ΚΛΟΝΤ
ΦΟΡΙΕΛ
«Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,
ό,τι είστε, μην
ξεχνάτε,
δεν είστε από τα
χέρια σας
μονάχα, όχι.
Χρωστάτε
και σε όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα ρθούνε, θα
περάσουν.
Κριτές, θα μας
δικάσουν
οι αγέννητοι, οι
νεκροί»
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Σε λίγες
μέρες, (25 Μαρτίου), θα εορτάσουμε για άλλη μία φορά την επέτειο της εθνικής
μας ανεξαρτησίας. Την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Μια Επανάσταση, ένας
παλλαϊκός των Ρωμιών ραγιάδων ξεσηκωμός, που ίσως ακόμα και σήμερα οι ιστορικοί,
και εμείς οι απλοί έλληνες πολίτες, να μην έχουμε συμφωνήσει-μετά από διακόσια
χρόνια-αν η Επανάσταση του 1821 έγινε για την απελευθέρωσή μας από τον Οθωμανικό
ζυγό μόνο, ή ήταν Εθνική και Λαϊκή-ταξική, εναντίον των κοτζαμπάσηδων, των
προυχόντων, των προκρίτων, του ανώτατου κλήρου, των εχόντων οικονομική ισχύ την
εποχή που ξεκίνησε ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Των ανώτατων τάξεων
(τσιφλικάδες, μεγαλογαιοκτήμονες κλπ.) και των ατόμων, που κατά κάποιον τρόπο,
«συμμάχησαν» με τους Οθωμανούς στα μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453)
χρόνια. Οι εσωτερικοί δυνάστες και κυβερνήτες των Ελλήνων παράλληλα με τους
ξένους αλλόφυλους και αλλόθρησκους της Πύλης. «Κοτζαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες κυβερνούσανε την χώρα
καλή ώρα…», που έλεγε ένα παλαιό τραγούδι μιας θεατρικής παράστασης που
είχαμε παρακολουθήσει πριν χρόνια.
Από τα καφενεία και τις καφετέριες που συχνάζουν οι Έλληνες έως τις σύγχρονες των ημερών μας τηλεοπτικές εκπομπές και τα διάφορα των δημοσιογράφων πάνελ, από τις αίθουσες διδασκαλίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων έως τις σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών, από τους άμβωνες των εκκλησιών έως τις μεταξύ μας συζητήσεις, ειδικοί και μη, δημοσιογραφούντες ιστορικοί, ιστορίζοντες συγγραφείς, ιστορικοί της περιόδου εκείνης, λαογράφοι και ερευνητές της ιστορίας της γενέθλιας πόλης τους, διάφοροι πολιτικολογούντες των ημερών και βιογράφοι της ιστορίας των Ηρώων, θα τσακωθούμε για άλλη μία φορά δημοσίως και κατ’ ιδίαν, για το ποια είναι και σε ποια πλευρά βρίσκεται η ιστορική αλήθεια. Από ποια σύγχρονη ιστορική σκοπιά οφείλουμε να την ερμηνεύσουμε και να την ερευνήσουμε.
Από τα καφενεία και τις καφετέριες που συχνάζουν οι Έλληνες έως τις σύγχρονες των ημερών μας τηλεοπτικές εκπομπές και τα διάφορα των δημοσιογράφων πάνελ, από τις αίθουσες διδασκαλίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων έως τις σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών, από τους άμβωνες των εκκλησιών έως τις μεταξύ μας συζητήσεις, ειδικοί και μη, δημοσιογραφούντες ιστορικοί, ιστορίζοντες συγγραφείς, ιστορικοί της περιόδου εκείνης, λαογράφοι και ερευνητές της ιστορίας της γενέθλιας πόλης τους, διάφοροι πολιτικολογούντες των ημερών και βιογράφοι της ιστορίας των Ηρώων, θα τσακωθούμε για άλλη μία φορά δημοσίως και κατ’ ιδίαν, για το ποια είναι και σε ποια πλευρά βρίσκεται η ιστορική αλήθεια. Από ποια σύγχρονη ιστορική σκοπιά οφείλουμε να την ερμηνεύσουμε και να την ερευνήσουμε.
Ποιος και πότε σήκωσε το λάβαρο της εθνικής
ανεξαρτησίας, ποια τα επακόλουθα και ποιες οι μετέπειτα εξελίξεις. Πολλαπλά
ιστορικά ερωτήματα συχνά επαναπροσδιοριζόμενα-μετά την «ανακάλυψη» νέων
ιστορικών ντοκουμέντων και εγγράφων που ήρθαν στο φως, έκτοτε, και συμπληρώνουν,
διευρύνουν, τις ιστορικές γνώσεις μας για την περίοδο εκείνη της εθνικής
παλιγγενεσίας. Το αποτίναγμα του ξένου ή και του ντόπιου ζυγού. Προβλήματα που
ταλανίζουν εδώ και δύο αιώνες το εθνικό ημών φρόνημα. Ιστορικών συγγραφέων και
ημών των απλών Ελλήνων. Ιστορικά ντοκιμαντέρ θα προβληθούν στα ιδιωτικά και
δημόσια κανάλια θα ακούσουμε τις γνωστές μας αψιμαχίες και ενστάσεις για το
άλφα ή δείνα ιστορικό συμβάν, για τον τάδε ήρωα της επανάστασης και τα
εκπληκτικά του πολεμικά ανδραγαθήματα, την πολεμική του ανδρεία απέναντι στους
ισχυρούς στρατιωτικά και πολιτικά κατακτητές, θα τεθεί το ζήτημα αν οι
υπόδουλοι έλληνες απολάμβαναν ατομική, οικογενειακή ή κοινωνική ελευθερία την
περίοδο της Τουρκοκρατίας και σε ποιο βαθμό. Αν η Ελληνική Επανάσταση επέδρασε
θετικά και απελευθερωτικά στις συνειδήσεις των υπολοίπων βαλκανικών σκλαβωμένων
λαών και εθνοτήτων, δημιουργώντας μέσα σε συνθήκες δουλείας τις κοινωνικές και
άλλες προϋποθέσεις για ένα επαναστατικό και ελεύθερο πολιτικό Δίκαιο στις
σχέσεις μεταξύ των σκλαβωμένων αλλά και των ελεύθερων λαών του 19ου
αιώνα. Αν οι σκλαβωμένοι κάτοικοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας-και ιδιαίτερα
εμείς οι Έλληνες-ζούσαμε σε σχετικά υποφερτές κοινωνικές, οικονομικές και
θρησκευτικές συνθήκες, σύμφωνα με τις νέες ιστορικές σχολές έρευνας και ερμηνείας
της τότε περιόδου. Μπορούσαμε δηλαδή να θρησκεύουμε ελεύθερα, να οικοδομούμε
τους χριστιανικούς ναούς μας, να τηρούμε τα πανάρχαια χριστιανικά ορθόδοξα ήθη
και έθιμά μας. Για το πόσοι έλληνες εξισλαμίστηκαν βίαια και πόσοι οικειοθελώς
για να γλιτώσουν τον θάνατο. Για το φαινόμενο του γενιτσαρισμού, της
πειρατείας, της ανθελληνικής συμπεριφοράς των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της
εποχής. Της Ιεράς Συμμαχίας. Τον ρόλο που διαδραμάτισε η Εκκλησία και ο
ανώτατος κλήρος κατά την διάρκεια του Αγώνα. Θα επαναλάβουμε το γνωστό
ερωτηματικό δίλλημα για τον ρόλο του Πατριαρχείου και του Πατριάρχη κατά την
έναρξή του Αγώνα, αλλά και πριν και μετέπειτα. Θα αναρωτηθούμε αν είχε αρνητική
ή μη επίδραση ο αφορισμός της Επανάστασης στις συνειδήσεις των αγωνιζομένων
Ελλήνων και των αρχηγών της από τον Πατριάρχη. Θα τονίσουμε με Εθνική
υπερηφάνεια το επαναστατικό και πατριωτικό φρόνημα των αγωνιζομένων ελλήνων. Θα
στηλιτεύσουμε με πατριωτικό σθένος και ελληνικό στόμφο τις τηλεοπτικές
ιστορικές εκπομπές εκείνες, και τα βιβλία και τα λόγια των ιστορικών, που
ισχυρίζονται και αναφέρονται «επαινετικά» και θετικά έναντι της τουρκικής-οθωμανικής
εξουσία και τον ζυγό την περίοδο της πριν την επανάσταση χρόνια, στην
ανεκτικότητα των ξένων δυναστών, (της Πύλης) απέναντι των σκλαβωμένων Ελλήνων
και άλλων Βαλκάνιων υπόδουλων, θα αναφερθούμε
στις κοινωνικές διεργασίες που γεννήθηκαν κατά την διάρκεια της Σκλαβιάς
στο πως αντιμετωπίστηκε από τους Οθωμανούς η χριστιανική πίστη και η Εκκλησία.
Για το αν είχαν την δυνατότητα οι σκλαβωμένοι στα τετρακόσια αυτά χρόνια, να
δραστηριοποιούνται οικονομικά, εμπορικά, να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, να
σπουδάζουν, να ιδρύουν Σχολεία και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα για την μόρφωση
του γένους. Με δυό λόγια, αν οι σκλαβωμένοι Έλληνες απολάμβαναν έστω σχετικής
ελευθερίας, αρκεί να πλήρωναν τους φόρους τους, να μην ξεσηκώνονταν,
αμφισβητούσαν την εξουσία της Πύλης. Θα θέσουμε το ερώτημα αν ήσαν τέκτονες οι
αρχηγοί της Φιλικής Εταιρείας και αν αυτή τους η ιδιότητα βοήθησε στην
απελευθέρωση του γένους. Για το ποιος ήταν ο πραγματικά ο ρόλος των ευρωπαίων
φιλελλήνων που ήρθαν στην Ελλάδα να αγωνιστούν μαζί μας. Θα διχογνωμήσουμε
ερωτηματικά επίσης, για τον ρόλο που έπαιξαν οι τότε μεγάλες ευρωπαϊκές
δυνάμεις έναντι της Ελληνικής Επανάστασης, τον διπλωματικό και πολιτικό και
στρατιωτικό ρόλο της Ρωσίας, σαν ομόδοξης μεγάλης φίλης χώρας, τον ρόλο του
αυστριακού διπλωμάτη Μέτερνιχ, και άλλα «δυσεπίλυτα»
ίσως ακόμα ιστορικά ζητήματα, όπως το επιβάλει το πνεύμα των ημερών και της
εορταστικής επετείου. Μια και εορτάζουμε μαζί, και τον Ευαγγελισμό της
Θεοτόκου. Και φυσικά, κατόπιν, θα δυσανασχετήσουμε σαν γονείς για το τις πταίει
και τα ελληνόπουλα σήμερα δεν γνωρίζουν ιστορία και δεν αναγνωρίζουν στις
φωτογραφίες τους τιμημένους ήρωες της επανάστασης, ενώ αναγνωρίζουν αμέσως έναν
τηλεοπτικό σταρ, έναν τραγουδιστή ή έναν ποδοσφαιριστή. Θα κάνουμε κουνώντας
την κεφαλή μας τσ-τσ για το χάλι της παιδείας και το μπάχαλο που επικρατεί στα
εκπαιδευτικά μας ιδρύματα και την εθνική μας αγραμματοσύνη. Και πολλές άλλες
εθνικά ψυχωφελείς συμπεριφορές και λόγια, που τονώνουν-έστω και πρόσκαιρα-τον
πατριωτικό ενθουσιασμό μας που επαναλαμβάνονται-σχεδόν καρμπόν-κάθε χρόνο στις
δημόσιες συζητήσεις και επετειακές εκδηλώσεις μας. Θα διαφωνήσουμε-δεν μπορεί
να γίνει διαφορετικά-αν θα πρέπει να γίνονται δημόσιες στρατιωτικές και
μαθητικές παρελάσεις, να συμμετέχει η μαθητιώσα νεολαία σε αυτές. Θα τσακωθούμε
ποιός άξιος Έλλην ή Ελληνίς αξίζει και επιβάλλεται να σηκώσει την «της πατρίδος μου η Σημαία έχει χρώμα γαλανό
και στην μέση χαραγμένο ένα κάτασπρο σταυρό…», και ουχί αλλοδαπός ή
αλλόθρησκος, και κατόπιν, θα γλεντήσουμε την τριήμερον αργία μεταβαίνοντας στας
ταβέρνας και τα ζυθεστιατόρια να συμφάγωμεν κορδωμένοι εθνικής επάρσεως και
πατριωτικής αγαλλιάσεως. Το Χρέος. Και όταν έρθει η νύξ μετά των οικογενειών
μας θα παρακολουθήσουμε ομού την ιστορική ταινία «Παπαφλέσσας» από το ομώνυμο
μυθιστόρημα του Σπύρου Μελά με τον πειραιώτη ηθοποιό Δημήτρη Παπαμιχαήλ,-και θα
σταθούμε στον περίφημο λόγο του-ή την Μαντώ Μαυρογένους με την Αλίκη. Και ίσως,
στον απόηχο των γεγονότων θα κουβεντιάσουμε την επομένη στις εργασίες μας τα
διαδραματισθέντα. Με την γεύση νωπή του μπακαλιάρου και της σκορδαλιάς στα χείλη
μας. Η Επανάσταση τέλειωσε αρχίζει ο εργασιακός μόχθος. Μπορούμε να ξεκινήσουμε
να φωτογραφιζόμαστε με άνεση από τα κινητά μας τηλέφωνα και να
αυτοθαυμαζόμαστε.
Και
αναρωτιέμαι, ο πένης και τάλας εγώ, ο κατ΄ υποψίαν απόγονος των εκείνων Ηρώων
και Θυσιασθέντων Αγωνιζομένων Πατριωτών Ελλήνων, αν αποφάσιζαν οι σύγχρονοι
Έλληνες-όλοι Εμείς-να διαβάζαμε με το πάσο μας, με την ησυχία μας τις υπόλοιπες
364 ημέρες του χρόνου, τα Απομνημονεύματα των Αγωνιστών του 1821 που
κυκλοφορούν εδώ και χρόνια στο εμπόριο σε δεκάδες εκδόσεις και επανεκδόσεις.
Φωτάκος, Κασομούλης κλπ. Αν ξεφυλλίζαμε ιστορικές μελέτες και βιβλία που έχουν
γραφεί για τον σημαντικό ρόλο του πρώτου εθνικού κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη
Καποδίστρια,-την Αυτοβιογραφία του-και το τι έχασε μετέπειτα η πατρίδα μας και
πόσο οπισθοδρόμησε με την άνανδρη δολοφονία του. Για το ποιοι και γιατί
φυλάκισαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και κυνήγησαν τον Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη,
για τις αιτίες και αφορμές της μετά την Απελευθέρωση εμφύλιας διαμάχης και
σπαραγμού, αυτού του εσωτερικού εμφύλιου αγώνα που κόστισε σε ελληνικό αίμα και
αγωνιστικές ελλήνων δυνάμεις. Αν διαβάζαμε τις ιστορικές και άλλες διηγήσεις
που μας εξιστορούν πώς πέθαναν πάμφτωχοι και εξαθλιωμένοι στα κατοπινά της
Επανάστασης χρόνια πολλοί αγωνιστές ήρωες του 1821, τι τύχη είχε ο Οδυσσέας
Ανδρούτσος, ο Νικηταράς, και άλλοι Ήρωες. Αν διαβάζαμε το δίτομο έργο του
Αραβαντινού για τον ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισε το κράτους του Αλή Πασά στην
Ήπειρο, και την θετική όπως φαίνεται επίδραση και βοήθεια στην εξέλιξη της
Ελληνικής Επανάστασης, (πέρα από τα αρνητικά), για την στρατιωτική σύμπλευση
στον απελευθερωτικό αγώνα των τότε Αλβανών που βρίσκονταν διάσπαρτοι στο
ελληνικό έδαφος, εναντίον του Οθωμανικού ζυγού. Αν μελετούσαμε ορισμένα έστω,
από τα Αγιολόγια της Εκκλησίας, από τους Συναξαριστικούς βίους των Νεομαρτύρων,
σίγουρα, θα διαπιστώναμε τον διαρκή αγώνα, τις θυσίες, τα βασανιστήρια και την
προσφορά της ζωής των, των απλών ελλήνων-νεομαρτύρων, που θυσίασαν τον βιό τους,
την ζωή τους, υπερασπιζόμενοι την ορθόδοξη πίστη των προγόνων τους, αγωνιζόμενοι για την ανεξαρτησία και
ελευθερία της σκλαβωμένης πατρίδας τους, της Ελλάδος,-και ας μην είχαν διαβάσει
ούτε την Πολιτεία του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Πλάτωνα, ούτε τα Πολιτικά του
αρχαίου Σταγειρίτη Μακεδόνα Έλληνα Αριστοτέλη. Πρέσβευαν όμως και ακολουθούσαν μια
λαϊκή πολιτική παράδοση ελευθερίας και
κοινωνικών αγώνων, μιας εθνικής συνείδησης του σκλαβωμένου γένους.
Ονειρευόντουσαν μια ελεύθερη πατρίδα, ένα ανεξάρτητο κράτος, μια Ελλάδα χωρίς σουλτανικές
και βασιλικές δυναστείες. Ένα ελεύθερο Έθνος-Κράτος που θα βάδιζε πάνω στα
πανάρχαια ιστορικά χνάρια των προγόνων τους. Αρχαίων και Βυζαντινών, και ας μην
γνώριζαν παρά λίγα κολλυβογράμματα, ένιωθαν όμως πώς να θρησκεύονται, να τηρούν
τα έθιμά τους, τις παραδόσεις τους, την γλώσσα των οικογενειών τους που
μιλούσαν, τα τραγούδια που τραγουδούσαν στις βουνοκορφές όταν κατέφευγαν να
πολεμήσουν τους τυράννους, στους κάμπους που έβοσκαν τα πρόβατα και τα γίδια
τους, στους αμπελώνες που κλάδευαν, στα πεζούλια που έσπερναν το στάρι τους που
έκαναν κατόπιν ψωμί, στους μύλους που άλεθαν, στις στέρνες και τα πηγάδια που
σύχναζαν για να γεμίσουν τις στάμνες τους, στους κυκλωτικούς χορούς που χόρευαν
στο προαύλιο της εκκλησίας που έστηναν τα πανηγύρια τους για να τιμήσουν τους
αγίους τους. Στον τρόπο και στο ήθος που τιμούσαν τους νεκρούς τους. Με τα
ανώνυμα μοιρολόγια που συνέθεταν και στα κόλλυβα που έφτιαχναν και πρόσφεραν
στην ενορία τους. Σε αυτήν την από την αρχαία των Εθνικών Ελλήνων Ελλάδα,
προερχόμενη ιερή παράδοση και ιερή κοινωνική και ατομική εκδήλωση, της
συνομιλίας ημών των ζωντανών με τους κεκοιμημένους, τους προαπελθόντας. Την
κοινή πατρίδα της Μνήμης και της κοινής Εστίας. Στα Άσματα της ξενιτειάς που
συνέθεταν και τραγουδούσαν οι συγγενείς και οι οικογένειες των ξενιτεμένων, που
περίμεναν καρτερικά την επιστροφή των ξενιτεμένων ναυτικών δικών τους. Στα
Άσματα που τραγουδούσαν στους γάμους και τα γλέντια τους, στα νανουρίσματα που
έφτιαχναν οι μανάδες καθώς κουνούσαν την κούνια των μωρών τους. Στα τραγούδια
των τρύγων και του θερισμού. Στις πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις αντρειοσύνης
που αντλούσαν από τον απόηχο των παλαιών κλεών και κατορθωμάτων των Ελλήνων
Ηρώων, Ημιθέων, Στρατηλατών και άλλων απελευθερωτών της φυλής και του γένους
των Ελλήνων. Που θεωρούσαν καθήκον τους να τους δοξάσουν μέσα στην Δημώδη
Ποίησή τους, να τους στήσουν Ηρώα, να τους κάνουν μνημόσυνα αλησμοσύνης.
Εκατοντάδες ιστορικά μελετήματα και βιβλία κυκλοφορούν στο εμπόριο ή
στοιβάζονται στις δημόσιες ή δημοτικές βιβλιοθήκες της χώρας μας, περιμένοντας
μήπως κάποιοι σύγχρονοι Έλληνες επιθυμήσουν να γνωρίσουν την Ιστορία τους. Και
αναλογίζομαι, ίσως αν διαβάζαμε κατ’ ελάχιστον την Ιστορία μας, να είμασταν
περισσότερο φειδωλοί στο τι λέμε και τι θα ακούσουμε αυτές τις μέρες. Ξανά και
ξανά. Ίσως, δεν θα στεκόμασταν στις παρωπίδες της όποιας κομματικής μας
ιδεολογίας και σκοπιμότητας, της εθνικιστικής μας ανέξοδης έπαρσης, δεν θα
μέναμε στα σχόλια των διαφόρων γραφομένων στο ιντερνέτ. Θα αναζητούσαμε πιο
ουσιαστικούς και καίριους τρόπους να τιμήσουμε τους Έλληνες και τις Ελληνίδες
τους Αγωνιστές και τις Αγωνίστριες του 1821 που θυσίασαν οικειοθελώς και χωρίς
φόβο, δίχως να λιγοψυχήσουν την ζωή τους, πρόσφεραν σωστότερα την ζωή τους για
να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι, να τους αγνοούμε ή και ορισμένες φορές να
τους λοιδορούμε ανάλογα με την κομματική μας πολιτική θέση ή αγραμματοσύνη μας.
Λησμονώντας το καίριο που είναι η Θυσία τους, για την πίστη και την πατρίδα.
Για την Ελευθερία των Μελλοντικών Ελλήνων. Των δικών μας γενεών.
Και πάλι ο λόγος του Κωστή Παλαμά προβάλει υπερήφανα μπροστά μας:
«Δε
ζη χωρίς πατρίδες
η
ανθρώπινη ψυχή».
Σκέφτηκα στην ιστοσελίδα μου να τιμήσω με
τις μικρές και ισχνές ιστορικές αναγνωστικές δυνάμεις που ενδεχομένως να
διαθέτω, την Επέτειο. Να μεταφέρω το κείμενο-κριτική του κυρού γάλλου φιλέλληνα
Ροζέ Μιλλιέξ για έναν άλλον παλαιότερο φιλέλληνα γάλλο, τον καθηγητή
συγκριτικής φιλολογίας τον Κλοντ Φοριέλ (Γαλλία 21/10/1772-Γαλλία 15/7/1844)
και το δίτομο έργο του: “CHANTS POPULAIRES DE LA CRECE MODERNE, Par C. Fauriel, recueillis et publies avec une traduction Francaise, des Eclaircissements
et
des
notes
P.
FAURIER.
A PARIS Chez firmin didot, pere
et fils 1824”. Tome I 1824, Tome II 1825. Όταν εκδόθηκε για
δεύτερη φορά από τις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ σε δύο τόμους, Ηράκλειο
1999, χάρης στην πολύμοχθη επιστημονική και ερευνητική εργασία και επιμέλεια
του καθηγητή Αλέξη Πολίτη.
Τα «ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ»
του Κλοντ Φοριέλ σε εισαγωγή του καθηγητή ακαδημαϊκού Νίκου Α. Βέη (BEES) και μετάφραση του φιλόλογου Απ.
Δ. Χατζηεμμανουήλ τα πρωτογνώρισε η δική μου γενιά, όταν για πρώτη φορά (1956)
κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Χ. Τεγόπουλος-Ν. Δ. Νίκας, Αθήνα χ.χ. σελίδες 362,
και σε αρκετές επανεκδόσεις. Σε μια μάλλον «λαϊκή» έκδοση από αυτές που
συνήθιζαν οι διανοούμενοι και κουλτουριάρηδες της εποχής μου και όχι μόνο, να
καταδικάζουν ως κακές εκδόσεις. Ανατυπώσεις με πολλά τυπογραφικά και
ορθογραφικά λάθη, κακές αισθητικά, χωρίς επιστημονική επιμέλεια, και ορισμένες
φορές, με το μελάνι του τυπογραφείου να απλώνεται στις σελίδες και να σημαδεύει
τα δάχτυλα που τις ξεφύλλιζαν. Και τα αρνητικά αυτά λεχθέντα τότε, ήταν
εκδοτικά ορθά, όμως δεν υποψιαζόμασταν και εμείς οι νέοι σε ηλικία και εμπειρία
αναγνώστες, στο πόσο ωφέλιμες ήσαν αυτές οι πρόχειρες ανατυπώσεις και εκδόσεις,
τι χρησιμότητα πρόσφεραν σε εμάς, καθώς μας έφερναν για πρώτη φορά σε επαφή με
κείμενα που αφορούσαν την παράδοση και την ιστορία του τόπου μας. Τον Λαϊκό μας
Πολιτισμό. Μας γνώριζαν την Μεσαιωνική μας γραμματεία και τον πλούτο της.
Φτωχές κυκλοφοριακά εκδόσεις, μα με πλούσιο περιεχόμενο. (Η έκδοση του Χ.
Τεγόπουλου- Ν. Δ. Νίκα κόστιζε 300 παλαιές δραχμές και ήταν δεμένη με βυσσινή
εξώφυλλα. Όταν την αγόρασα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αρχές του 1980).
Πως «μυηθήκαμε», αναρωτηθήκαμε άραγε ποτέ; Μάλλον
όχι. Στην Δημοτική Ποίηση, τα Δημοτικά Τραγούδια, τα Λαϊκά Άσματα, τα Ήθη και
τα Έθιμα του τόπου μας. Τα παραδοσιακά μουσικά όργανα, στους ήχους και τους
κελαϊδισμούς της ελληνικής υπαίθρου και των ανθρώπων της. Που οι περισσότεροι
κάτοικοι των μεγαλουπόλεων και της πρωτεύουσας προέρχονταν. Είχαν τις ρίζες
καταγωγής τους. Πως διευρύναμε την αίσθηση της δημοτικής μας γλώσσας μέσα μας.
Ακούγοντας Δημοτικά Τραγούδια. Ανακαλύψαμε την συνέχεια της ομιλούσας καθημερινής γλώσσας μας, αυτής που
χρησιμοποιούσαμε στα σπίτια μας, στις γειτονιές, στις παρέες μας, που
αλληλογραφούσαμε με τους συγγενείς και τους φίλους μας. Διαβάζοντας Δημοτική
Ποίηση και τα κάθε είδους Άσματα. Μια δημοτική γλώσσα που αλήθευε της ζωής και
της πίστης μας, των ονείρων και των κοινωνικών φιλοδοξιών μας, που οικοδομήθηκε
με λέξεις απλές, όμορφες, λυπητερές ή τσαχπίνες, σοβαρές ή δοξολογικές,
υμνητικές με ξεκάθαρο νόημα, αθώες αλλά και παμπόνηρες, συνδυαστικές και
διαυγείς, με αποχρώσεις και νοηματικούς ελιγμούς που χάνονταν στα βάθη του
χρόνου της ελληνικής ιστορίας, πριν ακόμα και από τον παππού μας τον Όμηρο και
τα Έπη του, αλλά παρόλα αυτά, πασίγνωστες σε εμάς τους Έλληνες. Που προέρχονταν
από την μετεξέλιξη της αρχαίας γλώσσας και των μηνυμάτων της που κόμιζαν μέσα
στους ελληνικούς αιώνες συνήθειες ζωής και στάσεις βίου ελλήνων ανώνυμων
ανθρώπων. Γλωσσική μαγιά, ζυμωμένες μέσα στα μυριάδες γεγονότα της ελληνικής
ιστορίας, που κράτησαν ζωντανά ο προφορικός λόγος, το Τραγούδι και η γραφή
φωτισμένων ατόμων-δημιουργών. Ανακαλύψαμε ακούσματα του προφορικού λόγου που
μας πήγαιναν κατευθείαν στους μεγάλους μας δασκάλους Δημοτικιστές, στον αγώνα
τους για την επικράτηση της Δημοτικής. Ανιχνεύσαμε συγγραφικά ύφη των ανώνυμων
δημιουργών των λαϊκών αυτών ασμάτων, των ανώνυμων λαϊκών μαστόρων της ζωής και
του προφορικού λόγου, που τραγουδούσαν στις ραχούλες και τα βουνά, τους κάμπους
και τις πεδιάδες, τραγουδούσαν τους καημούς και τα βάσανα της ζωής τους, τις
χαρές και τους έρωτές τους, τις αγάπες και, μοιρολογούσαν για τα πένθη τους. Λέξεις
των δημοτικών τραγουδιών, σύγχρονης λαλιάς και ντοπιολαλιάς.
Αυτές οι
φτωχές καλλιτεχνικά και εκδοτικά εκδόσεις είναι που μας δίδαξαν την παράδοση
των προγόνων μας, τον βίο τους, τον κόσμο και τις κοινωνικές τους συνήθειες, τις
λατρευτικές τους εκδηλώσεις και συμπεριφορές. Τραγούδια κλέφτικα και της
τάβλας, του χορού και του γάμου, νανουρίσματα και μοιρολόγια, της ξενιτειάς και
λαϊκά δύστυχα, για κλέη ηρώων κλεφτών και αρματολών, για τον φρικτό θάνατό τους
την αιματοβαμμένη θυσία τους. Ερωτικές μπαλάντες και ξυπνήματα νεανικών πόθων,
εξομολογήσεις αιώνιας πίστης ή απιστίας, σε εποχές ηρωικές που η καλαμένια
φλογέρα συνόδευε το Τραγούδι που υμνούσε την Φύση, τα Βουνά, την Πατρίδα, την
Ελευθερία και την Πίστη. Και η ανθρώπινη φωνή συνόδευε τον ήχο της φόρμιγγας.
Αυτά τα Δημοτικά Τραγούδια των ανωνύμων Ελλήνων μας
διέσωσαν ευρωπαίοι φιλέλληνες-όπως ο Κλοντ Φοριέλ, «που αναμφισβήτητα κατέχει μία ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους γάλλους
περιηγητές που επισκέφτηκαν την Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα.
Δεν είναι μόνον εκείνος που δίνει στην Ευρώπη την πρώτη συλλογή ελληνικών
τραγουδιών το 1824 και 1825. Αλλά ο Fauriel είναι εκείνος που κρατάει το νήμα
που μας οδηγεί ως τον Ψυχάρη». Όπως διαβάζαμε στην
ανακοίνωση της Ιωάννας Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, «ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η
ΓΑΛΛΙΑ», (βλέπε «ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΠΟΙΗΣΗΣ» Αφιέρωμα στο Δημοτικό
Τραγούδι. Πανεπιστήμιο Πατρών 6-8/7,1984, εκδόσεις Γνώση 1985, σ.481. Ελληνικά
Δημοτικά Τραγούδια που τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα, και μια δημοτική γλώσσα
που μιλιόνταν την περίοδο της πριν και μετά την επανάσταση του 1821 και που
μιλιέται ακόμα.
Η προσφορά του Κλοντ Φοριέλ στην διάσωση των εθνικών
ποιητικών αυτών κειμηλίων είναι τεράστια, ουσιώδους σημασίας, και αυξάνει, αν αναλογιστούμε,
ότι η διάσωσή και ο σχολιασμός τους έγινε από υπερβολικό αγάπης ζήλο ευρωπαίων
διανοουμένων και συγγραφέων της εποχής της, επιστημονικής και επαγγελματικής
τους δράσης. Από το αμέριστο ενδιαφέρον τους για τους Έλληνες και την
σκλαβωμένη Ελλάδα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, τον Γάλλο Κλοντ Φοριέλ, που
δυστυχώς εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες, όπως σημειώνει ο λαογράφος Δημήτρης Σ.
Λουκάτος: «Δεν έχουμε τιμήσει αρκετά τον Claude Fauriel, δεν ξέρω αν υπάρχη κάπου ο
ανδριάντας του ή η προτομή του, κι’ από όσο ερεύνησα, μόνο δύο μακρινές
συνοικίες των Αθηνών έχουμε δρόμο με τ’ όνομά του. Είναι ο μεγάλος πνευματικός
φιλέλληνας από το Saint-Etienne της Γαλλίας (1772-1844),που με την
έκδοση των «Νεοελληνικών Τραγουδιών» του (“Chants populaires de la Grece moderne” I-II a Paris 1824-1825) και με τον εξαίρετο σ’
αυτήν Εισαγωγικό Λόγο του (“Discours
Preliminaire”)
έδειξε στο ευρύτερο κοινό της Ευρώπης τα αναμφισβήτητα πνευματικά δικαιώματα
των Νεοελλήνων για ελευθερία, κι’ εβοήθησε ηθικά τον αγώνα μας, ίσως πολύ
περισσότερο από την οποιαδήποτε υλική εξωτερική βοήθεια».
Βλέπε Δημήτρης Σ. Λουκάτος, «ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ (ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΌ
ΤΟΝ ΦΩΡΙΕΛ), περιοδικό «Νέα Εστία» τεύχος 1043/Χριστούγεννα 1970, Αφιέρωμα στο
ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ, σελίδα 246.
Η
προσφορά ας επαναλάβουμε του Claude
Fauriel
στην
εθνική μας αυτοσυνειδησία με το έργο της διάσωσης και καταγραφής, συγκέντρωσης και
σχολιασμού των ελληνικών δημοτικών μας τραγουδιών-των ελληνικών μπαλάντων
όπως ο ίδιος τα αποκαλεί-είναι υψίστης
σημασίας θα τολμούσαμε να σημειώσουμε, και ας μην μας ενοχλεί η λέξη. Δεν είναι
βαρύγδουπη του αξίζει. Γράφει στην εισαγωγή του ο καθηγητής Νίκος Α. Βέης:
«Δια
τους Έλληνας είναι ο διαλαλητής του ηρωϊσμού των και της λεβέντικης ζωής των
εις στιγμάς κρισίμους δια την Ελλάδα. Επέσυρε την ευμενή προσοχήν των άλλων
Ευρωπαϊκών λαών, καθ’ ους χρόνους οι Έλληνες ετίνασσον τον ζυγόν της σκληρής
δουλείας, δια του έργου του «Δημοτικά τραγούδια της Νέας Ελλάδος». Δι’ αυτού ο
Φωριέλ ανυψώθη εις υποστηρικτήν του αγώνος δια την Ελευθερίαν».
Σελίδα β΄.
και παρακάτω
σελίδα θ΄, συνεχίζει υμνητικά για το έργο:
«Το
έργον του Φωριέλ «Τα Δημοτικά τραγούδια της Νέας Ελλάδος» είναι πρωτίστως
εργασία, η οποία συγκέντρωσε νέας ελληνικάς ραψωδίας, τραγούδια δηλαδή του
ακριτικού κύκλου, τραγούδια της κλεφτουριάς και άλλα, δια των οποίων ο
ελληνικός λαός εξωτερίκευσε το αίσθημα, διά του οποίου πάντοτε πλαισιώνει,
επιδίδεται και αντικρύζει τας εκδηλώσεις της ανθρωπίνης υποστάσεώς του, Τα
αφηγηματικά ελληνικά δημοτικά τραγούδια ο Φωριέλ τα παραλληλίζει προς τας
ωραιοτέρας «μπαλλάντας» της Σκωτίας και Ισπανίας.
Ο καθηγητής της γαλλικής λογοτεχνίας
Λανσόν έχει την γνώμην ότι η μετάφρασις αύτη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών
υπό του Φωριέλ, δια της εισαγωγής εις την γαλλικήν λογοτεχνίαν του εξωτικού
στοιχείου και του ελληνικού ποιητικού χρώματος, ετόνωσεν έτι πλέον το
χιμαιρικόν στοιχείον του γαλλικού ρωμαντισμού, όστις κυρίως την τελευταίαν
δεκαετίαν του ΙΗ΄ αιώνος ενεφανίσθη εν Γαλλία.
Δια δε την ελληνικήν γλώσσαν, ο ίδιος ο
Φωριέλ γράφει, ότι είναι ομοιογενής ως η γερμανική, πλουσιωτέρα όμως ταύτης,
έχει την σαφήνεια της γαλλικής, έχει μεγαλυτέραν ευστροφίαν της ιταλικής και
είναι αρμονικωτέρα της ισπανικής. Έχει δηλαδή, κατά τον Φωριέλ, ό,τι απαιτείται
δια να θεωρηθή «η ωραιοτέρα γλώσσα της Ευρώπης».».
Αυτά τα διάσπαρτα, σκόρπια και «ασύρραφτα κομμάτια»
πολύτιμου προφορικού και γραπτού υλικό που διέσωσε από την λήθη ο Γάλλος
φιλέλληνας φιλόλογος-με την συμπαράσταση και την βοήθεια ελλήνων της εποχής
του, όπως ο σοφός Αδαμάντιος Κοραής, («όστις πάντοτε συνέλεγε μετά στοργής τα
ελληνικά δημοτικά τραγούδια»), ο Ζαγορείτης δάσκαλος Χριστόδουλος Κλωνάρης, ο
Ανδρέας Μουστοξύδης, κ. ά., είναι που πρωτεύει και έχει σημασία στην εποχή του.
Οργάνωσε και έδωσε νέα πνοή ζωής σε μια ελληνική λαϊκή πολιτιστική παράδοση που
διασώζονταν από στόμα σε στόμα, τραγουδιόνταν από χείλη σε χείλη, και που
μπορεί να είχε λησμονηθεί αν ο λάτρης και ερευνητής φιλέλληνας,
Κλαύδιος-Κάρολος Φωριέλ δεν τα είχε διασώσει, τα μαζέψει, τα συντάξει, τα
σχολιάσει, τα υπομνηματίσει και τα εκδόσει σε δύο τόμους.
Ο φιλόλογος γάλλος που υπήρξε για ένα μικρό διάστημα γραμματέας του περιβόητου αρχηγού της μυστικής αστυνομίας Ιωσήφ Φουσέ, (βλέπε την εξαιρετική του βιογραφία από τον αυστριακό συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ), σταμάτησε να συνεργάζεται μαζί του, και αποφάσισε να γνωρίσει όλον αυτόν τον λαϊκό ελληνικό πλούτο στο ευρωπαϊκό κοινό της εποχής του και της πατρίδας του. Να γίνουν κτήμα και ημών των Ελλήνων. Δεν συνέλεξε τα Δημοτικά τραγούδια για δική του ευχαρίστηση, δεν τα κράτησε στα συρτάρια του γραφείου του για ατομική του τέρψη, δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί επιστημονικά για πρώτη φορά με την έκδοση αυτή με άλλους ευρωπαίους που προετοίμαζαν παρόμοια έκδοση, αλλά με την εργασία του κληροδότησε στις επόμενες γενιές την πολιτιστική δημιουργία ενός σκλαβωμένου ακόμα γένους. Αναμετρήθηκε με τον χρόνο μέσω μιας ξένης παράδοσης, από ενδιαφέρον και εκτίμηση προς την Ελλάδα και τους Έλληνες, την λαϊκή τους παράδοσή, τα ήθη και τα έθιμά τους, τα τραγούδια τους, την λαϊκή τους πίστη και θυμοσοφία, τον τρόπο ζωής τους. Την κλεφτουριά και το αρματολίκι. Μια και τα περισσότερα τραγούδια είναι Κλέφτικα. Αναφέρονται στην ζωή και τον θάνατο αγωνιστών Κλεφτών. Συντάχθηκε με τους Έλληνες στον αγώνα τους για εθνική ανεξαρτησία, στην επιθυμία τους να αποκτήσουν και αυτοί μετά από τόσους αιώνες σκλαβιάς ένα ελεύθερο κράτος, μια ελεύθερη πατρίδα. Να ενώσουν τις πνευματικές και πολιτιστικές τους δυνάμεις με αυτές των αρχαίων ελλήνων προγόνων τους, να συνεχίσουν την παράδοση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και πολιτισμού που ήσαν απόγονοι. Να αποκτήσουν την δική τους ελεύθερη φωνή δίπλα στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Ερευνητικές εργασίες διάσωσης σαν και αυτές που μας έδωσε ο γάλλος φιλέλληνας Κλοντ Φοριέλ χρειάζονται πνευματικά «κότσια», μεγάλες ψυχικές αντοχές, συγγραφικό μεράκι και πείσμα για να πραγματοποιηθούν. Και μάλιστα, όταν γνωρίζουμε ιστορικά από την βιογραφία του, ότι ο φιλέλληνας γάλλος καθηγητής αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, (πολύποδας).
Ο φιλόλογος γάλλος που υπήρξε για ένα μικρό διάστημα γραμματέας του περιβόητου αρχηγού της μυστικής αστυνομίας Ιωσήφ Φουσέ, (βλέπε την εξαιρετική του βιογραφία από τον αυστριακό συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ), σταμάτησε να συνεργάζεται μαζί του, και αποφάσισε να γνωρίσει όλον αυτόν τον λαϊκό ελληνικό πλούτο στο ευρωπαϊκό κοινό της εποχής του και της πατρίδας του. Να γίνουν κτήμα και ημών των Ελλήνων. Δεν συνέλεξε τα Δημοτικά τραγούδια για δική του ευχαρίστηση, δεν τα κράτησε στα συρτάρια του γραφείου του για ατομική του τέρψη, δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί επιστημονικά για πρώτη φορά με την έκδοση αυτή με άλλους ευρωπαίους που προετοίμαζαν παρόμοια έκδοση, αλλά με την εργασία του κληροδότησε στις επόμενες γενιές την πολιτιστική δημιουργία ενός σκλαβωμένου ακόμα γένους. Αναμετρήθηκε με τον χρόνο μέσω μιας ξένης παράδοσης, από ενδιαφέρον και εκτίμηση προς την Ελλάδα και τους Έλληνες, την λαϊκή τους παράδοσή, τα ήθη και τα έθιμά τους, τα τραγούδια τους, την λαϊκή τους πίστη και θυμοσοφία, τον τρόπο ζωής τους. Την κλεφτουριά και το αρματολίκι. Μια και τα περισσότερα τραγούδια είναι Κλέφτικα. Αναφέρονται στην ζωή και τον θάνατο αγωνιστών Κλεφτών. Συντάχθηκε με τους Έλληνες στον αγώνα τους για εθνική ανεξαρτησία, στην επιθυμία τους να αποκτήσουν και αυτοί μετά από τόσους αιώνες σκλαβιάς ένα ελεύθερο κράτος, μια ελεύθερη πατρίδα. Να ενώσουν τις πνευματικές και πολιτιστικές τους δυνάμεις με αυτές των αρχαίων ελλήνων προγόνων τους, να συνεχίσουν την παράδοση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και πολιτισμού που ήσαν απόγονοι. Να αποκτήσουν την δική τους ελεύθερη φωνή δίπλα στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Ερευνητικές εργασίες διάσωσης σαν και αυτές που μας έδωσε ο γάλλος φιλέλληνας Κλοντ Φοριέλ χρειάζονται πνευματικά «κότσια», μεγάλες ψυχικές αντοχές, συγγραφικό μεράκι και πείσμα για να πραγματοποιηθούν. Και μάλιστα, όταν γνωρίζουμε ιστορικά από την βιογραφία του, ότι ο φιλέλληνας γάλλος καθηγητής αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, (πολύποδας).
Στον
Εισαγωγικό του λόγο, αναφέρει εύστοχα ο Φωριέλ για την αφορμή της συγκέντρωσης
και της έκδοσης των Δημοτικών αυτών τραγουδιών:
«….Τετρακόσια
και πλέον χρόνια οι λόγιοι της Ευρώπης δεν ομιλούν περί Ελλάδος παρά δια να
επισκεφτούν τα ερείπιά της, θα έλεγον σχεδόν την σκόνην των πόλεών της και των
ναών της, εκ των προτέρων αποφασισμένοι να αφεθούν εις έκτασιν πάνω εις τα
ερείπια, τα οποία είναι τόσον βέβαια όσον εκείνο, το οποίον πράγματι υπήρξε προ
δύο ή τριών χιλιάδων ετών. Ως προς τα επτά ή οκτώ εκατομμύρια ανθρώπων, βέβαια
και ζωντανά υπολείμματα του αρχαίου λαού αυτής της γης, η οποία υπερβολικά
ηγαπήθη, συμβαίνει κάτι το τελείως αντίθετον. Οι λόγιοι δεν τους υπελόγιζαν ή
εάν ωμιλούσαν περί αυτών, το έπραξαν παρέργως και δια να τους χαρακτηρίσουν ως
μίαν φυλήν αξιοκαταφρόνητον, παρηκμασμένην εις σημείον, ώστε να μη αξίζη παρά
την περιφρόνησιν ή τον οίκτον των πολιτισμένων ανθρώπων. Θα παρεσύρετο κανείς,
εάν ελάμβανε σοβαρώς υπ’ όψιν της μαρτυρίας των περισσότερων εξ αυτών των
λογίων, να θεωρήση τους σύγχρονους Έλληνας ως κάτι το ανάρμοστον και βέβηλον,
το οποίον κακώς ευρίσκεται εις το μέσον των ιερών ερειπίων της αρχαίας Ελλάδος,
διά να καταστρέψη το θέαμα και την εντύπωσιν των πολυμαθών θαυμαστών της χώρας,
οι οποίοι την επισκέπτονται από καιρού εις καιρόν».
Σελίδα 5.
Την
επιφανειακή και «επιπόλαια» γνώμη των Ευρωπαίων για την σύγχρονή τους Ελλάδα
και τους Έλληνες, δεν την επικρίνει ένας Έλληνας στοχαστής ή φιλόσοφος,
ιστορικός, αλλά ένας γάλλος φιλέλληνας, ένας λάτρης της αληθινής ελλάδος και
όχι μιας ονειροφαντασίας όπως την είχαν φαντασθεί οι ευρωπαίοι ρομαντικοί και
κλασικιστές. Ο Claude
Fauriel
αγαπά
και υποστηρίζει τους σύγχρονους έλληνες που συναναστρέφεται, αυτούς που ακούει
να τραγουδάν τα δημοτικά τραγούδια του τόπου τους. Να του μιλούν για τα λαϊκά
πανηγύρια που οι έλληνες συνηθίζουν να χορεύουν, να γλεντούν και να τραγουδούν.
Σε αυτά τα ελληνικά γλέντια, τα πανηγύρια του κεφιού και της χαράς είναι που
ακούει ο γάλλος φιλέλληνας να τραγουδιούνται τα εξαίσια δημοτικά μας τραγούδια.
Μια λαϊκή ανώνυμη ποίηση που γεννάται και αυγαταίνει σε αυτές τις φιλικές
συγκεντρώσεις χαράς, σε αυτές τις ζωηρές εκδηλώσεις των ανθρώπων όπου επί τω
αυτώ μαζεμένοι φανερώνουν τις συνήθειες του χαρακτήρα τους, το ήθος της φυλής
τους, την λεβεντιά και παλικαροσύνη του χωριού τους. Ο άνθρωπος, είτε κατά
μόνας είτε σε ομάδες τραγουδά, υμνεί, ψέλνει, μοιρολογεί, νανουρίζει,
δοξολογεί, αφηγείται τα ανδραγαθήματά του, τις ηρωικές του πράξεις.
Εξομολογείται μέσα από το τραγούδι τους έρωτές του, τα πάθη του, τους καημούς
του, την τρυφερότητά του, τα όνειρά του, τις μεγάλες ή μικρές επιθυμίες του. Η
ανθρώπινη φωνή είτε συνοδεύεται από μουσικό όργανο είτε η ίδια ξυπνά το γλέντι
και τον χορό, τραγουδά. Κελαηδεί με τον τρόπο και το ύφος της. Μιμείται,
φανερώνει το στίγμα της αθανασίας της μέσα στην σιωπή του σύμπαντος. Αυτό είναι
το Δημοτικό Τραγούδι. Ένα στίγμα αθανασίας ενός έθνους, μιας φυλής, ενός
ανθρώπου μέσα στον χρόνο. Μέσα στην γοητεία της αινιγματικής σιωπής της Μοίρας
της φθοράς και του θανάτου.
Μνήμη
Δημήτρη Ζάχου
Αντιγράφω το κείμενο του Ροζέ Μιλλιέξ.
ΚΛΟΝΤ ΦΟΡΙΕΛ
Ένας «παραμελημένος» φιλέλληνας
Του Roger
Milliex,
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ. Κυριακή 20 Ιουνίου 1999. ΝΕΕΣ
ΕΠΟΧΕΣ σελίδα β12/20
Πέρασαν
175 χρόνια από τη δημοσίευση των Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών στα γαλλικά. Ο Roger Milliex γράφει για τον γάλλο
φιλόσοφο, που επιμελήθηκε τη συγκέντρωση και την παρουσίασή τους, και για την
πολύτιμη προσφορά του στο αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος.
1824.
Είναι η τρίτη χρονιά που η φιλελεύθερη ευρωπαϊκή κοινή γνώμη πάλλεται από τις
απανωτές νίκες των εξεγερμένων Ελλήνων, νίκες του μικρού αριθμού-θα το δηλώσει
σε λίγο επιγραμματικά στους Μήλους ο Μακρυγιάννης στον γάλλο ναύαρχο
«Ντερνίς»-, της παλικαριάς, της ανένδοτης πίστης. Τότε, ξεκινώντας από το
Παρίσι, ξεσπάει στο πανευρωπαϊκό στερέωμα μια πραγματική πνευματική βόμβα: ο
πρώτο τόμος των Chants
Populaires de
la
Grece
moderne, τη συλλογή,
παρουσίαση και μετάφραση του οποίου στα γαλλικά υπογράφει ο Κλοντ Φοριέλ
(1772-1844). Γράφω επίτηδες το όνομά του με ελληνικά γράμματα, γιατί ο ξένος
φιλόλογος, ένας περίπου ιδιώτης που δεν έχει ακόμα ανέβει στην επίσημη
καθηγητική έδρα της Σορβόννης (μόνο το 1840 θα την κατέχει), με το πολυτιμότατο
ευεργέτημα που χάρισε στο αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος-σ’ αυτούς τους αγαπημένους
του Έλληνες, που κάθε τόσο τους αποκαλεί στοργικά mes Grecs- απέκτησε με μιάς κάτι σαν θετή
ελληνική υπηκοότητα.
Αγώνας και ποίηση
Το βιβλίο του Φοριέλ, με την άμεση ακτινοβολία που
κέρδισε όχι μόνο στη Γαλλία αλλά παντού στην Ευρώπη-στη Γερμανία μεταφράστηκε
αμέσως δύο φορές, μεταφράστηκε επίσης στα αγγλικά και στα ρωσικά-, αποτελεί μια
τρανή απόδειξη ότι το ελληνικό έθνος δεν πολεμάει μόνο με απαράμιλλο
αρχαιοπρεπές θάρρος αλλά έχει κιόλας πίσω του, εδώ και μερικούς αιώνες, μια
πλούσια αν και σχετικά πρόσφατη παιδεία που εκφράζεται στη λαϊκή του
γλώσσα-ξέρουμε ότι ο νεαρός Σολωμός θα αντλήσει ενθάρρυνση στο μεγάλο εγχείρημά
του από τη διδαχή του Φοριέλ-έναν πραγματικό καθημερινό νεοελληνικό πολιτισμό.
Άλλωστε
με τα «Ιστορικά Τραγούδια» που παρουσιάζονται στον πρώτο τόμο του
έργου του Φοριέλ, ειδικά με το θερμό πορτρέτο που σχεδιάζει τον Κλέφτη και με
τον ιστορικό του πολέμου στο Σούλι, δεν βγαίνουμε από την αγωνιστική ατμόσφαιρα
της εποχής, μια που όλα αυτά τα στοιχεία αναφέρονται στην ηρωική ζωή μιάς
μερίδας του τουρκοκρατούμενου ελληνικού λαού. Κι έτσι τα περίφημα
Προλεγόμενα-που γεμίζουν, στην ελληνική αναδημοσίευση, 58 ολόκληρες
σελίδες-αποτελούν έναν πρωτάκουστο ύμνο στις δύο μοναδικές αρετές, τη μαχητική
και ποιητική, του σύγχρονου Ελληνισμού. Και για την πρώτη να μην ξεχνάμε ότι ο
Φοριέλ είναι που, μόλο που δεν το βρίσκει λογοτεχνικά ισάξιο των ανωνύμων
δημοτικών τραγουδιών, δημοσιεύει τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου. Αυτό στον δεύτερο
τόμο της συλλογής του που δημοσιεύτηκε το 1825 (για την ακρίβεια κυκλοφόρησε
στο τέλος του 1824).
Θα
συνεχίσει όμως, καθώς θα δούμε, να μαζεύει και άλλα ελληνικά τραγούδια, πέρα
από το 1825. Καθηγητής πια στη Σορβόννη, το 1832, θα αφιερώσει το ετήσιο μάθημά
του στα μοντέρνα τραγούδια των Ελλήνων, στα οποία θα προσθέσει παράλληλα αυτά
των Σέρβων.
Οι
ελληνικές εκδόσεις
Ο
αυτοδίδακτος νεοελληνιστής δεν κατάφερε να ταξιδέψει στην Ελλάδα, και τη
νεοελληνική την έμαθε στο Παρίσι, στο περιβάλλον του Κοραή, με μόνη μια διπλή
επαφή με την ελληνική διασπορά, στη Βενετία και στην Τεργέστη, και από την αρχή
θερμός φιλέλληνας, πέθανε ξαφνικά στις 15 Ιουλίου 1844. Λίγες εβδομάδες
αργότερα η αθηναϊκή εφημερίδα «Ελπίς» ήρθε να καταθέσει την οφειλή της Ελλάδος
στον τάφο του γάλλου φίλου του Ελληνισμού για την ποικιλόμορφη συνεισφορά του
στον απελευθερωτικό του αγώνα, εκφράζοντας την υπόσχεση «να περιστοιχίσει το
όνομά του με ένα αθάνατο φωτοστέφανο από σεβασμό και αγάπη».
Το τάμα
αυτό του 1844 άργησε κάπως να εκτελέσει: μόνο το 1956 μεταφράστηκε στα ελληνικά
η συλλογή του Φοριέλ από τον Απ. Δ. Χατζηεμμανουήλ, με εισαγωγή του αξέχαστου
Νίκου Α. Βέη (BEES).
Να όμως που φέτος ο ακούραστος ερευνητής του έργου του Φοριέλ, καθηγητής Αλέξης
Πολίτης, έρχεται να αποζημιώσει πλουσιοπάροχα την υστεροφημία του γάλλου
πρωτοπόρου: με τη μνημειώδη δημοσίευση, με τέλεια επιστημονική και αισθητική
παρουσίαση των δύο τόμων που μόλις μας χάρισαν οι σπουδαίες «Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης»: Α΄ Επανέκδοση του ιστορικού τόμου 1824-1825 (373 σελίδες), Β΄
Ανέκδοτα Κείμενα-Αναλυτικά Κρητικά Υπομνήματα-Παράρτημα και Επίμετρα (353
σελ.).
Ο
δεύτερος τόμος επιφυλάσσει στον αναγνώστη μια ευχάριστη έκπληξη: 275 ανέκδοτα
δημοτικά τραγούδια που ανακαλύφθηκαν σε γαλλικά αρχεία διαφόρων εποχών και πριν
από το 1823 και μετά το 1826, μια εύγλωττη μαρτυρία του μεγάλου πάθους του
ξένου ερευνητή για το, γι’ αυτόν, μοναδικό άνθος της λαϊκής ελληνικής Μούσας.
Και ακόμη στο Παράρτημα (σελ. 199-209) ο γαλλομαθής αναγνώστης διαβάζει 23
κείμενα που αποτελούν γαλλική μετάφραση τόσων τραγουδιών που τα ελληνικά
πρότυπα χάθηκαν και με κάποια συγκίνηση μαντεύει τη δύναμη και τη χάρη του
πρωτοτύπου. Ας αναφερθεί ακόμη ότι η έκδοση τελειώνει με ένα πολυτιμότατο για
τον σύγχρονο αναγνώστη γλωσσάρι.
Έτσι,
χάρη στον διαφωτιστικό πολύχρονο μόχθο του καθηγητή Αλέξη Πολίτη, προσφέρεται
στον κάθε ιδιώτη η ευκαιρία να τιμήσει τη φετινή φοριελική επέτειο.
Να
τιμηθεί από την πολιτεία
Υπάρχει ωστόσο ένας άλλος τρόπος, κοινοτικός αυτός,
να εκτελεστεί το γραπτό τάμα της αθάνατης μνήμης και αγάπης που είχε προκαλέσει
στην Αθήνα ο χαμός του γενναιόψυχου ξένου συναγωνιστή.
Να
αναφερθώ εδώ σε μια μικρή προσωπική εμπειρία μου. Η πρώτη μου κίνηση, σαν
συνειδητοποίησα ότι κλείνουμε φέτος 175 χρόνια από τη δημοσίευση του πρώτου
τόμου της συλλογής των Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών, ήταν να συμβουλευτώ τον
επίσημο «Ταχυδρομικό κατάλογο» για να εξακριβώσω αν αναφέρει κάπου τα
πραγματικά ένδοξο όνομα του γάλλου φιλολόγου και βρήκα (σελ.89) «Φωριέλ 104 43
Αθήνα» Με κάποιο κόπο κατάφερα να καθορίσω τον ακριβή τόπο και τον ανακάλυψα
στον Χάρτη κάπου δεξιά από τη λεωφόρο Κηφισού, στην περιοχή του παλιού
εργοστασίου Βόθρος, στα Σεπόλια.
Πήγα
λοιπόν μια μέρα σε αναγνώριση και με λίγη πεζοπορία κατέληξα στον ελληνογαλλικό
προορισμό μου. Πρόκειται για ένα μικρούτσικο δρομάκο που, σύμφωνα με την
εκτίμηση ενός εργοστασιάρχη που κάθεται στο τέρμα του, δεν περνάει τα 140 μέτρα
μήκος, κάτω από τη δίγλωσση επιγραφή: «Φωριέλ-Foriel».
Γυρίζοντας από αυτό το μίνι προσκύνημα σκέφτηκα να ζητήσω από τις
αρμόδιες αρχές τις δύο παρακάτω επεμβάσεις:
1)Να διορθωθεί το ορθογραφικό λάθος από Foriel σε
Fauriel,
μια που η πρώτη λανθασμένη γραφή κάνει το όνομα μη αναγνωρίσιμο στα μάτια ενός
υποτιθέμενου γάλλου ή γαλλόφωνου προσκυνητή.
2)Στο κέντρο της Αθήνας, η αρμόδια αρχή να πάρει
φέτος την απόφαση να βαφτιστεί ένας δρόμος «οδός Φοριέλ». Ο πρωτευουσιάνος
ξέρει εδώ και χρόνια ότι διασχίζει την οδό Βερανζέρου (Beranger), χώρια δύο άλλες στο
Ν. Λιόσια και στο Περιστέρι. Συμπαθέστατος βέβαια απ’ όλες τις απόψεις ο
αγωνιστής, δημοκρατικός και θερμός φιλέλληνας Beranger (1780-1857),
αλλά ποιος σήμερα στην Ελλάδα όχι τραγουδάει αλλά απλά διαβάζει τα
στιχουργήματά του; Ενώ, και μας το αποδεικνύει ακόμη το πρόσφατο,
αριστουργηματικό εγχείρημα του καθηγητή Αλέξη Πολίτη, το δημοτικιστικό
οικοδόμημα του Φοριέλ αποτελεί για τον Ελληνισμό «κτήμα εις αεί».
Τιμώντας
πανηγυρικά την μνήμη του ασύγκριτου ξένου νεοελληνιστή Fauriel, ο Δήμος των Αθηναίων
θα εκπληρώσει ένα παλαιό χρέος του Ελληνισμού.
Roger
Milliex, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ Κυριακή 20/6/1999, σ. 20
Ο Ροζέ Μιλλιέξ είναι πρώην διευθυντής του Γαλλικού
Ινστιτούτου Αθηνών.
--
Σημείωση:
Δεν είμαι ειδικός να
κρίνω ή να αξιολογήσω τον τεράστιο συνεχή ερευνητικό μόχθο του καθηγητή κύριου
Αλέξη Πολίτη στην επανέκδοση αυτή των Ελληνικών Τραγουδιών του Κλοντ Φοριέλ.
Μια συλλογή που όταν εκδόθηκε «δημιούργησε αμέσως τεράστια αίσθηση΄ το κλίμα
ήταν άλλωστε ευνοϊκό για κάθε τι ελληνικό και λαϊκό. Η συλλογή μεταφράστηκε
αμέσως στα γερμανικά (δύο φορές), στα αγγλικά και στα ρώσικα. Εκτός από την
ποιότητα των τραγουδιών εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα τα συνοδευτικά σχόλια και ο
εισαγωγικός λόγος του Φοριέλ μια από τις καλύτερες ως σήμερα μελέτες, γραμμένη
με θερμό φιλελληνικό αίσθημα, γνώση και σύνεση. Η φιλολογική κατάρτιση του
Φοριέλ ήταν από τις ισχυρότερες της εποχής του’ αργότερα έγινε και ο πρώτος
καθηγητής της συγκριτικής φιλολογίας στη Σορβόνη.
Στην Ελλάδα το έργο άργησε να εκτιμηθεί’ κυκλοφόρησε
μόλις το 1956 σε ελληνική μετάφραση. Η τωρινή έκδοση, με καινούργια μετάφραση,
βασίστηκε στο πλούσιο αρχειακό υλικό του Φοριέλ (που βρίσκεται διάσπαρτο σε
γαλλικές και ελληνικές βιβλιοθήκες) και περιέχει εκδομένα τραγούδια (στον πρώτο
τόμο) και τα ανέκδοτα, που συγκεντρώθηκαν το 1824 στη Βενετία και την Τεργέστη
(στον δεύτερο)», όπως σημειώνει ο μεταφραστής και επιμελητής καθηγητής κύριος
Αλέξης Πολίτης. Οφείλουμε όμως να γράψουμε ότι η έκδοση είναι εξαιρετική. Είναι
προσεγμένη. Αισθητικά επιμελημένη. Ερευνητικά άρτια. Σχολιασμένη και στην
παραμικρή της λεπτομέρεια. Διασαφηνίζει με επιστημονική επάρκεια τόσο τα γενικά
ζητήματα που προκύπτουν από μια τέτοιας ποιότητας και γλωσσικής πολυμορφίας
έκδοση, όσο και τις ιδιοτυπίες της γλώσσας και της φωνητικής απόδοσης του
ερευνητικού αυτού επεξεργασμένου στην εντέλεια παλαιού διάσπαρτου υλικού. Ο
κύριος Αλέξης Πολίτης, θα τολμούσαμε να γράφαμε καθώς διαβάζουμε ξανά την νέα
αυτή μετάφραση των «Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών», πού, δεν χρειάζεται νομίζω
να τονίσουμε, ότι δεν έχει καμία σχέση με την πρώτη έκδοση της συλλογής στα
ελληνικά του 1956, (πέρα από την εισαγωγή του καθηγητή Νικολάου Βέη, που μας δίνει πολλά πληροφοριακά στοιχεία για την ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις του Φοριέλ με τα γαλλικά σαλόνια της εποχής του), ούτε μπορούμε να τις
συγκρίνουμε, έκανε αν δεν λαθεύω, ένα νέο αποθησαύρισμα στο ήδη ποιητικό αποθησαύρισμα
του Κάρολου Φοριέλ. Δεν συμπλήρωσε απλώς το έργο του (με ανέκδοτο υλικό) αλλά, του έδωσε νέα πνοή
και αναγνωστική ώθηση καθώς το επαναδιαπραγματεύθηκε σε όλες τους τις
συγγραφικές πτυχές και γλωσσικές λεπτομέρειες. Φώτισε την συλλογή του γάλου
φιλέλληνα κάτω από το πρίσμα νέων στοιχείων, συμπλήρωσε και αποκατέστησε τα
όποια φωνητικά ή γραπτά λάθη είχε η γλώσσα του, διόρθωσε συντακτικές ατέλειες,
παράβαλε κλίσεις λέξεων, επεξεργάστηκε ανορθογραφίες της εποχής, τεκμηρίωσε τον
προφορικό λόγο των Τραγουδιών με σύγχρονους των ημερών μας κανόνες και ορθές
διατυπώσεις που υιοθετούνται και γίνηκαν αποδεκτές από την επιστημονική
κοινότητα. Με δύο λόγια, έδωσε στην παλαιά συλλογή, την σύγχρονη επιστημονική
μορφή της. Την κατέστησε ο πολύχρονος κόπος του και η άοκνη προσπάθειά του και
επιθυμία του ένα πολύτιμο εργαλείο ανάγνωσης για τους σημερινούς έλληνες και
ελληνίδες. Ξύπνησε και πάλι το ενδιαφέρον των επιστημόνων, των αναγνωστών και
των ειδικών για τον λαϊκό μας πολιτισμό, την παράδοση και το δημοτικό μας
τραγούδι. Και σίγουρα, τίμησε ως οφείλαμε σαν Έλληνες, τον γάλλο Claude Fauriel.
Τα
τέσσερα Επίμετρα του επιμελητή, που συνοδεύουν τους δύο καλαίσθητους αυτούς
τόμους που εκδόθηκαν από τις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» το 1999,-σαράντα
χρόνια μετά την πρώτη-και κόστιζαν όταν εκδόθηκαν 4500 παλαιές δραχμές ο τόμος,
καθώς και τα δύο ξέχωρα ιδιαίτερα Εισαγωγικά Σημειώματα για κάθε τόμο από τον Αλέξη
Πολίτη, δεν είναι μόνο πολύτιμα για την κατανόηση του έργου και της προσπάθειας
του Φοριέλ αλλά και χρηστικά στην ανάγνωση των Τραγουδιών και των ζητημάτων που
ανακύπτουν στην εκ νέου επεξεργασία τους και αντιγραφή τους. Στίχος-στίχος,
λέξη-λέξη, γραφή την γραφή, απόδοση την απόδοση, φωνητική ορθογραφία την φωνητική
ορθογραφία εξετάζονται και σχολιάζονται από το άγρυπνο και ευθύβολο βλέμμα του
καθηγητή Αλέξη Πολίτη με μεράκι, επιστημονική κατάρτιση, επάρκεια και ευσυνειδησία.
Το δε γλωσσάρι που επίσης συμπληρώνει την έκδοση μαζί με το σχετικό ευρετήριο,
βοηθούν τον σημερινό αναγνώστη στο να κατανοήσει καλύτερα το έργο. Ασφαλώς, οι
περισσότεροι αναγνώστες και λάτρεις της Δημοτικής μας Ποίησης, δεν είναι εύκολο
ούτε έχουν και τον χρόνο ή τα εφόδια να ανατρέξουν σε Αρχεία και
Βιβλιοθήκες και άλλες πρωτογενείς πηγές για να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους
πάνω σε τέτοιου είδους και μορφής ειδικά θέματα. Γνωρίζουν όμως, τις
παλαιότερες ερευνητικές εργασίες του Αλέξη Πολίτη επί του θέματος, σε περιοδικά
όπως ο «Μνήμων», τους τόμους της «Λαογραφίας» που κατά διαστήματα δημοσίευε τις
ερευνητικές του εργασίες και σχολιασμούς. Οι περισσότεροι μάλλον, έχουν
διαβάσει το μελέτημά του που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» το 1984, "Η
ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών". Προϋποθέσεις, προσπάθειες και η
δημιουργία της πρώτης συλλογής». Έχοντας ο επαρκής αναγνώστης υπόψιν του τις
παραπάνω εργασίες μπροστά του, μπορεί πλέον με επάρκεια να καθοδηγηθεί στην
ανάγνωση και την απόλαυση των Ελληνικών αυτών Δημοτικών Τραγουδιών.
Εκδόσεις
και επανεκδόσεις τέτοιας ποιότητας και πολιτιστικής υφής έργα, είναι απαραίτητα
από όπου και αν προέρχονται και από όποιον επιστήμονα ή ερευνητική ομάδα
επιχειρείται. Γιατί τα έργα αυτά των παλαιότερων που μας κληροδότησαν μας
βοηθούν να διατηρούμε ζωντανή στην μνήμη μας τόσο την ελληνική ιστορία όσο και
την ελληνική παράδοση. Μας στέκονται οδοδείκτες στη ανεύρεση και διατήρηση της
Εθνικής μας αυτοσυνειδησίας. Να φωτίσουμε τα δημιουργικά πνευματικά στοιχεία
του τόπου μας και των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων των επώνυμων και ανώνυμων
δημιουργών της πατρίδας μας. Κληροδοτήματα και παρακαταθήκες απαραίτητες στο να
μην χαθούμε μέσα στην σύγχρονη ιστορική και πολιτισμική χοάνη των ημερών μας.
Μέσα στην Ευρωπαϊκή ισοπέδωση λαών και παραδόσεων που επικρατεί πολιτικά χωρίς
μέτρο και σύνεση.
Ας ξανακοιτάξουμε
το πολιτιστικό μας πρόσωπο μέσα από τα έργα των ξένων φιλελλήνων και ας τους
τιμήσουμε, έστω και καθυστερημένα. Τους το οφείλουμε.
Γιατί όπως γράφει σχετικά στα Προλεγόμενά του ο Φοριέλ
και μεταφράζει ο Αλέξης Πολίτης:
«Οι
Νεοέλληνες έχουν μιαν άλλη ποίηση εκτός από αυτήν που ανέφερα μόλις, μια ποίηση
λαϊκή με όλη την σημασία και το πλάτος της λέξης, άμεση και γνήσια έκφραση του εθνικού
χαρακτήρα και του εθνικού πνεύματος, που κάθε Έλληνας την εννοεί και την αισθάνεται
με αγάπη, μόνο και μόνο επειδή είναι Έλληνας, πατά το χώμα και αναπνέει τον αέρα
της Ελλάδας’ μια ποίηση τέλος πάντων που ζει, όχι μια τεχνητή ζωή στα βιβλία, συχνά
φαινομενική μόνο, παρά μέσα στον λαό τον ίδιο, και από την συνολική ζωή του λαού.
Αυτή η ποίηση αποτελείται εξ ολοκλήρου από τραγούδια σαν και αυτά που περιέχονται
στη συλλογή ετούτη.
Μια τέτοια συλλογή, αν ήταν πλήρης, θα ήταν συνάμα
και η αληθινή εθνική ιστορία της νεότερης Ελλάδας, και ο πιο πιστός πίνακας των
εθίμων και των κατοίκων της. Ό,τι αόριστο ή λαθεμένο θα είχε ένα τραγούδι, θα το
φώτιζαν ή θα το διόρθωναν τα άλλα’ έτσι το συνολικό αποτέλεσμα θα ήταν ξεκάθαρο
και ολοκληρωμένο, και ας έμεναν λειψά ή σκοτεινά το κάθε μέρος του χωριστά….»
σ.26 τόμος 1ος.
σ.26 τόμος 1ος.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 16 Μαρτίου 2019
Πρώτη γραφή σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου