Θέατρο
της σκληρότητας
Από τη Μαρία
Μαραγκού
Εφημερίδα Κυριακάτικη 26 Ιανουαρίου 1997
σ. 48
Μπορεί
μια καλλιτέχνις να χτενίζεται 4 ώρες(!) συνεχώς με μανία ωσότου αρχίζουν να
χάνονται τα μαλλιά της; Η αναδρομική έκθεση της Μαρίνα Αμπράμοβιτς στο Μουσείο της Γάνδης είναι δινει μία
συγκλονιστική απάντηση.
Μπορεί
μια καλλιτέχνις να ζωγραφίζει στο σώμα της αστέρια σε κόκκινο χρώμα, με μέσον
ένα ξυράφι και το ίδιο της το αίμα; Μπορεί μια καλλιτέχνις να χτενίζεται για 4
ώρες συνεχώς με μανία, ωσότου αρχίσουν να χάνονται τα μαλλιά της;
Μπορεί να
στέκεται ακίνητη κάτω από ένα γλυπτό της «ένα αντικείμενο με ενέργεια’ ώρες
ατέλειωτες ωσότου χάσει εντελώς τη
συνείδηση του χώρου;
Αν είναι
η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, ναι. Στο
Μουσείο της Γάνδης, αντικείμενα και βίντεο από δεκάδες επώδυνες περφόρμανς,
στην αναδρομική έκθεση της εξαιρετικής και ιδιαίτερης Γιουγκοσλάβας,
αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Ήταν η
τυχερή μου εβδομάδα, η περασμένη. Μια ευγενική πρόσκληση της κυρίας Αγγέλας
Κοκκόλα με αφορμή το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Βρυξελλών, συνέπεσε με την
έκθεση της Αμπράμοβιτς που, όσοι έχετε παρακολουθήσει λίγο τη δουλειά της
ξέρετε ότι έχει όλους τους λόγους ν’ αγαπηθεί.
Είναι
γυναίκα, με όλη τη συνείδηση του σώματος και του πάθους, ρισκάρει ξεπερνώντας
τα όρια και δίνει τα πάντα σ’ αυτό που κάνει, είναι μια καλλιτέχνις που ξέρει
καλά πως έχει δίκιο να μην ενδιαφέρεται για το έργο τέχνης, αυτό που
αντικειμενικά χαρακτηρίζεται έργο τέχνης, αλλά για τη διαδικασία που την οδηγεί
και την κάνει να συναντιέται με φυλές αρχετυπικές που κάνουν τέχνη σαν μια
ομαδική λειτουργία.
Η
καλλιτεχνική πράξη είναι ευθύνη ζωής, βαθιά γνώση του σώματος και της σκέψης.
Περπατώντας
ατέλειωτες ώρες
Την ασκεί
επενδύοντας στα φυσικά της όρια και στις δυνατότητες της ψυχής. Περπατάει ώρες
ατέλειωτες, μένει 40 μέρες δίχως αρκετή τροφή, 4 μέρες δίχως φαγητό και νερό,
κάθεται 6μέρες ακίνητη σε μια καρέκλα βλέποντας ένα λευκό τοίχο, πειραματίζεται
να μην αναπνέει ωσότου αδειάσει εντελώς από εικόνες και εντυπώσεις, γεμίζει
ολόκληρο το σώμα της με πληγές, κρεμιέται από μια οροφή με το κεφάλι προς το
πάτωμα, φιλιέται με τον Ουλάι, τον άντρα με τον οποίο διάλεξε να ζει, έξι ώρες,
ανταλλάσσοντας την αναπνοή αλλά και το διοξείδιο από ένα σημείο κι ύστερα.
Αισθάνομαι ότι την αδικώ, σε όσους δεν την ξέρουν, αριθμώντας
δυνατότητες που θα ‘χε ένας φακίρης, όχι ένας καλλιτέχνης. Αξίζει όμως να
θυμηθούμε ότι η συνέχεια της μοντέρνας τέχνης ήταν και οι περφόρμανς, η
συνάντηση με το αρχετυπικό, η λαντ αρτ (land art), ο ήχος, το βίντεο κ.λπ.
Η Μαρίνα
Αμπράμοβιτς (Marina
Abramovic)
ανήκει σε μια άκρως προωθημένη κατηγορία καλλιτεχνών στην οποία είναι η
μοναδική που αντέχει να συμπεριφερθεί τόσο σκληρά στο ίδιο το σώμα της.
Η ίδια η
καταγωγή και το περιβάλλον της (κόρη ενός κομμουνιστή στρατηγού που αγωνίστηκε
για τη Γιουγκοσλαβία και μιας δημοσιογράφου που έγραψε ανταποκρίσεις το 1943
από το μέτωπο της Βοσνίας πριν γίνει διευθύντρια του Μουσείου Τέχνης και
Επανάστασης στο Βελιγράδι) την οδήγησαν, όπως σημειώνει η ίδια, να μιλήσει για
ό,τι η Δύση αποκαλεί «Θέατρο της σκληρότητας» στον Τρίτο Κόσμο, ασκώντας μια
τριμερή τιμωρία στο σώμα της.
Συχνά
κάνει τις περφόρμανς της σε χώρους θεάτρου, ακριβώς για ν’ ανατρέψει την κομψή
μπουρζουά δομή μιας αντίληψης να ερμηνεύονται ρόλοι, να δημιουργούνται λόγια
και κινήσεις, που ανήκουν σε άλλον.
Οδυνηρές
εμπειρίες
Στις
δικές της περφόρμανς η Αμπράμοβιτς σωματοποιεί οδυνηρά τις εμπειρίες που αποκτά
μεθοδικά, συναντιέται με τα βιώματα. Όπως συμβαίνει με τους καλλιτέχνες που
κάνουν έργα με τη συμμετοχή του σώματός τους, το ντοκουμέντο καταγράφεται.
Έτσι, ο θεατής που δεν ήταν παρών, δεν βλέπει ακριβώς το έργο τέχνης, αλλά την
εικόνα του σε ένα άλλο μέσον που μπορεί επίσης να αρθρώνει εικαστική γλώσσα.
Έτσι, η
αναδρομική έκθεση της Αμπράμοβιτς είναι οι οθόνες, τα μόνιτορ στα οποία
προβάλλονται οι δράσεις, η περιγραφή της διάρκειας ως υλικό πληροφοριακό και οι
συνθήκες και οι εγκαταστάσεις γλυπτών που καμία σχέση δεν έχουν με τα γλυπτά
του Μπρανκούζι ή της Λουίζ Μπουρζουά ή της Ρεβέκκας Χορν για ν’ ρθουμε σε μια
γλύπτρια της ίδιας περίπου γενιάς (η Αμπράμοβιτς γεννήθηκε το 1946) αλλά με
αντικείμενα φορτισμένα από τόπους τα οποία έχουν υποστεί επεμβάσεις με μεγάλη
οικονομία. Αντικείμενα που έρχονται από φυσικά υλικά. Ένα τέτοιο αντικείμενο,
που δεν εκτίθεται καν σαν μέρος εγκατάστασης αλλά σαν συνεργάτης σε μια
περφόρμανς, είναι για την Αμπράμοβιτς ένας σκελετός ανθρώπου που η ίδια κρατά
αγκαλιά- σαν παιδί-και σαπουνίζει ώρες ατέλειωτες ώσπου τα χέρια να ματώσουν
και ο σωματικός πόνος από την επαναλαμβανόμενη κίνηση ν’ αδειάσει εντελώς το
μυαλό, ενώνοντάς την με την κατάσταση εκείνη την τόσο κοντινή με το θάνατο.
ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ, εφημερίδα Κυριακάτικη 26 Ιανουαρίου
1997, σελίδα 48. Στην σελίδα ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ που διατηρούσε στην έγκριτη εφημερίδα
Κυριακάτικη, φύλλο της εβδομαδιαίας
εφημερίδας Ελευθεροτυπία.
Σημείωση:
Η παλαιά
δημοκρατική εφημερίδα Ελευθεροτυπία και το Κυριακάτικο φύλλο της, αφιέρωναν
αρκετές σελίδες τους σε θέματα τέχνης από την αρχή της έκδοσής των. Ο
φιλότεχνος έλληνας αναγνώστης και αναγνώστρια μπορούσε να πληροφορηθεί για τις
κάθε είδους εκδηλώσεις, να ενημερωθεί για θέματα που αφορούσαν τις εκδόσεις
βιβλίων, περιοδικών, τις κινηματογραφικές προβολές, τις θεατρικές πρεμιέρες, τα
εγκαίνια εκθέσεων στις γνωστές της εποχής γκαλερί, αίθουσες τέχνης, τα μουσεία.
Και φυσικά, διέθεταν αρκετές από τις σελίδες τους, σε συνεντεύξεις με
παλαιότερους και σύγχρονους εικαστικούς από την ελλάδα και το εξωτερικό. Καθώς
και ενημερωτικές ανταποκρίσεις από Εκθέσεις που διεξάγονταν στην Ευρώπη και την
Αμερική.
Την κυρία Μαρία Αδαμοπούλου, την κυρία Αθηνά Σχινά,
τον ποιητή Νίκο Δαββέτα, τον καθηγητή Μάνο Στεφανίδη, την Μαρία Καραβία, τον
Μανόλη Βλάχο, τον Νίκο Γ. Ξυδάκη, τον Κώστα Θεοφάνους, την Μαρίνα
Λαμπράκη-Πλάκα, την Μαρία Μαραγκού, την Πέγκυ Κουνενάκη, την Ντόρα
Ηλιοπούλου-Ρογκάν, την Λήδα Καζαντζάκη, την Κατερίνα Κοσκινά, και άλλους και
άλλες εικαστικούς και κριτικές φωνές, σταθερούς συνεργάτες ή έκτακτους των
εφημερίδων και των περιοδικών, τους διάβαζε το φιλότεχνο κοινό με προσοχή τις
εποχές εκείνες, μια και η γραφή τους ήταν έγκυρη, τεκμηριωμένη και οι ίδιοι
πάντα ενημερωμένοι περί τα εικαστικά. Το γνωστό περιοδικό «Ζυγός», οι σειρές
των εκδόσεων «Μέλισσα» για τους έλληνες και ξένους ζωγράφους, οι πολύτομες
σειρές «Τα μεγάλα μουσεία του κόσμου», οι «Πινακοθήκες» και μια πλειάδα
βιβλίων, μεταφρασμένες στα ελληνικά εκδόσεις, μελετημάτων πάνω στις εικαστικές
τέχνες και τους ζωγράφους, ήσαν πολύ διαδεδομένα τα χρόνια εκείνα. Η ενημέρωσή
μας ήταν πολλαπλή. Τον ετήσιο τόμο «ΧΡΟΝΙΚΟ» της γκαλερί «ΩΡΑ» να ξεφυλλίσει
κανείς και τις αποδελτιώσεις του, θα πληροφορηθεί τις δεκάδες αίθουσες τέχνης
που είχαν ανοίξει τότε, θα πληροφορηθεί τις εκατοντάδες εκθέσεις ελλήνων και
ξένων εικαστικών στην χώρα μας. Όλη η ελληνική και ευρωπαϊκή εικαστική
πρωτοπορία παρουσιάζονταν μπροστά στα μάτια μας. Οι δε κατάλογοι των εκθέσεων
και τα κείμενά τους αποτελούν τεκμήρια της ιστορίας της ζωγραφικής και της
εξέλιξής της.
Στην
πολιτιστική και εκδοτική άνοιξη που ζήσαμε εμείς οι νέοι και οι νέες της
μεταπολίτευσης, οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τις Εικαστικές Τέχνες. Για να
μην γράψω επιβάλλεται. Μια νέα «φουρνιά» τεχνοκριτικών-ανδρών και γυναικών-
είχε αναδυθεί την περίοδο εκείνη,-παράλληλα με τα νέα ελληνικά, και
δυτικοευρωπαϊκά και των Ηνωμένων Πολιτειών ρεύματα στις Εικαστικές Τέχνες. Νέοι
ζωγράφοι παρουσίαζαν τις δημιουργίες τους, έδιναν συνεντεύξεις, μιλούσαν για το
έργο τους, για το εικαστικό τους όραμα, τα εικαστικά τους σχέδια. Παράλληλα με
τις αναδρομικές εκθέσεις ζωγράφων των παλαιότερων Σχολών ζωγραφικής που διεξάγονταν,
και που έδιναν την δυνατότητα σε εμάς, να ενημερωθούμε και να γνωρίσουμε
πληρέστερα την εικαστική μας παράδοση. Οι νέοι ζωγράφοι όπως και οι
τεχνοκριτικοί, προέρχονταν από μια δεξαμενή καλλιτεχνών με σπουδές στο
εξωτερικό ή στην Σχολή Καλών Τεχνών στο Πολυτεχνείο στην χώρα μας, ήσαν
πολύγλωσσοι, αγαπούσαν την δουλειά τους, παρακολουθούσαν-όσοι είχαν την
οικονομική δυνατότητα, τις Εκθέσεις που διεξάγονταν στον Ευρωπαϊκό χώρο. Μετέφραζαν
και διάβαζαν μελέτες και βιβλία που είχαν σχέση με τις εικαστικές τέχνες ή βιογραφούσαν
την ζωή των ζωγράφων. Η Εθνική Πινακοθήκη, η γκαλερί Νέες Μορφές, ο Αστρολάβος,
η γκαλερί Ζουμπουλάκη, η αίθουσα Πιερίδη, η γκαλερί Κόντη, η αίθουσα του
Παυλόπουλου και οι αίθουσες του Γαλλικού Ινστιτούτου στον Πειραιά, οι Δημοτικές
Πινακοθήκες των Δήμων, στις αίθουσες της Σχολής Βακαλό, και σε άλλες, πολλές φορές
αυτοσχέδιες αίθουσες τέχνης, ήσαν οι
εκθεσιακοί δημόσιοι χώροι που οι φιλότεχνοι ερχόντουσαν σε επαφή με νέους
ζωγράφους και τις δημιουργίες τους. Σίγουρα υπήρχαν και οι πολύ αναγνωρίσιμοι.
Αυτοί που τα έργα τους βρίσκονταν στην κορυφή του χρηματιστηρίου των εμπόρων
της τέχνης. Πέρα όμως από την εμπορική πλευρά των εικαστικών δημιουργών,
διεξάγονταν εκθέσεις που είχες την δυνατότητα να δεις και να θαυμάσεις από
κοντά έργα παλαιότερων: όπως του Νικόλαου Γύζη, του θαλασσογράφου Κωνσταντίνου
Βολονάκη, του Κωνσταντίνου Παρθένη, του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, του ποιητή
Νίκου Εγγονόπουλου, του μπάρμπα Σπύρου Βασιλείου, του Γιάννη Μόραλη, του γλύπτη
Τάκη, του Γιάννη Τσαρούχη, του Γιώργου Μπουζιάνη, του Αλέξη Ακριθάκη, του Νίκου
Χατζηκυριάκου-Γκίκα, έργα της Ναταλία Μελά, του Κώστα Τσόκλη, του Νίκου
Κεσσανλή, του τηνιακού μαρμαρογλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, του Τάσσου, του Σικελιώτη,
και πολλών άλλων σημαντικών ελλήνων καλλιτεχνών, λαϊκών ζωγράφων και σκηνογράφων.
Για να μνημονεύσω ελάχιστα από τα ονόματα που μας είναι γνωστή η διαδρομή τους.
Οι σελίδες και οι στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών δημοσίευαν πρωτότυπα
κείμενα ή αναδημοσίευαν μικρές μελέτες για ζωγράφους, τις επιρροές τους, τις
επιδράσεις τους ή τους μοναχικούς δρόμους που ακολουθούσε ο καλλιτέχνης στην
διαδρομή του. Επίσης εκείνη πάνω κάτω την περίοδο είχαν αρχίσει οι εκδοτικοί οίκοι,
να κοσμούν τα εξώφυλλα των βιβλίων που εξέδιδαν με έργα ελλήνων και ξένων ζωγράφων.
Θυμάμαι για πρώτη φορά είδα από κοντά τις μικρές
«κατσίκες» και άλλα μικρά γλυπτά του ισπανού διάσημου ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, σε
αίθουσα του Ξενοδοχείου «Χίλτον». Έργα του σουρεαλιστή Σαλβαντόρ Νταλί και
άλλων ευρωπαίων εικαστικών. Μέσα σε αυτήν την πολιτιστική πανσπερμία της
καλλιτεχνικής άνοιξης που ζήσαμε οι νέοι της δικής μου γενιάς αλλά και οι
προηγούμενες, ήταν και οι εικαστικές τέχνες. Αυτό το πανόραμα των χρωμάτων, του
παιχνιδιού των σκιών αλλά και του φωτός, του ελληνικού φωτός που επιβάλλεται
αβίαστα πάνω στο θέμα και αναδεικνύει μορφές και κρυφές γωνιές του φυσικού
τοπίου. Θαυμάσαμε την τεχνική των ασπρόμαυρων σχεδίων και των πολύχρωμων κολάζ.
Μείναμε έκθαμβοι από την μεγαλειώδη λευκή αθωότητα των γλυπτών, την
ποιητικότητά τους. Τις μορφές που αναδύονταν από το σκληρό πελεκημένο μάρμαρο.
Εισχωρήσαμε μέσα σε θεματικές ατμόσφαιρες τοπίων που σε μάγευαν, σου ξυπνούσαν μνήμες,
σε πλημμύριζαν χαρά, αγαλλίαση. Είδαμε δεκάδες πορτραίτα, έργα της ποπ άρτ, λιθογραφίες.
Εκπλαγήκαμε με την τέχνη της χαρακτικής. Μείναμε αποσβολωμένοι από τους Ιππότες
της Αποκάλυψης του γερμανού χαράκτη Άλμπρεχτ Ντύρερ, από τον Εσταυρωμένο και τους
πειρασμούς του αγίου Αντωνίου του Σαλβαντόρ Νταλί. Ενθουσιαστήκαμε και προβληματιστήκαμε
με τις Ζωγραφικές, Γλυπτικές, Χαρακτικές εξερευνήσεις και αποτυπώσεις του σύγχρονου κόσμου, του μεταπολεμικού,-μετά
χουντικού στη πατρίδα μας, με όλες τις θετικές και αρνητικές κοινωνικές
παραμέτρους του. Οι εικαστικοί αυτής της εποχής, εξέφρασαν τα νέα εφιαλτικά
πολιτικά και κοινωνικά οράματα που αναδύονταν από την άλογη κατάχρηση των νέων
τεχνολογιών, από την χωρίς ήθος χρήση της επιστήμης, από την καταστροφή του
φυσικού περιβάλλοντος, την πυρηνική απειλή, την μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, την άναρχη
δόμηση των πόλεων, την αλλοίωση της ανθρώπινης φυσιογνωμίας της γειτονιάς, του χωριού,
της υπαίθρου. Το άξενο των πόλεων που εξέφραζε ίσως πρώτη και η σύγχρονη
αρχιτεκτονική. Με τα διαμερίσματα κλουβιά και τις πολυώροφες πολυκατοικίες. Μοντέρνα
οικήματα, οικοδομημένα πάνω από το μέτρο και το ύψος των αναγκών της ζωής των
ανθρώπων. Οι εικαστικές τέχνες, απεικόνιζαν τον άνθρωπο του 20ου και
21ου αιώνα. Τον μηχανοποιημένο και «ρομπότ» άνθρωπο που βιώνουμε
σήμερα. Τον άνθρωπο που είναι εξάρτημα των μηχανών και της ηλεκτρονικής
τεχνολογίας. Τον μαζάνθρωπο. Τον χωρίς πρόσωπο. Τον με δεκάδες πανομοιότυπα ανώνυμα
προσωπεία. Αυτόν που μια άλλη τέχνη, ο κινηματογράφος, απεικόνισε με το σκηνοθετικό
ταλέντο του ο Τσάρλυ Τσάπλιν.
Αυτές τις
μνήμες ξύπνησε το κείμενο της κυρίας Μαρίας Αδαμοπούλου στην παλαιά εφημερίδα Κυριακάτικη
για την έκθεση της Μαρίνας Αμπράμοβιτς. Που, μαζί της, πλένουμε και εμείς τον σκελετό
του σύγχρονου ανθρώπου μέχρι να ματώσουν τα χέρια μας και χάνοντας την επαφή με
τον σύγχρονο κόσμο, να εισχωρήσουμε με την φαντασία μας στην ψυχή του Κόσμου, που
είναι το Όνειρο. Εκεί, που ο ανθρώπινος σκελετός αποκτά ξανά την πραγματικότητα
της Σάρκας του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 31/3/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου