Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Η Έκθεση ζωγραφικής του Νίκου Εγγονόπουλου

Μια Έκθεση και δυό κριτικά σημειώματα

    Τέλος κι αρχήν η  μνήμη εδώ δεν έχει»
                                                                                                                   Άγγελος Σικελιανός   

          Στο νησί της Άνδρου, διοργανώνεται την περίοδο αυτή στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης- Ίδρυμα Βασιλείου και Ελίζας Γουλανδρή, έκθεση του υπερρεαλιστή ποιητή και εικαστικού Νίκου Εγγονόπουλου, «ΜΕ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ». 
Θαυμάζοντας για άλλη μία φορά τους θεσπέσιους πίνακές του σε βιβλία τέχνης που περιέχουν έργα του, στις σελίδες ενός λευκώματος με πίνακές του, βρήκα μία παλαιά, κιτρινισμένη σελίδα τετραδίου που είχα αντιγράψει-σε χρόνους που πλέον έχω λησμονήσει επισκεπτόμενος τις διάφορες Βιβλιοθήκες-από την ημερήσια εφημερίδα «Τα Νέα» της 1 Φεβρουαρίου του 1963, και αφορούσε το δημοσιευμένο εικαστικό σημείωμα της ποιήτριας και ιστορικού της τέχνης Ελένης Βακαλό για Έκθεση έργων του επίσης υπερρεαλιστή ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου. Μέσα στο δισέλιδο αυτό φύλλο τετραδίου με τις χειρόγραφες σημειώσεις μου, υπήρχε, και ένα μικρό-κιτρινισμένο και αυτό από τον παμφάγο της ζωής μας χρόνο-απόκομμα εφημερίδας της υπερρεαλίστριας ποιήτριας και τεχνοκριτικού που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Η Αυγή» της 3ης Νοεμβρίου 1985. Εδώ μεταφέρω ένα μέρος πού είχα αντιγράψει από την εφημερίδα «Τα Νέα» και το κριτικό κείμενο του αποκόμματος της σελίδας της εφημερίδας «Η Αυγή».
     Πενήντα τέσσερα χρόνια πέρασαν από την δημοσίευση του πρώτου άρθρου και τριάντα δύο χρόνια από την δημοσίευση του δεύτερου κειμένου της, και ο σοβαρός και μεστός θεωρητικός της λόγος παραμένει και σήμερα επίκαιρος. Σε καιρούς έντονης απομυθοποίησης και κατάργησης παραδοσιακών ελληνικών ισχυρών λαϊκών και μη μύθων και αξιών μέσα στην συνείδηση του κοινωνικού σώματος, και έντονης αμφισβήτησης παλαιών αλλά δημιουργικών συμβόλων παραμυθίας που αποτελούσαν μέχρι των αρχών της δεκαετίας του 1950, τον σημαίνοντα κύκλο στήριξης και αναφοράς των ελλήνων, και οικοδόμησαν αυτό που ονομάζαμε Ελληνικότητα και Παράδοση, κυοφορήθηκε και εντάσσεται τόσο η εικαστική παραγωγή του ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου όσο και ο εικαστικός λόγος της ποιήτριας Ελένης Βακαλό. Ένας γυναικείος λόγος σφιχτός και ισορροπημένος, ένα ύφος πυκνό αλλά εύληπτο στις επισημάνσεις του, μια γραφή περί των εικαστικών ρευμάτων και ανακατατάξεων στον ελληνικό χώρο και των σύγχρονων διαμορφωτικών κινήσεων της νεοελληνικής μας έκφρασης, των ταραγμένων κυματισμών της διάπλασης της μοντέρνας ελληνικής αισθητικής. Ένας έμπειρος διαπραγματευτικός λόγος που δεν αφορά μόνο τις θέσεις και τις σκέψεις της, τους προβληματισμούς της, πάνω στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, αλλά θεωρώ, και την εξελικτική πορεία της εικαστικής μας κληρονομιάς γενικότερα, τις τελευταίες δεκαετίες. Επαρκής γνώστης και θιασώτης η ίδια του υπερρεαλιστικού κινήματος τόσο στον χώρο της ζωγραφικής όσο και στον ποιητικό λόγο-οι ποιητικές της καταθέσεις μας το αποδεικνύουν με σαφήνεια-η Ελένη Βακαλό, μας μιλά για την σημασία των Συμβόλων μέσα στο έργο του υπερρεαλιστή ομοτέχνου της και εικαστικού. Η ελληνίδα τεχνοκριτικός, είναι ίσως η πρώτη, από τις σύγχρονες γυναικείες θεωρητικές φωνές στον χώρο της, που μας μίλησε ξεκάθαρα για αυτό που ονομάζουμε Ελληνικότητα, και που η ίδια και τα κείμενά της, σε μεγάλο βαθμό είναι ενταγμένη/α. Παλαιότερα και άλλες γυναικείες φωνές είχαν αναφερθεί-ενδεικτικά σημειώνω την Ελένη Ουράνη-(τον Άλκη Θρύλο) στο φλέγον αυτό θέμα στα σκόρπια σημειώματά της, αλλά στους νεότερους χρόνους είναι μάλλον η ιστορικός της τέχνης Ελένη Βακαλό που συστηματοποίησε, οργάνωσε, και με μεθοδικό σύγχρονο τρόπο εξέτασε και διερεύνησε την μοντέρνα ελληνική αισθητική και το εικαστικό ήθος, των νέων και παλαιότερων δημιουργών που ανήκουν σε αυτό-που επαναλαμβάνω, με τον ευρύτερο και δημιουργικότερο όρο ονομάζουμε Ελληνικότητα. Και με τον όρο αυτόν, ενοούμαι όχι μόνο ένα ρεύμα ή μια σχολή, μια γενιά ή μια ατομική διαδρομή, αλλά μια ολόκληρη ατμόσφαιρα και σύγχρονή μας διαπιστωτική ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που άφησε πίσω της, κάθε στοιχείο ηθογραφίας, περίοδο ακαδημαϊσμού και έντονου μετεπαναστατικού πατριωτισμού. Η εικαστική και ποιητική δημιουργία του Νίκου Εγγονόπουλου, καθώς και ο τεχνοκριτικός ενορατικός λόγος της Ελένης Βακαλό, ενώ δεν αρνήθηκαν-ορθότερα επεδίωξαν να συνομιλήσουν δημιουργικά με τα ξένα σύγχρονά τους ευρωπαϊκά ρεύματα της τέχνης, παράλληλα βάδισαν πάνω στα χνάρια της ελληνικής παράδοσης και αναφοράς. Η σπουδή του ενός πάνω σε θέματα και μορφές της ελληνικής παράδοσης, και η συνεξέταση της παρουσίας των ελλήνων εικαστικών της άλλης, έχοντας ένα κοινό πλαίσιο συνείδησης και δράσης, αποτέλεσαν μια αγαστή συγκυρία για την πνευματική και καλλιτεχνική μας κληρονομιά. Αναζητώντας την ευρώπη οι έλληνες δημιουργοί επ’ ανακάλυψαν την ελληνική τους συνείδηση.
     Στο δεύτερο κυρίως κείμενο της Ελένης Βακαλό, αυτό του 1985, ξεχωρίζει την εικαστική πιο ολοκληρωμένη πλέον παραγωγή του Νίκου Εγγονόπουλου, διακρίνοντάς τη από την εικαστική παραγωγή άλλων μεσόγειων υπερρεαλιστών δημιουργών. Αναφέρει ενδεικτικά τα ονόματα του Σαλβαντόρ Νταλί και του Τζώρτζιο ντε Κύρικο. Παραβάλει επίσης, δίνοντας θετικό πρόσημο στο εικαστικό έργο του Εγγονόπουλου σε σχέση με αυτό του ελληνοιταλού Τζώρτζιο Ντε Κύρικο. Ένα έργο πιο «μεταφυσικό» και ίσως πιο «μυστικιστικό», (αν φέρουμε στο νου μας τους συμβολισμούς των εσωτερικών δαιδάλων του ασυνειδήτου, στην εικαστική απεικόνιση των την σε προοπτική πυλών), ή ακόμα αυτόν το άναρχο ονειροφαντασίας μυστικό σύμπαν του ισπανού Σαλβαντόρ Νταλί,-σε σχέση με την έντονη ιστορικότητα και ελληνική χρωματική λάμψη που έχει αυτό του Εγγονόπουλου, τόσο στις τοπιογραφίες του  όσο και στα μυθολογικά και ιστορικά του πρόσωπα, με το δαχτυλίδι στο δάχτυλο. Και σίγουρα στην εποικοδομητική κυριαρχία της βυζαντινής εικονογραφίας πάνω στην συνείδηση και το έργο του Εγγονόπουλου, καθώς μας απεικονίζει με έντονους και λαμπερούς και χαρούμενους χρωματισμούς τις υπερρεαλιστικές του μορφές. Αυτό το ήρεμο και λαμπερό χρωματικό πάντρεμα της υπερρεαλιστικής μορφής με το βυζαντινής τεχνοτροπίας ύφος του. Κάτι που δεν το συναντάμε ούτε στον καθαρόαιμο σουρεαλιστή Τζώρτζιο ντε Κύρικο, ούτε ασφαλώς στον παραδοσιακό αγιογράφο κυρ Φώτη Κόντογλου. Η μείξη αυτή των δύο τεχνοτροπιών είναι τόσο ξεκάθαρη μόνο ίσως στον Εγγονόπουλο. Αντίθετα σε δύο ακόμα καταξιωμένους εικαστικούς καλλιτέχνες του ευρύτερου φάσματος της ελληνικότητας, στον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, και στον πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη, πρυτανεύουν άλλες εσωτερικές προσμίξεις και θεματικές ερωτικές μορφές. Η Ελένη Βακαλό, βρίσκει ομοιότητες στην θεματική ατμόσφαιρα και τον συμβολισμό μέσα στον οποίο οι δύο καλλιτέχνες κινούνται, (Εγγονόπουλος και ντε Κύρικο) προβάλλοντας μας όμως τις ιδιάζουσες διαφορές που υπάρχουν στο έργο τους, και τονίζοντας με σαφήνεια την εικαστική κυριαρχία της τεχνικής του Νίκου Εγγονόπουλου. Κυρίαρχο σημείο αναφορών των κρίσεών της, όπως και σε άλλα της εικαστικά σημειώματα, άρθρα και κείμενα, οι απόψεις του πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ που οι θεωρίες του, επέδρασαν καταλυτικά στο έργο των σουρεαλιστών δημιουργών και των συλλήψεών τους, εκτός και εντός ελληνικού χώρου. Ας θυμηθούμε ότι η ψυχαναλύτρια Μαρία Βοναπάρτη-πού βοήθησε σε κρίσιμες στιγμές τον κρητικό συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη-και ο υπερρεαλιστής ποιητής εξ Άνδρου Ανδρέας Εμπειρίκος, ήσαν αυτοί που γνώρισαν στο ελληνικό κοινό τις αρχές και την Ψυχαναλυτική Τέχνη. Γνωρίζουμε πλέον με  καθαρότητα, ότι οι υπερρεαλιστές δημιουργοί, λογοτέχνες ή εικαστικοί, αντλούν τον πυρήνα των αναφορών τους, από το υπέρλογο και το  υποσυνείδητο. Κολυμπούν θα σημειώναμε μέσα σε αυτούς τους δύο υπερπραγματικούς ωκεανούς.
     Την ποιήτρια και κριτικό των εικαστικών τεχνών, την θυμάμαι στην Σχολή της στην οδό Παπατσώρη, όπως ανεβαίνουμε την Ιπποκράτους αριστερά, λίγο πριν την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ψηλή και πανέμορφη σαν αρχαία ελληνίδα Καρυάτιδα, βαστούσε στους στιβαρούς γυναικείους της ώμους, ένα μεγάλο μέρος της εικαστικής καταγραφής της παράδοσης του τόπου μας. Το σύντομο διάστημα που εργάστηκα στην Σχολή της, είχα την μεγάλη χαρά να συνομιλήσω μαζί της-σωστότερα να την ακούσω να διδάσκει και να μιλά για θέματα της ελληνικής τέχνης και να εκφράζει τις θεωρητικές της κρίσεις για το έργο ελλήνων εικαστικών δημιουργών, και την σύγχρονή μας πολιτιστική πραγματικότητα. Στα μάτια μου φάνταζε μια ελληνίδα μελαχρινή αρχόντισσα των Τεχνών. Και αυτό υπήρξε η ποιήτρια και ιστορικός της τέχνης Ελένη Βακαλό. Μια πανέμορφη μελαχρινή, λεπτή και αιθέρια ύπαρξη, που σε μάγευε με το παρουσιαστικό της, και σε καθήλωνε με τα λεγόμενά της.

Σημεία προσέγγισης στη ζωγραφική του Εγγονόπουλου        

     Ο Νίκος Εγγονόπουλος είχε θυμώσει κάποτε μαζί μου επειδή είχα αμφισβητήσει σε μια κριτική μου για τη ζωγραφική του, τις σχέσεις του υπερρεαλισμού και της πνευματικότητας. Όμως εγώ σέβομαι και τιμώ πάντα το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου ακριβώς γιατί υπάρχει μια τέτοια σχέση. Γι’ αυτό αποδεχόμενη την πρόσκληση της «Αυγής» γράφω σήμερα για τη δουλειά του. Οφείλω όμως να υπενθυμίσω στον αναγνώστη, τώρα ίσα-ίσα που ο Εγγονόπουλος δεν είναι πιά εδώ, τις αντιρρήσεις που θα είχε πιθανότατα για όσα επισημαίνω και για τον τρόπο που προσεγγίζω το έργο του.
Υπερρεαλισμός και ιστορική συνείδηση
     Αναμφισβήτητα ο Εγγονόπουλος είναι ο μοναδικός με πρωτογενή σύμβολα ορθόδοξος υπερρεαλιστής στην ελληνική ζωγραφική. Ο ίδιος όμως αυτός ο χαρακτηρισμός, υποχρεώνει να δούμε ποια υπήρξαν τα καθαυτά πρωτογενή του σύμβολα και πόσο εντάσσονται σε ό,τι εννοείται ως ορθόδοξος υπερρεαλισμός. Προχωρώντας πέρα από τη γενική ισχύ των συμβόλων φροϋδικής προέλευσης, παρατηρούμε ότι τα αποκλειστικά δικά του σύμβολα, αυτά που εισάγει όπως είπαμε πρωτογενώς, ανήκουν μάλλον στην περιοχή της ιστορικής συνείδησης παρά του ατομικού υποσυνείδητου. Οι επιστρώσεις ιστορικών σταδίων και οι προσμίξεις πολιτιστικών επιρροών πού συνιστούν την ελληνική διάσταση φανερώνονται στο κυρίως «παρά-λογο» των ενδυμάτων και του συσχετισμού ενδυμάτων που τα πρόσωπα των πινάκων του Εγγονόπουλου φορούν.
     Ως μανεκέν επίσης θα πρέπει ίσως να προσέξουμε κάποτε περισσότερο τη διαφορά τους από τα πρόσωπα-μανεκέν του Ντε Κύρικο, εγκαταλείποντας την επικρατούσα άποψη για την ομοιότητά τους μονάχα. Τα μανεκέν του Ντε Κύρικο είναι μηχανικά. Του Εγγονόπουλου είναι αγαλματώδη, δηλαδή εντεταμένα ανθρώπινα όντα μάλλον, παρά μηχανοποιημένα αντρείκελα αρθρωτά. Γι’ αυτό ακριβώς και η απάλειψη χαρακτηριστικών προσώπου δεν λειτουργεί ανησυχητικά. Το απρόσωπο αποτελεί και μια γενίκευση αν δεν αποκρούει την ταυτότητα τελειωτικά.
    Σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται να επανέλθουμε στα τυπικά φροϋδικά σύμβολά του, που ίσως αυτά, περισσότερο από άλλων υπερρεαλιστών, στον Εγγονόπουλο καταχωρούνται με σαφείς τις αναφορές του στον ψυχαναλυτικό κώδικα (σχεδόν «εν γνώσει» θα έλεγα). Και αυτό το τελευταίο πρέπει να το συγκρατήσει ο αναγνώστης σχετικά με την άποψή μου. Δεν πρόκειται για απωθημένα πού έχουν υποστεί πολλαπλές υπόγειες επεξεργασίες για να φανερωθούν. Είναι μάλιστα ενδεικτικά ακμαία, βεβαιωμένα, παρά παραποιημένα απαγορευτικά. Πρόκειται για έναν αισιόδοξο υπερρεαλισμό, και αναιρεί τις προϋποθέσεις αντίστοιχα πολυσύνθετων μηχανισμών ελέγχου. Έτσι και από αυτή την άποψη ιστορικά δεν συμπίπτει με το εκφραζόμενο από τον υπερρεαλισμό ιστορικό στάδιο, όσο με το δικό μας, ενός αρχικού, σκληρού ίσως, όχι όμως σε βάθος πολύπλοκου, στάδιου εξέλιξης του κοινωνικού-ηθικού μας συστήματος. Τα φροϋδικά σύμβολα του Εγγονόπουλου αντλούν την ορμή τους, αλλά όχι την εξ απωθήσεως φόρτισή τους, από τον υπερρεαλισμό.
Πραγματικό και φανταστικό
     Η θεατρικότητα στη διευθέτηση του θέματος είναι συνηθισμένη στη ζωγραφική των υπερρεαλιστών. Συμπυκνώνει και ακινητεί το χρόνο, ενώ συγχρόνως τον προεκτείνει πέρα από όρια στο ατέρμονο.
Η σκηνογραφική λειτουργία του φόντου, όπου συναντιέται, αναλαμβάνει την υποβολή μιάς τέτοιας προέκτασης με τον συγχρονισμό αλλεπάλληλων πλάνων. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται και στο έργο του Εγγονόπουλου. Όμως και εδώ θα ήταν καλό να δούμε τις διαφορές που παρουσιάζονται στην χρήση παρόμοιων θεματικών-αρχιτεκτονικών στοιχείων, πού εύκολα βρίσκομε με τα «μεταφυσικά» πχ. έργα του Ντε Κύρικο. Η διαφορά είναι ακριβώς στη μεταφυσική. Ο Ντε Κύρικο τοποθετεί αντικείμενα πραγματικά σ’ έναν χώρο φανταστικό ή φανταστικών σχέσεων, και μετατρέπει έτσι την παρουσία τους σε μεταφυσική.
Στον Εγγονόπουλο συμβαίνει το εντελώς το αντίθετο. Στο φόντο του υπάρχει το «πραγματικό». Είναι ένας χώρος, κτίρια, θάλασσα, ουρανός, όπου η αίσθηση εμμένει, για να σταθεροποιηθεί μάλιστα θα έλεγες, το αισθητό, σε οριστικό. Εδώ άλλωστε διατηρείται πολύ βαθύτερη η συγγένεια με τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά φόντα.
     Η θεατρικότητα του κυρίως θέματος (πού ως σύλληψη είναι «φανταστικό») δεν λειτουργεί για την απορρόφησή του στο άχρονο και μεταφυσικό. Φέρνει ανάστροφα τη συμπύκνωση των χρόνων στο παρόν και παγιώνεται μέσα σ’ αυτό.  Είναι χαρακτηριστικό να προσέξουμε πως η επαλληλία των πλάνων λειτουργεί για την προώθηση του θέματος στο προσκήνιο με τη μεγέθυνσή του, που σ’ αυτό το πρώτο πλάνο κρατά αναλογίες σταθερές. Δεν υπάρχει καθόλου δηλαδή η σύγχυση χρόνων σε πλάνα απόστασης, οπτικά και εννοιολογικά, με μεταβαλλόμενες σχέσεις, που υποβάλλουν το αόριστο και ανησυχητικό των υπερρεαλιστών. Πρόκειται για έναν βεβαιωμένο και συγκεκριμένο κόσμο που παρέχεται για την τοποθέτηση συμβολικών μορφών, εννοώντας έτσι και αυτές ως «περισσότερο» και όχι «λιγότερο» πραγματικές.
     Με την ίδια συλλογιστική αντιλαμβάνομαι  και το κατεξοχήν ιδιάζον στοιχείο της ζωγραφικής του Εγγονόπουλου, το χρώμα. Η ισοτιμία του σε όλα τα πλάνα με τον ενιαίο κατά μέτωπο φωτισμό τους, εκφράζεται στη λαμπρότητα των φόντων αποκαθιστώντας εκεί την αίσθηση του φυσικού γεγονότος του φωτός. Ενώ στο πρώτο πλάνο η ένταση δεν γίνεται πουθενά επιθετική ή στην ενέργειά της αφηρημένη, όπως θα ήταν δυνατό για μια τέτοια χρωματική κλίμακα, αλλά προβαίνει με μιάν εξαρχής (και εκ νέου) αποκαταστημένη κατάφαση στην υπάρχουσα ισχύ της.
     Όλοι οι υπερρεαλιστές των Μεσογειακών Χωρών (Νταλί, Ντε Κύρικο), παρουσιάζουν σε τέτοια ή ανάλογα σημεία διαφορές από τους Βόρειους και ίσως από αυτό το γεγονός μπορεί να εξηγηθούν οι διαφοροποιήσεις της εξέλιξης που ακολουθούν στο έργο τους. Ο Εγγονόπουλος έμεινε πιστός στον υπερρεαλισμό.
Για την ελληνική ζωγραφική πραγματοποίησε ένα σχίσμα και τελικά απέδωσε έναν κώδικα. Και από αυτή την άποψη επίσης, πιστεύω ότι λειτούργησε περισσότερο συνειδητά παρά «υποσυνείδητα». Δεν ξέρω τι περισσότερο έβλεπε σαν
ανάγκη στην Ελλάδα. Την αποκατάσταση μιάς γλώσσας όπως το χρειάστηκε η γενιά του, ή τη διάρρηξή της, όπως το ζήτησαν οι υπερρεαλιστές.

     Ελένη Βακαλό, εφημερίδα «Η Αυγή» 3/11/1985

Και, από τις χειρόγραφες σημειώσεις μου από την εφημερίδα «Τα Νέα» της 1/2/1963

…………………….«Εδώ ακριβώς αισθάνομαι ακόμη βαθύτερα αυτή την έλλειψη που έλεγα στην αρχή, την «απορία» του πράγματος. Στη ζωγραφική του Εγγονόπουλου συχνά μου φαίνεται σαν να πλησιάζω έναν μεταφυσικό χωρίς μεταφυσική. Τα σύμβολα είναι κλειστά, προσωπικά-και αυτό βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς στον κόσμο μας-η ωραιότητα, είναι ωραιότητα μορφής, στάσεων, επιφανειών ακέραιων. Αυτή η ωραιότητα περικλείνει από παντού χωρίς άνοιγμα-χωρίς προδοσία είναι αλήθεια επίσης και χωρίς παραχώρηση-τη σύσταση, την ύπαρξη, την ουσία ή το μυστήριό τους. Όμως δεν γεννιέται απ’ αυτό, το περικλείει, και είναι ολότελα άλλο πράγμα. Το πνεύμα έτσι βλέπει την αισθητική του μυστηρίου τους και θαυμάζει σε κατοπτρισμό, όχι σε ένωση, την ομορφιά την δικιά του. Επιζητεί μάλιστα σ’ αυτόν τον κατοπτρισμό  την τετελεσμένη εικόνα του-κλειστή επιφάνεια, κλειστή μορφή, αδιάσπαστο στην άκρα του ένταση χρώμα, αφηρημένος στη σύστασή του χώρος-και αρνείται γι’ αυτό, ηθελημένα πιστεύω, να παρακολουθήσει τη λειτουργία του, αυτό που λέμε σήμερα «ζωγραφικότητα», κλείνοντας αντίστοιχα έξω από τη μορφή την αίσθηση. Η λαμπρότητα έτσι επιτυγχάνεται απόλυτη βέβαια-αφαιρουμένης ή ενυπάρχουσας της ζωής;-αυτό δεν ξέρω. Η επιβολή επίσης, που προσπερνά τη συμμετοχή-πέραν ή άνευ της συμμετοχής;-κι αυτό δεν το ξέρω.
     Το πάθος του απόλυτου, με όσα αφαιρεί και όσα προσθέτει στην τέχνη, η ζωγραφική του Εγγονόπουλου το έχει. Την αντίφαση να κλείνει την έννοια του απόλυτου στην περίπτωση, δεν την αρνείται.
     Από αυτήν την άποψη ο Εγγονόπουλος κατ’ εξοχήν ανήκει στην εποχή μας των χωριστών απομονωμένων μονάδων, των χωρίς κοινότητα και γενικότητα συμβόλων. Η μυθολογία του αντιστοιχεί σ’ έναν χωρίς μύθο κόσμο. Και δεν εκφράζεται ούτε το αίσθημα του δραματικού μιάς τέτοιας θέσης. Είναι προσωπική γενναιότητα μια τέτοια παραδοχή ή αντίφαση αναιρετική πια αυτή; Τελειώνω χωρίς να ξέρω.».
     Αυτά ήρθαν στο νου με την ευκαιρία της έκθεσης του Νίκου Εγγονόπουλου στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 6 Αυγούστου 2017
Πρώτη γραφή σήμερα, 6/8/2017.

Υ Γ. Με μια μεγάλη θλίψη να συννεφιάζει πιστεύω τις ψυχές των ελλήνων που αγαπούν αυτήν την χώρα, είδαν να καταστρέφεται το νησί των Κυθήρων.
Τι να πεις, φοβερό και αυτοκαταστροφικό το γένος των ανεύθυνων ελλήνων, είτε οικοπεδοφάγων είτε συνειδητών, είτε εξ αμελείας, δεν καταστρέφουν μόνο την χώρα, αλλά σταματούν την ζωή. Γιατί το δάσος είναι ζωή.
 Σε  μια πραγματική σύγχρονη δημοκρατία των πολιτών, θα είχε βρεθεί ο ανάλογος συνταγματικός και νομικός τρόπος, ώστε να διώχνουν από την χώρα όλους αυτούς που καταστρέφουν την ίδια την ΖΩΗ, και όχι να παρακολουθούν να ξενιτεύεται το καλύτερο νεανικό της κομμάτι.

Ίσως είναι πλέον καιρός να δημιουργηθεί ένα ρεύμα ελλήνων ή και ξένων κατοίκων αυτής της χώρας, που θα αποτρέπει σε αυτούς που καταστρέφουν την αναπνοή της χώρας που είναι η πανίδα και η χλωρίδα της, να διαμένουν εδώ.             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου