Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

         ΠΡΕΣΒΕΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

          «Φυλάξατε τους ύμνους
          διά τους δικαίους ‘ μόνον
          είς αυτούς την ειρήνην,
          και τους χρυσούς στεφάνους
               είς αυτούς δότε».
                                         Ανδρέας Κάλβος

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Άνεμος, άνεμος χαράς με ζώνει, με κυκλώνει,
άνεμος σεί τα σπλάχνα μου, στα στήθη μου σκιρτά,
κι όπως νερώνε βροντισμός, κι ως του πλατάνου οι κλώνοι
αχολογάνε γύρα μου, κι ως πέλαο τά σπαρτά
--
τά κυματίζει μια πνοή κι ακρούρανα τα σμίγει
ανεβοκατεβαίνοντας χωρίς αναπαμό,
μια πνοή, η πνοή Της, με φωτάει, με ζώνει, με τυλίγει
τον άμετρο της γνώρας σου, ώ Αγάπη, λυτρωμό!
--
Τι, καθώς σέρνει ο ποταμός των ανέμων, τα χνούδια
του σπόρου πού φορτώσανε τά δέντρα-θεία πνοή-,
αγάλλομαι όλος, τ’ άγια Σου ξεχύνοντας τραγούδια,
να νιώθω πώς ακέριο μου το πνέμα ανθορροεί.
--
Μιάν ώρα, κι όλα γύρα μου θα ρέψουνε τα φύλλα,
το ξέρω, στον αθάνατο πού μου φυσάει σκοπό.
Μά, στη λαμπρή, τα μάτια μου που κλείνει, ανατριχίλα,
μές, στην πηγή του δάκρυου μου, χωρίζω ένα καρπό.
--
Κ’ εκεί πού κάθομαι ψηλά, γαλήνιος, κι ωριμάζω
το νόημα, φέρνει ο άνεμος θαμπούς κυματισμούς
καμπάνας μεσ’ απ’ τα χωριά: λογιάζω κι απεικάζω
πού κράζει για της Χάρης Της τους θείους Χαιρετισμούς.
--
Όλα ως ν’ ανοίγοντ’ άξαφνα με τ’ άκουσμα τα φρένα,
πηγή ο αχός στη μέση τους κι αδιάκοπα σκιρτά,
σήμαντρα, πλάτανοι, νερά, όλα μιλούν σαν ένα:
η Ελλάδα πού, τη Χάρη Της, ξυπνάει, και χαιρετά.
--
Στεριές, νησιά και πέλαγα, μια Κόρη και μια Μάνα,
η Ελλάδα, στην αθάνατη, γονατιστή, πλαγιά
πού τρέμει μπρός της η άβυσσο, ακούοντας την καμπάνα,
τα θαύματα τα μάτια Σου στυλώνει, Παναγιά!
--
Μικρή παιδούλα, Σε κοιτά και Σε κοιτάζει, κόρη ‘
Και Σε κοιτάζει, ολόμεστη γυναίκα φωτεινή ‘
και Σε κοιτάζει, άμα κρατείς στο χέρι Σου το δόρυ,
κ’ είναι πολέμου, σάλπιγγα στα χείλη Σου η φωνή!
--
Και σε κοιτάει στο μέτωπο, και Σε κοιτάει στα χέρια:
το μέτωπό Σου, σκέπει το του μαντηλιού η σκέπη ‘
κ’ είναι τα χέρια Σου γυμνά σαν τα μεγάλα αστέρια,
στα χέρια Σου είν’ η δύναμη, η αγρύπνια, η προκοπή!
--
Και Σε κοιτάει στα γόνατα, και Σε κοιτάει στα στήθια:
τα γόνατά Σου είναι σμιχτά, της αρετής θρονί ‘
κι από τά στήθια Σου άσωτος τρέχει κρουνός η αλήθεια,
η αγάπη τρέχει αστέρευτη με την υπομονή!-
--
Και Σε κοιτάει στα κράσπεδα, και Σε κοιτάει στα πόδια:
Σαν τά δικά της πέλαγα, τά κράσπεδά Σου ανθούν ‘
κ’ είναι βουνό, στα πόδια Σου, τά μήλα και τα ρόδα,
άλ’ οι καρποί στα πόδια Σου, για να φανερωθούν!
--
Όλ’ οι καρποί στα πόδια Σου ‘ κι αυτή μαζί τους είναι,
καθώς Εσύ σαν έστεκες μπροστά στην Κιβωτό…
Μάνα ‘ λογάριασε καλά, και ζύγιασε, και κρίνε,
καί γράψ’ Εσύ, της μοίρας της, το νέο κατεβατό!
     Άγγελος Σικελιανός, «ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ», τόμος Δ΄, εκδόσεις Ίκαρος 1975, σ.139-141

ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
                      Στη μνήμη Εκείνου πού τον ρέμβασε
Άλαλα τά χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τά ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, πού καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διέκριναν, πώς
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, πού κέρδισε παίζοντας
κι’ ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τά χείλη
των όσων δεν πόθησαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.
--
Είσαι  ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα ‘ φτωχά καϊκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
πού φορτώθηκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.
--
Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω σου αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πιά ‘ κι αντίς γι ‘ αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σού κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.
--
Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενού απλού ουρανού, πού πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και πού αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.
--
Άλαλα τά χείλη τους-και τι μπορούν ν’ αρθρώσουν,
πού τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ’ τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ’ τά αίματα των Μαρτύρων
κι’ απ’ τη μανία των Μονομάχων.
--
Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.
--
Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.
--
Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τά ζωγόνα
τά χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν’ αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι έκ περάτων όλους εκείνους,
πού με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τά χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ’ ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Εδώ τά δέντρα
τά ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούνται και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι’ ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες  θημωνιές κοντά στο αλώνι,
--
Καπνοί, πού διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.
--
Τότε μονάχα τ’ άλαλα τά χείλη,
ίσως έρθει η στιγμή
και λαλήσουν.
     Τάκης Κ. Παπατσώνης, ΕΚΛΟΓΗ Α΄ URSA MINOR ΕΚΛΟΓΗ Β΄, εκδόσεις Ίκαρος 1988, σ.300-301

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Χαίρε, Μαρία δεδοξασμένη,
Φώς ζωηφόρον και φαεινόν.
Τη χάριτί σου, ευλογημένη,
Έκθαμβος είδεν η οικουμένη
Τον βασιλέα των ουρανών.
--
Σε αναμέλπει πάσα η κτίσις
Ότι Σωτήρα έσχες υιόν ‘
Έν ευφροσύνη σκιρτά η φύσις.
Ότι παρήχθη έκ σού η λύσις
Των του ανθρώπου αμαρτιών.
--
Χαίρε, η πύλη της σωτηρίας,
Ύδατος ζώντος χαίρε πηγή.
Χαίρε, το στέφος της εγκρατείας.
--
Χαίρε, δοχείον Θεού σοφίας.
Λαμπράς ημέρας χαίρε αυγή.
--
Σύ εί το μάννα των πενομένων,
Σκέπη και μήτηρ των ορφανών ‘
Παρηγορία των θλιβομένων.
Σύ εί προστάτις αδικουμένων,
Και βακτηρία των ασθενών.
--
Χαίρε, ο πύργος της εκκλησίας,
Ακτίς ηλίου του νοητού ‘
Χαίρε, το τείχος της βασιλείας
Χαίρε, το άνθος της ευωδίας
Του Πλαστουργού μου Ποιητού.
--
Δέσποινα, δέξαι τάς παρακλήσεις
Και ικεσίας πάντων ημών,
Και δεομένους, ώ, μη θελήσης
Απροστατεύτους ημάς ν’ αφήσης
Έν ώρα πένθους και στεναγμών.
          Αλέξανδρος Κατακουζηνός, Σήφη Γ. Κόλλια, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ 1453-1972, Αθήνα- Νέα Υόρκη 1973, σ.1126

ΤΟ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Γείρε απαλά στη φάτνη σου, μικρό μου, και κοιμήσου
και το μικρότερο τ’ αρνί θα κοιμηθή μαζί σου.
--
Κλείσε γλυκά τά μάτια σου και γείρε το κεφάλι
στο αχυρένιο πούφτασα για σένα προσκεφάλι.
Κοιμήσου και κοιμήθηκε ο κάμπος πέρα ως πέρα
και σώπασε του μακρινού βοσκόπουλου η φλογέρα.
--
Κοιμήσου και δε θάρθη αχός γλυκός να σε ξυπνήση
μηδέ τ’ αρνάκια σά θα πάν να ποτιστούν στη βρύση.
--
Είδες, όλα τριγύρω σου πώς έχουν ησυχάσει
για ν’ απλωθή το μάγεμα του ονείρου σου στην πλάση.
--
Κι ως θα σε φέρνη τ’ όνειρο, βαρκούλα φεγγαρίσια
στο περιβόλι της χαράς πού αγάπη ανθεί περίσσια
--
του Ηρώδη η έχτρα άς μη γενή σκιά στο μέτωπό σου
κι άς κρύψουν νυχτολούλουδα τ’ αγκάθια, το Σταυρό σου.
--
Κοιμήσου εσύ μονάκριβο μικρό μου, μη σε μέλη
στον ύπνο σου θα στέκουνε αγγέλοι κι αρχαγγέλοι.
--
Γείρε απαλά παιδάκι μου στη φάτνη και κοιμήσου
και των ανθρώπων οι καημοί άς κοιμηθούν μαζί σου.
     Καίτη Χιωτέλλη, ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ, εκδόσεις Δίφρος 1961, σ. 77

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΡΕΜΑΤΙΑΣ
Ο παλιός ζωγράφος νήστεψε πολύ,
έκανε την προσευχή του κατά την Ανατολή,
έπιασε με κατάνυξη το πινέλο και χάραξε
τά κερένια χέρια και τα χαμηλωμένα μάτια της
και το στρογγυλό μάγουλο του Βρέφους.
--
Είχε εκεί στα πόδια του ένα σκύλο μ’ αγαθή ματιά,
ο κότσυφας σφύριζε τον όρθρο στην ιτιά
κι η καλόγρια έβγαζε νερό από το πηγάδι
κι έψελνε ένα τροπάριο στη Χαριτωμένη.
--
Ο ζωγράφος έκανε το σταυρό του κι έγραψε
«Μήτηρ Θεού»
Και δεν ήξερε πως είχε ζωγραφίσει μια μητερούλα ταπεινή,
πού σκυμμένη νανουρίζει το μωρό της με ψιλή
παιδιάτικη φωνή.
--
Χωρίς άλλο η Παναγιά σηκώνεται πρωί πρωί
και γυρνάει τη ρόκα της ως τήν ώρα που σημαίνει εσπερινός
(η μια μέρα πλάι στην άλλη πάει στρωτά σαν τα γράμματα
του Οκτώηχου
κι η βδομάδα αρχίζει μ’ ένα κόκκινο μεγάλο κεφαλαίο,
την Κυριακή.)
--
Χωρίς άλλο το μωρό της παίζει με μια γίδα κανελιά,
κι εκείνη το κοιτάζει με πελώρια μάτια εκστατικά,
πού δεν πίστεψαν ακόμα ολότελα το μήνυμα
του Αγγέλου.
--
Κι όπως είναι απλή κι ανήξερη και δε φοβάται το κακό,
λέει στην προσευχή της νά γεμίσουνε καρπό οι δαμασκηνιές,
να γιάνουν τά μικρά πού τα πείραξε της καρυδιάς το αγερικό.
--
Μοναχά την ώρα πού μακραίνουν οι ίσκιοι στις γωνιές
απλώνεται και στην άσπρη ψυχή της ο άγνωστος ίσκιος
του Σταυρού,
και τότε μπορείς ν’ ακουμπήσεις στήν ποδιά της και να
φωνάξεις σιωπηλά
τον πλούσιο πόνο, τον ατέλειωτο καημό του κόσμου,
το μεγάλο σου φόβο, το μεγάλο φόβο της αγάπης-
--
Κι η Παναγιά θα σε νανουρίζει μαζί με το μωρό της
χωρίς να μιλά.
     Λίνα Κάσδαγλη, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Άγρα 2002, σ. 34

Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝ
Χαίρε Μαρία,
Μητέρα των χριστιανών καλή,
βοήθησέ μας να ζήσουμε,
είναι γλυκειά η δύσκολη ζωή
και φοβούμαστε να πεθάνουμε.
Σταμάτησε τη δύναμη των εχθρών,
κατάστρεψε την ορμή τους.
Συγχώρησε τις αμαρτίες μας,
τις κακιές μας σκέψεις,
βοήθησε την αδυναμία μας.
Δε θέλουμε να πεθάνουμε,
δε δυνάμεθα, μας λείπει υποταγή,
το θάνατο ν’ αντικρύσουμε.
--
Χαίρε Μαρία.
Βοήθησε τις δυνάμεις μας,
να νικήσουμε το θάνατο,
να ζήσουμε, για να νικήσουμε,
Η χάρη σου είναι μεγάλη,
τόσο μεγάλη η δύναμή σου,
σταματά και χτυπά καίρια
των εχθρών την επιβουλή.
Δώσε μας αντοχή να σταθούμε,
θα ψάλλουμε τη δόξα σου,
εσένα νικήτρια θ’ ανακράξουμε,
πού θα μας χαρίσεις τη ζωή.
--
Χαίρε Μαρία,
μας παιδεύει άγριος φόβος,
πού θα βρούμε την υπομονή;
Μητέρα των χριστιανών καλή,
πώς να γνωρίσουμε την υπομονή σου;
Λιγόστεψε η ψυχή μέσα μας.
Φώτισέ μας να δούμε το πρόσωπό σου,
θέλουμε να ζήσουμε και κυνηγούν
τη ζωή μας με σκληρότητα εχθρική.
Γιατί τόσο παιδεύεται η ζωή μας,
γιατί πάντα μας κυνηγούν οι εχθροί;
--
Χαίρε Μαρία,
βοήθησέ μας να πεθάνουμε.
Γλύτωσέ μας απ’ του θανάτου το φόβο.
Δυνάμωσε τη ζωή μας,
να δυνηθούμε το θάνατο.
Μην αποστρέψεις το βλέμμα σου
απ’ τ’ αδύνατο σώμα μας,
δοκιμάζεται σκληρά,
πρίν απ’ το θάνατο φόβος
μας θανατώνει σκληρά.
Δώσε μας δύναμη να υπομένουμε,
τη θέλησή σου να περιμένουμε.
Να ψάλλουμε το Χαίρε Μαρία.
     Ζωή Καρέλλη, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, (1940-1955) τόμος Α΄, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων 1973, σ.95

(ΔΙΑΔΟΘΗΚΕ ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΝΑ ΥΦΑΙΝΕΙ)
Διαδόθηκε πώς είδαν την Παναγιά να υφαίνει
μικρά ράσα για τα παιδιά των σκλάβων.
Κάθεται λένε παράμερα, κάτω από ένα σκίνο,
υφαίνει και κλαίει. Ποιος ξέρει, ίσως ν’ άκουσε
για την προδοσία, ίσως να λυπάται ακόμα για
τις μικροσκοπικές δεσποινίδες πού τις έδιωξαν
από τον Πύργο και κατεβαίνουν τρεκλίζοντας προς τα βράχια.
Η Παναγιά δεν είναι μια ξένη σε τούτο τον τόπο.
Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τα φιλόπτωχα ταμεία
ούτε με τά κλουβιά, ούτε με τα πυροτεχνήματα.
Όμως κάτι παιδιά είπαν πώς την είδαν να κοιμάται
πολλές βραδιές σε κείνα τα χαλάσματα στο ρέμα.
     Ματθαίος Μουντές, Η αντοχή των υλικών, β΄ έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη 1983, σ.106

ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ
………………………………..
Παντάνασσα, που η δόξα σου δε σβήνει,
μα όλο πλουταίνει η δόξα σου, άς μας δίνει
δύναμη, θαύμα τ’ όνειρο να γίνει
που μάς φλογίζει.
--
Παντάνασσα, ως εκείνου που σκαλίζει
βαθύ καράβι, ως γέρνει κι’ ατενίζει
το κύμα-όμοια χαρά μας πλημμυρίζει
καρδιές και φρένα!
--
Παντάνασσα, να η πρύμνα, να η αντένα!
Τά ξάρτια, τά κατάρτια, σε παρθένα
βουνοκορφή απ’ τά χέρια μας κομμένα
το δρύ κι’ ελάτη.
--
Παντάνασσα, σά θάλασσα δροσάτη
η αύρα, και να! χρυσόνειρα γιομάτη
μια ροδαυγή μαντεύεται φλογάτη
στο πέλαος πέρα ‘
--
Παντάνασσα, δός τούτη την ημέρα
να λάμψει, ήλιος παρθένος στον αιθέρα,
το «Έν τούτω νίκα», ως νάστραφτε του αγέρα
η άβυσσος όλη ‘
--
Παντάνασσα, οι χρυσοί άς ανοίξουν θόλοι,
να βγούνε απ’ το ηλύσιο περιβόλι,
στρατιές αγγελικές, κι’ αστραποβόλοι
στρατοί Ασωμάτων.
--
Παντάνασσα, σαν τά ροδόκρινά των
ν’ ανοίξουν οι ουρανοί των οραμάτων,
να κατεβούν καβάλα στ’ άλογα των
οι Τροπαιοφόροι!
--
Παντάνασσα, σά θύρσο κι’ ωσά δόρυ,
σείσ’ τη ρομφαία, ν’ αστράφτει σου το θώρι
μπροστά από ‘μας, καθώς μπροστά σε πλώρη
λαμπρή γοργόνα.
--
Παντάνασσα, με την ηλιοκορώνα
της παντοδυναμίας σου, στον αγώνα
μπροστά, ντυμένη τον αστροχιτώνα
της δόξας, δράμε!
--
Και την Ελλάδα, από τη στάχτη ετούτη, κάμε!
     Τάκης Μπαρλάς, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Αθήνα 1967, σ.67
ΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ
Μια Παναγιά
μιάν αγάπη μου έχω κλείσει
σ’ ερημοκλήσι
αλαργινό.
Κάθε βραδιά
της καρδιάς την πόρτα ανοίγω
κοιτάζω λίγο
και προσκυνώ.
--
Πότε θα ΄ρθει πότε θα ρθεί
το καλοκαίρι
πότε τ’ αστέρι
θ’ αναστηθεί
να σου φορέσω στα μαλλιά
χρυσό στεφάνι
σαν πυροφάνι
σ’ ακρογιαλιά.
--
Μια παναγιά
μιάν αγάπη μου έχω κλείσει
σ’ ερημοκλήσι
αλαργινό.
Κάθε βραδιά
της καρδιάς την πόρτα ανοίγω
δακρύζω λίγο
και προσκυνώ.
     Νίκος Γκάτσος, ΟΛΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, εκδόσεις Πατάκη 1999, σ.38
(Η ΠΑΝΑΓΙΑ, η «Κυρία των Αγγέλων»)
Η ΠΑΝΑΓΙΑ, η «Κυρία των Αγγέλων»,
θα δεχόταν σήμερα το λαό της…
Κατέβηκε από το χρυσό εικονοστάσι,
έπλυνε τά κλαμένα της μάτια
στη δρόσο από τά κρίνα του Ευαγγελισμού
κ’ έσυρε στ’ αγλύκαντα χείλη της
το αίμα απ’ τη λόγχη και τ’ αγκάθια.
Κι ανέβηκε πάλι στο θρόνο της,
λάμποντας σαν κερήθρα ατρύγητη,
σά φέγγος πού πέφτει από τ’ άστρα
πάνω στα έρημα χιόνια.
     Πήρανε να συνάζουνται οι πιστοί της.
Προσκυνούσαν ένας-ένας, δε βλέπαν
το ανάκουστο θέμα του όρθρου.
Μά όταν ζύγωσε ο ελάχιστος
ο δούλος πού την είχε ζωγραφίσει,
τά μάτια του ξεχείλισαν θάμα:
είδε την κερήθρα την ατρύγητη,
την αστροφεγγιά στα έρημα χρόνια
κι άκουσε το τραγούδι του αηδονιού
πού κυλούσε από τη μέση του θόλου.
     Παντελής Πρεβελάκης, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1933-1945), εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων 1969, σ.111  
                                          

ΤΑΠΕΙΝΗ ΩΡΑ
Η Παναγιά της ώχρας αμυγδαλωτή στην ασημένια
θάλασσαν αντίκρυ-εκκλησάκι-
μεσ’ απ’ το θαμπό εικονοστάσι βλέπει τα νερά.

ΤΩΝ ΣΠΑΡΑΓΜΕΝΩΝ ΧΑΡΑΥΓΗ
Κοιτάζαμε τον ήλιο γαλανή Μαρία στις κορφές
η αύρα του καλοκαιριού κυμάτιζε το πουκάμισό μου στα στήθη.
Εγώ είπα Κύριε
τούτο το κυμάτισμα είναι η ποίηση.
     Νίκος Καρούζος, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1961-1978) τ. Α΄, εκδόσεις Ίκαρος 1993, σ.48-49

      Το πρόσωπο της Παναγίας ίσως περισσότερο και από εκείνο του Χριστού, ή τουλάχιστον παράλληλα με εκείνου, έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό-σε υπερθετικό βαθμό θα σημειώναμε-τους έλληνες ποιητές και ποιήτριες. Η λατρεία της Θεοτόκου, είναι πανάρχαια, ισχυρή και διαδεδομένη σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Σε κάθε χωριό ή χωριουδάκι, σε κάθε πόλη ή κωμόπολη, σε κάθε απομακρυσμένη περιοχή ή λαγκαδιά, μικρό ερημονήσι ή βουνοπλαγιά, υπάρχει και κάποια εκκλησία ή μικρό εκκλησάκι, μοναστήρι ή περιοχή που φέρει το όνομά της, που είναι αφιερωμένο στην ζώσα μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων παρουσία της, στην Αγία Σκέπη. Από το περιβόλι της Παναγίας και το Άξιον Εστί, ως τις κάθε είδους μικρές ψαρόβαρκες, καΐκια, τρεχαντήρια, βαρκούλες, φέρουν το όνομά της Ευαγγελίστριας. Από την Παναγία της Τήνου ως τα πολεμικά καράβια των ελλήνων φέρουν το όνομά της Παντάνασσας. Και από την Εκατονταπυλιανή ως την Πορταϊτισσα, κοινή η πορεία ζωής της παράδοσης των ελλήνων  Οι ρίζες της λατρείας της Φοβεράς Προστασίας είναι βαθιές και ανάγονται στα αρχαία χρόνια. Ρίζες που αρδεύουν με χυμούς ελπίδας και παρηγοριάς κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου. Το όνομά της έχει δοθεί στις περισσότερες ελληνίδες, και τα προσωνύμιά της είναι πάμπολλα και σε μεγάλη ποικιλία. Από το δημοτικό τραγούδι ως τα παραμύθια, τους λαϊκούς θρύλους και τις παραδόσεις, τα ανώνυμα στιχουργήματα και τον έντεχνο λόγο των ποιητών, συναντάμε την παρουσία της, αναπέμποντας ύμνους, κοντάκια, ψαλμούς, τροπάρια, ποιήματα, σονέτα, τετράστιχα, τραγούδια, στιχάκια,-ακόμα και ρεμπέτικα-ζητώντας τις πρεσβείες της για την σωτηρία του κόσμου και των ψυχών των ανθρώπων. Η Παναγιά η γοργόνα είναι διαρκώς παρούσα. Τα θαύματά της πάμπολλα μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Τα πανηγύρια στην Χάρη της στην ελληνική ύπαιθρο, είναι στιγμές ανάτασης, λαϊκού γλεντιού και ευκαιρία συνάντησης οικογενειών και ανθρώπων που συνάζονται επί τω αυτώ. Από τον λαϊκό θεολόγο Νικόλαο Καβάσιλα και την μελέτη του ως τον κομμουνιστή ποιητή Κώστα Βάρναλη και την Μάνα του Χριστού, από το Μαριολογικό πρόβλημα μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία ως την Κυρά των Αμπελιών του Γιάννη Ρίτσου, από τον Ρωμανό τον Μελωδό και τους Ύμνους του ως την Ακριβοσπάθιστη του Οδυσσέα Ελύτη, από την Παναγιά την παξιμαδοκλέφτρα ως την σατιρική σκοπιά της Παναγιάς της Τηνιακής του Ανδρέα Λασκαράτου και την περιπαικτική Μαρία Τριχερούσα του Νικόλαου Κάλας, από τα ποιήματα του Τάκη Βαρβιτσιώτη αφιερωμένα σε Εκείνη ως τον στίχο Παναγιά μου Παναγιά μου παρηγόρα την καρδιά μου που τραγουδά η Μαρίζα Κωχ, και από την λαϊκή τραγουδίστρια Δούκισσα που τραγουδά το λαϊκό άσμα Παναγιά μου ένα Παιδί ως το Μια Παναγιά του Νίκου Γκάτσου, οι ύμνοι και οι προσευχές στο Ρόδο το Αμάραντο, τα τραγούδια και τα ποιήματα για την Πλατυτέρα των Ουρανών, τα φιδάκια της Παναγιάς ως την Κεχαριτωμένη Μαρία, ο δρόμος της πίστης και της ελπίδας των ελλήνων είναι κοινός, Βόηθα Παναγιά μου, Μακρινή Μητέρα βόηθα. Η Παναγιά να βάλει το χέρι της. Με το η Παναγιά μαζί σου, σταυρώνει η μάνα τα παιδιά της. Ακόμα και οι βρισιές των ελλήνων, περιλαμβάνουν επικαλούνται με έναν άλλον τρόπο το όνομά της, μια αρνητική επίκληση των θείων ενεργειών της, γιατί τους λησμόνησε. Mater Dolorosa
     Κάθε θρησκευτική ανθολογία, κάθε ανθολογία δημοτικής ποίησης, κάθε μεγάλη ελληνική ανθολογία ποιημάτων περιλαμβάνει ποιήματα για την Παναγία, ελλήνων και ελληνίδων ποιητριών. Το φάσμα των ποιημάτων είναι μεγάλο, σταθερό και διαρκές. Όπως και οι εικαστικές της απεικονίσεις και οι ναοί και τα παρεκκλήσια στο όνομά της.
Οι Χαιρετισμοί του ελληνικού ποιητικού λόγου στο Όνομά της, οι προσωπικές εξομολογήσεις των ανωνύμων και επωνύμων ψυχών, είναι που φωνάζουν σε κάθε ευκαιρία, Όρτσα Παναγιά Κανάλα να ξεπεράσουμε το κακό.
Εδώ, μετέφερα ένα μικρό δείγμα από τον λόγο των ελλήνων ποιητών και ποιητριών που πρεσβεύουν με την τέχνη τους στην μεγάλη Μεσίτρα.

Σε αυτό το όνομα του ουράνιου τόξου της ζωής
πρεσβεύω
το πρόσωπο το φεγγαρίσιο του δειλινού,
πρεσβεύω
την καρποφόρο άμπελο του βίου
πρεσβεύω
αναπαύεται η ανθισμένη γαρδένια του καλοκαιριού.
Η μετέωρη σταγόνα δροσιάς
μελίζει
η αστροφεγγιά της συντριμμένης ισημερίας της πίστης
μελίζει
η υγρασία της πληγής
μελίζει
το αναρωτήριο της εωθινής σκιάς της ποίησης.
Το θυμάρι του πάθους
και η γλυκάδα του σύκου
Παναγιά του θέρους και του θάρρους   

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 14 Αυγούστου 2017
Η Ελλάδα καίγεται, Παναγιά συντρέχα.
Οι έλληνες βρίσκονται εν πλω για την Μύκονο. Ούτε καν για την Δήλο.                    
             
       

           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου