Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΤΑΚΗΣ: ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Το επίγραμμα
του Αθανασίου Βερτσέτη
εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 16/7/1989
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΤΑΚΗΣ: Παλατινή Ανθολογία, εκδόσεις «Δωρικός» 1988, β΄ έκδοση

      Το ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ στο ξεκίνημα του ήταν μια σύντομη ταφική επιγραφή, η οποία με την πάροδο του χρόνου απελευθερώθηκε από την αρχική της υποταγή και μορφοποιήθηκε σε σύντομο ποιητικό είδος αυθύπαρκτης λογοτεχνίας. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως το ποιητικό είδος που βρίσκεται στην καρδιά της ποιητικής δημιουργίας, αφού είναι απανθισμένος λόγος, απέριττος και ισχυρά συγκινησιακός. Στην αναπτυγμένη του μορφή είναι σύντομο ποίημα, με στίχους γεμάτους δύναμη και τέχνη. Έχει διάθεση πυκνή και άμεση, ενώ διαχέει γνήσιο και δυνατό συναίσθημα.
      Το αρχαιοελληνικό επίγραμμα, πειθαρχώντας στις ανάγκες που το δημιούργησαν, μίλησε με δυνατό λόγο για το αιώνιο θέμα του θανάτου, το ήθος του νεκρού, την αξία του ηρωϊσμού κ. ά. π. Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το ποιητικό είδος έφθασε σε πλήρη ανάπτυξη και ποιητική κορύφωση, επειδή μπόρεσε και αποδεσμεύτηκε από τις πρωτογενείς ανάγκες που το δημιούργησαν. Κατέστη πλέον ο πιστός καθρέπτης της καθημερινής ζωής, αξιοποιώντας την προσφερόμενη θεματική ποικιλία και τις συνακόλουθες συναισθηματικές φορτίσεις που αυτή προσφέρει: Χαρές συμποσίου και έρωτα, εντυπώσεις έντονες από τη φύση, κριτική έργων τέχνης κ.τ.ό. Είναι λυρικό ποίημα για έκφραση ποικίλων καθημερινών συναισθηματικών αποτυπώσεων. Οι Βυζαντινοί έγραψαν με πολλή στιχουργική τέχνη, αλλά δεν μπόρεσαν να επιτύχουν την απλότητα, τη ζωντάνια και τη χάρη του αρχαίου επιγράμματος.
     Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ποιητική δημιουργία του ελληνικού γραμματειακού επιγράμματος έφθασε σε μας χάρη σε δύο βυζαντινές ανθολογίες, που είναι γνωστές ως Παλατινή (Π.Α.) η μία και ως Πλανούδεια η άλλη, από τα ονόματα της παλατινής βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης και του λόγιου μοναχού Μ. Πλανούδη. Η πρώτη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως πληρέστερη και αρχαιότερη, ενώ η δεύτερη ως συμπληρωματική της πρώτης διατηρεί τη φιλολογική της αξία. Για λόγους πρακτικούς οι δύο ανθολογίες στα νεότερα χρόνια συνεκδίδονται, με πλήρη παράθεση των ποιημάτων της Π.Α. και συμπληρωματική προσθήκη των πρωτοτύπων ποιημάτων της πλανούδειας στο τέλος της Π.Α. Η συνολική εμφάνιση, γνωστή ως Ελληνική Ανθολογία, περιέχει 4.000 περίπου επιγράμματα και καλύπτει ποιητική παραγωγή 17 αιώνων. Περιέχει κατά τον G. Highet (Λεξικό Πανεπιστημίου Οξφόρδης, λ. anthology) «μερικά  από τα ωραιότερα μικρά ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας».
     Οι ξένοι φιλόλογοι ασχολήθηκαν ποικιλοτρόπως με τον ποιητικό αυτό θησαυρό και έδωσαν πολλές και καλές φιλολογικές εκδόσεις (Dubner, Stadtmuller, Paton, Waltz, Beckby, Gow, Page κ.ά.) Από ελληνικής πλευράς δεν υπάρχει συνολική έκδοση των επιγραμμάτων παρά μόνον ποιητική αξιοποίηση επιλεγμένων ποιημάτων ή το πολύ βιβλίων. Κυριότερες προσπάθειες είναι αυτές των Σίμου Μενάρδου, Παναγή Λεκατσά, Κωνσταντίνου Τρυπάνη, Ηλία Κυζηράκου, Γιώργου Ιωάννου (12 βιβλίο), Άρη Δικταίου, Βασίλη Λαζανά (5ο βιβλίο) κ. ά.
      Από τους τελευταίους που ασχολήθηκαν με την Π. Α. είναι και ο Ανδρέας Λεντάκης (Α.Λ.), ο οποίος το 1972 παρουσίασε, επιλεκτικά και αυτός, 456 επιγράμματα, τα οποία σε δεύτερη έκδοση (1988) αύξησε σε 500, προερχόμενα από 100 περίπου ποιητές. Η σχέση του φιλολόγου Α. Λ. με την Π.Α. είναι έντονα μεθεξιακή και φαίνεται ότι η ενασχόληση με αυτήν είναι έργο και μεράκι ζωής γι’ αυτόν. Η διαδικασία μετάφρασης των επιγραμμάτων, κατά τη δήλωση του Α.Λ., λειτούργησε ως τρόπος απολαυής και μεγαλύτερης προσέγγισης στα αρχαία ποιήματα. Ασχολήθηκε και αυτός, όπως και οι άλλοι Έλληνες που καταπιάστηκαν με την Ανθολογία, με την ποιητική αξιοποίηση των επιγραμμάτων και όχι με τη φιλολογική τους επεξεργασία. Έχει προσέξει ο Α.Λ. ιδιαίτερα το νεοελληνικό λόγο και έχει δώσει ποιητική μετάφραση που παρατίθεται στο πρωτότυπο με επιδιώξεις αξιολογικής αντιστοιχίας. Η μετάφραση δεν προδίδει το πρωτότυπο, γιατί είναι σε ικανοποιητικό βαθμό πιστή, χωρίς η πιστότητα να δρα σε βάρος του ποιητικού ρυθμού του λόγου, και είναι γραμμένη με αρκετή ποιητική ευαισθησία και χάρη. Η εισαγωγή του έργου είναι αρκετά κατατοπιστική, αλλά κάπου-κάπου γίνεται αναλυτικά παραθετική. Το έργο, έχει ήδη δηλωθεί, δεν αποτελεί φιλολογική έκδοση. Η εισαγωγή στον κάθε ποιητή χωριστά είναι υποτυπώδης και τα παρατιθέμενα σχόλια ελάχιστα.
     Η ΕΡΓΑΣΙΑ δεν είναι απαλλαγμένη και κάποιων λαθών, που συνήθως υπάρχουν και στις άλλες ελληνικές ανθολογήσεις, τα οποία όμως πρέπει να διορθώσει ο Α.Λ. σε νέα έκδοση. Η Παλατινή και η Ελληνική Ανθολογία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η δεύτερη είναι ευρύτερη και περιέχει και τα 388 νέα ποιήματα της Πλανούδειας. Η Π.Α. δεν ταυτίζεται με την Ανθολογία του Κ. Κεφαλά ούτε αποτελεί νέα αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση αυτής, αλλ’ είναι νέα Ανθολογία, δημιούργημα κάποιου αγνώστου ανθολόγου ή και ομάδας ανθολόγων (δεν εννοώ γραφέων). Τα βιβλία 1-3, 8 και 13-15 της Π.Α. δεν προέρχονται από την Ανθολογία του Κεφαλά, ενώ μέρη του 12 βιβλίου αμφισβητούνται. Ο. Μ. Πλανούδης τελείωσε την Ανθολογία του το 1299 και όχι το 1301. Δηλώνεται ότι ο Στράτωνας ανθολόγησε στην Παιδική του Μούσα 13 ποιητές από την Ανθολογία του Μελεάγρου, ενώ παρατίθενται 14 ονόματα. Και τούτο γιατί, όπως φαίνεται, διαφεύγει της προσοχής του Α.Λ. το γεγονός ότι υπάρχει ένας ποιητής Αλκαίος ο Μεσσήνιος και όχι δύο ποιητές, ο Αλκαίος και ο Μεσσήνιος. Ακόμη, επίγραμμα του Αλκαίου του Μεσσηνίου (σ.55) παρουσιάζεται ως ποίημα του Αλκαίου του Μυτιληναίου, του οποίου μάλιστα δίδονται και βιογραφικά στοιχεία! Όσον αφορά τα γλωσσικά, θα πρέπει ο Α.Λ. να αποφασίσει αν θα γράφει το γ΄ ενικό του παρατατικού της μεσοπαθητικής φωνής με κατάληξη –όταν ή –όνταν. Η ελεύθερη χρήση δημιουργεί αταξία. Ο τύπος περνάν αντί περνούν στον πεζό λόγο είναι ακρότητα.
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 16/7/1989   
Ο δρ. Αθανάσιος Βερτσέτης είναι διευθυντής του Μαρασλείου Διδασκαλείου.
--
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 30/10/1988
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΤΑΚΗΣ: Παλατινή Ανθολογία («Δωρικός») σελ. 223.
     Η Παλατινή Ανθολογία είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός ελληνικής ποίησης, που καλύπτει μια περίοδο 17 αιώνων. Αρχίζει από τον 7ο π. Χ. αιώνα και φτάνει στο 950μ. Χ. Περιλαμβάνει 3.700 ποιήματα κυρίως επιγράμματα. Πήρε την ονομασία της από την Παλατινή βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης, όπου το 1606, ανάμεσα από κώδικες της, ανακαλύφθηκε το χειρόγραφο της Ανθολογίας του Κεφαλά (9ος αιώνας μ.Χ.).
     Αν και σε άλλες χώρες η Παλατινή Ανθολογία έχει κυκλοφορήσει σε ολοκληρωμένες εκδόσεις-ελληνικό κείμενο, μετάφραση, σχόλια-στη χώρα μας δεν ευτύχησε να δει το φως της δημοσιότητας. Κατά καιρούς έχουν γίνει επιλεκτικά μεταφράσεις ποιημάτων, αλλά ο Λεντάκης είναι ο πρώτος που επιχειρεί να δώσει μια πιο εκτεταμένη εκλογή του έργου αυτού. Πρώτη μορφή της δουλειάς του έδωσε ο Α.Λ. το 1972 σε έναν τόμο που περιλάμβανε 456 επιγράμματα 100 περίπου ποιητών. Από τότε το βιβλίο έχει εξαντληθεί, ενώ στο μεταξύ ο ίδιος όλο και ξαναγράφει τις παλιές του αποδόσεις, προσθέτοντας και καινούργια κομμάτια. Η σχέση του με την Παλατινή Ανθολογία είναι ένας παρατεταμένος έρωτας-ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν καταφέρνει να πιάσει απόλυτα το ποιητικό στοιχείο.
     Η τωρινή έκδοση περιλαμβάνει 500 επιγράμματα, τα περισσότερα ξαναδουλεμένα. Η έκδοση είναι «δίγλωσση»- αρχαίο κείμενο και μετάφραση-πράγμα που επιτρέπει στον αναγνώστη όχι μόνο να δοκιμάσει τις δικές του γνώσεις της αρχαίας ελληνικής, αλλά και να ελέγξει την απόδοση των ποιημάτων στη νεοελληνική. Μια εκτεταμένη σεμνή και αρκετά κατατοπιστική εισαγωγή βοηθάει τον αναγνώστη να καλύψει τα τυχόν ιστορικά και άλλα κενά του. Δίνονται πληροφορίες για τους ποιητές, καθώς επίσης και κάποια σχόλια. Τέλος, η έκδοση είναι εμπλουτισμένη με ανάλογη εικονογραφία.
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 30/10/1988
--
17 αιώνων ποίηση….
Του ΚΩΣΤΑ ΤΣΑΟΥΣΗ
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ Κυριακή 6/3/1988
      ΕΝΑ αλλιώτικο παράθυρο στον παρελθόντα καιρό ανοίγει αυτός ο τόμος με τα «500 ποιήματα από την Παλατινή Ανθολογία». Είναι έργο ζωής του Ανδρέα Λεντάκη, όπως ο ίδιος το αποκαλεί: ανθολόγος, μεταφραστής και σχολιαστής.
       Στον τόμο-σχήματος 23,5Χ16,6- δημοσιεύεται, παράλληλα στη μετάφραση, και το πρωτότυπο, και είναι αληθής ο λόγος του μεταφραστή, ότι «… οι μεταφράσεις των ποιητικών έργων πρέπει πάντα να ‘ναι δίγλωσσες. Για δύο λόγους: Και για να χαίρεται κανείς το πρωτότυπο, και για να μπορεί να μετρηθεί η επιτυχία τους».
      Στην εκτεταμένη εισαγωγή (ένα εμπεριστατωμένο δοκίμιο για το επίγραμμα και την ιστορία της Ανθολογίας) ο αναγνώστης βρίσκει κάθε πληροφορία για την ποίηση που περιλαμβάνεται στον τόμο, παρακολουθώντας τις περιπέτειες της Ανθολογίας από τον πρώτο αιώνα π.Χ. όταν ένας ποιητής, ο Μελέαγρος, από τα Γάδαρα της Συρίας, συνέλαβε την ιδέα της συλλογής λυρικών και ερωτικών ποιημάτων με αλφαβητική σειρά που την ονόμασε «Στέφανον», γιατί στον πρόλογό του παρομοιάζει κάθε ποιητή από τους 48 που περιέλαβε  με ένα λουλούδι. Έτσι καθιερώθηκε από τότε ο όρος «ανθολογία» για τις ποιητικές συλλογές που περιλαμβάνουν διαφόρους ποιητές.
      Οι  άλλοι σταθμοί της ανθολογίας:
Δυό αιώνες μετά τον Μελέαγρο, ένας ποιητής από τη Θεσσαλονίκη, ο Φίλιππος, έφτιαξε και αυτός ανθολογία με άλλους 13 ποιητές που έζησαν μετά τον πρώτο ανθολόγο.
       Τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. ο Στράτων από τις Σάρδεις εξέδωσε μια ιδιότυπη συλλογή με τον τίτλο «Μούσα Παιδική» (έχει κυκλοφορήσει σε μετάφραση Γιώργου Ιωάννου) και περιλαμβάνει 258 παιδεραστικά ποιήματα.
     Τον έκτο αιώνα ο ιστορικός και ποιητής Αγαθίας συνέθεσε μια ανθολογία από σύγχρονούς του ποιητές και την κατέταξε σε εφτά κεφάλαια κατά θέματα (επιτύμβια, σατιρικά, ερωτικά, συμποσιακά κτλ.) ενώ τον ένατο αιώνα ένας λόγιος πρωτοπαπάς της βυζαντινής Αυλής, ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς, συνέθεσε την ανθολογία που έχουμε στα χέρια μας, με βάση τις προηγούμενες συλλογές. Το μοναδικό χειρόγραφο, ύστερα από πολλές περιπέτειες (που θυμίζει, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Ανδρέας Λεντάκης, τις περιπέτειες των Ελγινείων) κατέληξε στη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου στη Χαϊλδεμβέργη και γι’ αυτό ονομάζεται Παλατινή Ανθολογία. Περιλαμβάνει 3.700 ποιήματα, γύρω στους 23.000 στίχους και καλύπτει ποίηση 17 αιώνων.
     Ο Ανδρέας Λεντάκης μετέφρασε 500 επιγράμματα από την Παλατινή 100 ποιητών, από τα οποία τα 74 είναι αγνώστων. Μέχρι τώρα κατά καιρούς έχουν δημοσιεύσει 12 ποιητές ποιήματα από την Παλατινή-γύρω στα 80-250 ποιήματα-χωρίς σχολιασμό ή με ελάχιστο.
      Αυτά για την ιστορία της Ανθολογίας-αλλά εδώ ο Λεντάκης αρχίζει μια άλλη ιστορία με τον τόμο αυτόν: ο αναγνώστης της εποχής μας βρίσκει σ’ αυτά τα επιγράμματα, και μάλιστα τα επιτάφια, νύξεις ή και ολόκληρες εικόνες από τη δική του… ζωή, μια και οι άνθρωποι του καιρού εκείνου είχαν καταλάβει πως το θέμα «θάνατος» δεν είναι ανάγκη να προκαλεί μόνο θρήνους, αλλά και σκέψεις για τη ζωή, που συνεχίζεται…
     Έτσι το επίγραμμα, έγινε το κατ’ εξοχήν μέσον λόγου για να εκφραστεί η αγωνία και ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου, μαζί όμως και η σατιρική του διάθεση απέναντι σε πρόσωπα και φαινόμενα της ζωής και του θανάτου:
       «… Το επίγραμμα όπως και η ποίηση, δεν μιλάει μόνο με το λόγο, αλλά και με τις σιωπές, με τη σεμνή
      αυτής σιωπή που σ’ αφήνει να αναπλάσεις και να συμπληρώσεις μόνος σου την εικόνα, ανάλογα με το
      βαθμό της ευαισθησίας σου».
Ο Λεντάκης επισημαίνει ακόμα ότι «… το επίγραμμα, ακριβώς λόγω της συντομίας του, μας βοηθάει να δούμε την ουσία της ποίησης. Με λίγα λόγια έχει να πει πάρα πολλά. Χωρίς ρητορισμούς, χωρίς «ωραιολογίες». Διαβάζοντας την Ανθολογία θα διαπιστώσουμε ακόμα πως οι Αλεξανδρινοί στάθηκαν οι μεγάλοι δάσκαλοι του Καβάφη. (…). Οι Αλεξανδρινοί μπορώ να πω ακόμα ότι επηρέασαν έντονα τον Πάουντ είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω των Λατίνων. Κι από μια άποψη και τον Έλιοτ».
     Έπειτα από αυτά που μας πληροφορεί ο Ανδρέας Λεντάκης, ας επιχειρήσουμε μια σύντομη περιήγηση στην Ανθολογία-η πρώτη «συνάντηση» με το Ανακρέοντα και με τούτο το επίγραμμά του, που το παραθέτω χωρίς σχόλια:
       Τα πλούτη του Γύγη μ’ αφήνουν
       αδιάφορο,
       του βασιλιά των Σαρδέων,
       ούτε ο χρυσός με σκλαβώνει
       και δεν ψάλλω τυράννους.
       Εμένα με νοιάζει με μύρα
       να λούζω το γένι,
       εγώ θέλω με ρόδα
       κεφάλια μα στεφανώνω.
       Το σήμερα μ’ ενδιαφέρει
       τ’ αύριο ποιος το γνωρίζει;
Και αυτό του μεγάλου φιλόσοφου Πλάτωνος:
       Ο χρόνος όλα τα φέρνει ΄ των χρόνων το πέρασμα ξέρει να αλλάζει
       τα ονόματα, τις μορφές, τη φύση, την τύχη.
Ερωτικά επιγράμματα του Μελέαγρου:
       Πές στη Λυκαινίδα Δορκάδα΄
       «Δες πώς τα φιλιά σου δείχτηκαν
       κίβδηλο νόμισμα ΄ του πλαστού έρωτα δεν κρύβει ο χρόνος».
       Ο Έρως φοβερός, ναι φοβερός.
       Τι βγαίνει τάχα
       και πάλι σαν το πω με στεναγμούς
       «Ο έρως φοβερός». (…)
       Θάμα ανεξήγητο για με, πώς μεσ’
       από το γαλάζιο κύμα.
       Κύπριδα συ, πως μεσ’ από το νερό γέννησες τη φωτιά.
Κι αυτό το επιτάφιο, πάλι του Μελέαγρου:
       Γή μάνα ολονών, γειά σου.
       ζούσε ο Αισιγένης
       δεν σου ήτανε βάρος. Τώρα κι εσύ
       να σαι’ γι’ αυτόν ελαφρά.
Και το επόμενο επίγραμμα του Καλλιμάχου-που μαρτυρεί το πόσο πίστευαν οι πρόγονοί μας στις μεταφυσικές ιστορίες.
       …)-Χαρίδα, πώς είναι του κάτω κόσμου;
       -Σκοτάδι πολύ.
       -Κι υπάρχει γυρισμός;
       -Ψέμα.
       Κι ο Πλούτων;
       -Μύθος.
       Χαθήκαμε
       Αληθινός είναι αυτός που σας λέγω ο λόγος. Μ’ αν θέλεις ευχάριστα λόγια ν’ ακούσεις, το μεγάλο βόδι του Άδη
       κοστίζει μια δραχμή.
Ο Δημόκριτος, που μαζί με τον Λεύκιππο θεωρείται ιδρυτής της ατομικής θεωρίας (αυτός που είπε για τον χρόνο ότι είναι αγέννητος όπως και η κίνηση, και για τη σύμπτωση-την τύχη, δηλαδή-ότι είναι ένα σκιάχτρο που το φτιάξαν οι άνθρωποι για να ομορφαίνουν την ανοησία τους) έχει γράψει αυτό το επίγραμμα.
       Όταν η Αφροδίτη
       μεσ’ από το πορφυρό κύμα
       γυμνή αναδύθηκε,
       και τα μαλλιά της έσταζαν αλμύρα,
       τα χέρια σήκωσε
       κι έστριψε την πλεξούδα
       πάλι στα λευκά της μάγουλα
       που έσταζε
       νερό του Αιγαίου
       δείχνοντας ακάλυπτα τα στήθη της μονάχα,
       όσο η ντροπή επιτρέπει.
       Μ’ αν η θεά του πίνακα
       είναι σαν την αλήθεια,
       τότε φαντάζομαι
       τι ταραχή μες στην καρδιά του Άρη.
Αυτό του Παλλάδα:
       Όλη η ζωή, ένα θέατρο. Ή μάθε να παίζεις το ρόλο σου
       αφήνοντας κατά μέρος τη σοβαρότητα, ή υπόφερε τις οδύνες.
Απέραντη σοφία αναδίνουν αυτά τα επιγράμματα, και η απόδοση στη νεοελληνική από τον Λεντάκη δεν προδίνει τίποτε από το πρωτότυπο-ο μεταφραστής εργάστηκε σαν να συνέθετε καινούργιο ποίημα, απ’ όπου και η πιστότητα.
       Κλείνω το σημείωμα για τον τόμο αυτόν (δεν είναι υπερβολή αν πω ότι η παρουσία του σε κάθε βιβλιοθήκη ουσιαστικοποιεί την ύπαρξή της…) με το ακόλουθο επίγραμμα του Ποσειδίππου-κι αυτό χωρίς σχόλια:
       Ποιος κανείς στη ζωή του να πάρει; Καυγάδες
       στην αγορά και κομπίνες εμπορικές ΄ έγνοιες
       στο σπίτι ΄ πολύς κάματος στους αγρούς ΄
       στη θάλασσα,
       τρόμος. Στην ξενητειά αν έχει βιός, σε κατέχει ο φόβος ΄
       κι αν είσαι άπορος, βάρος είν’ η ζωή. Παντρεμένος
       αν είσαι, είσαι όλο σκοτούρες. Δεν είσαι;
       Ζείς έρημος και μαγκούφης. Βάσανα είν’ τα παιδιά
       Κι ο άτεκνος βίος χωλός.
       Τα νιάτα είν’ άμυαλα, κι αδύναμα
       τ’ άσπρα μαλλιά. Τότε κανείς απ’ τα δύο το ένα ας διαλέξει: ποτέ του να μη γεννηθεί, ή να πεθάνει στη γέννα.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΤΑΚΗΣ γεννήθηκε στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας το 1934. Πτυχιούχος του Ιστορικού Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με πλούσια πολιτική-κοινωνική και εκπαιδευτική-πολιτισμική δράση στον προοδευτικό χώρο. Από το 1978 είναι δήμαρχος Υμηττού. Επίσης πρόεδρος της ΕΔΑ. Εκτοπίστηκε για τη δράση του, το 1966 και φυλακίστηκε το 1967-70. Στη διάρκεια της δικτατορίας εξέδωσε τα περιοδικά «Ένα» και «Δύο». Εμπνευστής του Ελεύθερου Πανεπιστημίου στον Υμηττό.
     Τα βιβλία του: «Τοτεμισμός» (ποιήματα 1970 και 1974 Β΄ γραφή). «Σύμμεικτα Μήλου» (αρχαιολογική μελέτη 1973), «Η καταστροφή της Μήλου του 18ου αιώνα» (1974). «Εμμανουήλ Ιερεύς Σκορδίλης και ο Μανιάτης πειρατής Λυμπεράκης Γερακάρης». «Οι ιερείς και οι αγιογράφοι Εμμανουήλ και Αντώνιος Σκορδίλης». «Το Αρχοντολόι της Μήλου και τα οικόσημά του». «Ρωμανός ο Μελωδός» «Κώστας Βάρναλης και ¨στρατευμένη τέχνη¨ (1977). «Νεοφασιστικές Οργανώσεις στη Νεολαία». «Παρακρατικές Οργανώσεις και 21 Απριλίου». «Παναγής Λεκατσάς ο θεμελιωτής της Εθνολογίας στην Ελλάδα». «Γυναίκα και Τοπική Αυτοδιοίκηση». «Δημοκρατία και Τοπική Αυτοδιοίκηση». «Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άνδρα; Ή πώς κατασκευάζεται η γυναίκα» (Δωρικός, 1987). Paterna paternis-  Ένα κατάλοιπο της συλλογικής ιδιοκτησίας του γένους στο κληρονομικό δίκαιο της Μήλου το 18ο αιώνα». «Παλατινή Ανθολογία».
     Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και γαλλικά και ένα πεζό στα αγγλικά.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΑΟΥΣΗΣ,
εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» Κυριακή 6/3/1988. (στην σελίδα που διατηρούσε στην εφημερίδα με τον τίτλο «Βιβλία»).
Σημειώσεις:
     Πέρασαν 47 χρόνια από την πρώτη («ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ»-εκλογή, «Κέδρος» 1972, σελίδες 192) και 31 από την δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση («ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» 500 ποιήματα «ΔΩΡΙΚΟΣ» 1988, σελίδες 224, δρχ. 1400) του αντιστασιακού δημάρχου του Υμηττού και συγγραφέα, ποιητή και μεταφραστή, φιλόλογου Ανδρέα Λεντάκη. Του πατριώτη αντιστασιακού πολιτικού και αγωνιστή, που οι νέοι και οι νέες της γενιάς μου-γενιά του 1980-πρωτοάκουσαν το όνομά του, από το γνωστό αγωνιστικό τραγούδι του μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη: «Τα τραγούδια του Ανδρέα»
Μίκης Θεοδωράκης - Το Σφαγείο (1968)
Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης.
--
Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ αύριο εγώ

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά
μες στις καρδιές μας αρχινάει το πανηγύρι
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ αύριο εγώ

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ
τακ τακ εγώ

Που πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά
Μες στις καρδιές μας αρχινάει το πανηγύρι
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

  Ήταν η εποχή μετά την μεταπολίτευση του 1974, που οι έφηβοι και οι έφηβες της γενιάς μου, ανδρωθήκαμε με τα τραγούδια και την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Όταν οι Έλληνες πίστευαν ακόμα στην Δημοκρατία, την Δικαιοσύνη, την Αριστερά. Τρείς λέξεις που προέρχονταν από το ιστορικό ελληνικό παρελθόν, και που σήμερα, εν έτη 2019 είναι νεκρές. Τις σκοτώσανε. Για να θυμηθούμε τους γνωστούς στίχους του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη, «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών. Τρείς λέξεις νεκρές γιατί τις σκοτώσατε».  Ενδυνάμωνε το πατριωτικό μας δημοκρατικό φρόνημα με «Τα τραγούδια του Ανδρέα» και μυούμασταν στο όνειρο και την ευαισθησία της ζωής και του έρωτα από τις μελωδίες και τις μπαλάντες του μελωδού των ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι. Τότε ακούσαμε για πρώτη φορά το όνομα Ανδρέας Λεντάκης, μάθαμε για τα βασανιστήρια που υπέστει την περίοδο της χούντας, την εξορία του. Πιάσαμε για πρώτη φορά τα βιβλία του στα χέρια μας. Διαβάσαμε τις αρχαιολογικές του μελέτες, τα ποιήματά του, τις μεταφράσεις του. Ακούγαμε για τις διοικητικές και άλλες παρεμβάσεις του στα κοινά, και ιδιαίτερα, όταν έγινε δήμαρχος του δήμου Υμηττού. Ευτύχισα να παρακολουθήσω ομιλίες του και να τον ακούσω από κοντά. Ο σεβασμός και το ενδιαφέρον του, υπήρξε μαθητής του, για τον σημαντικό έλληνα εθνογράφο Παναγή Λεκατσά, έναν επιστήμονα που εκείνη την περίοδο πρωτογνωρίζαμε, βλέπε τα βιβλία του «ΔΙΟΝΥΣΟΣ», «Η ΨΥΧΗ» και άλλες μελέτες του, με έκανε να θαυμάζω τον Ανδρέα Λεντάκη ακόμα περισσότερο. Και μάλιστα, όταν διάβασα ότι η σύζυγος του Παναγή Λεκατσά, η γνωστή εκ καταγωγής γαλαξιδιώτισσα πεζογράφος Εύα Βλάμη, γεννήθηκε στην πόλη μας, τον Πειραιά.
Ο Ανδρέας Λεντάκης υπήρξε ένα ανοιχτό και προοδευτικό μυαλό, μια ελεύθερη σκέψη, πρωτοπόρα σε πολλά ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης στην πατρίδα μας. Υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των γυναικών και άλλων μειονοτήτων σε μια εποχή, που η ανδροκρατούμενη συντηρητική αντίληψη και θρησκευτική-εκκλησιαστική θέση στην χώρα μας, σε πολλά κοινωνικά και ιδιωτικά ζητήματα ήταν αρνητική. Οι επιστημονικές του μελέτες, οι πολύτομες κατοπινές του εργασίες πάνω στην ερωτική ζωή των αρχαίων ελλήνων, οι κάπως παράτολμοι συσχετισμοί του (εννοώ για τον Ρωμανό τον Μελωδό και τον Κώστα Βάρναλη, μια όχι μάλλον τόσο εύστοχη εργασία του) μας δείχνουν την βεντάλια των ενδιαφερόντων και των επιστημονικών ερευνών του. Αλλά και τα βιβλία του για την νήσο Μήλο έχουν την δική τους σημασία και διαβάζονται ακόμα και σήμερα. Το περιοδικό που εξέδιδε, ελάχιστα το θυμάμαι και για αυτό δεν κάνω μνεία. Είχα συναντήσει παλαιότερα τεύχη του σε γνωστό παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι.
Ανήσυχο πνεύμα ο Ανδρέας Λεντάκης, άτομο προοδευτικό και δραστήριο, πολιτικοποιημένο, όχι θεωρητικό ή «κουλτουριάρικο» για την ακρίβεια, κατόρθωσε να συνδυάσει την πολιτική στάση του ανδρός πολίτη με την επιστημονική κατάρτιση του ενεργού και μετέχοντος στα κοινά προσώπου με αγωνιστικό και κοινωνικό φρόνημα. Συνένωσε στον βίο του την πολιτική πράξη του ανδρός με την επιστημονική έρευνα και αναζήτηση και, την ενεργό συμμετοχή στα κοινά και από θέσεις «ισχύος» (εννοώ τον πολιτικό χώρο της ΕΔΑ). Κάτι μάλλον, που το είχαμε συναντήσει μόνο σε περιπτώσεις των λεγόμενων συντηρητικών πολιτικών και της παράταξής τους, όπως στις περιπτώσεις του πολυμαθέστατου και πολυγραφότατου Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του φιλόσοφου Κωνσταντίνου Τσάτσου, του αδέκαστου ιστορικού Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη κλπ. Και φυσικά στον ομοϊδεάτη του πολιτικά Ηλία Ηλιού. Όσοι τον έζησαν από κοντά, έχουν να λένε ότι δεν επεδίωξε ποτέ να εξαργυρώσει τις αντιστασιακές εναντίον της επτάχρονης δικτατορίας αγωνιστικές πράξεις του. Επιτελούσε το πολιτικό του καθήκον και αναζητούσε νέες κοινωνικές και πολιτικές διεξόδους για την διεύρυνση της δημοκρατίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων των ελλήνων στην χώρα μας. Σπάνια πολιτική προσωπικότητα, μετριοπαθή, αναφέρουν όσοι της δικής του ηλικιακά γενιάς τον έζησαν από κοντά και συνεργάστηκαν μαζί του.
      Η πρώτη έκδοση της «ΠΑΛΑΤΙΝΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ» που μετέφρασε ο Ανδρέας Λεντάκης, βρέθηκε από πολύ νωρίς στα χέρια μου. Έχοντας διαβάσει τις μεταφράσεις του που εξέδωσε στον εκδοτικό οίκο Καστανιώτη, δεν θα μπορούσα να μην αναζητήσω και αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, μια και, στους διαφόρους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας της εποχής, αλλά και μεταξύ των συγγραφέων, συζητούνταν οι μεταφράσεις του Ανδρέα Λεντάκη, παράλληλα, με αυτές του φιλόλογου Γιώργου Ιωάννου και του ποιητή Άρη Δικταίου. Ήταν η περίοδος που αρχίζαμε να ανιχνεύουμε την ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαίας ελλάδας, και μάλιστα, για να είμαστε ειλικρινείς, με την κοινωνική και ερωτική ζωή των αρχαίων ελλήνων. Αλλά και το κοινωνικό φαινόμενο της δουλείας, την θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, τις θρησκευτικές δοξασίες των Εθνικών Ελλήνων, τις εμφύλιες συρράξεις κλπ. Αναζητούσαμε μια ελληνική εθνική ταυτότητα που ήταν σπασμένη στη μέση. Από την μία η αρχαία ελλάδα των εθνικών ελλήνων και από την άλλη η χριστιανική ορθόδοξη σύγχρονή μας ελλάδα, που και αυτή, ήταν διχασμένη σε ανατολίζουσα και δυτικίζουσα. Οι ευρολιγούρηδες έλληνες οι λάτρεις του δυτικού διαφωτισμού, όπως τους αποκαλούσε ο παλαιός Κώστας Ζουράρης, και ας μου επιτραπεί, οι βυζαντινοεπαίτες, οι λάτρεις του ορθόδοξου μυστικού μοναχισμού της καθ’ ημάς ανατολή και των νηπτικών πατέρων, όπως έγραφα σε κείμενά μου. Θέλοντας να αντιπαραβάλω τον προσδιορισμό του Ζουράρη που ήταν τότε πολύ της μόδας. Για να το θέσουμε και στις σωστές του βάσεις το ζήτημα του προσδιορισμού της ελληνικής ταυτότητας, ήταν η επαναφορά του ερωτήματος του στοχαστή Ζήσιμου Λορεντζάτου για το χαμένο κέντρο. Δηλαδή τις δυτικές επιρροές στην χώρα μας και την αυτόχθονη λαϊκή ελληνική παράδοση που ακολουθούσε ο λαός. Τόμας Στερν Έλιοτ ή Γιώργος Σεφέρης, Έζρα Πάουντ ή Οδυσσέας Ελύτης, σχηματικά να σημειώσω. Και για να το προχωρήσω λίγο παραπέρα, Μαξίμ Γκόργκι ή Γιάννης Ρίτσος, ασφαλώς Γιάννης Ρίτσος.
Φυσικά, η αρχαία Λυρική Ποίηση και τα Επιγράμματα, μας ήταν γνωστά από το βιβλίο του Σίμου Μενάρδου, «ΣΤΕΦΑΝΟΣ», τις μεταφράσεις του Παναγή Λεκατσά στο περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» και άλλων μεταφραστών σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, βλέπε πχ. ετήσια «Φιλολογική Πρωτοχρονιά». Την ανθολογία του Ηλία Κυζηράκου, τις εργασίες του Αριστόξενου Σκιαδά, του Κωνσταντίνου Τρυπάνη κ. ά. Η ποίηση του Θεόκριτου, του Καλλιμάχου, της Σαπφούς, του Ανακρέοντα, του Ίβυκου, του Μελέαγρου, του Στράτωνος, του Αλκαίου μας ήταν γνωστή και αγαπητή. Οι νεολαίοι της γενιάς μου, αναζητούσαν και αγόραζαν τις εκδόσεις “LOEB”, τις γαλλικές επιστημονικές εκδόσεις αρχαίων ποιητών της Παλατίνης Ανθολογίας και όχι μόνο. Την χρονική αυτή περίοδο  υπήρξε μια άνθιση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Επίσημες ή λαθρόβιες μεταφράσεις εκδόσεις και μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων λυρικών ποιητών κυκλοφορούσαν στο εμπόριο, πωλούνταν στα περίπτερα (οι παλαιές μεταφράσεις του Γεωργίου Φέξη. Κάτι μικρού μεγέθους καφετιά βιβλιαράκια με μεταφράσεις του Κώστα Βάρναλη, του Νίκου Καζαντζάκη και άλλων ποιητών). Και αγοράζονταν από τους νέους, όπως αγόραζαν τα Ομηρικά Έπη σε εικονογραφημένα κλασικά σε μετάφραση αν θυμάμαι καλά, της ποιήτριας Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη. Μέσα σε αυτό το κλίμα αναζήτησης της αρχαίας κληρονομιάς και του μεγαλείου της, θεωρώ εντάσσεται και η έκδοση της «Παλατινής Ανθολογίας» σε μετάφραση Ανδρέα Λεντάκη.
     Μεταφέροντας στην ιστοσελίδα μου πρόσφατα, πληροφορίες και στοιχεία για τις κατά διαστήματα μεταφράσεις ποιημάτων της Παλατινής Ανθολογίας, και μνημονεύοντας την εργασία του Ανδρέα Λεντάκη,-που για μας στάθηκε σταθμός αναφοράς-αποφάσισα να μεταφέρω 3 κριτικές (δύο επώνυμες και μία ανώνυμη) που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες της εποχής, με την ευκαιρία της δεύτερης έκδοσής της από τις εκδόσεις «ΔΩΡΙΚΟΣ» το 1988. Τρείς κριτικές που υποδέχτηκαν την εργασία του Λεντάκη, με αυστηρότητα αλλά και θετικά, με την ιδιαίτερη φωνή του γράφοντος και θέση. Μεταφέρω μόνο των εφημερίδων κριτικές και όχι των περιοδικών που γνωρίζω, μια και πιστεύω, ότι οι κριτικές των εφημερίδων για βιβλία και εκδόσεις της εποχής τους είναι πιο δυσεύρετες σήμερα μάλλον. Και μάλιστα όταν έχουν να κάνουν με βιβλία πέρα από τον χώρο της λογοτεχνίας ή της ποίησης.
Νομίζω, αν δεν λαθεύω, ότι ακόμα και στις μέρες μας, δεν έχουμε μια πλήρη και επαρκή εικόνα για το τι γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, πως υποδέχονταν οι δημοσιογράφοι και οι κριτικοί, αλλά και συγγραφείς και πρόσωπα γνώστες των εξεταζόμενων θεμάτων, τις επιστημονικές μελέτες, μεταφραστικές εργασίες, τον δοκιμιακό, πεζογραφικό, λογοτεχνικό, ιστορικό λόγο της εποχής τους. Οι κριτικές γενικά, από όσο θυμάμαι, δεν ήσαν όλες πάντα θετικές. Πολλές από αυτές ήσαν αυστηρές, αρνητικές και επικριτικές απέναντι σε εκδόσεις που προβάλλονταν σαν αξιοσημείωτες στην εποχή που κυκλοφόρησαν. Άλλες ήσαν φιλικές έως φανερά κολακευτικές, θύμιζαν εκδουλεύσεις εκδοτικών ή άλλων φιλικών υποχρεώσεων ή και επαγγελματικών προτεραιοτήτων. Πολλά βιβλία που εκδίδονταν, λόγω της φύσεως του θέματός τους, δεν ήταν εύκολο να σχολιαστούν και να κριθούν από τους δημοσιογράφους ή τους κριτικούς, μια και οι γνώσεις των κριτικών δεν ήσαν οι απεριόριστες και ανάλογες. Ή ήσαν προσανατολισμένη η γραφή και η ματιά τους μόνο στο λογοτεχνικό πεδίο. Πολλοί κριτικοί ή δημοσιογράφοι-μην κατέχοντας το θέμα-για να γεμίσουν την σελίδα και επειδή είχαν επαγγελματική υποχρέωση, δημοσίευαν το δελτίου τύπου που έδιναν μαζί με την έκδοση οι εκδότες ή δημοσίευαν ότι έγραφε το οπισθόφυλλο. Γενικά, ήταν ένα «μεικτό σύστημα» αναφορών και ορισμένες φορές, «παράξενο» κριτικό και πληροφοριακό περιβάλλον, που όμως, έστω και έτσι, δίδονταν οι σχετικές πληροφορίες και ο αναγνώστης της εφημερίδας το τι κυκλοφορούσε και εκδίδονταν στην εποχή του και στην χώρα του. Ξέφευγαν και αρκετά αξιόλογα βιβλία πάντως, αν και η ενημέρωση, αν παρακολουθούσες τις εφημερίδες, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση-και τα λογοτεχνικά ή άλλα περιοδικά, ήταν μεγάλη και πληρέστατη στο μέτρο του δυνατού. Τα λογοτεχνικά περιοδικά είχαν το δικό τους αναγνωστικό κοινό. Τα πλείστα από αυτά, δημοσίευαν λογοτεχνικές κριτικές από άλλους συγγραφείς και ποιητές, από τον εκδότη τους ή το επιτελείο των έκτατων συνεργατών τους. Ελάχιστα από αυτά, όπως το περιοδικό «ΔΙΑΒΑΖΩ» διέθεταν ένθετα που αναφέρονταν στο τι γράφτηκε για την τάδε ή δείνα έκδοση. Το παραδοσιακό επίσης περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» στα οπισθόφυλλά του δημοσίευε τίτλους βιβλίων που εκδόθηκαν. Υπήρχαν αν θυμάμαι καλά και δύο Πρακτορεία Τύπου που με ένα μικρό ποσό σαν συνδρομή έστελναν στους εκδοτικούς οίκους, τα αποκόμματα που τους ενδιέφεραν. Οι γενικές βιβλιογραφίες και εργογραφίες δεν ήταν και τόσο συνηθισμένες εκείνη τουλάχιστον την χρονική περίοδο μετά την χούντα. Εξαίρεση αποτελούσαν τα γνωστά μας ονόματα των βραβευμένων μας ποιητών και ορισμένων άλλων που διαβάζονταν πολύ και εκδίδονταν μελέτες για το έργο τους. Εξάλλου, πολλοί ποιητές και συγγραφείς παλαιότερων γενεών του προηγούμενου αιώνα, εξακολουθούσαν να γράφουν και να δημοσιεύουν και να εκδίδουν το έργο τους, πράγμα που καθιστούσε λιγάκι δύσκολο μια συνολική εκτίμηση της δημιουργίας τους, αν σκεφτούμε μάλιστα και το ανέκδοτο έργο τους και τις κατά καιρούς δημοσιεύσεις και μεταφραστικές τους προσπάθειες ή τις συμμετοχές τους σε επετειακά αφιερώματα άλλων δημιουργών.
     Τον κυρό Κώστα Τσαούση, αυτόν τον επιφανή και έμπειρο Πατρινό (1934-2013) δημοσιογράφο, ευτύχησα να τον γνωρίσω από κοντά, να συνομιλήσω μαζί του και παρά λίγο, να είχα μια συνεργασία μαζί του, στο βιβλιοπωλείο του εξαίρετου Τάσου Πιτσιλού στην οδό Θεμιστοκλέους-μέσα στην στοά-στην Αθήνα. Ένα βιβλιοπωλείο που έβρισκες τα πάντα και με μεγάλες εκπτώσεις. Από τον χώρο αυτόν του βιβλίου περνούσε σχεδόν όπως έλεγαν όλη η Αθήνα. Γιατί ο Τάσος Πιτσιλός, δεν ήταν μόνο ένας ευσυνείδητος βιβλιοπώλης αλλά και ένας εξαίρετος συνομιλητής. Μάλιστα δραστηριοποιήθηκε και στον χώρο των εκδοτικό εκδίδοντας αρκετά βιβλία. Σε αυτόν τον μικρό χώρο σύχναζε και ο κυρός Κώστας Τσαούσης. Ο δημοσιογράφος τότε-συνεργαζόταν με την εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ». Οι ασχολούμενοι με τα βιβλία τον γνωρίζαμε και από τις άλλες συνεργασίες του σε εφημερίδες και περιοδικά μια και υπήρξε παλαίμαχος και έγκυρος δημοσιογράφος. Τότε μετά από αρκετές συζητήσεις μαζί του στο βιβλιοπωλείο και στην εφημερίδα, βλέποντας την αγάπη μου για το βιβλίο, μου πρότεινε να συνεργαστώ (;), να αρχίζω να δημοσιεύω κριτικές στην εφημερίδα το «ΕΘΝΟΣ» μια και σκόπευε να αποσυρθεί. Γιατί ο φόρτος της κριτικής ήταν μεγάλος μια και τα βιβλία που στέλνονταν στην δημοκρατική αυτή εφημερίδα ήσαν πάρα πολλά (με τις σακούλες). Ο φόβος της δημόσιας έκθεσης και ο προσωπικός μου ενδοιασμός-παρά του ότι είχε δει κριτικές μου, δίνοντάς μου ορισμένους τίτλους, αλλά και τα καλά λόγια από τον Τάσο Πιτσιλό, με έκαναν να είμαι διστακτικός και στο τέλος να αρνηθώ. Διατήρησα τις καλές σχέσεις μαζί του, διάβαζα τις κριτικές του, και ορισμένες φορές φάγαμε μαζί σε εστιατόριο ή και μαζί με τον Πιτσιλό. Ήταν ένα καλός άνθρωπος, που μου έδωσε τότε, την εντύπωση, ότι ένιωθε κουρασμένος από τα πάρα πολλά βιβλία για τα οποία επαγγελματικά έπρεπε να γράψει. Αν και δημοσίευε αν θυμάμαι σωστά, και δελτία τύπου.
Στην κριτική του για τις μεταφράσεις του Ανδρέα Λεντάκη, διακρίνουμε το όριο των γνωστικών του επιλογών αλλά και την ατομική του φιλοσοφία και βιοθεωρία με την παράθεση μεταφρασμένων ποιημάτων. Η πολύχρονη δημοσιογραφική του εμπειρία του δίνει την δυνατότητα να σταθεί σε ότι εκείνος θεωρεί καίριο και ουσιαστικό. Αντίθετα η κριτική στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» του κυρίου Αθανάσιου Βερτσέτη, σαν εκπαιδευτικός είναι πιο αυστηρή και διακριτικά ελεγχόμενη αρνητική. Δεν θα σταθώ στο γλωσσικό σχολιασμό, όμως οι παρατηρήσεις του όσον αφορά τους ποιητές είναι σωστές. Αυτές οι αβλεψίες πρέπει να ξέφυγαν του Ανδρέα Λεντάκη ή και μπορεί και του εκδότη ή επιμελητή. Θεωρώ όμως, όταν έχει προβεί κανείς σε μια τέτοιου εύρους μεταφραστική προσπάθεια, οι όποιες τεχνικές ή γλωσσικές αβλεψίες, δεν αμαυρώνουν την σύνολη εργασία και προσφορά. Αναγκαία η σχολαστικότητα και η τυπικότητα αλλά όταν έχεις να κάνεις με ένα τέτοιο εύρος ποιητικών μεταφραστικών επιλογών, με ποιητές που, έζησαν 2000 χρόνια μετά από την βιολογική τους απουσία, και το έργο τους έμεινε στην μνήμη και στις συνειδήσεις των αναγνωστώ ανά την υφήλιο, δεν θα μείνουμε στα λάθη. Θα απολαύσουμε την σύνολη προσφορά του έργου, που τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη συμπληρωμένη της έκδοση, ακόμα και στις μέρες μας μνημονεύεται και διαβάζεται ευχάριστα. Μια Ανθολογία που, ακόμα και σήμερα ανατρέχει κανείς για να συναντήσει ονόματά ίσως άγνωστά του, να χαρεί το ξεχωριστό ύφος κάθε συγγραφέα, 93 συν 10 άδηλα έργα η πρώτη έκδοση, 99 συν 11 άδηλα η δεύτερη, να σταθεί στην θεματολογία του, να «ταρακουνηθεί» με τα πιπεράτα και σκαμπρόζικα ερωτικά του παιχνίδια, να παρακολουθήσει την εξέλιξη της σκέψης των αρχαίων λυρικών και επιγραμματοποιών.
     Η Παλατινή Ανθολογία, είναι θα τολμούσαμε να γράφαμε μια μικρή κοινωνική «εγκυκλοπαίδεια» της αρχαίας ελλάδος. Θεοί και άνθρωποι, έργα Θεών και Ανθρώπων, ερωτικές επιλογές, ετεροφυλόφιλες ή ομοφυλόφιλες, θρησκευτικές δοξασίες και συνήθειες, κοινωνικές καθημερινές εκδηλώσεις και πρακτικές. Πάθη ερωτικά και του οίνου, ζήλειες και αγάπες, θαυμασμοί και κατακρίσεις. Γαμήλιες συνήθειες και ταφικά έθιμα. Ενδυμασίες ανθρώπων και εξωτερική εμφάνιση. Οι πολιτιστικές και πολιτισμικές συμπεριφορές μιας κοινωνίας στην δεδομένη ιστορική στιγμή. Με δύο λόγια, ότι απασχολούν μέσα στην ζωή τους διαχρονικά τα άτομα μέσα στην ιστορική τους διαδρομή και περιπέτεια. Ο φυσικός χώρος, το φυσικό τοπίο εικονογραφείται με εξαιρετικές εικόνες. Οι εποχές του χρόνου αναγνωρίζονται μέσα στην λυρική ποίηση και τα επιγράμματα. Αυτά τα μικρά και καταυγάζοντα ποιητικά διαμαντάκια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Τα επιγράμματα είναι ένα σχολείο της ελληνικής γλώσσας και ομιλίας. Πολλές φορές, στέκεται ο αναγνώστης διστακτικός αν θα πρέπει να θαυμάσει περισσότερο το πρωτότυπο από την μετάφραση. Πχ. σελίδα 95 του Στράτωνα.
Νυν έαρ εί, μετέπειτα θέρος ΄ κάπειτα τι μέλλεις
   Κύρις; βούλευσαι, και καλάμη γάρ έση.
Και η μετάφραση:
Άνοιξη είσαι τώρα κι ύστερα θέρος ΄ κι ύστερα
     Κύρι τι θάσαι;
Σκέψου το γιατί θα γίνεις καλάμι ξερό.
Στράτων, ΧΙΙ 215.
Άλλο παράδειγμα, σελίδα 117 του Θέων του Αλεξανδρινού
Αλκυόσιν, Ληναίε, μέλεις τάχα ΄ κωφά δε μήτηρ
   μύρεθ’ υπέρ κρυερού δυρομένη σε τάφον.
Και η μετάφραση:
Ίσως οι αλκυόνες να σε φροντίζουν, Ληναίε,
   Μα η μάνα σου
   βουβά μύρεται πάνω απ’ το κρύο σου μνήμα.
Θέων ο Αλεξανδρεύς VII 292.
Άλλο παράδειγμα, σελίδα 153 του Ερατοσθένη του Σχολαστικού
Οινοπότας Ξενοφών κενεόν πίθον άνθετο, Βάκχε ΄
  δέχνυσο δ’ ευμενέως ΄ άλλο γάρ ουδέν έχει.
Και η μετάφραση:
Ξενοφών ο μεθύστακας, άδειο τον πίθο
    σου αφιέρωσε Βάκχε.
Δέξου τον ευμενώς ‘ τίποτ’ άλλο δεν έχει.
ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Ο ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ VI 77.
Άλλο παράδειγμα, σελίδα 179 του Κράτη
Χοίριλος Αντιμάχου πολύ λείπεται ΄ αλλ’ επί πάσιν
    Χοίριλον Ευφορίων είχε δε στόματος,
και κατάγλωσσ’ επύει τα ποιήματα, και τα Φιλητά
   ατρεκέως ήδει ΄ και γάρ Ομηρικός ήν.
Και η μετάφραση:
Ο Χοιρίλος υπολείπεται του Αντιμάχου πολύ.
Αλλά πάντα ο Ευφορίων είχε στο στόμα το Χοίριλο
και κατάγλωσσα έκανε ποιήματα κι ήξερε
άριστα του Φιλητά. Γιατί ήταν οπαδός του Ομήρου.
ΚΡΑΤΗΣ ΧΙ 218
Άλλο παράδειγμα, σελίδα 59 του Λεωνίδα του Ταραντινού
Μεμνησθ’ Ευβούλοιο σαόφρονος, ώ παριόντες.
   πίνωμεν ΄ κοινός πάσι λιμήν Αϊδης.
Και η μετάφραση:
Να θυμάστε το συνετό Εύβουλο, παροδίτες.
Ας πιούμε. Ολονώνε ο Άδης λιμάνι κοινό.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ Ο ΤΑΡΑΝΤΙΝΟΣ VII 425.
     Πραγματικά δεν ξέρεις ποια γλώσσα να πρωτοθαυμάσεις, αυτή του αρχαίου ποιητή ή εκείνη του σύγχρονου μεταφραστή του. Ο Λεντάκης κρατά το ρυθμό του αρχαίου κειμένου και στην μετάφραση. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι καθημερινές σαν και αυτές που μιλούν οι διπλανοί του έλληνες. «Μεθύστακας», «συνετός», «κατάγλωσσα» κλπ. Λέξεις καθημερινής χρήσης που ακούγονται στην αγορά, στα καπηλειά, στους δρόμους από τους απλούς καθημερινούς μεροκαματιάρηδες ανθρώπους. Συνήθειες ανθρώπων που μεταφέρονται σχεδόν αυτούσιες από το τότε στο σήμερα. Διατηρώντας αυτό το άρωμα του ποιητικού λόγου που μοιραίνει ακόμα και σήμερα τις αισθήσεις μας. Κρατά ζωντανή μια ποιητική και γλωσσική παράδοση μέσα από τις στοές του χρόνου της ιστορίας. Γλώσσα στρωτή, αβίαστη που ακολουθεί το ρυθμό του βηματισμού του αρχαίου επιγραμματοποιού. Μιας τέχνης σύγχρονης όσο και τα Ιαπωνικά Χάϊ-Κου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 10 Μαρτίου 2019
Οδεύοντας προς Εμμαούς και τους πένθιμους λειμώνας της Ποίησης.
                    

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου