Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Για μια ελληνική πορεία με επίγνωση

ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΜΕ ΕΠΙΓΝΩΣΗ
                1821
Α
     Λοιπόν, ποιος έκανε την Επανάσταση του 1821; Το ερώτημα διατυπώνεται, φυσικά, έπειτα από την Επανάσταση κι’ έπειτα από τη νίκη. Αλλοιώς, αν η Επανάσταση είχεν άλλη έκβαση (φρικίαση σε πιάνει και να το σκεφθής μόνο)… μα εδώ θυμάμαι τα λόγια του στρατάρχου Joffre ύστερα από τη μάχη του Μάρνη στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Πολλοί τότε βρέθηκαν να του αμφισβητήσουν ότι αυτός έφερε τη νίκη στη μάχη αυτή που έσωσε την ελευθερία του κόσμου. Και βρέθηκαν μερικοί να τον ρωτήσουν, ποιος εκέρδισε την μάχη του Μαρνή. Και ο Joffre τους απάντησε: «Δεν ξέρω ποιος εκέρδισε τη μάχη, ξέρω όμως ποιος θα την είχε χάσει». Αν η Επανάσταση του 1821, χανόταν πολλοί θα δακτυλοδεικτούσαν, σαν τρελλούς  και προδότες εκείνους πού, τώρα που η Επανάσταση ενίκησε, πάνε να τους αμφισβητήσουν την πατρότητα της Επαναστάσεως. Προτού, λοιπόν αντιμετωπίσουμε το ερώτημα, ποιος έκανε την Επανάσταση του 1821, άς επιτραπούν λίγες γραμμές για θέματα καθαρής εντιμότητος όταν κανείς γράφει ιστορία.
     Λοιπόν, δεν είναι καθόλου σωστό και δεν συμβαδίζει καθόλου με την εντιμότητα, να γράφεις ιστορία a priori, να έχεις σαν βάση ωρισμένα σχήματα ανεξάρτητα από τα γεγονότα και κατόπιν, αντιγράφοντας τον περίφημο εκείνον Προκρούστη, να υποχρεώνεις τα γεγονότα να συμμορφωθούν με το σχήμα που έχεις κάνει ακολουθώντας μια κοσμοθεωρία, αλλά προτού αντιμετωπίσεις καθόλου τα γεγονότα.
      Και για να τα πούμε ακόμη πιο καθαρά και ακόμη πιο ξάστερα. Δεν συμβιβάζεται καθόλου με την εντιμότητα να λες ότι η Επανάσταση την έκαμαν οι κατώτερες λαϊκές τάξεις μόνο, αντίθετα προς τους προκρίτους και τους εύπορους και τους άρχοντες, πού ήσαν με το μέρος των Τούρκων. Και να πεις δηλαδή ότι ο Ανδρέας Μιαούλης ή ο Κωνσταντίνος Κανάρης ήσαν ή μούτσοι ή συνεργάτες των Τούρκων. Και παλαιότερα στα Ορλωφικά ότι ο Δασκαλογιάννης που αναφέραμε παραπάνω πού ήταν πλούσιος καραβοκύρης και πολύ γραμματισμένος (τον έλεγαν Δασκαλογιάννη για την μόρφωσή του και όχι πως ήταν στ’ αλήθεια δάσκαλος) ότι ήταν σύμμαχος των Τούρκων και γι’ αυτό οι Τούρκοι, όπως είπαμε, τον έγδαραν ζωντανό. Και ακόμη δεν στέκει ούτε στην εντιμότητα ούτε στην στοιχειώδη πιά, λογική, είναι ολότελα εξωφρενικό να πεις ότι οι έμποροι που ευημερούσαν στη Ρωσία έκαναν την «Φιλική Εταιρεία» και έδωσαν όλο τους το βιός, έμειναν κυριολεκτικά στην ψάθα, θυσίασαν ό,τι είχαν και δεν είχαν (Σέκερης), για την προετοιμασία της Επαναστάσεως, ήσαν… συνεργάτες των Τούρκων και εχθροί προς τον λαό που επαναστάτησε!
     Τα a priori σχήματα δεν έχουν θέση στην ιστορία. Η ιστορία γράφεται a posteriori. Ύστερα δηλαδή από μια απροκατάληπτη, επιμελημένη και όσο γίνεται διονυχιστική έρευνα των γεγονότων.
     Και τώρα, αφού τα ξεκαθαρίσαμε αυτά, μόνο τώρα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το ερώτημά μας. Ποιος έκανε την Επανάσταση του 1821;
Β
      Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μήπως; Όχι. Αυτό δεν την ήθελε την Επανάσταση και ο Πατριάρχης την αφόρισε. Βρέθηκαν μερικοί να πουν πώς τάχα ο τρομερός αφορισμός ήταν εικονικός, έγινε μόνο για να ξεγελάσει τους Τούρκους. Δεν μπορούμε να το πιστέψουμε αυτό. Όταν ο αφορισμός ήλθε και στον Μωρέα και ήθελε να δέσε τα χέρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, θα μπορούσε, βέβαια, ο Πατριάρχης να είχε κατά κάποιον τρόπο διαμηνύσει στον λαό να μην πάρουν στα σοβαρά τον αφορισμό. Τέτοιο πράγμα όμως δεν έγινε απλούστατα, ο αφορισμός ήταν αληθινός και «σπουδαίος». Έγινε στα σοβαρά, σοβαρότατα.
       Γιατί όμως έγινε ο αφορισμός; Τάχα για να εξυπηρετήσει τον Σουλτάνο, γιατί ο Πατριάρχης ήταν τσιράκι του και υπηρέτης των θελημάτων του; Μα τότε, τρελλός λοιπόν ήταν ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ για να κρεμάσει σε τέτοια κρίσιμη στιγμή ένα τόσο πιστό υπηρέτη και πράκτορα και συνεργάτη του; Ποιος μπορεί στ’ αλήθεια μα στ’ αλήθεια, να πιστέψει τέτοια πράγματα; Το σκοινί μου μ’ αυτό εκρέμασαν τον Πατριάρχη είναι η probation probatissima (η απόδειξη των αποδείξεων) ότι τέτοιες εικασίες δεν έχουν την παραμικρή βάση στην αλήθεια.
      Η αλήθεια είναι άλλη. Ο Πατριάρχης δεν ήθελε την Επανάσταση γιατί δεν πίστεψε σε αυτήν. Επίστεψε, αντίθετα, ότι η Επανάσταση χωρίς κανένα ξένο φίλο και σύμμαχο μάλιστα, θα κατέληγε σε αποτυχία και μ’ αυτήν στον ολοκληρωτικό μαρτυρικό θάνατο ολόκληρου του Γένους. Αυτό επίστευε ο Πατριάρχης και γι’ αυτό έκανε τον αφορισμό. Κι’ ας θυμηθούμε όσα είπαμε στο περασμένο άρθρο για την αναπόφευκτη αμφιταλάντευση ανάμεσα στον ηρωισμό από την μια μεριά, στην σύνεση του υπεύθυνου ηγέτη από την άλλη. Τα γεγονότα βέβαια, ευτυχώς, τον έβγαλαν πλανεμένο. Αλλά, αν είναι να κατηγορήσουμε τον Πατριάρχη γιατί δεν ήταν προφήτης, γιατί όταν έβγαζε τον αφορισμό δεν είχε προβλέψει την… ναυμαχία του Ναυαρίνου… ε, προτού να τον λιθοβολήσωμε ας τον κοιτάξουμε καλά-καλά στην αγχόνη, κι’ ας θυμηθούμε πάλι τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη: «Μην λησμονήτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη».
     Μά αν η Επανάσταση δεν οφείλεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν οφείλεται, βέβαια, ούτε και σε κείνους που ήθελαν να φέρουν ως την Ελλάδα τις ιδέες των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών, του Βολταίρου, μόλο πού και η Γαλλική Επανάσταση, σαν ξεσηκωμός, έπαιξε, όπως είδαμε, σημαντικώτατο ρόλο. Όμως η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν έργο των λογίων της Διαφωτίσεως και των νέων ιδεών. Την Επανάσταση δεν την έκαμε, είπαμε ούτε ο Πατριάρχης, αλλά και ούτε ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, ο κήρυκας των «νέων ιδεών». Αν από τον Κορυδαλλέα επεριμέναμε… ακόμη θα είμαστε ραγιάδες!
Γ
     Η 25 Μαρτίου 1821έχει καθιερωθή (ανεξάρτητα από διαφωνίες για την ακριβή ημερομηνία) να θεωρήται ως η ημέρα όπου ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και όμως ο αγώνας άρχισε πολύ νωρίτερα. Εκείνη την ημέρα του 1814, όταν στην Οδησσό τρείς έμποροι, Έλληνες, αλλά κάθε άλλο παρά ραγιάδες, ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος, έκαναν τον πόνο απόφαση να οργανωθή ο ξεσηκωμός. Και το σχέδιο έγινε έργο. Και επειδή έγινε έργο, έγινε επανάσταση.
     Αυτό ήταν το ξεκίνημα για τον ξεσηκωμό του ραγιά. Και εδώ όσο και να πασχίσεις με σχήματα a priori δεν μπορείς να χώσεις τις ταξικές διακρίσεις, διότι, απλούστατα, η προσπάθεια της Φιλικής Εταιρείας δεν περιωριζόταν σε ωρισμένη κοινωνική τάξη. Ήταν ένα ξεκίνημα αληθινά πανελλήνιο. Από την Οδησσό ροβόλησε ως τις νότιες εσχατιές της Ελλάδος και αγκάλιασε όλο το δούλο Γένος. Αυτή είναι η αλήθεια… αν βέβαια ενδιαφερόμαστε για την αλήθεια!
      Και στην επανάσταση αυτή έπαιξε ρόλο αποφασιστικό η ψυχική δύναμη. Και την ψυχική αυτή δύναμη την έδωσαν οι δύο παράγοντες που μας απασχολούν σε τούτη τη σειρά άρθρων. Ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός.
      Ας αρχίσωμε απ’ τον Χριστιανισμό. Η επανάσταση έγινε… μα χριστιανοί και όχι άθεοι ή θρησκευτικά αδιάφοροι την έκαμαν. Απ’ αυτή τη χριστιανική Πίστη παίρνανε δύναμη αλλά και καρτερία και αυτή η χριστιανική Πίστη, αν δεν έσβηνε τις μικρότητες, δεν τις άφηνε όμως να σβήσουν την Επανάσταση.
     Όμως η χριστιανική αυτή Πίστη ετόνωνε το δούλο, αλλά επαναστατημένο Γένος, συνταιριασμένη με την ονειροπόληση του αρχαίου Ελληνισμού. Ο επαναστατημένος ραγιάς ήταν πια Έλληνας. Θυμόταν πάντα τον Μαρμαρωμένο Βασηλιά, τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου, και πίσω από αυτόν, τη σειρά των βυζαντινών αυτοκρατόρων και πίσω από αυτούς ωνειρευόταν την αρχαία Ελλάδα, όσο λίγο κι’ αν την ήξερε. Ο Χριστιανισμός του έδινε την Πίστη και την δύναμη. Η Αρχαία Ελλάδα του έδινε την φιλοδοξία και το ονειροπόλημα. Κι’ όταν η Επανάσταση τελείωσε, ο ραγιάς που δεν ήταν πιά ραγιάς, αναπνέοντας τον αέρα της ελευθερίας που ήταν «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά», ένοιωθε την ελευθερία αυτή σαν ελευθερία να είναι χριστιανός και ελευθερία να είναι Έλληνας.
Δ
     Τώρα μένει και κάτι άλλο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε. Βέβαια, το είπαμε και παραπάνω, η Επανάσταση του 1821 επήρε πολλά από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Επήρε πρώτα την ενθάρρυνση για τον ξεσηκωμό κατά του Τυράννου, του Σουλτάνου, που, όπως και να το κάνεις, ήταν ασύγκριτα χειρότερος από τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ της Γαλλίας. Επήρε έπειτα κύρος για να σπρώξει προς τον φιλελληνισμό των φιλελεύθερων στοιχείων της Ευρώπης. Φυσικά, έλεγαν ότι αφού ήταν απόλυτα δικαιολογημένος ο ξεσηκωμός κατά του Λουδοβίκου της Γαλλίας, ασύγκριτα πιο δικαιολογημένος ήταν ο ξεσηκωμός κατά του Σουλτάνου. Και ακριβώς κατά του Σουλτάνου εζήτησε να ξεσηκώσει όλους τους λαούς της Βαλκανικής ο Ρήγας Φεραίος στην προκήρυξη που έβγαλε το 1797.
     Όμως, προσοχή στη μεγάλη, την τεράστια διαφορά. Ο τύραννος που λεγόταν Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ της Γαλλίας, είχε τον τίτλο «η Αυτού Χριστιανικωτάτη Μεγαλειότης» (Sa Majeste tres chretienne) και ήταν φυσικό στον πόλεμο κατά του τυράννου αυτού τα βόλια να παίρνουν και τον Χριστιανισμό. Ο τύραννος όμως που λεγόταν Σουλτάνος ήταν ο αντίχριστος. Ο αγώνας, λοιπόν, κατά του Σουλτάνου, ήταν ταυτόχρονα και αγώνας κατά του αντίχριστου. Γι’ αυτό, όσο κι αν η λογία μερίς του δούλου γένους είχε αρχίσει να διαποτίζεται κι’ από τις ιδέες των εγκυκλοπαιδιστών και του Βολταίρου, όμως πρώτα-πρώτα ένα απειροστό μόνο μέρος του ελληνικού γένους επήρε είδηση από όλ’ αυτά και πάλι εδώ η επίδραση ήταν δημοκρατία, ελευθερία, ισότης, αδελφότης (βλέπε και την επιγραφή στην διακήρυξη του Ρήγα) και όχι, ποτέ αντιχριστιανισμός. Άς τολμήσω να πω ότι ο Βολταίρος ήλθε στην Κωνσταντινούπολη εκχριστιανισμένος. Εβοήθησε, βέβαια, να φύγουν πολλές στενοκεφαλιές και να επικρατήσει μια φιλάνθρωπη ευρύτης αντιλήψεων, αλλά όλα αυτά ωδηγούσαν όχι σε μιάν άρνηση αντιχριστιανική, αλλά σ’ ένα χριστιανικό ανθρωπισμό.
     Αυτά όλα τα βλέπομε και στα συντάγματα που έδωσαν στο επαναστατημένο γένος οι εθνικές συνελεύσεις της Επιδαύρου (1821), του Άστρους (1823), της Τροιζήνος (1827). Τα συντάγματα αυτά ήσαν πέρα το up to date της δημοκρατικής εξελίξεως, αλλά άρχιζαν όλα «Εν ονόματι της Αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος…» και αυτή η επίκληση κάθε άλλο παρά κατά συνθήκην ήταν.
     Και κάτι άλλο. Για να ορίσουν τα συντάγματα και το πρώτο κι’ όλας σύνταγμα της Επιδαύρου της 1ης Ιανουαρίου 1822, για να ορίσουν, λοιπόν, ποιοι είναι Έλληνες, ορίζουν, στην παράγραφο β΄ «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες». Και αυτολεξεί το ίδιο, η παράγραφος β΄ του «Οργανικού Νόμου της Επιδαύρου» του 1821 (Δευτέρα Εθνική Συνέλευσις του 1823 στο Άστρος) και άρθρον 6 παράγραφος α΄ «του Πολιτικού Συντάγματος του 1827» της Τροιζήνος.
     Και πάρα πέρα. Στα συντάγματα αυτά βλέπεις την ψυχικήν ενότητα, την ψυχική στροφή του αγωνιζομένου έθνους προς το Βυζάντιο. Η παράγραφος η΄ του Συντάγματος της Επιδαύρου λέει ότι «άχρι της κοινοποιήσεως των ειρημένων κωδίκων, αι πολιτικαί και εγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν έχουσιν τους νόμους των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων». Το ίδιο και «οι νόμοι των αειμνήστων χριστιανών αυτοκρατόρων» εις το άρθρον π΄ του «Νόμου της Επιδαύρου» του 1823 (Συνέλευσις Άστρους), (Βλέπε και το γνωστότατο Διάταγμα της Αντιβασιλείας της 23 Φεβρουαρίου-7 Μαρτίου 1835 «Περί Πολιτικού Νόμου»).
     Έτσι, στην Επανάσταση του 1821 ξαναφάνηκε η σύνθεση Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Το Γένος που αγωνίστηκε ήταν Γένος των Χριστιανών και ήταν Γένος των Ελλήνων. Και τα δύο αυτά ήταν ενωμένα τόσον στερεά, ώστε οι περιπέτειες της Επαναστάσεως εσφυρηλατούσαν την ενότητα, δεν την πείραζαν καθόλου.
     Μ’ αυτό το πνεύμα συνεχίσθηκε η επανάσταση ως την νίκη, ως την ίδρυση και διεθνή αναγνώριση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αλλά, βέβαια, με την ίδρυση του κράτους το θέμα μας δεν ετελείωσε, μπαίνει σ’ άλλη φάση που θα την δούμε στο επόμενο πιά άρθρο.
Αλέξανδρος Ν. Τσιριντάνης, περιοδικό ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ-ΟΡΓΑΝΟΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ». Τεύχος 195/ Ιανουάριος 1977. Έτος ΙΗ΄
--
Σημείωση:
     Διαβάζοντας ορισμένα τεύχη του θρησκευτικού περιοδικού «ΠΡΩΤΑΤΟ» που έτυχε να διασωθούν σε ράφια της βιβλιοθήκης μου, που εξέδιδε ο γέροντας Ιερόθεος από το Άγιον Όρος, έπεσε από τις σελίδες ενός τεύχους, ένα δίφυλλο μικρό περιοδικό που εξέδιδε ο Αλέξανδρος Ν. Τσιριντάνης (Ιεράπετρα 4/11/1903-Αθήνα 24/9/1977). Το περιοδικάκι αυτό, που είχε τον τίτλο ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ, το θυμάμαι να το βρίσκουμε στο περίπτερο-πρακτορείο-(κρεμασμένο στα μανταλάκια)-που βρίσκονταν τις περασμένες δεκαετίες μέσα στον Ηλεκτρικό Σταθμό του Πειραιά. Εκεί που υπάρχει σήμερα ένα πρακτορείο εισιτηρίων. Στο περίπτερο αυτό, βρίσκαμε κάθε είδους εφημερίδες-ελληνικές και ξένες-καθώς και κάθε είδους περιοδικά. Συνηθίζαμε να αγοράσουμε τεύχη Εγκυκλοπαιδειών, όπως το Λεξικό του «Ηλίου», ένα πολύτομο «Λεξικό Κοινωνιολογίας και Φιλοσοφίας», την «Δομή» κλπ., και πηγαίνοντας τα τεύχη στα ευγενικά και εξυπηρετικά πάντα πρόσωπα που εργάζονταν σε αυτό, ανταλλάσσαμε τα τεύχη με τόμους δεμένους. Σε αυτό το περίπτερο των εφηβικών μας χρόνων, συνάντησα για πρώτη φορά την ΣΥΖΗΤΗΣΗ του άγνωστου σε μένα Αλέξανδρου Ν. Τσιριντάνη. Η χριστιανική θεματολογία του και ο ελληνοκεντρικός χαρακτήρας των άρθρων του, μου προκαλούσαν το ενδιαφέρον και αγόραζα τεύχη του. Όπως αγόραζα το περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ», του εκδότη και ποιητή-μεταφραστή αριστοκράτη πάντα σε θέματα γλώσσας και ζωής Κώστα Τσιρόπουλου, το καθαρά ιστορικό περιοδικό «ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» των εκδόσεων «Πάπυρος», (χάρισα όλα τα τεύχη του σε στενό και αγαπημένο φίλο από την Χαλκίδα) ένα ολιγόχρονο περιοδικό με ιλουστρασιόν χαρτί, που λέγονταν «ΝΕΑ ΔΟΜΗ», (αυτό δόθηκε σε φίλο καθηγητή), το εικαστικό περιοδικό «ΖΥΓΟΣ», (είχα βρει ορισμένα τεύχη και της πρώτης του περιόδου κάποτε), το ενδιαφέρον περιοδικό «ΤΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ» και άλλα λαθρόβια έντυπα λογοτεχνικά και μη, που διάβαζαν οι κουλτουριάρηδες νέοι και νέες εκείνης της εποχής. Μάλιστα θυμάμαι, μετά την γνωστή φωτογραφία στις εφημερίδες του παλαιού πολιτικού Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Σοφιστή στο χέρι, που τον είχε απαθανατίσει ο φωτογραφικός φακός, από τις εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος στην σειρά αρχαίοι συγγραφείς. Το περίπτερο έφερνε και πωλούσε τους όμορφους αυτούς τόμους των αρχαίων συγγραφέων με γνωστούς μεταφραστές και επιμελητές. Και φυσικά, τις μακροσκελέστατες πάντα εισαγωγές. Από αυτόν τον χώρο πρώτο-προμηθεύτηκα τεύχη του περιοδικού που εξέδιδε ο νομικός και παλαιός πολιτικός Αλέξανδρος Ν. Τσιριντάνης. Το όνομά του το είχαμε ακούσει για πρώτη φορά σε διάλεξη ενός θεολόγου, δυστυχώς μου διαφεύγει μετά από τόσα χρόνια το όνομά του. Ακούσαμε να αναφέρεται σαν τεκμήριο των ελλήνων στοχαστών και χριστιανών διανοουμένων, υποστηρικτών της θεωρίας του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, μιας θέσης, που αν δεν λαθεύω, έχει τις ρίζες της στον συγγραφέα Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο κατά κύριο λόγο, αλλά, και σε άλλους έλληνες στοχαστές και λογοτέχνες. Την περίοδο μετά την μεταπολίτευση, η ελληνική κοινωνία είχε κατά κάποιον τρόπο χωριστεί σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Από την μία οι ορθόδοξοι κομμουνιστές, οι κομμουνιστές της ανανεωτικής αριστεράς, οι θιασώτες του ευρωκομουνισμού και από την άλλη, οι λεγόμενοι κεντροδεξιοί ή αμιγώς συντηρητικοί. Υπήρχε και ένα κομμάτι του κόσμου που υποστήριζε ακόμα, την χούντα των στρατιωτικών. Τα περιβόητα «σταγονίδια» του κυρού Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, υπουργού εθνικής αμύνης, που δεν ήταν και λίγα. Και μια μικρή μερίδα που ακολουθούσε μια εφημερίδα φιλοβασιλική που κυκλοφορούσε τότε, την «Νέμεση». Οι αριστεροί θα γράφαμε, δεν ήθελαν συζήτηση με τους χριστιανούς και τις λεγόμενες παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και τους ανθρώπους τους, είχαν κηρύξει θα λέγαμε σήμερα εμπάργκο σε πρόσωπα, στις ιδέες που εξέφραζαν, στα βιβλία που έγραφαν στα περιοδικά που εξέδιδαν. Ήταν κάθετα αρνητικοί και απόλυτοι. «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» για να μνημονεύσουμε ένα κλασικό πια σύνθημα. Κάθε σχέση με την αντίδραση και την συντήρηση απαγορεύονταν αυστηρώς και δια ροπάλου. Ένα είναι το Κόμμα και οι ιδέες του. Και, ή είσαι δυνατός και το ασπάζεσαι όπως στο σερβίρουν οι καθοδηγητές ή δεν περνάς ούτε από έξω από τα τείχη του σοσιαλιστικού τότε παραδείσου. Η ευτυχία ήταν μονόχρωμη. Κόκκινη. Νέτα-Σκέτα. Από την άλλη, το συντηρητικό πολιτικά κατεστημένο προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, μια και μερίδα του είχε συνεργαστεί με το χουντικό καθεστώς και παρόλα αυτά, μετά την μεταπολίτευση, βρέθηκε πάλι στα πολιτικά πράγματα στην χώρα. Το Κυπριακό όμως άγος και η τουρκική διπλή εισβολή στο ελληνικό-κυπριακό έδαφος, υπενθύμιζε το ιστορικό και πολιτικό λάθος της δεύτερης δικτατορίας στην πατρίδα μας και των ανθρώπων της που είχαν εμπλακεί σε διάφορα οικονομικά σκάνδαλα. Βλέπε περίπτωση Ασλανίδη κλπ. Τα χρόνια εκείνα, εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν αν δεν κάνω στατιστικό λάθος, τα περισσότερα βιβλία και μελέτες που ήσαν εναντίον του Χριστιανισμού. Μελέτες σημαντικές γραμμένες ή μεταφρασμένες από ξένους επιστήμονες ή έλληνες. Η μέχρι τότε πρωτοκαθεδρία των βιβλίων του παλαιού κομμουνιστή ιστορικού Γιάννη Κορδάτου, δες εκδόσεις Μπουκουμάνη, εναντίον της Χριστιανικής θρησκείας και του ρόλου της, έδωσε την θέση σε νέες εκδόσεις, όπως ήταν αυτές των εκδόσεων Δίβρης, μεταφράσεις των εκδόσεων Αναγνωστίδη, και άλλων εκδοτικών μικρών οίκων, που, ήσαν κάθετα αντίθετοι σε ότι έχει σχέση με την μέχρι τότε επικρατούσα θρησκεία. Η άλλη πολιτική πλευρά, οι κεντρώοι ή οι δεξιοί, προσπαθούσαν να κρατήσουν μια ισορροπία και να μην γκρεμίσουν τα πάντα. Κυκλοφορούσαν τα βιβλία που εξέδιδε ο κυρός Σάββας Αγουρίδης από τον εκδοτικό οίκο Άρτος Ζωής. Εξαιρετικές και σημαντικές μελέτες πάνω στην ιστορία του χριστιανισμού, των απόκρυφων ευαγγελίων, της παλαιάς διαθήκης κ. ά. Ξαναδιαβάστηκαν βιβλία του συγγραφέα Γιώργου Θεοτοκά για την Ορθοδοξία, του παλαιού πολιτικού Αθανάσιου Κανελλόπουλου για το ίδιο θέμα, του πρώην πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου για τον Χριστιανισμό, εκδόθηκε το βιβλίο Ζώον Θεούμενο του Παναγιώτη Νέλλα, διαδώθηκαν και διαβάστηκαν απνευστί τα βιβλία του Χρήστου Γιανναρά, του Στέλιου Ράμφου, του στοχαστή Χρήστου Μαλεβίτση, το Εισοδικόν του αγιορείτη ηγούμενου της Σταυρονικήτα, ορισμένα βιβλία του Θεόκλητου Διονυσάτη, οι μεταφράσεις της παλαιάς διαθήκης του Παναγιώτη Τρεμπέλα, μελετήματα του Ιωάννη Ζηζιούλα, το βιβλίο Ισλάμ του νυν αρχιεπισκόπου Τυράννων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου, τα χριστιανικά μελετήματα του ιστορικού της λογοτεχνίας Δημήτρη Τσάκωνα, βιβλία του Γιώργου Μουστάκη και μια σειρά άλλων έργων που, υποστήριζαν την συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, την σημασία και την συμβολή της Ορθοδοξίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην διατήρηση και συνέχεια του Γένους και άλλες μελέτες που αποτελούσαν τις φωνές των ελλήνων στοχαστών κα διανοουμένων εκείνο τον καιρό. Επίσης, υπήρχε μια άνθιση των χριστιανικών γραμμάτων, με προσεγμένες εκδόσεις που εξέδιδε ο εκδοτικός οίκος και το βιβλιοπωλείο της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδας, εκδόθηκε το σοβαρό σύγχρονων θεολογικών προδιαγραφών Σύναξις, πολλοί συγγραφείς επισκέπτονταν το Περιβόλι της Παναγίας, βλέπε περίπτωση Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και τα δημοσιεύματά του. Πολλοί ηγούμενοι ή μοναχοί αγιορείτες κατέβαιναν στην Αθήνα και έδιδαν διαλέξεις με εκκλησιαστικά θέματα ή μιλούσαν για την συμβολή του Αγίου Όρους και του βυζαντινού ορθόδοξου πολιτισμού του. Κυκλοφόρησε σε προσεγμένη έκδοση η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών από τις εκδόσεις Παπαδημητρίου, ο εκδοτικός οίκος από την Θεσσαλονίκη του κυρίου Μερετάκη ΕΠΕ εξέδωσαν σε καλαίσθητες εκδόσεις ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής Πατρολογίας, οι μελέτες των εκδόσεων του Χερσονήσου του Αίμου διαβάζονταν. Στα βιβλιοπωλεία όπως ήταν το Μήνυμα, του Γρηγόρη στην Σόλωνος στην Αθήνα, κατόπιν της Παρουσίας, εκείνα της Ζωής ή του Σωτήρος κλπ., μπορούσε να βρεί ο αναγνώστης μελέτες πάνω στον Χριστιανισμό, την Χριστιανική Θρησκεία, Εκκλησιαστικούς συγγραφείς, με δύο λόγια, βιβλία σύγχρονου θεολογικού και χριστιανικού προβληματισμού, που δεν έβρισκε ή δεν συναντούσε ο αναγνώστης στα γενικά βιβλιοπωλεία, μια και δεν πωλούσαν στους πάγκους τους χριστιανικά βιβλία. Αυτό ανάμεσα στα άλλα εννοούσα παραπάνω για τον πνευματικό διχασμό που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια. Από την μία εμείς από την άλλοι οι άλλοι. Ελάχιστες γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των κάθε απόχρωσης αριστερών και των συντηρητικών. Οι ελάχιστες προσπάθειες του πολιτικού χριστιανού Νίκου Ψαρουδάκη, και της εφημερίδας που εξέδιδε Χριστιανική, του πατρός Γεώργιου Πυρουνάκη και των ομιλιών του και ορισμένων άλλων δεν ευόδωσαν, ή δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα στο εύρος που θα επιθυμούσαν. Από την μία οι σκληροπυρηνικοί του Ορθόδοξου τύπου και από την άλλη οι κάθετα αντίθετοι της αριστεράς και των θιασωτών του τότε σοβιετικού πολιτικού μοντέλου. Το σχετικό άνοιγμα έγινε μάλλον, όταν η παλαιά πολιτική εφημερίδα Ελευθεροτυπία άνοιξε έναν διάλογο για την Θεολογία της Απελευθέρωσης που συναντούσαμε εκείνες τις δεκαετίες στην Νότιο Αμερική. Δημοσιεύτηκαν πάρα πολλές απόψεις και άρθρα, επιστολές αναγνωστών και κυκλοφόρησαν δύο βιβλία για την συνομιλία μεταξύ της αριστεράς και του χριστιανισμού, και των ανθρώπων τους. Ασφαλώς κυκλοφόρησαν και ορισμένα βιβλία και δημοσιεύτηκαν δεκάδες άρθρα σκανδαλοθηρικά, και ανεβάστηκαν ορισμένα θεατρικά έργα ή επιθεωρήσεις, ή γυρίστηκαν φαρσοκωμωδίες που είχαν σαν θέμα τους τα σεξουαλικά των ανθρώπων της εκκλησίας που έστρεψαν το ενδιαφέρον του κόσμου σε ανόητα πράγματα και δημόσια κουτσομπολιά που αποπροσανατόλιζαν τους έλληνες πιστούς και αυτούς της άλλης πλευράς μαρξιστές ή αριστερούς, που υποστήριζαν την αθεΐα τους, από βασικά και θεμελιώδη ζήτημα όπως είναι οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, η ταυτότητα ημών των ελλήνων, η διαφορά και η συσχέτιση της παλαιάς θρησκείας των Εθνικών Ελλήνων με την Νέα Πίστη που ήταν ο Χριστιανισμός, η σχέση της αρχαίας φιλοσοφίας με την χριστιανική ορθόδοξη πατερική, ο Βυζαντινός πολιτισμός και ο Κόσμος του και η σχέση του με τον Αρχαίο Κόσμο, η συνέχεια του με άλλο θρησκευτικό τρόπο ή μη. Η συνεισφορά και σε ποιο βαθμό της Εκκλησίας και του κλήρου στον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας το 1821, το Πατριαρχείο και η σχέση με τον ελληνικό κορμό, ο ρόλος και η συμβολή του κλήρου την περίοδο της γερμανικής κατοχής, η οικουμενικότητα του έλληνος λόγου και πως αυτός μεταλαμπαδεύτηκε και έγινε οικουμενικότητα του ορθόδοξου ανθρωπισμού, ο ρόλος και η συμβολή των άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων στην διάδοση της ορθόδοξης πίστης αλλά και του ελληνικού ήθους και γλώσσας. Οι σχέσεις με τις άλλες θρησκείες και τα άλλα χριστιανικά δόγματα και εκκλησίες, και μια σειρά άλλων ιστορικών ζητημάτων που άπτονται του χώρου της κοινωνίας, της πολιτικής, της δημοκρατίας, της οντολογίας-σχέση θρησκείας και φιλοσοφίας-και άλλων θεμάτων, που ίσως, ακόμα και στις μέρες μας μπορεί να απασχολούν τους αρμόδιους και όχι μόνο. Αν και μετά ή πριν το 1989, ημερομηνία ορόσημο, και το άνοιγμα των συνόρων και των περιφερειακών οικονομικών πολέμων στην λεκάνη της μεσογείου, ζητήματα και θέματα αυτής της υφής και προβληματισμού δεν θέτονται πλέον. Η πολυπολιτισμική σούπα του καταναλωτισμού έχει αφομοιώσει τα πάντα στον Μολώχ του άπληστου κέρδους και της αχαλίνωτης καταναλωτικής μανίας και υπερβολής. Η θρησκεία και η πίστη γενικότερα, και φυσικά και η Εκκλησία σαν θεσμός όπως και η Πολιτική σαν σύστημα εξουσίας και διοίκησης στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και στην χώρα μας, έπαθε αυτό που συνέβει στην Κουλτούρα και την Τέχνη, όπως γράφει η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ (Hannah Arendt), στο μελέτημά της «Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ» και άλλα κείμενα, εκδόσεις ΣΤΑΣΕΙ ΕΚΠΙΠΤΟΝΤΕΣ 2012, μετάφραση Γ. Ν. Μερτίκας: «… Στις μέρες μας, η νοσταλγία αυτή είναι πολύ διαδεδομένη στην Αμερική παρά στην Ευρώπη, για τον απλούστατο λόγο ότι η Αμερική παρ’ όλο που έχει εξοικειωθεί σε μεγάλο βαθμό με τον βαρβαρικό φιλισταϊσμό των νεόπλουτων, έχει μια αμυδρή μόνον γνώση του εξ ίσου οχληρού πολιτισμικού και καλλιεργημένου φιλισταϊσμού της ευρωπαϊκής κοινωνίας, στην οποία έχει γίνει ένα ζήτημα κύρους να μορφώνεται κανείς έτσι που να εκτιμά την κουλτούρα…..» σ.10-11. Δηλαδή το ίδιο θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε και για την κρατικοδίαιτη πολιτική στην πατρίδα μας σαν εθιμικό δίκαιο πολιτικής εκδήλωσης. Για έναν βαρβαρικό φιλισταϊσμό των σύγχρονων πολιτικών. Το ίδιο θα γράφαμε και για τον ελληνικό χριστιανισμό ως κρατικής υπερισχύουσας υπεροχής έναντι άλλων θρησκευτικών ή εκκλησιαστικών πολιτιστικών εκφράσεων, που βρίσκεται συχνά σε συγκρουσιακή σχέση μαζί τους. Ακόμα θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε και για την ίδια τη Ορθοδοξία ως οικουμενική αναγέννηση του ελληνισμού και των κοινωνικών αρχών του. Οι παραδοσιακές αξίες, της βιωματικής σχέσης των ανθρώπων με την ορθόδοξη πίστη και εκδηλώσεις συμπεριφοράς έχουν αλλοιωθεί τόσο πολύ, από την παραμορφωτική υιοθέτησή τους από τον σημερινό πολιτικό και θρησκευτικό μαζάνθρωπο, που δύσκολα μάλλον αναγνωρίζεις τις καταναλωτικές κοινωνικές εκδηλώσεις των εκκλησιαστικών θεσμών, ή των θρησκευτικών αναγωγών, από τον πρωταρχικό γενεσιουργό οικουμενικό ρόλο της.    
Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα ζυμώσεων και αμφισβητήσεων κάθε αρχής και πίστης, δόγματος και ιστορικών θεσφάτων, σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πολεμικής και άρνησης, απαξίωσης και χλεύης αρκετές φορές, οφείλουμε να εξετάσουμε τα βιβλία και τα περιοδικά εντεύθεν κακείθεν της πίστης και της πολιτικής που εκδόθηκαν τα χρόνια μετά την μεταπολίτευση. Τα πάντα ήταν ρευστά και ανατρέπονταν ή αμφισβητούνταν χωρίς να καταλαβαίνεις πως. Έσπασαν οι διάφοροι υπόγειοι ή φανεροί δεσμοί με την παράδοση και τις κοινωνικές αξίες του έθνους ημών των Ελλήνων, αμφισβητήθηκε το παρελθόν και ότι αυτό κόμιζε διαχρονικά μέσα στην ιστορία, και αναζητούσαμε νέες οπτικές να ερμηνεύσουμε το παρελθόν μας μόνοι μας, χωρίς αυθεντίες και καθοδηγήσεις. Η Ελληνική κοινωνία άλλαζε ραγδαία και απότομα, όχι για να περάσει έστω και καθυστερημένα σε ένα στάδιο εκσυγχρονισμού και ουμανιστικής αναγέννησης, μια ετεροχρονισμένη ιστορικά μορφή του ελληνικού διαφωτισμού αλλά, για να βουτήξει οικειοθελώς και ένδοξα συμπεριφερόμενη στους ωκεανούς του μοντέρνου των δυτικών κοινωνιών καταναλωτισμού και άλογου κοινωνικού τρόπου συμπεριφοράς και δημόσιων ή ατομικών εκδηλώσεων. Το πρόβλημα πλέον δεν τίθεντο μεταξύ του έλληνα ανθρώπου και της κοινωνίας ούτε του έλληνα ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά μεταξύ του έλληνα και της οικονομίας που θα επέλεγε να ακολουθήσει ως μοντέλο και στάση ζωής, πολιτικής έκφρασης και ατομικής πίστης. Και τα αποτελέσματα των νεόπλουτων επιλογών μας τόσο στον χώρο της πολιτικής όσο και στον χώρο της πίστης και ασφαλώς μέσα στο κοινωνικό σώμα, το ζούμε σήμερα πανηγυρικά και αδιαμφισβήτητα. Η πτώχευση δεν είναι μόνο ατομική αλλά συλλογική. Αφορά όλο το σώμα της κοινωνίας και τον κάθε ένα μας ξεχωριστά. Η πολιτική σαν δημοκρατικό πολίτευμα διακυβέρνησης και η ορθοδοξία σαν συνεκτικός δεσμός της πίστης των πολιτών έχει δραματικά αλλοιωθεί και δύσκολα γίνεται αποδεκτός ο ρόλος της. Γιατί, νεόπλουτοι δεν υπάρχουν μόνο στον χώρο της οικονομίας αλλά και στους άλλους εθνικούς θεσμούς.
     Ο Αλέξανδρος Ν. Τσιριντάνης, προερχόμενος ηλικιακά από αρκετά παλαιότερες γενιές ελλήνων, φιλοδόξησε και αυτός να κρατήσει τα νάματα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ζωντανά. Δονκιχωτικά σκεπτόμενος, εξέδιδε περιοδικά, έγραφε άρθρα, βιβλία, πιστεύοντας ότι με τον λόγο του, κάτι θα διασώσει από το ορμητικό ποτάμι του κάθε είδους και μορφής καταναλωτισμού που έρχονταν και κατάκλυζε κάθε γόνιμη πεδιάδα σκέψης και πίστης. Οι νόμοι της οικονομίας δεν γνωρίζουν ούτε εθνικές ιστορικές ιδιαιτερότητες ούτε μεταφυσικές παραδοσιακές μονοθεϊστικές δοξασίες. Ζουν και αναπνέουν μέσα στο δεκαδικό σύστημα των αριθμών και των μηδενικών που ακολουθούν μετά από τελείες και υποδιαστολές. Αγνοώντας τις ζωές, τις πολιτικές και την πίστη των ανθρώπων.
     Αλλά για να είμαστε δίκαιοι με όλους αυτούς τους Έλληνες από όποιον χώρο του πνεύματος και της παράδοσης και αν προέρχονταν, που αγωνίστηκαν με πάθος να διασώσουν ότι μπορούσαν και ήλπιζαν σε αυτό. Αφησαν πίσω τους μια ωραία και δημιουργική και γονιμοποιό ανάμνηση. Και αυτό δεν είναι λίγο, για τις δικές μας ηλικιακά γενιές του προηγούμενου αιώνα. Οι νέοι έλληνες της τρίτης χιλιετίας, οι 19άρηδες θα οικοδομήσουν την δική τους πολιτική και πίστη. Την δική τους παράδοση. Και το έργο των παλαιοτέρων θα είναι ίσως στην καλύτερη περίπτωση ένα ρετρό τρέιλερ στιγμιότυπων πολιτικής ζωής και θρησκευτικής πίστης, και φυσικά κουλτούρας, από τις γενιές των πατεράδων και των παππούδων τους. Που, τους λησμόνησε ο Χρόνος, λόγω Μάσκας του Τριωδίου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 3/3/2019

ΥΓ. Διατήρησα την ορθογραφία της εποχής του κειμένου. Δυστυχώς, δεν έχω τα υπόλοιπα μέρη του. Αν και νομίζω, κατανοείται και αυτόνομα.                          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου