρίς χρήματα και τα απαραίτητα προσωπικά εκείνα στοιχεία που δηλώνουν την ταυτότητά του και τον τόπο καταγωγής του. Οι σκηνές είναι σπαρταριστικές, τα συμβάντα προκαλούν όχι μόνο την θυμηδία αλλά το φανερό γέλιο του αναγνώστη, μιας και άμεσα αναγνωρίζει αρνητικές στιγμές και γεγονότα του δικού του βίου από την ανευθυνότητα και γραφειοκρατικό πείσμα της δημόσιας ελληνικής διοίκησης.Ο Σουηδός, ανίδεος για το τι σημαίνει ελληνικός νόμος και φύλακας της τάξης, ζει στιγμές μοναδικές και ανεπανάληπτες που θα του αλλάξουν το πεπρωμένο. Οι εικόνες εναλλάσσονται με μεγάλη ταχύτητα σαν να παρακολουθούμε ελληνική κωμωδία του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου. Κάθε έλληνας και μια ιδεοληψία, κάθε δημόσιος λειτουργός και ένας δυνάστης αυτοκράτωρ. Αμέριμνος ο Σουηδός τουρίστας, ο ερωτύλος ξένος, θα μπλέξει με τα γρανάζια της ελληνικής στενοκεφαλιάς και βλακείας, και θα βρεθεί στο κελί μαζί με μετανάστες αλβανούς που ετοιμάζονται να τους στείλουν πίσω στην χώρα τους. Μια κλυδωνιζόμενη ελληνική κοινωνία μεταξύ εθνικής ιδεοληψίας και πατριωτικού κουτσαβακισμού. Η ειρωνική και λεπτή ματιά του συγγραφέα, σκιαγραφεί τους χαρακτήρες που βγάζουν γέλιο και ευθυμία εξαιτίας των βλακωδών ενεργειών τους. Κανείς από τους ιθύνοντες της δημόσιας τάξης δεν βάζει το μυαλό του να δουλέψει, δεν αναρωτιέται μήπως κάτι δεν γίνεται σωστά, κανείς δεν σκέφτεται να φέρει σε αντιπαράθεση τον ξένο Σουηδό με ένα όργανο που να γνωρίζει μια ξένη γλώσσα, στην προκειμένη περίπτωση, τα αγγλικά. Όλοι θέλουν να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις της υπηρεσίας και να επιστρέψουν στο σπίτι τους ικανοποιημένοι, και ήσυχοι ότι έπραξαν το εργασιακό τους καθήκον. Αν στην πρώτη ιστορία έχουμε την ανατομία μιας εποχής και μιας ολόκληρης κοινωνίας που τυρβάζει περί άλλων από βαριεστημάρα και γραφειοκρατική στενοκεφαλιά, στην δεύτερη, έχουμε την μύηση θα γράφαμε, ενός ξένου και μιας αλλοδαπής ομάδας, στο πως λειτουργεί το Ρωμαίικο, σε όλο του το  φτηνό μεγαλείο. Λεπτή ειρωνεία, σαρκασμός, κακοπιστία, σαδιστικές συμπεριφορές, κόμπλεξ, αγραμματοσύνη, τυπολατρία, ψευτοδιλήμματα, ασυνεννοησία, επιλεκτική συμπεριφορά εξυπηρέτησης, κομπασμός εξουσίας, πρωτόγονος εργασιακός εγωισμός, άγχος εκτέλεσης εντολών, εθνικός κομπασμός, διανοητική ανικανότητα, ιδεοληπτικές μανίες πατριωτικού καθήκοντος και άλλες γνήσιες πανάρχαιες «αρετές» πολλών Ελλήνων, καταγράφονται με χιουμοριστικό τρόπο από την πέννα του Τηλέμαχου Κώτσια. Ακόμα και το όνομα και το επίθετο ενός παιδιού Φιλίππης Νέζης, ταιριάζει στην αντίληψη της ελληνικής διοίκησης και των οργάνων της, για να το εντάξουν στους Φιλιππινέζους. Σκηνές ενός ατέλειωτου ελληνικού παραλογισμού που όμως, θα οδηγήσουν τον Σουηδό τουρίστα σε μια διαφορετική πορεία της μοίρας του. Οι Αλβανοί μετανάστες περιγράφονται και αυτοί, με τα θετικά και τα αρνητικά της φυλής τους.Ο πόνος όμως και τα αδιέξοδα τόσο των Ελλήνων όσο και των Αλβανών, είναι κοινός. Τα οικογενειακά και οικονομικά τους αδιέξοδα το ίδιο. Όλοι κοινωνούν από το κοινό μαρτύριο της φτωχής μοίρας τους. Γιαυτό, και όταν το πούλμαν που τους μεταφέρει στην πατρίδα τους περνά τα ελληνικά σύνορα και αντικρίζουν τα αλβανικά βουνά, δεν γίνεται μόνο η μοιραία αλλαγή μέσα στην ψυχή του Σουηδού, που προσποιήθηκε ότι ήταν Αλβανός για να περάσει τα σύνορα, ενώ είχε ειδοποιηθεί η σουηδική πρεσβεία και τον αναζητούσε, για να του ζητήσουν συγνώμη οι ελληνικές αρχές που κατά λάθος τον συνέλαβαν, αλλά βλέπουμε και τους αλβανούς εργαζόμενους στην ίδια του την πατρίδα, να θέλουν να μεταναστεύσουν στην Σουηδία και ζητούν από τον Λαρς να τους βοηθήσει να βγάλουν βίζα για την βόρεια χώρα του. Βλέπουμε την Αλβανίδα γραμματέα να προσφέρει τα κάλλη της για μια βίζα για την Σουηδία. Στενοκεφαλιά, μπαγαποντισμός, ιδιοτέλεια εντεύθεν κακείθεν, αλλά και συντροφικότητα, φιλοξενία, οικογενειακή θαλπωρή, ανθρώπινες θερμές σχέσεις, ελπίδες προσωπικές, χαρακτήρες ακέραιοι και ντόμπροι που υφίστανται τα δεινά της φτώχειας τους και της αμέτρητης πολιτικής ευπιστίας τους. Ανυπεράσπιστα άτομα, δεμένα με την γη τους και το πανάρχαιο πνεύμα της που προσδιορίζει την ατομική τους μοίρα.Οι άνθρωποι αγωνίζονται να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε τρόπο και τίμημα, θετικό ή αρνητικό, όπου και αν βρίσκονται, δεμένοι με το ιστορικό αυτό περιβάλλον που λέγεται Βαλκάνια και μεσογειακή ατμόσφαιρα.
     Και στις δύο ιστορίες του ο Τηλέμαχος Κώτσιας, θέτει ερωτήματα ανθρωπιστικής υφής, παραθέτει συνειδήσεις πέρα από το εγκώ έλληνας εσύ αλβανός, η εξαθλίωση της ζωής είναι κοινή, τα αδιέξοδα επίσης, τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή δεν έχουν σύνορα. Ο ανθρωπισμός προέρχεται από την ίδια την ζωή, αρκεί να μην χαθεί το μέτρο που οικοδομεί την κάθε ξεχωριστή πολιτισμική ιδιοπροσωπεία των ανθρώπων. Η διαφορετικότητα είναι το πνευματικό σκευοφυλάκιο κάθε έθνους, όχι η ντόπια βλακεία του.
      Η γλώσσα του συγγραφέα και σε αυτήν την ιστορία, είναι στρωτή και απλή, το ύφος του φανερώνει ένα άτομο που έχει αίσθηση του χιούμορ, του σαρκασμού και της λεπτής ειρωνείας.
Νομίζω ότι στα χέρια ενός έμπειρου σκηνοθέτη, και οι δύο ιστορίες θα γίνονταν μια ενδιαφέρουσα ταινία, ιδιαίτερα η δεύτερη, που θα ήταν μια ξεκαρδιστική κωμωδία παρά το τραγελαφικό της υπόθεσης.
Διαβάστε τον συγγραφέα Τηλέμαχο Κώτσια και αναζητήστε τα βιβλία του κοινωνιολόγου Ευάγγελου Λεμπέση. Είναι ένας άλλος τρόπος να αγαπήσεις την χώρα σου, τώρα που άλλοι, εντός και εκτός των ελληνικών τειχών, την απαξιώνουν με ψεύτικες και κροκοδείλιες αριστερόστροφες ανθρωπιστικές διακηρύξεις.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Δευτέρα, 14 Μαρτίου 2016
Πειραιάς, με τον ουρανό να δακρύζει για το κατάντημα ανθρώπων και χωρών.                         
                                 

                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου