Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ


ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ
ΜΙΚΡΑ ΠΕΖΑ
του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Περιοδικό Εκηβόλος τεύχος 15/Αθήνα, Καλοκαίρι 1986, σ. 1521-1541
Α
ΙΠΠΟΚΛΕΙΔΗΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ήταν ένας άρχοντας, που λεγόταν Κλεισθένης, κι ήθελε να παντρέψει τη μοναχοκόρη του. Στέλνει λοιπόν ανθρώπους του σε όλα τα βασίλεια, να διαλαλήσουν την απόφασή του: εκείνοι που ήθελαν την όμορφη βασιλοπούλα, να μαζευτούνε στο παλάτι του ΄ εκεί θα έκαναν αγώνες και τσιμπούσια, κι ο βασιλιάς θα διάλεγε στο τέλος τον καλύτερο. Σαν τ’ άκουσαν αυτό τα βασιλόπουλα, ξεκίνησαν για το παλάτι του Κλεισθένη. Άλλος ξεχώρισε για ομορφιά, άλλος για την παλικαριά του, άλλος για την καταγωγή του και άλλος για τα πλούτη του. Μα απ’ όλους πιο πολύ ξεχώριζε ο Ιπποκλείδης, το πρώτο της Αθήνας αρχοντόπουλο, πού έσκιζε σε ομορφιά και τσαχπινιά. Αυτόν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα ο Κλεισθένης.
     Σαν ήρθε ο καιρός να γίνει η κρίση, κι αφού τελειώσαν οι αγώνες, ο βασιλιάς οργάνωσε συμπόσια και γλέντια. Τρείς μέρες τρώγαν κι έπιναν με μουσικούς και αυλητρίδες ΄ και ξαφνικά την τρίτη μέρα, σηκώνεται ο Ιπποκλείδης μες στη σούρα του κι αρχίζει να χορεύει ένα χορό από αυτούς που ξέραν μόνο οι ηνίοχοι, και δος του να λυγάει παιχνιδιάρικα τη μέση του, και δος του οι άλλοι ένα γύρο παλαμάκια. Ύστερα σάλταρε επάνω στο τραπέζι, στηρίχτηκε με το κεφάλι κάτω κι άρχισε να χορεύει με τα πόδια αψηλά, χωρίς ούτε στιγμή να χάσει την ισορροπία του. Σε λίγο κατεβαίνει απ’ το τραπέζι, το αρπάζει με τα δόντια του και το σηκώνει αψηλά, κι αρχίζει να χορεύει έναν κόρδακα, δίχως ν’ αφήσει να του πέσει ένα κύπελλο. Όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους από θαυμασμό-ποιος να φαντάζονταν τόση μαγκιά μες στο παλάτι! Μα ο Κλεισθένης, βλέποντάς τα όλα αυτά, άφριζε απ’ το κακό του. Όσο κι αν συμπαθούσε απ’ την αρχή το αρχοντόπουλο, τον διάδοχο τον ήθελε συμμαζεμένο και κιμπάρη, όχι μαγκάκι των χαμαιτυπείων. Γι’ αυτό και, μόλις τέλειωσε ο χορός, κατέβηκε οργισμένος απ’ το θρόνο του, πλησίασε τον Ιπποκλείδη και του είπε: «Κρίμα, λεβέντη μου ΄ μ’ αυτά σου τα καμώματα έχασες και το θρόνο και τη νύφη». Κι ο Ιπποκλείδης του απάντησε: «Σκασίλα μου!»
     Έτσι έχασε και πλούτη και τιμές για ένα κέφι, μα κέρδισε όλων τις καρδιές ο Ιπποκλείδης. Και έμεινε αθάνατος στην ιστορία, πρώτος ρεμπέτης του ντουνιά. σ. 1525
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
Αργά το βράδυ φτάσαμε στην Πέλλα. Οι Μακεδόνες μας δεχθήκανε όσο μπορούσαν πιο πολιτισμένα, παρόλο πού ήξεραν ότι πηγαίναμε ως ικέτες. Οι διαπραγματεύσεις μας θα άρχιζαν σε δύο μέρες ΄ ως τότε φρόντισαν να μας ψυχαγωγήσουν. Την πρώτη μέρα οργάνωσαν για χάρη μας θεατρική παράσταση-ένας σπουδαίος θίασος από την Κόρινθο μας έπαιξε Ευριπίδη! Ύστερα ακολούθησε συμπόσιο προς τιμήν μας. Ο Φίλιππος δεν ήταν ΄ όπως πάντα, έλειπε σε κανέναν πόλεμο. Μας υποδέχτηκε ο διάδοχος Αλέξανδρος, ένας ωραίος έφηβος, με χαρακτήρα όμως άγαρμπο, για τον οποίο λέγονταν πολλά. Ο οίνος έρρευσε άφθονος, οι αυλητρίδες έπαιζαν με χάρη, και ξαφνικά, εκεί πού δεν το περιμέναμε, σηκώνεται ο Αλέξανδρος κι αρχίζει να χορεύει αντικριστά με κάποιο φίλο του, και να κουνάει την κοιλιά του, να γονατίζει εμπρός του σα γυναίκα και να του κάνει ένα σωρό τσακίσματα. Και φαίνεται πώς τα καμώματα αυτά-πού ταίριαζαν μονάχα σε ηνίοχους-άρεζαν ιδιαίτερα στη μακεδονική αυλή, γιατί όλοι του χτυπούσαν παλαμάκια. Ομολογώ, τα έχασα μ’ αυτή την απροσδόκητη απρέπεια που γίνονταν μπροστά μου, η αττική μου ηθική δε μπόρεσε να το χωνέψει. Την άλλη μέρα το πρωί, πήρα την αντιπροσωπεία μας και φύγαμε άρον-άρον.
     Μα θα μου πείτε: «Για ένα χορό ματαίωσες τη συμμαχία, και μάλιστα ενώ ήξερες ότι καιγόμασταν;» Και βέβαια, για ένα χορό. Για πείτε μου: πώς να υπέγραφα μ’ ένα αγυιόπαιδο, πού χόρευε με γυναικεία κουνήματα και κορδακίζονταν ασύστολα μπροστά μας; Αμέσως πάγωσα με την ιδέα πώς, εάν τον προσκαλούσα στην Αθήνα, σα φίλο και σα σύμμαχο, δεν αποκλείεται να λέρωνε και την ακρόπολή μας με τους ανατολίτικους χορούς του. Μού φάνηκε αποτρόπαιο να μιανθεί ο Παρθενώνας εξαιτίας μου. Καλύτερα, είπα από μέσα μου, αυτά τα υποκείμενα να μπούνε στο κλεινό μας άστυ σαν εχθροί παρά σα σύμμαχοι.
     Αυτός είναι ο λόγος πού ματαίωσα τη συμμαχία, κι ας ήξερα πώς με περίμενε η οργή σας. σ. 1526
ΑΡΕΘΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
Η ζωή στην Καισάρεια, Άνθιμε, κυλάει μονότονα και πληχτικά, όπως σε κάθε επαρχία. Θυμάμαι την Κωνσταντινούπολη με τα βιβλιοπωλεία της, τις φιλολογικές της συναναστροφές, ακόμη και τις θεολογικές της έριδες, και μού ‘ρχεται να τρελαθώ. Άχ, άχ, γιατί να μη με στέλνανε κι εμένα πιο κοντά, ας πούμε στη Νικομήδεια; Τότε τα πράγματα θα ‘ταν αλλιώς.
     Και για να δείς το τι τραβώ στη φοβερή αυτή επαρχία, θα σού αναφέρω ένα μόνο απ’ τα συνήθη περιστατικά. Συχνά κανείς βλέπει στο δρόμο Παφλαγόνες ΄ είναι οι γνωστοί αιχμάλωτοι που εξελληνίστηκαν και πού τους τοποθέτησαν σε διάφορες ακριτικές περιοχές. Πολλοί από αυτούς μας έρχονται στην πόλη και περιφέρονται σαν τους ζητιάνους, παίζοντας τα παράξενά τους όργανα και τραγουδώντας διάφορα ακριτικά τραγούδια. Τα άσματά τους αρέσουν στο λαό: τρέχουνε όλοι από πίσω τους, τους δίνουνε λεφτά και τους φιλεύουν, και γενικά τους δείχνουνε συμπάθεια. Ακόμη και ο πρωτοσύγκελός μου τους έδωσε ελεημοσύνη! Ίσως, αν τραγουδούσαν τα τραγούδια της πατρίδας τους, να είχαν πιο πολύ ενδιαφέρον ΄ θα μας τραβούσαν πιο πολύ. Αυτοί αντίθετα επιμένουν να τραγουδάνε ελληνικά, με τις χοντρές ασυνταξίες τους και με τους άθλιους ρυθμούς τους. Τι φοβερό, να ‘σαι θρεμμένος με Όμηρο και Ιωάννη τον Θεολόγο, να εκστασιάζεσαι με Νόννο και Πλωτίνο, και να υφίστασαι πρωί και βράδυ τις μιξοβάρβαρες ωδές των επαράτων Παφλαγόνων. σ. 1527
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ
Γνωρίζετε, παμφίλτατε, ότι διάγω μόνος, με μιαν υπηρέτρια πού με περιποιείται. Κρητικιά, δεν ξέρω πώς ευρέθη στο Παρίσι. Την σήμερον, που τα κορίτσια είναι τόσο ξεβγαλμένα, είναι απίθανη η σεμνότητα κι η αφοσίωση ετούτης της κοπέλας. Παραπάνω απ’ τη Λαμπρινή, δεν έχω-εκτός από ένα: της αρέσει πολύ να τραγουδάει ολημέρα, κι αυτό με εκνευρίζει φοβερά. Όχι διότι δε μ’ αφήνει ν’ αφοσιωθώ στο γράψιμο και στη μελέτη, όσο διότι επιμένει μετά πάθους-τους ξέρετε δα τους Κρητικούς-να τραγουδά μονότονα ένα άσμα, που λέγεται «Ερωτόκριτος». Θα μ’ ερωτήσετε βεβαίως τι εστί το άσμα ετούτο. Είν’ ένα έπος παλαιόν χιλιάδων στίχων, κομμένο και ραμμένο εις τα χνάρια βενετσιάνικων προτύπων, με κονταρομαχίες και με γιόστρες, με έρωτες κρυφούς δυό νέων και με άρνησιν γονέων, κττ. Με δυό λόγια, μνημείο του πόσο γρήγορα ο λαός μας ξεχνάει τις παραδόσεις του, διά να μιμηθεί καμώματα και άσματα των ξένων. Κι ως προς τη γλώσσα, βάρβαρος συμφυρμός ελληνικών και ξένων λέξεων, τόσο πού να μελαγχολεί κανείς για το αν η γλώσσα θα δυνηθεί ποτέ να καθαρθεί. Αντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, παμφίλτατε, πόσο άθλια κατάντησε η ζωή μου, έτσι πού είμαι υποχρεωμένος να υφίσταμαι τη Λαμπρινή αδιαλείπτως. Συχνά την ικετεύω: «Κόφ’ το, Λαμπρινή, για να μπορέσω επιτέλους να τελειώσω τον Λουκιανό.» Για μια στιγμή βουβαίνεται, και σε δέκα λεπτά ξανά τα ίδια. Και μια φορά που χαρακτήρισα το άσμα της αηδές, η Λαμπρινή εξανέστη: «Γιατί, καλέ κύριε Αδαμάντιε; Είναι αηδία ο «Ερωτόκριτος»; Εσείς πού είσαστε τόσο σοφός, πού ακούσατε ωραιότερο τραγούδι;» Κι ευθύς τα ίδια, δίχως τελειωμό. Αβάστακτη έχει γίνει η ζωή μου. Πώς να την διώξω; Την σήμερον δεν βρίσκεις δούλες στο Παρίσι. Μα και πώς να της το κόψω; Είναι η μόνη της ψυχαγωγία. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Ξεύρετε τι θα πεί να απεχθάνεσαι τέτοια ψευδο-δημώδη στιχουργήματα, και να τά υφίστασαι απ’ το πρωί ως το βράδυ; σ. 1528
ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ
Όταν αποφασίστηκε να εορτασθεί η φιλολογική εικοσιπενταετηρίδα του Παπαδιαμάντη, ο Παλαμάς μού ζήτησε επίμονα να μπώ κι εγώ στην οργανωτική επιτροπή. Όλοι γνωρίζαν πόσο τζαναμπέτης ήτανε ο κυρ- Άλέξανδρος (δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει κάν για εορτασμό) κι ήμουν ο μόνος πού μπορούσε ίσως να τον καταφέρει. Δέχτηκα, μα με κρύα καρδιά: ο Σκιαθίτης, σκέτο αγριοκάτσικο, δε θα υποχωρούσε ούτε στη φιλία μας. Και πράγματι, σαν το ‘μαθε, πολύ του κακοφάνηκε κι απείλησε πώς θα μου έκοβε την καλημέρα. Δεν απελπίστηκα ΄ σκέφτηκα πώς θα ήτανε καλύτερο να μην τον ερεθίσουμε άλλο, και μοναχά την τελευταία στιγμή να προσπαθήσω να τον απαγάγω και να τον φέρω στην κατάμεστη αίθουσα του «Παρνασσού». Το πράγμα, βέβαια, δεν ήτανε και τόσο απλό, γιατί ο κυρ Αλέξανδρος ήξερε στην εντέλεια να εξαφανίζεται. Όμως κι εγώ γνώριζα τις κρυψώνες του καλά: σίγουρα θα τον έβρισκα στον κάπελα τον κυρ-Ανέστη Ρέντη, ή στου Αντωνάκη (του δεξιού ιεροψάλτη της Δεξαμενής), ή σ’ έναν συμπατριώτη του Αμαραντίδη. Γι’ αυτό και αισιοδοξούσα. Ούτε στιγμή δε μου πέρασε απ’ το νου πώς ο Παπαδιαμάντης, πολύ πιο πονηρός από εμένα, θα φρόντιζε να καταφύγει σ’ έναν τέταρτο (τον άλλο ιεροψάλτη της Δεξαμενής, με τον οποίο δε σχετίζονταν καθόλου!) και μένα θα με άφηνε να ψάχνω. Έτσι και έγινε. Το ότι  βέβαια η τελετή είχε μεγάλη επιτυχία κι ακούστηκαν από πολλούς πολλά εγκώμια, αυτό δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι μού την έφερε, και μου ‘κοψε από πάνω και την καλημέρα. Έτσι ο κυρ-Αλέξανδρος, για μια φορά ακόμη, απέδειξε πόσο απεχθανόταν τη δόξα και πόσο ήξερε με πείσμα να την αποφεύγει.  σ. 1529
ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΙΧ
Πήγα στην Πράγα, καλεσμένος απ’ την Ένωση των Τσέχων Συγγραφέων, και μεταξύ των άλλων θέλησα να επισκεφτώ τον Κάφκα, για τον οποίο άκουγα πολλά. Με έτρωγε η περιέργεια γι’ αυτό το νεαρό, που ένας μύθος είχε αρχίσει γύρω απ’ το όνομά του, προτού καλά-καλά να βγει το πρώτο του βιβλίο. Δεν είχε τύχει να διαβάσω τίποτε δικό του, κι αυτό με κέντριζε ακόμη περισσότερο. Έτσι αφέθηκα στον φίλτατο Μαξ Μπρόντ να με οδηγήσει στο στενό του φίλο.
     Πήγαμε στο γερμανικό τομέα της Πράγας (ο Κάφκα είναι Γερμανοεβραίος). Μας δέχτηκε κάπως ουδέτερα, σχεδόν με μια ανεπαίσθητη ειρωνεία στα στρογγυλά ματάκια του. Το μικροσκοπικό δωμάτιό του μύριζε κλεισούρα, ο Κάφκα έδειχνε κι αυτός κλειστός, κλειστοί και απροσπέλαστοι και οι δικοί του-ένιωσα άσκημα. Είπαμε λίγα λόγια, άσχετα και τυπικά (για τον καιρό και για το ιδιαίτερο κλίμα της Πράγας), μα ούτε κουβέντα για λογοτεχνία. Τον ρώτησα τι ετοίμαζε και μου ‘πε αόριστα πώς κάτι είχε στα σκαριά. Φεύγοντας εξομολογήθηκα στον Μπρόντ ότι ο φίλος του με απωθούσε. Εκείνος μου απάντησε ότι, παρ’ όλα αυτά, ο Κάφκα κάποια μέρα θα γινόταν πολύ μεγάλος. Άθελα χαμογέλασα: μεγάλος μεταξύ εκατοντάδων μετριοτήτων; Στα μάτια μου φαινόταν σαν ένα ανθρωπάκι, με κάτι το περίεργο στη φάτσα του και κάτι το κομπλεξικό στο φέρσιμό του. Τίποτε δε μού άφησε η συζήτησή μας, ούτε μια λέξη του δε μου ‘ρχεται τώρα στο νου. Σκέφτομαι μάλιστα πώς, όταν διαλυθεί ο πρώιμος μύθος, ίσως ο Κάφκα καταποντιστεί μαζί με τόσους άλλους κι ίσως οι ερχόμενες γενιές να τον γνωρίσουν μόνο από αυτές τις σημειώσεις. σ. 1530
ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΗ
΄Ωχ, πάλι χάθηκε η μισότρελη γριά μέσα στους δρόμους της απέραντης Αθήνας. Και πάλι ο μπασκίνας της θα πάρει σβάρνα, σαν τρελός, όλα τα τμήματα, μέχρι να την ανακαλύψει. Μονάχα τότε η καρδιά του θα ‘ρθει στη θέση της. Θα τηνε φέρει στοργικά στο καλυβάκι της, κι εκεί θα προσπαθήσει να τη συνεφέρει, θα την ταΐσει, θα την ξεσκατώσει και θα τη βάλει σα μικρό να κοιμηθεί.
     Ήταν η φημισμένη τραγουδίστρια του ’30, η ντίβα του παλιού αλάνικου. Σε όλα τα δισκάδικα και τα γραμμοφωνάδικα η μόρτικη φιγούρα της (σαν καλλονή της μπελ-εποκ) ξετρέλαινε τους μάγκες και τους βλάμηδες. Όλα δικά της: ο άντρας της πιασμένος έμπορος στη Σαλονίκη, οι συγγενείς της πολιτεύονται, ο ένας της γιός αξιωματικός. Κι η Ρόζα, από καλοσύνες άλλο τίποτα: άρρωστες τραγουδίστριες να τις συμπαραστέκεται με χρήματα και γιατρικά, νέους εργάτες να τους βρίσκει θέση σε κανένα εργοστάσιο. Κάποτε, λίγο καιρό πριν απ’ τον πόλεμο, βοήθησε και κάποιον χωροφύλακα από την Κορινθία-ή μήπως ήτανε κρυφό ειδύλλιο; Κανείς δεν ξέρει.
     Ύστερα ήρθαν συμφορές απανωτές, ήρθε κι ο πόλεμος. Η Ρόζα πιά δεν ήταν ντίβα, στη θέση της μεσουρανούσαν άλλες, άρχισαν να σαλεύουν και τα μυαλά της. Τότε οι δικοί της την πετάξανε σ’ ένα μικρό καλύβι, στην άκρη της Αθήνας. Κακά γερατειά, το κοτέτσι της γεμάτο ποντίκια και κουράδια, κι αυτή να λερώνεται επάνω της, να ζει με τα συντρίμμια της παλιάς δόξας. Ώσπου την ανακάλυψε επιτέλους ο μπασκίνας της. Τώρα ήτανε φορτηγατζής, μ’ ένα σωρό αυτοκίνητα, μά την παλιά ευεργεσία (ή την παλιά αγάπη) δεν έλεγε να την ξεχάσει. Κίνησε γη και ουρανό για να τη βρει. Ήθελε να την πάρει σπίτι του στην Κορινθία, εκεί να ζει με όλα της τα αγαθά, μά η γριά πού να αφήσει το κοτέτσι της!
      Μόνος του την υπηρετούσε και τη ντάντευε, μόνος του έκανε τη λάτρα στο καλύβι της, την τάιζε, την έλουζε, την χτένιζε, την έβγαζε περίπατο, κι άμα θα έφευγε για μακρινό ταξίδι, την εμπιστεύονταν στις διπλανές γειτόνισσες. Τριάντα χρόνια, λένε, βάσταξε αυτή η ιστορία. Κι όταν η Ρόζα πέθανε, τρελή κι αλλοπαρμένη, την πήρε και την έθαψε στην Κορινθία.
     Κερδίζεις την εμπιστοσύνη σου στον άνθρωπο, όταν μαθαίνεις τέτοιες ιστορίες. σ.1531
Β
Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ
Στη Διαγώνιο, λίγο πιο πριν απ’ το φωτογραφείο του Μισέλ, πολλές φορές όταν περνούσα έβλεπα ένα γέρο λερό και λιγδιασμένο, πού κάθονταν κατάχαμα στο πεζοδρόμιο και ζήταγε απ’ τους περαστικούς βοήθεια. Οι νεαροί της Τσιμισκή, πού έκαναν τη βόλτα τους ως το σημείο εκείνο, φαίνεται ότι ένιωθαν ενοχλημένοι απ’ την παρουσία του-αν δεν του έριχναν καμιά δεκάρα, βλαστήμαγε μέσ’ απ’ τα δόντια του-κι έτσι τερμάτιζαν τη βόλτα τους στου Γκιγκιλίνη.
     Ένα απομεσήμερο, καθώς περνούσα από κει, είδα μια ωραία κοπέλα, γύρω στα είκοσι πέντε, καλλονή της Τσιμισκή, πού στάθηκε μπροστά στο γέρο, του χαμογέλασε ανοιχτόκαρδα-με κάποια συγκατάβαση, είν’ αλήθεια-κι ύστερα έσκυψε κοντά του, λύγισε τα γόνατα και, προσπαθώντας να μη λερωθεί, του πρότεινε απαλά το μάγουλό της. Ο γέρος, σα να ήξερε κι από άλλοτε, ζωήρεψε απότομα και άρχισε να τη φιλάει με βουλιμία, προσέχοντας κι αυτός μην την λερώσει. Τα μάτια του έλαμπαν από τη σπάνια ευτυχία. Μετά από κάμποσα φιλήματα, η ωραία ανασηκώθηκε παραμερίζοντας το γέρο και, όπως σκούπιζε τα μάγουλά της με το μαντηλάκι της, του είπε με γλυκιά φωνή: «Εντάξει; Φτάνει τώρα. Άλλη φορά». Ο γέρος κάτι της ψιθύριζε σα να παραληρούσε, ενώ τα μάτια του είχαν γουρλώσει και τα σάλια του έτρεχαν. Η ωραία εξαφανίστηκε, και κάποιος είπε στους περίεργους που είχαν μαζευτεί, πώς κι άλλοτε του έτυχε να δεί το ίδιο περιστατικό με την κοπέλα και το γέρο.
     «Αυτό θα πει ζητιάνος της αγάπης», σκέφτηκα μέσα μου και μελαγχόλησα: χρόνια πολλά ζητιάνευα κι εγώ ένα φιλί, κι όμως κανείς δε βρέθηκε να μ’ ελεήσει. σ. 1535 
ΛΑΤΡΕΙΑ
Μεσημέρι με τον φίλο μου Δημήτρη στην Τσιμισκή. Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής του «Άρεως», το ίνδαλμα της νεολαίας του ’50. Καλά-καλά ούτε είκοσι χρονώ, έλαμπε από νιάτα κι ομορφιά, και ζεματούσε από ευρωστία. Ένιωθα σα σκυλάκι του κι η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν δεχόταν να τον συνοδέψω ως το σπίτι.
     Εκεί που περπατούσαμε, μας είδαν από απέναντι δυό πιτσιρίκια. «Ο Δημήτρης!», φώναξε με θαυμασμό το ένα και σκούντησε τον φίλο του, για να τον δει κι εκείνος. Σε λίγο μας πλησίασαν όλο χαρά. Το πιο μεγάλο άρχισε να τον χαϊδεύει με λατρεία στα μάγουλα, ενώ το πιο μικρό τεντώθηκε όσο μπορούσε και τον φιλούσε επίμονα στο στήθος και στα μπράτσα. Ο Δημήτρης στεκόταν και τα κοίταζε με μία τρυφεράδα εφηβική και με μια συγκινημένη συγκατάβαση. Τέλος, του είπαν «γειά σου Δημήτρη» και έφυγαν γεμάτα αγαλλίαση.
     Τέτοια λατρεία δεν την είχα ξαναδεί. Τά δυό πιτσιρίκια είχαν καταφέρει, αβίαστα και φυσικά, αυτό που εγώ δεν αξιώθηκα ποτέ να επιτύχω: να σταθεί ένας άνθρωπος να τον χαϊδέψω. σ. 1536
ΤΟ ΓΛΥΚΟ
Μ’ άρεζε και τον ήθελα. Το ίδιο κι εκείνος. Γι’ αυτό, όταν ο λόχος μας αποφασίστηκε, σαν πιο παλιός, να μένει σε αντίσκηνα, κοιτάξαμε με κάθε τρόπο να βρεθούμε μαζί. Κι έτσι πλαγιάζαμε, βράδυ και μεσημέρι, πλάι-πλάι. Το αίσθημά μας φούντωνε, μά ήμασταν κι οι δυό αναποφάσιστοι και δεν τολμούσαμε να κάνουμε αρχή.
     Μια νύκτα θεοσκότεινη, μετά το σιωπητήριο, καθώς δεν έλεγα να κλείσω μάτι, ακούω τον Τάκη να μου λέει: «Η μάνα μου έστειλε γλυκό απ’ το νησί. Θέλεις λιγάκι;» Μες στο σκοτάδι άπλωσε το χέρι του και από κάπου ξετρύπωσε το βάζο. Ύστερα βρήκε ένα κουταλάκι. Άνοιξε το βαζάκι, πήρε μια κουταλιά γλυκό και ψαχουλεύοντας το έβαλε στο στόμα του. Ήταν τριαντάφυλλο βανίλια. Λιγώθηκα απ’ τη γλύκα. «Αν με φιλήσει τώρα», έλεγα από μέσα μου, «δε θα αντέξω.»
     Ξάφνου, δεν ξέρω πώς, γλιστράει το κουταλάκι απ’ το στόμα μου και πέφτει στο λαιμό μου. Αμέσως ένιωσα να χύνεται ένα ρυάκι πού κολλούσε. Προσπάθησα να το αναχαιτίσω, όμως το μόνο που κατάφερα ήταν να πασαλειφτώ ακόμη πιο πολύ ΄ το μαξιλάρι κι η φανέλα μου έγιναν χάλια. Εκείνος στην αρχή θέλησε να με βοηθήσει, μα μες στην ταραχή του ξέφυγε το βάζο απ’ τα χέρια ΄ το τριαντάφυλλο πασάλειψε το στρώμα και τα όπλα μας, τις φόρμες και τα άρβυλα, ακόμη και το ημερολόγιό μου. Μέχρι και το αντίσκηνο κολλούσε απ’ τα γλυκά. Πρώτος πετάχτηκε έξω φρενών ο Τάκης βλαστημώντας, και ακολούθησα κι εγώ. Μα για κακή μας τύχη το νερό στις βρύσες ήταν λιγοστό. Μες στο πυκνό σκοτάδι αρχίσαμε το πλύσιμο, ενώ ο θαλαμοφύλακας, πού μας μυρίστηκε, κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια. Μια νύχτα ολόκληρη πλέναμε και πλενόμασταν, πηγαίναμε κι ερχόμασταν, μα η μπουγάδα τελειωμό δεν είχε. Ξημέρωνε, κι εμείς ακόμη δύσθυμοι στις βρύσες, και χώρια η πλάκα που θα έσπαγαν οι άλλοι το πρωί, όταν θα έβλεπαν τα χάλια μας.
     Από τότε μου μπήκε η ιδέα πώς κάθε γλύκα και σορόπι, όσο αθώα κι αν αρχίζει, τελειώνει με καταστροφή. σ. 1537
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Όλη τη μέρα χιόνιζε ΄ το σούρουπο δυνάμωσε η παγωνιά. Γεμάτος λύσσα κίνησα για το Βαρδάρι, παρόλο που ο παλιόκαιρος δεν άφηνε πολλές ελπίδες. Τα ήξερα καλά αυτά τα παγωμένα βράδια: οι αδελφές όλες στο πόστο τους, μα τα τεκνά όλα άφαντα. (Πάντα οι αδελφές αψηφούνε το κρύο και πάντα τα τεκνά στο πρώτο βοριαδάκι εξαφανίζονται.)
     Ξαφνικά με πλησίασε ένα φανταράκι. Μικρό, κοντό, ανοιχτόκαρδο. Ούτε χυδαιότητες ούτε παζάρια. Βρήκαμε ένα μικρό γιαπί, τέρμα Σταυρούπολη. Κουρνιάσαμε σε μια γωνιά που ο αέρας έκοβε. Όμως η παγωνιά δεν αστειεύονταν. Τα χέρια μας είχαν ξυλιάσει, τα πόδια μας δεν τα νιώθαμε. Σταθήκαμε για λίγο σιωπηλοί. Μίλησε πρώτα εκείνος: «Τι λες, τα βγάζουμε όλα;» «Αυτό θα σου ‘λεγα κι εγώ, αλλά φοβόμουν μπάς και κρύωνες.» «Αστειεύεσαι; Άμα τριφτούμε θα ανάψουμε.»
     Στο πι και φι τα βγάλαμε όλα, μείναμε μόνο με τις κάλτσες. Τα στρώσαμε όλα κάτω, στρατιωτικά-πολιτικά, ξαπλώσαμε επάνω τους. Γίναμε ένα κουβάρι. Για πότε λησμονήσαμε το κρύο; Για πότε ζεσταθήκανε τα χέρια μας; Για πότε κορώσαμε ολόκληροι, μές στην καρδιά του χειμώνα; Μόνο τα πόδια μας, πού τα προφύλαγαν οι κάλτσες, τα νιώθαμε ακόμη παγωμένα!
     Δε μου ξανάτυχε ποτέ τέτοια περίπτωση. Σίγουρα όμως θα ‘βγαζα αμέσως και τις κάλτσες. σ.1538
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Τον έβλεπα συχνά στο Βαρδάρι, παρέα με κάτι γέρους κωλομπαράδες. Περίπου τριαντάρης, σιωπηλός, μονίμως άνεργος, όχι πολύ αρρενωπός, πάντα φτωχοντυμένος και αξύριστος. Του πρότεινα παρέα κι ήρθε. Ανηφορίσαμε σιωπηλοί για τα ντενεκεδένια σιδεράδικα. Σταθήκαμε στα σκοτεινά. Διστάζαμε.
     Έσβησε το τσιγάρο του. «Για στάσου», είπε σα να θυμήθηκε κάτι. «Μεγάλη Πέμπτη δε είναι σήμερα;» «Ναι», είπα ΄ «και τι μ’ αυτό;» «Πώς, και τι μ’ αυτό. Η εκκλησία να ψέλνει τα δώδεκα ευαγγέλια, και μείς να γαμιόμαστε;» «Και τι θες να κάνουμε; Να περιμένουμε το Πάσχα;» «Δε ‘ναι σωστό. Θα μας κάψει ο Θεός.» «Έ, τότε τι ήθελες και με κουβάλησες εδώ;» Μαλάκωσε. «Δίκιο έχεις. Αποβραδίς το ‘χα στο νου μου αλλά μετά το ξέχασα. Πάμε τώρα. Άλλη φορά.»
     Έφυγα τσατισμένος. Πιο πολύ με τον εαυτό μου. Ακούς εκεί, ένας αλήτης να μου δώσει τέτοιο μάθημα, εμένα που ‘ξερα τα δώδεκα ευαγγέλια απέξω! σ. 1539
ΜΕΘΥΣΙ
Εκείνο το φθινόπωρο, δεν έλεγα να βγάλω από πάνω μου το νέο μου πουλόβερ, δώρο  μιάς φίλης μου, πού το ‘χε πλέξει ειδικά για μένα. Κακοντυμένος μια ζωή, χαιρόμουν τώρα με τη σκέψη πώς κι εγώ φορούσα επιτέλους κάτι όμορφο και φίνο.
     Μια νύχτα στην Πολυτεχνείου, συνάντησα τυχαία το Νησιώτη. Σπάνιος άνθρωπος, καρδιά αχάλαστη, είχε κι αυτός ανάγκη από συντροφιά, γιατί η γυναίκα του είχε πάθει. Δεν ήταν με το τρικυκλάκι του αλλά με την «κουρσάρα» του αδελφού του απ’ την Αυστραλία. «Μπές μέσα», μου είπε ανοιχτόκαρδα. Στο κασετόφωνο, κλασική μουσική ΄ του γύρεψα ρεμπέτικα-«βρε, άσε να γενούμε άνθρωποι κι εμείς», μου είπε και μου έκλεισε το μάτι.
     Πήγαμε προς τα δυτικά, εκεί πού τα χωράφια, πριν τα καταπιεί η πόλη, τα νέμονται ακόμη εργοστάσια και Γύφτοι. Στο τσάκα- τσάκα ξεντυθήκαμε (όσο κι αν είναι δύσκολο μες στο κλειστό αμάξι), πλαγιάσαμε και τα καθίσματα, σβήσαμε και τη μουσική, και άρχισε το ένστικτο να γίνεται μουσκίδι μες στην τρυφεράδα. Όμως, απόψε ήταν κάτι αλλιώτικο: θες απ’ τον ενθουσιασμό του πού οδηγούσε την «κουρσάρα», θες απ’ την αγαλλίασή μου πού τον είχα ξαναβρεί, ήμασταν και οι δύο σα μεθυσμένοι. Ποτέ δεν είχα σχέσεις με πιοτά κι ούτε ήξερα τι κάνει τους ανθρώπους να μεθούνε ΄ μα απόψε το κατάλαβα καλά: είναι η έκσταση πού νιώθεις όταν χάνεις το νου και τη συνείδηση.
     Όταν τελειώσαμε, νιώθαμε ακόμα σαν υπνωτισμένοι. Ανοίξαμε τις πόρτες και ντυθήκαμε έξω βιαστικά, γιατί είχαμε αργήσει. Γεμάτος έξαψη και νευρικότητα, ούτε κατάλαβα πώς ντύθηκα. Μες στο λεωφορείο, αισθάνθηκα πιο δυνατή την ψύχρα. Και μόνο όταν έφτασα στο σπίτι, είδα πώς δε φορούσα το πουλόβερ. Σίγουρα μου ‘χε πέσει στο χωράφι, δίπλα στην ανοιγμένη πόρτα του αμαξιού- κι άντε να βρεις.
     Δεν τόλμησα να πω στη φίλη μου γιατί δεν ξαναφόρεσα το υπέροχο πουλόβερ. Μα αν τύχει και διαβάσει ετούτες τις γραμμές, άς δείξει κατανόηση κι ας συγχωρήσει.  σ. 1540
ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ
Το μικρό αυτοκινητάκι του φίλου μου αγκομαχούσε στον κακοτράχαλο δρόμο. Πηγαίναμε στο μνήμα του Άγγλου ποιητή, μα η ώρα περνούσε, η αναφορά δε βοηθούσε, ο ήλιος κόντευε να δύσει, κι ακόμη να φανεί ο μικρός ελαιώνας. Γεμάτοι θλίψη αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στη Σκύρο και να το αφήσουμε γι’ άλλη φορά.
     Είχε πιά σκοτεινιάσει για καλά, όταν στο δρόμο συναντήσαμε ένα ζευγαράκι, που γύριζε με μια μοτοσικλέτα. Εκείνος γύρω στα είκοσι πέντε, μελαχρινός, λαϊκό καμάκι, κι εκείνη γύρω στα είκοσι, ξανθιά, προφανώς ξένη. Είχανε πάει, φαίνεται, για τσαϊράδα, μα στην επιστροφή τους χάλασε το μηχανάκι, και τώρα ήτανε αναγκασμένοι να το σπρώχνουνε σιγά-σιγά-ξινά τους είχαν βγει τα ζαχαρώματα. Γεμάτος αγωνία μας σταμάτησε ο νεαρός και ρώτησε ευγενικά αν είχαμε κάποιο εργαλείο που του χρειάζονταν. Μα για κακή του τύχη δεν υπήρχε, ο νεαρός μαράθηκε, μας κακοφάνηκε και μας πού δε μπορούσαμε να βοηθήσουμε σε τίποτε. Η ξένη κάθονταν παράμερα και παρακολουθούσε, χωρίς να δείχνει πώς καταλαβαίνει. Μές στην αμηχανία μας ο νεαρός μας παρακάλεσε να πάρουμε μαζί μας την κοπέλα. Δεχτήκαμε μετά χαράς. Μά όταν πήγε και της το ‘πε, εκείνη άρχισε να ουρλιάζει «νό,νό,νό», και κόλλησε επάνω του σα στρείδι, και τον τραβούσε μακριά μας με μανία. Ήταν ολοφάνερο πώς προτιμούσε την ταλαιπωρία μαζί του παρά να χωριστεί από τον φίλο  της. Είδε κι απόειδε τότε εκείνος, κι έκανε νόημα να φύγουμε. Βάλαμε μπρός περίλυποι, αφήνοντάς τους μες στην ερημιά να σπρώχνουνε το χαλασμένο μηχανάκι.
     «Πόση ώρα θέλουν ως τη Σκύρο;», ρώτησα μια στιγμή το φίλο μου. «Θα περπατάνε όλη τη νύχτα», μου απάντησε. Και ξαφνικά, χωρίς καλά να το καταλάβουμε, μας τύλιξε ο θαυμασμός για την κοπέλα.
Είχαμε χάσει το προσκύνημα της ποίησης, μά προσκυνήσαμε την ίδια την αγάπη.  σ.1541
(1982-1985)
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (1931)
ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ
ΜΙΚΡΑ ΠΕΖΑ
Περιοδικό Εκηβόλος τεύχος 15/Αθήνα, Καλοκαίρι 1986
--
Σημειώσεις:
Τα παλαιότερα χρόνια, τουλάχιστον στην ελληνική επαρχία, τα μικρά παιδιά καθόντουσαν στο παραγώνι κοντά στο τζάκι και πυρώνονταν τις ανεμοδαρμένες και παγωμένες νύχτες ακούγοντας τις μαυρομαντιλούσες γιαγιάδες να τους εξιστορούν παλαιές ιστορίες, να τους λένε παραμύθια, περιπέτειες που έζησαν και χάνονται στην αχλή του μύθου. Και αυτά, γούρλωναν τα μικρά τους μάτια με έκπληξη,  σκουντιόντουσαν μεταξύ τους με απορία, κοιτούσαν με θαυμασμό τα χείλη που αφηγούνταν και τέντωναν τ’ αυτιά τους με προσοχή. Άλλες φορές ανατρίχιαζαν από αγωνία και φόβο από τις εξιστορήσεις που άκουγαν, όμως έμεναν εκεί, να τελειώσει η αφήγηση να ολοκληρωθεί η ιστορία. Αγκάλιαζαν το ένα το άλλο και ονειρευόντουσαν, άκουγαν για καημούς και βάσανα ανθρώπων πρωτόγνωρα. Χάνονταν μέσα στις λέξεις, τις εικόνες, το όνειρο. Πετάριζε η φαντασία και η ψυχούλα τους μαζί με τις απλές, αφτιασίδωτες μικρές ιστορίες που η «κλώσα» γιαγιά αφηγούνταν. Οι μανάδες νανούριζαν τα παιδιά τους με κατορθώματα ηρώων, με ευχές για το μέλλον τους, με παραμύθια και μύθους των παλαιότερων ανθρώπων. Γεγονότα και βάσανα, πίκρες και καημούς, αμέτρητους πόνους που είχαν ζήσει και κρατούσαν επτασφράγιστο πολύτιμο μυστικό μέσα στην καρδιά τους. Εμπειρίες ζωής και βιώματα βίου που συνέχιζαν την ροή της μικρής τους πονεμένης ιστορίας. Μια σχεδόν καθημερινή ιεροτελεστία της μνήμης, για διδαχή και παράδειγμα, τέρψη και αγαλλίαση. Έτσι συνεχίζονται οι ιστορίες των ανθρώπων, από στόμα σε στόμα, από χείλη σε χείλη, από αυτί σε αυτί. Όταν ο προφορικός λόγος γίνεται το άρμα των παθών και των βασάνων της ζωής, των καημών και των ονείρων, των αμέτρητων βιωμάτων και ονειροφαντασιών, των ηρωικών ανδραγαθημάτων και των άσχημων στιγμών. Με ρεμπέτικα τραγούδια και ευαγγελικές παραβολές. Μικρές ανθρώπινες ιστορίες σχέσεων, που όλοι μας βιώνουμε και μας αφορούν.
Γιατί κάνω αυτήν την μικρή μνημόνευση; Γιατί μοιάζουν με παραμύθια τα μικρά πεζά του ποιητή της Θεσσαλονίκης Ντίνου Χριστιανόπουλου. Παραμυθίες βίου αληθινού και γνήσιου. Ενός ποιητή που σε καθηλώνει από την πρώτη στιγμή που θα τον διαβάσεις, ενός ανθρώπου ντόμπρου που δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί με τις ερωτικές εμπειρίες του άλλου, αυθεντικού χαρακτήρα που κοίταξε πρόσωπο προς πρόσωπο την ζωή μέσω των ερωτικών του περιπλανήσεων. Γνήσια λαϊκή στόφα ερωτικού άνδρα, γιαυτό και μπορεί και μας μιλά ξεκάθαρα για τα βάσανα της αγάπης. Απροσποίητου στις συμπεριφορές του και τα λόγια του, ανόθευτου από κουλτουριάρικες του συρμού αναφορές αναγνώρισης. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, δεν διακύβευσε ποτέ την ακεραιότητα του χαρακτήρα του για να γίνει αρεστός από το σινάφι των διανοούμενων, ιδιαίτερα της πρωτεύουσας, που αρκετές φορές πικρόχολα καυτηρίασε. Δεν χαράμισε τις αρετές της προσωπικότητάς του για να γίνει αποδεκτός από τους ανθρώπους της τέχνης. Δεν αλλοίωσε την ερωτική του ποιητική φωνή για να φορέσει ένα κοινωνικό προσωπείο που δεν του ταίριαζε, από ιδιοσυγκρασία. Η προσωπικότητα του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου ήταν μία και η αυτή μέσα στο πέρασμα της δικής του ατομικής ιστορίας και πορείας. Ο ποιητής αυτός, που ανήκει στην μεγάλης Σχολή της Θεσσαλονίκης, που έχει εμπλουτίσει εποικοδομητικά και σταθερά την ελληνική λογοτεχνική γραμματεία-βλέπε περίπτωση του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη, της ποιήτριας Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, του ποιητή και εκδότη Τηλέμαχου Αλαβέρα, της ποιήτριας Ρούλας Αλαβέρα, του δοκιμιογράφου Πέτρου Σπανδωνίδη, του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου, του μυθιστοριογράφου Νίκου Μπακόλα, του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, του Σάκη Σερέφα, του τραγουδοποιού Διονύση Σαββόπουλου και εκατοντάδων άλλων αντρών και γυναικών θεσσαλονικέων δημιουργών-είναι ίσως η πλέον αυθεντική της φωνή, ή τουλάχιστον ένα από τα πιο εύοσμα άνθη του λογοτεχνικού της «μπαξέ». Ο πολύπειρος Ντίνος Χριστιανόπουλος, παρά τις σπουδές του,-σπούδασε ελληνική φιλολογία-, παρά την εργασία του για ένα διάστημα στην Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης, παρά την επαγγελματική του διαδρομή και την ενασχόλησή του για αρκετές δεκαετίες με την έκδοση του γνωστού λογοτεχνικού περιοδικού «Διαγώνιος» και τις εκδόσεις του οίκου που υπήρξε εμπνευστής και εμψυχωτής του, δεν απεμπόλησε την αυθεντικότητά του σαν άτομο. Την ερωτική στόφα του έλληνα άντρα, την λαϊκότητα της έκφρασής του και των προσωπικών του περιπετειών. Εργάστηκε με την αυτοσυνειδησία και το καθήκον αυταπάρνησης που βλέπουμε στον κόσμο των μυρμηγκιών, ή καλύτερα, των μελισσών. Όλοι για την κυψέλη. Και στην δική του περίπτωση, κυψέλη είναι η προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη. Ερεύνησε αρχεία, επισκέφτηκε βιβλιοθήκες, κατέγραψε περιστατικά, ξεφύλλισε ημερολόγια και εφημερίδες, ανάδειξε δημιουργούς μέσα από το περιοδικό που εξέδιδε και τον εκδοτικό του οίκο. Με δυό λόγια, σύνθεσε το μωσαϊκό του προσώπου της γενέθλιας πόλης του όπως μας δείχνουν τα εκατοντάδες δημοσιεύματά του και τα δεκάδες βιβλία που εξέδωσε. Έπλεξε το υφαντό της με μεράκι, πόνο, καημούς και τραγούδια, στίχους και λόγια λαϊκά, με λέξεις της πιάτσας και της απροσποίητης ζωής των συμπατριωτών του. Έγραψε βιβλία και μικρά μελετήματα που αφορούν λογοτεχνικά πρόσωπα, ιστορικά γεγονότα και καλλιτέχνες της συμπρωτεύουσας και όχι μόνο. Πρωτίστως όμως, μας αφηγήθηκε τους καημούς και τα βάσανα των απλών ανθρώπων, τις συμπεριφορές τους, τους χαρακτήρες τους σε δεδομένες ιδιωτικές τους στιγμές. Χαρτογράφησε έναν ελληνικό κόσμο της συμπρωτεύουσας που ζει, εργάζεται, αναπνέει, δραστηριοποιείται ποικιλοτρόπως δίνοντας το άρωμα και το πρόσωπο της πόλης. Αυτής της πόλης της Μακεδονίας που, βρίσκεται κάτω από την ιερή σκιά του Άθω, της πάλαι ποτέ ένδοξης βυζαντινής αυτοκρατορίας.
     Με τίμησε και τον ευχαριστώ για αυτό-παρότι δεν έτυχε να συναντηθούμε από κοντά-με δύο του γράμματα, (μια αρνητική κριτική για ποιητική μου συλλογή) μία κασέτα με τραγούδια του που τραγουδά ο ίδιος, και δικά του βιβλία με αφιέρωση. Είναι τιμή για μένα. Όπως και τα γράμματα της ποιήτριας Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου. Τα ελάχιστα σποραδικά μας τηλεφωνήματα, με τον Χριστιανόπουλο, μου φανέρωσαν ένα άτομο γνήσιων προθέσεων και ξεκάθαρων στάσεων απέναντι στην ζωή, τον έρωτα, την τέχνη. Η αλληλογραφία του που πριν μερικά χρόνια διάβασα που είχε στείλει την δεκαετία του 1950 στον φιλόλογο και ποιητή Σταύρο Βαβούρη, μου φανέρωσε ένα άτομο με στέρεα παιδεία, ένα πρόσωπο ειλικρινές, αψεγάδιαστο και επαναλαμβάνω, με αυθεντικό λαϊκό χαρακτήρα. Έναν χαρακτήρα ας μου επιτραπεί, σαν παλαιό πειραιώτη ρεμπέτη, που πρόλαβα έστω και ελάχιστα να γνωρίσω στην γενέθλια πόλη μου. Εμείς οι πολλοί νεότεροί του που μουτζουρώνουμε τα χαρτιά όπως έλεγε ο αγωνιστής ποιητής της Ρωμιοσύνης, ίσως και όχι άδικα, είχαμε σχηματίσει μια εικόνα του ποιητή από τις διάφορες κατά καιρούς δηλώσεις του εναντίον λογοτεχνών της πρωτεύουσας, ποιητών βραβευμένων με νόμπελ και άλλων. Δεν του πήγαινε ούτε η πρωτεύουσα ούτε οι ποιητές της. Είχε εκφράσει λόγια και κρίσεις δημοσίως, λογοτεχνικούς χαρακτηρισμούς που μείωναν άλλους λογοτέχνες της πρωτεύουσας αδίκως. Αυτά όμως, τα «ναζιάρικα» ενός Θεσσαλονικέως είναι τα ελάχιστα επαναλαμβανόμενα παρεπόμενα που συναντάμε στους λεγόμενους λογοτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους. (θα άξιζε κάποτε να γραφεί μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας με τις αρνητικές κρίσεις λογοτεχνών για λογοτέχνες). Ο Χριστιανόπουλος, κράτησε μια στάση κάπως «αφ’ υψηλού» για ορισμένους γνωστούς μας δημιουργούς και το έργο τους, όμως ο ποιητής και πολύπλευρα δημιουργικός Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν ήταν μόνο αυτό ή δεν είναι μόνο αυτό. Η προσωπικότητά του και η πνευματική του διαδρομή είναι και πολυσχιδής και σίγουρα ενδιαφέρουσα. Οι τομείς που ασχολήθηκε στην διάρκεια του βίου του (να ζήσει ακόμα αρκετά χρόνια και να συνεχίσει να παράγει ακμαίος και κοτσονάτος) είναι πρωτίστως φυσικά η ποίηση, ο πεζός και ο δοκιμιακός λόγος, η έρευνα για την ιστορία της πόλης του, το ρεμπέτικο τραγούδι και ο Βασίλης Τσιτσάνης, η έκδοση λογοτεχνικού περιοδικού, οι εκδόσεις βιβλίων, η διοργάνωση εικαστικών εκθέσεων, η επιμέλεια και οι διορθώσεις βιβλίων, οι μεταφράσεις, οι διαλέξεις του, οι εκπομπές στο ραδιόφωνο, οι συνεντεύξεις του, η αρθογραφία του κτλ. Οι παρεμβάσεις του στα κοινά της πόλης του είναι διαρκείς και προκαλούν τις συζητήσεις των Θεσσαλονικέων. Ίσως αν δεν λαθεύω, είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις δημιουργού που είναι τόσο ασφυκτικά δεμένος ο ίδιος και το έργο του με την πόλη του. Κάτι που μας κάνει όταν αναφερόμαστε στην Θεσσαλονίκη-για τα λογοτεχνικά πράγματα μιλώντας-το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο νου, εμάς που δεν καταγόμαστε από εκεί, είναι ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ο ποιητής που το έργο του και τα γραπτά του είναι ίσως, η ερωτική και κοινωνική λαϊκή αυτογνωσία της συμπρωτεύουσας. Είναι η ταυτότητά της. Όπως κατ’ ποιητική αναλογία, η Αλεξάνδρεια είναι η πόλη του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, η Αθήνα του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη, ο Πειραιάς του ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου και του Ανδρέα Αγγελάκη.
      Τα λόγια του είναι κοφτά και σταράτα, η γραφή του προσομοιάζει με προφορικό παραμυθιακό λόγο. Το ύφος του δεν κάνει τσαλιμάκια, δεν σπουδαιολογεί, είναι ατόφιο λαϊκό. Η γραφή του διαθέτει στοιχεία που παραπέμπουν στον παροιμιακό λόγο της γραφής των Ιερών Γραφών. Δεν είναι μια γραφή που σχεδιάστηκε μέσα στο μονήρες γραφείο ενός ποιητή, είναι οι φωνές των εμπειριών και των γεγονότων της πόλης του. Όπως το ιερό Ευαγγέλιο είναι μικρές αυτοβιογραφικές ιστορίες και παραβολές, βάσανα και ανεκπλήρωτοι καημοί ανθρώπων επί τω αυτώ της κοινής τους πίστης. Όχι στο επέκεινα μιας νεφελώδους ελπιδοφορίας, αλλά, στο ενθάδε του γήινου εκκλησιαστικού βιώματος και ανθρώπινης παραμυθίας.  Στον ποιητικό και πεζό του λόγο ο Χριστιανόπουλος, δεν χρησιμοποιεί συνήθως επίθετα, δεν κοσμεί τα πρόσωπα που εικονογραφεί σχεδόν καθόλου με επίθετα, (δεν έχει θα λέγαμε το ηρωικό μεγαλείο ενός Άγγελου Σικελιανού ή ενός Κωστή Παλαμά) το βάρος του νοήματος το σηκώνει στους ώμους του το ουσιαστικό, και μάλιστα, όχι ένα ουσιαστικό κατασκευασμένο από λογοτεχνική πένα αλλά όπως οι απλοί καθημερινοί βιοπαλαιστές άνθρωποι το χρησιμοποιούν στις καθημερινές τους συναλλαγές και άλλες συναναστροφές. Εμπορικές, εργασιακές, ερωτικές, φιλικές, συναδελφικές κτλ. Είναι μια ποιητική γλώσσα βιωματικής μνήμης των ανθρώπων της εποχής του και του ιδίου σαν άτομο, όπως την άκουσε και την χρησιμοποιούν οι άνθρωποι του καιρού του. Με ιδιωματισμούς κοινούς και απροσποίητους που δηλώνουν το ποιόν των ανθρώπων που συναναστρέφεται, μπαίνει σε κάθε λογής περιπέτειες και κάνει συντροφιά. Μια γλώσσα που ούτε υπερτονίζει τα συμβάντα για να ακουστεί ευχάριστα στα αυτιά των αναγνωστών του ούτε υποτιμά το πρόσωπο στο οποίο παραπέμπει και τις ενέργειές του. Είναι μια γλώσσα δεητική του ερωτικού καημού της πιάτσας. Δεν είναι μια αργκό των ομοφυλόφιλων εμπειριών και προσωπικών του συμβάντων όπως πχ. είναι η γλώσσα που κατέγραψε ο άλλος συγγραφέας της Θεσσαλονίκης ο Ηλίας Πετρόπουλος, τα περιβόητα «καλιαρντά». Ο πόνος, ο καημός, τα ντέρτια, η μοναξιά, η ερήμωση, η αποτυχία, η ακοινωνησία των κοινωνικών και ερωτικών σχέσεων δεν αφορά μόνο τους έχοντας την κλήση την ιδιαίτερη αυτή, αφορά κάθε ευαίσθητο και τολμηρό άνθρωπο. Τα πάθη και οι καημοί των ανθρώπων, ο πόνος και οι αστοχίες δεν διαμερισματοποιούνται στους μεν και στους δε, σε αυτήν την μειοψηφική ομάδα και την άλλη της πλειοψηφίας, είναι κοινά. Μας αφορούν όλους μας γιατί η ζωή, δεν κάνει εξαιρέσεις στις χαρούμενες ή στις λυπημένες στιγμές της. Γιαυτό αναφέρθηκα προηγουμένως στην περίπτωση των Ευαγγελικών παραβολών, οι μικρές ιστορίες δεν αφορούν μόνο τους πιστούς αλλά το πλήρωμα των ανθρώπων της ίδιας της ζωής. Το ίδιο θα υποστηρίζαμε και για την ποίηση του Χριστιανόπουλου, μπορεί «τεχνικά» να την εξετάζουμε όπου το απαιτεί με γνώμονα τον ερωτικό ομοφυλόφιλο λόγο αλλά στον πυρήνα της είναι παραμυθιακός λόγος περί αγάπης των ανθρώπων. Περί κατανόησης και φιλανθρωπίας. Και σε αυτό συνηγορούν θρησκευτικές του μεταφράσεις, «η επί του όρους ομιλία», το «κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» κλπ. Ο ποιητής δεν στηλιτεύει συμπεριφορές των εφήμερων συντρόφων του, δεν καταδικάζει ερωτικές τους πρακτικές, τις αφηγείται εκ των υστέρων με παράπονο φυσικά και πικραμένη διάθεση, χωρίς να λησμονεί τα γλυκάδια έστω και πικρά των συναντήσεών του σε μέρη που μόνο οι ανδρείοι της ζωής και της ηδονής μπορούν και συχνάζουν. Δίχως να ψευδίζει τις εμπειρίες, δίχως να προβάλλει εκ των υστέρων πάνω τους τύψεις μεταμέλειας,  ορισμένες φορές ίσως βλέπουμε ένα ερωτικό υποκείμενο «αυτοτιμωρούμενο» όχι με την θεολογική έννοια του όρου της συνείδησης όπως συναντάμε στο έργο του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου, ούτε πάλι με την «υπεροψία» της ματιάς προσωπικότητας ενός Κώστα Ταχτσή, αλλά με μια ελεήμονα Παπαδιαμαντική κοινωνική ματιά, ένα σαράκι ενός απλού καθημερινού ατόμου που πονά και θλίβεται. Μας μεταφέρει την κοινή μας πίκρα. Το υποκειμενικό παράπονο γίνεται συλλογικό μέσα στην ποίηση του. μας ζητά την κατανόηση και φιλάνθρωπη «ανοχή» μας των όσων του συμβαίνουν. Η γραφή του είναι τόσο ευανάγνωστη, έχει κάτι από την Αυγουστίνια ατμόσφαιρα της εξομολογητικής αναφοράς, στέκεται απόμακρη από την κρυφή ή με μισόλογα εξομολογητική γραφή του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Ο Αλεξανδρινός κρύβεται-τουλάχιστον στην πρώτη του ποιητική περίοδο- πίσω από τα καφασωτά του έρωτα, πίσω από ιστορικά προσωπεία, μέσα από τις ιστορικές χαραμάδες. Αντίθετα ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, θραύει τα κοινωνικά προσωπεία, αγνοεί την τρέχουσα ηθική της κοινωνίας και μας παρουσιάζεται αυθεντικός και γνήσιος χωρίς ψιμύθια, δίχως αναστολές, δίχως λεκτικές φιοριτούρες, λέει όπως θα έλεγε σε άλλη περίπτωση ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος,  «τα σύκα-σύκα και την σκάφη-σκάφη» των ατομικών του εμπειριών. Γιατί αυτή είναι η αλήθεια της Ζωής των ανθρώπων. Οι αμαγάριστες περιπέτειες του βίου και του έρωτα, των παθών της αγάπης που δεν μπορούν να κρυφτούν μέσα σε Προυστιανά λογοτεχνικά πολύτομα έπη και προσωπεία, («Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο») δεν περιορίζονται πίσω από ροζ κουρτίνες σεμνότυφων ηθικών υποδείξεων (βλέπε «Μωρίς» του Φόρστερ), σε «Πηδαλιούχες» αρές εκκλησιαστικών απαγορεύσεων. Ο τολμηρός λόγος του καταγράφει γεγονότα ανθρώπων, περιγράφει την ίδια την ζωή όχι όπως θα την φαντάζονταν ένας ρομαντικός ποιητής αλλά όπως η ίδια η ζωή του υποδεικνύει. Πέρα από ειδύλλια και τριαντάφυλλα, πέρα από επιστολές αιώνιας πίστης και έρωτος. Ο δουλεμένος μέχρι αφυδάτωσης ποιητικός του λόγος, εικονογραφεί πάθη και καημούς ανθρώπων όπως κάνουν οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές. Η συνήθως επιγραμματικότητα και λυρική οικονομία της γραφής του, η μικρής φόρμας συνθέσεις του, ποιητικές και πεζές ανακαλούν στην μνήμη τους αρχαίους έλληνες επιγραμματοποιούς και ότι μας έχει διασωθεί από το έργο τους. Το λίγο του έρωτα γίνεται και λίγο της γραφής.
Η ευθαρσή του εξομολόγηση, ο τόνος που δίνει στα γεγονότα, οι λεπτομέρειες στις οποίες σταματά, η πίκρα που κατασταλάζει από το τελικό επιμύθιο της ερωτικής σύνθεσης, δεν μνημονεύουν καταστάσεις και περιπέτειες ιδιαίτερες μιας ερωτικής κατηγορίας ανθρώπων, της πολύ προσωπικές του, αλλά αφορούν κάθε ερωτικό πλάσμα, άντρα ή γυναίκα, ετεροφυλόφιλο ή ομοφυλόφιλο που βιώνει ατομικά και μοναδικά την μοναξιά και την ερημιά του έρωτα και τα γλυκάδια της αγάπης. Την πανδαισία των ερωτικών στιγμών και την κατακραυγή από τους γύρω. Όταν επιστρέφει στο σπίτι του, στο συγγραφικό του κελί, τότε ξεδιπλώνεται το υφαντό της μνήμης και υφαίνει την ποίησή του. Πατά το πετάλι στον αργαλειό των εμπειριών του και φτιάχνει το χαλί της κοινής μας ζωής. Ο σαρκασμός του είναι διάχυτος μέσα στα έργα του. Είναι ο δικός μας σαρκασμός στις δικές μας ανάλογες εξομολογήσεις των δικών μας περιπτώσεων. Οι ρίζες και τα κλαδιά του έρωτα και των αδιεξόδων του είναι κοινές σε όλους μας. Οι σεξουαλικές του προσωπικές περιπτύξεις συνήθως με «φανταράκια» ή λαϊκά «χαμίνια», δεν ζωγραφίζουν την δική του μόνο ζωή, αλλά ο αφηγηματικός του ρεαλισμός αφορά την σεξουαλική και ερωτική διαστρωμάτωση της γενέθλιας πόλης του. Αυτή η πόλης που τον συντρέχει περισσότερο και από τους ανθρώπους. Τα δικά του μυστικά  είναι και μυστικά των σκοτεινών κρυψώνων της πόλης και των διάφορων περιοχών της. Δεν υπάρχει καθόλου το συμβολικό στοιχείο στις περιγραφές αυτές όπως υπάρχει στο ποιητικό έργο του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Εδώ, κυριαρχεί το δραματικό σκηνικό του ρεαλιστικού συμβάντος που είτε γεμίζει χαρά τον ποιητή είτε του προκαλεί θλίψη. Η μνήμη όμως, δεν χαριεντίζεται πίσω από τις λέξεις, τις συλλαβές, τις εικόνες, τις προτάσεις που ενδεχομένως θα ήθελαν να συσκοτίσουν ότι απλά ο ποιητής και ο άνθρωπος πρωτίστως Ντίνος Χριστιανόπουλος θέλει να μας αποκαλύψει σκέτα και απλά. Φειδωλός στέκεται ακόμα στις ανέξοδες τσιριμόνιες της κομψευόμενης μνήμης πολλών άλλων ποιητών της γενιάς του που, η αλήθεια της ζωής τους, δεν συμπορεύεται με την αλήθεια της τέχνης τους. Ο αυτοβιογραφικός τόνος της γραφής του δεν έχει την σκληρότητα και την αγριάδα ενός Ζαν Ζενέ, αλλά ούτε και την ωραιοπάθεια ενός Όσκαρ Ουάιλντ. Δεν υπάρχει αντιπαράθεση μεταξύ των προσωπικών του ερωτικών βιωμάτων με την αλήθεια της μετέπειτα αφηγηματικής του γραφής. Το ακέραιο του εξομολογητικού χαρακτήρα του διοχετεύεται μέσα στην ίδια του την ποιητική ή πεζογραφική διαδρομή. Τα βιωματικά στοιχεία των ερωτικών του περιπτύξεων γίνονται ο ερωτικός του λόγος, ο λόγος περί αγάπης. Όπως η προσωπική του ιστορία γίνεται και μέρος της ιστορίας της πόλης. Κάτι παρόμοιο κάτω από άλλες προσωπικές και συγγραφικές προσλαμβάνουσες συναντάμε και στο έργο του Νίκου Γαβριήλ-Πεντζίκη. Το ταλέντο και η ευσυνειδησία του είναι τέτοια, ώστε να μην καταδέχεται να ψευτίσει ούτε την αλήθεια των εμπειριών του αλλά ούτε και τον συγγραφικό του λόγο.
Ο Χριστιανόπουλος επεξεργάζεται εξαντλητικά την γραφή του, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Οι εικόνες του έχουν την δυναμική που έχουν οι εικόνες ενός ζωγράφου σαν τον Καραβάτζο. Όπου η ηδυπάθεια των νέων που ζωγραφίζει ενώνεται με την αδιόρατη πίκρα που αναγνωρίζουμε πίσω από το πρόσωπο. Η προσωπική αλήθεια ξεφεύγει από το μάτι που ζητά το σκάνδαλο και την χυδαιότητα, που ζητά να ανιχνεύσει αυτό που κρύβει ο ταρτούφος άνθρωπος μέσα του. Οι εξομολογήσεις του ζωγράφου αλλά κυρίως του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, είναι τα προσωπικά τους σχόλια στην τέχνη τους. Ο ένας σε αυτούς τους θεσπέσιους πίνακές του ο άλλος σε αυτά τα αριστουργηματικά ποιητικά και πεζογραφικά του διαμαντάκια. Μπορεί τα πρόσωπα να διαφέρουν σε χαρακτήρα και ιδιοσυστασία όμως η αισθητική τους απάντηση σε εμάς είναι κοινή μέσα στα έργα τους.
 Η ποιητική και πεζογραφική προβληματική του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι μέσα από τους ερωτικούς εξομολογητικούς διαύλους επικοινωνίας μαζί μας, έχει να κάνει με την προβληματική της ίδιας της κοινωνίας της εποχής  του, όπως αντίστοιχα και του ζωγράφου, ξεφεύγει από την ατομική περιπτωσιολογία και γίνεται κοινωνικός σχολιασμός, γίνεται σατιρική κριτική, γουστόζικη ματιά του περιβάλλοντος, γίνεται συμπερασματικό επιμύθιο της ζωής όπως στα μικρά του αφηγήματα «Οι Ρεμπέτες του ντουνιά». Γιατί και ο Καραβάτζο, τους δικούς του της εποχής ρεμπέτες και «απόκληρους» της κοινωνίας συναναστρέφονταν και ζωγράφιζε. Πότες, χαρτοκλέφτες, μαχαιροβγάλτες, παραχαράκτες. Είναι τα Παζολινικά «Παιδιά της ζωής» που δεν γνωρίζουν από καλλιτεχνικά μετέπειτα μνημονικά χτενίσματα και καδραρίσματα της τέχνης της ποιήσεως. Η κοινωνική τους συμπεριφορά τους είναι αυτή όπως την μαθαίνουν από τις παρέες τους και τις συντροφιές τους, στις πιάτσες που γυρίζουν, στα σκοτεινά σοκάκια που συχνάζουν αναζητώντας συντροφιά. Είναι ο δικός τους απροσποίητος βίος, όπως τους τον καθοδηγεί το ένστικτό τους. Είναι το ερωτικά παράδοξο ή «ανορθόδοξο» που αναζητά λύση, πέρα και πάνω από ηθικές απαγορεύσεις και κρατικές καταστολές. Η τέχνη δεν μπορεί να υπερβεί την ζωή και τα πάθη της και αυτό το έχει βιώσει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος ξεκάθαρα, το γνωρίζει από πρώτο χέρι, και αυτό καθρεπτίζει με εξαιρετική μαγεία στο έργο του. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι οι κοινόχρηστες της ζωής όλων μας, δεν φοβάται να τις υιοθετήσει, ακόμα και αν αφορούν τα δικά του «κουσούρια», τις χρησιμοποιεί ζυμώνοντάς της με τα προσωπικά του βιώματα, αυτές με τον τρόπο αυτό αποκτούν μια πρωτογένεια εκπληκτική και θέρμη. Γίνονται το μεράκι μας, η τρυφεράδα της ζωής μας, το φαρμάκι και ο νταλγκάς μας. Η περιβολή των δικών μας εμπειριών. Ο εξιλασμός της ερωτικής μας απελπισίας. Η προδοσία και η καταφυγή. Τα αμοιβαία εξιστορούμενα της ζωής που μεταλαμπαδεύονται σε κοινή γραφή, σε ποιητικό λόγο, σε πεζό σχολιασμό. Σε κοινή αναπνοή της ζωής με την τέχνη. Του έρωτα με το σαράκι του.
      Η πέμπτη έκδοση που γνωρίζω, ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ-μικρά πεζά, εκδόσεις Ιανός Θεσσαλονίκη 2016,  (πρώτη έκδοση 1986, δεύτερη έκδοση 1991 μαζί με την «Κάτω βόλτα») είναι εμπλουτισμένη με νέα πεζά, και οι τίτλοι συμπληρώνονται σε σχέση με αυτούς που υπάρχουν στο περιοδικό ΕΚΗΒΟΛΟΣ. Το βιβλίο αρχινά με το παραμύθι Ιπποκλείδης, ακολουθεί ο Δημοσθένης και Αλέξανδρος, προστίθεται το πεζό Κλείτος, ακολουθεί ο Αρέθας επίσκοπος Καισαρείας και οι επάρατοι Παφλαγόνες, ακολουθεί Η Λαμπρινή του Κοραή, Ο Βλαχογιάννης για τον Παπαδιαμάντη, Ο Στέφαν Τσβάιχ για τον Κάφκα, Η Ρόζα Εσκενάζη κι ο μπασκίνας της. Κλείνει το πρώτο μέρος. Έπονται οι ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Ο ζητιάνος και η ωραία, ακολουθεί Το γλυκό, προστίθεται το πεζό Οινοχόη, ακολουθεί η Παραμονή Χριστουγέννων, η Μεγάλη Πέμπτη, το Μεθύσι και το πεζό Στη Σκύρο. Συμπληρώνεται η έκδοση με τα μικρά πεζά: Το γιαούρτι, Ο υπολοχαγός, Η Μαρία και η Πόπη, Ο συμμαθητής και τέλος η Ανταπόκριση. Τα καινούργια πεζά που εμπλουτίζουν την Πέμπτη έκδοση έχουν παρεμφερή θεματολογία με αυτά της πρώτης. Είναι μικρά αυτοβιογραφικά εξομολογητικά κείμενα, στιγμιότυπα του προσωπικού του βίου, συναντήσεις με παλαιούς συμμαθητές του ή αξιωματικούς του στρατού, δύο από αυτά έχουν σαν θέμα τους την πιάτσα και το πεζοδρόμιο γυναικών και ένα είναι αρχαιόθεμο και αναφέρεται και πάλι σε φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και την βάναυση συμπεριφορά του μεγάλου στρατηλάτη. Ο αναγνώστης με ευκολία θα παρατηρήσει ότι ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος που συνθέτει τις μικρές αυτές ιστορίες του αλλάζει τόσο το ύφος όσο και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί. Βλέπουμε ενώ χρησιμοποιεί λέξεις καθημερινές και τις ερωτικής «αργκό» θα σημειώναμε, όταν διαπραγματεύεται την περίπτωση του δασκάλου του γένους Αδαμάντιου Κοραή το λεξιλόγιό του εμπλουτίζεται με λέξεις που συναντάμε στα γραπτά του Αδαμάντιου Κοραή, παράλληλα με το δικό του γλωσσικό λαϊκό ιδίωμα. Ένα λεκτικό ιδίωμα τόσο χαρακτηριστικό και θελκτικό.
Μέσα από τα μικρά αυτά πεζά, ο Χριστιανόπουλος μας εκθέτει  και τις κρίσεις του για έργα και για πρόσωπα. Βλέπε πχ. για το Έπος του Ερωτόκριτου, για τον συγγραφέα Φράνς Κάφκα κλπ. Απόψεις και κρίσεις που εντάσσονται κατά κάποιον τρόπο στον αμιγώς δοκιμιακό του λόγο και τα μικρά του μελετήματα για δημιουργούς. Έρχονται δηλαδή και αυτά να κουμπώσουν με το βιβλίο του «ΜΕ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΜΕ ΠΑΘΟΣ» δοκίμια, εκδόσεις Διαγωνίου 1988 που μας μιλά για τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Μάριο Βαϊάνο, τον Γιώργο Αναστασιάδη, τον Καβάφη, τον Kimon Friar, το Ρεμπέτικο Τραγούδι κλπ. όπως και το βιβλίο του για τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό «ΟΙ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΙ» εκδόσεις Μπιλιέτο-Παιανία 1998 και «ΤΟ ΕΠ’ ΕΜΟΙ» δοκίμια, εκδόσεις Μπιλιέτο-Αθήνα 1993. Βλέπουμε τον ποιητή να απλώνει το εύρος των προσωπικών του ενδιαφερόντων και να ανοίγει την βεντάλια του από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή που έχει άμεση σχέση με την μουσική, είναι και οι μικρές του μελέτες και η αγάπη του για τον Βασίλη Τσιτσάνη, βλέπε το βιβλίο του «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ ΠΟΥ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΠΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», εκδόσεις Μπιλιέτο-Παιανία 2001. Το ανήσυχο πάντα πνεύμα του, δεν στάθηκε μόνο στη συγγραφή πεζών, μικρών δοκιμίων και ποίησης, αλλά απλώθηκε και στο χώρο της τέχνης της φωτογραφίας, δες το βιβλίο «Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ του ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ. ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ, εκδόσεις Καναβός-Θεσσαλονίκη 1998. Όπου η φωτογραφική του ματιά εστιάζεται σε εκκλησίες, μικρές φτωχές οικογένειες, αντρικά πρόσωπα, γυναικεία γυμνά σώματα, εργασιακούς χώρους, λαϊκούς τύπους της πλατείας Ομονοίας, (εδώ ορισμένα στιγμιότυπα θυμίζουν φωτογραφικά στιγμιότυπα που βλέπουμε σε βιβλία του πειραιώτη ποιητή Γιώργου Χρονά, αλλά και το βιβλίο Ομόνοια του Γιώργου Ιωάννου) αλλά και καλλιτεχνικά όπως της Nellys και άλλα. Ο Χριστιανόπουλος επιλέγει φωτογραφικές ματιές άλλων που τον συγκίνησαν και μας τις παρουσιάζει. Έχουμε μια φωτογραφική εκ νέου ματιά μέσα από την φωτογραφική ματιά άλλων φωτογράφων. Όπως στην ζωγραφική έχουμε περιπτώσεις όπου μέσα στον πίνακα ενός ζωγράφου, να μας παρουσιάζεται ένας άλλος ζωγράφος να ζωγραφίζει.
      Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, δεν έπαψε μέχρι σήμερα να μας εκπλήσσει με τα γραπτά του, τις συνεντεύξεις του, τα δημόσια λόγια του, τις κρίσεις του, τα ποιήματά του, την ενασχόλησή του με την ρεμπέτικη μουσική και την ιστορία της πόλης του της Θεσσαλονίκης. Οι τομείς των ενδιαφερόντων του υπερβαίνουν αυτόν της ποίησης και πάντοτε το κατορθώνει αυτό με επιτυχία.   
    
Βιβλία του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου
-Αποθήκη Α΄ 1978,  Βιβλιοκρισίες, Θεσσαλονίκη-Διαγώνιος 1978
-Μικρά ποιήματα 1960-1978, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1979
-Η κάτω βόλτα, (1955-1971) διηγήματα, δ΄ έκδοση, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1980
-ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (1850-1912), πρώτη καταγραφή, Ανάτυπο από το περιοδικό «Διαγώνιος» αρ. 6, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1980, Θεσσαλονίκη 1980
-Το αιώνιο παράπονο, ποιήματα και τραγούδια, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1981
-Ποιήματα, 1949-1970, γ΄ έκδοση Διαγώνιος 1981
-Μικρά ποιήματα, (1960-1981) δ΄ έκδοση, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1982
-Νεκρή Πιάτσα, πεζά ποιήματα, β΄ έκδοση, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1983/1984
(μέσα αναφέρεται 1983 ενώ στο εξώφυλλο 1984)
-Δώδεκα Τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Νίκου Νικολαϊδη, Θεσσαλονίκη- Διαγώνιος 1984
-Εναντίον. Τρία κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Άγρα 1986
-Με τέχνη και με πάθος, (1951-1987) δοκίμια, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1988
(το βιβλίο συνοδεύεται από ένα μικρό ένθετο που καταγράφονται τα «ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ 1950-1980, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΟΥ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ)
-Ανυπεράσπιστοι και Υπερασπισμένοι Καημοί. Επιλογή ποιημάτων από τον Παναγιώτη Σ. Πίστα, Παρατηρητής-Θεσσαλονίκη 1988
-Συμπληρώνοντας κενά, ΣΟΛΩΜΟΣ-ΚΑΒΑΦΗΣ-ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ-ΔΟΥΚΑΣ-ΛΑΟΥΡΔΑΣ, Ρόπτρον 1988
-Εντευκτήριο, μεταφράσεις, δ΄ έκδοση, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1989
-Οι προγραμματισμένοι στο χαμό, ποιήματα Θεσσαλονικέων ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Επιλογή,  Θεσσαλονίκη-Διαγώνιος 1990
-Τα αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων. Μια συζήτηση με τον Περικλή Σφυρίδη, Τα Τραμάκια-Θεσσαλονίκη 1990
-Ποιήματα, β΄ έκδοση, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1992
-Το Επ’ Εμοί, δοκίμια, Μπιλιέτο-Αθήνα 1993
-Εναντίον, Διαγώνιος 1993
-Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του (1932-1946). Πρώτη Καταγραφή, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1994
-ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ 1869-1912. Μελέτες και έρευνες για την πνευματική ζωή στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1992
-Η Επί του Όρους Ομιλία του Κυρίου, (Ματθαίου Ε΄-Ζ΄) μετάφραση Ντ. Χρ., Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου 6-7/Παιανία Ιούλιος-Δεκέμβριος 1995
-Το άγιο και ιερό Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο, μετάφραση Ντίνος Χριστιανόπουλος, ξυλογραφία Νίκος Νικολαϊδης, Το Ροδακιό 1996
-Το κορμί και το σαράκι. Νεώτερα ποιήματα. Παιανία, 1997
-Οι ωραιότεροι Δεκαπεντασύλλαβοι του Διονυσίου Σολωμού, Επιλογή Ντ. Χριστιανόπουλος, Μπιλιέτο-Παιανία 1998
-Η πιο βαθιά πληγή, ποιήματα, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1998
-Ποιήματα γ΄ έκδοση, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1998
(Η έκδοση αυτή συνοψίζει τα εξής βιβλία:
-Ποιήματα. Δεύτερη έκδοση, Θεσσαλονίκη 1992
-Νεκρή πιάτσα. Τρίτη έκδοση. Θεσσαλονίκη 1990
-Νεκρή πιάτσα. Νεώτερα ποιήματα. Παιανία 1997
-Το αιώνιο παράπονο. Τρίτη έκδοση. Θεσσαλονίκη 1993)
Η Τρίτη αυτή έκδοση των ποιημάτων του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, εκδόσεις Διαγωνίου 1998, από τις σελίδες 411 έως 422 αναφέρει τις Εκδόσεις ΔΙΑΓΩΝΙΟΥ 1957-1998. Υπεύθυνος: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Καλλιτεχνικός επιμελητής: Κάρολος Τσίζεκ, Τυπογραφείο: Νίκου Νικολαϊδη, Θεσσαλονίκη.)
-Πίσω απ’ την Αγία Σοφία, πρόλογος Βάνα Χαραλαμπίδου, Θεσσαλονίκη-Ιανός 1997
-Δοκίμια, Μπιλιέτο-Παιανία 1999
(περιλαμβάνει τα ΕΝΤΕΚΑ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1931-1954)/ ΤΟ ΕΠ’ ΕΜΟΙ/ ΕΝΑΝΤΙΟΝ/ΜΕ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΜΕ ΠΑΘΟΣ)
-Η λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη (1850-1950), σύντομο διάγραμμα, Θεσσαλονίκη-Βιβλιοπωλείο Ραγιά 1999
-Θεσσαλονίκην, ού μ’ εθέσπισεν… Αυτοβιογραφικά κείμενα. Ξυλογραφίες Νίκου Β. Νικολαϊδη, Θεσσαλονίκη-Ιανός 1999
-Η συλλογή φωτογραφίας του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μια επιλογή, Καναβός-Θεσσαλονίκη 1998
-Το Ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη, μελέτη, εκδόσεις Εντευκτηρίου-Θεσσαλονίκη 1999
-Τα Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί Γερμανικής Κατοχής. Μελέτη, Μπιλιέτο-Παιανία 2001
-Μελέτες για τον Σολωμό, Θεσσαλονίκη, Βιβλιοπωλείο Ραγιά 2001.
(το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Κύπριο Σολωμό Σολωμού)
-Η πιο βαθιά πληγή, ποιήματα, β΄ έκδοση, το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου-Παιανία, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2001
-Ανθολογία Μακεδόνων ποιητών, Εντευκτήριο 2001
-Τεφτεράκι-Μικρά Δοκίμια 1985-1997, Οκτασέλιδο+ του Μπιλιέτου 2001
-ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, μελέτες και σημειώματα, Θεσσαλονίκη-Ιανός 2002
-ΕΓΩ, ΦΑΝΤΑΡΟΣ ΣΤΟ ΧΑΚΙ… Αναμνήσεις από τη στρατιωτική μου θητεία, 9.58 FM, πρόλογος Βάνα Χαραλαμπίδου διευθύντρια προγράμματος 9.58, εκδόσεις Μπιλιέτο-Παιανία 2003
-Ο Παύλος Μελάς σε ποιήματα Μακεδόνων ποιητών, Εκατό χρόνια από τον θάνατό του. Η άγνωστη ποιητική συλλογή του Κωστή Σταματοπούλου. Ποιήματα Μακεδόνων ποιητών για τον Παύλο Μελά. Δημοτικά τραγούδια από τη Μακεδονία για το θάνατο του Παύλου Μελά. Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα & Εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2004
-Βολέματα Καταστροφής 90 Ποιήματα-1949-1999. Κείμενο-ανθολογία-σημειώσεις Βασίλης Δημητράκος, Μπιλιέτο, Παιανία 2007
-Τα Τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλο. Το αιώνιο παράπονο & Με τέχνη και με πάθος. Ερμηνεύουν: Δημήτρης Νικολούδης/ Παναγιώτης Καραδημήτρης. Φιλική Συμμετοχή: Μανώλης Μητσιάς. Ξυλογραφίες: Νίκος Νικολαϊδης, Ιανός 2012
-Οι ρεμπέτες του Ντουνιά, μικρά πεζά, Ιανός-Θεσσαλονίκη 2016
--
-Εργογραφία-Βιβλιογραφία Ντίνου Χριστιανόπουλου (1950-1990), ΕΠΙΛΟΓΗ, Infoprint- Θεσσαλονίκη 1993
-Η Κριτική για τα πεζογραφήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου 1964-2005. Επιλογή, INFOPRINT-Θεσσαλονίκη 2005
--
-Ελένη  Μ. Λαζαρίδου: έρευνα και έκδοση, Ντίνος Χριστιανόπουλος-μικρό πορτραίτο, Θεσσαλονίκη 1987
-Βασίλης Δημητράκος, Ανοιχτή πληγή ο «ανυπεράσπιστος καημός» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, δοκίμιο, Θεσσαλονίκη-Μπιλιέτο 1988. Και δεύτερη έκδοση 2004
-Περικλής Σφυρίδης, Χριστιανόπουλος-Καβάφης, Αποκλίσεις σε βίους παράλληλους. Μελέτη, Τα Τραμάκια-Θεσσαλονίκη 1993
-Τάσος Καλούτσας, Αλήθεια και βίωμα στα διηγήματα της «Κάτω βόλτας» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μελέτη, Τα Τραμάκια-Θεσσαλονίκη 1994
-Γιώργος Χρονάς, Μια συνομιλία με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, Οδός Πανός 2003
-Δημήτρης Κόκορης: Εισαγωγή, επιλογή κειμένων, Για τον Χριστιανόπουλο Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, ΑΙΓΑΙΟΝ-Λευκωσία-Κύπρος 2003
-Διονύσης Στεργιούλας, Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό. Δύο συνεντεύξεις, Οδός Πανός 2004
-Ηλίας Γκρής, Η αποκάλυψη του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Συνομιλία, ο μικρός Ιανός 2004
-Αφιέρωμα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, επιμέλεια: Περικλής Σφυρίδης,  Μπιλιέτο τχ.11/7,12,2007
-Αφιέρωμα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, Φιλόλογος τχ. 133/7,8,9, 2008

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 31 Οκτωβρίου 2018
Μέρος Α΄                         
      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου